Αρχική » Ιερώνυμος: Το έργο των ξένων δυνάμεων στην τραγική πορεία της Εκκλησίας

Ιερώνυμος: Το έργο των ξένων δυνάμεων στην τραγική πορεία της Εκκλησίας

από kivotos

Του Πάνου Ευαγγέλου

 

Μια διαφορετική ιστορική αναδρομή για τις παρεμβάσεις του κράτους στην Εκκλησία έκανε σε πρόσφατη τελευταία συνεδρίαση της Ιεραρχίας ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, αποδεικνύοντας  πως μετά την απελευθέρωση οι Βαυαροί, αλλά και οι Μεγάλες Δυνάμεις, δημιούργησαν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τις Μητροπόλεις, τα μοναστήρια αλλά και τον ίδιο τον κλήρο. Στην εισήγησή του, μεταξύ των άλλων, ο κ.κ. Ιερώνυμος ανέφερε:

«Ο πρωταρχικός αρχιτέκτονας της εκκλησιαστικής διαμόρφωσης στην Ελλάδα ήταν ο αντιβασιλέας Georg Μάουρερ, ένας Γερμανός προτεστάντης με νομική κατάρτιση, που την απέκτησε στη Γαλλία του Ναπολέοντα. Στο επιστημονικό του πεδίο ήταν μεγαλοφυΐα. Σε διάστημα μικρότερο από χρόνο, είχε συντάξει όχι μόνο το καταστατικό της Εκκλησίας, αλλά και έναν αστικό κώδικα που η αξία του απεδείχθη μεγάλη για πολλά χρόνια. Τώρα που δημοσιεύθηκαν τα αρχεία της περιόδου εκείνης αποκαλύπτονται το έργον των ξένων δυνάμεων και ο σημαντικός ρόλος των πρεσβευτών τους στην τραγική πορεία των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Πρώτη επιδίωξη του Μάουρερ ήταν η αποκοπή της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και τούτο γιατί σύμφωνα με τη γνώμη του ήταν φανερό σε όλους ότι η Ρωσία είχε επεκτατικά ενδιαφέροντα σε βάρος των Οθωμανών και ότι αυτή η χώρα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους Ορθοδόξους πληθυσμούς των Βαλκανίων για να επιτύχει τον σκοπό της. Πολλοί Έλληνες κληρικοί ήταν αφοσιωμένοι στη Ρωσία και θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τις φιλοδοξίες των Ρώσων σ’ αυτή την περιοχή. Ο Μάουρερ υποστήριζε ότι ο τσάρος θα μπορούσε εύκολα να χρησιμοποιήσει τον διορισμό του Πατριάρχη ως μέσο για να ελέγχει την Ελληνική Εκκλησία, έτσι ώστε ο μόνος τρόπος που υπήρχε για το καινούργιο κράτος της Ελλάδος να αποκρούσει αυτήν την πίεση ήταν μια Σύνοδος ανεξάρτητη από την Κωνσταντινούπολη. Ο Μάουρερ, ως προτεστάντης, έβλεπε την Εκκλησία ως υπηρεσία και υφιστάμενο του κράτους.

Η ίδρυση του Εκκλησιαστικού Ταμείου ήταν η λύση που αποφάσισαν να δώσουν οι Βαυαροί, ενώ παράλληλα προχωρούσαν στον αφανισμό των μικρών μοναστηριών  παρά το γεγονός ότι αυτά είχαν συμβάλει τα μέγιστα στην απελευθέρωση του Γένους.

