Αρχική » Eκκλησιαστική ορολογία και καθημερινή γλώσσα (Α’)

Eκκλησιαστική ορολογία και καθημερινή γλώσσα (Α’)

από christina

Γράφει ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

Θεολόγος

Όταν ένας ιερέας ή μερικές φορές κι ένας απλός χριστιανός μιλάει, συχνά εννοεί άλλα από αυτά που καταλαβαίνει εκείνος που τον ακούει.

Αυτό δεν είναι παράξενο, αφού κάθε τομέας της ζωής έχει τη δική του ιδιαίτερη γλώσσα. Η γλώσσα της Εκκλησίας (η εκκλησιαστική ορολογία) συνήθως διατηρεί την αρχαιότερη σημασία των λέξεων, που με το πέρασμα των αιώνων έχει αλλάξει. Γι’ αυτό, θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τη σημασία, όχι όλων των βασικών όρων της εκκλησιαστικής γλώσσας, αλλά κυρίως λέξεων, που έχουν άλλη έννοια στη γλώσσα της Εκκλησίας και άλλη στη δική μας καθημερινή ομιλία (στην καθομιλουμένη γλώσσα).

Μέσα στα κείμενα, λέξεις που εξηγούνται με ιδιαίτερο λήμμα (κείμενο), σημειώνονται με αστερίσκο (*).

Οι λέξεις τοποθετούνται με αλφαβητική σειρά (όχι με σειρά σπουδαιότητας) και είναι οι εξής:

Μέρος α΄

Αγιασμός

Αίνεσις

Ακολουθία

Ακρίβεια

Άκτιστος

Αλλοίωση

Αμαρτία

Ανάληψη

Απαθής – απάθεια

Απόκριες

Γέροντας

Δεσπότης

Εκκλησία

Εμπαθής – εμπάθεια

Ενέργεια του Θεού

Επιδημία

Εσπερινός

Ευχαριστία – θεία ευχαριστία

Ευχές και Ευχή του Ιησού

Θεός

Θεωρία

Κανόνας

Κλήρος – κληρικοί

Κοινωνία – θεία κοινωνία

Κόσμος – κοσμικός

Κτιστός – Κτίστης – Κτίση – Κτίσμα

Λαϊκός

Λειτουργία

Λειτουργικός

Μέρος β΄

Μεταμόρφωση (του Σωτήρος)

Μετάνοια – μετάνοιες

Μυστήριο

Μυστικός

Οικονομία

Ομολογία

Όραση

Όρθρος

Ουσία

Πάθος

Πανηγυρίζω – πανήγυρη

Πατέρας

Πνευματικός

Πρόσωπο

Σωτηρία

Τίμιος

Τράπεζα

Τριώδιο

Υπόσταση

Χάρη – χαριτωμένος

Ψαλμοί

***

Μέρος α΄

Αγιασμός: Όχι το αγιασμένο νερό (που επίσης λέγεται αγιασμός ή αγίασμα), αλλά η απόκτηση αγιότητας, το να γίνει άγιος κάποιος άνθρωπος. Δες και την εξήγηση των λέξεων «σωτηρία» και «χάρη».

Αίνεσις: Λέξη ομόηχη με την ένεση, που όμως σημαίνει δοξολογία, τιμή (αίνος: αρχαία λέξη, που βρίσκεται μέσα στη νεοελληνική λέξη έπαινος). Η λέξη αίνεσις χρησιμοποιείται κυρίως σε ύμνους και ψαλμούς της Εκκλησίας μας. Αινώ: υμνώ, τιμώ, δοξάζω («αινείτε τον Κύριον»).

Ακολουθία: Τα κείμενα που ψάλλονται και διαβάζονται κατά τη διάρκεια κάθε χριστιανικής τελετής: ακολουθία του γάμου, ακολουθία της βάπτισης, εξόδιος ακολουθία (η ακολουθία της κηδείας), ακολουθία των Χαιρετισμών της Θεοτόκου κ.ο.κ. Η τέλεση (πραγματοποίηση) κάθε τελετής, περιλαμβάνει όχι μόνο την ακολουθία (τα κείμενα), αλλά και πράξεις, π.χ. την ετοιμασία και μετάδοση (προσφορά στους χριστιανούς) της θείας μετάληψης, τη στέψη (στεφάνωμα) του ζευγαριού στην τελετή του γάμου, την κατάδυση του βαπτιζόμενου στο νερό κ.ο.κ.

