Του Χρήστου Γ. Κτενά
Πόσα τζαμιά υπάρχουν στην Ευρώπη; Να ένα ερώτημα που ταιριάζει στην επικαιρότητα των ημερών, και ειδικά την ελληνική, καθώς σε λίγους μήνες θα είναι έτοιμο (σύμφωνα τουλάχιστον με τον σχεδιασμό) και το πρώτο επίσημο ισλαμικό τέμενος στην Αθήνα, στον Βοτανικό, που η ίδρυσή του συζητείται πάνω από 40 χρόνια. Στην Ευρώπη, λοιπόν, μια καλή προσέγγιση για τον αριθμό των τζαμιών δημοσιεύθηκε το 2010, στη μελέτη «Mosques in Europe. Why a solution has become a problem» του δικτύου NEF, σε επιμέλεια του καθηγητή του Πανεπιστημίου της Πάδοβα Stefano Allievi, η οποία καταγράφει ένα σύνολο κοντά στις 11.000 (πίνακας). Στον ίδιο πίνακα ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αναλογία μουσουλμάνων ανά τζαμί, όπου η Ελλάδα φαίνεται να έχει την καλύτερη στην Ευρώπη!
Επίσης, στον πίνακα, όπως αναφέρει η μελέτη, δεν περιλαμβάνονται οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί άλλων ευρωπαϊκών χωρών, που είναι σημαντικοί σε αριθμό, όπως, π.χ., το 1 εκατομμύριο που ζει στη Βουλγαρία, τα 2,2 εκατομμύρια στην Αλβανία, τα 1,8 εκατομμύρια στο Κόσοβο κ.λπ. Αν αθροίσουμε όλους τους σχετικούς πληθυσμούς, τότε φθάνουμε σε ένα σύνολο περίπου 23,5 εκατομμυρίων Ευρωπαίων μουσουλμάνων. Η συγκεκριμένη μελέτη, όμως, με βάση την αναλογία πιστών ανά τζαμί, καταλήγει πως αυτή είναι συμβατή με αντίστοιχες αναλογίες τόσο Χριστιανών ανά τόπο λατρείας όσο και μουσουλμάνων ανά χώρο λατρείας σε μουσουλμανικές χώρες. Άρα, τουλάχιστον από αυτή τη μέτρηση, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί κάποιο γενικό πρόβλημα θρησκευτικής ελευθερίας σχετικά με τους πιστούς του Ισλάμ στον ευρωπαϊκό χώρο.
Ειδικά ζητήματα, όμως, υπάρχουν σε πολλές χώρες και περιοχές όπου, π.χ., μπορεί τα τζαμιά να είναι συγκεντρωμένα σε μία περιοχή. Κάτι που συμβαίνει στην Ελλάδα, με σχεδόν το 75% των τζαμιών της χώρας να βρίσκεται στη Θράκη, εξυπηρετώντας τις ανάγκες της εκεί ελληνικής μουσουλμανικής μειονότητας. Αντίθετα, όπως αναφέρει η Ελληνίδα ερευνήτρια Αθηνά Σκουλαρίκη στην ίδια μελέτη, ειδικά στην περιοχή της Αθήνας, όπου δεν υπήρχε μέχρι τώρα κάποιο επίσημο τζαμί, λειτουργούν περίπου 60 χώροι λατρείας, συνήθως νοικιασμένοι από πιστούς και χωρίς να πληρούν τις τυπικές προδιαγραφές ασφαλείας για χώρους συνάθροισης (έξοδο κινδύνου, πυροσβεστικά μέσα κ.λπ.).
Όταν μιλάμε, βέβαια, για «τζαμί», ο όρος είναι πολύ γενικός, ενώ στην πράξη συναντάμε τρεις αρκετά διαφορετικές δομές του: Η πρώτη -και πιο σπάνια- είναι το ισλαμικό κέντρο, το οποίο είναι μεγάλο σε έκταση και περιλαμβάνει ένα τέμενος, αλλά και άλλα κτίρια και υποδομές, προσφέροντας ένα σύνολο θρησκευτικών και πολιτισμικών υπηρεσιών. Για παράδειγμα, στο κέντρο μπορεί να υπάρχει και κάποιο κορανικό σχολείο, αίθουσες συνεδριάσεων και εκπαίδευσης, ένα πολιτιστικό κέντρο, βιβλιοθήκη κ.λπ. Η δεύτερη κατηγορία είναι αυτό που συνήθως αποκαλούμε τζαμί, το οποίο μπορεί να είναι και εμφανές, να ακολουθεί δηλαδή κάποια από τις τυπικές αρχιτεκτονικές φόρμες και να έχει μιναρέ. Επίσης, μπορεί να είναι ένα απλό κτίριο που έχει μετασκευαστεί σε τζαμί από την τοπική κοινότητα. Τέλος, υπάρχει το musalla, δηλαδή ο «χώρος προσευχής», που είναι κάποια αίθουσα στην οποία γίνεται η συγκέντρωση και η προσευχή των πιστών, αλλά μπορεί να φιλοξενεί και άλλες δραστηριότητες, όπως, π.χ., την εκμάθηση του Κορανίου. Τέτοιοι χώροι προσευχής είναι και οι πιο συνηθισμένοι στην Ευρώπη, πολλοί είναι προσωρινοί, ανοίγουν ή κλείνουν ανάλογα τις τοπικές ανάγκες της μουσουλμανικής κοινότητας, ενώ μπορεί να είναι και εξειδικευμένοι, ανάλογα με τη δογματική διαφοροποίηση (π.χ., αποκλειστικά για σουνίτες, σιίτες, σούφι κ.λπ.) και την καταγωγή των πιστών.
