Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Κάθε χρόνο που γιορτάζουμε τη μνήμη του Αποστόλου Παύλου έρχεται συνειρμικά στο μυαλό μας η πολύπλευρη προσωπικότητα αυτής της μεγάλης μορφής της Εκκλησίας, με τις φωτεινές αλλά και τις σκοτεινές πτυχές της. Συμπορευόμαστε με τον Παύλο στο μακρύ και πολυσχιδές οδοιπορικό της ζωής του, περνώντας όχι μόνο μέσα από τους αστραφτερούς δρόμους της αλήθειας που ευαγγελίσθηκε αλλά και μέσα από τις κακοτράχαλες και απεχθείς ατραπούς της εμπαθούς πλάνης του, που τον οδηγούσαν στον γκρεμό της απώλειας. Η περίπτωση του Παύλου είναι μοναδική στην Εκκλησία, διότι δεν μας προβάλλει απλά ένα από τα πολλά παραδείγματα κάποιου απίστου που έγινε πιστός και βάδισε έκτοτε την οδό της σωτηρίας. Δεν μας δείχνει δηλ. κάποιον Φαρισαίο ονόματι Σαούλ που αποφάσισε να βαπτιστεί Χριστιανός και μετονομάστηκε έτσι σε Παύλο. Ούτε μας παρουσιάζει κάποιον αμαρτωλό ή εγκληματία που μετανόησε για τις αμαρτίες ή τα εγκλήματά του και έγινε άγιος μέσα από την εσωτερική μεταστροφή και την ολόψυχη αφιέρωσή του στον Χριστό. Ο Παύλος είναι μοναδικός, διότι πολέμησε στη ζωή του με δύο ιδιότητες: πρώτα με την ιδιότητα του πολέμιου της αλήθειας που φανέρωσε στον κόσμο ο Χριστός και ύστερα με την ιδιότητα του υπερασπιστή αυτής της αλήθειας εναντίον των πρώην ομοϊδεατών του που εξακολουθούσαν να θεωρούν τον λόγο του Σταυρού «σκάνδαλο» (Κορ Α α΄ 23). Και είναι ακόμη μοναδικός, διότι αξιώθηκε μόνος από τους θνητούς να επισκεφθεί εν ζωή τον παράδεισο (Κορ Β, ιβ΄ 1-7), γι’ αυτό και μεταξύ των άλλων προσωνυμίων που του δόθηκαν ονομάσθηκε και «ουρανοβάμων».
Ο Παύλος και οι άλλοι Απόστολοι
Ο Παύλος είναι κορυφαίος μεταξύ των Αποστόλων, διότι συνέβαλε όσο κανένας άλλος στη διάδοση του Ευαγγελίου, μολονότι δεν υπήρξε ποτέ μαθητής του Κυρίου. Το γεγονός ότι δεν εμαθήτευσε ο Παύλος κοντά στον Χριστό τού στέρησε μόνο την ιδιότητα του διαδόχου του Ιησού στην Εκκλησία. Γι’ αυτό και ο Παύλος -με ελάχιστες εξαιρέσεις ορισμένων μαθητών του- δεν βάπτιζε τα νέα μέλη της Εκκλησίας, διότι αυτό δεν ήταν έργο δικό του, όπως γράφει άλλωστε και ο ίδιος (Κορ Α α΄ 17). Η έλλειψη μαθητείας, όμως, δίπλα στον Ιησού δεν ήταν αρκετή να του στερήσει την ιδιότητα του Αποστόλου, η οποία θεμελιώνεται στην εντολή του Χριστού προς αυτόν να μεταφέρει το Σταυρό-Αναστάσιμο μήνυμα του Ευαγγελίου Του στους ανθρώπους (βλ. π.χ. Γαλ α΄ 1). Βέβαια τέτοια εντολή έλαβαν από τον Διδάσκαλο και οι μαθητές Του. Ωστόσο η εντολή του Κυρίου προς τον Παύλο ήταν προσωπική (Πραξ θ΄ 4), ενώ η εντολή προς τους μαθητές Του, που ανανεώθηκε μάλιστα πολλές φορές πριν και μετά την Ανάστασή Του, ήταν συλλογική. Απευθυνόταν συλλήβδην προς όλους τους μαθητές που πήραν την ευλογία να ξεχυθούν στα πέρατα της Οικουμένης και να «σπείρουν» σε όλα τα έθνη τον «σπόρο» της διδαχής του Ναζωραίου, βαπτίζοντας τους λαούς στο όνομα του Τριαδικού Θεού (Ματθ κη΄ 19).
