Του Δημήτριου Π. Λυκούδη, θεολόγου, φιλολόγου, υπ. διδάκτορα Πανεπιστημίου Αθηνών
Ήρθαν στο νου μου εκείνα τα λόγια του Τερζάκη που εστίαζε στον κοινωνικό πόλεμο, στη ρηχότητα της κοινωνικής ζωής. Να, κάπως έτσι αναφερόταν σε τούτο το άμοιρο φαινόμενο, το οποίο, αλήθεια είναι, αδάμαστο παρέμεινε αιώνες τώρα και αδάμαστο πορεύεται ακόμη και σήμερα: «Ξέρετε τι είναι η κοινωνική ζωή; Ένας στίβος όπου συγκρούονται του κόσμου οι μικροεγωϊσμοί, τα μικροφιλότιμα, τα μικροσυμφέροντα, τα μικροπάθη. Όλα μικρά, μικρά. Θεέ μου, πόσο μικρά! Πόλεμος βουβός, ύπουλος, θρασύδειλος. Αηδία! Μια ψυχή ακέρια, δε μπορεί, γρήγορα σιχαίνεται και αποσύρεται. Τότε, τη λένε αδύναμη. Ηττημένη»(1). Μου θυμίζει τον Ονησίκρητο απο την Αίγινα! Για να αποφύγει την κοινωνική κατάσταση της εποχής του, όλα αυτά τα «μικρά και ύπουλα» που λέγει ο λογοτέχνης, έστειλε τον υιό του στον περίφημο Διογένη τον Κυνικό για να διδαχθεί από το παράδειγμα και την έμπρακτη διδασκαλία του. Πέρασε καιρός και ο υιός του δεν επέστρεφε. Έστειλε και το δεύτερο υιό του ο Ονησίκρητος για να του παραγγείλει να επισπεύσει την επιστροφή του. Πέρασε καιρός και δεν έμαθε νέα ούτε από το δεύτερο υιό του. Όταν δε, αναγκάστηκε ο ίδιος ο πατέρας να σπεύσει κοντά στον Κυνικό φιλόσοφο για να απαγκιστρώσει τα παιδιά του, ένα ήταν σίγουρο: ο Διογένης απέκτησε και άλλον έναν μαθητή: τον Ονησίκρητο!
«Η ζωή είναι ένα παιχνίδι, μια παράσταση που δίνουν οι πέντε θεατρίνοι του κορμιού μου»(2). Εάν είναι παράσταση, εάν είναι, θεατρίνος καθίστασαι, ρόλους υποδύεσαι, επιδερμικά ζεις, κάλπικα και άμορφα υπάρχεις! Ο ρόλος σου! Το έργο σου επί της γης! Να μάθεις καλά τα λόγια σου, διάβασε το ρόλο σου πολλές φορές για να εντυπωσιάσεις. «Α! πότε να βρέξει! πότε να βρέξει! Η μέρα όλη βουρκωμένη και σύμπαθης ήρεμα και δειλά πονούσε κ᾿ήθελε να κλάψει δυνατά και ν᾿ αλαφρώσει και δεν τολμούσε»(3).