Ακόμα μία διαφοροποίηση που πρέπει να γίνει για το ευρωπαϊκό έδαφος είναι η χρονική, καθώς σε συγκεκριμένες περιοχές υπάρχουν τζαμιά με ιστορία αιώνων ή τουλάχιστον πολλών δεκαετιών. Από την εποχή της αραβικής κατάκτησης της Ισπανίας, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που περιελάμβανε Ελλάδα και Βαλκανική, όπου και σήμερα καταγράφονται μουσουλμανικές κοινότητες με μακρά παράδοση, έως την πρακτική των Μεγάλων Δυνάμεων, όπου, π.χ., Γαλλία και Πρωσία είχαν τζαμιά, καθώς στον στρατό τους είχαν μουσουλμανικά στρατεύματα, αλλά και τα πρώτα μεγάλα μεταναστευτικά κύματα από μουσουλμανικές χώρες τη δεκαετία του 1960, η εικόνα του μιναρέ δεν είναι κάτι άγνωστο στη Γηραιά Ήπειρο. Είναι, όμως, η δεύτερη φάση δημιουργίας τζαμιών, περίπου από τη δεκαετία του ’80 και μετά, που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς ταυτίζεται και με νέες μεταναστευτικές/προσφυγικές ροές προς την Ευρώπη, αλλά και με την άνθηση του ισλαμικού αυτοκαθορισμού, που φθάνει όμως και στη ριζοσπαστικοποίηση.
Ο μεγάλος αριθμός των τζαμιών στην Ευρώπη είναι μια έμμεση απόδειξη της θρησκευτικής ελευθερίας των μουσουλμάνων πιστών που ζουν στο εσωτερικό της
Επίσης, είναι σημαντικό πως τα μουσουλμανικά τεμένη που εμφανίζονται στις ευρωπαϊκές χώρες τα τελευταία χρόνια δεν αποτελούν μόνο τόπο λατρείας. Όπως είναι φυσικό, γίνονται σταδιακά και κέντρα κοινωνικής δικτύωσης των μουσουλμανικών κοινοτήτων, ενώ στη γύρω περιοχή αναπτύσσονται αρκετές συναφείς εμπορικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, όπως ethnic εστιατόρια και παντοπωλεία, βιβλιοπωλεία, αίθουσες εκδηλώσεων, internet cafe και τηλεφωνεία για επικοινωνία με τις οικογένειες στη χώρα καταγωγής των μεταναστών κ.ά.
Σύγκρουση ή δείγμα πολυπολιτισμικότητας;
Είναι μάλλον δεδομένο πως η εμφάνιση ενός τζαμιού στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια δεν περνά απαρατήρητη. Κάποιοι θα χαιρετίσουν τη δημιουργία του ως απόδειξη της ελευθερίας της έκφρασης και, ευρύτερα, της Δημοκρατίας (δηλαδή του βασικού πυλώνα του ευρωπαϊκού κεκτημένου), άλλοι θα το δουν ως απόδειξη της πολυπολιτισμικότητας και της ενσωμάτωσης, άλλοι όμως θα θεωρήσουν την εικόνα του και, κυρίως, τον συμβολισμό του ως απειλή, ως επίδειξη ισχύος, ως κίνδυνο ισλαμοποίησης. Και θα παραχθούν σε αυτή την περίπτωση αντιδράσεις που, σύμφωνα με τον καθηγητή Allievi, μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο ομάδες: Αρχικά, στον «πραγματικό» κίνδυνο, που συνήθως αναφέρεται σε φόβους ριζοσπαστικοποίησης των πιστών λόγω ανεξέλεγκτων κηρυγμάτων που μπορεί να γίνονται στο τζαμί, στη διατάραξη της καθημερινότητας, στην «είσοδο» στη γειτονιά του τζαμιού πολλών αγνώστων που φθάνουν για να προσευχηθούν, στον φόβο για πιθανή αύξηση της εγκληματικότητας κ.ο.κ. Ακολουθούν οι πολιτισμικές αντιδράσεις, με την εκτίμηση ότι το τζαμί, άρα και το Ισλάμ και τους μουσουλμάνους, είναι ασύμβατο προς τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, ως εκπρόσωπος οπισθοδρομικών αντιλήψεων και, γενικότερα, ως «ξένους» αξιακά.
