Του πρωτοπρεσβύτερου Δημητρίου Θεοφίλου, M.D., Student PhD ΕΚΠΑ
Η τεχνοκρατία αποτελεί μια σύγχρονη μορφή διακυβέρνησης, με βάση την οποία οι επιστήμονες και άλλοι εμπειρογνώμονες έχουν τον έλεγχο της λήψης αποφάσεων στους τομείς τους. Η τεχνοκρατία ως όρος προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις tekhne, δηλ. δεξιότητα και kratos, δηλ. εξουσία. Έτσι, η τεχνοκρατία ως όρος σημαίνει ένα σύστημα διακυβέρνησης όπου εκείνοι που έχουν τις γνώσεις, την εμπειρία και τις δεξιότητες συνθέτουν τη δημόσια διοίκηση.
Με την έννοια «τεχνοκρατία» ορίζεται η θεωρία που υποστηρίζει ότι η διαχείριση της οικονομίας και ολόκληρου του κοινωνικού συστήματος πρέπει να γίνεται από ειδικούς επιστήμονες και γνώστες της τεχνολογίας. Το συνοπτικό λεξικό της Οξφόρδης ορίζει την τεχνοκρατία ως την «οργάνωση και διαχείριση των βιομηχανικών πόρων μιας χώρας από τεχνικούς εμπειρογνώμονες για το καλό ολόκληρης της κοινότητας».
Η τεχνοκρατία, ως σύστημα διακυβέρνησης και διοίκησης, ξεκίνησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα, οι τεχνοκράτες συνδέονται περισσότερο με τους τραπεζίτες και τα λεγόμενα «golden boys». Στον πυρετό της Μεγάλης Ύφεσης, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, εξέχοντες επιστήμονες και μηχανικοί πρότειναν ένα ουτοπικό, στηριζόμενο στην ενέργεια, οικονομικό σύστημα, που ονομάζεται τεχνοκρατία, το οποίο θα διοικείται από τους ίδιους αυτούς τους επιστήμονες και μηχανικούς, αντί των εκλεγμένων πολιτικών.
Αν και αυτό το ριζοσπαστικό κίνημα έχασε τη δυναμική του από το 1940, ανέκτησε την ισχύ του το 1973, όταν εννοιολογικά εγκρίθηκε από την ελιτίστικη Τριμερή Επιτροπή, έναν οργανισμό από κορυφαίους ηγέτες του παγκόσμιου πολιτικού και επιχειρηματικού κόσμου (συν-ιδρύθηκε από τους Zbigniew Brzezinski και David Rockefeller), για να γίνει η λεγόμενη «Νέα Διεθνής Οικονομική Τάξη» της.
Στα επόμενα 41 χρόνια, η σύγχρονη έκφραση της τεχνοκρατίας και της Νέας Διεθνούς Οικονομικής Τάξης φαίνεται καθαρά σε παγκόσμια προγράμματα, όπως η «Ατζέντα 21», η «Αειφόρος Ανάπτυξη», η «Πράσινη Οικονομία», τα «Councils of Governments» (ή CoGs, «Συμβούλια των Κυβερνήσεων»), η «Smart Growth» («Έξυπνη Ανάπτυξη») και το «Smart Grid» («Έξυπνο Δίκτυο»), οι πρωτοβουλίες «Total Awareness» («Συνολική Παρακολούθηση») και άλλα. H μόνη λογική κατάληξη της τεχνοκρατίας είναι η Επιστημονική Δικτατορία, όπως ήδη έχει καταγραφεί σε δυστοπικά βιβλία σαν το «Brave New World» («Λαμπρός νέος κόσμος») του Aldous Huxley (1932) και το «Χίλια Εννιακόσια Ογδόντα Τέσσερα» (1984) του George Orwell (1948). Αμφότερα τα παραπάνω κοιτούν κατευθείαν στο πρόσωπο της τεχνοκρατίας, όταν αυτή βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα. Σε μια παγκοσμιοποιημένη μετα-νεωτερική κοινωνία, η οποία μετασχηματίζεται με ραγδαίους ρυθμούς, τα χαρακτηριστικά της μετα-χριστιανικότητάς της γίνονται διαρκώς όλο και πιο αδρά.
