Ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος «Καιρός» έδωσε στη δημοσιότητα ανοικτή επιστολή προς τον υπουργό Παιδείας, κ. Νίκο Φίλη, με την οποία τον καλεί να προχωρήσει στην άμεση εφαρμογή του νέου Προγράμματος Σπουδών που έχει ήδη εκπονηθεί από το Υπουργείο για το μάθημα των Θρησκευτικών.
Συγκεκριμένα, σε συνέντευξη Τύπου, που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 20/10/2015 στην αίθουσα συνεδριάσεων του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών, οι εκπρόσωποι του συνδέσμου εξήγησαν κάτι που δεν είναι γνωστό στην κοινή γνώμη: πως υπάρχει επεξεργασμένο Πρόγραμμα Σπουδών, με το οποίο τα Θρησκευτικά αναβαθμίζονται σε ένα σύγχρονο, ανοιχτό, μη-κατηχητικό και μη-ομολογιακό μάθημα, που απευθύνεται σε όλα τα παιδιά του ελληνικού σχολείου ανεξάρτητα από την εθνική και θρησκευτική προέλευσή τους. Το νέο αυτό πρόγραμμα έχουν εκπονήσει οι υπηρεσίες του υπουργείου, το δε κομμάτι που αφορά το Δημοτικό και το Γυμνάσιο έχει ήδη εφαρμοστεί πιλοτικά σε μεγάλο αριθμό σχολείων.
Την παρουσίαση ξεκίνησε ο σχολικός σύμβουλος θεολόγων Άγγελος Βαλλιανάτος, ο οποίος μίλησε για τις τάσεις και τα διαφορετικά μοντέλα που υπάρχουν για τη διδασκαλία των θρησκειών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το Συμβούλιο της Ευρώπης, είπε, θεωρεί αναγκαία τη διδασκαλία της θρησκείας όπως και των μη-θρησκευτικών απόψεων, με τρόπο που να μην προσβάλλονται οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των μαθητών και των γονέων τους. Σημείωσε δε ότι μετά την επίθεση στο περιοδικό Charly Hebdo, μελετάται ακόμα και στη Γαλλία, που είναι η μήτρα του κοσμικού κράτους, η διδασκαλία περί των θρησκειών στο πλαίσιο της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, ώστε οι Γάλλοι πολίτες να μπορούν να κατανοήσουν το θρησκευτικό φαινόμενο, στις καλές και στις κακές του πλευρές.
Στη συνέχεια ο Δρ. θεολογίας και εκπαιδευτικός Θανάσης Παπαθανασίου ανέλυσε τους λόγους που καθιστούν αναγκαία σήμερα τη θρησκευτική εκπαίδευση ως ένα απαραίτητο μέσο για τον θρησκευτικό γραμματισμό των αυριανών Ελλήνων πολιτών, είτε είναι πιστοί είτε όχι. Και σημείωσε πως ενώ η θρησκευτική άποψη του καθενός είναι και πρέπει να είναι ελεύθερη προσωπική επιλογή, εντούτοις το ίδιο το φαινόμενο των θρησκειών, καθώς και οι πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες της θρησκευτικής ένταξης, αφορούν τη δημόσια σφαίρα. Συμμετέχουν στη γενεαλογία και στην πορεία του σύγχρονου κόσμου. Δεν μπορεί λοιπόν, είπε, η πολιτεία να αντιμετωπίζει το θρησκευτικό φαινόμενο σαν ιδιωτική υπόθεση.
Ο πρόεδρος του «Καιρού», Δημήτρης Μόσχος, επίκουρος καθηγητής της Θεολογικής Αθηνών, περιέγραψε αναλυτικά τους στόχους, το περιεχόμενο, και τη διδακτική μεθοδολογία του νέου προγράμματος σπουδών. Είπε ότι το πρόγραμμα αυτό βασίζεται σε ένα σύγχρονο μοντέλο θρησκευτικού μαθήματος, όπου η θρησκεία αντιμετωπίζεται ως συστατικό στοιχείο της ιστορίας και του πολιτισμού ενός τόπου. Με την έννοια αυτή, είπε, το συγκεκριμένο πρόγραμμα εστιάζει στη χριστιανική ορθόδοξη παράδοση, αλλά με γνωσιακή και όχι κατηχητική λογική, παρέχοντας παράλληλα συστηματική προσέγγιση στις άλλες θρησκείες. Και διευκρίνισε πως δεν πρόκειται, όπως πολλοί νομίζουν, για θρησκειολογία, διότι κάτι τέτοιο δεν ταιριάζει παιδαγωγικά στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Κλείνοντας τη συνέντευξη, ο εκπαιδευτικός Βασίλης Ξυδιάς, ο οποίος είχε και τον συντονισμό της συζήτησης, ανέλυσε τα βασικά σημεία της ανοικτής επιστολής προς τον υπουργό, καλώντας τον εκ μέρους του «Καιρού» να εγκαταλείψει την αναποφασιστικότητα των προκατόχων του, και να προβεί από την επομένη κιόλας σχολική χρονιά, 2016-2017, στην εφαρμογή του νέου προγράμματος.
