Της Αγγελικής Δ. Χατζηιωάννου, υπ. δρος Θεολογίας
Μπορούσε αυτό το άστρο να έχει σχέση με το άκτιστο φως, όπως αυτό εμφανίσθηκε στο όρος Σινά κατά την παράδοση του Δεκαλόγου και στη Μεταμόρφωση του Χριστού; Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός σημειώνουν πως ο αστέρας της Βηθλεέμ δεν ήταν αστέρας, αλλά άγγελος Κυρίου.
Ο αστέρας της Βηθλεέμ κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην αφήγηση των γεγονότων της Γεννήσεως του Χριστού. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος είναι ο μόνος από τους Ευαγγελιστές που καταγράφει το γεγονός της εμφανίσεως του αστέρος και τη συνδέει με τη Γέννηση του Κυρίου. Συγκεκριμένα, ο Ματθαίος καταγράφει ότι οι Μάγοι ανέφεραν στον Ηρώδη: «Είδομεν γαρ αυτού τον αστέρα εν τη ανατολή» (Ματθ. β’ 2-3) και παρακάτω συμπληρώνει: «Τότε ο Ηρώδης λάθρα καλέσας τους μάγους ηκρίβωσε παρ᾽ αυτών τον χρόνον του φαινομένου αστέρος…» (Ματθ. β’ 7) «και ιδού ο αστήρ ον είδον εν τη ανατολή προήγεν αυτούς, έως ελθών έστη επάνω ου ην το παιδίον˙ ιδόντες δε τον αστέρα εχάρησαν…» (Ματθ. β’ 9-10). Ωστόσο, ο Ματθαίος δεν δίνει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον αστέρα, για αυτό και η προσπάθεια ερμηνείας της παρουσίας του ως φαινομένου είναι αρκετά δύσκολη. Ο Ευαγγελιστής δεν διευκρινίζει ποια ήταν η ακριβής θέση του αστέρα, τον χρόνο κατά τον οποίο εμφανίσθηκε ή έπαυσε να είναι ορατός κ.λπ.
Σχετικά με τον αστέρα της Βηθλεέμ έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις όχι μόνο από Πατέρες της Εκκλησίας, εκκλησιαστικούς συγγραφείς και σύγχρονους θεολόγους, αλλά και από αστρονόμους. Πολλοί αστρονόμοι υποστήριξαν πως ήταν κομήτης ή μετεωρίτης ή απλός πλανήτης, όμως οι απόψεις αυτές δεν μπορούν να γίνουν δεκτές, διότι οι μεν κομήτες θεωρούνταν εκείνη την εποχή ως προάγγελοι δυσάρεστων γεγονότων, ενώ οι μετεωρίτες ή οι πλανήτες ήταν γνωστά αστρονομικά φαινόμενα στους ανθρώπους της εποχής.
Ο διάσημος αστρονόμος Κέπλερ διατύπωσε την άποψη ότι ο αστέρας της Βηθλεέμ ήταν η σύνοδος (συνάντηση) τριών πλανητών στον ίδιο αστερισμό. Ο Κέπλερ στήριξε την άποψή του σε παρόμοιο γεγονός, το οποίο έλαβε χώρα το 1604. Βασιζόμενος σε ορισμένους αστρονομικούς υπολογισμούς, υπολόγισε ότι το έτος 747 από κτίσεως Ρώμης ο πλανήτης Δίας ήλθε σε σύνοδο με τον Κρόνο στον αστερισμό των Ιχθύων και αργότερα πλησίασε και ο πλανήτης Άρης. Άλλοι ερευνητές δέχονται ότι τον Μάιο, τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο του έτους 747 από κτίσεως Ρώμης (δηλαδή το 7 π.Χ.) έγινε σύνοδος των πλανητών Διός και Κρόνου και τον Μάιο του έτους 748 από κτίσεως Ρώμης πλησίασαν κοντά στον Ήλιο ο Ερμής, η Αφροδίτη και ο Άρης, δημιουργώντας την εικόνα ενός μεγάλου άστρου. Άλλοι μελετητές θεώρησαν πως ο αστέρας της Βηλθεέμ ήταν η εμφάνιση ενός νέου αστέρος (nova).
