Της Ελένης Χριστοδουλοπούλου
Τον Σεπτέμβριο του 1922, εκτός από τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, πολλοί ήταν οι κληρικοί που πλήρωσαν με τον πιο φρικτό τρόπο τις βαρβαρότητες των Τούρκων. Οι Μητροπολίτες Μοσχονησίων Αμβρόσιος, Κυδωνιών Γρηγόριος, Ικονίου Προκόπιος και Ζήλων Ευθύμιος, τους οποίους η Εκκλησία μας έχει ανακηρύξει αγίους, υπερασπίστηκαν έως την τελευταία τους πνοή τον ελληνισμό της Σμύρνης.
Η αγιοκατάταξη του Γρηγορίου Κυδωνιών, καθώς και των Χρυσοστόμου Σμύρνης, Προκοπίου Ικονίου, Αμβροσίου Μοσχονησίων, Ευθυμίου Ζήλων και των συν αυτοίς Μικρασιατών νεομαρτύρων έγινε το 1992 και η μνήμη τους τιμάται την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Άγιος Αμβρόσιος, Μητροπολίτης Μοσχονησίων
Καταγόταν από το Τριαντάρο της Τήνου, αλλά γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1872, όπου υπήρχε μια σημαντική παροικία Τηνίων. Ήταν ένας ιδιαίτερα μορφωμένος ιεράρχης, που είχε σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα και στη Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου, ενώ υπηρέτησε σε πολλές ελληνικές κοινότητες της Κριμαίας (Θεοδοσίας, Συμφεροπόλεως, Σεβαστουπόλεως).
Το 1913 χειροτονήθηκε βοηθός επίσκοπος της Μητροπόλεως Σμύρνης με τον τίτλο Ξανθουπόλεως, αναπλήρωσε δε τον εξόριστο μητροπολίτη κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Το 1919 χρησιμοποιήθηκε ως πατριαρχικός έξαρχος στα Μοσχονήσια, το δε 1922 έγινε Μητροπολίτης Μοσχονησίων.
Ο Μοσχονησίων Αμβρόσιος στις 14 Σεπτεμβρίου του 1922 μαζί με 6.000 Χριστιανούς και 12 ιερείς και μοναχούς εκτοπίσθηκε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, όπου σφαγιάσθηκε φρικωδώς σε μια χαράδρα. Πρώτα οι δήμιοι τον πετάλωσαν και υστέρα, κόβοντας σιγά-σιγά τα μέλη του, τον τελείωσαν. Μέχρι τέλους έμεινε πιστός και έλαβε τον στέφανο της ζωής. Κατ’ άλλους, αφού πρώτα οι στρατιώτες τού έκοψαν τα χέρια και τα πόδια, τον έθαψαν ζωντανό σε έναν τάφο με εννέα ιερείς στις 15 Σεπτεμβρίου.
Άγιος Προκόπιος Λαζαρίδης, Μητροπολίτης Ικονίου
Ο Προκόπιος Λαζαρίδης γεννήθηκε στα Τύανα της επαρχίας Ικονίου Μικράς Ασίας το 1859. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, αποφοίτησε από αυτή το 1889 και υπηρέτησε ως διάκονος και πρεσβύτερος στις Μητροπόλεις Μελενίκου, Νικαίας και Νικομηδείας.
Παρέμεινε στο Μελένικο έως τα τέλη Μαΐου του 1891, λίγους μήνες πριν από τον θάνατο του τότε Μητροπολίτη Προκοπίου, τον Αύγουστο του ίδιου έτους.
Διετέλεσε τιτουλάριος επίσκοπος Αμφιπόλεως (1894-1899) και εγκατεστάθη στην Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως υπηρετώντας στη συνοικία Βλάγκα. Το 1898 εστάλη ως πατριαρχικός έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Μακεδονία, στις Ιερές Μονές Αγίας Αναστασίας Βασιλικών Θεσσαλονίκης και Θεοτόκου Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου.
Επίσης, διετέλεσε Μητροπολίτης Δυρραχίου (1899-1906) και Φιλαδέλφειας (1906-1911). Το 1911 εξελέγη Μητροπολίτης Ικονίου, όπου ανέπτυξε πολύπτυχη δράση σε ποιμαντικό, εθνικό και εκπαιδευτικό επίπεδο. Για τον λόγο αυτό ο Μουσταφά Κεμάλ διέταξε την εξορία του από το Ικόνιο. Στις 12 Μαρτίου του 1923 συνελήφθη από τον κεμαλικό στρατό, φυλακίσθηκε, βασανίστηκε και τελικά δολοφονήθηκε.
Άγιος Ευθύμιος, Μητροπολίτης Ζήλων
Ο Άγιος Ευθύμιος, κατά κόσμον Ευστράτιος Αγρίτης, γεννήθηκε στις 6 Ιουλίου 1876 στα Παράκουλα της Λέσβου. Σε ηλικία μόλις 9 ετών εντάχθηκε στη μοναστική κοινότητα της Ιεράς Μονής Λειμώνος, με το όνομα Ευθύμιος. Το 1889 γράφτηκε στη Λειμωνιάδα Σχολή. Αποφοίτησε με άριστα, για να εγγραφεί το 1900 στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης ως υπότροφος της Μονής Λειμώνος. Το 1906 χειροτονήθηκε διάκονος στη Μονή Χάλκου από τον Μητροπολίτη Γρεβενών Αγαθάγγελο και την επόμενη χρονιά υπέβαλε τα χαρτιά του για την απόκτηση του πτυχίου του από τη διδακτορική διατριβή του με θέμα: «Σκοπός του μοναχικού βίου στην Ανατολή μέχρι τον 9ο αιώνα μ.Χ.».
Αφού πήρε το πτυχίο του με άριστα, επέστρεψε στη Μονή Λειμώνος στη Λέσβο και διορίστηκε ιεροκήρυκας, ενώ διακρίθηκε για τη ρητορική του δεινότητα.
Το 1910 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και αργότερα ανέλαβε πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Μηθύμνης. Το 1911 χειροτονήθηκε επίσκοπος στην Κωνσταντινούπολη και ανέλαβε την Επισκοπή Ζήλων. Από την Αμισό (Σαμψούντα), όπου εγκαταστάθηκε, έδινε καθημερινές μάχες για τη μόρφωση των Ελλήνων της περιοχής, έχοντας στην ευθύνη του περίπου 340 ενορίες και 150.000 Ελληνες.
Το 1913 ο Ευθύμιος τοποθετήθηκε στην επαρχία Πάφρας. Το 1914 πολλοί Παφρηνοί, με την προτροπή του, αρνήθηκαν να καταταγούν στον Τουρκικό Στρατό και βγήκαν στα βουνά ως φυγόστρατοι, όπου άρχισαν να δημιουργούνται τα πρώτα αντάρτικα τμήματα. Το 1917 ανέλαβε ηγετικό ρόλο σε ένοπλες ομάδες ανταρτών.
Τον Απρίλιο του 1917 μεγάλη δύναμη του Τουρκικού Στρατού περικύκλωσε στο βουνό Νελτές τη Μονή της Παναγίας, της Μάαρα, και 650 γυναικόπαιδα και 60 ένοπλους αντάρτες. Μετά από εξαήμερη αντίσταση, οι περισσότεροι έγκλειστοι σκοτώθηκαν ή αυτοκτόνησαν. Το 1919 ο Ευθύμιος συγκέντρωσε 12.000 αντάρτες έξω από την κωμόπολη Τσασούρ, με γενικό αρχηγό τον Κυριάκο Παπαδόπουλο. Από εκείνη την ημέρα οι Τούρκοι καταζητούσαν τον Ευθύμιο, θεωρώντας τον επίσημο αρχηγό των ανταρτών του Δυτικού Πόντου.