Η τεχνική έχει γίνει πλέον σύστημα. Οι κοινωνίες είναι απόλυτα υποταγμένες στις επιταγές της τεχνικής, που ωθούν ολόκληρη την ανθρωπότητα να λειτουργήσει ως μία και μόνη Μεγαμηχανή. Σε όλα τα ουτοπικά οράματα επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα η ιδέα της ιδεώδους κοινωνικής οργάνωσης, της τέλειας συναρμογής μεταξύ όλων των μελών του κοινωνικού σώματος κ.ά. Η ουτοπία παρουσιάζει την τέλεια ολοκληρωτική κοινωνία, μέσα στην οποία θα έχει εξασφαλιστεί διά παντός η ελευθερία, το μέλλον κ.λπ. Η τέλεια οργάνωση, που θα επιτρέψει την κατάργηση της πολιτικής εξουσίας. Έτσι γίνεται προφανές, το πού ακριβώς θα μπορούσε να οδηγηθεί η παγκόσμια ιστορία του ανθρώπου, αν επικρατήσουν τέτοιες αντιλήψεις και πρακτικές, υποδούλωσης του ανθρώπου σε κέντρα εξουσίας, τα οποία ούτε γνωρίζει, αλλά και ούτε μπορεί να ελέγξει.
Οι κοινωνίες είναι απόλυτα υποταγμένες στις επιταγές της τεχνικής, που ωθούν ολόκληρη την ανθρωπότητα να λειτουργήσει ως μία και μόνη Μεγαμηχανή
Κάπου εδώ είναι που ανακύπτουν θεμελιώδη ερωτήματα: «Εχει τη δυνατότητα η Ορθόδοξη Θεολογία -ή, πολύ περισσότερο, η σύγχρονη εκκλησιαστική εμπειρία- να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός νέου τεχνικού πνεύματος;», «Αν ναι, τότε ποιοι πρέπει να είναι οι όροι, οι θεωρητικές προϋποθέσεις και οι ιστορικές συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο;», «Ποια είναι τα στοιχεία εκείνα της εκκλησιαστικής μαρτυρίας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη ριζική μεταστροφή και τη δυναμική ανακαίνιση της δημιουργικής πράξης του μεταμοντέρνου ανθρώπου;».
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι εκ των πραγμάτων ένα ζητούμενο και η Θεολογία μπορεί μονάχα να συμβάλει στον κατά το δυνατόν αρτιότερο προσδιορισμό των όρων με τους οποίους τίθενται κάθε φορά τα σχετικά προβλήματα.
Άποψή μου είναι πως το μόνο που μπορεί να περιμένει κανείς, στην παρούσα τουλάχιστον φάση, είναι η δημιουργία ενός ικανοποιητικού θεωρητικού μοντέλου εργασίας, που να μπορεί να λειτουργηθεί ως βάση για ορισμένες αφετηριακές διευκρινίσεις και προοπτικές. Κατά τα άλλα, οι ελπίδες ότι ο προβληματισμός αυτός μπορεί να προσλάβει σάρκα και οστά στο επίπεδο της πράξης είναι ισχνές. Η γνωστή παθογένεια του σύγχρονου ορθόδοξου εκκλησιαστικού χώρου, που ευνοεί την οπισθοδρόμηση και καλλιεργεί τη γνωσιομαχία, αφενός, και, αφετέρου, η μακροχρόνια τελμάτωση και η εγγενής ατολμία της νεοελληνικής Θεολογίας δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια κριτικής αναμέτρησης με τα ερωτήματα και τις προκλήσεις που θέτουν ενώπιόν μας η επιστήμη και η τεχνική.
Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να σημειώσουμε ότι η αδυναμία αυτή δεν αφορά μονάχα τους ορθοδόξους. Όλες οι χριστιανικές εκκλησίες και ομολογίες βρίσκονται σε προφανή αμηχανία μπροστά στη σαρωτική κυριαρχία του τεχνικού πνεύματος σε όλους τους τομείς της ζωής. Η αμηχανία αυτή έχει τη ρίζα της στη χρεοκοπία του χριστιανικού κοσμοειδώλου. Ο λεγόμενος «Θάνατος του Θεού» σήμανε την οριστική απαξίωση της παραδοσιακής χριστιανικής μεταφυσικής και μαζί το τέλος του χριστιανικού πολιτισμού. Έτσι, είναι πλέον πολύ δύσκολο για τη Θεολογία να διατυπώσει και να υπερασπιστεί μια κτισιολογία με νόημα, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη δημιουργία εναλλακτικών προτάσεων αναφορικά με το πνεύμα που θα πρέπει να διέπει τις διαδικασίες παραγωγής και εκμετάλλευσης της τεχνολογίας.
