Του Γεωργίου Ι. Ανδρουτσόπουλου, λέκτορα Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, δικηγόρου
Πρωινό της Μ. Τρίτης, του έτους 2013. Πριν από 3 χρόνια εξεδήμησε προς Κύριον, πλήρης ημερών, ο Μητροπολίτης (πρώην) Κισάμου και Σελίνου, της Εκκλησίας της Κρήτης, Ειρηναίος (Γαλανάκης). Στην επέτειο αυτή ήταν, μάλιστα, αφιερωμένο το τριήμερο συνέδριο με θέμα «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας στην ελληνική επικράτεια», που διοργανώθηκε προσφάτως (1-3/4/2016) στο Κολυμπάρι Χανίων με τη συνεργασία της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου και της Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης.
Ο αοίδιμος Ιεράρχης γεννήθηκε το έτος 1911 στο Νεροχώρι Αποκορώνου και εξελέγη επίσκοπος από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο τον Δεκέμβριο του 1957. Μάλιστα, μετά την ανύψωση, με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη (αριθ. 812/25.9.1962), όλων των Επισκοπών της Κρήτης σε Μητροπόλεις, γεγονός το οποίο επικυρώθηκε και νομοθετικώς (Άρθρο 13, Ν.Δ. 4562/1966), ο Ειρηναίος προήχθη σε Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου.
Είναι αλήθεια ότι άφησε βαθιά τα δακτυλικά αποτυπώματα της παρουσίας του σε αυτή τη μητροπολιτική επαρχία, πλην όμως δεν είναι ίσως τόσο ευρέως γνωστό ότι η επισκοπική του διακονία δεν περιορίστηκε εντός της ελληνικής επικράτειας, αλλά επεκτάθηκε και εκτός αυτής… Ειδικότερα, στις 16 Δεκεμβρίου 1971 μετατέθηκε, παρά τις αντιρρήσεις του, στη Μητρόπολη Γερμανίας, η οποία ιδρύθηκε κανονικώς, ως επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου, με απόσπαση από την Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και Μ. Βρετανίας, με Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο της 5ης Φεβρουαρίου 1963. Αφορμή για την ίδρυση της μητροπόλεως αποτέλεσε η εγκατάσταση στη Γερμανία χιλιάδων Ελλήνων εργατών, των λεγόμενων Gastarbeiter, οι οποίοι δέχτηκαν την πρόσκληση της τότε Δυτικής Γερμανίας να ενισχύσουν το εργατικό δυναμικό της κατά την κρίσιμη μεταπολεμική εποχή. Η παρουσία του Ειρηναίου δίπλα στο εμπερίστατο ποίμνιό του υπήρξε συνεχής και ποικιλόμορφη.
Ενδεικτική προς τούτο είναι η προσωπική μαρτυρία του κ. Ιωάννη Κονιδάρη, ομότιμου καθηγητή του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, που είχε γνωρίσει περί τα τέλη του 1974 τον μακαριστό Ειρηναίο (Γαλανάκη) ως Μητροπολίτη Γερμανίας κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών του σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Χαιρετίζοντας προσφάτως την έναρξη συνεδρίου, για το οποίο έγινε εισαγωγικώς λόγος, ο καθηγητής Ι.Μ. Κονιδάρης περιέγραψε με τρόπο βιωματικό μία πτυχή της ποιμαντικής διακονίας του τότε Μητροπολίτη Γερμανίας Ειρηναίου: «Την εποχή εκείνη, σε χρόνους δυσήλιους και χαλεπούς για όλους τους Έλληνες της Γερμανίας, μια σημαντική στιγμή της ημέρας ήταν η ώρα που η Deutsche Welle, το γερμανικό ραδιόφωνο, μετέδιδε τις ειδήσεις στα ελληνικά, ειδήσεις για την Ελλάδα μας, που στην πικρή ξενιτειά αποκτά μια ιδιαίτερη αξία. Κάθε Σάββατο βράδυ, το τελευταίο πεντάλεπτο της ημίωρης εκπομπής ήταν αφιερωμένο στη Μητρόπολη Γερμανίας και μιλούσε πάντοτε ο Μητροπολίτης Ειρηναίος. ΄Ετσι άκουσα για πρώτη φορά τη φωνή του, μέσα από τα κύματα του ραδιοφώνου, με τη στερεότυπη προσφώνησή του “Αγαπητά μου πνευματικά τέκνα της Ιεράς Μητροπόλεως Γερμανίας”. Ακολουθούσαν λόγια απλά, λόγια αληθινά, λόγια καθημερινά, λόγια βγαλμένα μέσα από την καρδιά του, για να παρηγορήσουν, να ρίξουν λάδι στις χαίνουσες πληγές και να δώσουν ελπίδα στους πονεμένους ΄Ελληνες της ξενιτειάς, στη μεγάλη πλειοψηφία τους εργάτες στη γερμανική βιομηχανία…».
