Του Δημητρίου Π. Λυκούδη
Θεολόγου – Φιλολόγου
Αφορμή για το σημερινό μου άρθρο αποτέλεσε μία μνήμη του παιδικού παρελθόντος και ειδικότερα, των εφηβικών μου χρόνων. Πρόκειται για μία φράση – παραίνεση του μακαριστού πρώην Μητροπολίτου Φλωρίνης κυρού Αυγουστίνου Καντιώτη -έχω κρατήσει στο αρχείο μου αρκετές από τις επιστολές που είχαμε ανταλλάξει- όταν του είχα εκμυστηρευτεί πως, διακαώς, επιθυμώ να σπουδάσω τη θεολογική επιστήμη: «Κοίτα μη γίνεις και εσύ σαν και τους άλλους! Γέμισε η Αττική από θεολόγους, άνω των 10.000 θεολόγων προσοντούχων, που λησμόνησαν την αποστολή τους και αναπαύονται στο φαγητό και στον ύπνο…!». Παράξενα τα λόγια του τότε, δυσκολοκατανόητα στον εφηβικό μου νου! Σήμερα;
Εκοιμήθη ο μακαριστός, αλλά, είναι αλήθεια, παρά τις όποιες ακρότητες, κάποιες φορές, που παρουσίαζε, κυρίως στα μέσα και τους τρόπους έκφρασής του και ουδεπόποτε στην ουσία των γραφομένων και λεγομένων του, συγκρίνοντας εκείνη την πολύπλευρη προσωπικότητά του με αντίστοιχες «νερόβραστες» σημερινές, ω ναι, πόσο θα ήθελα να έβλεπα και ν’ άκουγα έναν, όχι πολλούς, έναν ακόμη και σήμερα, έναν αδέσμευτο, απονήρευτο, απροσποίητο, ρηξικέλευτο, αδέκαστο, ανεξάρτητο και πρωτοπόρο για την εποχή του Καντιώτη! Πόσο!
Το σημερινό, όμως, άρθρο μου έχει άλλο σκοπό, τουλάχιστον αρχικά, συγγραφής. Να στραφεί προς τους συναδέλφους λαϊκούς θεολόγους, άνδρες και γυναίκες και συμπεριλαμβανομένου του γράφοντος, να μάς υπενθυμίσει την αποστολή μας: η θεολογική ορθοτομία και ορθοπραξία του βίου μας!
Λυπούμαι ανείπωτα κάθε που διαπιστώνω θεολογικές τοποθετήσεις του «καιρού», δηλαδή, της εποχής, συμβατές και απόλυτα εναρμονισμένες με την καθημερινή, μην πω και πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας, φορά του ανέμου! Αλήθεια, ποιου ανέμου!
Βαπτίζουμε την αδιαντροπιά πρόοδο και την ορθοπραξία «όνειρο θερινής νυκτός» μιας άλλης εποχής. Μάλιστα, δε, για να γίνουμε πιο «μοντέρνοι» στη διαδικτυακή ή επαγγελματική-φιλική παρέα μας, δε διστάζουμε να κρατήσουμε αποστάσεις από βασικές αλήθειες της Ορθοδόξου Πίστεώς μας, αν δεν τις διαγράφουμε κιόλας! Αλειτούργητοι, αλιβάνωτοι, ανεκκλησίαστοι, αμέτοχοι των ιερών μυστηρίων, παρά ταύτα, μερίδα των λαϊκών θεολόγων, το τονίζω, μερίδα από εμάς βιώνουμε μια νέα αντίληψη εφαρμογής και οικειοποιήσεως ενός νέου εκκλησιαστικού ήθους, που μάς επιτρέπει να μιλάμε πολύ στους ανθρώπους για τον Θεό, αλλά καθόλου σ’ Εκείνον για τον κόσμο!
Αδειάζουν οι Εκκλησίες και πληθαίνουν οι προσοντούχοι θεολόγοι -ασφαλώς δεν έχουμε εμείς την πληρότητα της εύθυνας αυτής- και αναδύεται ένα νέο κύμα θεολογικής «αφρόκρεμας», που δοκιμάζει λίγο απ’ όλα και αποφαίνεται περί παντός επιστητού, ορατού και αοράτου: «Εχω την αίσθηση ότι εδώ συναντά εφαρμογή εκείνο που χρόνια φωνάζω ότι λαθεμένη θεολογία διδάσκουμε, λαθεμένη θεολογία διδαχθήκαμε, αθεολόγητη θεολογία βιώνουμε», έγραφα λίγο καιρό πριν, σε ένα βιβλίο μου υπό τον τίτλο «Θεολογίας γόνοι αθεολόγητοι».
Κλείνοντας, θα αναφέρω μια μικρή ιστορία από την αρχαία Αθήνα, μία από αυτές τις ιστορίες που πολύ αγαπώ να σκέφτομαι και να διηγούμαι: 317 π.Χ. και η Αθήνα βρίσκεται υποδουλωμένη στους Μακεδόνες. Από τον άρχοντα της Μακεδονίας Κάσσανδρο, διορίζεται διοικητής της Αθήνας ένας άνδρας πολύ διαβασμένος αλλά με χαρακτήρα άξεστο, άστατο και ματαιόδοξο, ο Δημήτριος ο Φαληρεύς! Η αλαζονεία του και η παντογνωσία του έκανε τους Αθηναίους να γεμίσουν την Αθήνα με αγάλματα, με ανδριάντες του Δημητρίου, περίπου 360 σε όλη την πόλη και, ασφαλώς, από το δημόσιο ταμείο. Δεν έμεινε, όμως σε αυτό! Εξέδωσε διαταγή, σύμφωνα με την οποία υποχρέωσε όλους τους Αθηναίους, από είκοσι ετών και επάνω, να περάσουν από εμπρός του και να τον προσκυνήσουν…!
Εκάθισε, λοιπόν, ο ταλαίπωρος ο Δημήτριος στον θρόνο του αγέρωχος και καμάρωνε τον κόσμο που περνούσε και υποτακτικά προσκυνούσε -άραγε, να πάει το μυαλό μου κάπου συγκεκριμένα, σήμερα;- έως ότου έφθασε και ο ξακουστός Μένανδρος, ο μεγάλος ποιητής! Αυτός προσπέρασε τον Δημήτριο με αδιαφορία, γεγονός που εξόργισε τον Φαληρέα διοικητή. Στην δε ερώτησή του, πώς, γιατί δεν προσκύνησε, σύμφωνα πάντα με την εκδιδομένη διαταγή, ο Μένανδρος απάντησε: «Ναι, αλήθεια δεν σε προσκύνησα. Γιατί, έως να φθάσω εδώ, στο δρόμο μου συνάντησα πολλούς Δημήτριους (σημ. τους ανδριάντες) και δεν ήξερα ποιος απ’ όλους είναι ο αληθινός».
Αφού, λοιπόν, κάποιοι αρέσκεσθε στο λιβανωτό και στο θυμίαμα, αφού το καταναλώνετε που το καταναλώνετε, ε, καιρός είναι: εναποθέσατε αυτό στις εκκλησιές μας, εκεί που αρμόζει και αφήστε την αηδιαστική θυμιάτιση, με λόγια και έργα, στα απόνερα όσων κατέχουν θέσεις εξουσίας και διοίκησης, μήπως και μόνο στην ιδέα πως κάποια μέρα, μπορεί, ίσως, κάποτε, ν᾿ αποτελέσετε και εσείς «ουρά» και αυλή κάποιου άλλου Δημητρίου Φαληρέα…!