Αρχική » Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα: Χάρτινες βεβαιώσεις θρησκεύματος και θρησκευτικές ομολογίες καρδιάς

Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα: Χάρτινες βεβαιώσεις θρησκεύματος και θρησκευτικές ομολογίες καρδιάς

από christina

Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Λίγες ημέρες πριν εκδοθεί η δεύτερη απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα θρησκευτικά, απόφαση την οποία σχολιάσαμε εκτενώς στο προηγούμενο άρθρο μαζί με τις αντιρρήσεις των επικριτών της, είχε εκδοθεί, ύστερα από παρέμβαση της Ενωσης Αθέων, μία απόφαση της Αρχής Προστασίας Ευαίσθητων Δεδομένων, που απαγόρευε δύο πράγματα:

Αφ’ ενός μεν την απαίτηση της Διεύθυνσης του Σχολείου να υποβάλλουν οι μαθητές αίτηση για την εξαίρεσή τους από την καθημερινή προσευχή ή τη διδασκαλία των θρησκευτικών και αφ’ ετέρου την αναγραφή του θρησκεύματος των μαθητών στα απολυτήρια. Με την απόφαση αυτή της Αρχής Δεδομένων έσπευσε να συμμορφωθεί πλήρως το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων  επιδεικνύοντας μία αδικαιολόγητη σπουδή, που εκθέτει την πολιτική ηγεσία του και επί της διαδικασίας, αλλά και επί της ουσίας των τιθεμένων ζητημάτων. Κατ’ αρχάς ήταν άστοχη η σπουδή του Υπουργείου τη στιγμή κατά την οποία αναμένετο η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που υπερισχύει των αποφάσεων όλων των Ανεξαρτήτων Αρχών.

Ηταν όμως και επί της ουσίας άστοχη η σπουδή αυτή, διότι το Συμβούλιο της Επικρατείας ανέδειξε την πλημμέλεια της αποφάσεως της σχετικής Αρχής Δεδομένων – και κατ’ επέκταση και της αποφάσεως του Υπουργείου Παιδείας που την αποδέχθηκε – αφού έκρινε, αντιθέτως προς όσα απεφάνθη η αρμοδία Αρχή, ότι όποιος από τους αλλόθρησκους, αλλόδοξους ή άθεους μαθητές επιθυμεί την εξαίρεσή του από πράξεις ορθόδοξου χαρακτήρα μέσα στο σχολείο, πρέπει απαραιτήτως να υποβάλλει σχετική αίτηση.

Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το σημείο αυτό αποτελεί «κόλαφο» όχι μόνο κατά της Αρχής Δεδομένων, αλλά και κατά του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που καλείται τώρα να μεταρρυθμίσει εν μέρει την απόφασή του και να την «ευθυγραμμίσει» με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ως προς το άλλο όμως σκέλος της απόφασης της Αρχής Δεδομένων, αλλά και της απόφασης του Υπουργείου Παιδείας, που απαγορεύουν την αναγραφή του θρησκεύματος των μαθητών στα απολυτήρια των σχολείων, το Συμβούλιο της Επικρατείας δικαίωσε πλήρως την θέση τους. Για το ζήτημα αυτό θα ήθελα να διατυπώσω εδώ μερικές παρατηρήσεις.

