Αρχική » Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα: Το χρονικό μιας προαναγγελθείσης αποποινικοποίησης

Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα: Το χρονικό μιας προαναγγελθείσης αποποινικοποίησης

από christina

Toυ Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Μεταξύ των άλλων διατάξεων που αποποινικοποιούνται στο Σχέδιο του Νέου Ποινικού Κώδικα συμπεριλαμβάνονται και οι διατάξεις των άρθρων 198 και 199 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, που τιμωρούν αντιστοίχως την κακόβουλη βλασφημία και την καθύβριση θρησκευμάτων. Η εξέλιξη αυτή ήταν αναμενόμενη, εάν ληφθεί υπόψη το αρνητικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί προ πολλού σε βάρος της θρησκείας. Η Ενωση Αθέων με συνεχείς παρεμβάσεις από της συστάσεώς της «σφυροκοπεί» αδιάκοπα τις εν λόγω διατάξεις με το επιχείρημα ότι περιορίζουν την ελευθερία της έκφρασης! Είχα την ευκαιρία να σχολιάσω παλαιότερα τις απόψεις αυτές από τις στήλες της ΚτΟ και να καταδείξω την πλημμέλεια της σχετικής συλλογιστικής της Ενωσης των Αθέων, που χρησιμοποιούσε επιστημονικοφανή επιχειρήματαγια να συγκαλύψει την εμπαθή πολεμική της εναντίον της Ορθοδοξίας. Σήμερα διαπιστώνουμε την πανηγυρική δικαίωση των προσπαθειών της Ενωσης αυτής, αφού υιοθετούνται πλήρως οι θέσεις της από το Σχέδιο του Νέου Ποινικού Κώδικα και καταργούνται τα άρθρα 198 και 199 του Ποινικού Κώδικα.

Δεν συνοδεύεται το Σχέδιο του Ποινικού Κώδικα από κάποια Αιτιολογική Εκθεση, για να δούμε με ποιο σκεπτικό προτείνει την κατάργηση των εν λόγω διατάξεων. Είναι προφανές όμως ότι πίσω από την κατάργηση αυτή κρύβεται η υλιστική για τα έννομα αγαθά θεωρία του Μανωλεδάκη, σύμφωνα με την οποία, για να προστατεύεται ένα αγαθό με τα μέσα της ποινικής καταστολής, πρέπει απαραιτήτως να έχει υλικήυπόσταση. Αλλιώς, όταν λείπει αυτή η υλικότητα, η αναγωγή ενός ιδεατού αγαθού σε ποινικά προστατευόμενο έννομο αγαθό δημιουργεί το φαινόμενο του «ψευτοεγκλήματος»,που δεν έχει καμία θέση στο χώρο του ποινικού δικαίου, γι’ αυτό και η τιμωρία του συνιστά καταχρηστική άσκηση της εξουσίας του ποινικού νομοθέτη. Καταλήγω στην πιο πάνω εκτίμηση, διότι σε πολλές περιπτώσεις που το Σχέδιο του Ποινικού Κώδικα προβαίνει στην αποποινικοποίηση άλλων διατάξεων, αυτό γίνεται στη βάση των απόψεων Μανωλεδάκη, ο οποίος υπήρξε άλλωστε πρόεδρος της προ εικοσαετίας περίπου συσταθείσης πρώτης επιτροπής αναθεώρησης του ποινικού κώδικα. Οι απόψεις όμως του Μανωλεδάκη, που υιοθετούνται αυτούσιες από το Σχέδιο του Ποινικού Κώδικα, δεν είναι κρατούσες στην επιστημονική θεωρία, όπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω στην εκδήλωση που έγινε πρόσφατα στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών στο πλαίσιο της διαβούλευσης επί του ΣχεδΠΚ με τη συμμετοχή εκπροσώπων της πανεπιστημιακής κοινότητας, της δικαιοσύνης και του δικηγορικού κόσμου.

Προσωπικά στα βιβλία μου, αλλά και σε άλλες μελέτες μου, έχω αναδείξει την πλάνη της υλιστικής για τα έννομα αγαθά θεωρίας του Μανωλεδάκη, αν ληφθεί υπόψη ότι ο ποινικός κώδικας δεν τιμωρεί μόνο την ανθρωποκτονία, την κλοπή, την πλαστογραφία, τον βιασμό, τη ληστεία, την εξύβριση, την απάτη και λοιπά εγκλήματα, πίσω από τα οποία βρίσκονται υλικά αντικείμενα. Τιμωρεί με τις διατάξεις για την ψευδορκία ή την ψευδή καταμήνυση και την παραπλάνηση της δικαιοσύνης στην έκδοση εσφαλμένης απόφασης, αλλά και την προσβολή της δημόσιας τάξης ή τη διατάραξη της κοινής ειρήνης, εγκλήματα δηλ., στα οποία το ορθώς προστατευόμενο έννομο αγαθό δεν είναι υλικό, αλλά ιδεατό. Και ουδείς τόλμησε ποτέ να υποστηρίξει ότι σε αυτές τις περιπτώσεις προσβολής ιδεατών και όχι υλικών αγαθών έχουμε «ψευτοεγκλήματα» που κακώς τα τιμωρεί ο ποινικός νομοθέτης. Δεν το έπραξε αυτό ούτε και ο ίδιος ο Μανωλεδάκης αντιφάσκοντας στα σημείο αυτό με τη θεωρία του. Απλά, για να δείξει τη δογματική του συνέπεια στις περιπτώσεις προσβολής ιδεατών αγαθών, ψάχνει -χωρίς να πείθει βέβαια-  να βρει υλικό έρεισμα, για να αποδείξει την αψεγάδιαστη λειτουργία της θεωρίας του.