Ακρίβεια: Ο ακριβής τρόπος, με τον οποίο πρέπει να γίνει κάτι. Όταν η ακρίβεια δεν είναι εφικτή, χρησιμοποιείται η «οικονομία»* (δηλ. αυτό που πρέπει να γίνει, όταν δεν μπορεί να γίνει ακριβώς, γίνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο).

Άκτιστος – κτιστός: Κτίζω σημαίνει γενικά δημιουργώ, γι’ αυτό ο Θεός χαρακτηρίζεται Κτίστης και ο κόσμος (το σύμπαν) Κτίση. Κτιστό λοιπόν σημαίνει δημιουργημένο και έτσι χαρακτηρίζονται όλα τα δημιουργήματα του Θεού. Μόνο ο Θεός* (η Αγία Τριάδα) είναι άκτιστος, δηλ. αδημιούργητος: ο Θεός Πατέρας είναι ο Ίδιος αιτία της ύπαρξής Του, ενώ ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα παίρνουν τη ζωή Τους από τον Πατέρα, αλλά με γέννηση και εκπόρευση, όχι με δημιουργία, δηλ. όχι με κτίση – ο Θεός Πατέρας δεν δημιουργεί τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, αλλά γεννά τον Υιό, ενώ το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται («πηγάζει») από τον Πατέρα, με μυστηριώδη* τρόπο βέβαια και με το να Τους προσφέρει ο Πατέρας την ουσία* Του, η οποία γίνεται δική Τους ουσία.

Άκτιστη επίσης είναι η θεία χάρη*, η αγαθή ενέργεια του Θεού, που έρχεται στα όντα και τους προσφέρει όχι μόνο ζωή, αλλά και αγιότητα.

Αλλοίωση: Η βαθιά αλλαγή που συμβαίνει στον άνθρωπο, όταν πλησιάζει πολύ το Θεό και ενώνεται με Αυτόν. Ονομάζεται επίσης «καλή αλλοίωση». Ένας άγιος δηλαδή είναι ένας «αλλοιωμένος» (με αυτή την έννοια) άνθρωπος.

Ο όρος προέρχεται από ένα στίχο της Παλαιάς Διαθήκης και συγκεκριμένα από το βιβλίο Ψαλμοί* (Ψαλμός 76, στίχος 11), που λέει: «αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου» (αυτή είναι η αλλοίωση που προκαλεί το δεξί χέρι του Θεού).

Αμαρτία: Η ψυχική κατάσταση του ανθρώπου που ζει αποκομμένος από το Θεό. Οι επιμέρους αμαρτίες (αμαρτωλές πράξεις) είναι συνέπειες αυτής της κατάστασης, που παρομοιάζεται κυρίως με κατάσταση ασθένειας, όχι παρανομίας. Γι’ αυτό, η μετάνοια* του ανθρώπου, η συγχώρηση των αμαρτιών του και η σωτηρία του θεωρούνται αποκατάσταση της (πνευματικής) υγείας του.

Ανάληψη: Αναλαμβάνω κάτι σημαίνει το ξαναπαίρνω: ανά (= ξανά) + λαμβάνω. Ο Χριστός, 40 μέρες μετά την ανάστασή Του, ανελήφθη στους ουρανούς (αναλήφθηκε), δηλ. υψώθηκε και έφυγε σωματικά από τη Γη. Το γεγονός αυτό το λέμε «Ανάληψη του Κυρίου» και τη γιορτή του την ονομάζουμε εορτή της Αναλήψεως (40 μέρες μετά το Πάσχα).

Απαθής: Άνθρωπος χωρίς πάθη*, όχι χωρίς συναισθήματα. Η ιδιότητα του απαθούς ανθρώπου ονομάζεται απάθεια.