Το πλήρες κείμενο της επιστολής έχει ως εξής:
Κύριε υπουργέ,
ΕΦΑΡΜΟΣΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΟ ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ
Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Και απ’ αυτόν τον κανόνα δεν εξαιρείται ο πρόσφατος θόρυβος για τις απαλλαγές από τα θρησκευτικά, δεδομένου ότι έστω και με αυτόν τον τρόπο ήρθε στο φως η αμηχανία της ελληνικής πολιτείας σε ό,τι αφορά τη θέση και τον χαρακτήρα της θρησκευτικής αγωγής στο ελληνικό σχολείο. Παρακάμπτοντας λοιπόν το έλασσον, που είναι το θέμα των απαλλαγών, θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή σας στο μείζον, που είναι το θέμα αυτού καθαυτού του μαθήματος των θρησκευτικών: σε ποιους μαθητές απευθύνεται, ποιοι είναι οι παιδαγωγικοί του στόχοι, ποιο είναι το αντικείμενό του και ποια είναι η διδακτική του μεθοδολογία.
Κατά τη γνώμη μας, που αποτελεί και γνώμη μεγάλου τμήματος των Ελλήνων θεολόγων, η θεμιτή και εφικτή λύση για τη διδασκαλία των θρησκευτικών στη σύγχρονη Ελλάδα είναι ένα μάθημα μη-ομολογιακό και μη-κατηχητικό, που απευθύνεται σε όλους τους μαθητές και τις μαθήτριες του ελληνικού σχολείου ανεξάρτητα από την εθνική και θρησκευτική τους προέλευση· ένα μάθημα που προσεγγίζει τη θρησκεία ως διαχρονική ανθρώπινη πραγματικότητα και ως τμήμα της ιστορίας και του πολιτισμού του λαού μας, φέρνοντας παράλληλα τα παιδιά σε επαφή με τις κύριες θρησκευτικές παραδόσεις όλου του κόσμου, ώστε μέσα από τη μελέτη, την έρευνα και τη συνεργασία, να μπορούν να αντιμετωπίσουν την προκατάληψη και την έλλειψη ανεκτικότητας και να προωθήσουν την αλληλοκατανόηση και τον σεβασμό στην ετερότητα.
Περί όλων αυτών ακούσαμε διάφορα τις τελευταίες μέρες· άλλα εκ των οποίων μας έκαναν να αναθαρρήσουμε, άλλα να χαμογελάμε πικρά, και άλλα μας τρόμαξαν. Γι’ αυτό και δεν θεωρούμε ότι είναι η στιγμή για πολλά λόγια· το αίτημά μας είναι ένα και απλό. Κύριε υπουργέ, έχετε τη λύση στο συρτάρι σας. Δεν έχετε παρά να την εφαρμόσετε από την επομένη κιόλας σχολική χρονιά 2016-17: είναι τα νέα Προγράμματα Σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών για Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο, σχεδιασμένα και επεξεργασμένα από τις αρμόδιες επιστημονικές επιτροπές του υπουργείου σας, μέλη των οποίων ήταν Πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, Σχολικοί Σύμβουλοι και μάχιμοι εκπαιδευτικοί της τάξης. Ειδικά μάλιστα το πρόγραμμα για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο έχει εφαρμοστεί πιλοτικά σε πολλά σχολεία, υπάρχει κατατεθειμένη η αξιολόγησή του από τους εκπαιδευτικούς που το εφάρμοσαν, και δεν μένει παρά η γενικευμένη κανονική εφαρμογή του.
Πρέπει δε να τονιστεί ότι οι ειδικές επιστημονικές επιτροπές που εκπόνησαν το πρόγραμμα αξιοποίησαν τον προβληματισμό και τη συνεισφορά μεγάλου αριθμού συναδέλφων. Μ’ άλλα λόγια, το πρόγραμμα αυτό έχει προκύψει σε μεγάλο βαθμό «από τα κάτω» (βλ. και τη Διακήρυξη Αρχών του «Καιρού», Δεκέμβριος 2009). Δεν είναι ένα αυθαίρετο διοικητικό δημιούργημα, και δεν έχει καμία σχέση με πολιτικές επιλογές της α΄ ή της β΄ κυβέρνησης.
