Επιμέλεια: Λίτσα Χατζηφώτη
Σε λίγα χρόνια θα συμπληρωθεί ένας αιώνας από τη Μικρασιατική Kαταστροφή. Από το ξερίζωμα στην ουσία του Ελληνισμού από την Τουρκία. Γι’ αυτή την καταστροφή έχουν γραφτεί πολλά, έχουν ειπωθεί πολλά και θα συνεχίζουν να γράφονται και να λέγονται, για μια περίοδο όπου η Ελλάδα δοκιμάστηκε σκληρά.
Μια κοσμοπολίτικη πόλη, ένα σπουδαίο λιμάνι γεμάτο ζωή και πολιτισμό, μετατράπηκε σε λίγες ώρες σε ερείπια. Πολλοί σφαγιάστηκαν, γυναίκες βιάστηκαν, παπάδες και μητροπολίτες δόθηκαν βορά στο πλήθος, ενώ ναοί, μαγαζιά και σπίτια των Ρωμιών παραδόθηκαν στις φλόγες.
Ο Κοσμάς Πολίτης (σ.σ. το πραγματικό του όνομα ήταν Παρασκευάς Ταβελούδης), από τους σημαντικότερους πεζογράφους της γενιάς του ’30 που έζησε την Μικρασιατική Καταστροφή και στη συνέχεια έφυγε για το Παρίσι, γράφει για τη Σμύρνη στα χρόνια της ηρεμίας: «Μοναχικοί κουλέδες, περήφανοι στη μοναξιά τους, αναβλύζανε μεσ’ από το πράσινο, πέρα, κατά το Καζαμίρ και το Σεβδίκιοϊ, εκεί που φλόκωνε μακρόσυρτος ο άσπρος καπνός του τραίνου, και πιο δώθε, έτσι που ν’ άνοιγες απεθαμή το χέρι σου θα τ’ άγγιζες, πνιγμένοι μες στ’ αμπέλια, μες στα πρεβόλια, μες στα λιόδεντρα και τους μπαξέδες, πράσινο παραλήρημα ο ψηλοθώρητος Κουκλουτζάς, ο Μπουρνόβας με τα πλατάνια και τα τρεχάμενα νερά, κι εκεί που σκαρφαλώνουν κάτι τσάμια είναι το Κοζαγάκι, και πλάι του ο χιλιοαγαπημένος ο Μπουτζάς – όλ’ αυτά μιαν άλλη ατόφια ρωμιοσύνη… Ο Έρμος φίδωνε ασπροασημής, αλάργα, ξεμπουκάριζε γλυκαίνοντας τα νερά της θάλασσας κοντά στις Φώκες, άλλη δική μας θαλασσινή πολιτεία με ταρσανά και καλοτάξιδα καράβια, κι ο Μέλης κύλαγε τα νερά του εδώ κοντά, δώθε από τον Παράδεισο».
Ο Πλάτων Ροδοκανάκης, λογοτέχνης, ιστορικός ερευνητής και δημοσιογράφος που γεννήθηκε στη Σμύρνη, γράφει στο διήγημά του «Μέσα στα γιασεμιά»: «Οι δρόμοι της Σμύρνης και προ πάντων οι απόκεντροι, τις μεσημεριανές ώρες και τις βραδινές, όταν υπάρχει ησυχία, γεμίζουν από ζευγαράκια, και η καθεμιά με τον γιαβουκλού της, κορίτσια καλών οικογενειών, μεσαίας τάξεως και του λαού, όλες φύρδην-μίγδην εκεί καταλήγουν, πίσω από μάνδρες, όπου ούτε αστυνομία, ούτε καμμία άλλη επίβλεψις υπάρχει, για να επέρχεται ως κατευναστικόν του ακατασχέτου ενθουσιασμού της μικράς ηλικίας. Η αλήθεια είναι ότι αυτά δεν συμβαίνουν μόνον εις τας αποκέντρους συνοικίας, αλλά και εις εκείνας που είναι ‘’περαστικές’’, καθώς λέγουν στη Σμύρνη, από τα παράθυρα και από τις πόρτες των οποίων, ημπορεί να συμπεράνει κανείς ότι τα νιάτα σ’ αυτή την πόλη κατέχονται από καλπάζουσα ερωτοπάθεια, που εξηγείται από μια αντίθεση, την οποίαν κανείς δεν θα επερίμενεν. Όχι δηλαδή από εμπόδια, αλλά από την ευκολία με την οποίαν συνάπτονται τα συνοικέσια».
Οι δρόμοι της Σμύρνης και προ πάντων οι απόκεντροι, τις μεσημεριανές ώρες και τις βραδινές, όταν υπάρχει ησυχία, γεμίζουν από ζευγαράκια, και η καθεμιά με τον γιαβουκλού της, κορίτσια καλών οικογενειών, μεσαίας τάξεως και του λαού, όλες φύρδην-μίγδην εκεί καταλήγουν
Στις αρχές του 1950 τη Σμύρνη επισκέφτηκε ο λογοτέχνης Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος: «Αυτή η ραθυμία, η γεμάτη συνείδηση ζωής, βρίσκεται μέσα στη φλέβα της Σμύρνης. Κοιτάζεις τα όμορφα σπίτια της προκυμαίας, τ’ αρχοντικά, τα κομψά και λες, εδώ πέρα κάποτε κατοίκησαν άνθρωποι που κάτεχαν και τον τρόπο και τη δύναμη να τη ζήσουν τη ζωή καταπώς της ταιριάζει. […] Οι μέρες είναι γλυκές, ο κάματος εύκολος. Συλλογιούμαι την άνοιξη της Σμύρνης. Και, βέβαια, πολύ ανοιξιάτικη είναι τούτη η πολιτεία. Και ο τόπος όλος ολόγυρα».
Ο έμμετρος λόγος για την ώρα της συμφοράς
Ο πολυταξιδεμένος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής και εκπαιδευτικός, Άγγελος Σημηριώτης, δίνει σε ένα τετράστιχο τη μοναξιά… της Σμύρνης τις ώρες της καταστροφής:
«Καλή μου, όταν λαμπάδιασε τ’ ωραίο κορμί σου ως τ’ άστρα,
δε βρέθη Θεός, να σου σταθεί μητ’ άνθρωπος εσένα,
μόν κοίταζ’ η μέρα βουβή κ’ η νύχτα αναγελάστρα,
γιατί οι ανθρώπ’ ήταν θεριά κ’ έλειπε ο Θεός στα ξένα».
