Tου Συμεών Βενετσιάνου
H Eκκλησία μας αφιερώνει την τρίτη Κυριακή μετά το Πάσχα σε δύο ομάδες ηρωικών, αφοσιωμένων και πολύ πιστών ανθρώπων:
Στους δύο άνδρες, που ανεδείχθησαν οι κηδευτές του Σώματος του Κυρίου. Στον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας, ο οποίος «τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού» (Μάρκ. 15,43). Και τον νυκτερινό μαθητή του Χριστού, Νικόδημο, που «έφερε πολυτιμότατο άρωμα, μίγμα από σμύρνα και αλόη, τριάντα και πλέον κιλά» (Ιω. 19,39). Οι δύο «έλαβαν το σώμα του Ιησού και αφού το έπλυναν και το άλειψαν με τα πολύτιμα αρώματα, το περιτύλιξαν με λωρίδες από σινδόνια, όπως ήταν η συνήθεια στους Εβραίους να ενταφιάζουν τους νεκρούς» (Ιω. 19,40) και στη συνέχεια «έθηκαν τον Ιησούν» (Ιω. 19,42) στον «κοντινό κήπο, όπου είχε σταυρωθεί, σε καινούριο μνημείο, στο οποίο κανείς ακόμη δεν είχε ταφεί» (Ιω. 19,41).
Η δεύτερη ομάδα αναφέρεται αποκλειστικά σε γυναίκες, στις Μυροφόρες, εκείνες που «ακολούθησαν τον Ιησού από τη Γαλιλαία και τον υπηρετούσαν» (Ματθ. 27,55) και «ανέβηκαν μαζί του στα Ιεροσόλυμα» (Μάρκ. 15,41). Είναι εκείνες που κατά τη Σταύρωση «από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα» (Ματθ. 27,55 και Μάρκ. 15,40 και Λουκ. 23,49), που είδαν τον ενταφιασμό Του (Μάρκ. 15,47 και Λουκ. 23,55) και «κάθονταν απέναντι από τον τάφο» (Ματθ. 27,61).Είναι εκείνες που «πολύ πρωί την πρώτη ημέρα της εβδομάδος, την ώρα που γλυκοχάραζε το φως του ήλιου, ήλθαν στο μνημείο» (Μάρκ. 16,2) του Ιησού, είδαν να έχει αποκυλισθεί ο πολύ μεγάλος λίθος (Μάρκ. 16,4), που κάλυπτε τη θύρα του μνημείου και αξιώθηκαν να ακούσουν από το στόμα του αγγέλου, ότι ο Ιησούς αναστήθηκε και δεν είναι στον τόπο που Τον είχαν τοποθετήσει νεκρό (Μάρκ. 16,6). Μάλιστα είναι οι πρώτες «γυναίκες ευαγγελίστριαι»[1], αφού ο άγγελος τις πρόσταξε να αναφέρουν στους μαθητές και στον Πέτρο ότι θα συναντηθούν με τον Αναστημένο Κύριο στη Γαλιλαία, όπως άλλωστε τους είχε ο Ιδιος προαναγγείλει (Μαρκ. 16,7).
Πρώτη ανάμεσα στις Μυροφόρες, φυσικά, η ίδια η Θεοτόκος Μαρία κι ακόμη η Μαρία η Μαγδαληνή, η «Μαρία η του Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ, και η μήτηρ των υιών Ζεβεδαίου» (Ματθ. 27,56), η Σαλώμη (Μάρκ. 16,1), η Μαρία σύζυγος του Κλωπά (Ιω. 19,25), η Μάρθα και η Μαρία αδελφές του Λαζάρου, η Σωσσάνα (Λουκ. 8, 3), η Ιωάννα σύζυγος του Χουζά (Λουκ. 24, 10) «και αι λοιπαί συν αυταίς» (Λουκ. 24,10).
Η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή είναι από τις πλέον παρεξηγημένες και συκοφαντημένες Αγίες Μυροφόρες του Κυρίου μας. Καταγόταν από τα Μάγδαλα, μια μικρή πόλη στα δυτικά της λίμνης Γεννησαρέτ και νότια της πεδιάδας της Γαλιλαίας.
Οι ευαγγελικές διηγήσεις, βέβαια, είναι πολύ σαφείς γύρω από το πρόσωπό της και σε αυτές αναφέρεται ότι:
Ο Κύριος μας θαυματουργικά τη θεράπευσε από τη δαιμονική επήρεια («αφ’ ης εκβεβλήκει επτά δαιμόνια», Μάρκ. 16,9)ευεργετημένη από τον Χριστό, Τον ακολουθεί, μαζί με άλλες γυναίκες που Τον υπηρετούν και Τον βοηθούν στο έργο Του (Ματθ. 27,56), στέκεται κοντά στον Σταυρό του Ιησού μαζί με την Παναγία Μητέρα Του (Ιω. 19,25), κάθεται απέναντι από τον τάφο του Σωτήρος (Ματθ. 27,61) ετοιμάζει, μαζί με τις άλλες γυναίκες, αρώματα για να έλθουν νωρίς στον τάφο και να αλείψουν το νεκρό Σώμα του Ιησού (Ματθ. 28,1), συμμετέχει στον χορό των Μυροφόρων που έρχονται στον τάφο, πληροφορούνται πρώτες για την Ανάσταση του Χριστού(Μάρκ. 16,1) και αφηγούνται τα γεγονότα στους μαθητές του Κυρίου (Λουκ. 24,10 και Ιω. 20,18), αξιώνεται να δει τον Αναστημένο Κύριο (Ιω. 20, 16-17), να συνομιλήσει μαζί Του και να διαλαλήσει την Ανάστασή Του.
Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοσή μας, μετά την Ανάληψη του Χριστού και την ίδρυση της πρώτης χριστιανικής κοινότητας στα Ιεροσόλυμα, η Μαγδαληνή Μαρία εξακολούθησε να υπηρετεί το ευαγγελικό κήρυγμα και να βρίσκεται κοντά στην Υπεραγία Θεοτόκο. Μετά την Κοίμηση της Παναγίας, ακολουθεί τον Ευαγγελιστή Ιωάννη στην Εφεσο, όπου έγινε συμπαραστάτης του στις δοκιμασίες, στις θλίψεις, στη φυλάκισή του. Στην Εφεσο, η Αγία οδήγησε πολλούς στη χριστιανική πίστη. Ο λαός της περιοχής την τίμησε με την ευλάβειά του. Εκοιμήθη οσιακώς, το δε σώμα της ενταφιάσθηκε από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Ιωάννη, σε ένα σπήλαιο κοντά στην Εφεσο. Πολλά θαύματα επιτελέσθηκαν κατά την ώρα του ενταφιασμού της, καθώς και τους μετέπειτα χρόνους.
Την τιμούμε ως Μυροφόρο και Ισαπόστολο κάθε χρόνο στις 22 Ιουλίου και μαζί με τις άλλες Μυροφόρες γυναίκες την τρίτη Κυριακή μετά το Πάσχα. Στις 4 Μαΐου εορτάζουμε την ανακομιδή των ιερών λειψάνων της, που μετέφερε το 890 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη από την Εφεσο ο αυτοκράτορας Λέων ο Σοφός (886 – 912 μ.Χ.) και τα αποθησαύρισε στη Μονή του Αγίου Λαζάρου, σε αργυρή θήκη. Σήμερα το χέρι της Μυροφόρου βρίσκεται στην ιερά Μονή της Σιμωνόπετρας στο Αγιον Ορος.
Πώς όμως δημιουργήθηκε τέτοια πλάνη και σύγχυση, μάλιστα δε και βλασφημία, γύρω από το πρόσωπο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής; Από τις ευαγγελικές διηγήσεις είναι φανερό ότι η Αγία δεν υπήρξε ποτέ κάποια πολύ αμαρτωλή γυναίκα, που μετανόησε. Είναι άδικο και ανιστόρητο, αλλά δυστυχώς «συγχέεται συνήθως, μάλιστα δε στη Δύση, και κακώς ταυτίζεται η Μαγδαληνή με την αμαρτωλή γυναίκα, η οποία στην οικία του φαρισαίου Σίμωνος άλειψε τα πόδια του Ιησού με μύρο. Η υμνολογία της Μεγάλης Εβδομάδος διακρίνει σαφώς τις δύο αυτές γυναικείες μορφές»[2]. Σε καμμία απολύτως περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με την αμαρτωλή γυναίκα, η οποία ήλθε στον Ιησού «με ένα δοχείο από αλάβαστρο γεμάτο από μύρο πολύτιμο και έχυνε αυτό άφθονο στην κεφαλή του» (Ματθ. 26,7). Οι Ευαγγελιστές που περιγράφουν το γεγονός (Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς) δεν αναφέρουν το όνομά της. Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διευκρινίζει ότι ουδεμία σχέση έχει το γεγονός με την Αγία Μαρία τη Μαγδαληνή[3].