Είναι, νομίζω προφανές, ότι το όλο θέμα συνιστά αναβίωση του «πολέμου των ταυτοτήτων», που συντάραξε και δίχασε την ελληνική κοινωνία στις αρχές της νέας χιλιετίας, σε μικρότερη βέβαια ένταση σήμερα, αλλά πάντως με τα ίδια κατά βάση προβλήματα εκείνου του πολέμου. Αν και αγαπούσα πολύ τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, διότι ήταν μία χαρισματική προσωπικότητα στους κόλπους της Ορθοδοξίας με αξιοθαύμαστο γλαφυρό λόγο και με όραμα για την Ορθόδοξη Εκκλησία του 21ου αιώνα, είχα διαφωνήσει μαζί του στην τακτική που ακολουθούσε στο ζήτημα της αναγραφής ή μη του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Με σεβασμό βέβαια στην πάντοτε καλά τεκμηριωμένη άποψή του. Και αυτό τού το είχα πει όχι μόνο στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις μας στο γραφείο του στην Αρχιεπισκοπή, αλλά το είχα γράψει και σε πολλά άρθρα μου από τις στήλες της «Ελευθεροτυπίας», με την οποία συνεργαζόμουν εκείνη της εποχή. Τα βασικά επιχειρήματά του, με τα οποία υποστήριζε ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος την ανάγκη αναγραφής, έστω και προαιρετικώς, του θρησκεύματος στις ταυτότητες, ήσαν δύο: Αφ’ ενός μεν η σημειολογία που ενέχει η αφαίρεση ενός παραδοσιακού στοιχείου από τις ταυτότητες και αφ’ ετέρου το δικαίωμα κάθε ατόμου να γνωστοποιεί αυτοβούλως τα λεγόμενα «ευαίσθητα δεδομένα» του. Ο σχετικός νόμος (Ν. 2472/1997) έλεγε, απαγορεύει την παραβίαση των ευαίσθητων δεδομένων από τρίτους και προπαντός από το Κράτος, όχι όμως από τους φορείς τους.

Και στα δύο αυτά σημεία είχε δίκιο ο Μακαριστός Χριστόδουλος, ο οποίος είχε υψηλή νομική παιδεία, αφού πριν εγγραφεί στη Θεολογική Σχολή, ήταν αριστούχος πτυχιούχος της Νομικής Σχολής Αθηνών και όπως μου εκμυστηρεύθηκε, άτυπος επίσης βοηθός κάποιου Καθηγητού, που τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και τον προετοίμαζε για ακαδημαϊκή σταδιοδρομία. Ωστόσο η «φλόγα» της ψυχής του ήταν άλλη: Να γίνει κληρικός και να υπηρετήσει τον Χριστό. Και αυτή η «φλόγα» «φώτισε» τελικά τον «δρόμο» της ζωής του. Είχε δίκιο λοιπόν ο σπουδαίος αυτός Ιεράρχης, διότι συνιστά πράγματι επικίνδυνη οπισθοδρόμηση η διαγραφή από τις ταυτότητες ενός εκ των δύο στοιχείων που συνθέτουν την εθνική μας ταυτότητα. Εάν δεν αντιδράσουμε τώρα, έλεγε, τα πράγματα θα πάρουν άσχημη τροπή για το Θρήσκευμα στην Ελλάδα. Και εάν αφήσουμε τα «ευαίσθητα δεδομένα» να κατευθύνουν τη ζωή μας, στο τέλος θα μας «πνίξουν» και αυτά. Για αυτό ήταν συνήθης η φράση του στους ρηματικούς διαλόγους του με τις αρχές από τον Αμβωνα ή από την εξέδρα των Λαοσυνάξεων, που επαναλάμβανε μία προτροπή των Αρχαίων: «Εώμεν τον νόμον καθεύδειν», δηλ. ας αφήσουμε το νόμο να κοιμάται, ας τον προσπεράσουμε, αν αυτός είναι εμπόδιο, για να φτάσουμε στην ουσία του πράγματος. Μιλούσε όμως ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος σε ώτα μη ακουόντων.