Έτσι, οι αντιπαραθέσεις για τη δημιουργία ενός τζαμιού τελικά αποκαλύπτουν το ευρύτερο ζήτημα της σχέσης Δύσης και Ισλάμ. Μιας σχέσης η οποία έχει τραυματιστεί από την πρόσφατη άνοδο της ισλαμικής τρομοκρατίας, από τη διεκδικητική και μισαλλόδοξη φύση κάποιων μουσουλμάνων ιεροκηρύκων, που προβάλλουν την πιο επιθετική, απαξιωτική και απόλυτη ερμηνεία του Ισλάμ, από την αναζήτηση ταυτότητας πολλών Ευρωπαίων μουσουλμάνων (δεύτερης και τρίτης γενιάς, που τυπικά είναι πλέον πλήρως ενταγμένοι), που μπορεί να οδηγηθούν στον ριζοσπαστισμό. Από την άλλη, και οι δυτικές κοινωνίες οφείλουν να αναζητήσουν τα αίτια που οδηγούν μειονοτικές ομάδες στο εσωτερικό τους στο περιθώριο, να μελετήσουν την επίδραση της οικονομικής και πολιτικής κρίσης στη δημιουργία έντασης μεταξύ θρησκευτικών κοινοτήτων, να αναστοχαστούν σχετικά με τη φύση και την εξέλιξη του δυτικού μοντέλου και, βέβαια, να καταπολεμήσουν τη ρατσιστική και ξενοφοβική προπαγάνδα που αναζωπυρώνεται στην Ευρώπη. Η οποία, στοχοποιώντας έντεχνα τη θρησκευτική διαφορετικότητα, ξεκινά από το Ισλάμ, περνά από τον αντισημιτισμό και συνήθως καταλήγει σε θεωρίες περί φυλετικής υπεροχής.
Έτσι, αυτός ο διάλογος μπορεί να ξεκινήσει αρχικά από το «απειλητικό στην εμφάνιση» τζαμί για να καταλήξει στο πραγματικά αναγκαίο και ουσιώδες: στη συνεννόηση και την ειρηνική συνύπαρξη πάνω σε ένα κοινό πλέγμα αξιών, το οποίο θα διαμορφωθεί τόσο από τη χριστιανική και δημοκρατική παράδοση της Δύσης όσο και από την ανεκτικότητα και την ευσέβεια του μετριοπαθούς Ισλάμ.
Ποιος πληρώνει για τα τζαμιά στην Ευρώπη
Οι πηγές χρηματοδότηση της ίδρυσης και της λειτουργίας των τζαμιών στην Ευρώπη είναι πολλές. Για παράδειγμα, τα ισλαμικά κέντρα, όπως και αρκετά τεμένη σε μεγάλες πόλεις, μπορεί να έχουν τη στήριξη μουσουλμανικών χωρών ή και οργανώσεων με έδρα σε αυτές. Εδώ σημαντικό ρόλο έχει η DITIB, η Τουρκική-Ισλαμική Ένωση Θρησκευτικών Υποθέσεων, μια οργάνωση του τουρκικού κράτους η οποία επιδοτεί εκατοντάδες τζαμιά μαζί με τη μισθοδοσία των μουσουλμάνων κληρικών στη Γερμανία, όπου υπάρχει και μεγάλη τουρκική μειονότητα. Επίσης, ισχυρό ρόλο παίζει η Ένωση του Ισλαμικού Κόσμου (Rabita al-Alam al-Islami) με έδρα τη Μέκκα και σαουδαραβική στήριξη, η οποία συσπειρώνει πολλές μουσουλμανικές χώρες και κοινότητες και προσφέρει επίσης στην ίδρυση τζαμιών. Φυσικά, μεγάλο μέρος του κόστους παρέχεται από τις τοπικές μουσουλμανικές κοινότητες από εύπορους ιδιώτες, αλλά και σε κάποιο βαθμό από θεσμικές δομές των ευρωπαϊκών χωρών, που θέλουν να στηρίξουν την ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης.