Toυ Σταύρου Γουλούλη, δρος βυζαντινής τέχνης
Πρόσφατα είδαμε στα ΜΜΕ (24/4/2017) την ειδική διαμάχη του Δήμου προς τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης με «έπαθλο» τη Ροτόντα, ένα από τα πιο σημαντικά μνημεία της παγκόσμιας Ιστορίας. Δεν είναι μεγάλα λόγια, αν κι ακόμη δεν ήλθε το πλήρωμα της γνώσης για αυτή. Επόμενο είναι να υφίσταται διελκυστίνδα ανάμεσα στην ιδεολογία διαχρονικώς, τόσο τη διαφαινόμενη όσο και την αδιόρατη, και τη σημερινή χρήση της.
Κατ’ αρχήν, χωρίς καθόλου διάθεση να φανώ διπλωμάτης, δεν αμφισβητώ το δικαίωμα των δύο ηγητόρων του Δήμου και της Εκκλησίας των Θεσσαλονικέων, τον κ. Μπουτάρη και τον κ. Άνθιμο, να εκφράζονται έντονα πάνω σε ένα τόσο σημαντικό θέμα όπως το συγκεκριμένο μνημείο. Οι δυνατές φωνές επιβάλλουν ισορροπία, τα μισόλογα όχι..
Είχαν γίνει στο παρελθόν δύο σχετικά συνέδρια για τη χρήση του μνημείου στη νέα Θεσσαλονίκη, που ετοιμαζόταν για πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997. Ακούστηκαν πολλές απόψεις, αλλά νομίζω την πιο ισορροπημένη εξέφρασε ο αείμνηστος καθηγητής Αθανάσιος Παλιούρας: Μπορεί να δοθεί το μνημείο σε εκκλησιαστική χρήση, αλλά προηγουμένως να ερωτηθούν ειδικοί αν και πόσο αντέχει τέτοια χρήση.
Η Ροτόντα έχει ιστορία 1.700 ετών. Ιδρύθηκε από τον καίσαρα-αυτοκράτορα Γαλέριο (293, 305-311) ως τέμενος των ανακτόρων του, εκφράζοντας την αυτοκρατορική λατρεία της Τετραρχίας (293-324), της οποίας ένα κομμάτι τού έλαχε, όλη η Βαλκανική, κι εκείνος θέλησε να εδρεύει στη Θεσσαλονίκη. Πρότυπό της, το μεγαλύτερο αντίγραφο που υπήρξε, είναι το καλλιμάρμαρο Πάνθεον της Ρώμης (115-125 μ.Χ.), το απαύγασμα της τεχνολογίας των Ρωμαίων, ο «λατινικός Παρθενώνας», όπως έχει αποκληθεί. Με βάση το ρωμαϊκό Πάνθεον -σήμερα είναι χριστιανικός ναός από το 609 (!) αφιερωμένος στη Θεοτόκο και τους Μάρτυρες- ως κυκλικό μνημείο συμβολίζει τον κόσμο, το σύμπαν στον θόλο και τη Γη στο έδαφος, εντάσσοντας τον ρόλο του αυτοκράτορα στην κοσμική τάξη που επιβάλλεται στη Γη, αφού την περικλείει το σύμπαν.
Το ζήτημα είναι πότε η Ροτόντα έγινε χριστιανικός ναός. Διατυπώθηκαν απόψεις που τη θέλουν ναό από την εποχή του Κωνσταντίνου μέχρι τον 6ο-7ο αιώνα. Προσωπική μου άποψη είναι ότι έγινε με εντολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μόλις κατέλαβε την Ανατολή, μια και από τη Θεσσαλονίκη, την οποία κατείχε ήδη το 317, ξεκίνησε για να εξουδετερώσει τον Λικίνιο το 324 και να δημιουργήσει την ενιαία αυτοκρατορία. Καλύφθηκε με ψηφιδωτά 1.850 τ.μ., το μεγαλύτερο εντοίχιο σύνολο στον αρχαίο κόσμο. Το πρόγραμμα είναι μοναδικό, απλό και πρωτοποριακό, γιατί εδώ προτάθηκε μια νέα εικονογραφία για μια Εκκλησία που έβγαινε από τις κατακόμβες και έτεινε να γίνει αυτοκρατορική λατρεία, δηλαδή προσωπική θρησκεία του αυτοκράτορα – εκδηλώθηκε έτσι ήδη επίσημα από το 315. Δείγματά της θα επιβιώσουν αργότερα.