Τον τύπο και το περιεχόμενο των ταυτοτήτων τον είχε καθιερώσει δεσμευτικά για όλα τα Κράτη-Μέλη της η Ευρωπαϊκή Ενωση. Σε αυτήν χρεώνεται η οπισθοδρόμηση, αφού αυτή επέβαλε τη διαγραφή του Θρησκεύματος από τις ταυτότητες. Τι μπορούσε όμως να περιμένει κάποιος από μία μαστιζόμενη από την αθεΐα Ευρωπαϊκή Ενωση Κρατών, η οποία στην Ιδρυτική της Πράξη, στο Ευρωπαϊκό δηλ. Σύνταγμα, διέγραψε τη Διδασκαλία του Ναζωραίου από τους παράγοντες που διαμόρφωσαν τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό; Προς χάριν της ανεμπόδιστης εξάπλωσης της αθεΐας στην Ελλάδα ψηφίστηκε επίσης την ίδια περίπου περίοδο και ο νόμος για τα ευαίσθητα δεδομένα. «Αρχιτέκτονας» του νόμου αυτού είναι ο άθεος πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και τότε Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Σταθόπουλος, ο οποίος είναι σήμερα ιθύνων νους της Ενωσης Αθέων. Προ της καταστάσεως αυτής είχα υποστηρίξει την άποψη και προσωπικά στον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, αλλά και ευρύτερα με τα σχετικά άρθρα μου ότι είναι μάταιο να προσπαθούμε να «τρυπήσουμε» με το κεφάλι έναν «τοίχο», για να βγούμε από την άλλη μεριά. Τους «τοίχους» τους «γκρεμίζεις» με άλλα πράγματα. Και σε αυτά θα έπρεπε να ρίξουμε το βάρος της αντίστασης σε όσους επιχειρούν να μας αποξενώσουν από τα παραδοσιακά μας πιστεύματα.

Τα ίδια ακριβώς προβλήματα έχουμε και σήμερα με τη διαγραφή του Θρησκεύματος από τα απολυτήρια των σχολείων και ίδιες είναι οι λύσεις που πρέπει να δοθούν και στα προβλήματα αυτά, μολονότι δεν οφείλονται σε κάποια παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά είναι αποτέλεσμα των πιέσεων που ασκούν στα αρμόδια θεσμικά όργανα οι μηχανισμοί που καλλιεργούν συστηματικά την αθεΐα στην Ελλάδα. Θα μπορούσε βέβαια το Υπουργείο Παιδείας να αγνοήσει στην προκειμένη περίπτωση τις αποφάσεις της Αρχής Ευαίσθητων Δεδομένων και να εμμείνει στα ισχύοντα μέχρι σήμερα. Ωστόσο η αντίδραση αυτή τη φορά έρχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο θεωρεί ανεπίτρεπτη την αναγραφή σε ένα δημόσιο έγγραφο στοιχείων ξένων προς το αντικείμενο που βεβαιώνει το έγγραφο αυτό.

Ας προσπεράσουμε λοιπόν όλες αυτές τις απογοητεύσεις και ας προσπαθήσουμε να συσπειρωθούμε στην ουσία που κρύβεται πίσω από αυτές. Εκείνο που πρέπει πάση θυσία να διαφυλάξουμε δεν είναι η χάρτινη βεβαίωση του Θρησκεύματος, αλλά το πύρωμα της θρησκευτικής μας πίστης μέσα στην καρδιά μας. Τα «θεριά» του μηδενισμού και της αθεΐας δεν μπορείς να τα αντιμετωπίσεις αποτελεσματικά με «χάρτινα» όπλα. Τα πυρπολείς μόνο με τη φλόγα της καρδιάς σου, που πρέπει να «μεταλαμπαδεύεται» από γενιά σε γενιά σαν αναστάσιμη λαμπάδα. Αυτή πρέπει να είναι η μοναδική μας έγνοια και όχι τα χαρτιά. Οταν έχεις τη «χάρτινη» πίστη, αλλά σου λείπει η «φλόγα» της, δεν έχεις τίποτε. Οταν όμως έχεις μέσα σου τη «φλόγα» της πίστης, αλλά σου λείπει το χαρτί που την βεβαιώνει, έχεις τα πάντα. Ας πάρουμε όλοι στα χέρια μας την προς Εβραίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου και ας ξαναδιαβάσουμε ιδίως το ια΄ κεφάλαιο αυτής (στιχ.33-40), για να δούμε πόσα θαύματα μπορεί να κάνει η πίστη. Με την πίστη, λέει μεταξύ άλλων ο Παύλος, οι προπάτορές μας αντιμετώπισαν τρομερές Αυτοκρατορίες, πήραν δύναμη και έγιναν ανίκητοι στον πόλεμο, έφραξαν τα στόματα των λεόντων και έσβησαν τις φωτιές μέσα στα καμίνια.  Τι άλλο χρειαζόμαστε εμείς σήμερα, για να πολεμήσουμε τα «θεριά» της αθεΐας και του μηδενισμού;

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