Του Σταύρου Γουλούλη, δρος Βυζαντινής Τέχνης
29 Μαΐου. Γνωστή ημερομηνία. Κορυφαία στιγμή συνάντησης των δύο λαών, μας αρέσει, δεν μας αρέσει. Θέτει στην επικαιρότητα τη θεώρηση της παράλληλης ιστορίας των Ελλήνων και των Οθωμανών, των Τούρκων, γειτόνων για δέκα αιώνες, εξίσου ουσιαστική με τη σχέση των Ελλήνων με τη Δύση, που υπερτονίζουμε.
Στην περιοχή μας συναντώνται Ευρώπη και Ασία και ήλθαν πολλοί λαοί ήδη από την αρχαιότητα. Τελευταίοι όλων οι Τουρκομάνοι, που ελκύσθηκαν βρίσκοντας μεγάλα λιβάδια για τα ποίμνιά τους. Εκεί άρχισε η διαίρεση. Συνεχώς πίεζαν τους παλαιούς κατοίκους, τους υπέταξαν και τελικά τους έδιωξαν (1922-1924).
Η κατάσταση αυτή δεν αλλάζει πλέον. Είμαστε διαφορετικά έθνη. Οι ιστορικοί λένε ότι είμαστε συγγενείς φυλετικά, αφού πλείστοι σημερινοί Τούρκοι είναι εξισλαμισμένοι πρώην Χριστιανοί. Κάποτε, επί αιώνες ήμασταν ενωμένοι, αλλά με την κυριαρχία του ενός. Οι άλλοι ήταν β’ κατηγορίας πολίτες.
Αντίθετα, στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα (Γάλλοι και Άγγλοι), ομοίως πολυεθνικές χώρες έφτιαξαν σοβαρό κράτος, πλησιέστερα στο αταξικό, και τους αφομοίωσαν όλους. Εδώ παρουσιάστηκε εθνικισμός σε ταξική κοινωνία και δεν κόλλησαν οι δύο λαοί. Ίσως και να μη γινόταν. Αυτή ήταν η επιλογή μας.
Πρωτεύον στοιχείο της διαίρεσης, η θρησκεία. Είτε εκείνοι γίνονταν Ορθόδοξοι είτε εμείς μουσουλμάνοι –όλοι, μια και ένα μέρος έγιναν–, θα ήμασταν ένας λαός σήμερα. Έτσι λέγεται. Ο χωρισμός, όμως, χρόνο με τον χρόνο προσθέτει νέες διαφορές. Αυτό συνέβη σε Έλληνες και Τούρκους που για αιώνες μοιράζονταν την ίδια γη.
Η συνάντηση των δύο λαών υπήρξε εξαρχής δύσκολη. Κατέληξε σε πλήρη χωρισμό. Σήμερα, που η διαίρεση ολοκληρώθηκε, πολλοί ρομαντικοί σκέπτονται τι έχασαν. Αμφότεροι προτίμησαν να υπερτονίσουν τα εθνικά χαρακτηριστικά ως παράδοσή τους. Παρασύρθηκαν στον εθνικισμό.
Η υπερβολή των Τούρκων είναι προφανής: Έδιωξαν όλους τους ελληνόφωνους, αντί να τους βάλουν, με όλα τα δικαιώματά τους, να δουλέψουν σε μη εθνικό κράτος, να σκάψουν πάνω στον πολιτισμό της Ανατολίας και της Μ. Ανατολής, όπου είχαν κυριαρχήσει επί χίλια πεντακόσια χρόνια. Σήμερα το προωθούν αυτό μέσω του Ισλάμ. Ο καιρός των κυρίαρχων στην πολιτική θρησκευμάτων παρήλθε. Η τάση αυτή, αν δεν οδηγήσει σε νέες συγκρούσεις, εκτιμάται ότι δεν έχει μέλλον. Επομένως, οι Τούρκοι άφησαν τη δημιουργία σύγχρονης πολιτικής-κοινωνικής ειρήνης στους αγγλόφωνους και γενικά στη Δύση, όπου αποδεικνύονται άλλη μία φορά έξυπνοι, ενημερωμένοι, διαιτητές ανθρώπων ανίκανων να συνεννοηθούν μόνοι τους.
