Tου Μητροπολίτη Σύρου κ. Δωρόθεου Β’
«Δειλοί, Μοιραίοι κι Αβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα».
Δεν θα μπορούσε να υπάρξει ευστοχότερος χαρακτηρισμός για όσους έχουν παραιτηθεί από κάθε ενεργητική στάση στη ζωή, από τον γνωστό αυτό στίχο του Βάρναλη!
Ο ποιητής, βέβαια, τοποθετείται σε κοινωνικό επίπεδο, στοχοποιώντας όλους εκείνους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν παθητικά τις καταστάσεις, την ίδια τους τη ζωή, εναποθέτοντας κάθε ελπίδα για βελτίωση και αλλαγή σε ένα θαύμα!
Χρησιμοποιώντας, μάλιστα, αυτή τη μεταφυσικού περιεχομένου λέξη και με δεδομένη την αθεϊστική ιδεολογία του, είναι ως να υποστηρίζει ότι τίποτε δεν μπορεί να γίνει, χωρίς την ενεργητική σύμπραξη και αγωνιστική συμμετοχή του ανθρώπου…
Το ίδιο,όμως, και τηρουμένων των αναλογιών, ισχύει και στον κατ’ εξοχή χώρο του θαύματος, την Εκκλησία, η ίδρυση και εδραίωση της Οποίας, αυτή η Ιδια, είναι ένα θαύμα!
Ως θαύμα χαρακτηρίζεται, γενικά, κάθε συμβάν, που είναι δυνατόν να θεωρηθεί «ανεξήγητο», με τα καθιερωμένα, επιστημονικά αποδεκτά, κριτήρια, ένα παράξενο και απρόσμενο γεγονός, στο οποίο αποδίδεται μια θετική θεϊκή επέμβαση.
Κατά τη Χριστιανική αντίληψη, ειδικότερα, θαύμα είναι το αποτέλεσμα της θείας ενεργείας για αναστολή προς καιρόν της λειτουργίας των φυσικών νόμων, που ο ίδιος ο Θεός έθεσε στο σύμπαν, προς επίτευξη ενός σκοπού, που Εκείνος μόνον γνωρίζει, σύμφωνα και με το: «Οπου βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις».
Αλλά, η αντίληψη αυτή συστέλλει κατά πολύ το βαθύτατο περιεχόμενο της έννοιας «θαύμα», αφού την περιορίζει μόνο σε περιπτώσεις που γίνονται αντιληπτές δια των αισθήσεων και την υποβιβάζει, συχνά, σε γεγονός πρόσκαιρου εντυπωσιασμού, όπως ακριβώς προκύπτει από την ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από τη λέξη «θαυμάσιον», αυτό, δηλαδή, το οποίο «θεάται», βλέπει κάποιος και του προκαλεί θαυμασμό και κατάπληξη!
Παράλληλα, δεν μπορεί να μη σημειωθεί και η διαπίστωση ότι η επί γης παρουσία, δράση και διδασκαλία του ενανθρωπίσαντος Θεού, αλλά και των Αποστόλων και των Αγίων Του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιτέλεση κάθε είδους θαυμάτων.
Θαυμάτων τόσο πολλών, μάλιστα, ώστε δεν είναι λίγοι εκείνοι, οι οποίοι, πάντοτε και περισσότερο σήμερα, βλέπουν την Εκκλησία σαν μια «θρησκεία», μόνο και μόνο για να μας παρηγορεί στις θλίψεις, να προσεύχεται για την υγεία μας, να μας θεραπεύει, ενίοτε, διά θαυμάτων τις ανίατες αρρώστιες, να μας βοηθεί σαν ένα είδος ψυχοθεραπευτού στα ψυχολογικά αδιέξοδα, να απαντά στις απορίες για τη μεταθανάτια κατάστασή μας, αντιμετωπίζοντάς Την σαν ένα είδος «θεραπευτηρίου» για την ικανοποίηση των «θρησκευτικών» αναγκών.
Πρόκειται για μια νοοτροπία, η οποία, ουσιαστικά, καταργεί το σωτηριώδες μήνυμα της Εκκλησίας και ταυτόχρονα μετατρέπει τη σχέση ανθρώπου και Θεού σε μια μορφή «συναλλαγής», από την έκβαση της οποίας εξαρτάται η πίστη του προς τον Θεό…
Ξεχνάμε, όμως, ότι το θαύμα προϋποθέτει, δεν προσθέτει πίστη!
Λησμονούμε ότι το θαύμα, το οποιοδήποτε, όσο μεγάλο και αν φαίνεται στα μάτια των ανθρώπων, στο τέλος δεν αίρει τη φυσική αναγκαιότητα, απλά την αναστέλλει για λίγο!
Μας διαφεύγει ότι σκοπός του κάθε θαύματος δεν είναι να αποκτήσουμε πρόσκαιρα τη σωματική μας υγεία, ούτε να καθυστερήσουμε περισσότερο ή λιγότερο τον βιολογικό μας θάνατο, αλλά να γνωρίσουμε καλύτερα και να πλησιάσουμε εγγύτερα τον Θεό!
Θαύμα δεν είναι τόσο ή μόνο η εντυπωσιακή παρέμβαση του Θεού στην καθημερινότητά μας, αλλά κυρίως και περισσότερο ή άδηλη παρέμβαση του Θεού στην ψυχή μας!
Πρόκειται για μία παρέμβαση, η οποία υπερβαίνει τα όρια και τις συνθήκες της παρούσης ζωής, αλλοιώνει τον άνθρωπο εσωτερικά και καταργεί τον θάνατο ουσιαστικά!
Αυτά, όμως, τα θαύματα δεν φαίνονται, δεν εντυπωσιάζουν, δεν αποτελούν αφορμές ενθουσιαστικών εκδηλώσεων…
Είναι, όμως, τα μεγαλύτερα και δυσκολότερα, καθώς προϋποθέτουν την ενεργό συνέργεια του ανθρώπου, η οποία οδηγεί στη δημιουργία ενός νέου ανθρώπου!
Και το κυριότερο, είναι πολλά και καθημερινά!
Απόδειξη;
Οι μυριάδες των πιστών, που καταφεύγουν στα διάσπαρτα ανά την Ελλάδα Θεομητορικά Προσκυνήματα και, ιδιαίτερα, στο ιερό νησί της Τήνου…
Ανεβαίνουν τη νοτισμένη από τα δάκρυα χιλιάδων προσκυνητών λεωφόρο της Μεγαλόχαρης, καταθέτουν στο Ωμοφόριό Της τις πίκρες, τις αγωνίες, τους φόβους, τα πάθη, τις κακίες, τα αμαρτήματα, την πάσαν ελπίδα τους και «κατεβαίνουν» στην καθημερινότητά τους πνευματικά ανακουφισμένοι, ψυχικά ανανεωμένοι, ηθικά βελτιωμένοι, «άλλοι άνθρωποι»!
Γιατί, κατά τον Αγιο Ισαάκ τον Σύρο, «όποιος αισθανθεί πραγματικά τις αμαρτίες του, είναι ανώτερος από εκείνον, που με την προσευχή του ανασταίνει νεκρούς. Οποιος αξιωθεί να δει την ασθένειά του, είναι ανώτερος από εκείνον, που αξιώθηκε να δει αγγέλους»!