Του Γεωργίου Αθ. Τσούτσου
Την επικίνδυνη ροπή των εκάστοτε υπουργών Παιδείας να εξαγγέλλουν και να προγραμματίζουν «ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις», είτε στη διδακτέα ύλη, είτε στον τρόπο εισαγωγής των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, είτε σε άλλα θέματα αρμοδιότητάς τους, φαίνεται να ακολουθεί και η νυν ηγεσία του υπουργείου.
Η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων αντιδρά στα σχέδια του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής για το μάθημα της Ιστορίας, που είναι αληθές ότι χρονολογούνται παλαιόθεν, και μάλιστα επί προηγουμένων κυβερνήσεων. Από την ανακοίνωση της Ένωσης κατά των σχεδιαζόμενων αλλαγών σταχυολογούμε μερικά στοιχεία, όπως την «αδόκιμη χρήση» ιστορικών όρων, λόγου χάριν «υδραυλικοί άθλοι του Ηρακλή», «ελληνικοί μύθοι σχετιζόμενοι με πολεμικές ενέργειες», «εποχή του Χριστιανισμού», σε αντικατάσταση του όρου «βυζαντινή εποχή», προκειμένου περί του προγράμματος του Δημοτικού.
Διαβάζουμε ότι στη Δ’ Δημοτικού αντικαθίσταται η Αρχαία Ελληνική Ιστορία από την οικογενειακή και την τοπική Ιστορία, στην Ε’ Δημοτικού αντικαθίσταται η Βυζαντινή Ιστορία από μια «συρρικνωμένη συνεξέταση της Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας» και στην ΣΤ’ Δημοτικού διδάσκεται η περίοδος από τον 15ο αιώνα έως τη σύγχρονη εποχή. Υποβαθμίζονται η περίοδος της τουρκοκρατίας και η Ελληνική Επανάσταση και δίδεται έμφαση στην περίοδο από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους.
Διαβάζουμε, ακόμη, ότι στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση περιορίζεται η διδασκαλία της Αρχαίας και της Βυζαντινής – Μεσαιωνικής Ιστορίας υπέρ της Ιστορίας των Νεοτέρων Χρόνων. Η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων αντιδρά σε αυτές τις αλλαγές, επισημαίνοντας ότι η Νεότερη Ιστορία διδάσκεται στη Γ’ Γυμνασίου, στην Α’ Λυκείου και σε θεματικές ενότητες στη Β’ και τη Γ’ Λυκείου.
Πέραν αυτών, η ανακοίνωση περιέχει και μία αξιολόγηση του σκεπτικού βάσει του οποίου θα διδάσκεται η Ιστορία, σημειώνοντας μεταξύ άλλων ότι πρόκειται για μια «χρηστική, ιδεολογική ιστορία, σύμφωνα με την οποία τα επιστημονικά κριτήρια δεν θεωρούνται αναγκαία». Διαβάζοντας κανείς τις επιλογές του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, διαπιστώνει μια τάση υποβάθμισης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του Ελληνισμού, που διαφαίνονται έντονα σε ιστορικές περιόδους, όπως η βυζαντινή, η τουρκοκρατία και η Επανάσταση του 1821, καθώς και μια τάση υποβάθμισης της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας.
Από την άλλη πλευρά, η τοπική Ιστορία, όταν διδάσκεται εις βάρος της γενικής Ιστορίας, ενδέχεται να αποβεί εις βάρος της κριτικής και συνθετικής ικανότητας των μαθητών. Η έμφαση στη νεότερη περίοδο ίσως ενισχύσει μια διεθνοποιημένη αντίληψη της Ιστορίας, στην οποία ιδεολογικά ρεύματα και σύγχρονες αναζητήσεις καλύπτουν την εις βάθος κατανόηση του παρελθόντος προς όφελος μιας σύγχρονης αντίληψης των πραγμάτων με μικρό ιστορικό βάθος. Η ιστορική ιδιοπροσωπία του Ελληνισμού βλάπτεται εν πάση περιπτώσει και δεν θα πρέπει να λαμβάνονται παρόμοιες πρωτοβουλίες χωρίς εξονυχιστική εξέταση των σχεδιαζόμενων αλλαγών. Ο τρόπος με τον οποίο ένας λαός προσλαμβάνει το παρελθόν του μπορεί να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο θα αντιδράσει στο μέλλον. Η αρετή της διακρίσεως, η οποία, κατά τον Αριστοτέλη, διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα ζώα, καλλιεργείται μέσω της Ιστορίας, ασχέτως εάν σύγχρονοι ιστορικοί επιδιώκουν να αφαιρέσουν από τη διδασκαλία της Ιστορίας την αξιολογική της διάσταση.
Σήμερα, που η χώρα μας δέχεται αφάνταστες πιέσεις να συμμορφωθεί προς διεθνείς τάσεις και πραγματικότητες, θα ανέμενε κανείς ότι η διαφύλαξη της ιστορικής μας αυτοσυνειδησίας θα αποτελούσε πρώτιστο μέλημα κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Αντ’ αυτού, σε τακτά χρονικά διαστήματα δημιουργείται αναστάτωση από επίδοξους φωστήρες, οι οποίοι πειραματίζονται αντιγράφοντας συνήθως προγράμματα και ιδέες από την αλλοδαπή. Θεωρούμε πως το σκεπτικό αυτών των αλλαγών στο μάθημα της Ιστορίας θα έχει αρνητικές συνέπειες στη διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης της νέας γενιάς, με προφανείς επιπτώσεις, και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν οι παρατηρήσεις των αντιδρώντων φορέων και ειδικών επί του θέματος.