Του π. Γεωργίου Δορμπαράκη στην “Κιβωτό της Ορθοδοξίας”
Ο Χαιρετισμός τονίζει τη δύναμη που έχει η Παναγία μας, δύναμη όχι εξ εαυτής, αλλά από τη σχέση της με τον Υιό και Θεό της. Όλοι γνωρίζουμε ότι κάθε τι που έχει η Παναγία, η όποια χάρη, σοφία και δύναμή της, οφείλεται στο γεγονός ότι έχοντας «κολλήσει» ελεύθερα στο θέλημα του Κυρίου, έγινε η μεγαλύτερη δίοδος προκειμένου να διέρχεται δι’ αυτής η παντοδύναμη ενέργεια Εκείνου, με απόλυτη δίοδο την ώρα της σάρκωσής Του στην αγιασμένη γαστέρα της. Στο πρόσωπο, λοιπόν, της Υπεραγίας Θεοτόκου ψαύουμε κυριολεκτικά την παρουσία του ίδιου του Θεού μας, διότι ακριβώς είναι «ο Κύριος μετ’ αυτής», γι’ αυτό και «πολύ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου».
Η δύναμή της όμως αυτή, ως χάρη που εκχωρείται από τον Κύριο και Θεό της, λειτουργεί κατ’ αντίστοιχο τρόπο προς Εκείνου την παντοδυναμία. Δηλαδή ως δύναμη αγάπης και ελέους, ως δύναμη συγχώρησης, που «αίρει» την αμαρτία των ανθρώπων προκειμένου να τους δώσει τη δική Του δικαιοσύνη. Αυτό δεν βλέπουμε σε όλη την ιστορία της θείας οικονομίας, την ιστορία δηλαδή του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου; Τι έκανε ο Θεός απέναντι στον επαναστατημένο άνθρωπο για να τον σώσει; Δεν έστειλε «κεραυνούς» εκδίκησηςγια να υποτάξει το πλάσμα Του – θα ήταν βλασφημία μία τέτοια υποταγή του ανθρώπου από έναν Θεό που αναζητεί πάντοτε την καρδιά του ανθρώπου, δηλαδή την ελεύθερη αποδοχή και αγάπη του. Γι’ αυτό και η παντοδυναμία Του κινείται με τον πιο απρόσμενο τρόπο που «γονατίζει» κάθε καλοπροαίρετη καρδιά: «κλίνει ουρανούς» και γίνεται άνθρωπος, αναλαμβάνοντας Αυτός ό,τι πια δεν μπορούσε να κάνει ο τραυματισμένος και ημιθανής άνθρωπος. Η παντοδυναμία Του φανερώνεται μέσα στην απόλυτη αγάπη Του – γι’ αυτό και ο Σταυρός του Κυρίου: η θεωρούμενη απόλυτη «αδυναμία» Του, συνιστά «την νίκην, την νικήσασαν τον κόσμον».
Και ποια η έννοια τότε της φράσης της Γραφής περί της οργής του Θεού και της δικαιοσύνης Του πέραν της αγάπης Του; Η οργή του Θεού, όπως ερμηνεύεται συνήθως από τους αγίους μας, δεν λειτουργεί με τον φόβο, γιατί ακριβώς μας αγαπάει με την ανώτερη δυνατή αγάπη που μπορεί κανείς να φανταστεί κι ακόμη περισσότερο – (η οργή του Θεού λοιπόν), συνιστά τη βίωση της αγάπης Του από εκείνους που δυστυχώς αρνούνται την παροχή και την ενέργειά Της. Ο Θεός δηλαδή παρέχει την αγάπη Του, αλλά μεταποιείται αυτή ανάλογα με το περιεχόμενο της καρδιάς του ανθρώπου. Η οργή Του είναι η μεταποιημένη από τη διαστροφή της καρδιάς του ανθρώπου αγάπη του Πατέρα – (κάτι παρόμοιο δεν θα ισχύσει και στην κρίση του Θεού;).
Αλλά και ως οργή του Θεού μπορούμε να χαρακτηρίσουμε 1) εκείνες τις ενέργειές Του που λειτουργούν μ’ έναν πιο έντονο και «προκλητικό» θα λέγαμε τρόπο στον απομακρυσμένο από Αυτόν άνθρωπο (επιτρέποντας μία δοκιμασία, ένα ατύχημα, μία αρρώστια κλπ.), προκειμένου να τον συνετίσει, να τον κάνει να έλθει εις εαυτόν και να μετανοήσει, συνεπώς λειτουργούν ως «παιδαγωγία» Του μέσα στο πλαίσιο της φιλανθρωπίας Του· και 2) ακόμη και την (προσωρινή) άρση της χάριτός Του, αφήνοντας τον άνθρωπο στις δικές του επιλογές ζωής, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την αμαρτία και τον εγωισμό του και τον οδηγούν ήδη από τώρα σε μία αίσθηση κόλασης. Είναι ευνόητο έτσι πως η έννοια της δικαιοσύνης του Θεού λειτουργεί εντελώς ανάποδα από τη συνήθη ημών των ανθρώπων λειτουργία, διότι έχει ως περιεχόμενό της και πάλι την αγάπη – αγάπη και δικαιοσύνη στον Θεό ταυτίζονται.
Λοιπόν, για να επανέλθουμε στην Παναγία μας, όταν χαιρετίζεται η μεγάλη Μάνα ως εκείνη που σαν βροντή χτυπάει και φοβίζει τους εχθρούς, πρέπει να εννοήσουμε ότι εκφοβίζει πρώτα από όλα βεβαίως τους εχθρούς του ανθρωπίνου γένους κι όλου του κόσμου εκπεπτωκότας αγγέλους, τους δαίμονες, ώστε να μην πειράζουν και ταλαιπωρούν τους ανθρώπους, αλλά και εκφοβίζει μέσα στο πλαίσιο της αγάπης της και όλους εκείνους που τοποθετούνται εχθρικά έναντι του Θεού, έναντι των αγίων, έναντι της Εκκλησίας προκειμένου να τους οδηγήσει σε συναίσθηση της επιλογής της κόλασής τους, φανερώνοντας ταυτόχρονα ότι διαφυλάσσει τους πιστούς και ότι η ίδια είναι Εκείνη (με πρώτον βέβαιο τον Υιό και Θεό της) που θα βρουν μπροστά τους σε όποια εχθρική τους κατ’ αυτών ενέργεια. Με άλλα λόγια, το «αγριωπό» μερικές φορές βλέμμα της είναι το βλέμμα της Μάνας που η καρδιά της σπαράζει καθώς βλέπει το σπλάχνο της να οδεύει προς την καταστροφή του. Η «βροντή» της είναι η αγωνιώσα κραυγή της που θέλει με την έντασή της να μας προφυλάξει από τους πνευματικούς κινδύνους που διατρέχουμε, αλλά και να κάνει πέρα τους εχθρούς δαίμονες.
Την Παναγία μας δεν την αφήνουμε ποτέ. Κρατιόμαστε μέσα στην αγκαλιά της, «κολλάμε» στο άγιο όνομά της, γιατί έτσι ξέρουμε ότι βρισκόμαστε σαν το πλοίο μέσα στο λιμάνι. Η όποια «βροντή» της τότε ακούγεται στα αυτιά μας ως νανούρισμα και γλυκό τραγούδι της.