Έτσι, η εκδημία του τρίτου κατά σειρά Μητροπολίτη Γερμανίας Ειρηναίου (Γαλανάκη) συνέπεσε με τη συμπλήρωση 50 ετών (1963-2013) από την ιδρυτική πράξη της εν λόγω Μητροπόλεως! Η συμβολή του Ιεράρχου Ειρηναίου στην εδραίωση της σχετικώς νέας μητροπόλεως υπήρξε καθοριστική. Όλως ενδεικτικώς να σημειωθεί ότι, μεταξύ άλλων, τόσο ο μητροπολιτικός Ναός της Αγίας Τριάδος όσο και το μητροπολιτικό μέγαρο στη Βόννη οικοδομήθηκαν επί των ημερών του… Ωστόσο, η εκεί παρουσία του σημαδεύτηκε, δίχως άλλο, από δύο γεγονότα, όλως σημαντικά από πλευράς νομοκανονικού Δικαίου.
I. Το πρώτο υπήρξε η σύνταξη, στις 20 Δεκεμβρίου 1972, μετά από σύμφωνη γνώμη της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του πρώτου, οριστικού «Καταστατικού Χάρτη της Ελληνικής Ορθοδόξου Μητροπόλεως Γερμανίας, Εξαρχίας Κεντρώας Ευρώπης». Ο καταστατικός αυτός νόμος, ο οποίος αποτελείται από προοίμιο και συνολικώς δέκα άρθρα, θέτει το πλαίσιο της αυτοδιοικήσεως της Μητροπόλεως Γερμανίας και ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, ζητήματα όπως η εκλογή μητροπολίτη και βοηθών επισκόπων, η οργάνωση της ενορίας και η μισθοδοσία των ιερέων. Ο καταστατικός αυτός χάρτης δημοσιεύθηκε το πρώτον στη χώρα μας, το έτος 1979, στο περιοδικό «Θεολογία», ως τμήμα ευρύτερης μελέτης υπό τον τίτλο «Η Ελληνική Ορθόδοξος Μητρόπολις Γερμανίας και ο Καταστατικός αυτής Χάρτης» από τον καθηγητή Ι.Μ. Κονιδάρη.
II. Το δεύτερο γεγονός υπήρξε η αναγνώριση, με τον νόμο της 29ης Οκτωβρίου 1974, της Μητροπόλεως Γερμανίας ως Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται από πλευράς απολαύσεως δικαιωμάτων, η οποία κατέστη εφικτή μετά από ενέργειες του (τότε) Μητροπολίτη Ειρηναίου και ειδικότερα μετά την από 20ής Δεκεμβρίου 1972 αίτησή του προς τον τότε υπουργό Πολιτισμού της Βορείου Ρηνανίας-Βεστφαλίας, J. Girgensohn. «Θυμάμαι», αποκαλύπτει ο καθηγητής Ι.Μ. Κονιδάρης, «όταν κάποια φορά έκανα νύξη για τη δυνατότητα αυξήσεως των οικονομικών της μητροπόλεως, τα οποία ήταν πάντοτε δύσκολα, εξηγώντας ότι μετά την αναγνώριση της Μητροπόλεως Γερμανίας ως Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου θα ήταν δυνατή, σύμφωνα με τα ισχύοντα στη Γερμανία, η επιβολή εκκλησιαστικού φόρου (Kirchensteuer), μιας εισφοράς, ως ποσοστό του φόρου που εισπράττεται από το κράτος, μετά από δήλωση του φορολογουμένου, και αποδίδεται στην Εκκλησία στην οποία ανήκει. Με το μη επιδεχόμενο αντιρρήσεων ύφος του μου απάντησε ότι αυτό δεν είναι αποδεκτό από την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και περιορίσθηκε να εξαγγείλει μια μηνιαία, προαιρετική εισφορά 5 μάρκων, αν θυμάμαι καλά, κατά οικογένεια…».
