Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα
Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Κατ’ αρχάς πριν αναπτύξω εδώ κάποιες συμπληρωματικές σκέψεις στο προηγούμενο τμήμα του άρθρου μου, που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα, αισθάνομαι την ανάγκη να πω δύο λόγια που με αφορούν. Και αυτό, για να μην παρεξηγηθούν ούτε οι προθέσεις μου ούτε τα γραφόμενά μου. Οφείλω λοιπόν να διευκρινίσω στο σημείο αυτό ότι δεν είμαι αυτόκλητος «τοποτηρητής» του δήθεν «χηρεύοντος» Θρόνου της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Και δεν αυτοαναγορεύομαι ασφαλώς σε κήνσορα του χριστιανικού ιδεώδους. Η αμαρτωλότητά μου είναι τόσο μεγάλη, που δεν θα μπορούσε να με νομιμοποιήσει να αναλάβω, ακόμη κι αν το επεδίωκα, τέτοιους ρόλους. Από βαθιά αγάπη και μόνο στον Θεάνθρωπο Ιησού, που μου «έκλεψε» παιδιόθεν την καρδιά, προσπαθώ να συμβάλω με την κριτική μου – η οποία δεν αφορίζει φυσικά και δεν κατακρίνει κανέναν, αφού ουδείς εξ ημών αναμάρτητος – ώστε να προβληματιστούμε όλοι με τα ανθρώπινα λάθη μας και να φροντίζουμε να τα διορθώνουμε, διότι γίνονται ακάθαρτη «καύσιμη» ύλη στα «λυχνάρια» μας, τα οποία αντί για «φως» Χριστού βγάζουν τις συνήθεις συμβατικές «μουτζούρες».
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω διευκρινίσεων δεν μπορώ να δω αλλιώς, παρά μόνον ως αναιρετικά του «τύπου» και του «τόπου» του Χριστού φαινόμενα εμπάθειας και μνησικακίας που εκδηλώνονται εκ μέρους ορισμένων Αρχιερέων τόσο προς τους αδελφούς τους, όσο και προς τους υφισταμένους τους κληρικούς. Κηρύσσουν τον πόλεμο σε εκείνους που δεν τους στήριξαν στην υποψηφιότητά τους προς κατάληψη της μητροπολιτικής θέσης, την οποία διεκδίκησαν και τελικά κατέλαβαν και αντιμετωπίζουν αλαζονικά και περιφρονητικά τους κατώτερους κληρικούς που τολμούν να τους κάνουν κριτική. Βλέπουμε δηλ. με τέτοιες συμπεριφορές να συναγωνίζονται κάποιοι Επίσκοποι σε ήθος, όχι το πρότυπο της αγάπης όλων μας, τον Χριστό, αλλά την μέση κυρά Κατίνα της κάθε γειτονιάς, που δεν «κόβει» απλά την «καλημέρα» σε εκείνες ή εκείνους που επικρίνουν τα «καμώματά» της στη γειτονιά, αλλά έχει στρέψει κιόλας οπλισμένο τον «εκτοξευτήρα» των «βολών» της εναντίον τους, περιμένοντας την ευκαιρία για να πατήσει το «κουμπί» και να τους εξαφανίσει. Αυτός πια κι αν δεν είναι «τύπος» και «τόπος»! Οχι βέβαια Χριστού, αλλά τζιχαντιστού! Δεν χρειάζεται να επικαλεστεί κάποιος προς τεκμηρίωση των σχετικών ισχυρισμών γνωστά σε όλους περιστατικά. Αρκεί εδώ η υπόμνηση της φράσης του Μεγάλου Πατέρα της Εκκλησίας, Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που υπέφερε τα «πάνδεινα» από Επισκόπους της προαναφερθείσης «κοπής», για να αναφωνήσει από τον τόπο της εξορίας του (στην οποία τον είχε στείλει η Αυτοκράτειρα Ευδοξία με την αρωγή ραδιούργων και συκοφαντών Επισκόπων), ότι τίποτε δεν φοβήθηκε περισσότερο στη ζωή του από τους Επισκόπους, με εξαίρεση μόνον ορισμένους από αυτούς: «ουδέν δέδοικα ως Επισκόπων, πλην ολίγων».
