Toυ Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα
Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Κατ’ αρχάς η λέξη «δημοψήφισμα» ανακαλεί συνειρμικά στη μνήμη της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων τη μεγάλη προδοσία της Ελληνικής Κυβέρνησης, η οποία πούλησε ελαφρά τη καρδία τη Μακεδονία στους Σκοπιανούς, περιφρονώντας πλήρως τον Ελληνικό Λαό. Σε αυτήν την πώληση οι δικοί μας αρμόδιοι δεν τήρησαν τουλάχιστον ούτε τα δημοκρατικά προσχήματα. Δεν εξήρτησαν δηλαδή την ισχύ της Συμφωνίας των Πρεσπών, την οποία υπέγραψαν με τα Σκόπια, από την έγκρισή της δια δημοψηφίσματος εκ μέρους του Λαού, όπως έπραξε η Κυβέρνηση των Σκοπίων, η οποία κάλεσε την περασμένη εβδομάδα το λαό του κρατιδίου τους στις κάλπες, για να εκφέρει την άποψή του επί της εν λόγω Συμφωνίας. Μαθήματα δημοκρατικότητας στους κυβερνώντες της «αριστεράς του τίποτα» από τους Σκοπιανούς! Οι πρώην απολίτιστοι «μαθητές» «βάζουν τα γυαλιά» στη «δασκάλα» τους Ελλάδα, που τους εκπολίτισε και τους δίδαξε την αξία και τις αρχές της δημοκρατίας.
Το δημοψήφισμα στα Σκόπια έγινε την περασμένη Κυριακή. Και όλοι οι ενδιαφερόμενοι για το αποτέλεσμά του, που δεν είναι ασφαλώς μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι, αλλά και οι «Μεγάλοι» που επηρεάζουν τις κινήσεις τους, έχουν «σκύψει» πάνω από αυτό και το αναλύουν. Για μας στην Ελλάδα η γνώμη του λαού των Σκοπίων δεν θα είχε καμιά απολύτως σημασία, εάν δεν ήμασταν «αγκιστρωμένοι» στην κατάπτυστη Συμφωνία των Πρεσπών. Επομένως, εφ’ όσον γίναμε συμβαλλόμενο μέρος σε αυτήν, είναι εύλογο Κυβέρνηση και αντιπολίτευση στην Ελλάδα να παρακολουθούν, με διαφορετικές βέβαια ελπίδες ή προσδοκίες η κάθε μια, την εξέλιξη της περίπλοκης κατάστασης που διαμορφώνει το σχετικό αποτέλεσμα. Και τούτο, διότι το μήνυμα που έστειλαν οι σκοπιανές κάλπες επιδέχεται πολλές «αναγνώσεις». Ας δούμε εδώ κάποιες από αυτές ξεκινώντας, όπως είναι φυσικό, από τις εκτιμήσεις των Σκοπιανών.
Εάν «διαβάσει» κάποιος το σχετικό μήνυμα με το «φακό» της Κυβέρνησης των Σκοπίων και υπό το πρίσμα του συντριπτικού ποσοστού υπέρ της Συμφωνίας, το οποίο προκύπτει από εκείνους που προσήλθαν και άσκησαν το εκλογικό τους δικαίωμα (35% περίπου), τότε είναι προφανές ότι η Κυβέρνηση του κ. Ζάεφ, που υπέγραψε τη Συμφωνία των Πρεσπών, κατήγαγε εντυπωσιακή νίκη. Αλλη όμως εικόνα, εντελώς αντίθετη από την προηγούμενη, δίνει το μήνυμα της κάλπης, εάν το «διαβάσει» κάποιος με το «φακό» της αντιπολίτευσης και υπό το πρίσμα της εξαιρετικά μεγάλης αποχής (65% περίπου) των Σκοπιανών ψηφοφόρων από το δημοψήφισμα. Ετσι βλέπουμε ότι με βάση το ίδιο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, η μεν Κυβέρνηση των Σκοπίων πανηγυρίζει για την επιδοκιμασία της Συμφωνίας των Πρεσπών από τη συντριπτική πλειοψηφία των ψήφων που έλαβε μεταξύ εκείνων που ψήφισαν, ενώ η αντιπολίτευση επιχαίρει για τη σιωπηρή αποδοκιμασία της Συμφωνίας αυτής από την επίσης συντριπτική πλειοψηφία εκείνων που απείχαν από το δημοψήφισμα. Βέβαια η Κυβέρνηση των Σκοπίων θα μπορούσε να ανασκευάσει την αρνητική εικόνα που δείχνει η πολύ μεγάλη αποχή στηριζόμενη σε μια τρίτη «ανάγνωση», η οποία αναδεικνύει την ασάφεια που ενέχει η σύνθεση της ομάδας αποχής, αφού είναι άδηλον τι ακριβώς αποδοκιμάζει η μεγάλη αυτή ομάδα. Αποδοκιμάζουν λ.χ. όλοι, όσοι επέλεξαν την αποχή, τη συγκεκριμένη Συμφωνία των Πρεσπών, επιδιώκοντας να αντικατασταθεί αυτή από μια άλλη καλύτερη συμφωνία; Ή μήπως κάποιοι από αυτούς αποδοκιμάζουν εν γένει κάθε προσπάθεια ανατροπής του status quo στα Σκόπια με οποιαδήποτε συμφωνία; Υπάρχουν ίσως ανάμεσα σε όλους αυτούς και κάποιοι που δεν αποδοκιμάζουν τίποτε από όλα αυτά, αλλά μόνο την απρόκλητη παρέμβαση στο δημοψήψισμα αμερικανικών και ευρω-ενωσιακών παραγόντων;