«Η στάχτη που ταξίδευε» του Κ.Χ. Μύρη (Κώστας Γεωργουσόπουλος) είναι ένα ποίημα για την πόλη που ξαναγεννήθηκε στην άλλη όχθη…
«Η πόλη που κάηκε
ξαναγεννήθηκε στην άλλη όχθη…
Ένα με το κορμί μας,
κυλάει μες στο αίμα μας.
Κι όταν ονειρευόμαστε,
περιδιαβάζουμε στα περιβόλια της
και σεργιανάμε στις πλατείες.
Κάθε φορά που πιάνουμε τραγούδι,
είναι τα λόγια μας σταχτιά
κι η μουσική παράπονο,
σαν πυρκαγιά, που κουβαλάει το μελτέμι.
Η πόλη της Ανατολής
μας κατοικεί
κι εξήντα τώρα χρόνια
μας δικάζει».
Ενώ ο Νετζάτι Τζουμαλί αναφέρει:
«Η ιστορία μιας πόλης είναι η ιστορία των ερώτων της.
Οι πόλεις αν ζήσουν στη μνήμη μας, θα ζήσουν
με τους έρωτές τους.
Ακόμη κι όταν δεν σκοπεύω να πω λόγια ερωτικά,
ό,τι γράφω για τη Σμύρνη το αφιερώνω σε σένα».
Ο Κ.Π. Καβάφης, στο έργο του «Ιωνικόν» (1911), γράφει:
«Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των·
και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά».
Κωστής Παλαμάς, «Ανατολή»
«Πέρα ως πέρα στη γη της Ιωνίας
δοξαστικό αχολόγησε τροπάρι!
απ’ την Κνωσσό ως την Πέργαμο θεία χάρη
όπου Ελλάδα πηγή της αρμονίας.
Και ω Σμύρνη πάντα εσύ μαργαριτάρι
στα μαλλιά της νεράιδας Μικρασίας!
Η Μίλητος δεν είναι πια καμάρι
της Ιστορίας, της Δόξας Εφεσίας!,
οι καιροί σβήσαν τη φεγγοβολιά.
Σμύρνη, ξανά γεννήτρες είναι οι Μοίρες
(χτυπήστε Ομήρων ιωνικών οι λύρες)
μεσ’ στη ζεστή της μάνας σου αγκαλιά
που ανοίγεται όλα για να τ’ αγκαλιάσει
και τα σκόρπια τα σπλάχνα της, μια πλάση».
Ο Οδυσσέας Ελύτης, στη «Μικρή πράσινη θάλασσα» (1971), γράφει:
«Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Που θα ’θελα να σε υιοθετήσω
Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία
Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Στο πυργάκι του φάρου το καταμεσήμερο
Να γυρίσεις τον ήλιο και ν’ ακούσεις
Πώς η μοίρα ξεγίνεται και πώς
Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται
Ακόμα οι μακρινοί μας συγγενείς
Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα
Να μπεις απ’ το παράθυρο στη Σμύρνη
Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή
Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι
Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Για να σε κοιμηθώ παράνομα
Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών
Κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου».
Ο Γιώργος Σεφέρης, στο ποίημα «Μνήμη, Β’. Έφεσος» (1955), γράφει:
«Μιλούσε καθισμένος σ’ ένα μάρμαρο
που έμοιαζε απομεινάρι αρχαίου πυλώνα
απέραντος δεξιά κι άδειος ο κάμπος
ζερβά κατέβαιναν απ’ το βουνό τ’ απόσκια:
‘’Είναι παντού το ποίημα. Η φωνή σου
καμιά φορά προβαίνει στο πλευρό του
σαν το δελφίνι που για λίγο συντροφεύει
μαλαματένιο τρεχαντήρι μες στον ήλιο
και πάλι χάνεται. Είναι παντού το ποίημα
σαν τα φτερά του αγέρα μες στον αγέρα
που άγγιξαν τα φτερά του γλάρου μια στιγμή.
Ίδιο και διάφορο από τη ζωή μας, πώς αλλάζει
το πρόσωπο κι ωστόσο μένει το ίδιο
γυναίκας που γυμνώθηκε. Το ξέρει
όποιος αγάπησε στο φως των άλλων
ο κόσμος φθείρεται μα εσύ θυμήσου
Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο’’.
Είπε, και πήρε το μεγάλο δρόμο
που πάει στ’ αλλοτινό λιμάνι, χωνεμένο τώρα
πέρα στα βούρλα. Το λυκόφως
θα ’λεγες για το θάνατο ενός ζώου,
τόσο γυμνό.
Θυμάμαι ακόμη
ταξίδευε σ’ άκρες ιωνικές, σ’ άδεια κοχύλια θεάτρων
όπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα,
Κι εγώ τον ρώτησα: ‘’Κάποτε θα ξαναγεμίσουν;’’.
Και μ’ αποκρίθηκε: ‘’Μπορεί, την ώρα του θανάτου’’.
Κι έτρεξε στην ορχήστρα ουρλιάζοντας:
‘’Αφήστε με ν’ ακούσω τον αδερφό μου!’’.
Κι ήταν σκληρή η σιγή τριγύρω μας
Κι αχάραχτη στο γυαλί του γαλάζιου».
Ο Κ.Χ. Μύρης, στο ποίημά του «Η στάχτη που ταξίδευε» (1992), γράφει:
«Τις πρώτες μέρες, τρυπώσαμε στα σπίτια πανικόβλητοι.
Κατεβάσαμε τα παντζούρια, μανταλώσαμε τα παράθυρα,
Σφραγίσαμε με κουρέλια τις ρωγμές των τοίχων,
Βάλαμε στους ρόζους κερί,
Κολλήσαμε σταυρωτές ταινίες στα ραγισμένα τζάμια,
Γυρίσαμε και δυο και τρεις φορές
Το κλειδί στην κλειδαρότρυπα.
Του κάκου.
Γέμισαν τα δωμάτια καπνό και στάχτη.
Η πόλη καιγόταν απέναντι.
Τον Αύγουστο με το μελτέμι,
Ταξιδεύουν οι εφιάλτες ταχύπτεροι.
Ο καπνός και η στάχτη
Ποτίζαν τους τοίχους,
Καθίζαν πάνω στα έπιπλα,
Θολώναν τους καθρέφτες,
Κρέμονταν στα δοκάρια
Και κατοικούσαν στις χαραμάδες.
