Αρχική » Γράφει ο Σταύρος Γουλούλης: Eυχαριστία στον μακαριστό Αιμιλιανό

Γράφει ο Σταύρος Γουλούλης: Eυχαριστία στον μακαριστό Αιμιλιανό

από christina

Γράφει ο Σταύρος Γουλούλης

Δρος Βυζαντινής Τέχνης

Γιατί να μιλούσε κάποιος για τον μακαριστό Αιμιλιανό (+9 Μαΐου 2019), ηγούμενο της Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρας Αγίου Ορους (1973-2000). Η απάντηση δίνεται από το μοναδικό γεγονός, το τέλος της ιστορίας του: Ολοι συγκεντρώθηκαν στην εξόδιο ακολουθία, αβίαστα! Από τον αρχιεπίσκοπο μέχρι τον τελευταίο πολίτη. Ηταν η ευχαριστία σύσσωμης της Εκκλησίας για μία προσωπικότητα που έδωσε στίγμα προσανατολισμού στην εποχή μας. Στο παρόν δίδεται η δική μου ευχαριστία.

Η παράδοσή μας τα λέγει όλα, αλλά ποιος την ανανεώνει; Αυτός που δίνει το παράδειγμα να υπερβαίνει αλλά και να ενώνει. Ο τιμώμενος ανήκει σε μια γενιά Πνευματικών που βίωσε μία καθημαγμένη μετά τον Εμφύλιο ελληνική κοινωνία. Ασχημη η κατάσταση και στο ποίμνιο της Εκκλησίας, άγνοια, αδιαφορία, αλλοτρίωση από οργανωτικές ιδεοληψίες, εξάρτηση από το κράτος… Ισως το πλέον θετικό, η όποια ζώσα παράδοση. Ανέλαβαν αυτοί να μορφώσουν τον κόσμο. Το μείζον θέμα ήταν να ορισθούν οι άξονες διαμόρφωσης του εκκλησιαστικού φρονήματος: τήρηση κανόνων μεν, αλλά ποια η σχέση τους με τη μέθεξη του θείου; Πόσο τυποποιημένη ή συναρπαστική ήταν αυτή η σχέση που θα προσδιόριζε τη στάση των Πιστών στα υπόλοιπα;

Μας έλεγε ο μακαριστός Αιμιλιανός ότι μία ηλικιωμένη γυναίκα, στην εκκλησία του χωριού, δεν καταλαβαίνει τέλεια τα ελληνικά της Θείας λειτουργίας, αλλά νιώθει τη ζέση, το μήνυμά τους. Ηταν βέβαια κάτι συναρπαστικό η τέλεση της Λειτουργίας από τον ίδιο.

Ρωτούσαν παλιούς γεροντάδες Αγιορείτες: -«Τι είναι πράγματι ο Αιμιλιανός;» -Σαν τον προφήτη Ηλία, τον πιο ζηλωτή, σαν τον Βασίλειο Καισαρείας, τον πιο δημιουργικό ίσως ιεράρχη, της πρώτης ελεύθερης Εκκλησίας. Κι έτσι θυσιάστηκε να εξελιχθεί η Σιμωνόπετρα ως Βασιλειάδα, η πνευματική πολιτεία στην πόλη της Καισάρειας που έγινε θρύλος. Αρχοντας στην εμφάνιση, μεγαλείο στην καρδιά, βλέμμα καλοσυνάτο και μαζί πονεμένο, η μοίρα των ανθρώπων με Αποστολή. Κάθε λόγος του, ακόμη και ο πιο απλός είχε έντονη βιωματική φόρτιση, τονισμένο νόημα, βάρος: η νότα που παράγουν όλοι, αλλά σε εκείνον κλίμακες παραπάνω.

Είχε αρχίσει τη σταδιοδρομία του από τα Μετέωρα (1961-1973), στη Μητρόπολη Τρίκκης, ως κληρικός. Σε μία αλησμόνητη συζήτηση στο ηγουμενείο του, Θεσσαλός ων, εντυπωσιάστηκα πόσο τον εξέφραζε η μετεωρίτικη Πολιτεία:

– «Δηλαδή γέροντα, τα Μετέωρα υπήρξαν ένα κομμάτι της ζωής σας!»

– «Είναι η ζωή μου!», απάντησε. «Το είπε κάποιος που πάντα μιλούσε εννοώντας πολλά…!»