Στα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής (27 Απριλίου 1833) διαβάζουμε: “Ελήφθη υπ’ όψιν το περί μισθοδοσίας του κλήρου και απεφασίσθη ότι πρέπει να συστηθή εις εκάστην κοινότητα Εκκλησιαστικόν Ταμείον, διοικούμενον παρά των επί τούτω κατ’ έτος εκλεγομένων υπό των ενοριτών επιτρόπων. Εις το ταμείον τούτο θέλουν σύγκεισθαι: τα εκ των ανηκόντων εις τας Εκκλησίας κτημάτων εισοδήματα (έσοδα εκκλησιαστικής ή ενοριακής περιουσίας). Από το ταμείο τούτο (το δεύτερο) θέλει διατηρείσθαι, επισκευάζεσθαι και καλλωπίζεσθαι ο ναός, θέλουν μισθοδοτείσθαι οι εν αυτώ υπηρετούντες και ει μεν περισσεύουσιν οι πόροι, θέλουσιν εξοικονομείσθαι εξ αυτών οι πτωχοί της ενορίας, ει δε ελλείπουσι θέλουν αναπληρούσθαι παρά της Κυβερνήσεως κατά την Γ παράγραφον της χθεσινής συνεδριάσεως (εκ του πρώτου ταμείου, δηλαδή εκείνου της μοναστηριακής περιουσίας)”.

Στα πρακτικά της  συνεδρίας της Επιτροπής (28 Απριλίου 1833): “Το Ταμείον τούτο (μοναστηριακής περιουσίας) θέλει επαρκέσει προς μισθοδοσίαν των επισκόπων, προς αναπλήρωσιν των δι’ εκάστην κοινότητα απαιτουμένων διά το Εκκλησιαστικόν εξόδων, προς εκπαίδευσιν του κλήρου, προς οικοδομήν Εκκλησιών, προς σύστασιν φιλανθρωπικών και κοινωφελών καταστημάτων, προς περίθαλψιν και διατροφήν πτωχών και απόρων και απλώς εις παν ό,τι θεοφιλές και φιλάνθρωπον”.

Στις 12 Οκτωβρίου 1833 η Ιερά Σύνοδος με εγκύκλιόν της ενημέρωνε τους Αρχιερείς, τον κλήρον και τον λαόν γράφοντας τα εξής: “Τα έρημα και ερειπωμένα Μοναστήρια οποιασδήποτε τάξεως και καταστάσεως, καθώς και τα έχοντα ολιγωτέρους των εξ μοναχών, μεθ’ όλων των εις αυτά ανηκόντων κινητών και ακινήτων κτημάτων, παραλαμβάνονται παρά της Κυβερνήσεως εις λογαριασμόν του συνιστωμένου Εκκλησιαστικού Ταμείου, εξ ου θέλουσι μισθοδοτείσθαι οι επίσκοποι της επικρατείας και οι άλλοι κληρικοί, καθώς και οι διδάσκαλοι των σχολείων, και θέλει συνιστάσθαι και διατηρείσθαι παν ό,τι ανάγεται εις την Εκκλησίαν και την παιδείαν θεοφιλές και θεάρεστον”.

Το Εκκλησιαστικόν Ταμείον συνεστήθη υπό της αντιβασιλείας εν ονόματι του βασιλέως Όθωνος στις 13 Δεκεμβρίου 1834. Στις 1 (13) Ιανουαρίου 1838 νέο Διάταγμα αναφέρεται εις το Εκκλησιαστικόν Ταμείον. “Θεωρούντες”, γράφει το κείμενον, “αναγκαίον να εισαχθεί εις την δημόσιαν διοίκησιν η άκρα, όσο το δυνατόν, οικονομία των εξόδων, αναλογιζομένων δε ότι δεν αναγκαιοί πολυμελής επιτροπή προς διαχείρισιν της περιουσίας του εκκλησιαστικού ταμείου και ότι αι εργασίαι αύται, ανατιθέμεναι εις την Γραμματείαν των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας υπ’ αριθ. 18879, απεφασίσαμεν και διατάττομεν:

α. Η μέχρι τούδε δυνάμει του Ημετέρου Διατάγματος της 1/13 Δεκεμβρίου 1834 υπάρχουσα επιτροπή του εκκλησιαστικού ταμείου διαλύεται.

β. Τα έργα, τα οποία διά του ειρημένου διατάγματος της 1/13 Δεκεμβρίου 1834 ήσαν ανατεθειμένα εις την διαληφθείσαν επιτροπήν ανατίθενται διά του παρόντος εις την ημετέραν επί την εκκλησιαστικήν Γραμματείαν, θέλουσι δε ενεργείσθαι, υπό την άμεσον διεύθυνσιν του γραμματέως της Επικρατείας, από τον υπουργικόν σύμβουλον εις τας εκκλησιαστικάς υποθέσεις παρ’ αυτή εισηγούμενον”.

