Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Κισάμου και Σελήνου Αμφιλόχιου
«Το 2050 ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας θα είναι 15-20 εκατομμύρια και μόνο 2 εκατομμύρια από αυτά θα είναι Έλληνες».
Αυτό, ισχυρίζεται ο πανεπιστημιακός Ηλίας Φιλιππίδης, προκύπτει από πρόσφατες διεθνείς στατιστικές, επισημαίνοντας παράλληλα τους κινδύνους που εγκυμονούνται για το μέλλον του Ελληνισμού στην Ελλάδα. Όχι μόνο ο Ελληνισμός θα είναι μειοψηφία στην Ελλάδα το 2050, συνεχίζει, αλλά θεωρείται βέβαιο ότι πενήντα χρόνια μετά, δηλ. το 2100, η Ελληνική γλώσσα θα έχει παύσει να είναι η επίσημη γλώσσα του Ελλαδικού κράτους –εάν δεν έχει καταργηθεί και αυτό- και τα Ελληνικά θα ομιλούνται από μία μειονότητα δίγλωσσων Ελλαδιτών Ελληνικής καταγωγής, για να εξελιχθεί σε μια ανάμικτη διάλεκτο, όπως τα γκρεκάνικα της κάτω Ιταλίας.
Άποψη υπερβολικά απαισιόδοξη μου είπε κάποιος, προφητική ρήση απάντησε ένας άλλος που άκουσε την συζήτηση. Δεν ξέρω ποιά από τις δύο γνώμες θα δικαιωθεί τελικά, φοβούμαι όμως πως η σκληρή πραγματικότητα των αριθμών μας φέρνει μπροστά σε μια τραγική αλήθεια. Ο δείκτης των γεννήσεων, λένε οι ειδικοί, έπεσε στην χώρα μας από 2,9 παιδιά που ήταν ανά γυναίκα το 1980 σε 1,4 το 1990, σε 1,2 το 2000 και ακόμα χειρότερα σε 1 το 2010. Αντίθετα αυξήθηκε η αναλογία των γυναικών που έχουν ένα μόνο παιδί από 41,5% σε 45,4% και μειώθηκε η αναλογία των γυναικών με τέσσερα και άνω παιδιά από 7,1% σε 4,8%. Για πρώτη φορά δε οι θάνατοι, σε ετήσια βάση, υπερέβησαν τις γεννήσεις.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι το δημογραφικό είναι ένα από τα σημαντικότερα εθνικά προβλήματα της Χώρας μας, το οποίο μπορεί να είναι ο καταλύτης και για την επιβίωση του Έθνους μας. Αφού λοιπόν εντοπίστηκε το πρόβλημα χρειάζεται να προταθούν πιθανές λύσεις. Προϋπόθεση όμως της όποιας λύσης είναι ο εντοπισμός δεδομένων και παραμέτρων του θέματος που νομίζομε ότι είναι βασικά δύο:
Το 1ο, είναι ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός ιστορικού γίγνεσθαι που δεν είναι άλλο από την κίνηση προς μια παγκόσμια κοινότητα όπου εμφανίζεται μια κοινωνία πολυπολιτισμική, πολυσυλλεκτική, και πολυφυλετική.
