Του Ιωσήφ Κόκκινου
Με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων αρχιεροσύνης, η Σύνοδος απένειμε στον Μητροπολίτη Καρυστίας και Σκύρου Σεραφείμ το δίπλωμα και τα Διάσημα του Παρασήμου του Αποστόλου Παύλου της Εκκλησίας της Ελλάδος. «Η συμπλήρωσις, χάριτι Θεού, πεντηκονταετούς Αρχιερατικής Διακονίας αποτελεί σημαντικό ορόσημο στην εκκλησιαστική πορεία ενός κληρικού. Για τον λόγο αυτόν τιμούμε σήμερον, συμφώνως και προς την ημερησίαν διάταξιν, τον αρχαιότερον εν μέσω ημών, Σεβασμιώτατον εν Χριστώ αδελφόν Μητροπολίτην Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ, αντιπρόεδρον της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος αποτελεί δι’ ημάς άπαντας παρουσίαν αιδέσιμον και διακεκριμένην, όχι μόνον διά τα πρεσβεία της ηλικίας, αλλά και δι’ εκείνα της Αρχιερωσύνης», τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος.
Για τη ζωή και το έργο του κ. Σεραφείμ μίλησε ο Μητροπολίτης Φθιώτιδος κ. Νικόλαος:
Ο Μητροπολίτης Καρυστίας και Σκύρου κύριος Σεραφείμ (κατά κόσμον Σωκράτης) Ρόρρης εγεννήθη το έτος 1929 στο χωριό Κοσμάς Κυνουρίας, υπό γονέων ευσεβών και πολυτέκνων. Ο Σωκράτης ήταν το πέμπτο κατά σειράν από τα επτά παιδιά του Γεωργίου και της Θεοδώρας. Ανετράφη με δύσκολες συνθήκες λόγω οικονομικών δυσχερειών, αλλ’ εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Τα εγκύκλια μαθήματα διήκουσε στη γενέτειρά του και τα Γυμνασιακά εις το Λεωνίδιο. Το 1950 εισήχθη εις την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία απεφοίτησε το 1955 με βαθμό «Λίαν Καλώς». Από την παιδική του ηλικία διεκρίνετο διά την αγάπη και προσήλωσή του προς την Εκκλησία και την αδιάκοπη συμμετοχή του στη Θεία Λατρεία της ενορίας του και των τόπων όπου εσπούδασε. Εμφανής ήταν η υπεροχή του χαρακτήρος του έναντι των άλλων παιδιών του χωριού, την οποία οι χωρικοί χαρακτηρίζοντες έλεγαν εις τον πατέρα του: «Αυτό το παιδί να το κάνεις δάσκαλο». Και ο πατέρας προφητικά απαντούσε: «Αυτό το παιδί, όταν θα πηγαίνει να μπει στην Εκκλησία, θα κτυπάνε οι καμπάνες». Μετά το Πανεπιστήμιο εξεπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, υπηρετήσας την πατρίδα ως έφεδρος ανθυπολοχαγός Πυροβολικού σε διάφορες στρατιωτικές σχολές και μονάδες και στο ΓΕΣ. Επιστρέψας στη γενέτειρά του, υπηρέτησε αυτοπροαιρέτως ως διδάσκαλος στα σχολεία της περιοχής και εν συνεχεία διορίσθηκε καθηγητής της Θεολογίας Μέσης Εκπαιδεύσεως στα Γυμνάσια Πέτρας Λέσβου και Κάτω Κλειτορίας Καλαβρύτων. Ως καθηγητής Θεολογίας ανέπτυξε πλούσια ιεραποστολική δράση, διδάσκων εις τα κατηχητικά σχολεία, οργανώνων εσπερινά κηρύγματα και ομιλίες κοινωνικού και εθνικού περιεχομένου, συγκροτών δανειστικές βιβλιοθήκες και ιδρύων συσσίτια διά τους απόρους μαθητάς.
Παρ’ ότι η θέση και αποστολή του καθηγητού της Θεολογίας τού προσέφερε πολλές δυνατότητες και ευκαιρίες προς τη μαθητιώσα νεολαία, εν τούτοις η ψυχή του αναζητούσε τι το υψηλότερον και τελειώτερον. Έτσι, το 1962 εγκατέλειψε την έδρα του σχολείου και προσήλθε εις την Ιεράν Μονήν Παναγίας Έλωνας, όπου εκάρη μοναχός λαβών το όνομα Σεραφείμ. Την 10ην Αυγούστου, εις τον Ιερόν Ναόν των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού εχειροτονήθη διάκονος υπό του αειμνήστου Μητροπολίτου Μαντινείας και Κυνουρίας Γερμανού και την 14ην Οκτωβρίου εις τον Ιερόν Μητροπολιτικόν Ναόν του Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως εχειροτονήθη πρεσβύτερος υπό του ιδίου Μητροπολίτου, λαβών και μετ’ ολίγας ημέρας, ήτοι την 25ην Οκτωβρίου 1962, το οφφίκιον του αρχιμανδρίτου και την Ευχήν του Εξομολόγου εις ηλικίαν μόλις 33 ετών. Η θητεία του ως ιεροκήρυκος της ιστορικής Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας ήταν γόνιμος και λίαν καρποφόρος.