Ο καπνός και η στάχτη
Ποτίζαν τους τοίχους,
Καθίζαν πάνω στα έπιπλα,
Θολώναν τους καθρέφτες,
κρέμονταν στα δοκάρια
και κατοικούσαν στις χαραμάδες.
Ο καπνός και η στάχτη
Τρυπώναν στο κατώι,
Κατασταλάζαν στα γεννήματα
Πήρε μια γεύση στυφή το κρασί,
Τ’ αλεύρι πίκριζε
Και το ψωμί στο στόμα λάσπωνε.
Πού και πού, η γλώσσα μας
Ανίχνευε τη στάχτη
Κι ανάμεσα στα δόντια
Ξεφύτρωναν μικρά κάρβουνα. […]
Η πόλη που κάηκε
ξαναγεννήθηκε στην άλλη όχθη…
Ένα με το κορμί μας,
κυλάει μες στο αίμα μας.
Κι όταν ονειρευόμαστε,
περιδιαβάζουμε στα περιβόλια της
και σεργιανάμε στις πλατείες.
Κάθε φορά που πιάνουμε τραγούδι,
είναι τα λόγια μας σταχτιά
κι η μουσική παράπονο,
σαν πυρκαγιά, που κουβαλάει το μελτέμι.
Η πόλη της Ανατολής
μας κατοικεί
κι εξήντα τώρα χρόνια
μας δικάζει».
Ο Τούρκος Τζεϊχούν Ατούφ Κανσού, στο ποίημά του «Νοσταλγία της Σμύρνης», γράφει:
«Είναι μια οχλοβοή αυτή, που φτάνει από μακριά,
που μου φέρνει χαιρετίσματα απ’ τις θάλασσες,
καθώς τα σύννεφα κάτασπρα περνούν από πάνω μου,
αλαργεύω σ’ εκείνο τον πάμπλουτο τόπο.
Τα βουνά καπνισμένα προσκαλούν κάθε ψυχή,
ένας πρωινός άνεμος φυσάει ακατάπαυστα προς το Αιγαίο,
εκείνη η μεγάλη θάλασσα, η λίμνη των ηρώων
ταξιδεύει στη σκέψη μου, που όλο εκεί τριγυρίζει».
Ο Νετζάτι Τζουμαλί, «Αφιέρωση» (1983, μτφρ. Άρης Τσοκώνας), γράφει τα εξής:
«Μικρό μου, είσαι τώρα στα δεκαοχτώ σου,
η φήμη της ομορφιάς σου εξαπλώθηκε παντού.
Οι μέρες κι οι νύχτες της Σμύρνης
ξαναζωντανεύουν στη μνήμη μου με σένα.
Πού πήγαν οι ερωτευμένες γυναίκες, τα παλικάρια
της Σμύρνης μας αυτής που αιώνες κοιμάται
κάτω από τη σκιά σβησμένων ηφαιστείων και κάστρων;
Έζησαν κι αποδήμησαν στ’ αλήθεια, ποιος να ξέρει;
Κοιτάζω τις βεράντες, τις επαύλεις κι αναπολώ
τις μέρες που κύλησαν δίχως ν’ αφήσουν ίχνη και αναμνήσεις
όπως κυλούν τα σύννεφα πίσω απ’ τα ιστιοφόρα που φεύγουν!
Μυστήριο είναι τώρα τόσες ωραίες ζωές, τόσοι ωραίοι θάνατοι!
Μυστήριο τώρα τα δάκρυα, μυστήριο οι ευχές,
μυστήριο αυτά που μας είπαν για την ιστορία των αιώνων.
Όλα όσα ξέρουν για τη Σμύρνη ο ένας κι ο άλλος
είναι οι σκόρπιες αφηγήσεις των γερόντων.
Οι πόλεις γεννούν τους έρωτες, οι πόλεις τούς δίνουν ζωή.
Έζησα όπως ήθελα, αγάπησα με την καρδιά μου.
Ξέρω πως η ευτυχία κι η μοναξιά μου οφείλονται σ’ αυτό,
το ξέρω από τότε που σε γνώρισα, από τότε που σ’ έχω χάσει.
Η ιστορία μιας πόλης είναι η ιστορία των ερώτων της.
Οι πόλεις αν ζήσουν στη μνήμη μας, θα ζήσουν
με τους έρωτές τους.
Ακόμη κι όταν δεν σκοπεύω να πω λόγια ερωτικά,
ό, τι γράφω για τη Σμύρνη το αφιερώνω σε σένα».
Όταν ξεθώριαζε η εικόνα της Αγίας Φωτεινής
Γιάννης Καρατζόγλου, «Οι γλάροι της Σμύρνης» (2009): «Δεν ήμασταν εμείς που φεύγαμε, μα η ακτογραμμή απέναντί μας: το πλοίον ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ έμενε σταθερό ενώ όλοι ατενίζαμε ανεβασμένοι στο άλμπουρο της πλώρης, πώς μια πατρίδα χάνεται, πώς κρύβεται μες στους καπνούς και ξεθωριάζει η Αγια-Φωτεινή, πώς τα τραγούδια γίνονται βουβές κραυγές κι οι γλάροι της Σμύρνης περιστρέφονται ακολουθώντας τους αφρούς της έλικας για λίγο κι ύστερα επιστρέφουνε στο Quais τους, πώς σβήνουνε στις στάχτες τα αρώματα από τις τριανταφυλλιές, πώς οι αυλές κι οι ταράτσες όπου γλεντήσαμε ανέμελα μια κούφια προσωρινή ελευθερία, γίνονται ίσκιοι, στίγματα και ίχνη, φανταστικά οράματα στην καταχνιά…
Την ίδια ώρα πίσω από τα βουνά, σε ατέλειωτη πορεία ο θείος Αναστάσης για πάντα αιχμάλωτος, αμίλητος να τρώει τα χιλιόμετρα της πέτρας, να υπομένει σιωπηλός τη μεγάλη των αιωνίων εχθρών εκδίκηση και να πορεύεται στα βάθη της Ανατολής, δίχως καμιά ελπίδα επιστροφής, με μόνη βεβαιότητα εκείνη του τέλους.
Στην άλλη άκρη της θάλασσας πια, στην άλλη Ελλάδα, στις νέες πόλεις που χτίστηκαν πάνω σε έρημα χωράφια, στη Νέα Σμύρνη, στη Νέα Φιλαδέλφεια, στη Νέα Μενεμένη, στο Νέο Κορδελιό, κάθε σπίτι είχε ένα θείο Αναστάση που τον σταύρωναν κάθε πρωί και κάθε βράδυ οι γιαγιές με τα μαύρα τσεμπέρια μες σ’ ένα σύννεφο καπνών του λιβανιού κάτω απ’ το εικονοστάσι, μπας και γυρίσει, μπας και τες φανερώσει κάποιο σημείο ζωής… μα οι Αναστάσηδες αφανέρωτοι.
