Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ
Ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Θεό δυνάμενος να Τον γνωρίζει, δηλ. με θεογνωσία και να κατέχει πολλές γνώσεις, όπως διαπιστώνεται στα τρία πρώτα κεφάλαια της Γενέσεως.
Η θεογνωσία του Αδάμ αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι έχων κοινωνία μετά του Θεού αναγνώρισε την φωνή Του “περιπατούντος εν τω παραδείσω το δειλινόν” (Γενέσεως γ΄ 8) και όταν ο Θεός τον αναζήτησε και του απηύθυνε την ερώτηση “Αδάμ που ει ” (γ΄ 9), εκείνος αποκρίθηκε.
Η κατοχή των πολλών γνώσεων του Αδάμ αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι ο Αδάμ έδωσε κατά παραχώρησι του Θεού τα ονόματα στα δημιουργήματά Του. “Έπλασεν ο Θεός έτι εκ της γης πάντα τα θηρία του αγρού και πάντα τα πετεινά του ουρανού και ήγαγεν αυτά προς τον Αδάμ, ιδείν τι καλέσει αυτά και παν ο εάν εκάλεσεν αυτό Αδάμ ψυχήν ζώσαν, τούτο όνομα αυτώ ” (γ΄ 19-20). Μετά την πτώση του, ο άνθρωπος απώλεσε την θεογνωσία και περιέπεσε στην ειδωλολατρία, απώλεσε τις γνώσεις του, εσκοτίσθη και κατελήφθη από άγνοια και λήθη.
Ο απόστολος Παύλος περιγράφει με σαφήνεια αυτή την τραγική εξέλιξη ως εξής: “Γιατί ενώ γνώρισαν το Θεό μέσα από τη δημιουργία, ούτε τον δόξασαν ούτε τον ευχαρίστησαν ως Θεό. Αντίθετα, η σκέψη τους ακολούθησε λαθεμένο δρόμο, και η ασύνετη καρδιά τους βυθίστηκε στο σκοτάδι της πλάνης. Έτσι, … κατάντησαν ανόητοι, ως το σημείο, αντί για το δημιουργό αθάνατο Θεό, να προσκυνούν είδωλα που παρασταίνουν θνητούς ανθρώπους, πουλιά, τετράποδα ζώα κι ερπετά. Γι’ αυτό τους παρέδωσε ο Θεός στις βρωμερές επιθυμίες τους και τους άφησε να ατιμάζουν μόνοι τους τα σώματά τους” (Ρωμαίους α΄ 21-24).
Συνέπεια της ειδωλολατρίας είναι η σκότισις του νου και η υποταγή στα πάθη της αμαρτίας, που ντροπιάζουν και εξευτελίζουν την ανθρώπινη ευπρέπεια και αξία.
Έκτοτε, το ανθρώπινο γένος θεωρείται “λαός καθήμενος εν σκότει…εν χώρα και σκιά θανάτου” (Ματθαίου δ΄ 13). Ο θεόπνευστος λόγος διαπιστώνει “Άνθρωπος εν τιμή ων παρεσυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς” (Ψαλμός (μη΄) 48, 13). Οι αγιογραφικές διαπιστώσεις αυτές περιγράφουν την κατάσταση του ανθρωπίνου γένους ευρισκομένου στην πτώση, απομακρυσμένου από τον Θεό και αποξενομένου από την ζωή Του. Αποτέλεσμα αυτής της απομάκρυνσης και αποξένωσης είναι να αναπτυχθούν όλων των μορφών οι Αποκρυφισμοί και Εσωτερισμοί σε όλες τις εποχές και σ’ όλα τα συστήματα. Ο άνθρωπος ευρισκόμενος στο σκότος της αγνοίας ερωτά “τις ειμί εγώ, Κύριε μου Κύριε και τις ο οίκος μου” (Β΄ Βασιλειών ζ΄ 18).
Τα ζητούντα απάντηση υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου διατυπώνονται από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα: “τίνες ήμεν; τι γεγόναμεν; πού ήμεν; πού ενεβλήθημεν; πού σπεύδομεν; πόθεν λυτρούμεθα; τι γέννησις; τι αναγέννησις; ” (Επιτομαί Θεοδότου §78,2 PG 9 στ. 696).
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά συνιστά την αλήθεια που ζητεί εναγωνίως και εργωδώς ο άνθρωπος. Όταν την αποκτήσει γίνεται σοφός.
Η αναζήτησις της αλήθειας, της σοφίας, ευρίσκεται σ’ όλους τους ανθρώπους. Όλοι επιθυμούν να μάθουν. Στην αγία Γραφή περιγράφεται αυτή η προσπάθεια που πολλές φορές απογοήτευσε τους αναζητούντες, επειδή δεν συνήντησαν την σοφία.
Συγχρόνως με την αναζήτηση της σοφίας, προκύπτει και έτερο ερώτημα ποια είναι η αληθινή σοφία. Διότι υπάρχει η σοφία του Θεού και η σοφία του κόσμου. Ο αληθινός Θεός είναι η πηγή της σοφίας. Από την μελέτη των πηγών της πίστεως της Εκκλησίας προκύπτει, ότι ο αληθινός Θεός είναι η πηγή της σοφίας.
Η παιδεία του Κυρίου κατευθύνει τον αγωνούντα και αναζητούντα την σοφία άνθρωπο να αντιληφθεί σταδιακώς και να γνωρίσει την σοφία του Θεού και να ζήσει “εν επιγνώσει” του Θεού.
Η αγία Γραφή βοηθεί τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει, ότι η αληθινή σοφία προέρχεται από τον Θεό. Αυτός δίνει στον άνθρωπο καρδία “του συνιείν ανάμεσον του αγαθού και κακού ” (Γ΄ Βασιλειών γ΄ 9).
Όλοι οι άνθρωποι έχουν την τάση, όπως ο προπάτοράς τους Αδάμ, να καταχρασθούν αυτό το θεϊκό πρόνομιο, ν’ αποκτήσουν με τις δικές τους δυνάμεις “την γνώσιν του καλού και πονηρού ” (Γενέσεως γ΄ 15). Είναι η απατηλή σοφία προς την οποία τους έλκει η πονηρία του όφεως.
Θεμέλιο της αληθινής σοφίας είναι ο θεϊκός νόμος που καθιστά τον άνθρωπο σοφό και συνετό όπως τον Ισραήλ (Δευτερονόμιον δ΄ 6). Ο φόβος του Θεού είναι βασική αρχή και επιστέγασμά της κατά Θεό σοφίας κατά το: “αρχή σοφίας φόβος Κυρίου, και βουλή αγίων σύνεσις, το δε γνώναι νόμον διανοίας εστίν αγαθής” (Παροιμιών θ΄ 10).
Πηγή: Κιβωτός της Ορθοδοξίας