Οπως και να έχει το πράγμα, ο συμβουλευτικός χαρακτήρας του δημοψηφίσματος δεν εμποδίζει την Κυβέρνηση των Σκοπίων να επιδιώξει την αναθεώρηση του Συντάγματος της χώρας, που είναι και ο τελικός σκοπός όλων των σχετικών πολιτικών διεργασιών στα Σκόπια, προκειμένου να απαλειφθούν από αυτό οι αλυτρωτικές του διατάξεις, ώστε να πληρωθεί ο απαραίτητος όρος της ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Εκεί έχουν εστιάσει την προσοχή τους η Ελληνική Κυβέρνηση και οι Ευρω-ατλαντικοί σύμμαχοι, παραβλέποντας ότι ο αλυτρωτισμός καταργείται ως θεσμική ρύθμιση με την ίδια ευκολία που μπορεί να επανέλθει αργότερα, όταν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι. Ουδέποτε όμως εκλείπει ως νοοτροπία και πρακτική από ένα λαό που έχει γαλουχηθεί με αυτόν. Δείγμα της σημασίας που έχει για τους Σκοπιανούς η βαθιά ριζωμένη πεποίθησή τους ότι είναι αποκλειστικοί δικαιούχοι της μακεδονικής ταυτότητας, αποτελεί η συμπεριφορά τους από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών μέχρι σήμερα. Ενώ αποδέχθηκαν να περιοριστούν σε αυτό που σηματοδοτεί η «Βόρεια Μακεδονία», την οποία τους αναγνωρίζει η Συμφωνία, ουδέποτε έπαψαν να αυτοχαρακτηρίζονται ως «Μακεδόνες». Και φυσικά δεν έχουν κανένα λόγο να πάψουν να το πράττουν στο μέλλον. Πολύ περισσότερο, όταν όλοι εκείνοι που μόχθησαν, για να επικρατήσει ως ονομασία του κρατιδίου των Σκοπίων ο όρος «Βόρεια Μακεδονία», έχουν πετάξει και αυτοί στην άκρη το επίθετο, που χρειάστηκε μόνο για την υπογραφή της Συμφωνίας και λειτουργούν αποκλειστικά με το ουσιαστικό. Οπως τότε τον καιρό της «πειρατείας», έτσι και σήμερα μετά το συμβιβασμό των «πειρατών» με τους «νοικοκύρηδες», οι Σκοπιανοί είναι μόνο «Μακεδόνες».
Ενόψει όλων αυτών εκτιμώ ότι, παρά τα καμώματα της αντιπολίτευσης, η Κυβέρνηση των Σκοπίων εύκολα ή δύσκολα θα τα καταφέρει. Εστω κι αν χρειαστεί να γίνουν νέες εκλογές, οι οποίες, εφ’ όσον προκηρυχθούν, θα καθυστερήσουν απλά τις εξελίξεις, δίνοντας όμως εξαιρετικά χρήσιμο πολιτικό χρόνο στην Ελληνική Κυβέρνηση, για να προσπαθήσει με μεγαλύτερη χρονική άνεση να κλείσει το «ρήγμα» που άνοιξε η προδοτική Συμφωνία των Πρεσπών με προεκλογικές παροχές. Νικήτρια σε κάθε περίπτωση θα είναι η Κυβέρνηση των Σκοπίων, η οποία θα καταφέρει τελικά να πάρει δια της κοινοβουλευτικής οδού εκείνο που της στέρησε το δημοψήφισμα. Το δέλεαρ της εισόδου στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι πολύ ισχυρό, για να το αγνοήσουν οι Σκοπιανοί. Αλλωστε στην ουσία έχουν πάρει με τη Συμφωνία των Πρεσπών αυτό που ανέκαθεν διεκδικούσαν. Τί άλλο μπορούν λογικά να περιμένουν να πάρουν από την ελληνική πλευρά;
Οσο για μας τους «πατριδοκάπηλους», μολονότι η βλάβη που προξένησε στα εθνικά μας συμφέροντα η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μη αναστρέψιμη, όπως είχα την ευκαιρία να σημειώσω σε άλλο παλαιότερο άρθρο μου από τις στήλες της «ΚτΟ», η αντίσταση σε αυτή τη Συμφωνία πρέπει να συνεχιστεί για την «τιμή των όπλων». Διότι θα προβάλει προς όλους ότι η εν λόγω Συμφωνία είναι προϊόν προδοσίας. Και θα ξαναθυμίσει άλλη μια φορά σε όσους το λησμονούν ότι, εάν πέρασαν τις Θερμοπύλες οι Πέρσες, αυτό το οφείλουν στους Εφιάλτες και όχι στους αληθινούς Ελληνες πατριώτες που αγωνίστηκαν να εμποδίσουν την προέλασή τους.