Του Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗ
Καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Οι δρόμοι αποτελούν βασικούς άξονες μιας πόλης, κύριες ορίζουσες του οικιστικού ιστού της, τόπους επικοινωνίας και πολιτισμικής έκφρασης, βασικά σημεία του τρόπου οργάνωσης και βίωσης του αστικού τοπίου. Πολλές και ποικίλες είναι οι προσεγγίσεις της σημασίας τους για την ιστορία και τον πολιτισμό των αστικών μας κέντρων. Η σύγχρονη λαογραφική έρευνα και μάλιστα η κατεύθυνση της «αστικής λαογραφίας», έχει στρέψει το ενδιαφέρον της και στο ζήτημα της λαογραφικής σημασίας των δρόμων και μάλιστα των κεντρικών, των αστικών κέντρων. Και τούτο επειδή οι κεντρικοί αυτοί δρόμοι, καθώς υποδέχονται και εξυπηρετούν αρκετούς κατοίκους, ξεπερνούν την απλή επικοινωνιακή, την καθαρά χρηστική δηλαδή, σημασία τους και με τη διάρθρωση και τη σημασιοδότησή τους, αποτελούν συχνά δείκτες της οργανωμένης παραδοσιακής καθημερινότητας των πόλεών τους.
Παρόμοιες τάσεις υπάρχουν βεβαίως και στη διεθνή λαογραφική βιβλιογραφία. Σύμφωνα με τους περισσότερους ξένους μελετητές αυτού του κλάδου τους νεωτερικής λαογραφίας, ο λαϊκός πολιτισμός που αναπτύσσεται στους δρόμους των πόλεων, αποτελεί μια από τις πλέον χαρακτηριστικές μορφές του σύγχρονου λαϊκού –υπό την έννοια του popular– πολιτισμού. Η νέα λαογραφία πρέπει να μελετά τα φαινόμενά τους όχι αποκομμένα, αλλά πάντοτε εντός των πλαισίων της κοινωνίας που τα δημιουργεί και τα διαχειρίζεται. Πρόκειται για μια αναγκαία θεωρητική βάση, που δικαιολογεί τόσο τους νέους θεματικούς προσανατολισμούς της λαογραφίας, όσο και τους τρόπους με τους οποίους η σχετική έρευνα οργανώνεται και διεξάγεται.
Αλλά και η ελληνική λαογραφία, έστω και σπερματικά, δεν υπήρξε άγευστη των εξελίξεων αυτών: όπως είναι γνωστό, από τους επιστήμονες λαογράφους πρώτος ο Δημ. Λουκάτος μίλησε στην ελληνική λαογραφική βιβλιογραφία, για τα λαογραφικά των δρόμων της Αθήνας και μάλιστα στις πλέον εορταστικές εκδοχές τους. Εκτοτε, πολλά σχετικά δημοσιεύθηκαν, τόσο στην ελληνική, όσο κυρίως στην ξένη σχετική βιβλιογραφία, που συστηματικά μελετά τους δρόμους ως μέρος του δημόσιου χώρου και ως παραδείγματα δόμησης του χώρου αυτού, με τρόπο που να προσδιορίζει την καθημερινή ζωή και δράση των ανθρώπων που κατοικούν σε μια πόλη.
Πολλά μπορεί ο σύγχρονος λαογράφος να γράψει για έναν κεντρικό δρόμο του αστικού κέντρου. Απ’ όλα αυτά, στη συνέχεια θα θιγούν τα σχετικά με τον ορισμό του ιερού χώρου μέσα από τη διάρθρωση και φυσιογνωμία των δρόμων. Η ύπαρξη των ναών και των παρεκκλησίων ορίζει άμεσα τον ιερό χώρο. Ορίζει τον δρόμο ως χώρο θρησκευτικών τελετουργιών, κάτι που του δίνει ιδιαίτερο χρώμα. Στους δρόμους της Αθήνας τελούνται οι αστικές λιτανείες των περιφορών των εικόνων στα πανηγύρια των ναών, αλλά και η λιτανεία του επιταφίου, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής. Μάλιστα, οι ιερείς έχουν καθιερώσει να συναντώνται οι επιτάφιοι γειτονικών κατά περίπτωση αθηναϊκών ενοριών στο μέσον του δρόμου, να αναπέμπεται κοινή δέηση και κατόπιν να κατευθύνεται κάθε ενορία προς τον ναό της. Οι ιερείς των ναών αυτών αγιάζουν, κατά το τριήμερο 5-7 Ιανουαρίου κάθε χρονιάς, τα καταστήματα και τα σπίτια των δρόμων που υπάγονται στις ενορίες τους, εγκαινιάζοντας ουσιαστικά τον νέο χρόνο και τις ανθρώπινες δραστηριότητες και προσδοκίες μέσα σε αυτόν.
Η εμπλοκή του θρησκευτικού συναισθήματος και του τελετουργικού εκκλησιαστικού παράγοντα στη λειτουργικότητα του δρόμου, συμβάλλει στην προσπάθεια απόδοσης σε αυτόν μιας εν πολλοίς σκηνοθετημένης εθιμικής σημασίας. Με τον τρόπο αυτό, οι νεότεροι δρόμοι αποκτούν κάτι από τη μυθική αχλή, που περιβάλλει τους παλαιούς δρόμους των αγροτικών και κτηνοτροφικών κοινοτήτων της υπαίθρου, οι οποίοι συχνά συνδέονται με αναμνήσεις παλαιών τελετουργιών, λόγω της παλαιότητά τους. Αναπληρώνεται μέσω της οργάνωσης των νεότερων εκκλησιαστικών τελετουργιών, αυτό που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μυθικό απόθεμα των παλαιών οικιστικών σημείων, ένα απόθεμα άμεσα συνδεμένο και με τις τελετουργίες της κοινότητας, το οποίο ωστόσο δεν αναπληρώνεται εύκολα στις συνειδήσεις των ανθρώπων.