Δεκάδες χρόνια αργότερα διοργανώνονται εκδρομές με πούλμαν πολυτελή στα ‘’μέρη μας’’, τα σύνορα ανοιχτά για κάθε ‘’ξένο’’ με δολάρια, ξενοδοχεία πέντε αστέρων θεμελιωμένα πάνω στα χωνεμένα κόκκαλα των Αναστάσηδων, δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας πατάνε στα παλιά τους κουρασμένα βήματα και οι γιαγιές εκείνες οι μαυρομαντιλούσες χους ήσαν και εις χουν απήλθον, προ πολλού».
Πώς περιγράφουν τη φρίκη αυτοί που την έζησαν
Ο Γάλλος δημοσιογράφος Rene Puaux, περιγράφει στο βιβλίο του «Οι τελευταίες μέρες της Σμύρνης», την πυρπόληση της πόλης: «Φτάνουμε έτσι στην τραγική μέρα της πυρκαγιάς. Εδώ πρέπει να καταθέσουμε πριν απ’ όλα τη μαρτυρία ενός Ευρωπαίου (που επιθυμεί να μη δημοσιευθεί το όνομά του), ο οποίος δέχθηκε εκείνο το πρωί από το στόμα των γιων του Τούρκου δημάρχου της Σμύρνης, με τους οποίους είχε σχέσεις, τη διαβεβαίωση πως δεν υπήρχε φόβος για τίποτα, διότι η φωτιά, όπως του είπαν, δε θα έκαιγε παρά μόνο την αρμενική συνοικία. Τη φωτιά την έβαλαν πράγματι μετά από ώριμη σκέψη και προμελέτη στην αρμενική συνοικία την Τετάρτη, λίγο μετά το μεσημέρι. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κ.κ. Γ. Αποσπέρη και Δ. Πετρόχειλου, αλλά και της κυρίας Μαργαρίτας Γκαβανά, τη φωτιά την έβαλαν διαδοχικά (ανά τέταρτο της ώρας) πρώτα στην αρμένικη περιοχή, μετά στη συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου, μετά στην αρμένικη εκκλησία, στη συνοικία των Μεγάλων Ταβερνών, στη συνοικία της Αγοράς, στις συνοικίες Άγιος Νικόλαος, Ελ-μάς σοκάκ, Άγιος Δημήτριος. Εκπυρσοκροτήσεις συνόδευαν το άναμμα κάθε εστίας της πυρκαγιάς.
Ο Γάλλος μάρτυρας που, όπως αναφέρθηκε από τη ‘’Revue de Paris’’ αποβιβάστηκε στο Κορδελιό το πρωινό της 13ης του μηνός, είχε σημειώσει πως οι στρατιώτες που περνούσαν, γίνονταν όλο και πιο αλαζόνες. Δεν ήταν πια οι γενναίοι Τούρκοι της Σμύρνης που ξέραμε, αλλά ορεσίβιοι απ’ την ενδοχώρα, που ο Κεμάλ είχε προσελκύσει με υποσχέσεις για λεηλασίες. Δεν έβλεπαν καμιά διαφορά μεταξύ Ελλήνων, Αρμενίων ή Ευρωπαίων. Γι’ αυτούς όλοι ήταν ‘’γκιαούρηδες’’ ή χριστιανοί. Χτυπούσαν ή σκότωναν όσους δύστυχους συναντούσαν στον δρόμο και απήγαν όλες τις γυναίκες».
Τη φωτιά την έβαλαν πράγματι μετά από ώριμη σκέψη και προμελέτη στην αρμενική συνοικία την Τετάρτη, λίγο μετά το μεσημέρι. Διαδοχικά πρώτα στην αρμένικη περιοχή, μετά στη συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου, μετά στην αρμένικη εκκλησία, στη συνοικία των Μεγάλων Ταβερνών, στη συνοικία της Αγοράς, στις συνοικίες Άγιος Νικόλαος, Ελ-μάς σοκάκ, Άγιος Δημήτριος.
«Το πρωί της ημέρας που ξέσπασε η πυρκαγιά», λέει ο αιδεσιμότατος Dobson, «η κατάσταση είχε επιδεινωθεί σε τέτοιο σημείο, που υπήρξε γενική επιβίβαση στα πλοία και αναχώρηση των Ευρωπαίων. Ο γενικός πρόξενος σερ Harry Lamb ήρθε αυτοπροσώπως στο βρετανικό μαιευτήριο να μας πει ότι έπρεπε επειγόντως να φύγουμε. Με παρακάλεσε να μεταδώσω το μήνυμα σε ορισμένα άλλα πρόσωπα τα οποία είχα καταχωρίσει σε κατάλογο για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αυτό μου πήρε όλη τη μέρα. Επειδή κάποιοι μου επεσήμαναν την απουσία ορισμένων ονομάτων από τη λίστα μου, χρειάστηκε να εισχωρήσω πιο βαθιά στην πόλη απ’ όσο υπολόγιζα σύμφωνα με το αρχικό μου σχέδιο. Στους δρόμους των κάτω συνοικιών παραβρέθηκα στο απεγνωσμένο φευγιό ενός πανικόβλητου πληθυσμού που ήταν φορτωμένος με παιδιά, κλινοσκεπάσματα και κάθε λογής αντικείμενα. Υπήρχαν τραυματίες. Βλέπω ακόμα έναν άνδρα με το στόμα γεμάτο αίματα. Ακούγονταν εκ πυρσοκροτήσεις πυροβόλων, ουρλιαχτά τρόμου. Ένας άνδρας με τους δύο του μηρούς διατρυπημένους και τη μία γάμπα σπασμένη φώναζε ‘’βοήθεια’’, αλλά ο κόσμος έφευγε χωρίς να σταματά. Όσο για τους Τούρκους, εκείνοι λεηλατούσαν απροκάλυπτα τα σπίτια. Η ατμόσφαιρα ήταν σε τέτοιο βαθμό βαριά, που άρχισα να φοβάμαι πως η διαταγή για επιβίβαση θα έφτανε πολύ αργά».