Κατεξοχήν «τόπος», όπου διαψεύδεται κατ’ εξακολούθηση ο Αγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, είναι η αίθουσα σύναξης της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος για την πλήρωση κενών μητροπολιτικών εδρών και την εκλογή νέων Μητροπολιτών. Εδώ ο «τύπος» και ο «τόπος» του Χριστού εκφράζεται με «κουκιά» και με «κινητά» τηλέφωνα. Υποψήφιος που τα πάει καλά με τα «κουκιά», έχει τις περισσότερες πιθανότητες να εκλεγεί Μητροπολίτης της πληρούμενης έδρας. Ετσι γινόταν ανέκαθεν. Και δυστυχώς, δεν φαίνεται κάποιο σημάδι στον ορίζοντα που να δείχνει ότι μπορεί να αλλάξει μελλοντικά κάτι στο ζήτημα αυτό. Αντί να αναζητούνται οι αποδεδειγμένης αγιότητας μορφωμένοι και κάποιας ηλικίας κληρικοί, αφιερωμένοι ταπεινά στην διακονία του Χριστού και να τους παρακαλεί η Εκκλησία να δεχθούν την εκλογή τους σε θέση Μητροπολίτη, γίνεται το ακριβώς αντίθετο. Από την επομένη κιόλας της εκδημίας του προηγούμενου Μητροπολίτη ξεκινάει μία διαδικασία συναλλαγής μεταξύ των Αρχιερέων, για να φανεί ποιος από αυτούς μπορεί να προωθήσει με καλές προοπτικές τον «δικό» του στην προς πλήρωση θέση. Μετρούνται τα «κουκιά», αναζητούνται κι άλλα, αν δεν φτάνουν, παίρνουν φωτιά τα «κινητά» και εάν όλα πάνε καλά, καλούμε στο τέλος τη «Θεία Χάρη» να στείλει την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στον εκλεγέντα. Προσκυνώ βαθιά την Θεία Χάρη, την αληθώς πάντοτε «τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα». Και υποκλίνομαι ταπεινά στην δύναμη του Αγίου Πνεύματος, που μετατρέπει τους αγραμμάτους αλιείς Μαθητές σε πανσόφους Διδασκάλους και δι’ αυτών «σαγηνεύει» έτσι την Οικουμένη. Φαίνεται όμως ότι έχουν αλλάξει οι καιροί και εγώ είμαι απλά ένα γραφικό απομεινάρι εκείνης της Μεγάλης Ημέρας της Αληθινής Πεντηκοστής. Γι’ αυτό έχοντας διαρκώς τη σκέψη και την καρδιά μου σε εκείνη τη μοναδική και ευλογημένη Πεντηκοστή, ζω μέσα στη σημερινή άφιλη πραγματικότητα διερωτώμενος συνεχώς τόσα χρόνια – και δεν μου δόθηκε ποτέ μέχρι τώρα απάντηση στην απορία μου – ποια σχέση μπορεί να έχει η Θεία Χάρις με τις μεθοδεύσεις στην εκλογή νέων Μητροπολιτών, δηλ. με τα «κουκιά» και τα «κινητά» των Αρχιερέων.
Την αποθέωσή του ο «τύπος» και ο «τόπος» Χριστού την βρίσκει στην αρχιερατική αμφίεση. Αντικειμενικά δαπανηρή, έστω κι αν δεν έχει επάνω της αληθινά χρυσαφικά και διαμάντια ή άλλα πετράδια. Και υποκειμενικά για κάποιους προκλητική. Σίγουρα πάντως άσχετη με την απλή αμφίεση του Χριστού, πολυτιμότερο στοιχείο της οποίας ήταν ο υφαντός, άρραφος χιτώνας Του, που τόσο πολύ τον λιμπίστηκαν οι Σταυρωτές Του, ώστε αφού Τον ξεγύμνωσαν και Τον Σταύρωσαν, «έπαιξαν» τον χιτώνα Του στα ζάρια, για να δουν ποιος θα τον κερδίσει τελικά. Το περίεργο του πράγματος είναι ότι σε πολλά τέμπλα Ιερών Ναών που έχουν συρόμενες μονοκόμματες πόρτες αλλά και στον Δεσποτικό Θρόνο των περισσοτέρων από αυτούς, εμφανίζεται ο Χριστός, όχι με την δική Του, αλλά με την σύγχρονη αρχιερατική αμφίεση. Ετσι, αντί να είμαστε εμείς σήμερα «τύπος» και «τόπος» του Χριστού, κάναμε, δυστυχώς, τον Χριστό «τύπο» και «τόπο» δικό μας! Το μόνο που δεν έχουμε κάνει ακόμη, ίσως διότι αγιογραφικά δεν βολεύει το πράγμα, είναι να Του φορέσουμε τον μεγάλο, μακρύ μανδύα που τον φορούν οι Αρχιερείς και τον κρατούν από πίσω για να μην σέρνεται, ένας ή δύο Διάκονοι ή άλλοι κατώτεροι κληρικοί. Κάπως έτσι ντυνόταν και ο Χριστός. Μόνο που δεν είχε ποτέ διακόνους, διότι όπως έλεγε, δεν ήλθε στον κόσμο για να τον διακονήσουμε, αλλά για να μας διακονήσει.
Λοιπόν όσοι από τους Ποιμένες και το ποίμνιο αγαπούμε αληθινά τον Χριστό και θέλουμε να γίνουμε συνοδοιπόροι Του στον Γολγοθά, ας φορτωθούμε ο καθένας τον δικό του σταυρό, όπως μας το υπέδειξε άλλωστε ο Ιδιος ο Κύριος, και ας Τον ακολουθήσουμε. Απλά. Με καθαρή συνείδηση, χωρίς φαρισαϊσμό. Εχοντας όμως πάντα ως οδηγό τα δικά Του «πατήματα». Ξέρουμε πού είναι η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή. Ας μην «ξεστρατίζουμε» σε άλλα κοσμικά «μονοπάτια», στα οποία προσπαθεί να μας εξωθήσει ο μικρόκοσμος, ο παλαιός άνθρωπος που κουβαλάμε όλοι μέσα μας. Και ας μη λησμονούμε ότι ζούμε πια σε μία ατμόσφαιρα «θερμοκηπίου», που καίει την πίστη των ανθρώπων στον Θεό. Κάποιοι μας βλέπουν, αφού αποφασίσαμε να γίνουμε «λυχνάρια» του Χριστού. Και περιμένουν να δουν αν η συμπεριφορά μας θα γίνει για αυτούς «πνοή δροσιάς» ή αποπνικτικό «σφίξιμο» της ανάσας τους στον Χριστό.