Απόκριες ή Αποκριά, αρχαία ελληνικά «Απόκρεω»: Περίοδος τεσσάρων Κυριακών, με τις τρεις εβδομάδες που έχουν ανάμεσά τους, με την οποία οι χριστιανοί προετοιμάζονται πνευματικά για την είσοδό τους στη Μεγάλη Σαρακοστή (τη Σαρακοστή πριν το Πάσχα). Η περίοδος των Απόκρεω είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία* στη μετάνοια*, γι’ αυτό κατά τη διάρκειά της διαβάζονται στη θεία λειτουργία ευαγγέλια (δηλ. αποσπάσματα του ευαγγελίου) που μιλούν για την αμαρτία, τη μετάνοια και τη σωτηρία, από τα οποία λαμβάνουν και το όνομά τους οι δύο πρώτες Κυριακές της Αποκριάς (Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου και Κυριακή του Ασώτου).

Η τρίτη Κυριακή ονομάζεται Κυριακή των Απόκρεω, διότι είναι η τελευταία μέρα κρεοφαγίας πριν τη Μεγάλη Σαρακοστή (η τελευταία εβδομάδα, που λέγεται Τυρινή, προβλέπει κατάλυση – δηλ. κατανάλωση – ιχθύων και τυροκομικών προϊόντων, αλλά όχι κρέατος, η δε τελευταία Κυριακή, αμέσως πριν την Καθαρή Δευτέρα, λέγεται Κυριακή της Τυρινής ή της Τυροφάγου).

Η λέξη Απόκρεω προέρχεται από την πρόθεση «από», που δηλώνει απομάκρυνση, και τη λέξη «κρέως» (κρέας), άρα Απόκρεω και Αποκριά σημαίνει σταμάτημα του κρέατος. Την ίδια έννοια, κατά την επικρατούσα άποψη, έχει στα ιταλικά η λέξη «καρναβάλι».

Τα λαϊκά έθιμα της Αποκριάς (οι μεταμφιέσεις και οι ξέφρενες διασκεδάσεις, που εν πολλοίς έχουν και σεξουαλικό περιεχόμενο) προέρχονται από τις αρχαίες ειδωλολατρικές γιορτές της γονιμότητας (για τη γονιμότητα της φύσης), που συνέβαιναν στα αρχαία χρόνια την εποχή της άνοιξης και συνδέθηκαν με τη χριστιανική περίοδο της Αποκριάς, απλώς επειδή τοποθετούνταν στην ίδια περίοδο του έτους. Έτσι, τα λαϊκά έθιμα των εορτών της γονιμότητας πέρασαν στην περίοδο της Αποκριάς, ενώ, στην πραγματικότητα, είναι αντίθετα με το χριστιανικό πνεύμα αυτών των ημερών και μάλιστα τορπιλίζουν την προσπάθεια της Εκκλησίας να βοηθήσει στην πνευματική και ηθική καλλιέργεια των χριστιανών.

Γέροντας: Πνευματικός διδάσκαλος και οδηγός, ανεξαρτήτως ηλικίας. Αν είναι γυναίκα, λέγεται γερόντισσα. Υπάρχουν και βιβλία με συλλογές αποσπασμάτων από τη βιογραφία και τη διδασκαλία γερόντων διαφόρων περιοχών και μοναστικών κέντρων της Ορθοδοξίας, τα οποία ονομάζονται Γεροντικάκαι συνιστούν σπουδαίους οδηγούς ηθικής και πνευματικής καλλιέργειας για τους χριστιανούς.