Όμως δεν συμφωνούν ακόμη οι ερευνητές τι παριστάνει. Σε ό,τι με αφορά, έχω καταθέσει προτάσεις, σε συνέδρια και περιοδικά (βλ. στο Academia.edu + gouloulis). Πιστεύω ότι η αρχική χρήση του ήταν Μαρτύριο, όπως αποφάνθηκε ήδη προ δεκαετιών ο καθ. Νικ. Μουτσόπουλος, οπότε υπολογίζω ότι ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκης, ενός ανακτορικού υπαλλήλου του Γαλερίου, ο οποίος τον καταδίκασε περί το 300, πριν να αρχίσουν οι διωγμοί, το 304. Μάλλον από αυτόν άρχισε τις εκκαθαρίσεις του ο Γαλέριος, ο πιο ακραίος και φανατικός διώκτης των Χριστιανών, αλλά και οπαδός του απόλυτου περσικού συστήματος διακυβέρνησης. Ο Αλέξανδρος ήταν ίσως ο πρωτομάρτυρας του μεγάλου διωγμού προερχόμενος από επίσημο χώρο. Η εικονογραφία του μνημείου παριστάνει μια σύναξη 20 επωνύμων μαρτύρων (π.χ., οι Κοσμάς και Δαμιανός), στρατιώτες ή κληρικούς, πάντως στρατευμένους στην Εκκλησία, της ίδιας περιόδου και από όλη την Ανατολή, οι οποίοι τιμούν τον μεγαλομάρτυρα αυτόν που υψώνεται στον ουρανό. Γύρω οι ουράνιες δυνάμεις με τέσσερις αγγέλους, οι 24 Πρεσβύτεροι της Αποκαλύψεως, δηλαδή ο κόσμος.
Στο μνημείο αυτό ο Θεοδόσιος θα ανακήρυξε εορταστικά στις 27 Φεβρουαρίου 380 τον Χριστιανισμό ως μοναδική θρησκεία του ρωμαϊκού κράτους, όταν και βαπτίσθηκε.
Επί Οθωμανών υπήρξε για λίγο χριστιανική Μητρόπολη, αλλά μετά δόθηκε για χρήση σε τάγμα δερβίσηδων, προφανώς ως κυκλικό που είναι για να χρησιμεύει στην άσκηση του γνωστού τελετουργικού χορού, που εγκολπώνει στοιχεία νεοπλατωνισμού, δηλ. μυστικισμού – δεν διέπεται από το καθαρό Ισλάμ, ένα πρωτίστως νομικιστικό-κυβερνητικό σύστημα. Κι ο χορός αυτός νοείται ως συμπαντικός!
Νομίζω οι δύο μεγάλοι ταγοί της Θεσσαλονίκης πρέπει να συνεργαστούν στο πώς θα χρησιμοποιηθεί ένα τέτοιο παγκόσμιο μνημείο, ο «Παρθενώνας της Βόρειας Ελλάδας» μας. Δεν αντέχει, θα έλεγα, να είναι ούτε για «ενορίτες» -δεν υπήρξε άλλωστε σχεδόν ποτέ ενορία- ούτε για «συλλέκτες γραμματοσήμων». Η λελογισμένη εκκλησιαστική χρήση δεν ενοχλεί, κατά τη γνώμη μου, και γενικά κάθε νέο δεδομένο πρέπει να ενταχθεί στη βαθιά αισθητική αλλά και τη βαριά ιστορία του μνημείου.
Δυστυχώς, πλέον τέτοια μνημεία ο χρόνος τα έχει φθείρει, δεν σηκώνουν το βάρος εκδηλώσεων, πολλών και εντόνων, δηλαδή με θόρυβο και πολύ κόσμο. Ακόμα και στην Αγία Σοφία να μας δώσουν οι Τούρκοι, φρίττει κάθε ειδικός στο τι θα της επιφέρει η λατρευτική κοσμοσυρροή! Τα μνημεία γηράσκουν και αυτά, όπως οι άνθρωποι. Η τάση για αναβίωση ενός λαμπρού παρελθόντος δεν λέει τίποτα πια, γιατί μετράει το δυναμικό παρόν. Χρήματα, τεχνολογία βρίσκονται, ας χτίσουν οι σύγχρονοι νέους ναούς για θρησκευτικές τελετές. Όπως και αίθουσες για εκδηλώσεις. Τα μνημεία πολιτισμού ανήκουν σε όλη την ανθρωπότητα. Όπως η Ροτόντα, που πέρασε μεν από διάφορους ιδιοκτήτες, αλλά πάντα εξέφραζε μια οικουμενική και υπαρξιακή διανόηση και εμπειρία – χωρίς να τα εννοώ αυτά συγκρητικά, εξετάζω μόνον τον κοινό παρονομαστή τους: το άτομο που ανιχνεύει το σύμπαν…