Έχων την εμπιστοσύνην και αγάπην του γέροντός του, Μητροπολίτου Γερμανού και του ευσεβούς λαού ανέπτυξε πλουσιωτάτην και μεγάλην δραστηριότητα εις όλους τους τομείς της αρμοδιότητός του. Διηκόνησε μετ’ αυταπαρνήσεως την Θείαν Λατρείαν εις τας πόλεις και εις τα απομεμακρυσμένα χωριά της Μητροπόλεως, την Ιερά Εξομολόγηση και το Θείον Κήρυγμα. Την ίδια περίοδο εδίδαξεν το Μάθημα της Θρησκειολογίας και της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης εις την Παιδαγωγική Ακαδημία Τριπόλεως, με τους σπουδαστάς της οποίας συνεδέθη πνευματικά και πολλούς συνέδραμε εις τα προσωπικά τους προβλήματα και τις οικονομικές ανάγκες τους, με αποτέλεσμα να εισπράττει τον απόλυτο σεβασμό και την αγάπη συναδέλφων του, καθηγητών και σπουδαστών.
Αφοσιωμένος εις το έργον του, περιτρέχων γην και θάλασσαν διά το Ευαγγέλιον και απόλυτα ικανοποιημένος και εφησυχασμένος με το πολυσχιδές έργον του ιεροκήρυκος, εδέχθη την κλήσιν διά το υψηλό αξίωμα της αρχιερωσύνης χωρίς να το επιδιώξει και χωρίς καν να το υποψιάζεται. Λέγει εις τον χειροτονητήριον λόγον του: «Εις την αγωνίαν μου “πού πορευθώ” και εις την σκέψιν μου “πού φύγω από του προσώπου του Θεού’’, ήκουσα την φωνήν του θείου Χρυσοστόμου λέγουσαν: “Ει πιστεύεις ότι Θεού εστίν η εκλογή, μη αγανάκτει. Εκείνω αγανακτείς και προς Εκείνον παροξύνει. Εκείνος εστίν ο εκλεξάμενος…”». (Εκκλησία, 15 Δεκ. 1968, σ. 24).
Έτσι, ο Αρχιμ. Σεραφείμ Ρόρρης εγκατέλειψε την περιστεράν του άμβωνος και επάτησεν επί των πτερύγων του αετού. Η εις Επίσκοπον χειροτονία του έγινε την 24ην Νοεμβρίου 1968 εις τον Ιερόν Μητροπολιτικόν Ναόν του Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως, προεξάρχοντος του Μητροπολίτου Ξάνθης Αντωνίου και συνιερουργούντων των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Γυθείου και Οιτύλου, Σωτηρίου, Μαντινείας και Κυνουρίας, Θεοκλήτου, Αργολίδος, Χρυσοστόμου, και του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Περιστεράς, Ηλία.
Την Κυριακήν 8ην Δεκεμβρίου, μετά πάσης επισημότητος και ενθουσιώδους λαϊκής συμμετοχής, έγινε η ενθρόνιση του Μητροπολίτου Καρυστίας και Σκύρου, κ. Σεραφείμ, εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν του Αγίου Αθανασίου Κύμης και από τότε άρχισε ένα καινούργιο κεφάλαιο για τη δική του ζωή και για τη ζωή της Μητροπόλεως Καρυστίας και Σκύρου.
Δεν είναι του παρόντος να περιγράψω λεπτομερώς τα έργα και τις ημέρες του Μητροπολίτου κ. Σεραφείμ κατά την λαμπρά περίοδο της Αρχιερατείας του. Έχων ως σύνθημα της καρδιάς του το του ιερού Αποστόλου: «η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ. Όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν Αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη» (Κολ. 3,3), εργάσθηκε επί 50 χρόνια αθόρυβα και ταπεινά, άνευ δημοσιότητος και κομπορρημοσύνης, με σεμνότητα και πατερική εσωστρέφεια, χωρίς μεγαλόφρονας λογισμούς και χωρίς να αποβλέπει εις την αναγνώριση υπό των ανθρώπων, αλλά υπό του τα κρυπτά γινώσκοντος Θεού.