Υπάρχουν, όμως, και όσοι αγωνίζονται να αποτινάξουν το φοβικό αίσθημα του «ανήκειν». Αποτελούν ξεχωριστό θίασο μέσα στον κόσμο. Είναι θίασος περιφερόμενος και αδαμάντινος, αδέκαστος και ασυμβίβαστος, άμισθος και ασύμβατος. Είναι εκείνοι που αφιέρωσαν «εαυτούς» στη διακονία της αγάπης, κυρίως δε, στην ποιότητα της αγάπης, δηλαδή, στην ποιότητα που αφουγκράζονται και αντιμετωπίζουν όχι την αμαρτία, αλλά τον αμαρτωλό άνθρωπο, έτι δε, και εξαιρέτως, και αυτόν τον «ηθοποιό» του κόσμου και, μίμο δήθεν, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ανθρωπιάς. Έρχεται στο νου μου το παράδειγμα του Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν (1770-1827), ο οποίος, παρά τις όποιες κακουχίες αντιμετώπισε από τον πάνυ δύστροπο σαρκικό του πατέρα, κατόρθωσε να απομακρυνθεί από την αδιαντροπιά και να αποκηρύξει την κοινωνία του “θεάματος” γύρω του. Εδώ ταιριάζει και το παράδειγμα του Αλεξέι Πέσκοφ, γνωστού σήμερα ως Μαξίμ Γκόρκι. Η προσπάθειά του να ανδρωθεί και να επιβιώσει διαβάζοντας με το φως του κεριού τις νύχτες, θυσιάζοντας, στην ουσία, τη νυχτερινή του ανάπαυση, αποδεικνύουν περίτρανα και μεγαλόστομα ότι οι θίασοι, αργά ή γρήγορα καταρρέουν, ναι, γκρεμίζονται και μαζί τους και όσοι εστηρίχθησαν ματαιόπονα ή συμφεροντολογικά στις “θεατρικές” παραστάσεις της εποχής, όσοι, ένεκα της ακρασίας που διακατείχε τις καρδιές τους, αν και γνώριζαν, παρά ταύτα, δεν ηδυνήθησαν να επιβιώσουν αξιοπρεπώς και εντίμως επί της γης. Έστω και ηθικολογικά, έστω και έτσι, ο Καντ είναι ήδη πολύ υψηλότερα από δαύτους: «Δύο πράγματα γεμίζουν το νου μου με πρωτόφαντο και αυξανόμενο θαυμασμό και δέος: “ο έναστρος ουρανός επάνω μου και ο ηθικός νόμος μέσα μου”».
«Ουδείς ελεύθερος εαυτού μη κρατών», δίδασκε ο Πυθαγόρας. Όμως, η γνησιότητα για να ευδοκιμήσει αποζητά την ελευθερία και αντιστρόφως, η ελευθερία ανασεμό γνωρίζει γνήσιο πέραν των θεατρικών ορίων και συμπεριφορών. Και έμεινα απόμερα μονάχος, αρχή έβαλα ν᾿ αναζητώ θίασο όμοιο με το δικό μου, έστω λίγο, για να ξαποστάσω. Και ήταν η φωνή εντός μου φωνή λυπητερή, φωνή που έκλαιγε βουβά για όλα τα “θέατρα” του κόσμου τούτου…
«Η φωνή κλαίει και τα λόγια σπαρταρούν ανάμεσα στα κλαδιά και πέφτουνε. Λες κ᾿ είναι πληγωμένα γλυκοκέλαδα πουλάκια που, μόλις αφήκαν τη φωλιά κι ανοίξανε το στόμα για τραγούδι, πέσανε κάτω με το κεφάλι μπροστά, μολυβοσκοτωμένα. Κι όλη η γης που χιλιάδες χρόνια τώρα ακούει το θλιμμένο μοιρολόι της ζωής, το πίνει τόσο γλυκά, τόσο γλυκά, που θαρρείς είναι αίμα σκοτωμένου αδελφού…»(4).
Παραπομπές:
1. Τερζάκης Άγγελος, «Η Μυστική ζωή», Εστία, Αθήνα 2007, σελ. 133.
2. Καζαντζάκης Νίκος, «Ασκητική», Ελένη Καζαντζάκη, Αθήνα 1985, σελ. 18. Ο ίδιος συμπληρώνει: «Είμαι ο θαματοποιός φακίρης που ακίνητος, καθούμενος στο σταυροδρόμι των αιστήσεων, θεάται να γεννιέται και ν᾿ αφανίζεται ο κόσμος, θεάται τα πλήθη να σαλεύουν και να φωνάζουν στα πολύχρωμα μονοπάτια της ματαιότητας: “Καρδιά, απλοϊκή καρδιά, γαλήνεψε και υποτάξου!”».
3. Καζαντζάκης Ν., «Σπασμένες Ψυχές», εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2007, σελ. 66.
4. Αυτόθι, σελ. 192.