Το 2ο, εξίσου σημαντικό, είναι τα κύματα προσφύγων-μεταναστών που δέχεται η Χώρα μας, που δεν μπορούμε να αγνοήσομε αλλά ούτε και να απορρίψομε. Η πλειοψηφία δε αυτών των ανθρώπων δεν σκοπεύει να επιστρέψει στην πατρίδα τους, άρα είναι λογικό να βλέπουν την Ελλάδα ως δεύτερη πατρίδα τους. Τι μέλλει ή μάλλον τι δέον γενέσθαι;
Νομίζομε ότι είναι βασικό και αναγκαίο να κατανοήσομε πως το δημογραφικό πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται χωρίς την αγάπη για τον άνθρωπο και ειδικότερα τον νέο άνθρωπο, το παιδί. Φοβούμαι όμως, όπως σημειώνει και ο καθηγητής Φιλιππίδης, ότι «η κοινωνία μας μετατρέπεται σε μία άψυχη μάζα αγχωμένων, εξατομικευμένων και αμβλυμμένων καταναλωτών που ζούν μέσα στην ανασφάλεια του μέλλοντος, τις εξαρτήσεις και πιέσεις του παρόντος και τέλος στο κενό του παρελθόντος». Απαιτείται λοιπόν η ανάπλαση της Ελληνικής παιδείας, ώστε να δημιουργηθεί η κατάλληλη νοοτροπία σε όλους μας, κυρίως στους νέους, και να ξαναγίνει το παιδί πηγή χαράς και ζωής για την Ελληνική οικογένεια. Απαιτείται, επίσης, επιστροφή στις ρίζες και τις παραδεδομένες αξίες και ιδανικά που κράτησαν ζωντανό τούτο τον τόπο και το Γένος επί αιώνες. Γιατί επιστροφή στις ρίζες σημαίνει και επιστροφή στον άνθρωπο, επιστροφή στην ζωή, επιστροφή στην οικογένεια.
«Εάν η Γαλλία απομακρυνθεί από τις πολυμελείς οικογένειες, τότε όσους όρους και αν βάλομε στην συνθήκη, ακόμη και αν αφαιρέσομε τα όπλα από την Γερμανία, η Γαλλία τελικά θα χαθεί, γιατί δεν θα υπάρχουν πλέον Γάλλοι», είχε πει ο Κλεμανσώ αναφερόμενος το 1919 στην συνθήκη των Βερσαλλιών.
Μήπως τον ίδιο κίνδυνο δεν διατρέχει σήμερα και η Ελλάδα, εάν δεν επιστρέψει στον θεσμό των ευλογημένων πολυμελών οικογενειών των περασμένων γενεών; Θα μου πείτε πως, αφού η Πολιτεία μοιάζει να μην συμμερίζεται τις ανάγκες των πολύτεκνων οικογενειών; Είναι θέμα προς συζήτηση που χρειάζεται να βρει την λύση του.
Όμως δεν φτάνει αυτό. Παράλληλα, οφείλομε να βοηθήσομε να ενταχθούν ομαλά στην Ελληνική κοινωνία οι συνάνθρωποι μας εκείνοι που πασχίζουν να ζήσουν μια καλύτερη ζωή μακριά από την πατρίδα τους και τους δικούς τους. Τα 100.000 χιλιάδες και πλέον παιδιά των μεταναστών, που ήδη αποτελούν μέρος της κοινωνίας μας, δεν μπορούμε να τα αγνοήσομε, εν αντιθέσει ευθυνόμαστε για την ένταξη και προσαρμογή τους στο νέο πολιτισμικό τους περιβάλλον. Μήπως και εμείς πριν λίγες δεκαετίες δεν ζητούσαμε την «γη της επαγγελίας» στα εργοστάσια της Δύσης;
Ας μην ξεχνάμε πως στον υγιή και γνήσιο, αυθεντικό Χριστιανισμό, επιβίωση σημαίνει συμβίωση, ύπαρξη σημαίνει συνύπαρξη και λόγος σημαίνει διάλογος. Ο «έτερος» δε (ο ξένος) μεταμορφώνεται σε «εταίρο» (οικείο). Διερωτώμαι όμως εάν οι κρατούντες έχουν συνειδητοποιήσει το μέγεθος της δικής τους ευθύνη σε ό,τι αφορά την διατήρηση της Εθνικής συνείδησης και Εθνικής ταυτότητας ημών των Νεοελλήνων ή μήπως στόχος είναι η θυσία στον βωμό της μετανεωτερικότητας και την χοάνη της παγκοσμιοποίησης, με αποτέλεσμα την δημιουργία άθρησκων και απάτριδων συνειδήσεων;