Η αφήγηση του Ματθαίου δεν φαίνεται να επιβεβαιώνει τις απόψεις των αστρονόμων. Η κίνηση των ουράνιων σωμάτων (ανατολή-δύση) δεν συμπίπτει με την αναφερόμενη από την ευαγγελική διήγηση κίνηση του άστρου. Ο αστέρας της Βηθλέεμ κινείτο από ανατολάς προς δυσμάς, ενώ στο τέλος κινείτο από τα Ιεροσόλυμα προς τη Βηθλεέμ, δηλαδή από τον βορρά προς τον νότο. Το αστέρι, πέρα από τους Μάγους, δεν φαίνεται να έγινε αντιληπτό από κανέναν άλλο λαό με ανεπτυγμένη την αστρονομία, όταν μάλιστα ήταν τόσο λαμπερό που σκίαζε ακόμη και τον ήλιο, όπως σημειώνει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Την ίδια γνώμη διατυπώνει και ο βυζαντινός θεολόγος Ζιγαβηνός και σημειώνει ότι κανένας αστέρας που εμφανίζεται την ημέρα δεν έχει τη δυνατότητα να αποκρύψει τον Ήλιο. Το αστέρι της Βηθλεέμ εμφανιζόταν ή εξαφανιζόταν «κατά το δοκούν», αναίτια ή αναλόγως της περιοχής όπου βρίσκονταν οι Μάγοι. Είναι, όμως, δυνατόν ένα αστρονομικό φαινόμενο να παρουσιάζει τέτοια συμπεριφορά; Μάλιστα, ο αστέρας έδειξε συγκεκριμένο τόπο, τον τόπο όπου βρισκόταν ο Χριστός. Όμως, ένα αστρονομικό αντικείμενο λόγω του ύψους στο οποίο βρίσκεται δεν μπορεί να υποδείξει κάποιον συγκεκριμένο τόπο στην επιφάνεια της Γης, παρά μόνο κατεύθυνση (προσανατολισμό).
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν συμφωνεί με τις αστρονομικές ερμηνείες του φαινομένου και σημειώνει ότι «δεν είναι έργο της αστρονομίας να γνωρίζει από τα αστέρια ποιοι είναι αυτοί που γεννιούνται» και συμπληρώνει ότι για εκείνον «ο αστέρας δεν ήταν ένα αστέρι όπως τα άλλα. Ήταν μια αόρατη δύναμη η οποία έλαβε αυτή την όψη (του αστέρος), όπως φαίνεται και από την πορεία του. Δεν υπάρχει αστέρας που να ακολουθεί τη διαδρομή που ακολούθησε ο αστέρας της Βηθλεέμ, ακόμα και Ήλιο να το ονομάσεις και Σελήνη να το ονομάσεις και με όλα τα ονόματα των αστεριών να το ονομάσεις, όλα κινούνται από την ανατολή προς τη δύση και όχι από τον βορρά προς τον νότο. Όμως, αυτός ο αστέρας δεν είχε δική του πορεία, αλλά ακολουθούσε την πορεία των Μάγων και όταν τους έβλεπε να προχωρούν προχωρούσε και όταν τους έβλεπε να σταματούν σταματούσε».
Μπορούσε αυτό το άστρο να έχει σχέση με το άκτιστο φως, όπως αυτό εμφανίσθηκε στο όρος Σινά κατά την παράδοση του Δεκαλόγου και στη Μεταμόρφωση του Χριστού; Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός σημειώνουν πως ο αστέρας της Βηθλεέμ δεν ήταν αστέρας, αλλά άγγελος Κυρίου. Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Ιωσήφ Βρυέννιος θεωρεί ότι ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Οι αγγελικές δυνάμεις είναι ετερόφωτες, αντανακλούν δηλαδή το άκτιστο φως με το οποίο έρχονται σε επαφή (όπως, για παράδειγμα, ο άγγελος που βρισκόταν έξω από τον τάφο του Χριστού μετά την Ανάσταση «ην δε η ιδέα αυτού ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών (Ματθ. κη’ 3). Δεν αποκλείεται, λοιπόν, ο αστέρας της Βηθλεέμ να ήταν άγγελος Κυρίου, όπως υποστηρίζουν Πατέρες της Εκκλησίας, ή απλώς να ήταν η παρουσία του άκτιστου θείου φωτός στο μοναδικό γεγονός της εναθρωπήσεως του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Υιού και Λόγου του Θεού. Ό,τι και να συνέβαινε, η παρουσία του αστέρος της Βηθλεέμ ήταν ένα υπερφυσικό γεγονός, που διηκόνησε και αυτό, όπως και όλη η κτίση, αλλά και η ανθρωπότητα το μυστήριο της Σαρκώσεως του Σωτήρος Χριστού.