Ωστόσο, καθ’ όλο αυτό το διάστημα της, δεκαετούς περίπου, παραμονής του Μητροπολίτου Ειρηναίου στη Γερμανία, άσβεστη παρέμενε η επιθυμία του να επιστρέψει στην Κρήτη και συγκεκριμένα στη Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου, για την οποία είχε αρχικώς εκλεγεί. Έτσι, μετά από έντονες πιέσεις του λαού της Κρήτης, που έφθασαν μέχρι του σημείου να φράξουν την είσοδο του μητροπολιτικού οίκου, χτίζοντάς τη με τούβλα και προειδοποιώντας ότι «μόνο ο Ειρηναίος θα την ανοίξη», η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης αποφάσισε, κατά την έκτακτη σύνοδο της 26ης Ιανουαρίου 1981, υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Τιμοθέου (Παπουτσάκη), να αναδείξει, ύστερα από πρωτοφανέρωτους αγώνες κλήρου και λαού, στη Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου τον Ειρηναίο (Γαλανάκη), ο οποίος είχε ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1980 παραιτηθεί από τη Μητρόπολη Γερμανίας.
Η επανατοποθέτηση, επί κυβερνήσεως Νέας Δημοκρατίας, στη Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου του από Γερμανίας Μητροπολίτη Ειρηναίου αποτέλεσε την απαρχή μιας νέας, β’ περιόδου διαποιμάνσεώς της από τον, ως είρηται, μητροπολίτη, η οποία ολοκληρώθηκε το έτος 2005. Τότε που ο Μητροπολίτης Ειρηναίος, εκδηλώνοντας για άλλη μία φορά την αποφασιστικότητά του, υπέβαλε σε ηλικία 94 ετών προς την Ι. Επαρχιακή Σύνοδο εγγράφως την παραίτησή του, ως εκ του βαθέος γήρατος (άρθρο 39 § 1 Ν. 4149/1961), η οποία έγινε αποδεκτή με την έγκριση και της Ι. Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Μάλιστα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, στην από 11η Αυγούστου 2005 επιστολή του (αριθ. πρωτ. 741) προς τον Μητροπολίτη Ειρηναίο, «επί τη αποχωρήσει αυτού εκ της ενεργού υπηρεσίας», ομολογούσε ότι η απόφασή του να αποχωρήσει οικειοθελώς από την ποιμαντορία της Επαρχίας Κισάμου και Σελίνου «μεγάλως εδίδαξεν ημάς, τους νεωτέρους, εν τω αμπελώνι του Κυρίου εργάτας, και εβοήθησε να ανανεώσωμεν την προσωπικήν κλήσιν διακονίας εν Αυτώ…».
Είναι γεγονός ότι ο μακαριστός Μητροπολίτης Ειρηναίος αποτελούσε ένα αληθινό πρότυπο επισκόπου· πρωτοποριακός στη σκέψη, αλλά και φιλάνθρωπος στην πράξη· αποφασιστικός στα έργα, αλλά απλός, πράος και ταπεινός στη βιοτή του. Έχοντας συντονίσει τη ζωή του στη λογική του απολύτως απαραίτητου και του στοιχειωδώς αναγκαίου, διήγε τον βίο του με αρχοντική απλότητα. Ο καθηγητής Ι.Μ. Κονιδάρης, ο οποίος υπήρξε αρκετές φορές ομοτράπεζός του, μαρτυρεί σχετικώς: «Κατά τις επαφές μας, αραιές όσο διέμενα στο Μόναχο, συχνότερες όταν μετακόμισα στη Φρανκφούρτη, τον θυμάμαι στο Επισκοπείο στη Βόννη, έργο δικό του και αυτό, να κάθεται στην κορυφή του τραπεζιού, μόνο με ένα πιάτο λιγοστά χόρτα μπροστά του, λιτοδίαιτος και λιπόσαρκος, και να καλεί όλους εμάς, τους φιλοξενούμενούς του, με την παραδοσιακή κρητική αρχοντιά του, να γευθούμε τα εδέσματα που από περισσεύματος καρδίας μάς φίλευε»…
Δεν καταλείπεται οιαδήποτε αμφιβολία ότι το αλάνθαστο κριτήριο της εκκλησιαστικής συνειδήσεως έχει ήδη αναδείξει τον Μητροπολίτη Ειρηναίο (Γαλανάκη) ως «σέμνωμα αληθώς και αγλάισμα» της Εκκλησίας και του Έθνους…
Ας είναι αιωνία και αγήρως η μνήμη αυτού, ενός αληθώς προτύπου επισκόπου…