Toυ π. Σωφρόνιου Γκουτζίνη
Πρωτοσύγκελλου Ι.Μ. Ξάνθης και Περιθεωρίου
Aρχιμανδρίτη Οικουμενικού Θρόνου
Το γεγονός της πτώσεως του ανθρώπου, κεφαλαιώδους σημασίας για την ορθόδοξη θεολογία, έχει, όπως είναι φυσικό, εξίσου μεγάλη σπουδαιότητα και για τον ιερό Χρυσόστομο, ο οποίος ερμηνεύοντας το βιβλίο της Γενέσεως, μας παρουσιάζει όλες τις πτυχές και τις συνέπειές της.
Η ερμηνεία στην οποία προβαίνει έχει ως σκοπό να απαντήσει σε ποιμαντικά προβλήματα, μια που κύρια μέριμνα του ιερού πατρός ήταν η διαποίμανση και η σωτηρία του εκκλησιαστικού πληρώματος. Κεντρική θέση στην ερμηνεία της πτώσεως κατέχει το ζήτημα των αιτίων που οδήγησαν σε αυτήν. Με τη διερεύνηση των αιτίων της πτώσεως, ο Αγιoς μας αποσκοπεί στο να ερμηνεύσει τη σημασία της αμαρτίας και στο να αναδείξει την αξία της προαιρέσεως και της ελευθερίας του ανθρώπου.
Για τον ιερό Χρυσόστομο καίριο ρόλο στην πτώση των πρωτοπλάστων έπαιξε η λεπτότατη υπερβολή της κακουργίας του διαβόλου. Ο διάβολος «καθάπερ δέλεαρ, διά των ρημάτων ενίησιν αυτού τον ιόν». Η κακουργία βέβαια του διαβόλου δεν θα μπορούσε να φέρει κανένα αποτέλεσμα, αν δεν συναντούσε την απερισκεψία της Εύας. Οπως παρατηρεί σχετικά ο Αγιος: «Δέον την γυναίκα εξ αυτής της επιχειρήσεως κατανοήσαι την υπερβολήν της μανίας και μηδέν εξ αρχής αναθέσθαι της προς αυτόν διαλέξεως. Αλλά διά την πολλήν απροσεξίαν την εντολήν άπασαν αυτώ εκκαλύπτει». Η Εύα θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί την πανουργία του διαβόλου και να μην ξεκινούσε τον διάλογο μαζί του, αλλά εξαιτίας της απροσεξίας και της απερισκεψίας της εξαπατήθηκε.
Στην εξαπάτησή της συνέβαλε και το ισχυρότερο δέλεαρ της ισοθεΐας, που μηχανεύθηκε η πανουργία του πονηρού. Εχοντας μία τόσο δελεαστική υπόσχεση, η φαντασία της Εύας άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα της ισοθεΐας και κατάντησε ώστε «τον εχθρόν αξιοπιστότερον είναι νομίσασα των παρά του Θεού ρημάτων».
Καυτηριάζοντας την απερισκεψία της Εύας ο Αγιoς μας απευθύνεται προς αυτήν ρητορικά ως εξής: «τίνος ένεκεν και τον άνδρα κοινωνόν λαμβάνεις του χαλεπού τούτου πταίσματος;»· θέλοντας να περιγράψει με εμφατικό τρόπο τον ρόλο της Εύας στο γεγονός της παρακοής.
Η απόδοση ευθυνών στην Εύα από τον Αγιo μας, καθόλου δεν αμνηστεύει, βέβαια, τον Αδάμ. Η πτώση κατέστη γεγονός διότι: «πολλή γαρ και του ανδρός η ραθυμία». Απαντώντας μάλιστα σε όσους πρέσβευαν ότι η δύναμη της κακίας είναι ανυπέρβλητη και ότι η πτώση συντελέστηκε ακριβώς γιατί οι πρωτόπλαστοι δεν μπορούσαν να αντισταθούν στον πειρασμό του πονηρού, ο Αγιος επισημαίνει πως η εξαπάτηση των πρωτοπλάστων δεν έγινε καταναγκαστικά, αλλά ήταν αποτέλεσμα της απερισκεψίας και της ραθυμίας τους, για την οποία βέβαια και οι δύο ήταν υπεύθυνοι.
Η ραθυμία αποτελεί το ευνοϊκό έδαφος για την πλάνη στην οποία υπέπεσαν οι πρωτόπλαστοι. Παρατηρεί ο Αγιος ότι πάντοτε ο ράθυμος είναι στόχος των προσβολών του πονηρού, ενώ αυτός που βρίσκεται σε εγρήγορση δέχεται τη διδασκαλία της πίστεως. Θεωρεί ακόμη σαν έκφραση της ραθυμίας την ακρασία, στα καταστρεπτικά αποτελέσματα της οποίας συχνά αναφέρεται, αντιδιαστέλλοντάς την προς την ωφέλεια που προέρχεται από τη νηστεία.
Πρωταρχικά όμως ο ιερός Χρυσόστομος θεωρεί ως αίτια της πλάνης των εγωϊσμό και την υπερηφάνεια του Αδάμ. Ο Αδάμ, κατά πρώτον παρωθούμενος από τον εγωισμό, επεχείρησε να μεταφέρει το έσχατο σημείο αναφοράς του κόσμου από τον Θεό, την πηγή της ζωής, στον εαυτό του. Κατά δεύτερον, εξαιτίας της υπερηφάνειάς του πλανήθηκε, φαντάστηκε μεγάλα για τον εαυτό του και αποπειράθηκε με την προσωπική του δύναμη να υπερβεί τους «οικείους όρους».
Είναι ξεκάθαρο στη σκέψη του ιερού πατρός πως η πτώση επήλθε ως αποτέλεσμα της κακής από τον άνθρωπο χρήσης της ελευθερίας, με την οποία αυτός προικίστηκε από τον Θεό. Ο Θεός, παρότι προείδε την πτώση του ανθρώπου, εν τούτοις δεν έθεσε φραγμούς στην ανθρώπινη ελευθερία. Ο άνθρωπος προικισμένος με την ελευθερία βουλήσεως, κατευθύνεται προς το πονηρό ή το αγαθό. Οι άνθρωποι διακρίνονται μεταξύ τους όχι εξαιτίας της φύσεως, που είναι κοινή σε όλους, αλλά βάσει της βουλήσεως και προαιρέσεως: «Η αυτή μεν φύσις, διάφορος δε η γνώμη… Είδες πανταχού κακίαν και αρετήν, μη τη φύσει ταύτα κρινόμενα, αλλά τη γνώμη διαιρούμενα».
Με την πτώση ο άνθρωπος έπαψε να ζει ευχαριστιακά και απέτυχε να μετασχηματίσει τον κόσμο σε βασιλεία του Θεού. Μετά την πτώση, η αμαρτία, τα πάθη και θάνατος, που προηγουμένως αποτελούσαν μία δυνητική, ενδεχόμενη κατάσταση, βασίλευσαν πλέον στον κόσμο. Παράλληλα όμως ο Θεός, ως άπειρη Αγάπη και Σοφία, δεν επέτρεψε η πτώση του ανθρώπου να ματαιώσει την αιώνια ευδοκία Του, προκειμένου να χαρίσει στον άνθρωπο ζωή και σωτηρία.