Το 1921 με απόφαση της κεμαλικής κυβερνήσεως, όλοι οι μητροπολίτες, οι επίσκοποι και οι αρχιμανδρίτες του Πόντου όφειλαν να εγκαταλείψουν την περιοχή και να φύγουν από τις έδρες τους. Στην εντολή αυτή δεν υπάκουσαν ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, ο Επίσκοπος Ευθύμιος και ο Αρχιμανδρίτης Αμασείας, πρωτοσύγκελλος Πλάτων Αϊβαζίδης. Στις 21 Ιανουαρίου του ίδιου έτους οι κεμαλικοί συνέλαβαν τον Ευθύμιο και τον Αρχιμανδρίτη Αϊβαζίδη, μαζί με προύχοντες της πόλης. Ο Άγιος Ευθύμιος οδηγήθηκε στην Αμάσεια, όπου καταδικάστηκε σε θάνατο και κλείστηκε στις φυλακές Σούγια, όπου πέθανε από τα βασανιστήρια και τις κακουχίες.
Άγιος Γρηγόριος, Μητροπολίτης Κυδωνιών
Ο Άγιος Γρηγόριος Κυδωνιών γεννήθηκε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας το 1864. Το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος Αντωνιάδης ή Σαατσόγλου και, κατά μετάφραση δική του, Ωρολογάς. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και αποφοίτησε το 1889, οπότε και χειροτονήθηκε διάκονος. Το έτος 1891 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Από το 1889 έως το 1892 δίδαξε σε πολλά σχολεία ως δάσκαλος και ιεροκήρυκας της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως. Υπηρέτησε ως πρωτοσύγκελλος και ιεροκήρυκας της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης την περίοδο 1892-1894. Τη διετία 1893-1894 διετέλεσε διευθυντής του ιστορικού Δευτέρου Γυμνασίου Θεσσαλονίκης (Αστική Σχολή). Από το 1894 έως το 1901 διετέλεσε καθηγητής του Γυμνασίου Σερρών, ιεροκήρυκας και επίσημος εκπρόσωπος της Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών, ενώ κατά τη διετία 1901-1902 υπηρέτησε ως πρωτοσύγκελλος της Μητροπόλεως Δράμας.
Ως ιεροκήρυκας ανήκε στους πρώτους που στο κήρυγμά τους χρησιμοποίησαν τη δημοτική γλώσσα. Στις 12 Οκτωβρίου 1902 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Τιβεριουπόλεως και Στρωμνίτσης, στην οποία αγωνίστηκε για τη διατήρηση του ελληνορθόδοξου στοιχείου της περιοχής. Για τον λόγο αυτό μέλη του βουλγαρικού κομιτάτου προσπάθησαν πολλές φορές να τον δολοφονήσουν (1905). Η τουρκική κυβέρνηση, όταν πληροφορήθηκε την εθνική δράση του Γρηγορίου, ανάγκασε το Οικουμενικό Πατριαρχείο να τον απομακρύνει. Έτσι, μετατέθηκε στη νεοσύστατη Μητρόπολη Κυδωνιών, στις 22 Ιουνίου 1908, όπου συνέχισε την εθνική δράση του.
Μετά το 1918 επέστρεψε μαζί με τους συγχωριανούς του στην πατρίδα του και αποφάσισαν να ξαναχτίσουν το Αϊβαλί. Το 1922 πραγματοποιούσε συνεχείς εκκλήσεις προς τη δημογεροντία των Κυδωνιών να διαφύγουν οι Έλληνες από την πόλη προς τη Μυτιλήνη, για να σωθούν από την επερχόμενη σφαγή, αλλά δυστυχώς δεν εισακούσθηκε, με αποτέλεσμα στις 22 Αυγούστου 1922 οι άτακτοι Τούρκοι να σφαγιάσουν 4.000 Έλληνες. Ο ίδιος ο Άγιος Γρηγόριος κατάφερε να έλθουν ελληνικά πλοία με αμερικανική σημαία και να παραλάβουν 20.000 από τους 35.000 των Ελλήνων της ευρύτερης μητροπολιτικής του επαρχίας. Ο ίδιος αρνήθηκε να διαφύγει μαζί τους. Συνελήφθη από τον κεμαλικό στρατό στις 30 Σεπτεμβρίου 1922 και, μετά από βασανισμούς, σφαγιάστηκε μαζί με δεκάδες ιερείς, τους προκρίτους της πόλης και πλήθος συμπολιτών του, στις 3 Οκτωβρίου 1922.