Του Mητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομου*
1. Ευθύς εξ αρχής διευκρινίζω, ότι τόσο η εννοιολογική και κατά περιεχόμενο οριοθέτηση του εθνικισμού, όσο και η αντιβολή του προς τον παλαιότατο εθνισμό-πατριωτισμό, εντοπίζεται στις απαρχές του 19ου αιώνα, στη διάσταση ενός εθνοφυλετισμού και μάλιστα στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής πραγματικότητας, ο οποίος εξακολουθεί και σήμερα να χαρακτηρίζει την υφιστάμενη προβληματική στον χώρο των Βαλκανίων.
Σημειώνω επίσης, ότι ο εθνικισμός, είτε «χρωματίζεται» ως φιλελεύθερος ή συντηρητικός, είτε ως επεκτατικός ή αποικιοκρατικός, εισφέρει πάντοτε μολυσματικού περιεχομένου χαρακτηριστικά στο κοινωνικό σώμα, με τη διάκριση «ανωτέρων» και «κατωτέρων» εθνών, τη μεθοδολογική καλλιέργεια του σοβινισμού, την περιφρόνηση και την εχθρότητα των ατόμων ενός έθνους προς τα άλλα έθνη και τη βίαιη επιβολή μιας διαδικασίας διατήρησης και ενίσχυσης μιας εθνικής ταυτότητας βασισμένης σε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως τον πολιτισμό, τη γλώσσα, τη φυλή, τη θρησκεία και την πιστότητα στην ιστορία των κοινών προγόνων.
Υπό την έννοιαν αυτή του εθνικισμού, διοίκουσα γραμμή είναι ο τρόπος έκφρασης μιάς «ηθικής συμπεριφοράς» (προκατάληψη ή μίσος) των πολιτών ενός έθνους έναντι άλλων εθνών, χωρίς να επιδιώκεται ως γνωστόν η γεφύρωση των διαφορετικών στοιχείων και απόψεων, που εκφράζονται από τα καταστατικά στοιχεία ενός έθνους με σκοπό τη συλλογική ευημερία, αλλά να επιζητείται η απάλειψη των ιδιαιτεροτήτων στην προοπτική μιας ανελεύθερης ομοιογενοποίησης των εθνών, της πρόταξης και επιβολής ενός συγκεκριμένου πολιτικού, κοινωνικού και ιδεολογικού κοσμοείδωλου και μοντέλου, το οποίο εξυπηρετεί μονομερώς και αποκλειστικά ένα και μόνο έθνος έναντι όλων των άλλων εθνών.
Σε αντικείμενη κατεύθυνση κινείται ο εθνισμός ή ο πατριωτισμός ο οποίος, αν και πολλές φορές συγχέεεται προς τον εθνικισμό, εντούτοις στηρίζει τη συλλογική ευημερία, γεφυρώνει τις διαφορετικές απόψεις μέσα από μία διαδικασία διευθετήσεων, συνομιλιών και διαλόγου μεταξύ των εθνών, γι’ αυτό άλλωστε και στον κλασικό ορισμό του ο εθνισμός-πατριωτισμός καθορίζεται ως η αγάπη για την πατρίδα, η οποία αναπτύσσεται χωρίς καμία διάθεση υποτίμησης, ή περιφρόνησης άλλου έθνους και κυρίως χωρίς καμία τάση διεκδίκησης, αδελφικών, ιδεολογικών, ιστορικών ή χαρακτηριστικών στοιχείων (π.χ. γλώσσας) των άλλων λαών, κυρίως γειτονικών.
Ο γνήσιος πατριωτισμός οδηγεί στη σύγκλιση, σεβόμενος την ιδιαιτερότητα κάθε έθνους, και γι’ αυτό οδηγεί στη συνεργασία, αλληλεγγύη και συνοχή, χωρίς να καταλήγει στην ομογενοποίηση των λαών και στην ισοπέδωση των εθνών.
2. Ο εθνικισμός όμως υποκρύπτει ή και πολλές φορές εκφράζει και έναν αλυτρωτισμό, ως μία διάθεση διεκδίκησης ιστορικών, γεωγραφικών και πολιτιστικών δεδομένων, με το σύνθημα ότι αυτά αποτελούν στοιχεία και μιας άλλης παράλληλης εθνικής συνείδησης.