Δεσπότης: Ο λαός έτσι ονομάζει τον επίσκοπο, δηλ. τον ανώτερο από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης, τον πνευματικό πατέρα των χριστιανών μιας μεγάλης περιοχής (της επισκοπής). Και στην Εκκλησία, όταν τελείται η θεία λειτουργία, τον επίσκοπο τον λέμε «δεσπότη». Όταν όμως μιλάμε για τον Ιησού Χριστό, τότε η λέξη δεσπότης χρησιμοποιείται με την παλαιότερη, βυζαντινή σημασία της, που είναι ο βασιλιάς. Έτσι, Δεσπότης Χριστός = ο βασιλιάς Χριστός, με την έννοια ότι είναι ο βασιλιάς του κόσμου, ως Υιός του Θεού και Θεάνθρωπος. Γι’ αυτό, τις γιορτές του Χριστού τις λέμε «δεσποτικές» (βασιλικές) εορτές, π.χ. τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, την Ανάληψη, τη Μεταμόρφωση*.

Εκκλησία: Η λέξη Εκκλησία, για τον πολύ κόσμο, σημαίνει είτε το κτήριο του ναού, είτε τους κληρικούς* (επισκόπους και ιερείς) ή μια οργάνωση που έχει ως στελέχη τους κληρικούς. Για τους ίδιους τους ανθρώπους της Εκκλησίας όμως (τους πνευματικούς* ανθρώπους, εκείνους δηλ. που έχουν σχέση με τον ορθόδοξο χριστιανικό τρόπο ζωής), Εκκλησία σημαίνει το σύνολο των χριστιανών (όχι όμως των αιρετικών), που συνδεόμαστε μεταξύ μας ως ένα σώμα, που έχει κεφαλή το Χριστό και μέλη όλους εμάς.

Μέλη της Εκκλησίας επίσης είναι οι άγγελοι και οι ψυχές των «κεκοιμημένων» χριστιανών (που έχουν φύγει από αυτή τη ζωή), μεταξύ των οποίων φυσικά οι άγιοι και η Θεοτόκος (η Παναγία). Εκείνοι – τα μέλη της ουράνιας Εκκλησίας – χαρακτηρίζονται «θριαμβεύουσα Εκκλησία», ενώ εμείς, τα μέλη της επίγειας Εκκλησίας, χαρακτηριζόμαστε «στρατευομένη Εκκλησία».

Εμπαθής: Άνθρωπος εξαρτημένος από τα πάθη* του. Η κατάστασή του ονομάζεται «εμπάθεια». Για παράδειγμα, η φιλαργυρία είναι μια εμπαθής σχέση με τα χρήματα, η πορνεία είναι μια εμπαθής ερωτική σχέση κ.τ.λ. Αντίθετά τους είναι οι λέξεις απαθής* και απάθεια, που έχουν την έννοια του ανθρώπου χωρίς πάθη, όχι όμως χωρίς συναισθήματα.

Ενέργεια του Θεού (θεία ενέργεια ή θεία χάρη*): Έτσι ονομάζεται μια μυστηριώδης*, αιώνια και άκτιστη* «ακτινοβολία», που «ακτινοβολείται» από το Θεό, δημιουργεί τον κόσμο και συνδέει τον κόσμο, και κάθε ον προσωπικά, με το Θεό. Περισσότερα δες στην εξήγηση της λέξης χάρη.

Επιδημία: Ο ερχομός. Η λέξη χρησιμοποιείται π.χ. σε ανακοινώσεις για την έλευση ιερών λειψάνων ή ιστορικών εικόνων σε διάφορους τόπους («ιερά επιδημία»), αλλά και σε ευχή* (προσευχή) από την Ακολουθία* της Θείας Μεταλήψεως, όπου αναφέρεται η ανάδειξη των μαθητών του Χριστού σε φορείς της θείας χάριτος και δυνάμεως «τη επιδημία του Παρακλήτου Πνεύματος» (με τον ερχομό του Παρακλήτου – δηλ. παρηγορητικού – Αγίου Πνεύματος).

Εσπερινός: Σύντομη απογευματινή τελετή (ακολουθία*), κατά την οποία ψάλλονται ύμνοι αναφερόμενοι στην εορτή της επόμενης ημέρας. Πολλοί από τους ύμνους αυτούς – γραμμένοι από κορυφαίους υμνογράφους, από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα – είναι αριστουργήματα ποίησης και μουσικής, αλλά και θεολογίας, φιλοσοφίας και πνευματικής αναζήτησης. Εσπερινός τελείται το απόγευμα κάθε Σαββάτου και γενικά κάθε ημέρας, μετά την οποία ακολουθεί η θεία λειτουργία*. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο πρόλογος της θείας λειτουργίας. Η λέξη σημαίνει βραδινός, από τη λέξη εσπέρα = δύση.

