Του Αρχιμανδρίτη Χερουβείμ Βελέτζα, Ιεροκήρυκα της Ι. Μ. Κερκύρας, Διευθυντή Γραφείου Προσωπικού της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ταμπέλες γέμισαν οι δρόμοι, οι πόλεις, τα χωριά. Κάποτε ήταν ελάχιστες, «οδοδείκτες» τις έλεγαν, γιατί έδειχναν τον δρόμο στους διαβάτες. Άντε και μερικές στήλες, να θυμίζουν γεγονότα και πρόσωπα του ένδοξου παρελθόντος. Σήμερα έχει γεμίσει ο τόπος. Πινακίδες κάθε είδους στολίζουν τους δρόμους και τα καταστήματα και μέσα σε τούτη την πολυφωνία προσπαθούν να προσελκύσουν τους εκάστοτε «πιστούς», προβάλλοντας συχνά παραπλανητικές πληροφορίες για το διαλαλούμενο. Υπάρχουν, ωστόσο, και ταμπέλες αόρατες, αυτές που κολλάμε πάνω μας, και κυρίως στους άλλους. Ταμπέλες στην πλειονότητά τους ψεύτικες, τις οποίες κατεργάζεται ο εθελοτυφλών εγωισμός μας.
Μόλις νιώσουμε λιγάκι ότι βαδίζουμε τον δρόμο του Ευαγγελίου, μόλις εξομολογηθούμε ή κάνουμε κάποια ελεημοσύνη ή ελαττώσουμε κάποιο πάθος ή βρεθούμε στην απαρχή κάποιας αρετής, έρχεται ο εγωισμός να κολλήσει στα μάτια μας επάνω την ταμπέλα του «ενάρετου». Γνωστή τακτική, με την οποία προσπάθησε ο πειρασμός να κατακρημνίσει τον Μεγάλο Αντώνιο ακόμα και την στιγμή της εκδημίας του. Και η απάντηση στον μεγαλοϊδεατισμό μας, το περιστατικό με τον τσαγκάρη, πάλι από τον βίο του Μ. Αντωνίου. Κι αυτό συμβαίνει, επειδή νομίζουμε πως ό,τι καταφέραμε, μικρό ή μεγάλο, είναι δικό μας επίτευγμα και όχι της αγάπης και της φιλανθρωπίας του Θεού.
Ότι η ταμπέλα αυτή κολλάει πάνω στα μάτια μας και τα τυφλώνει φανερώνεται από τη μετέπειτα πορεία μας, την οποία χαρακτηρίζει μία και μόνο λέξη: Υποκρισία. Γιατί τέκνα της αυτοδικαίωσης είναι ο πνευματικός επαναπαυμός (αντίθετα προς την ανάγκη για διαρκή νήψη και προσευχή), η υποκρισία, η τυπολατρεία, η σκληροκαρδία προς τους αδελφούς, η άκριτος κρίση (ενάντια στο «μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε»), η κατάκριση, οι λοιδορίες, οι μάχες, οι έριδες. Λησμονούμε τη διαρκή αυτομεμψία των Αγίων, τη ζωή τους, και αυτήν ακόμα τη διδασκαλία του Χριστού, που όχι μόνο μας απαγόρευσε να κρίνουμε, αλλά Θεός ων και μόνος Κριτής, και μάλιστα δίκαιος (όχι κατά το μέτρο της ανθρώπινης δικαιοσύνης), αποποιήθηκε άχρι καιρού το έργο αυτό, προκειμένου να σώσει τον κόσμο, μακροθυμών και ελεών και αγιάζων και προσφέρων και προσφερόμενος.
Κι αφού ανεβάσουμε με την τυφλή υπερηφάνεια τον εαυτό μας σε θρόνο υψηλότερο του Βασιλέως της Δόξης, κολλάμε το ταμπελάκι του «αμαρτωλού» σε όποιον δεν ταιριάζει στα δικά μας μέτρα, στη δική μας «αρετή», και σπεύδουμε να τον παραδώσουμε στις πύλες της κολάσεως, προκειμένου να παραμείνει καθαρός ο «όμορφος» κόσμος μας. Υπάρχει μεγαλύτερη τύφλωση από αυτήν, τη στιγμή μάλιστα που ο Χριστός ούτε τη Σαμαρείτιδα κατέκρινε, ούτε τη μοιχαλίδα, ούτε την πόρνη, ούτε τον Ζακχαίο; Αλλά τι λέω; Αυτός ο Χριστός της αγάπης και της συγγνώμης είναι αντιπαθής και απόμακρος από την τόσο «τακτοποιημένη» ζωή μας.