Όλες οι χριστιανικές εκκλησίες και ομολογίες βρίσκονται σε προφανή αμηχανία μπροστά στη σαρωτική κυριαρχία του τεχνικού πνεύματος σε όλους τους τομείς της ζωής. Η αμηχανία αυτή έχει τη ρίζα της στη χρεοκοπία του χριστιανικού κοσμοειδώλου
Η δόξα των Ακτίστων Ενεργειών
Σε πείσμα των καιρών, αξίζει κανείς να διατυπώσει μια πρόταση από τη σκοπιά της Ορθόδοξης Θεολογίας. Ένας πρώτος άξονας μιας τέτοιας θεολογικής κατάθεσης σχετίζεται, νομίζω, με την ευχαριστιακή πρόσληψη της κτίσης και τη σύστοιχη με αυτήν μεταμόρφωση της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Η ευχαριστιακή πραγμάτωση της τεχνικής πράξης θεμελιώνεται στην από μέρους του ανθρώπου ανάληψη ακέραιης της ευθύνης που τού αναλογεί, για τη συντήρηση και την ανάπτυξη του φυσικού περιβάλλοντος. Η ευθύνη αυτή δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται αποσπασματικά, ως «οικολογική συνείδηση», ούτε μπορεί να εξαντλείται σε μεμονωμένες ενέργειες «προστασίας του περιβάλλοντος».
Αντίθετα, οφείλει να αντανακλά μια ευρύτερη υπαρξιακή στάση και συμπεριφορά, που να αγκαλιάζει το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας (άρα και την τεχνική), σε μια χειρονομία προσφοράς της στον Τριαδικό Θεό. Μιλάμε εδώ για μια μορφή κατανόησης και διαχείρισης του κόσμου από τον άνθρωπο (μια επιστήμη, δηλαδή, και μια τεχνική), ικανή να διακρίνει τη δόξα των Ακτίστων Ενεργειών μέσα στα κτιστά όντα, να αφουγκραστεί τη Θεία βούληση για τη συντήρηση και την εσχατολογική ανακαίνιση της δημιουργίας. Για μια τεχνολογία που δεν θα βιάζει αλαζονικά τον φυσικό υλικό κόσμο, αλλά θα αναδεικνύει την εσωτερική λογικότητα των όντων ως υποστασιοποίηση της Θείας Ευλογίας. Για μια μορφή ανθρώπινης δημιουργικότητας που δεν θα αποκλείει, αλλά θα συνεργάζεται με τη Θεία Χάρη, προκειμένου να αντιδοξάσει ευχαριστιακά τον Δημιουργό της ζωής.
Εν ολίγοις, μιλάω εδώ για μια ποιητική αναμόρφωση της τεχνικής προσπάθειας του ανθρώπου, ώστε η τελευταία να εικονίζει την «ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού», ανταποκρινόμενη στην έσχατη «αποκαραδοκία της κτίσεως» (Ρωμ. 8:19-21). Το τεχνικό έργο προκύπτει, στο πλαίσιο αυτό, ως αποτέλεσμα της προσωπικής μετοχής στον λόγο του κόσμου. Και για τούτο αναδεικνύεται σε σύμβολο των εσχάτων – δίχως να διακυβεύονται ο ιδιαίτερος ιστορικός προσδιορισμός και η λειτουργικότητά του στις εκάστοτε κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες.
Δεν έχει μεγάλη σημασία αν θα ονομάσουμε μια τέτοια τεχνολογία «ευχαριστιακή», «δοξολογική» ή «εσχατολογική». Προέχει η θεολογική επαναδιαπραγμάτευση του τεχνικού φαινομένου, με την προοπτική της μεταβολής του αξιολογικού προσανατολισμού του. Η τεχνική πράξη προσλαμβάνει, έτσι, νέο συμβολικό περιεχόμενο. Θεωρώ την εσχατολογία ως τον αντίποδα του μηδενισμού, ως την τελική εκπλήρωση των προϋποθέσεών του και ταυτόχρονα ως τη διαλεκτική του υπέρβαση. Κλείνω, λοιπόν εκφράζοντας την αισιόδοξη απαισιοδοξία μου. Ως γνωστόν, για τη Θεολογία η ύπαρξη του κοινωνικού και τεχνολογικού κακού μέσα στην Ιστορία είναι αναπόφευκτο αποτέλεσμα της πτωτικής συνθήκης του ανθρώπου. Ως τέτοιο, κατά τη γνώμη μου, ορίζεται το αμεταβίβαστο καθήκον όσων επιθυμούν να διασώσουν την ελπίδα σε καιρούς απόγνωσης, οι οποίοι καλούνται να ετοιμάσουν νέους ασκούς για κρασί νέο.