Ο Παύλος, όμως, δεν έχει μόνο κοινά στοιχεία με τους μαθητές του Χριστού. Έχει και πολλές σημαντικές διαφορές από αυτούς που τον κάνουν να ξεχωρίζει ανάμεσά τους, όχι μόνο για τη διαφορετική αφετηρία του από εκείνους αλλά και για τον τρόπο που εξετέλεσε την εντολή του Κυρίου.
Ας δούμε, λοιπόν, εδώ ποια είναι τα στοιχεία που διαφοροποιούν την εικόνα του Αποστόλου Παύλου σε σύγκριση με τους άλλους Αποστόλους. Τι ήταν δηλαδή ο Παύλος που δεν ήσαν οι άλλοι Απόστολοι.
Διώκτης και συνεργός δολοφόνων
Όπως ελέχθη και πιο πάνω, ο Παύλος, σε αντίθεση με τους μαθητές του Χριστού που συμπορεύθηκαν μαζί Του κατά την εκπλήρωση της σωτηριώδους αποστολής Του στη Γη, συμπαρατάχθηκε μετά τον Σταυρικό Θάνατο και την Ταφή του Κυρίου, με τους σταυρωτές Φαρισαίους, από τους οποίους κατήγετο, όπως ομολογεί ο ίδιος (Φιλιπ γ΄ 5). Πολέμησε λοιπόν μαζί τους με φανατισμό και σκληρότητα όλους εκείνους που εγκατέλειπαν μαζικά την παραδοσιακή ιουδαϊκή θρησκεία και προσχωρούσαν στη χριστιανική θρησκεία πειθόμενοι από την απατηλή, όπως πίστευαν οι Φαρισαίοι, είδηση της Αναστάσεως του Χριστού, που είχαν διαδώσει οι μαθητές Του, ενώ κατ’ αυτούς ο Χριστός πέθανε στον Σταυρό και ετάφη, το δε σώμα Του εκλάπη από τους μαθητές Του και έτσι δημιουργήθηκε ο κατ’ αυτούς «μύθος της Αναστάσεως» και της εν συνεχεία Αναλήψεως του Χριστού στους Ουρανούς (Ματθ κη΄ 12). Την εμπάθειά του κατά των Χριστιανών την ομολογεί σε πολλές Επιστολές του ο Παύλος, λέγοντας ότι δεν είναι άξιος να καλείται Απόστολος, διότι καθ’ υπερβολήν εδίωκε την Εκκλησία του Θεού (βλ. π.χ. Γαλ α΄ 14, Α΄ Κορ ιε΄ 9, Φιλιπ γ΄ 6, Τιμ Α΄ α 13, Πραξ η΄ 3, θ΄ 1).
Έγινε μάλιστα ο Παύλος και απλός συνεργός δολοφόνων, αφού κρατούσε τα ενδύματα εκείνων που εξετέλεσαν διά λιθοβολισμού τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο (Πραξ ζ΄ 58, 60, η΄ 3). Είναι λογικό και πολύ πιθανό να έλαβε μέρος ο Παύλος και σε άλλους λιθοβολισμούς, τους οποίους δεν αναφέρουν οι Πράξεις, διότι δεν ήταν αυτό το αντικείμενό τους. Η αναφορά των Πράξεων στον λιθοβολισμό του Στεφάνου έχει μια ιδιαιτερότητα για δύο λόγους: αφ’ ενός, μεν, διότι ο Στέφανος ήταν μεταξύ των επτά Διακόνων που εξέλεξαν οι Απόστολοι (Πραξ στ΄ 5), αφ’ ετέρου, δε, διότι ο λιθοβολισμός του Στεφάνου σηματοδοτεί την επίσημη έναρξη των διωγμών εναντίον των Χριστιανών που ξεκίνησαν από την Ιουδαία και επεκτάθηκαν στη συνέχεια και στα άλλα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, για να λάβουν ιδιαίτερη ένταση στην πρωτεύουσα αυτής, τη Ρώμη. Ο Στέφανος, λοιπόν, έγινε ο πρώτος μάρτυρας της χριστιανικής πίστεως και η θυσία του άνοιξε τους «κρουνούς» του αίματος όλων των μαρτύρων, οι οποίοι στην αρχική τους «ροή» έβαψαν με αίμα και τα χέρια του Παύλου. Γι’ αυτή την πτωτική περίοδο της ζωής του ο Παύλος αυτοπροσωπογραφείται με τα πιο μελανά χρώματα που έχει στον «χρωστήρα» του λόγου του (βλ. π.χ. Κορ Α ιε΄ 8), ενώ αφήνει τα έργα του να γίνουν στα χέρια άλλων οι φωτεινές «πινελιές» στο αξιοθαύμαστο πορτραίτο του.