Ευχαριστία: Εκτός από την κοινή έννοια (ευχαριστία προς το Θεό π.χ.), ο όρος σημαίνει επίσης τη θεία ευχαριστία, δηλ. το μυστήριο* της θείας κοινωνίας* ή θείας μετάληψης (όταν οι χριστιανοί μεταλαβαίνουν, δηλ. κοινωνούν, το σώμα και το αίμα του Χριστού).

Ευχές: Οι προσευχές, ιδιαίτερα οι «λειτουργικές ευχές», δηλ. οι προσευχές που λέει ο ιερέας για την επιτέλεση (πραγματοποίηση) της θείας λειτουργίας και των άλλων χριστιανικών ιερών τελετών. «Εύχομαι» για κάτι, στην εκκλησιαστική γλώσσα, σημαίνει προσεύχομαι.

Ευχή του Ιησού ονομάζεται η προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό», που θεωρείται τέλεια προσευχή, αφού εναποθέτει τον άνθρωπο στο έλεος του Θεού, χωρίς να ζητάει κάτι συγκεκριμένο. Λέγεται επίσης και «μονολόγιστη ευχή», επειδή λέγεται με ένα μόνο λόγο (μία φράση). Αυτή η προσευχή επαναλαμβάνεται ως συνεχής προσευχή (συνήθως εσωτερικά, όχι δυνατά) από τους ορθοδόξους μοναχούς και πολλούς λαϊκούς, ώστε να στραφεί πνευματικά ο άνθρωπος προς το Θεό και να συνδεθεί με Αυτόν.

Θεός: Σημαίνει όχι μόνο το Θεό Πατέρα (τον Πατέρα του Ιησού Χριστού), αλλά ολόκληρη την Αγία Τριάδα, δηλ. τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Μπορεί επίσης να σημαίνει μόνο το ένα από τα τρία πρόσωπα* της Αγίας Τριάδας, δηλ. μόνο τον Πατέρα ή μόνο τον Υιό (τον Ιησού Χριστό) ή μόνο το Άγιο Πνεύμα. Όταν λέμε π.χ. ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, εννοούμε ολόκληρη την Αγία Τριάδα και όχι μόνο τον Πατέρα. Δες περισσότερα στην εξήγηση της λέξης «άκτιστος».

Θεωρία: Σημαίνει θέα. Θεωρία του Θεού = να δει ο άνθρωπος το Θεό, να δει το φως του Θεού, πράγμα που συμβαίνει όταν ο άνθρωπος γίνει άγιος. Θεωρία του θείου φωτός = η θέα του θεϊκού φωτός, το να δει ο άνθρωπος το φως του Θεού. Το ρήμα θεωρώ σημαίνει βλέπω.

Κανόνας: Η λέξη αυτή, έτσι κι αλλιώς πολύσημη (με πολλές σημασίες), στην εκκλησιαστική γλώσσα χρησιμοποιείται με τρεις από αυτές:

α) Η συλλογή των βιβλίων που συναποτελούν την Παλαιά Διαθήκη, την Καινή Διαθήκη και συνολικά την Αγία Γραφή (κανόνας της Παλαιάς Διαθήκης, κανόνας της Καινής Διαθήκης, κανόνας της Αγίας Γραφής). Τα βιβλία που ανήκουν στους κανόνες ονομάζονται «κανονικά», σε αντίθεση με τις απομιμήσεις τους, όπως τα λεγόμενα «απόκρυφα» βιβλία.