Μετά μίαν περίπου πενταετίαν ο βασιλεύς Όθων θα ασχοληθεί και πάλι με το εκκλησιαστικό ταμείο δικαιολογώντας την πράξιν του αυτήν ως εξής:

“Θεωρούντες ότι ο σκοπός τον οποίον διά του από 25 Σεπτεμβρίου (7 Οκτωβρίου) 1833 ημετέρου διατάγματος προετιθέμεθα ανατιθέντες εις την επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Γραμματείαν την διαχείρισιν των Εκκλησιαστικών εισοδημάτων, ήτον η ακριβής των προσόδων τούτων από τας λοιπάς του Κράτους προσόδους διαχώρισις, ως προσδιωρισμένων να χρησιμεύσωσιν αποκλειστικώς εις την βελτίωσιν του ιερού κλήρου και την εκπαίδευσιν της νεολαίας. Σκεπτόμενοι ότι, επιτυγχανομένου σκοπού τούτου εντελώς διά της εις ιδιαίτερα βιβλία των Εκκλησιαστικών κτημάτων και εξ αυτών προσόδου εγγραφής, η διαχείρισις αυτών παρά της επί των οικονομικών Γραμματείας της Επικρατείας αποβαίνει τοσούτω μάλλον κατάλληλος καθόσον η της υπηρεσίας ταύτης ειδικότης εγγυάται πληρεστέραν εις αυτήν επιτυχίαν. Λαβόντες υπ’ όψιν -γράφει- και το ημέτερον από 23 Δεκεμβρίου 1834 περί συστάσεως του Γενικού Λογιστηρίου διάταγμα, δι’ ου διετάχθη η κράτησις ιδιαιτέρας εις τα εθνικά κατάστιχα μερίδος της εκ των Εκκλησιαστικών και δημοσίας εκπαιδεύσεως και επί των οικονομικών γραμματείων της επικρατείας, αποφασίζομεν και διατάττομεν:

1. Η περί των κτημάτων των διαλελυμένων μοναστηρίων και η περί του δευτέρου δεκάτου των διατηρουμένων φροντίς, ωσαύτως δε και η ενώπιον των δικαστηρίων αντιπροσώπευσις της περιουσίας ταύτης θέλει μεταβεί εις την ημετέραν επί των Οικονομικών Γραμματείαν της Επικρατείας, φροντίζουσαν και περί της καταλληλοτέρας διαθέσεως των κτημάτων διατάξεις· αλλά και καμία απαλλοτρίωσις των κτημάτων τούτων δεν δύναται να γίνει, αν ακουσθέντος του συμβουλίου της επικρατείας προηγουμένως δεν αναγνωρισθή δι’ ειδικού νόμου ότι τούτο συμφέρει ως προς τον σκοπόν εις ον είναι αφιερωμένη η εκκλησιαστική περιουσία.

2. Τόσον τα κτήματα ταύτα, καθώς και η εκ τούτων και του δευτέρου δεκάτου των διατηρουμένων μοναστηρίων πρόσοδος θέλουν εξακολουθήσει εγγραφόμενα εις βιβλία ιδιαίτερα, μηδαμώς συγχεόμενα με τα λοιπά του κράτους κτήματα.

3. Αι διά τα εκκλησιαστικά και την δημοσίαν εκπαίδευσιν δαπάναι, υστερούσαι μεν του ποσού των ρηθεισών εκκλησιαστικών προσόδων, θέλουσι αναπληρούσθαι από τα λοιπά δημόσια εισοδήματα, ουδέποτε δε εν περιπτώσει περισσεύματος των προσόδων αυτών, του περισσεύματος τούτου θέλει γενεί χρήσις άλλη μη αποβλέπουσαν την βελτίωσιν του ιερού κλήρου και την κοινήν εκπαίδευσιν, επιφυλάττεται διά ταύτα εις το Ημέτερον επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας εκπαιδεύσεως γραμματείαν της επικρατείας το δικαίωμα να λαμβάνη γνώσιν της καταστάσεως των προσόδων τούτων”.