Αν, πάλι, βρούμε στην πορεία μας ανθρώπους αγωνιστές, βιαζόμαστε να τους κολλήσουμε το ταμπελάκι του «αγίου», λες και δεν είναι άνθρωποι, λες και οι άγιοι δεν είχαν ατέλειες, λες και δεν κινδυνεύει ακόμα και ο μεγαλύτερος άγιος να πέσει από τη μια στιγμή στην άλλη. Η χρησιμότητα της ταμπέλας αυτής έγκειται στο ότι αφ’ ενός μεν συχνά καλλιεργεί την αυτοδικαίωση και τη συνεπακόλουθη ακηδία, αντί να μας παρακινεί σε πνευματικά αγωνίσματα, αφ’ ετέρου δεν μας αποπροσανατολίζει και, αντί να προσβλέπουμε στον Χριστό, επικεντρώνουμε την προσοχή μας σε έναν άνθρωπο (που από τον άκρατο ενθουσιασμό μας κινδυνεύει ακόμα περισσότερο να πέσει ή να πλανηθεί), κι έτσι χάνουμε την Οδό, την Αλήθεια και τη Ζωή.
Αν, πάλι, βρούμε στην πορεία μας ανθρώπους αγωνιστές, βιαζόμαστε να τους κολλήσουμε το ταμπελάκι του «αγίου», λες και δεν είναι άνθρωποι, λες και οι άγιοι δεν είχαν ατέλειες, λες και δεν κινδυνεύει ακόμα και ο μεγαλύτερος άγιος να πέσει από τη μια στιγμή στην άλλη
Τέλος, συμβαίνει συχνά αγωνιζόμενοι να πέσουμε σε κάποιο αμάρτημα και τότε έρχεται ταχύς ο λογισμός να μας κολλήσει την ταμπέλα του «αμαρτωλού», με σκοπό να μας ρίξει στην άβυσσο της απελπισίας, της απόγνωσης, της πνευματικής αυτοκτονίας. Ειδικά όταν έχουμε καλλιεργήσει μέσα μας ένα είδωλο για τον εαυτό μας, το είδωλο του «πνευματικού» ανθρώπου, του καλού, του ενάρετου. Λησμονούμε ότι είμαστε «γη και σποδός», ότι ο παρών βίος είναι ένας διαρκής αγώνας, ότι η αγάπη του Θεού είναι άπειρη, εγκλωβισμένοι στο αυθαίρετο είδωλο του εγωισμού μας, που δεν μπορεί να αντέξει ένα στραβοπάτημα, μια αποτυχία, μια πτώση πνευματική.
Ταμπέλες παντού, στα πρόσωπα, στα μάτια μας, στην πλάτη του αδελφού μας του ελαχίστου, δηλαδή στον ίδιο το Χριστό. Ταμπέλες που γίνονται τείχη και ερημώνουν τις ψυχές μας, τις αποκόπτουν σταδιακά από τον πλησίον και στο τέλος από τον ίδιο τον Θεό, μιας που «εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν· ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν ον εώρακε, τον Θεὸν ον ουχ εώρακε πώς δύναται αγαπάν;» (Α΄ Ιω. 4, 20). Ταμπέλες που αμαυρώνουν ηθελημένα τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, με την οποία σφραγιστήκαμε σε ολόκληρο το σώμα μας και την ψυχή και την καρδιά μας κατά το Άγιο Βάπτισμα.
Και λησμονούμε σκανδαλωδώς, σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, ότι η απάντηση του Χριστού στο «Μνήσθητί μου, Κύριε» του Ληστή αποτελεί την ηχηρότερη κατάρριψη κάθε είδους ταμπέλας. Γιατί πρώτος ο Κύριος απέρριψε κάθε χαρακτηρισμό ή κατάκριση και θυσιάστηκε για κάθε αμαρτωλό και έσκυψε πάνω από κάθε ασθενή (ψυχή και σώματι) και ανεζήτησε το πλανηθέν και στο «μνήσθητί μου» απάντησε με Παράδεισο. Γιατί «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουθενώσει».