Toυ Γεωργίου Αθ. Τσούτσου
Η εξαγγελία ιδρύσεως τμήματος ισλαμικών σπουδών στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου ήγειρε αντιδράσεις και οι αντιδρώντες επεσήμαναν τον κίνδυνο να απολέσει η εν λόγω σχολή τον ομολογιακό χαρακτήρα της. Το ζήτημα είναι ότι οι θεολογικές σπουδές περί το Ισλάμ, οι οποίες είναι ασφαλώς απαραίτητες, θα έπρεπε να έπονται και όχι να προηγούνται ενός συστηματικού προγράμματος ανατολικών σπουδών, το οποίο οφείλει να περιλαμβάνει σπουδές αραβικές, συριακές, περσικές, τουρκικές και εβραϊκές. Στο εξωτερικό, και ιδίως στα μεγάλα πανεπιστημιακά κέντρα της Ευρώπης και των ΗΠΑ, υπάρχουν τέτοια τμήματα, στα οποία διδάσκονται η αντίστοιχη γλώσσα σε όλα τα επίπεδα, η ιστορία και ο πολιτισμός Αράβων, Εβραίων, Περσών, Τούρκων κ.λπ. Στην Ελλάδα, παρά τις προόδους που έχουν σημειωθεί στις οθωμανικές σπουδές, με επιστήμονες όπως η Ελισάβετ Ζαχαριάδου, ο Βασίλης Δημητριάδης κ.ά. και με τη διδασκαλία της σύγχρονης τουρκικής γλώσσας στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών, υπάρχει ακόμη ανάγκη για περαιτέρω ανάπτυξη αυτού του κλάδου.
Επίσης, στον τομέα των αραβικών σπουδών, η αραβική γλώσσα διδάσκεται ανεπαρκώς και υπάρχουν ελάχιστοι αραβομαθείς επιστήμονες, οι οποίοι κατά κύριο λόγο προέρχονται από τον χώρο των πολιτικών επιστημών και των διεθνών σχέσεων και ασχολούνται με τη σύγχρονη ιστορία, ενώ υστερούμε στις προηγούμενες περιόδους, με φωτεινή εξαίρεση τον καθηγητή Βασίλη Χρηστίδη. Από τα τμήματα αυτά και τις θεολογικές σχολές θα έπρεπε να προέρχονται εκείνοι που θα αποστέλλονταν στο εξωτερικό προκειμένου να αναπτύξουν τις ανατολικές σπουδές και βαθμιαία τις ισλαμικές. Προηγούνται πάντοτε η γλώσσα και ο πολιτισμός, διαμέσου των αιώνων, και ακολουθούν τα σύγχρονα προβλήματα.
Επομένως, αντί της Θεολογικής Σχολής, θα έπρεπε να ενισχυθεί η Φιλοσοφική Σχολή. Η ιστορία των θρησκευμάτων διδάσκεται και σήμερα, αλλά η σπουδή του ισλαμικού Δικαίου στο εξωτερικό είναι πολυετής και προϋποθέτει γνώση της αραβικής. Προωθείται επομένως τμήμα ισλαμικών σπουδών ενώ δεν έχουν μεταφραστεί στην ελληνική οι πηγές της αραβικής ιστορίας και θεμελιώδη έργα της σχετικής βιβλιογραφίας. Οι ανατολικές σπουδές θα ενίσχυαν τη γνώση μας και για την τεράστια χριστιανική γραμματεία στην αραβική και τη συριακή γλώσσα, ενώ θα φώτιζαν πηγές της ισλαμικής πνευματικότητας, οι οποίες είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες από θρησκειολογική άποψη. Η πρόσφατη συνέντευξη της κ. Γλύκατζη-Αρβελέρ στη «Huffington Post» απέδειξε, δυστυχώς, την ανάγκη εξοικειώσεως ορισμένων βυζαντινολόγων με τις ανατολικές σπουδές προς αποφυγήν ιστορικών σφαλμάτων και ανακριβειών, αλλά και την ανάγκη θεολογικής παιδείας ως προς την εξέταση ζητημάτων που άπτονται του ρόλου της Εκκλησίας επί Βυζαντίου.