Αυτό ήταν και το τέλος του πρώτου Εκκλησιαστικού Ταμείου. Όλα τα οικονομικά του έπεσαν στον δημόσιο κορβανά και έκτοτε επηκολούθησε πλήρης σιωπή. Το θέμα της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας, της τύχης του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου και των υποχρεώσεων του κράτους έναντι της Εκκλησίας επανέφερε ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης.

Με υπόμνημα του 1920, που ζητούσε και τα ιδιαίτερα βιβλία των εκκλησιαστικών κτημάτων και της εξ αυτών προσόδου εγγραφής ή διαχείρισις αυτών παρά της επί των οικονομικών Γραμματείας της Επικρατείας, παρατηρεί ο Αρχιεπίσκοπος Μελέτιος: “Είναι αδύνατον να δεχθή τις ότι ο αρχικός σκοπός της υπό της Κυβερνήσεως οριστικής καταλήψεως των  ¾ περίπου της Μοναστηριακής περιουσίας και της φορολογίας των άλλων Μοναστηρίων δεν ήτο πράγματι η βελτίωσις του κλήρου και εφ’ όσον εκ του πρώτου τούτου μέρους θα επερίσσευον χρήματα και η βοήθεια της Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, όπως όμως εξετελέσθη η σχετική της Εθνοσυνελεύσεως απόφασις, επί του Ελληνικού Κράτους βαρύνει η ευθύνη αποδόσεως εις την Εκκλησίαν της εκκλησιαστικής περιουσίας εν ω μέρος αι αναληφθείσαι υποχρεώσεις δεν εξεπληρώθησαν. Επιβάλλεται δηλονότι να εξακριβωθή οποία υπήρξε της περιουσίας ταύτης η πρόσοδος κατά τα διαρρεύσαντα 85 έτη, οποία εξ αυτής πραγματική διά την Εκκλησίαν δαπάνη και το υπόλοιπον μετά των σωζομένων κτημάτων και κεφαλαίων να επιστραφή τη Εκκλησία”.

Η απάντησις της κυβερνήσεως στον Αρχιεπίσκοπο Μελέτιο Μεταξάκη ήταν η εξής: “Προσφάτως ότι ουδέ τα βιβλία, κτηματολόγια και λογιστικά της υπηρεσίας ταύτης υφίστανται πλέον, καέντα εις πρόσφατον εν τοις Γραφείοις του Υπουργείου πυρκαϊάς”.

Ο τρίτος στόχος της αντιβασιλείας, δηλαδή η πλήρης διοικητική υποταγή της Εκκλησίας στον κυβερνήτη ή στο κράτος, μετά τα όσα προηγήθηκαν και έχουν ήδη διατυπωθεί, ήταν εύκολος δρόμος.

Ο νεαρός Όθων γράφει προς τον πατέρα του, βασιλιά Λουδοβίκο, στις 13 Μαΐου 1832: “… η πνευματική αρχή του κλήρου της χώρας θα μπορούσε να γίνει επικίνδυνη για τον κοσμικό άρχοντα, αν ο ανώτερος κλήρος συνιστούσε μια ομάδα, καθόσον ολόκληρος ο κλήρος κατόπιν θα έπαιρνε τον λαό με το μέρος του εναντίον του άρχοντα. Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να υπερβούμε όλες αυτές τις δυσκολίες αν δημιουργούσαμε μια σύνοδο υπό τη διεύθυνση κάποιου μητροπολίτη, που θα ήταν κάτι σαν τους προέδρους των δικών μας επιτροπών και ουσιαστικά δεν θα είχε εξουσία. Σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, ο άρχοντας θα μπορεί να διαλέξει τα μέλη αυτής της συνόδου….”. Το πνεύμα αυτό της φιμώσεως και αιχμαλωσίας θα επικρατήσει περίπου εβδομήντα χρόνια.