Κατανοούμε ότι η προτεινόμενη αλλαγή συνιστά σημαντική μεταρρύθμιση, που προκαλεί αμηχανία και γεννά αμφιβολίες σε πολύ κόσμο, αλλά είναι η λύση που συναντά τις μαθησιακές ανάγκες των μαθητών και μαθητριών του ελληνικού σχολείου και απαντά στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία. Το άλλο θα ήταν ή να περάσουμε στον κατακερματισμό του σώματος των μαθητών, υιοθετώντας διαφορετικά μαθήματα για κάθε θρησκευτική κοινότητα, και μεταθέτοντας την ευθύνη τους στη διοικούσα εκκλησία και στις άλλες ομολογιακές και θρησκευτικές κοινότητες, ή να διαιωνίσουμε το σημερινό αμήχανο και αντιφατικό καθεστώς, όπου ο χαρακτήρας του μαθήματος διαμορφώνεται ανάλογα με το ποιος εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης το διδάσκει.
Κατανοούμε επίσης την αμηχανία της διοικούσας εκκλησιαστικής ιεραρχίας, η οποία αισθάνεται ότι ανατρέπεται έτσι ένα καθεστώς πολλών δεκαετιών. Αυτό όμως δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό. Ιδίως όταν σε παλαιότερες περιόδους το σχολικό μάθημα υποκαθιστούσε την πνευματική κατήχηση που η εκκλησία όφειλε να παρέχει στα μέλη της, και που είναι ατελέσφορο να γίνεται σε σχολική τάξη. Ίσως είναι λοιπόν αυτή μια καλή ευκαιρία για να αναλάβει η ίδια η εκκλησία την ευθύνη της κατήχησης των μελών της – ανηλίκων και ενηλίκων – και θα ήταν πολύ μεγάλη τιμή και χαρά μας, αν μπορούσαμε να συμβάλουμε κι εμείς σ’ αυτό.
Κύριε υπουργέ, ας μην υπάρχει καμία παρανόηση επ’ αυτού. Η σχολική θρησκευτική αγωγή δεν είναι παραχώρηση προς την Εκκλησία και δεν εντάσσεται στις σχέσεις εκκλησίας-κράτους. Είναι αμιγής υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας προς όλους ανεξαίρετα τους πολίτες της. Από την άποψη αυτή είναι λάθος το σχολικό μάθημα των θρησκευτικών να εμφανίζεται ως αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ της πολιτικής και της εκκλησιαστικής ηγεσίας. Ο διάλογος είναι ασφαλώς επιβεβλημένος με κάθε ενδιαφερόμενο, πολύ περισσότερο με τους εκπροσώπους της Εκκλησίας. Άλλο όμως διάλογος για την εύρεση του ορθού και του αληθούς, και άλλο διαπραγμάτευση για τα μερίδια της εξουσίας.
Δεν σας κρύβουμε ότι δηλώσεις και διατυπώσεις που κυκλοφορούν στα μέσα ενημέρωσης και αποδίδονται σε σας ή σε συνεργάτες σας μας κάνουν να ανησυχούμε για πιθανή υπαναχώρηση από την εφαρμογή του νέου Προγράμματος Σπουδών – είτε προς μια δήθεν πιο «προοδευτική» αλλά στην ουσία της ξεπερασμένη κατεύθυνση (π.χ. αμιγής θρησκειολογία), είτε προς μια πιο «συντηρητική» (ένας Θεός ξέρει ποια). Και τα δύο αυτά ενδεχόμενα θα ακύρωναν ολοσχερώς την υπάρχουσα σήμερα δυνατότητα μιας ιστορικής τομής στην ελληνική εκπαίδευση προς όφελος των παιδιών.
Ζητούμε λοιπόν να προχωρήσετε σ’ αυτή την ώριμη από κάθε άποψη αλλαγή χωρίς τους δισταγμούς και τις υπαναχωρήσεις των προκατόχων σας. Δεν είναι τόσο φοβερό. Εσείς καλείστε να πάρετε μια διοικητική απόφαση. Το κύριο βάρος της εφαρμογής του νέου Προγράμματος Σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών θα το σηκώσουμε εμείς, οι εκπαιδευτικοί του ελληνικού σχολείου.
Με εκτίμηση
Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΠΘΣ ” Καιρός”