Πρέπει να είχε πρότυπο τον όσιο Αθανάσιο Μετεωρίτη, ιδρυτή της μονής η οποία του έκτισε τη ζωή του. Ο άγιος, όπως τον παρουσιάζει ο Βίος του, συνεργαζόταν με πολλούς, είχε πνευματικά τέκνα, δεχόταν και μικρές ομάδες μοναχών στην περιοχή του, άρχοντες, απλό λαό. Και τότε, 14ος αιώνας, ήταν κρίσιμες οι ώρες…

Την πρώτη φορά που τον γνώρισα, πρωτοετής φοιτητής, στο αρχονταρίκι μετοχίου της Σιμωνόπετρας στην Αριστοτέλους (Θεσσαλονίκη), τον ρώτησε ένας φίλος από Αγρίνιο, της «Χριστιανικής Δημοκρατίας», για το δέον γενέσθαι στην κοινωνία… Τον άκουσε προσεκτικά, αλλά τον συμβούλεψε να υπερκεράσει αυτού του τύπου την οργανωτικότητα. «Κάνε ό,τι σκέπτεσαι», του είπε, «με έναν γνώμονα. Να ελπίζεις στον Θεό. Δεν γνωρίζεις το μυστήριο του θανάτου, τι μετάνοια θα βιώσουν όλοι· μέχρι λίγο πριν φύγουν!». Σαν να του πρότεινε να μην κατατάσσει κανέναν κατά το δοκούν. Εγινε κατανοητό ότι στην Εκκλησία η βάση, η αρχή, η πρώτη χαρά του ανθρώπου, είναι η ελευθερία. Η πρακτική του π. Αιμιλιανού, όπως κατάλαβα, ήταν να δημιουργεί ελεύθερες προσωπικότητες, αλλά υπεύθυνες. Ωριμους, να μην δεσμεύονται σε ό,τι βλέπουν γύρω τους, να μην έχουν ανάγκη ούτε τον ίδιο. Νομίζω έτσι κατάφερε να τους ισορροπεί, ορίζοντας τη χρυσή τομή ανάμεσα στην τήρηση κανόνων και το υπέρτατο κίνητρο της αγάπης προς τον Θεό, τον λαό του Θεού. Θεολογική ορθότητα, αλλά όχι στα λόγια, ένα άσπρο-μαύρο. Αυτό το υποκαθιστούσε ζώντας την οδύνη όλων.

– «Είσαι αυστηρός»; μου είπε άλλη φορά! Το έλεος που ένιωθε για τον συνάνθρωπο και τα βάσανά του, ήταν μόνον η αρχή. Εφτανε, χάριν Οικονομίας, να κατατάσσει τις εμπειρίες, επιτυχίες ή αποτυχίες άλλων προτάσεων ζωής, άλλων θεωριών και να δημιουργεί σύνθεση, όπου όλοι και όλα ήταν σε σαφή ταξινόμηση, ασφαλέστατα δική του ευαγγελική συμβολή. Ακόμη και τον Φρόυντ υπολόγιζε, άσχετα αν του χρέωνε ότι πήρε πολλά ανάποδα. Ετσι φλογερός, ζηλωτής, όπως ήταν, σίγουρος από το βασικό επίπεδο που εκινείτο, το έλεος, αιτιολογούσε χωρίς να δικαιολογεί, χωρίς να δακτυλοδείχνει, αλλά διέθετε τη μοναδική τέχνη να πείθει όλους να στρατεύονται σε μία πορεία αγάπης, ανοχής, αποστολής. Μέσα στον κόσμο, αλλά με χαμηλό βλέμμα, χωρίς μανιχαϊσμούς, αφ’ υψηλού κρίση επί των πάντων. Ειδικευόταν να αναλύει την πνευματική νομοτέλεια. Τηρούσε την αποστολική και πατερική οδό, του Κυριακού λόγου, όπου δεν ορίζεται καθεστώς διαταγών σε Πολιτεία Πιστών, αλλά προτρέπεται να γίνονται θερμά έργα Πίστεως, για να ομολογείται έτσι ο Θεός. Τα υπόλοιπα, τα κατώτερα των ανθρωπαρέσκων, ας τα ερευνούν όσοι αρέσκονται σε τέτοια.

Αυτή η πρόταση ζωής του υψιπέτη Αιμιλιανού, συνύπαρξης, συμπαράστασης και όχι τραγελαφισμού, ομογενοποίησης ή ελέγχου συνειδήσεων, “σταυροφορίας”, δημιούργησε τη Σιμωνόπετρα, το έργο της ζωής του, «Εκφραση» και όχι «μανιέρα», μιμητική επιτήδευση της «ευσεβείας», της «μετανοίας», αλλά της ένθερμης διακρίσεως. Στερεωμένη σε “βράχο ριζιμιό”, πολυεπίπεδη, μοναδικό τέτοιο κατάλοιπο από το Βυζάντιο, είναι μία εικόνα-μυστήριο πορείας ανόδου κατά στάδια.

 

 

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