Toυ Σεβασμ. Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμία
Εισάκουσον 2, ο Θεός, της φωνής μου, εν τω δέεσθαί με προς σε, από φόβου εχθρού εξελού την ψυχήν μου. 3 Σκέπασόν με από συστροφής πονηρευομένων, από πλήθους εργαζομένων αδικίαν, 4 Οίτινες ηκόνησαν ως ρομφαίαν τας γλώσσας αυτών, ενέτειναν τόξον αυτών πράγμα πικρόν 5 του κατατοξεύσαι εν αποκρύφοις άμωμον, εξάπινα κατατοξεύσουσιν αυτόν και ου φοβηθήσονται.
6 Εκραταίωσαν εαυτοίς λόγον πονηρόν, διηγήσαντο του κρύψαι παγίδα, είπαν· τις όψεται αυτούς; 7 Εξηρεύνησαν ανομίαν, εξέλιπον εξερευνώντες εξερευνήσεις. Προσελεύσεται άνθρωπος, και καρδία βαθεία, 8 και υψωθήσεται, ο Θεός. Βέλος νηπίων εγενήθησαν αι πληγαί αυτών, 9 και εξησθένησαν επ’ αυτούς αι γλώσσαι αυτών. Εταράχθησαν πάντες οι θεωρούντες αυτούς, 10 και εφοβήθη πας άνθρωπος. Και ανήγγειλαν τα έργα του Θεού και τα ποιήματα αυτού συνήκαν. 11 Ευφρανθήσεται δίκαιος εν τω Κυρίω και ελπιεί επ’ αυτόν, και επαινεθήσονται πάντες οι ευθείς τη καρδία.
1. Δεν έχουμε ενδείξεις για να πούμε για τα ειδικά περιστατικά για τα οποία συνετέθη ο ψαλμός. Κατά την επιγραφή ο ψαλμός είναι του Δαβίδ. Απλό είναι το περιεχόμενό του: Ο Δαβίδπερικυκλώνεται από εχθρούςοι οποίοι κατέστρωσαν σχέδια εναντίον του, για να τον εξοντώσουν. Αλλά αυτός καταφεύγει στον Θεό και με τον παρόντα ψαλμό Τον παρακαλεί να τον διασώσει από τον κίνδυνο ύπουλων εχθρών του. Και βέβαιος από προηγούμενα περιστατικά του ο προφητάναξ, ότι θα εισακουσθεί από τον Θεό, προλέγει τη συντριβή των καταχθονίων σχεδίων των εχθρών του, αλλά και τα ωφέλιμα αποτελέσματα που θα έλθουν από την τιμωρία τους. Στον ψαλμό μπορούμε να δώσουμε και χριστολογική ερμηνεία, αν σκεφθούμε πόσα κακά ελάλησαν και έκαναν οι Ιουδαίοι κατά του πραγματικού Μεσσία, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
2. Ο ποιητής μας παρακαλεί τον Θεό να τον εισακούσει, γιατί συνέχεται από τον φόβο που του εμπνέουν οι εχθροί του (στιχ. 2). Τον πολεμούν υπούλως με μυστικές συσκέψεις και με θορυβώδεις επιθέσεις (στιχ. 3). Οργανο δε στην ύπουλη αυτή πολεμική τους αυτοί οι δόλιοι εχθροί έχουν την γλώσσα τους, την οποία με τα λόγια τους την κάνουν μάχαιρα εναντίον του Δαβίδ: «Ηκόνησαν ως ρομφαίαν τας γλώσσας αυτών» (στιχ. 4). Και πλατειάζων την στρατιωτική αυτή εικόνα, ως βασιλεύς ο Δαβίδ, λέγει: «Ενέτειναν τόξον αυτών, πράγμα πικρόν, του κατατοξεύσαι εν αποκρύφοις άμωμον» (στιχ. 4.5). Το δε «πικρόν πράγμα», για το οποίο λέγει ο ποιητής είναι αυτό που λέγει αμέσως παρακάτω: «Του κατατοξεύσαι εν αποκρύφοις άμωμον» (στιχ. 5). Οτιδηλαδή, αυτό το καταχθόνιο σχέδιο το καταστρώνουν εναντίον «αθώου» ανθρώπου, ο οποίος σε τίποτε δεν τους αδίκησε. Το σχέδιό τους το κατέστρωσαν πολύ καλά οι κακοποιοί, γιατί «εκραταίωσαν εαυτοίς λόγον πονηρόν», λέγει στην συνέχεια ο ποιητής μας (στιχ. 6).
Τι σημαίνει το «εκραταίωσαν»; Σημαίνει ότι βρήκαν ψευδομάρτυρες εναντίον μου, τους μίσθωσανγια να στερεώσουν την ψευδομαρτυρία τους, ότιτέλος πάντων, φρόντισαν με κάθε άδικο μέσο να πετύχουν τα πονηρά τους σχέδια εναντίον μου. Αλλά δεν είχαν φόβο Θεού γι’ αυτά τα εγκληματικά που σχεδίαζαν και έκαναν εναντίον του ποιητού μας; Οχι, δεν είχαν! Γιατί ο ψαλμωδός τους παρουσιάζει να λέγουν: «Τις όψεται ημάς;» (στιχ. 6). Ετσι έλεγε και ο αμαρτωλός του Ψαλμ. 9, ότι λησμονεί ο Θεός ή ότι δεν βλέπει ο Θεός: «Επιλέλησται ο Θεός, απέστρεψε το πρόσωπον αυτού του μη βλέπειν εις τέλος» (στιχ. 22). Ετσι και οι κακοποιοί, οι σχεδιάζοντες τα πονηρά διαβούλια κατά του ποιητού μας, δεν είχαν την έννοια της παρουσίας του Θεού, γι᾽ αυτό και έλεγαν: «Τις όψεται ημάς;».
3. Ο ψαλμωδός επιμένει στο να δείξει τις προσπάθειες των εχθρών του με τις πονηρές διαβουλεύσεις τους εναντίον του. Λέγει γι’ αυτούς: «Εξηρεύνησαν ανομίαν, εξέλιπον εξερευνώντες εξερευνήσεις» (στιχ. 7). Κουράστηκαν στο να διερευνούν πονηρά σχέδια. Ή, όπως ερμηνεύει τον στίχ. ο Θεοδώρητος: «Πάντα εκίνησαν λογισμόν· πάσαν επενόησαν κατ’ εμού μηχανήν· ουδέν επιβουλής καταλελοίπασιν είδος, προφανώς επιόντες, κρύβδην λοχώντες κατασκόποις χρώμενοι, τας ερήμους περινοστούντες, τα πετρώδη χωρία διερευνώμενοι». Τηρούν δε τα κακοποιά σχέδιά τους οι εχθροί σε άκρα μυστικότητα και στα βάθη της καρδιάς τους. «Και καρδία βαθεία», λέγει παρακάτω ο ψαλμός (στιχ. 7β). Και ο προφήτης Ιερεμίας πάλι μας λέγει: «Βαθεία η καρδία παρά πάντα και τις γνώσεται;» (17,9-10).
«Αλλά -λέγει απότομα ο ποιητής μας- παρελεύσεται άνθρωπος και καρδία βαθεία και υψωθήσεται ο Θεός» (στιχ. 7β). Αίφνης αλλάζουν τα πράγματα! Ενώ πρώτα κυβερνούσε ο άνθρωπος της αμαρτίας (περιεκτικά νοούμενοι με την έκφραση αυτή όλοι οι εχθροί του ποιητού μας), τώρα, εν μέσω αυτών, «υψωθήσεται ο Θεός» και θα τους συντρίψει και θα δικαιώσει τον ευσεβή και αδίκως πολεμούμενον απ’ αυτούς ποιητή μας.
Τι απέγιναν, λοιπόν, τα ύπουλα έργα τους, που τεχνούργησαν με τόση ευφυία και δολιότητα; Τι απέγιναν; «Βέλος νηπίων εγεννήθησαν αι πληγαί αυτών. Και εξησθένησαν επ’ αυτούς αι γλώσσαι αυτών» (στιχ. 8). Τα τόξα τους και τα βέλη τους απεδείχθη ότι ήταν χάρτινα, σαν παιχνίδια μικρών παιδιών: «Βέλος νηπίων εγεννήθησαν αι πληγαί αυτών»! Βέλος νηπίων! Και οι γλώσσες τους, πουμε τα πικρά και καυτά τους λόγια, ήταν σαν ρομφαία εναντίον του ποιητού μας (βλ. στιχ. 4.5); «Εξησθένησαν» (στιχ. 8)! Παρέλυσαν! Είναι ανίκανες πια να εξυβρίζουν και να κακολογούν. Αλλά δεν μπορούν και να δικαιολογήσουν την αιφνίδια αλλαγή και μετατροπή των πραγμάτων. Τη ματαίωσηδηλαδή των πονηρών σχεδίων τους, για τα οποία θριαμβολογούσαν («εκραταίωσαν εαυτοίς λόγον πονηρόν», στιχ. 6).
4. Η με την επέμβαση του Θεού αιφνίδια μεταβολή των πραγμάτων δημιούργησε θαυμασμό και φόβο στους συνεργούς και τους θαυμαστές των κακοποιών: «Εταράχθησαν πάντες οι θεωρούντες αυτούς και εφοβήθη πας άνθρωπος» (στιχ. 9)! Στους δικαίους όμως η μεταβολή αυτή έδωσε χαρά και ελπίδα και καύχηση: «Ευφρανθήσεται δίκαιος εν τω Κυρίω και ελπιεί επ’ αυτόν και επαινεθήσονται πάντες οι ευθείς τη καρδία» (στιχ. 11)!