Και ο αιδεσιμότατος Dobson προσθέτει: «Έμεινα εμβρόντητος βλέποντας -τόσο στην Ιταλία, όσο και στη Γαλλία- ορισμένους κύκλους να μην πιστεύουν πως τα τουρκικά στρατεύματα ήταν υπεύθυνα για την πυρπόληση της Σμύρνης. Μέχρι τώρα δεν έχω συναντήσει κανέναν από εκείνους που ήταν σε θέση να ξέρουν, που να μην έχει διαψεύσει κατηγορηματικά τον ισχυρισμό ο οποίος επιδιώκει να ρίξει στους Αρμένιους την ευθύνη για την πυρκαγιά. Στη διάρκεια του μήνα που πέρασα στο λοιμοκαθαρτήριο της Μάλτας, όσοι ανήκαμε στην προσφυγική μας ομάδα, διασταυρώσαμε τις μαρτυρίες μας και τις εμπειρίες μας και, όταν συνειδητοποιήσαμε ότι προσπαθούσαμε να απαλλάξουμε τους Τούρκους από τις ευθύνες τους, ζητήσαμε από τον επίσκοπο του Γιβραλτάρ, που μας έκανε επίσκεψη, να ευαρεστηθεί να δεχθεί τις καταγγελίες μας. Συγκεντρωθήκαμε στο σπίτι του υποδιοικητή. Ήταν εκεί οι κύριοι Herbert Whittalο πρεσβύτερος, Robert Hadkinson και ο γιος του, I. Epstein και οι τρεις αγγλικανοί ιερείς της Σμύρνης, του Μπουρνόβα και του Μπουτζά. Η έκθεση των καταθέσεών μας βρίσκεται στην Gibraltar Diocese Gazette (αρ. 2, τόμ. VI, Νοέμβριος 1922). Η εμπεριστατωμένη γνώμη των επτά μαρτύρων αξίζει κάθε σεβασμού. Γνώμονάς τους ήταν η αλήθεια και μόνο. Όλοι διέθεταν εξαιρετικά μέσα ώστε να σχηματίσουν προσωπική γνώμη είτε εξ αυτοψίας είτε από πληροφορίες. Αποκλείοντας κάθε υστερία, κάθε αδυναμία, οφειλόμενη σε προσωπικές απώλειες, κάθε ανθρώπινη τάση για υπερβολή, μέσα από τις μαρτυρίες προβάλλει ένα επίσημο κατηγορητήριο εναντίον των Τούρκων που δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν την πειθαρχία. Έτσι τα φανατικά στοιχεία, σ’ ένα παραλήρημα ξενοφοβίας που συντηρήθηκε από την άδεια να πλιατσικολογούν επί τρεις μέρες, έβαλαν φωτιά στην πόλη, με σκοπό να ξεριζώσουν όλους τους μη μουσουλμάνους.
Οι φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από τους Τούρκους, όσον αφορά τους Χριστιανούς, δεν είναι ένα απροσδόκητο φαινόμενο, αλλά το αποτέλεσμα συνεπούς πολιτικής. Το μίσος πήρε όλες τις μορφές. Πυροβόλησαν παιδιά, βίασαν και δολοφόνησαν γυναίκες. Ο αδελφός του προξένου της Ρουμανίας στη Σμύρνη είδε με τα ίδια του τα μάτια τον Έλληνα ιερέα του Μπουτζά σταυρωμένο στην πόρτα του κ. Gordon. Οι Τούρκοι τού είχαν καρφώσει πέταλα στα χέρια και στα πόδια. Ήταν νεκρός, όταν ο αδελφός του προαναφερθέντος προξένου του φίλησε το χέρι, εκφράζοντας για τελευταία φορά τον σεβασμό του».
Οι φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από τους Τούρκους, όσον αφορά τους Χριστιανούς, δεν είναι ένα απροσδόκητο φαινόμενο, αλλά το αποτέλεσμα συνεπούς πολιτικής. Το μίσος πήρε όλες τις μορφές. Πυροβόλησαν παιδιά, βίασαν και δολοφόνησαν γυναίκες
Άλλος Γάλλος μάρτυρας, έγραψε: «Οι Τούρκοι πυροβολούσαν τους δύστυχους εκείνους ανθρώπους που ήθελαν να σωθούν από τις φλόγες. Το πλήθος συνέρρεε στις αποβάθρες, σκόνταφτε κι έπεφτε μέσα στο νερό. Όσοι τα κατάφερναν, έβρισκαν άσυλο πάνω στα πλοία. Μια μηχανοκίνητη άκατος είχε γεμίσει τόσο, που αναποδογύρισε και πνίγηκαν όλοι όσους μετέφερε. Επιτέλους, τα πολεμικά πλοία έστειλαν βάρκες για να σώσουν τον κόσμο. Προς τα μεσάνυχτα η φωτιά έφθασε στις αποβάθρες. Οι κραυγές του πλήθους έγιναν φοβερές. Έβλεπε κανείς φλεγόμενα ανθρώπινα σώματα να ρίχνονται στη θάλασσα. Ένα – ένα τα σπίτια κατέρρεαν. Οι Τούρκοι κατάβρεχαν με πετρέλαιο το σπίτια που απέμεναν και έριχναν εμπρηστικές βόμβες, για να προκαλέσουν νέες πυρκαγιές. Ήταν ένα θέαμα που θύμιζε την Κόλαση. Το πλήθος, διωγμένο εξαιτίας της φωτιάς από τα σπίτια, τα σχολεία, τα νοσοκομεία και τα διάφορα άλλα κτίρια όπου ο πληθυσμός έψαχνε να βρει καταφύγιο, είχε ορμήσει προς τις αποβάθρες με απερίγραπτο, χωρίς υπερβολή, πανικό. Η ζώνη που σχημάτιζε ο τουρκικός στρατός είχε καταφέρει να συγκρατήσει ένα μέρος και να το στρέψει και πάλι προς το μέρος της φωτιάς. Αυτή όμως η τεράστια μάζα των αλλοπαρμένων ατόμων έσπασε τα φράγματα και ξεχύθηκε προς το λιμάνι».