Πρόκειται για ένα αφήγημα το οποίο αναπτύχθηκε στη βάση του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και κυρίως με την ανάπτυξη μιάς υπερτροφικής κρατικής αυθεντίας, η οποία οδήγησε αφενός στον επανακαθορισμό των σχέσεων Εκκλησίας- Εθνους και αφετέρου στην ανάπτυξη ενός ιδιότυπου εθνικισμού, ο οποίος εκφράστηκε ως εθνοφυλετισμός υπό τον μανδύα μιας εθνικής Εκκλησίας.
Σημειωτέον, ότι η ίδρυση μιας εθνικής Εκκλησίας, κυρίως στον χώρο των Βαλκανίων, μετά από κάθε πολιτική ανεξαρτησία, απετέλεσε για τους λαούς των Βαλκανίων το επιστέγασμα και την επιστροφή στην ανεξαρτησία και στην εθνική κυριαρχία, το σύμβολο της απόλυτης ελευθερίας, αφενός από το πολιτικό κέντρον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και αφετέρου της ταυτόχρονης αυτονόμησης από το εκκλησιαστικό κέντρο της Ανατολής, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ετσι λοιπόν, κάθε εθνική Εκκλησία καθίσταται το «όχημα» και το μέσον του τρόπου εγκαθίδρυσης στη συνείδηση του λαού και του ποιμνίου της κάθε αντίληψης εθνικής συνείδησης, η οποία απετέλεσε τον επιστηριγμό κάθε εθνοφυλετικής διάθεσης.
Επιπρόσθετα, η σύσταση εθνικών Εκκλησιών υπό την κρατική οντότητα και η αναγωγή της τοπικής Εκκλησίας σε καθαρά κρατική-εθνική Εκκλησία, σήμανε κατά τον ιθ’ αιώνα και την έξαρση των εθνικισμών στα Βαλκάνια, με αποτέλεσμα πλέον ο όρος «έθνος» να έχει καταστεί κατηγορία φυλής, να οδηγεί στον ρατσιστικό εθνικισμό και στην απόλυτη έκφρασή του με τον εκκλησιαστικό εθνοφυλετισμό.
Τέτοιας ποιότητας εκκλησιαστικός εθνοφυλετισμός, στηρίζεται στις φυλετικές διακρίσεις, στις εθνικές ομάδες και κράτη, στις διχοστασίες, στα σχίσματα και στις έριδες, με φορέα δε το έθνος-κράτος, του οποίου αποτελεί στοιχείο της εθνικής και κρατικής συνείδησης και οντότητας, προσπαθεί να επιβληθεί και σε άλλα κράτη-έθνη και να καθιερωθείεκκλησιαστικά και πολιτιστικά στη συνείδηση του έθνους, το οποίο εκπροσωπεί.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εθνοφυλετικής δράσης Εκκλησίας έναντι άλλης Εκκλησίας, με παράλληλες επιδιώξεις πολιτικών σκοπιμοτήτων, απετέλεσε η Εκκλησία της Βουλγαρίας, η οποία με τον μανδύα και τη δύναμη των Κομιτατζήδων, προσπάθησε να επιβάλλει την εθνική συνείδηση των Βουλγάρων στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας (1852-1873).
Ο εθνοφυλετισμός όμως, αν και καταδικάστηκε ως «αίρεση» από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες με την απόφαση της συνόδου του 1872, εντούτοις συνεχίζει να υφίσταται ακόμη και σήμερα, με την ίδρυση της σχισματικής λεγομένης «Μακεδονικής Εκκλησίας», η οποία δημιουργήθηκε από τον Τίτο με σκοπό την ανάπτυξη και καθιέρωση μακεδονικής συνείδησης στο νεοϊδρυθέν τότε κράτος των Σκοπίων. Επιπλέον είναι χαρακτηριστικά όσα ειπώθηκαν από σχισματικό επίσκοπο των Σκοπίων σε διαδήλωση εθνικιστικών ομάδων στα Σκόπια (27-2-2018), όπου εξέφρασε τον απόλυτο εθνικό και ρατσιστικό αλυτρωτισμό μιας λανθασμένης αντίληψης περί Εκκλησίας, όταν επιπλέον θεώρησε, ότι οι ελληνικές ονομασίες των πόλεων της Θεσσαλονίκης, της Εδεσσας, της Φλώρινας και των Γιαννιτσών, αποτελούν εξελληνισμένες ονομασίες «μακεδονικών» ονομάτων.