Οι ανατολικές σπουδές θα ενίσχυαν τη γνώση μας και για την τεράστια χριστιανική γραμματεία στην αραβική και τη συριακή γλώσσα, ενώ θα φώτιζαν πηγές της ισλαμικής πνευματικότητας, οι οποίες είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες από θρησκειολογική άποψη
Ως προς το Ισλάμ, η κ. Αρβελέρ ανακριβώς επανέλαβε τον ιστορικό μύθο, ότι ο χαλίφης Ομάρ πυρπόλησε τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας το 647, ενώ είναι από μακρού γνωστό ότι είχε καταστραφεί ήδη από τον 3ο αιώνα. Αναφέρθηκε επίσης στο γεγονός ότι είναι ψέμα πως η αρχαία γραμματεία σώθηκε από τους Άραβες. Ασφαλώς, η αρχαία γραμματεία ήταν γνωστή στους Βυζαντινούς, οι οποίοι την είχαν διαφυλάξει. Οι Άραβες μετέφρασαν στην ελληνική κείμενα περί την Ιατρική και τις φυσικές επιστήμες. Οι Ανδαλούσιοι Άραβες μετέφρασαν φιλοσοφικά κείμενα στη λατινική, όπως του Αριστοτέλους, νεοπλατωνικών φιλοσόφων κ.ά., τα οποία χρησιμοποίησαν τα πρώτα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, ασχέτως εάν αυτά τα κείμενα ήταν ήδη γνωστά στους Βυζαντινούς. Η κ. Αρβελέρ ισχυρίζεται ότι αυτά τα φιλοσοφικά κείμενα μεταφράστηκαν από Χριστιανούς Άραβες… για διοικητικούς λόγους!
Ως προς την Εκκλησία, η άποψή της υπήρξε υποτιμητική, εγγίζουσα τα όρια της προσβολής. Δήλωσε ότι η Εκκλησία έλαβε φιλο-οθωμανική στάση προ της Αλώσεως, για να μη χάσει την περιουσία της και να σώσει τα βακούφια. Δεν αναλογίστηκε μήπως η Εκκλησία -μέσω των Ησυχαστών- είχε πολύ προ της Αλώσεως προειδοποιήσει τους Χριστιανούς ότι η κατάρρευση του Βυζαντίου εν πολλοίς οφειλόταν στη δική τους πνευματική κατάρρευση και ότι χρειαζόταν εκ μέρους τους εσωτερική αναγέννηση, προκειμένου να αντλήσουν ψυχικές δυνάμεις και αδάμαστη θέληση αντιστάσεως στον κατακτητή;
Ήδη από τον 15ο αιώνα η Εκκλησία αγκάλιαζε κάθε κίνημα αντίστασης, ενώ παράλληλα με τα προνόμια προστάτευσε -κατά το δυνατόν- τους βαλκανικούς πληθυσμούς από φαινόμενα εξισλαμισμού, τα οποία στη Μικρά Ασία οδήγησαν στη δημιουργία ισλαμικής πλειονότητας. Αντίθετα, στα Βαλκάνια οι μουσουλμάνοι παρέμειναν μειονότητα.
Υποστήριξε ακόμη η κ. Αρβελέρ πως «…το θέμα είναι ότι η Ελλάδα δεν γνώρισε Διαφωτισμό. Ποιος φταίει; Θα το πω: η Εκκλησία. Αφόρισε σχεδόν τον Βολταίρο και όλους αυτούς. Ο μόνος Διαφωτιστής στην Ελλάδα ήταν ο Ρήγας Φεραίος. Όταν τον σκότωσαν και αυτόν, ε… να μην το λέω η Εκκλησία δεν θρήνησε τον Ρήγα». Αγνοεί η κ. Αρβελέρ τον ελληνικό Διαφωτισμό. Προχείρως την παραπέμπουμε στο γνωστό βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη. Οι ιδέες του Ρήγα δεν είναι αντιχριστιανικές – μάλλον απορία δημιουργεί η άποψή του ότι Χριστιανοί και μουσουλμάνοι θα έχουν κοινό σύμβολο τον σταυρό, ενώ σε άλλο σημείο αποφαίνεται ότι προ της παρακμής της η οθωμανική αυτοκρατορία υπήρξε λαμπρό οικοδόμημα. Η Εκκλησία όντως καταφέρθηκε εναντίον του Βολταίρου και των άλλων Εγκυκλοπαιδιστών λόγω του αντιχριστιανισμού τους ή των αθεϊστικών τους θέσεων. Μεταξύ άλλων, η κ. Αρβελέρ αρνείται και τον ρόλο του Βυζαντίου στην Αναγέννηση.
Γι’ αυτούς τους λόγους, τόσο η μελέτη των ανατολικών σπουδών σε συνδυασμό με τις βυζαντινές όσο και η εμβάθυνση των ζητημάτων περί του ρόλου της Εκκλησίας ενδείκνυνται για την αποφυγή παρόμοιου τύπου υπεραπλουστεύσεων και ιδεολογικών αναγνώσεων της Ιστορίας.