Εστω και με τις υπερβολικές κατασκευές του Μανωλεδάκη δεν μπορεί, νομίζω, να αμφισβητηθεί σοβαρά ότι την ίδια προστασία με την κοινή ειρήνη πρέπει να απολαμβάνει και η θρησκευτική ειρήνη, που είναι και αυτή ιδεατό αγαθό και προσβάλλεται ασφαλώς με την κακόβουλη βλασφημία ή την καθύβριση θρησκευμάτων. Βλασφημώντας κάποιος τον Θεό ή καθυβρίζοντας το θρήσκευμα που Τον πιστεύει, δεν μειώνει την εικόνα του Θεού στους ανθρώπους, ώστε να χρειάζεται η παρέμβαση του ποινικού νομοθέτη για την προστασία Του. Ο Θεός δεν είναι έννομο αγαθό. Και δεν είναι πάντως λιγότερο ή περισσότερο Θεός, ανάλογα με τη στάση του ποινικού νομοθέτη προς Αυτόν.Ο Θεός είναι πάνω και πέρα από όλες αυτές τις συμβατικότητες. Οποιος ασεβεί προς τον Θεό, θα κριθεί από Αυτόν. Η ασέβεια όμως που εκφράζει κάποιος με τη βλασφημία του Θεού ή την καθύβριση της Εκκλησίας Του, προσβάλλει εκείνους που Τον πιστεύουν, δημιουργώντας έτσι βάση διασάλευσης της θρησκευτικής ειρήνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των πολιτισμένωνανθρώπων, άσχετα αν έχουν ή όχι μεταφυσικές πεποιθήσεις ή αν πιστεύουν στον ίδιο ή άλλον Θεό. Η θρησκευτική πεποίθηση είναι σπουδαίο πολιτισμικό αγαθό σε μία δικαιοκρατούμενη πολιτεία και δικαίως προστατεύεται από τα Συντάγματα. Μέσα από τη συνταγματική προστασία των θρησκευτικών πεποιθήσεων αναδύεται το έννομο αγαθό της θρησκευτικής ειρήνης, το οποίο προστατεύεται σήμερα ποινικά με ανάλογες προς τις δικές μας διατάξεις από όλα τα πολιτισμένα κράτη. Και δεν είναι ασφαλώς ακριβές το επιχείρημα της ΕνωσηςΑθέων-όπως είχα την ευκαιρία και άλλη φορά να σημειώσω- ότι διατάξεις για την κακόβουλη βλασφημία ή την καθύβριση θρησκευμάτων υπάρχουν μόνο σε τριτοκοσμικά ή φονταμενταλιστικά κράτη!

Γιατί τιμωρείται αλήθεια με τον αντιρατσιστικό νόμο και πηγαίνει φυλακή, όποιος εκφράζεται καταφρονητικά για έναν ομοφυλόφιλο ή έναν μετανάστη; Η απάντηση είναι απλή: Διότι προσβάλλει την ετερότητά του. Δεν συνιστά όμως την ετερότητα ενός ανθρώπου η θρησκευτική του πεποίθηση, που προσβάλλεται όταν βλασφημείται ή καθυβρίζεται ο Θεός του; Γιατί με βάση την αποποινικοποίηση των σχετικών διατάξεων, που προτείνει το Σχέδιο του Ποινικού Κώδικα, πρέπει να μένουν ατιμώρητοι σε αυτές τις περιπτώσεις οι δράστες των σχετικών εγκλημάτων; Δεν υπάρχει εδώ η λογική των δύομέτρων και δύο σταθμών; Η επίκληση της ελευθερίας του λόγου ή της τέχνης, ως απάντησης στο σχετικό ερώτημα, δεν είναι πειστική. Ολες οι ελευθερίες έχουν τα ρητώς προβλεπόμενα ή ενυπάρχοντα σε αυτές όριά τους. Καμία ελευθερία δεν είναι απεριόριστη, διότι τότε μετατρέπεται σε ασυδοσία. Σαν αυτή που εκφράζει π.χ. ο γνωστός πίνακας του Βέλγου ζωγράφου Κορντιέ, που δείχνει ένανφαλλό να εκσπερματώνει εναντίον ενός Σταυρού ήσαν εκείνη που προβάλλουν οι «σατανικοί στίχοι» του Γάλλου ΡούντιΣαλμάν, με τους οποίους χλευάζει τον Μωάμεθ. Η ασέλγεια και η λάσπηστα πιστεύματα των άλλων που συνιστούν την ετερότητά τους δεν αποτελούν τέχνη και δεν πρέπει να μένουν ατιμώρητες, διότι αλλιώς ενεργοποιούν τα ανακλαστικά της ζούγκλας μέσα στην κοινωνία.

Για τους λόγους αυτούς δεν πρέπει να αποποινικοποιηθούντα εγκλήματα της κακόβουλης βλασφημίας και της καθύβρισης θρησκευμάτων, όπως προτείνει το Σχέδιο του Ποινικού Κώδικα. Περατώνοντας την παρέμβασή μου στην προαναφερθείσα εκδήλωση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, με την οποία σχολίαζα συνολικά τις ρυθμίσεις του ΣχεδΠΚ, επικαλέστηκα τη ρήση του Ανδρέα Κάλβου, που μας λέει ότι «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία». Είναι λοιπόν ευκαιρία να μας δείξει η Βουλή, η οποία θα κληθεί να ψηφίσει επί του Σχεδίου αυτού, πόση αρετή και πόση τόλμη διαθέτει απέναντι στις αξίες του πολιτισμού μας που καλείται να υπερασπιστεί.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