Της Μαρίας Μπραουδάκη
Μπορεί να μην έγινε αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, έγινε όμως αυτοκράτειρα στις ψυχές των πιστών. Είναι η επιφανέστερη γυναίκα μελωδός στην ιστορία της βυζαντινής μουσικής και η πλέον αγαπητή στον Ορθόδοξο κόσμο. Όχι μόνο έγραφε, αλλά και μελοποιούσε τους στίχους της. Με τη σπουδαία μόρφωση και την ευρεία καλλιέργεια που της εξασφάλισε η ευγενική καταγωγή της, την ευφυΐα, τον εξαιρετικό εκφραστικό της πλούτο και την ευαισθησία της, η Κασσιανή έχει επισκιάσει τους υμνογράφους και μελωδούς της εποχής της…
Η… «εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα γυνή» ήταν στην πραγματικότητα μια εξαιρετικής ομορφιάς γυναίκα χωρίς ύποπτο παρελθόν, με αριστοκρατικές ρίζες, που αφοσιώθηκε από νωρίς και συνειδητά στον Θεό. Η Οσία Κασσιανή (ή Κασσία ή Ικασία ή Εικασία) η Υμνογράφος γεννήθηκε μεταξύ του 805 και του 810 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και έζησε στα χρόνια του Αυτοκράτορα Θεόφιλου (829-842 μ.Χ.).
Η παρουσία της –αμφισβητούμενη από πολλούς– στα «καλλιστεία» της εποχής για την επιλογή νύφης από τον Θεόφιλο και το πασίγνωστο και αγαπητό τροπάριο της Μεγάλης Τρίτης για την αμαρτωλή «περιπεσούσα γυναίκα» τροφοδότησαν έναν ατελείωτο κύκλο μυθιστοριών που φτάνει έως τις μέρες μας για την ίδια και τον έρωτά της με τον αυτοκράτορα, ο οποίος μεταφέρθηκε κυρίως στις ελληνορθόδοξες χριστιανικές οικογένειες έως τις μέρες μας με τη μορφή του… παραμυθιού αγάπης της θρησκείας μας. Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της με σταθερή γιορτή, στις 7 Σεπτεμβρίου κάθε έτους.
Η παρουσία της –αμφισβητούμενη από πολλούς– στα «καλλιστεία» της εποχής για την επιλογή νύφης από τον Θεόφιλο τροφοδότησε έναν ατελείωτο κύκλο μυθιστοριών που φτάνει έως τις μέρες μας
Τη συμμετοχή της Κασσιανής στην τελετή επιλογής νύφης για τον Θεόφιλο, την οποία οργάνωσε η μητριά του, Ευφροσύνη, υπογράφουν τρεις βυζαντινοί χρονικογράφοι: ο Συμεών ο Μεταφραστής, ο Γεώργιος ο Αμαρτωλός και ο Λέων ο Γραμματικός. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα θρυλούμενα, η Κασσιανή τράβηξε αμέσως την προσοχή του αυτοκράτορα, ο οποίος, θαμπωμένος από την καλλονή της, την πλησίασε κρατώντας στο χέρι το χρυσό μήλο που θα παρέδιδε στη μέλλουσα σύζυγό του. Μια στιχομυθία ανάμεσα στους δύο φαίνεται ότι υπήρξε καθοριστική για να στραφεί ο Θεόφιλος στη Θεοδώρα και να απορρίψει την υμνογράφο και μελωδό Κασσία: «Από μια γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά πράγματα», λέγεται πως της είπε, παραπέμποντας στο προπατορικό αμάρτημα. Εκείνη, ωστόσο, αντέκρουσε ευθέως, απαντώντας: «Και από μια γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα καλά πράγματα», παραπέμποντας στην Παναγία… Με βάση την παράδοση, ο ακριβής διάλογος ήταν:
«– Εκ γυναικός τα χείρω.
– Kαι εκ γυναικός τα κρείττω».
Ακόμα και εάν ο διάλογος ισχύει, πάντως φαίνεται ότι δεν ήταν πηγαίας έμπνευσης, όπως υποστηρίζει ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Σταύρος Ιω. Κουρούσης. Ο διάλογος φέρεται να προέρχεται από λόγο κατά την ανακομιδή των οστών του Χρυσοστόμου στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί αναφέρεται: «Διά γυναικός ερρύη τα φαύλα, διά γυναικός πηγάζει τα κρείττονα». Αυτό, πάντως, δεν εμπόδισε τη λαϊκή παράδοση να εμφανίζει τον Θεόφιλο και την Κασσιανή ερωτευμένους μέχρι τα βαθιά γεράματα κι ενόσω εκείνη ήταν μοναχή. Λέγεται πως ο Θεόφιλος θέλησε να τη δει για μια τελευταία φορά πριν πεθάνει κι έτσι πήγε στο μοναστήρι όπου βρισκόταν. Η Κασσιανή ήταν μόνη στο κελί της, γράφοντας το γνωστό τροπάριο της Μεγάλης Τρίτης, όταν αντιλήφθηκε την άφιξη της αυτοκρατορικής ακολουθίας. Κρύφτηκε, λέει, για να μην τον συναντήσει και αφήσει το πάθος της γι’ αυτόν να ξεσπάσει, καθώς τον αγαπούσε.
