π. Γεώργιος Δορμπαράκης
Ο αγώνας για αυτογνωσία, για κατανόηση αυτού που έχω ακριβώς μπροστά μου, δηλαδή τον ίδιο μου τον εαυτό, αποτελεί την προτεραιότητα του ορθοφρονούντος ανθρώπου. Διότι δυστυχώς το θεωρούμενο προφανές γίνεται τρομακτικά δύσκολο και αφανές: ό,τι είναι ενώπιόν μας μάς διαφεύγει, ενώ το θεωρούμενο μακρινό ως το άλλο μάς φαντάζει οικείο και εύκολο – βλέπουμε ή νομίζουμε πως βλέπουμε ό,τι συμβαίνει στον… συνάνθρωπό μας!
Πρόκειται για πραγματικότητα που είχε επισημανθεί με πολύ ωραίο τρόπο από τον Αίσωπο στους μύθους του: «Κάθε άνθρωπος φέρει δύο σάκκους, έναν μπροστά του και έναν πίσω του, κι ο κάθε σάκκος είναι γεμάτος από διάφορα κακά. Αλλά αυτός που είναι μπροστά του φέρει τα αρνητικά και τα άσχημα των άλλων, ενώ ο άλλος πίσω του φέρει τα αρνητικά και τα άσχημα του ίδιου. Και γι’ αυτό οι άνθρωποι τα δικά τους κακά δεν τα βλέπουν, τα ξένα όμως τα βλέπουν με ακρίβεια».
Γιατί συμβαίνει το παράδοξο αυτό; Κατά την πίστη μας, διότι υπήρξε η πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος αμάρτησε, δηλαδή αρνήθηκε να υποταχθεί στο θέλημα του Δημιουργού Του επιλέγοντας το δικό του θέλημα, τα πράγματα διαστρεβλώθηκαν, η ενότητα που ζούσε στην καρδιά του με όλους και με όλα εξανεμίστηκε, ο νους του ως οφθαλμός της ψυχής έχασε το φως του, με αποτέλεσμα αντί της όρασης της αγάπης ως αποδοχής και ανοίγματος προς τον συνάνθρωπο να έχουμε την τύφλωση της κατάκρισης και της καταδίκης του άλλου – τα μάτια του γέμισαν από νοσηρό έρωτα για τον εαυτό του και για φθόνο κατά του συνανθρώπου του – συνεπώς κι αυτό που βλέπει στον άλλο τις περισσότερες φορές να είναι η χαλασμένη πραγματικότητα του ίδιου του εαυτού του, προβάλλει δηλαδή στον άλλον τη δική του διαστροφή και εμπάθεια.
Κι αυτό σημαίνει βεβαίως, μεταξύ άλλων, ότι η αυτογνωσία για τον ευρισκόμενο αμετανόητα στις αμαρτίες του είναι όνειρο… άπιαστο – η τύφλωση του απίστου ανθρώπου για την όραση του Θεού πολλαπλασιάζει την τύφλωσή του για τον ίδιο τον εαυτό του και τον συνάνθρωπό του. Ακόμη και η με πολλή προσπάθεια επισήμανση της πραγματικότητας της δικής του και των άλλων δεν εκτείνεται πέραν του ορίου της ψαύσης ενός σπηλαίουαπό έναν που βρίσκεται μέσα σ’ αυτό σε απόλυτο σκότος – πάντοτε η επισήμανση αυτή είναι μερική και αποσπασματική, χωρίς τη δυνατότητα κατανοήσεως του όλου.
Λοιπόν, μας λέει η Εκκλησία μας βασισμένη στον αρχηγό της τον Κύριο Ιησού Χριστό, για να έχουμε αυτογνωσία και να αποκτήσουμε και πάλι υγιείς οφθαλμούς,βλέποντας όπως πρέπει την πραγματικότητα, απαιτείται να ακολουθούμε τον Χριστό και τις άγιες εντολές Του, δεχόμενοι μέσα στο ζωντανό σώμα Του τη χάρη που μας παρέχει.
Η χάρη Του, ενεργοποιούμενη ανάλογα με την καθαρότητα της καρδιάς μας, ανοίγει τα μάτια μας, ώστε να βλέπουμε όχι μόνο τις χάρες που ο Θεός μάς έχει δώσει και μας δίνει, αλλά κυρίως τα άπειρα καθημερινά δικά μας σφάλματα και αμαρτήματα, οπότε να συνεχίζουμενα μετανοούμε γι’ αυτά και να ρίχνουμε τον εαυτό μας στο έλεος Εκείνου – η πορεία μετανοίας που βλέπουμε στην επιστροφή του ασώτου υιού.
Είναι αυτονόητο βεβαίως ότι τα μάτια μας στην περίπτωση αυτή, καθαρμένα από τα δάκρυα της μετανοίας, μπορούν να βλέπουν χαρισματικά όχι μόνο την πανταχού παρουσία του Δημιουργού, αλλά και την εικόνα Τουμέσα από τα πρόσωπα των αδελφών μας και την αγαθή ενέργειά Του σε όλη τη δημιουργία. Ο πιστός δηλαδή αρχίζει και βλέπει λίγο καθαρά τι γίνεται ενώπιόν του!
«Τι κέρδισες τόσα χρόνια στην άσκηση;», ρώτησε κάποιος έναν ερημίτη μοναχό. Κι εκείνος, αντί άλλης απάντησης, έφερε μία λεκάνη με νερό. «Κοίταξε μέσα», τού είπε, ενώ ήταν ακόμη ταραγμένο το νερό. «Δεν βλέπω καθαρά», απάντησε εκείνος, «πρέπει να ησυχάσει το νερό για να δω». «Αυτό ακριβώς κέρδισα κι εγώ τόσα χρόνια στην άσκηση. Με τη μετάνοια καθάρισα και συνεχίζω να καθαρίζω την ψυχή μου, ώστε ήσυχος από τα πάθη μου να μπορώ με τη χάρη του Θεού να βλέπω το πρόσωπό Του και μαζί μ’ Εκείνου και το δικό μου πρόσωπο».