β) Οι κανονισμοί σωστής συμπεριφοράς των χριστιανών, που έχουν καθιερωθεί από τις Οικουμενικές Συνόδους, τα μεγάλα συμβούλια της πνευματικής ηγεσίας της Εκκλησίας όλης της «οικουμένης» (όλου του πλανήτη, όπου υπήρχαν ή υπάρχουν ορθόδοξοι χριστιανοί). Ονομάζονται κανόνες της Εκκλησίας ή ιεροί κανόνες. Ιστορική συλλογή αυτών των κανόνων, που καταρτίστηκε το 18ο αιώνα από τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, είναι το βιβλίο Πηδάλιο.

γ) Ένα μουσικό και ποιητικό είδος της βυζαντινής λογοτεχνίας και μουσικής, με συγκεκριμένη δομή. Χωρίζεται σε εννέα ωδές (τραγούδια – ύμνους), εμπνευσμένες από αντίστοιχες δέκα ωδές (οι δύο τελευταίες ενωμένες σε μία), που έψαλαν διάφορα ιερά πρόσωπα μέσα στην Αγία Γραφή. Κανόνες, γραμμένοι από κορυφαίους και αγίους υμνογράφους της Εκκλησίας μας, ψάλλονται σε όλες τις ορθόδοξες χριστιανικές εορτές.

Κλήρος – κληρικοί: Κλήρος ονομάζεται το σύνολο των χριστιανών ιερέων και των τριών βαθμών (επισκόπων, πρεσβυτέρων και διακόνων). Οι ιερείς όλων των βαθμών χαρακτηρίζονται κληρικοί. Ο επίσκοπος είναι εκείνος, που ο λαός ονομάζει «δεσπότη», ο πρεσβύτερος είναι ο παπάς της ενορίας μας και ο διάκονος (που ο λαός τον ονομάζει «διάκο») είναι βοηθός ιερέας, που δεν τελεί μόνος του τη θεία λειτουργία, αλλά φοράει την ιερατική στολή του (τα «άμφια» = ρούχα) και βοηθάει τον πρεσβύτερο ή τον επίσκοπο στην τέλεσή της.

Όσοι δεν είναι κληρικοί ονομάζονται λαϊκοί* και διαθέτουν επίσης ιερατική ιδιότητα, τη «γενική ιεροσύνη», για την οποία δείτε στη λέξη λαϊκός.

Κοινωνία: Σημαίνει ένωση. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα με την έννοια της «κοινωνίας με το Θεό», δηλαδή της ένωσης του ανθρώπου με το Θεό, με την οποία ο άνθρωπος (ο οποίος «κοινωνεί με το Θεό», δηλ. έρχεται σε κατάσταση ενότητας με Αυτόν) γίνεται άγιος.

Φυσικά έχουμε και τη θεία κοινωνία, το μυστήριο* της θείας μετάληψης. Ονομάζεται θεία κοινωνία (θεϊκή ένωση), επειδή ο άνθρωπος μεταλαμβάνει (τρώει σε μικρή ποσότητα) το σώμα και το αίμα του Χριστού, άρα ενώνεται με Αυτόν.

Κόσμος – κοσμικός: Κόσμος ονομάζεται η εκτός της Εκκλησίας* και της εκκλησιαστικής ζωής πραγματικότητα και κατάσταση. Κοσμικός λέγεται εκείνος που δεν είναι «πνευματικός» (χριστιανικός, εκκλησιαστικός). Έτσι, π.χ. τα τραγούδια είναι κοσμικά, ενώ οι ψαλμοί και οι ύμνοι των χριστιανικών τελετών είναι πνευματικοί*. Οι άνθρωποι που δεν ασχολούνται με την πνευματική (χριστιανική, εκκλησιαστική) ζωή – π.χ. δεν πηγαίνουν στην εκκλησία, δεν νηστεύουν, δεν εξομολογούνται, δεν προσεύχονται κ.τ.λ. – χαρακτηρίζονται κοσμικοί, ενώ εκείνοι που ασχολούνται χαρακτηρίζονται «πνευματικοί άνθρωποι».

Το ότι κάτι είναι κοσμικό δεν σημαίνει ότι είναι οπωσδήποτε ανάξιο λόγου ή καταδικαστέο. Οπωσδήποτε όμως είναι εφήμερο, ενώ το πνευματικό (με την έννοια που γράφουμε εδώ) έχει προοπτική αιωνιότητας, γιατί αποσκοπεί στη σύνδεση του ανθρώπου με την αιώνια ζωή.