 

Το νέο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο. Οι Μεγάλες απαλλοτριώσεις

Η Ιερά Σύνοδος της περιόδου 1919-1920 έγραφε προς το υπουργείο των Εκκλησιαστικών: “Το Ταμείο τούτο υπό την πνοή του ανορθωτικού την υπόστασή του λαβόν μέχρι μεν της στιγμής αυτής καταβάλλει τους μισθούς των Αρχιερέων, των τοποτηρητών της Παλαιάς και Νέας Ελλάδος, όλων των ιεροκηρύκων, όλων των καθηγητών των ιερών μαθημάτων, τις υποτροφίες υπέρ τεσσαράκοντα υποτρόφων εκκλησιαστικών και θεολογικών σπουδών και τα γενικά έξοδα της εκκλησιαστικής διοικήσεως˙ επιπλέον, τα προς συντήρησιν του ιερατικού φροντιστηρίου και την χορηγίαν υπέρ της δημοτικής εκπαιδεύσεως, τα οποία κατά την λήξασαν εννιαετίαν ανήλθαν εις 1.000.000 δρχ. ετησίως κατά μέσον όρον. Από του προσεχούς δε έτους να συνεισφέρη σημαντικώς και διά την λύσιν του ζητήματος της αξιοπρεπούς συντηρήσεως και μορφώσεως του κλήρου”.

Η αλλαγή όμως της βενιζελικής πολιτικής, οφειλομένη και στη διχαστική τακτική της Εκκλησίας με τη διάκριση των ιεραρχών σε βενιζελικούς – κωνσταντινικούς και ιδιαίτερα το περίφημο βενιζελικό ανάθεμα, αντέστρεψε όλο το δημιουργημένο αισιόδοξο εκκλησιαστικό κλίμα.

Ακολούθησε το νομοθετικό διάταγμα “Περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως αγροτικών ακινήτων”, σύμφωνα με το οποίο “κτήματα ανήκοντα εις μονάς ή άλλα συναφή ιδρύματα απαλλοτριώνονταν εν τω συνόλω επί σκοπώ εγκαταστάσεως ακτημόνων γεωργών ή ομογενών προσφύγων”. Το Γενικόν Εκκλησιαστικό Ταμείο, παρά το δημιουργικό του έργον, καταργείται και στη θέση του δημιουργείται ο ΟΔΕΠ (Οργανισμός Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας) με τους αυτούς σκοπούς.

Με το ίδιο ιδρυτικό διάταγμα (ΦΕΚ 150 Α/10-5-1930) η εκκλησιαστική περιουσία διακρίνεται εις την διατηρητέα, εκείνην δηλαδή που ήταν απαραίτητη για τη συντήρηση και την επιβίωσή της, και τη ρευστοποιητέα, εκείνην που θα μπορούσε να εκποιηθή προς όφελος της Εκκλησίας.

Κατά το σκεπτικό, τα έσοδα εκ των απαλλοτριώσεων των κτημάτων θα κατετίθεντο στο Ταμείον του ΟΔΕΠ προς συνέχιση του έργου του καταργηθέντος Β’ Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου της Εκκλησίας. Ο Μητροπολίτης Λαρίσης και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Δωρόθεος γράφει: “… αρχίζει η απαλλοτρίωσις τσιφλικίων και μεγάλων συμπαγών κτημάτων των ιερών μονών διά την αγροτικήν αποκατάστασιν και διενεργούνται ούτως οι αφαιρέσεις της εκκλησιαστικής περιουσίας αξίας πολλών δισεκατομμυρίων, χωρίς η Εκκλησία να εκφράσει παράπονον, και έναντι των οποίων εχορηγήθησαν εις ταύτην 46 μόνο εκατομμύρια δραχμών και έναντί των ως αποζημίωσις εις ομολογίας διά του νόμου 18/44, τα οποία εξανεμίσθησαν. Εάν προσθέσωμεν και την διά του νόμου ‘περί αποσβέσεως αγροτικών χρεών’, δηλαδή της απαλλαγής των αγροτών εκ της υποχρεώσεως να καταβάλλουν το ποσοστό του τμήματος της απαλλοτριώσεως που τους αναλογούσε και εκείνου του ‘περί δραχμοποιήσεως’, είναι δυνατόν να γίνη αντιληπτός ο οικονομικός σεισμός, όστις, προστιθέμενης και της κατάστασης της εποχής, έφερε την Εκκλησία εις την οικονομικήν θέσιν ώστε να επαιτή τούτ’ αυτό και να αναγκάζεται να προστρέχει εις το κράτος, ζητούσα παρ’ αυτού μετά τα ανωτέρω δάνειον προς αντιμετώπισιν των τρεχουσών αναγκών”.