Το πλήθος, διωγμένο εξαιτίας της φωτιάς από τα σπίτια, τα σχολεία, τα νοσοκομεία και τα διάφορα άλλα κτίρια όπου ο πληθυσμός έψαχνε να βρει καταφύγιο, είχε ορμήσει προς τις αποβάθρες με απερίγραπτο, χωρίς υπερβολή, πανικό
Ο κ. Joubert, Γάλλος πολίτης, υπεύθυνος ενός τμήματος στο υποκατάστημα της Credit Foncier στη Σμύρνη, διηγήθηκε ενώπιον πολλών ατόμων, όταν έφθασε στη Μασσαλία, τα εξής: «Το βράδυ της μέρας που ξέσπασε η πυρκαγιά, είχα βγει από το σπίτι μου, που βρισκόταν σ’ έναν δρόμο κάθετο στην οδό Χατζηστάμου, πήγα στην οδό αυτή για να πληροφορηθώ τι συνέβαινε. Πρέπει να σημειωθεί πως η πυρκαγιά δεν είχε ακόμα εξαπλωθεί σ’ αυτή τη συνοικία. Εκεί συνάντησα μια ομάδα διακοσίων-τριακοσίων οπλισμένων Τούρκων. Αφού τους είπα ότι ήμουν Γάλλος, τους ρώτησα τι έψαχναν. Μου απάντησαν απαθέστατα πως είχαν οδηγίες να ανατινάξουν και να κάψουν τα σπίτια της συνοικίας. Προσπάθησα τότε να τους μεταπείσω, αλλά μου απάντησαν: ‘’Είναι ανώφελο, φύγετε, φύγετε!’’. Και πράγματι, λίγο χρόνο αφότου εγκατέλειψα το σπίτι μου, οι εμπρηστικές βόμβες άρχισαν να πέφτουν βροχή επάνω του.
Η αρμένικη συνοικία είχε περικυκλωθεί πριν από την πυρκαγιά, για να εμποδιστούν οι κάτοικοι να διαφύγουν. Όσο για τη χρήση πετρελαίου, εμπρηστικών υλών και βομβών, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Ο Τσεχοσλοβάκος μάρτυρας τον οποίο έχω ήδη αναφέρει, βεβαιώνει πως είδε με τα ίδια του τα μάτια Τούρκους στρατιώτες και πολίτες να βάζουν φωτιά με τη βοήθεια βενζίνης, πετρελαίου και δυναμίτη. Είδε μάλιστα τα αυτοκίνητα στα οποία ήταν φορτωμένες αυτές οι εύφλεκτες και εκρηκτικές ύλες.
Την ίδια καταγγελία κάνει και ένας άνθρωπος που ασχολείτο με το γαλλικό εμπόριο (του οποίου έχω το όνομα και τη διεύθυνση στη Γαλλία): ‘’Είδα Τούρκους στρατιώτες να περιβρέχουν με πετρέλαιο σπίτια Χριστιανών και να βάζουν εμπρηστικές βόμβες. Τα μαγαζιά που βρίσκονταν στην οδό Χατζηστάμου και ανήκαν σε Ευρωπαίους διαφόρων εθνικοτήτων, κάηκαν από τους Τούρκους. Μπορώ επίσης να σας διαβεβαιώσω ότι ο πρώην αρχηγός της τουρκικής αστυνομίας στο Κορδελιό, που είχε γυρίσει στη Σμύρνη μαζί με τα κεμαλικά στρατεύματα, οδηγούσε τους Τούρκους στρατιώτες’’. Έχω μπροστά μου την έκθεση του ηγουμένου, του επιτρόπου-οικονόμου και των άλλων μελών της Θρησκευτικής Ένωσης των Μεχιταριστών της Σμύρνης, των οποίων η έδρα είναι στη Βιέννη της Αυστρίας.
Αυτή η Θρησκευτική Ένωση των Καθολικών έχασε στην πυρκαγιά το μοναστήρι της, την εκκλησία της και τα κτίρια. Τώρα είναι τελείως κατεστραμμένη.
Οι Μεχιταριστές πατέρες γράφουν: ‘’Σ’ αυτή τη σύντομη έκθεση θα περιοριστούμε να πούμε αυτά που είδαμε εμείς, οι ιεραπόστολοι, οι εγκατεστημένοι στη Σμύρνη, με τα ίδια μας τα μάτια: Στις 9 Σεπτεμβρίου, μόλις οι στρατιώτες του τουρκικού ιππικού έκαναν τη θριαμβευτική είσοδο τους στην Προκυμαία της Σμύρνης, ομάδες τουρκικές, οργανωμένες εκ των προτέρων, βγήκαν από τις κρυψώνες τους και αφού αναμείχθηκαν με τους Τούρκους στρατιώτες, κατευθύνθηκαν αρχικά προς την αρμένικη συνοικία, όπου παραβίασαν τις πόρτες, επιδόθηκαν σε σφαγές κι άρχισαν να λεηλατούν τα σπίτια. Μια άλλη τουρκική ομάδα και ιππείς, σταματημένοι στη γωνία των κυριοτέρων οδών, δολοφονούσαν τους περαστικούς, αφού πρώτα τους λήστευαν. Τότε ήταν που εκατοντάδες Αρμένιοι κατέφυγαν σ’ εμάς, όπου βρήκαν στέγη και τροφή μέχρι την τελευταία μέρα. Μόλις άδειασαν τα αρμενικά σπίτια, οι Τούρκοι άρχισαν να κατευθύνονται προς την ελληνική συνοικία που έτυχε της ίδιας μεταχείρισης με την αρμένικη. Όλοι οι δρόμοι στην αρμένικη και την ελληνική συνοικία ήταν σπαρμένοι με πτώματα.
Μια άλλη στρατιωτική ομάδα από κοινού με τον τουρκικό όχλο προέβαινε σε συστηματική λεηλασία των χριστιανικών μαγαζιών. Φορτηγά αυτοκίνητα του τουρκικού στρατού, φορτωμένα με λάφυρα, πηγαινοέρχονταν συνεχώς από την πόλη στην τουρκική συνοικία. Πολλοί Τούρκοι στρατιώτες φορτωμένοι με μεγάλα δέματα περιφέρονταν στις ευρωπαϊκές συνοικίες, για να τα πουλήσουν σ’ οποιαδήποτε τιμή.