Κλητός Απόστολος, «σκεύος εκλογής»
Όλα αυτά, βέβαια, μέχρι την ώρα που του ήλθε η Κλήση να υπηρετήσει τον Χριστό, ενώ βρισκόταν έξω από τη Δαμασκό, συμμετέχοντας σε μια διατεταγμένη επιχείρηση εναντίον των Χριστιανών (Πραξ θ΄ 2-5). Φαίνεται ότι περίμενε και αυτός, όπως ο Θωμάς, να δει για να πιστέψει. Η εμφάνιση του Χριστού στον δρόμο του και η συνομιλία μαζί Του ήταν καταλυτική για την περαιτέρω πορεία του Παύλου (Α΄ Κορ. θ΄ 1, ιε΄ 8). Έγινε έκτοτε Απόστολος του Κυρίου. «Κλητός Απόστολος», όπως αυτοσυστήνεται σε όλες σχεδόν τις Επιστολές του, τις οποίες αρχίζει με τη φράση αυτή. Είναι αξιοσημείωτη η διαφορετική λειτουργία που επιτέλεσε η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στην περίπτωση των μαθητών και στην περίπτωση του Παύλου. Ενώ δηλαδή στους αγράμματους ψαράδες το Άγιο Πνεύμα χάρισε τη σοφία για να ανταποκριθούν στην αποστολή τους, στον Παύλο, που ήταν μορφωμένος, χάρισε την αληθινή θεογνωσία. Έτσι με τη φωτιστική παρέμβαση της Θείας Χάριτος ο Παύλος, το «σκεύος της εκλογής» του Κυρίου (Πραξ θ΄ 15) , έγινε ο Απόστολος των Εθνών, αφού μετέφερε το μήνυμα του Ευαγγελίου σε όλα τα μέρη του τότε γνωστού κόσμου.
Λογοτέχνης, φιλόσοφος, θεολόγος, ρήτορας & παιδαγωγός
Μέσα από το κηρυκτικό του έργο ο Παύλος αποκαλύπτει τις πληθωρικές του ικανότητες, που εκδηλώνονται σε πολλούς τομείς. Στις Επιστολές του μας δείχνει κατ’ αρχάς τις λογοτεχνικές του αρετές. Τα κείμενά του, γραμμένα με γλαφυρότητα και βαθιά φιλοσοφημένο στοχαστικό ύφος, θυμίζουν τα μνημεία λόγου της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Αντίστοιχα οι αναπτύξεις του Παύλου κατά τη συζήτηση των διαφόρων ζητημάτων που άπτονται της πίστεως αποτυπώνουν με σαφήνεια και με ακρίβεια τη Σταυρό-Αναστάσιμη θεολογία του Σαρκωμένου Λόγου. Τη ρητορική δεινότητα του Παύλου τη θαυμάζουμε, καθώς τον βλέπουμε στο βήμα της αρχαίας αγοράς στην Αθήνα, σοφό ανάμεσα στους σοφούς, να προβληματίζει τους Αθηναίους με τις «σπερμολογίες» των «καινών δαιμονίων» του (Πραξ ιζ΄ 18) και τελικά να τους πείθει ότι «ο λόγος του Σταυρού» δεν είναι «μωρία», όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες της εποχής, αλλά «Θεού δύναμις και σοφία» (Κορ Α α΄ 23).
Για τις παιδαγωγικές ικανότητες του Παύλου θα χρειασθεί να μιλήσουμε εκτενέστερα στο επόμενο άρθρο, διότι τα θέματα που θίγει ο Παύλος είναι διαχρονικά, με τραγική μάλιστα επικαιρότητα στις μέρες μας, οι δε επισημάνσεις στις οποίες προβαίνει μας επιτρέπουν να ανιχνεύσουμε τα αίτια του σημερινού «εκτροχιασμού» μας.
«Ενορχηστρωτής» του «Ύμνου της αγάπης»
Τον «Ύμνο» της πρωτάκουστης στον κόσμο «Αγάπης», που επιφέρει την αγαθή εσωτερική αλλοίωση των ανθρώπων, τον «συνέθεσε» ο Χριστός. Και ακούστηκε πολλές φορές αυτός ο υπέροχος «Ύμνος» στις ομιλίες του Κυρίου. Την «ενορχήστρωση» όμως στην καθημερινή παρουσίαση αυτού του «Ύμνου» την έκανε ο Παύλος. Αυτός διάλεξε τα κατάλληλα «μουσικά όργανα», βγάζοντας από την «ορχήστρα» τα «αλαλάζοντα κύμβαλα» με τους «ξηρούς ήχους» τους, ώστε να διαχέονται μόνον «εύηχοι» «μουσικοί φθόγγοι», που κάνουν γλυκύτερη την απαλή «μελωδία» του «Ύμνου». Και δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτό ο Παύλος, αλλά «κούρντισε» καλά τα «όργανα» για να αποφεύγουν τις «φάλτσες νότες» κατά την εκτέλεση του «Ύμνου». Μια απλή ανάγνωση του ιγ΄ Κεφαλαίου της Α΄ προς Κορινθίους Επιστολής είναι αρκετή για να δείξει σε όσους καταπιάνονται με τον «Ύμνο της Αγάπης» τι ακριβώς πρέπει να πράξουν, εάν θέλουν να προβάλουν σωστά τη μελωδία του.
