Toυ π. Σωφρόνιου Γκουτζίνη
Πρωτοσύγκελλου Ι.Μ. Ξάνθης και Περιθεωρίου
Aρχιμανδρίτη Οικουμενικού Θρόνου
Η μακραίωνη παρουσία της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο αλλά και η γεωγραφική της διασπορά, διαμόρφωσαν ποικίλες μορφές εκκλησιαστικής ζωής. Η ποικιλία έκφρασης στη ζωή της Εκκλησίας ήρθε με τη σειρά της, να επηρεάσει την αντίληψη του ανθρώπου για την Εκκλησία.
Η αντίληψη αυτή διαμορφώνεται και από άλλους παράγοντες, όπως η ποιότητα των στελεχών της Εκκλησίας, είτε αυτά είναι χειροτονημένα (κληρικοί παντός βαθμού) είτε όχι (λαϊκοί συνεργάτες). Στη διαμόρφωση της αντίληψης των ανθρώπων για την Εκκλησία βαραίνουν κυρίως η δράση και ο τρόπος που οι κληρικοί πολιτεύονται ακόμη και στα πλέον απλά ζητήματα. Επίσης η ποιμαντική συνείδηση του ιερέως, δηλαδή το πώς ο ίδιος ο ιερέας αντιλαμβάνεται και βιώνει την ιερατική του ιδιότητα και αποστολή, διαδραματίζει καίριο ρόλο.
Στο σημείο αυτό απαιτούνται περισσότερες διευκρινίσεις. Είναι γεγονός ότι κέντρο της ζωής της Εκκλησίας είναι η Αγία Τράπεζα. Αν, ακολουθώντας τον γνωστό παραλληλισμό του Αποστόλου Παύλου, θεωρήσουμε την Εκκλησία ως σώμα, τότε είναι βέβαιο πως η καρδιά του Εκκλησιαστικού Σώματος είναι η λειτουργική ζωή. Η υπεροχή αυτή της λατρευτικής ζωής μέσα στην Εκκλησία μας δεν θα πρέπει ωστόσο να μας οδηγήσει σε μονισμούς. Το σώμα δεν έχει μόνο καρδιά, έχει και πόδια και χέρια και άλλα απολύτως απαραίτητα μέλη.
Οι μαθητές του Κυρίου πορεύθηκαν και κήρυξαν το Ευαγγέλιο του Χριστού μέχρι τα πέρατα του κόσμου, εφαρμόζοντας την αντίστοιχη εντολή του Χριστού. Οπως και ο Χριστός, έτσι και αυτοί ίδρυσαν λατρευτικές κοινότητες κατά το πρότυπο της πρώτης λατρευτικής κοινότητας, που ήταν ο Μυστικός Δείπνος στο υπερώο της Ιερουσαλήμ. Για τη διάδοση όμως του Ευαγγελικού μηνύματος χρησιμοποίησαν την γλώσσα του κόσμου και τα δεδομένα της εποχής τους. Εγιναν άνομοι για να κερδίσουν τους ανόμους, έγιναν ασθενείς για να κερδίσουν τους ασθενείς, έγιναν τα πάντα για όλους, ώστε με κάθε τίμημα να σωθούν έστω και λίγοι. Προσέλαβαν τον άνθρωπο της εποχής τους μαζί με εκείνα τα στοιχεία του πολιτισμού του που ήταν απαραίτητα ώστε αυτός να οικειοποιηθεί το Ευαγγελικό μήνυμα.
Με άλλα λόγια ανέπτυξαν ποιμαντική για την εποχή τους, χρησιμοποιώντας συμβατούς με την εποχή κώδικες και εργαλεία επικοινωνίας.
Το παράδειγμα του Κυρίου και των Αποστόλων, αλλά και των Αποστολικών Πατέρων και των λοιπών Αγίων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι πάντοτε ήταν ευαίσθητοι και δημιουργικοί στην πρόσληψη του κόσμου, είναι ένα μοντέλο για την ποιμαντική της Εκκλησίας στο εκάστοτε «σήμερα».
Η εκκλησιαστική λατρεία και ζωή ήδη από την αρχή της, οικειοποιήθηκε, χρησιμοποίησε, αναμόρφωσε και ενέπνευσε τον πολιτισμό κάθε εποχής. Τέχνες όπως η ζωγραφική, η μουσική, η ποίηση, η ρητορική, η γλυπτική, η ψηφοθεσία, αλλά και επιστήμες όπως η αρχιτεκτονική ή τα μαθηματικά βρήκαν τη θέση τους μέσα στην ζωή της εκκλησίας. Η συνάντηση της ανθρώπινης δημιουργικότητας με τη σοφία και την αγιαστική χάρη του Δημιουργού Θεού κατέλιπαν αριστουργήματα τα οποία μέχρι σήμερα απολαμβάνουν του θαυμασμού των ανθρώπων.
Υπάρχουν όμως και οι σύγχρονες τέχνες οι οποίες έχουν αναπτυχθεί τόσο μετά τη βιομηχανική όσο και μετά την τεχνολογική επανάσταση. Ανάμεσα σε αυτές εξέχουσα θέση κατέχει η λεγόμενη «Εβδομη Τέχνη», η τέχνη του κινηματογράφου. Κάθε κινηματογραφικό έργο αποτελεί αποτέλεσμα δημιουργικής σύνθεσης πολλών τεχνών: εικόνα, ήχος, φώς, κίνηση, μουσική, λόγος, υποκριτική, κείμενο κ.ά. έρχονται και με βάση την ευαισθησία και την έμπνευση του δημιουργού ανα-παριστούν και ανα-δημιουργούν τον κόσμο. Η δύναμη της εικόνας με τον κινηματογράφο βρίσκει την άριστη έκφρασή της.
Η χρήση του κινηματογράφου στην ποιμαντική (movie ministry) είναι από χρόνια διαδεδομένη σε διάφορες χριστιανικές ομολογίες. Στον ορθόδοξο χώρο έχουν μέχρι στιγμής παρατηρηθεί δύο διακριτές τάσεις. Η πρώτη αφορά τη δημιουργία κινηματογραφικών εταιρειών οι οποίες παράγουν μία μορφή «στρατευμένου» εκκλησιαστικού-θρησκευτικού κινηματογράφου. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η μορφή κινηματογράφου γεννήθηκε μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού στη Ρωσία. Η κινηματογραφική της βιομηχανία, εθισμένη επί δεκαετίες στη στρατευμένη τέχνη, δεν ήταν δύσκολο να στραφεί, έστω και μερικώς, σε άλλο είδος στράτευσης, αυτή τη φορά θρησκευτικής. Εδώ βέβαια τίθεται το ερώτημα αν η χρήση νέων μέσων από την ποιμαντική συνιστά όντως πρόσληψη του κόσμου και όχι προπαγάνδα. Υπάρχει βέβαια και μία δεύτερη τάση, περισσότερο «ανοιχτή» στην πρόσληψη του κόσμου και αφορά την προσέγγιση της σύγχρονης καλλιτεχνικής κινηματογραφικής παραγωγής μέσα από μία υπαρξιακή ορθόδοξη ματιά. Αυτή εντοπίζεται κυρίως στη χώρα μας και θα μας απασχολήσει στο επόμενο άρθρο.