Και στην περίπτωση αυτή του εκκλησιαστικού εθνοφυλετισμού, δεν πρέπει να παραθεωρήσουμε το ενδιαφέρον, την ανάμειξη και τη δράση της Βουλγαρικής Εκκλησίας, η οποία, όπως αποδεικνύεται και από τις σύγχρονες εξελίξεις, προσπαθεί και πάλι να διαδραματίσει, όπως και κατά το παρελθόν, έναν αντίστοιχο ρόλο, μέσα από τη στήριξη της σχισματικής Εκκλησίας των Σκοπίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επίσκεψη του Προέδρου της Βουλγαρίας, ο οποίος συνοδευόταν από Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Βουλγαρίας, στα Σκόπια και στη σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος επιφυλάσσεται για την οποιαδήποτε χρήση του ονόματος Μακεδονία (σύνθετη ή μη) και όχι γιατί διακατέχεται από ακροδεξιές ή εθνικιστικές αντιλήψεις, όπως κάποιοι προσπάθησαν να Της αποδόσουν, ώστε να αποπροσανατολίσουν την όλη συζήτηση και την προβληματική.
Ανάλογο θέμα εκκλησιαστικού εθνοφυλετισμού, ως έκφραση εθνικού-ρατσιστικού εθνικισμού με αποχρώσεις φονταμενταλιστικές, συντηρητισμού και εσωστρέφειας, το οποίο προκαλεί και πολλές αλυσιδωτές επιπτώσεις στο ζήτημα της εκκλησιαστικής ενότητας των Ορθοδόξων, είναι και η κατάσταση η οποία εμφανίζεται στον χώρο της λεγόμενης Διασποράς. Οι εθνικές Εκκλησίες διεκδικούν εκκλησιαστικά δίκαια, με βάση εθνολογικά, φυλετικά, γλωσσικά και λειτουργικά των παραδόσεων, στα εκκλησιαστικά εδάφη και μητροπολιτικές επαρχίες της Αμερικής, Αυστραλίας, Ευρώπης, Καναδά κ.α., όπου ως γνωστόν, με βάση ιστορικά και κανονικά κριτήρια, αναγνωρίζεται η κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η αντιμετώπιση του θέματος του εκκλησιαστικού εθνοφυλετισμού στην ολότητά του, αν και είχε προγραμματισθεί να διευθετηθεί και να επιλυθεί οριστικά από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, στην Κρήτη το 2016, εντούτοις όμως τέσσαρεις Εκκλησίες (Αντιόχεια, Ρωσία, Γεωργία και Βουλγαρία) δεν υπέγραψαν το συγκεκριμένον θέμα, εξ αιτίας της αποχής τους από τις εργασίες της Συνόδου, δύο δε από αυτές (Αντιόχεια και Ρωσία) δρούν στον χώρο της Διασποράς με κριτήρια εθνοφυλετικά και συνεχίζουν να δημιουργούν αρκετά προβλήματα.
Από τα τελευταία γεγονότα αποδεικνύεται ότι, πλέον το γενικότερο πρόβλημα του εθνικισμού και του εθνοφυλετισμού για την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων είναι ένας «ημικεκοιμημένος λέοντας», ο οποίος με διάφορες αφορμές εκδηλώνει «εκών άκων» τους βρυχμούς και τους τριγμούς των οδόντων του και επιβάλλει σε εμάς να είμαστε περισσότερο προσεκτικοί και συνετοί και λιγότερο ιδεοληπτικοί, γιατί, όπως αποδεικνύεται και από το άμεσο ιστορικό παρελθόν, τα Βαλκάνια αποτελούν μία μικρή θρυαλίδα, η οποία μπορεί να γίνει πυριτιδαποθήκη της ευρύτερης περιοχής.
* Η παρέμβαση του κ. Χρυσόστομου έγινε σε ημερίδα που οργανώθηκε στο Ζάππειο από το «Ποτάμι»