«Αρχιτέκτων» της Χριστιανικής Εκκλησίας
Μπορεί βέβαια να είπε ο Κύριος στον Πέτρο ότι επάνω σε αυτόν θα «οικοδομήσει» την Εκκλησία Του (Ματθ ιστ΄ 18), «αρχιτέκτονας» όμως της Εκκλησίας του Χριστού έγινε ο Παύλος. Η συμβολή του Παύλου στην «οικοδόμηση» της Εκκλησίας, που ίδρυσε με το Τίμιο Αίμα Του ο Ναζωραίος, είναι ανεκτίμητη. Και πώς τη θέλησε την Εκκλησία Του ο Κύριος; Δεν ζητάει πολλά ούτε δύσκολα πράγματα. Θέλησε οι λειτουργοί της να είναι «λυχνάρια» που πρέπει να «φωτίζουν» με το «καθαρό φως» τους όλους τους χώρους της Εκκλησίας. Και θέλησε επίσης τα μέλη της να γίνονται καθημερινά μαρτυρίες δόξας του Θεού (Ματθ. ε΄ 15-16). Μαρτυρίες όμως όχι με φαρισαϊκές μεγαλοστομίες, αλλά με έργα αληθινής διακονίας του Θεού μέσα από τη φιλαλληλία και την αγάπη προς τον πλησίον. Πήρε λοιπόν την «αρχιτεκτονική» ιδέα του Κυρίου ο Παύλος και την αποτύπωσε στα «οικοδομικά σχέδιά» του για την Εκκλησία. Τις λεπτομέρειες για τα «δομικά» στοιχεία που πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα τις διαβάζει κάποιος στις Επιστολές του Παύλου προς τον Τιμόθεο (Α γ΄) και τον Τίτο (α΄ 5 επ.), στις οποίες υποδεικνύει ο Παύλος τα προσόντα που πρέπει να έχουν οι λειτουργοί της και ιδίως οι Επίσκοποι, εφόσον «ίστανται εις τύπον και εις τόπον Χριστού», κατά τη χαρακτηριστική έκφραση του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου. Δυστυχώς όμως η εκάστοτε Ιεραρχία ως διοικούσα αρχή της Εκκλησίας δεν εφαρμόζει με την απαιτούμενη αυστηρότητα τις υποδείξεις του Κυρίου και του Παύλου. Γι’ αυτό πολλά από τα «λυχνάρια» αντί για «φως» βγάζουν συνεχώς αποπνικτικές «μουτζούρες», ενώ το «οικοδόμημα» της Εκκλησίας παρουσιάζει πολλές «ρωγμές» και εμφανείς «κακοτεχνίες», τις οποίες οφείλει να διορθώσει άμεσα η Ιεραρχία, εάν δεν θέλει να οδηγήσει σε «κατάρρευση» το ιερό και αιωνόβιο «κτίριο», ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία που χαρακτηρίζεται από συχνές και ισχυρές «σεισμικές δονήσεις».
«Συνταγματολόγος» πριν από την καθιέρωση Συνταγμάτων
Τέλος, τα κηρύγματα του Παύλου για την κατάργηση της διάκρισης των ανθρώπων σε δούλους και ελεύθερους -σε εποχή που η δουλεία ήταν αυτονόητη!-, καθώς και όλων των άλλων (εθνικών, φυλετικών κλπ.) διακρίσεων (Γαλ. γ΄ 28, Κολ γ΄, δ΄ 1), ανέδειξαν τον Παύλο σε άτυπο «συνταγματολόγο» 18 τόσους αιώνες πριν από τη συνταγματική κατοχύρωση των σχετικών δικαιωμάτων.
Για όλη αυτή την προσφορά του δικαίως ονομάσθηκε ο Παύλος «πρώτος μετά τον Ένα», τίτλος που αποδίδει επιγραμματικά τη μοναδικότητά του μέσα στην Εκκλησία.