Ήρθαν και σε μας, αναζητώντας αγοραστές. Μετά από τέσσερις μέρες λεηλασίας και σφαγών έβαλαν φωτιά στην αρμένικη και την ελληνική συνοικία. Απειλούμενοι απ’ όλες τις πλευρές από τη φωτιά, με τις φλόγες πυκνές να γλύφουν ήδη το κτίριό μας, που έγινε πράγματι παρανάλωμα, αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε τη Μονή μας και να καταφύγουμε μαζί με όλους τους πρόσφυγές μας στον κήπο της Alliance Francaise, που είχε οριστεί εκ των προτέρων από το Προξενείο της Γαλλίας ως τόπος καταφυγής. Βγαίνοντας, ένας από τους πατέρες δέχθηκε επίθεση από τρεις στρατιώτες που με τα όπλα στραμμένα στο στήθος του απείλησαν να τον σκοτώσουν αν δεν τους έδινε όλα του τα χρήματα και τη βαλίτσα του. Στον δρόμο που φεύγαμε, είδαμε άδεια μπιτόνια πετρελαίου και βενζίνης πεταμένα εδώ κι εκεί, κι ένα υγρό που κυλούσε στο δρόμο. Ήταν προφανώς πετρέλαιο ή βενζίνη, γιατί είχαμε δει Τούρκους στρατιώτες σ’ ένα αυτοκίνητο με τη βοήθεια μιας αντλίας να καταβρέχουν μ’ αυτά τα εύφλεκτα υλικά όλα τα σπίτια στο πέρασμά τους.
Πριν καλά-καλά αισθανθούν οι πρόσφυγες ασφαλείς από τις τουρκικές φρικαλεότητες στον μεγάλο κήπο της Alliance Francaise, οι φλόγες μας περιστοίχισαν απ’ όλες τις πλευρές, απειλώντας να μας κάψουν ζωντανούς. Ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων βγήκε από εκεί, για να πάει στην Προκυμαία -όπου θα έπρεπε να υπήρχε μεγαλύτερη ασφάλεια- τους θέρισαν, όμως, καθώς έφευγαν τα μυδραλιοβόλα που είχαν τοποθετηθεί από τις τουρκικές στρατιωτικές Αρχές στις γωνίες των παράλληλων δρόμων.
Η δεσποινίς Θάλεια Βαλτζή καταθέτει ότι χάρη στο συνταγματάρχη Giordano, αξιωματικό-σύνδεσμο του Προξενείου της Ιταλίας, μπόρεσε να διασχίσει μαζί με τριάντα πέντε άλλα πρόσωπα, Ιταλούς και Έλληνες, με ένα φορτηγάκι και δύο αυτοκίνητα μάρκας Φορντ, το φράγμα που οι Τούρκοι είχαν στήσει γύρω από τη φλεγόμενη συνοικία του Καραγάτς. Τα αυτοκίνητα τα σταμάτησαν τέσσερις φορές Τούρκοι στρατιώτες, αλλά ο συνταγματάρχης Giordano, που ήταν επικεφαλής του μικρού μας καραβανιού, εξασφάλισε το δικαίωμα διέλευσης, βεβαιώνοντας πως εκείνοι κι εκείνες που τον συνόδευαν, ανήκαν στις οικογένειες του προσωπικού του Ιταλικού Προξενείου. (σ.σ. Με την ομάδα αυτή ήταν η οικογένεια του παππού μου, επιβεβαιώνω το δημοσίευμα).
‘’Φθάνοντας στο Μπαϊρακλί’’, είπε η μάρτυς, ‘’είδαμε πέντε κρεμασμένους, δύο άντρες και τρεις γυναίκες, τελείως γυμνούς’’. Η μάρτυς επικαλείται επίσης τη μαρτυρία του κ. Frank Dracopoli, Ιταλού, καθολικού το θρήσκευμα, που επιβεβαίωσε, παρουσία του συνταγματάρχη Giordano, πως είχε δει Τούρκους να χύνουν εύφλεκτες ύλες σε διάφορα κτίρια (σ.σ. Θυμάμαι τη γιαγιά μου που έλεγε, ότι στη διαδρομή έβλεπαν κρεμασμένους και έκλειναν τα μάτια των κοριτσιών τους [της μητέρας μου και στις αδελφές της]).
«Αρπαξαν τα νεαρά κορίτσια για να τα ατιμάσουν»
Ο Μητροπολίτης Εφέσου διηγείται: «Βρέθηκα κι εγώ μέσα στο πλήθος και κατέβηκα παρασυρμένος από το ρεύμα μέχρι την Προκυμαία. Εκεί παραβρέθηκα στις πιο τραγικές σκηνές. Άνδρες και γυναίκες προσπαθούσαν να φύγουν με τις βάρκες, για να βρουν καταφύγιο πάνω σε κάποιο ατμόπλοιο ή θωρηκτό από αυτά που βρίσκονταν μέσα στον κόλπο. Αλλά το πλάτος της Προκυμαίας ήταν σχετικά στενό, φρακαρισμένη καθώς ήταν από τις αποσκευές και τα ζώα. Έτσι, οι στρατιώτες του Κεμάλ, αφού απώθησαν αρχικά το πλήθος, άρπαξαν έπειτα τα νέα κορίτσια και τις γυναίκες για να τις ατιμάσουν και τέλος να τις θανατώσουν ανελέητα. Στη συνέχεια έκαψαν τον κόσμο με τη βοήθεια πετρελαίου και βενζίνης που είχαν πετάξει προηγουμένως πάνω σε ανθρώπους και αποσκευές.
Τότε ήταν, όπως είδαμε, που ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων ρίχτηκε στη θάλασσα για να φτάσει κολυμπώντας στα αγκυροβολημένα πλοία. Στις βάρκες εισέβαλλαν μαζικά αυτοί που κατάφερναν να γραπωθούν. Είδα να σέρνουν από τα μαλλιά γυναίκες που προσπαθούσαν να τις σώσουν μ’ αυτό τον τρόπο, γιατί δεν είχαν καταφέρει να ανέβουν πάνω στις βάρκες, ενώ τα κορμιά τους ακολουθούσαν μισοβυθισμένα στο νερό.
Οι στρατιώτες του Κεμάλ, αφού απώθησαν αρχικά το πλήθος, άρπαξαν έπειτα τα νέα κορίτσια και τις γυναίκες για να τις ατιμάσουν και τέλος να τις θανατώσουν ανελέητα. Στη συνέχεια έκαψαν τον κόσμο με τη βοήθεια πετρελαίου και βενζίνης που είχαν πετάξει προηγουμένως πάνω σε ανθρώπους και αποσκευές.
Αιχμαλωτίστηκα από ένα τουρκικό απόσπασμα του οποίου ο αξιωματικός με κράτησε για να με θανατώσει. Αλλά πεπεισμένος πως ήθελε χρήματα, για να με αφήσει να φύγω, του πρόσφερα το ρολόι μου και πέντε χρυσές λίρες, έτσι με άφησε κι έφυγα. Στη συνέχεια ζήτησα βοήθεια από ένα αγγλικό απόσπασμα που στάθμευε στην Προκυμαία, με δέχθηκαν από φιλανθρωπία και με επιβίβασαν σ’ ένα αγγλικό εμπορικό πλοίο».