 

Σύμβασις Εκκλησίας – Πολιτείας

Δεν άργησε να έρθει και το τρίτο καταστροφικό πλήγμα κατά της υπολειφθείσης πλέον περιουσίας με το Ν.Δ. 2185/1952 “Περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κτημάτων προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και κτηνοτρόφων” και το Β. Διάταγμα “Περί κυρώσεως της από 18 Σεπτεμβρίου 1952 Συμβάσεως μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος (ΟΔΕΠ) και Δημοσίου (ΦΕΚ 289/8 Οκτ. 1952)”.

Μεταβιβάζονται εις το Δημόσιον α) το σύνολον των καλλιεργησίμων αγρών εκ της ρευστοποιητέας περιουσίας του ΟΔΕΠ, 141.333 στρ., β) βοσκότοποι και λιβάδια, 601.544 στρ., δηλαδή συνολικά επτακόσιες σαράντα δύο χιλιάδες οκτακόσια εβδομήντα επτά (742.877) στρ., γ) αγροληπτικά και εμφυτευτικά, 32.043 στρ.

Οι διαπραγματεύσεις για τον σκοπό κράτησαν περίπου μια πενταετία. Βάσις των συζητήσεων ήταν η τακτοποίησις του θέματος της μισθοδοσίας του κλήρου. Αξίζει να διαβάσουμε κομμάτι από τα πρακτικά: “Ο Μακαριώτατος εσημείωσε διά μακρών ότι κατά τας μέχρι τούδε γενομένας συζητήσεις επεδείχθη ενδιαφέρον διά την λύσιν του ζητήματος της μισθοδοσίας των εφημερίων, τους οποίους ετόνισεν ότι δεν επιθυμεί δημοσίους υπαλλήλους, αλλά είναι εκ των σπουδαίων ζητημάτων, διότι πολύ θα τον βοηθήσει εις την ανάδειξιν του Κλήρου και συνεπώς της Εκκλησίας”. Ακόμη “Εζήτησεν επί πλέον η Εκκλησία, Κύριε Πρόεδρε, και τούτο δείγμα της απεριορίστου συμπαθείας Αυτής προς τους εκ των τέκνων της ακτήμονας, όπως διαμοιράση Αύτη εις έκαστον τούτων, επί τη βάσει επισήμου πίνακος περί της ακτημοσύνης του, το ανήκον εκ της ούτω παραχωρουμένης εκκλησιαστικής περιουσίας τούτο δε, διότι είναι δι’ Αυτήν πικρά η εκ του παρελθόντος πείρα, δεδομένου ότι, εις πάσας τας ενεργηθείσας παραχωρήσεις, ως επί το πολύ, γαίαι και αστικά κτήματα μοναστηριακά παρεχωρήθησαν υπό του κράτους ουχί εις ακτήμονας, χάριν και μόνον των οποίων εδόθησαν, αλλ’ εις πλουσίους και κτηματίας και εις επισήμους ακόμη, αλλά και προς τους πολιτικούς φίλων των τότε κυβερνώντων, χαρακτηρισθέντας ως ακτήμονας, οίτινες επώλησαν μετά ταύτα τις εκτάσεις αυτάς, καταστάντες πλουσιώτεροι εν ονόματι της φιλανθρωπίας και αναλώμασι των πτωχών, αναπήρων και ακτημόνων. Ο κ. Πιπέρος, γενικός γραμματεύς του υπουργείου, παρεμβαίνων υπέδειξεν ότι κατά την γνώμην του ευκολωτέρα θα ήτο η λύσις διά μικράς αυξήσεως των τιμών των ειδών των μονοπωλίων, ήτοι του άλατος, των πυρείων και του φωτιστικού πετρελαίου ως και των παιγνιοχάρτων … Ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως μετά ανάλυσιν ην έκαμε του ζητήματος εκηρύχθη υπέρ της προτάσεως του κ. Πιπέρου, συνεφώνησαν δε ο κ. Υπουργός επί των Οικονομικών και ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος. Ανετέθη είτα εις τον κ. Πιπέρον να καταρτήση λεπτομερή πίνακα των εισπράξεων, να τον μεταφράση εις την Αγγλικήν και να παραδώση εις τον κ. Πρόεδρον, όστις ανέλαβε να συνεννοηθή μετά των Αμερικανών προς τούτο. Επίσης, προτάσει του κ. Υπουργού επί των Θρησκευμάτων απεφασίσθη όπως ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως αναγγείλη την ημέραν της εφαρμογής της αποφάσεως”.