Ο Ρήγας Φεραίος ήταν ο πρώτος επώνυμος Ανατολίτης που το ένιωσε, αλλά τον τελείωσαν. Ούτε το Πατριαρχείο τον 19ο αιώνα έβλεπε με καλό μάτι τον εθνικισμό ή εθνοφυλετισμό. Προέβλεπε τα επερχόμενα. Εμφανίστηκαν νέοι πασάδες, ιδίως οι Νεότουρκοι θα έκαναν ό,τι τελικά συνέβη: συστηματική εκδίωξη γηγενών πληθυσμών. Λέγεται ότι ο Βενιζέλος και άλλοι έκαναν παραφιλολογικές συζητήσεις για ένωση των δύο λαών σε ένα κράτος. Μάταια. Ο εθνικισμός, τα οικονομικά συμφέροντα και ο φανατισμός είχαν ήδη κυριαρχήσει. Οι συμπέθεροι χώρισαν.
Οι Τούρκοι έχουν έντονη τη λογική της στέπας, αλλά δεν νοιάζονται για το τι κληρονόμησαν από τους Έλληνες –π.χ. τι εισπράττουν από τους αρχαιολογικούς χώρους σήμερα; Εξοβέλισαν το Βυζάντιο, που τους έδωσε δομές και πολιτισμό –τώρα το ανακαλύπτουν πάλι–, ενώ ακόμη και έως τον 15ο αιώνα η ελληνική ήταν η επίσημη γλώσσα τους κ.τ.λ. κι ασχολούνται με τα «προικιά» τους, με FIR, αέρα άπιαστο, ξερονήσια δυσπρόσιτα, πετρέλαιο, που ακόμη δεν βρέθηκε αξιοποιήσιμο. Εμείς νιώθουμε ανεπιθύμητη κληρονομιά την οθωμανική αυτοκρατορία, που ήδη είχε προσλάβει το Βυζάντιο!
Πολλοί που γνωρίζουν Ιστορία αντιμετωπίζουν τα πράγματα αλλιώς. Διαβλέπουν φυλετική σχέση λαών που ανακατεύτηκαν για αιώνες – λ.χ. Μικρασιάτες και Βαλκάνιοι έχουν ίδια μορφή. Αυτό διακρίνεται, άσχετα αν οι γλώσσες χωρίστηκαν. Η φυλετική σύνδεση είναι το παν. Η ελληνική επικράτησε σε λαούς που δεν είχαν απόλυτη φυλετική σχέση με τους Έλληνες – ας διαβάσουμε Θουκυδίδη να δούμε ποιοι είμαστε. Ομοίως, οι Τούρκοι εκτούρκισαν παλαιούς ελληνόφωνους λαούς. Αμφότεροι ήταν κυρίαρχα έθνη στην εποχή τους επί των ιδίων, ας πούμε, μεσογειακών πληθυσμών.
Αντίθετα, οι Σκοπιανοί επιμένουν μακεδονικά, δηλαδή στα αρχαιότερα πληθυσμιακά στρώματα, ενώ είναι νεοφερμένοι Σλάβοι. Όπως τον βολεύει καθέναν, που μάλλον βλέπει την εθνική ταυτότητα ως αφορμή για μεγαλείο και θαυμασμό στον υπέροχο εαυτό του. Μιλάμε για φαντασιώσεις, διότι οι πρόγονοι δεν δούλεψαν για να θαυμάζουν οι νεότεροι από εθνικιστική παράκρουση. Άλλο θέμα αν ενδείκνυται, π.χ., η οικονομική εκμετάλλευση ή κάθε άλλη πλευρά του ένδοξου παρελθόντος ως υγιής, γνήσια έκφραση. Όχι μόνον δεν απαγορεύεται, αλλά συνιστάται. Η οικονομία, η ανάγκη της ζωής, φέρνει κοντά τους ανθρώπους. Αν παλιά αυτό σήμαινε να διώχνει ο άγριος ξένος τον εντόπιο, σήμερα κατεβάζει την οίηση, συμμαζεύει το εθνικιστικό υπερ-εγώ.