Κτιστός – Κτίστης – Κτίση – Κτίσμα: Όπως γράφουμε και στην εξήγηση της λέξης «άκτιστος», κτίζω σημαίνει γενικά δημιουργώ, γι’ αυτό ο Θεός χαρακτηρίζεται Κτίστης και ο κόσμος (το σύμπαν) Κτίση. Κτιστό λοιπόν σημαίνει δημιουργημένο και έτσι ονομάζονται όλα τα δημιουργήματα του Θεού (κτιστά όντα, κτίσματα). Μόνο ο Θεός* (η Αγία Τριάδα) είναι άκτιστος, δηλ. αδημιούργητος.

Λαϊκός: Εκείνος που δεν είναι κληρικός* (ιερέας). Το σύνολο των λαϊκών ονομάζεται «λαός». Έτσι, στην Εκκλησία έχουμε δύο «τάξεις», κλήρο και λαό (ιερείς και λαϊκούς). Βέβαια, οι άνθρωποι των δύο αυτών τάξεων είναι ισότιμοι, αλλά οι κληρικοί έχουν αυξημένη ευθύνη για τη σωτηρία και των λαϊκών και επίσης τελούν με τα χέρια τους της θεία κοινωνία, πράγμα που δημιουργεί μια ηθική υποχρέωση αυξημένου σεβασμού των λαϊκών προς αυτούς (παρομοίως, στην πολιτισμική μας παράδοση είναι έντονη η ιδέα του αυξημένου σεβασμού του λαού προς τους γιατρούς και τους δασκάλους, λόγω της ιδιότητάς τους, που συνεπάγεται ανεκτίμητη κοινωνική προσφορά).

Οι λαϊκοί έχουν επίσης ιδιότητα ιερέα (ιεροσύνη), τη λεγόμενη «γενική ιεροσύνη», και τελούν συλλογικά τη θεία λειτουργία* μαζί με τους κληρικούς (οι οποίοι έχουν την ειδική ιεροσύνη). Η γενική ιεροσύνη μόνη της, χωρίς κληρικούς, επιτρέπει την τέλεση πολλών εκκλησιαστικών τελετών, αλλά όχι όλων και οπωσδήποτε όχι της θείας λειτουργίας (με το μυστήριο της θείας κοινωνίας*).

Λειτουργία ή θεία λειτουργία: Δεν ονομάζεται έτσι κάθε εκκλησιαστική τελετή, αλλά μόνο μία συγκεκριμένη, εκείνη, στην οποία τελείται το μυστήριο της θείας κοινωνίας* και οι χριστιανοί κοινωνούν (μεταλαβαίνουν). Πρόκειται για την κεντρική και σημαντικότερη εκκλησιαστική πράξη, μια προέκταση του Μυστικού* Δείπνου, στην οποία οι χριστιανοί ενώνονται και μεταξύ τους και με το Θεό διά του Χριστού (αλλά και με τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, δηλ. τους αγγέλους και τις ψυχές των χριστιανών που έχουν φύγει από αυτή τη ζωή – τουλάχιστον όσες έχουν σωθεί).

Λειτουργικός: Έτσι ονομάζονται τα αντικείμενα και οι προσευχές που χρησιμοποιούνται στις εκκλησιαστικές τελετές: λειτουργικά βιβλία, λειτουργικά σκεύη (π.χ. άγιο ποτήριο), λειτουργικές ευχές* (οι επίσημες εκκλησιαστικές προσευχές με τις οποίες πραγματοποιούνται οι τελετές). Αν και λειτουργία* είναι μόνο μία συγκεκριμένη εκκλησιαστική τελετή (αυτή, στην οποία τελείται η θεία κοινωνία*), όμως λειτουργικά αντικείμενα χαρακτηρίζονται εκείνα που χρησιμοποιούνται γενικά στις εκκλησιαστικές λατρευτικές τελετές.

 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΜΕΡΟΣ Β΄

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