Ενώ, σε παρόμοιο γεγονός, ήταν η αδελφή του Λαζάρου, Μαρία,εκείνη που «πήρε μία λίτρα μύρου πολύτιμου, από το αρωματικό φυτό νάρδος, και άλειψε τα πόδια του Ιησού, τα οποία και σπόγγισε κατόπιν με τις τρίχες της κεφαλής της (Ιω. 12,3). Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ξεκάθαρα αναφέρει πως αυτή ήταν μία κίνηση ευγνωμοσύνης της αδελφής του Λαζάρου, Μαρίας, προς τον Κύριο, ο Οποίος ανέστησε τον αδελφό της. Ούτε αυτή η χειρονομία αγάπης ανήκει στη Μαρία τη Μαγδαληνή.
Ο Αγιος Μόδεστος Ιεροσολύμων αναφέρεται στην άκρα παρθενία και καθαρότητά της, που φαινόταν σαν καθαρό κρύσταλλο[4]. Καμμία απολύτως πηγή της χριστιανικής μας παράδοσης δεν συμφωνεί με τις απόψεις ρωμαιοκαθολικών, ότι τάχα η μετανοημένη αμαρτωλή γυναίκα που μύρωσε τον Ιησού, είναι η Μαγδαληνή. Η στάση αυτή των Καθολικών εκκινεί κατά κύριο λόγο από τον Πάπα Γρηγόριο Α’ (540-604), ο οποίος, περερμηνεύοντας τις ευαγγελικές διηγήσεις του Λουκά και του Ιωάννη, όρισε αυτή την κακή θεώρηση για τη Μαγδαληνή, που δυστυχώς έμελλε εν πολλοίς να εδραιωθεί ακόμη και σε ορθοδόξους. Στα ιερά κείμενα πουθενά δεν φαίνεται έστω και η παραμικρή νύξη για κάτι το ανάρμοστο στη ζωή της. Πολύ περισσότερο δε, αγγίζουν τα όρια της βλασφημίας διάφορες «καλλιτεχνικές» προσεγγίσεις (στην πραγματικότητα αντι-επιστημονικές και αντιχριστιανικές), που προσδίδουν στην Αγία και στη σχέση της με τον Κύριο ακόμη χειρότερες διαστάσεις. Ο Θεός να μάς λυπηθεί από τέτοιες συκοφαντίες και η Αγία να πρεσβεύει διαρκώς για όλους μας!
Αποτιμώντας την ηρωική κίνηση των Αγίων Ιωσήφ και Νικοδήμου και των Μυροφόρων γυναικών, ερχόμαστε σήμερα, σε καιρούς βαθειάς πνευματικής κρίσης, να διδαχθούμε από το παράδειγμά τους, την πηγαία και ειλικρινή πίστη τους που οδηγεί στην αποφασιστικότητα των ενεργειών τους. Ανθρωποι δοσμένοι ολόψυχα σε Εκείνον που πίστεψαν, με αστείρευτη αγάπη, πέρασαν την οδύνη του Σταυρού και προσμένουν το γλυκοχάραμα της Ανάστασης, αξιώνονται να ζήσουν την καινούρια μέρα και να την καταγγείλουν παντού. Η επανάσταση του Σταυρωμένου και Αναστημένου Σωτήρα, του Θεού, που ταπεινώθηκε όσο κανένα από τα δημιουργήματά Του, θα λιτανεύει στην ιστορία και μέχρι το τέλος της τις μορφές και το ηρωικό παράδειγμα εκείνων, που μακάρι να οδηγούν και τα δικά μας βήματα.
[1] Από τα Στιχηρά του Πάσχα
2 Γεώργ. Γρατσέας, ΘΗΕ, τόμ. 8, σελ. 725
[3] Βλ. Αγ. Ιω. Χρυσοστόμου, Ερμηνεία στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Ομιλία Π’ και Ερμηνεία στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, Ομιλία Ξβ’.
[4] Μοδέστου αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων «Εις τας Μυροφόρους», εκ της Βιβλιοθήκης Φωτίου, αρχιεπισκόπου Κων/πόλεως και Ρ.G. 104, 244