Η παράδοση, εξάλλου, θέλει την Κασσία να αποφασίζει να μονάσει ως αντίδραση στην απόρριψή της από τον Θεόφιλο. Τα θρυλούμενα αποδίδουν, ακόμα, στον Θεόφιλο έως και συμμετοχή στο τροπάριο της Μεγάλης Τρίτης! Βιάστηκε, λέει, η Κασσιανή να κρυφτεί και άφησε τον μισοτελειωμένο ύμνο πάνω στο τραπέζι. Κι ενώ ήταν κρυμμένη μέσα σε μια ντουλάπα, στο κελί της έβλεπε τον Θεόφιλο να προσθέτει, κλαίγοντας, έναν στίχο στον ύμνο, τον εξής: «Ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη». Η Κασσιανή συνέχισε τον ύμνο της χωρίς να πειράξει την αυτοκρατορική προσθήκη, όπως και ο Θεόφιλος έφυγε από το κελί χωρίς να εκβιάσει να τη δει, παρότι λέγεται ότι είχε αντιληφθεί την παρουσία της…
Στην Κασσιανή αποδίδονται γύρω στους 45 ύμνους, από τους οποίους τουλάχιστον οι 23 είναι αδιαμφισβήτητα δικοί της. Επίσης, έχει μελοποιήσει κείμενα διαφόρων υμονγράφων και έχει γράψει σειρά γνωμικών και αποφθεγμάτων. Κατά τον βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ, «η Κασσιανή ήταν μια εξαίρετη μορφή και το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Εκτός από το πασίγνωστο τροπάριο της Μεγάλης Τρίτης, γνωστοί ύμνοι της ψάλλονται το Μεγάλο Σάββατο («Άφρων γηραλέε»), αλλά και το περίφημο δοξαστικό των Χριστουγέννων «Αυγούστου μοναρχήσαντος». Τα κυρίαρχα θέματα των γνωμικών της είναι η μωρία, ο πλούτος, ο φθόνος και η φειδώ.
Στην Κασσιανή αποδίδονται γύρω στους 45 ύμνους, από τους οποίους τουλάχιστον οι 23 είναι αδιαμφισβήτητα δικοί της
Η… αγία της Κάσου
Πολλές πληροφορίες για τη ζωή της δεν έχουμε. Γεγονός είναι ότι πολύ νέα ίδρυσε δική της μονή, κοντά στην Κωνταντινούπολη, ταξίδεψε στην Ιταλία και την Κρήτη και κατέληξε στην Κάσο, όπου και αποδήμησε. Μετά τον θάνατό της, τοποθέτησαν το σώμα της σε μαρμάρινη λάρνακα και την έβαλαν σε παρεκκλήσιο, που ήταν αφιερωμένο στο όνομά της. Σώζεται σήμερα η λάρνακα και το βυζαντινό ψηφιδωτό του 9ου αιώνα μ.Χ. Επίσης, στο εκκλησάκι υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα με σημείο του σταυρού και χρονολογία 890 μ.Χ. Κατά πληροφορίες, πάλι από την Κάσο, τα οστά της οσίας έχουν μεταφερθεί στην Ικαρία.
Παρόλο που τη μνήμη της δεν την αναφέρει κανένας συναξαριστής, οι Κάσιοι, από τη συγγένεια του ονόματός της με το νησί τους, καθιέρωσαν τη μνήμη αυτής την 7η Σεπτεμβρίου και ο Γεώργιος Σασσός ο Κάσσιος φιλοπόνησε και ειδική ακολουθία, που δημοσιεύθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1889 μ.Χ.
Το τροπάριο στη δημοτική γλώσσα σε απόδοση Κωστή Παλαμά
«Κύριε,
Η γυναίκα που έπεσε σε τόσες αμαρτίες, σαν άκουσε, σαν ένοιωσε τη θεϊκή σου
Χάρη σαν μυροφόρας ένδυμα, στα κλάματα πνιγμένη μύρα προ του θανάτου Σου,
εντάφια σου φέρνει, και ωιμέ, στενάζει, κλαίει και θρηνεί πολύ με δέρνει νύχτα
ασέληνη και σκοτεινή έρως της αμαρτίας, νύχτα που φλέγει και κεντά πόθους ακολασίας.
Δέξου, Χριστέ, τα δάκρυα τα πύρινα που χύνω Συ, που στα σύννεφα τραβάς της
θάλασσας το κύμα.
Γύρισε τη συμπόνια Σου στους στεναγμούς μου,
Συ πώγυρες τους ουρανούς στη θεία γέννησή Σου.
Τα πόδια Σου τα άγια, άφησε να φιλήσω
και να σκουπίσω άφησε με τα ξανθά μαλλιά μου
Τα πόδια, που σαν άκουσε τον κρότο τους η Εύα,
το δειλινό μέσ’ στην Εδέμ, κρύφθηκε από φόβο.
Τις τόσες αμαρτίες μου και τη βαθιά Σου κρίση
ποιος να μετρήσει ημπορεί, Χριστέ μου, ψυχοσώστη.
Μη με αφήνεις έρημη και ταπεινή δούλη Σου,
όπου έχεις, ως Θεός άπειρη καλοσύνη».