Στα κείμενα των Εκθέσεων φαίνεται ο αγώνας και η αγωνία του Αρχιεπισκόπου προκειμένου να αντιμετωπισθεί και η νέα ληστρική διαρπαγή μεγάλου τμήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Εκ της συμβάσεως Εκκλησίας – Πολιτείας παραμένουν ακόμη οι εξής εκκρεμότητες:

α. Η προβλεπομένη υπό του άρθρου 4.

“Τα όρια των παραχωρουμένων προς το Δημόσιον εκκλησιαστικών κτημάτων να καθορισθώσιν οποτεδήποτε διά πράξεως Υπουργού της Γεωργίας ή του παρ’ αυτού εξουσιοδοτουμένου οργάνου”.

β. Να εκδοθή το πόρισμα της Επιτροπής της συσταθείσης διά της υπ’ αριθμ. 312/9-3-1972 κοινής αποφάσεως των Υφυπουργών Εθνικής Οικονομίας επί θεμάτων Γεωργίας, Οικονομικών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, προκειμένου να εξετάσει τις διαφορές που δημιουργήθηκαν μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας (ΟΔΕΠ) και του Δημοσίου κατά την εφαρμογήν της από 18-9-1952 Συμβάσεως.

 

 Τα οικονομικά της Εκκλησίας

Η οικονομική ασφυξία που έχει πλήξει τη χώρα μας ήταν φυσικό να πλήξει και τον οικονομικό οργανισμό της Εκκλησίας μας, τον ΟΔΕΠ.

Τα οικονομικά του έτους 2015 έχουν ως εξής:

Έσοδα: 8.007.667,42 ευρώ.

Έξοδα: 10.010.807,30 ευρώ.

Χρέος: 2.003.139,88 ευρώ.

Φόροι: 3.050.590,98 ευρώ.

Ευχή όλων μας είναι η κατάστασις να μην οδηγήσει εις απόλυση υπαλλήλων από τους εκκλησιαστικούς οργανισμούς. Είναι όμως ανάγκη συγκρότησης μόνιμης επιτροπής για ενασχόληση με το θέμα αυτό.

 

Φιλανθρωπικό – Κοινωνικό έργο

Η φιλανθρωπία και η κοινωνική πρόνοια της Εκκλησίας παρουσιάζει την εξής εικόνα σε όλη τη χώρα: Σύνολο Μονάδων: 3.738 μονάδες. Σύνολο Επωφελουμένων Ατόμων: 1.267.147 άτομα. Το 2015 δαπανήθηκε για το επιτελούμενο έργο συνολικό ποσό 126.041.801,73 ευρώ, ενώ τη δεκαετία 2005-2015, την περίοδο δηλαδή της κρίσεως, το συνολικό ποσό ανήλθε στο 1.130.422.739,83 ευρώ. Η βαριά φορολογία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο κλείσιμο πολλών από αυτά τα ιδρύματα. Απαιτείται συγκρότηση μόνιμης επιτροπής για συζήτηση με την Πολιτεία για το έργο αυτής της διακονίας».

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