Όταν η Προκυμαία πλημμύρισε, σε σημείο που μ’ ένα μικρό σπρώξιμο οι άνθρωποι έπεφταν στο νερό, και η πυρκαγιά έφθασε στο ίδιο το λιμάνι, η μάζα των θυμάτων μεταφέρθηκε συμπαγής στην πλευρά του Μερσινλί (στο βόρειο μέρος της πόλης). Ας δούμε, όμως, τι αφηγούνται οι μάρτυρες: «Πολλοί διείσδυσαν στις σιταποθήκες του Δαραγάτς, άλλοι στο νεκροταφείο, άλλοι στον ‘’Πανιώνιο’’, στο ζυθοποιείο του Αϊδινίου, ενώ άλλοι έμεναν στο ύπαιθρο, στο Μερσινλί. Το αλαφιασμένο πλήθος που ξεχυνόταν ορμητικά από τα σπίτια του, το τσαλαπατούσαν οι καμήλες και τα αυτοκίνητα, και οι Τούρκοι στρατιώτες το ξέσχιζαν με ξιφολόγχες, το λήστευαν, το έκλεβαν, το απογύμνωναν. Τη νύχτα οι στρατιώτες ρίχτηκαν πάνω σ’ αυτούς που παρέμεναν στο ύπαιθρο χωρίς κατάλυμα, έκλεβαν τις νέες κοπέλες, τις έγδυναν, τις βίαζαν. Το πλήθος δεν είχε τροφή και έσβηνε τη δίψα του με το νερό από ένα μικρό ποταμάκι του οποίου οι όχθες ήταν στρωμένες με πτώματα».
Ένας άλλος μάρτυρας, ο κ. Jacob Milios, πράκτορας μιας ασφαλιστικής εταιρείας που έψαχνε για καταφύγιο στο ελληνικό νεκροταφείο στο Μερσινλί, υπολογίζει σε 12.000 τον αριθμό εκείνων που είχαν μαζευτεί εκεί. Αναγνώρισε μέσα στο πλήθος τον αρχιδιάκονο Σμύρνης με ρούχα εργάτη. Εκεί έγιναν πράγματα που με μεγάλη δυσκολία τολμάει κανείς να τα διηγηθεί! Κάποιοι δυστυχισμένοι γονείς είχαν κρύψει τις κόρες τους στο εσωτερικό οικογενειακών τάφων και είχαν καθίσει πάνω στην ταφόπετρα. Οι Τούρκοι στρατιώτες ανακάλυψαν αυτές τις κρύπτες, απομάκρυναν τους γονείς με χτυπήματα υποκόπανων και βίασαν τα νεαρά κορίτσια μέσα στους ίδιους τους τάφους, για να τα σφάξουν στη συνέχεια.
Αυτά τα γεγονότα επιβεβαιώνονται και από έναν άλλο μάρτυρα, τον κ. Antoine Ε…, που έγραψε: «Οι πληγέντες, αναμεμειγμένοι με τους πρόσφυγες από την ενδοχώρα, οι οποίοι όταν έγινε η υποχώρηση του ελληνικού στρατού, είχαν εισρεύσει στην πόλη, είχαν συγκεντρωθεί στο ύπαιθρο, στα πρόθυρα της Σμύρνης, στη ζώνη Δαραγάτς, Χαλκά Μπουνάρ, Μερσινλί, Αγίας Τριάδας. Η έξοδος από τη ζώνη είχε απαγορευτεί αυστηρά από τους Τούρκους ιππείς και στρατιώτες που επιτηρούσαν στενά τα περίχωρα. Η ζώνη περικυκλώθηκε τελείως από το Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου.
Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες του τουρκικού στρατού άρχισαν να εισδύουν στους χριστιανικούς καταυλισμούς που βρίσκονταν στην εν λόγω ζώνη για να απαγάγουν τις ωραίες γυναίκες και τα όμορφα κορίτσια.
Η φρίκη από τις σκηνές που διαδραματίστηκαν είναι πέρα από κάθε φαντασία -πολλές από αυτές τις άμοιρες παραμορφώνονταν, για να φαίνονται άσχημες- άλλες που αντιστέκονταν θανατώθηκαν από αυτά τα τέρατα, άλλες κρύβονταν στους τάφους και στα μαυσωλεία του νεκροταφείου των Ορθοδόξων άλλες τις πήραν μαζί τους αυτά τα κτήνη. Πολλοί άνδρες που θέλησαν να προστατέψουν τις γυναίκες τους, τις αδελφές ή τις συγγενείς τους από τις επιθέσεις των Τούρκων, σκοτώθηκαν επί τόπου».
Ο εφημέριος του Μερσινλί καταθέτει: «Αφού με αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι, με οδήγησαν στο Μερσινλί πιστεύοντας πως είχα κρυμμένα τα χρήματα και τα ιερά σκεύη της εκκλησίας. Μέσα στην εκκλησία έγινα μάρτυρας μιας τρομερής σκηνής. Εκεί βρισκόταν ξαπλωμένο το πτώμα μιας νεαρής κοπέλας που γνώριζα, της Ευλαμπίας από το Μερσινλί, προφανώς την είχαν βιάσει. Έφερε πληγές από ξιφολόγχη στο στήθος. Μπροστά στο εικονοστάσι βρισκόταν το πτώμα μιας άλλης κοπελίτσας, πολύ πιο νέας, μόλις δεκαπέντε ετών, που είχε υποστεί την ίδια κακοποίηση. Δεν μπόρεσα να την αναγνωρίσω, γιατί το κεφάλι της ήταν διογκωμένο. Οι Τούρκοι αντί να συγκινηθούν μπροστά σ’ αυτό το θέαμα, έλεγαν με περιφρόνηση: ‘’Τι κάνουν ο Χριστός σου και η Παναγιά σου; Πού πήγαν οι επικλήσεις που έλεγες στον δρόμο; Πώς και δε βοήθησαν αυτά τα κορίτσια που τα… (εδώ παραλείπω μια λέξη που δε γράφεται) μπροστά τους;’’. Η εκκλησία είχε λεηλατηθεί και συληθεί και οι άγιες εικόνες κείτονταν κομματιασμένες στο πάτωμα».