Και επειδή η σχέσις του Επισκόπου μετά του μεγάλου Αρχιερέως Χριστού πρέπει να είναι ουσιαστική και βιωματική, ως πρώτον έθεσε την συμμετοχή του εις την Θεία Λατρεία. Όπως μαρτυρούν οι στενοί συνεργάτες του, απ’ αρχής μέχρι σήμερα ζει ως καλόγηρος, με τις καθημερινές Ιερές Ακολουθίες. «Ορθρίζει εις τας αυλάς του Κυρίου από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός» (Καθηγ. Γεώργιος Σπανός) και δεν παύει να ιερουργεί κατά τις Κυριακές και ενδιάμεσες εορτές στις πόλεις και στα χωριά, μεταφέρων τον λόγον της αληθείας και τέρπων τον πιστό λαό με τον μελίρρυτο λόγο του και την μελωδική βυζαντινή ψαλμωδία του.
Την αναγνώριση της αγιότητος του εκ της Μητροπόλεώς του καταγομένου Αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου εθεώρησε ως μεγάλην ευλογίαν της Αρχιερατείας του, δι’ αυτό καθιέρωσε μεγάλες, πανηγυρικές εκδηλώσεις εις την γενέτειρα του Αγίου, Άγιον Ιωάννην Αλιβερίου, με πολυαρχιερατικόν συλλείτουργον και προγραμματισθείσαν ανέγερσιν εις τιμήν του Αγίου μεγάλου Ναού. Φιλομόναχος και εραστής του φιλοσόφου βίου, εφρόντισε διά την επάνδρωσιν των Ιερών Μονών της Μητροπόλεώς του, όπως της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Κύμης, Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μάτζαρη στον Οξύλιθο, Αγίου Χαραλάμπους Λευκών στο Αυλωνάρι, Τιμίου Προδρόμου Καρυών και Αγίου Αντωνίου Αχλαδερής.
Επί 50 χρόνια αφοσιωμένος στην Μητρόπολή του, ποιμαίνει μετ’ επιστήμης το ποίμνιό του, γινώσκων τα λογικά του πρόβατα και γινωσκόμενος υπ’ αυτών. Είναι πάντοτε παρών στα προβλήματα που ανακύπτουν στις μικρές κοινωνίες της Επισκοπής του και παρεμβαίνει αποτελεσματικά σε κοινωνικά, εργασιακά, εκπαιδευτικά θέματα.
Συνοδοιπόρος των ανθρώπων στις συμφορές, στα ατυχήματα, στις πυρκαγιές, στα δυστυχήματα, στα ναυάγια, παρηγορεί και συμπαρίσταται, ως γνήσιος πατέρας. Για την περίθαλψη του γήρατος ίδρυσε δύο γηροκομεία στην Κύμη και στην Κάρυστο, τα οποία προσφέρουν θαλπωρή στους απομάχους της ζωής. Ένας τομέας που απεκάλυψε τα κεκρυμμένα χαρίσματά του είναι η συμβολή του εις τα γενικά θέματα της Εκκλησίας από της θέσεως του αντιπροέδρου του Ιερού Σώματος της Ιεραρχίας και των αναθέσεων υπευθύνων και μεγάλων υποθέσεων της Εκκλησίας.
Ως Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου των Αθηνών, μετά την κοίμησιν του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, οργάνωσε τα της κηδείας του με άψογον τρόπον, καθώς επίσης και τα της εκλογής του νυν Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Ιερωνύμου του Β’.
«Έστι δε και άλλα πολλά», τα οποία «επιλείψει γαρ με διηγούμενον ο χρόνος» (Εβρ. 11, 32). Εάν θα ηθέλαμε μονολεκτικώς να περιγράψωμε την προσωπικότητα του τιμωμένου πολιού Ιεράρχου, θα ελέγαμε: Ιεροπρεπής, ευθυτενής, ευγενής, δυναμικός, λιτός, ευέλικτος, σταθερός, μετρημένος, δίκαιος, διεκδικητικός, φιλακόλουθος, φιλομόναχος, οξυδερκής, θυσιαστικός, συμπονετικός, αληθής ποιμήν, μιμητής του Αρχιποίμενος Χριστού.
Εις το πρόσωπο και την ζωή του Μητροπολίτου Καρυστίας κ. Σεραφείμ έχει απόλυτη συμφωνία ο λόγος του Ιερού Χρυσοστόμου διά τον προφητάνακτα Δαβίδ:
«Δαβίδ ο εν παιδίω φιλόλογος,
ο εν ηλικία φιλόπονος,
ο εν τω γήρα φιλόσοφος,
θεόφιλος ων».
(Ι.Χ. Ομιλία εις το «Επίστευσα δι’ ό ελάλησα»,
ΒΕΠ, τ. 96, σ. 282).
Ευτύχησεν η μεγαλόνησος Εύβοια μετά τον Χαλκίδος Γρηγόριο Πλειαθό, διανύσαντα Αρχιερατείαν ημίσεως αιώνος, να έχει και τον Καρυστίας Σεραφείμ, ήδη προεορτάζοντα το χρυσούν ιωβηλαίον της Αρχιερωσύνης του και βαδίζοντα επί τα ηλικιακά ίχνη του προπάππου του, εφημερίου του Κοσμά, Παναγιώτου Κανάκη, αποθανόντος 105 ετών.