Του Σεβ. Μητροπολίτου Γέροντος Ναϊρόμπι και Εξάρχου Κένυας κ. Μακαρίου, στην “Κιβωτό της Ορθοδοξίας”
Φιλελληνισμός: Το να είναι κάποιος φιλέλλην // η αγάπη προς τους ‘Ελληνες ή την Ελλάδα (Λεξικόν ελληνικής γλώσσας, συνταχθέν υπό επιτροπής φιλολόγων και επιστημόνων, επιμελεία Γεωργ. Ζενγώλη, Αθήναι 1933), κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη, «Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1998 σελ. 12θ5: Φιλελληνισμός είναι η ιδεολογική
και πολιτική κίνηση, η οποία αναπτύχθηκε στις Ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική και ο οποίος αποσκοπούσε στην ηθική και υλική ενίσχυση των Ελλήνων, πριν και κατά τη διάρκεια των Επαναστάσεων.
Φιλέλλην ο, η: ο αγαπών τούς ‘Ελληνες. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα, για ξένους, κυρίως, ηγεμόνες, όπως για ταν Άμασι της Αιγύπτού, ο οποίος αναδείχθηκε «φιλελληνικώτατος» και ο οποίος, ανάμεσα στις άλλες υπηρεσίες παν πρόσφερε στους ‘Ελληνες, στους μόνιμα εγκαταστημένους στην Αίγυπτο παραχώρησε την πόλη Νοεύκροετι, για να κατοικήσούν και στους περαστικούς ναυτικούς, χώρους, για να κτίσούν ιερά και βωμούς, για τούς θεούς τούς. (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 2, 178.1). ‘Εδωσε, επίσης, 1.000 τάλαντα στην Δελφική Αμφικτνονία, για την ανέγερση του ναού τον Απόλλωνα, στους Δελφούς (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 2.181.2).
Ακόμη, πολύ συχνά, υπάρχει, χαραγμένο σε νομίσματα των «ηγεμονίσκων» των ανατολικών επαρχιών τον ελληνιστικού κόσμού, την εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας, μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ το Φιλέλλην, προκειμένου ν’ αποδοθεί στην έκφραση τον ηγεμόνα, σοβαρότητα και μεγαλοπρέπεια (1).
Ως επίθετο, το φιλέλλην αποδιδόταν σε ‘Ελληνες τυράννους, όπως στον Ιάσονα των Φερών και στον Ευαγόρα της Κύπρου (2) και αργότερα σε κάθε «φιλόπατριν» ‘Ελληνα (3) (Henry G. Liddel – Robert Scott: Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης, Εκδότης Ι. Σιδέρης, Αθήναι, τόμος Ιν, σελ. 539).
Φιλέλληυ: στους νεώτερονς χρόνους, ήταν κάθε ξένος, ο οποίος
υποστήριξε την ελληνική επανάσταση και, ενδεχομένως, αγωνίσθηκε ο ίδιος, στο πλευρό των Ελλήνων.
Ο φιλελληνισμός, ως έννοια, παρουσιάζεται, για πρώτη φορά, το 1781, από τον Ιώσηπο Μοισιόδακα. Δεν ήταν μόνο μια μεγάλη ηθική αλλά και υλική δύναμη, η οποία συνετέλεσε, ποικιλοτρόπως, στην αίσια έκβαση τον Αγώνα. Και είναι χρέος οφειλόμενο η αναγνώριση ότι ένα μέρος της δύναμης αυτής σφυρηλάτησε ο «μεγάλος πνευματικός φιλέλληνας», Claude Faurϊel, με την έκδοση των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών (το πρώτο δημοτικό τραγούδι της συλλογής του, είναι το αναφερόμενο στον Χρήστο Μηλιόνη, τον μεγάλο κλεφταρματολό της Ρούμελης, με τη δράση και τα κατορθώματα του οποίου ασχολήθηκαν, ως τα σήμερα, πολλοί ιστορικοί και λογοτέχνες και, πρώτος απ’ όλούς, ο κορυφαίος πεζογράφος μας, Αλέξ. Παπαδιαμάντης).
Γι’ αυτό, Θα πρέπει να επαναλάβουμε την Θέση του Παλαμά ότι ο Φωριέλ πρέπει, για εμάς, τούς ‘Ελληνες, να βρίσκεται στην ίδια κορυφή με ταν λόρδο Βύρωνα» (4).
Παράλληλα, με τη σταδιακή αφύπνιση της εθνικής συνειδήσεως των
νεωτέρων Ελλήνων, παρατηρείται και μια στροφή του ενδιαφέροντος των δυτικοευρωπαίων κυρίως, προς τα ελληνικά πράγματα, η οποία επήγασε από τον θαυμασμό για την κλασσική αρχαιότητα, χωρίς όμως ο θαυμασμός αυτός να αποτελεί τη μοναδική πηγή, που συντέλεσε στην ένταση της προσοχής των ξένων στούς ‘Ελληνες και στα προβλήματά τους, αφού, στην πορεία, νέοι παράγοντες – πνευματικά και κοινωνικά ρεύματα, πολιτικές επιδιώξεις – σε συνδυασμό με την αρχαιολατρεία, οδήγησε στο αποτέλεσμα αυτό.
Οι πληροφορίες για την αμέσως προεπαναστατική περίοδο στηνΕλλάδα, καθώς και γι’ αυτήν της επαναστάσεως, προέρχονται από Ευρωπαίούς περιηγητές, οι οποίοι επισκέπτονταν την Ελλάδα, για να δουν και να θαυμάσουν τα έργα της ελληνικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής τέχνης. Ερχόμενοι σ’ επαφή με τους υποδούλους, κατά την προεπαναστατική εποχή, και τους αγωνιζομένους, κατά την επαναστατική περίοδο, οι περιηγητές έγιναν, κατά κάποιον τρόπο, πρόδρομοι τον φιλελληνισμού, επειδή έβλεπαν την επανάσταση όχι μόνου ως απελευθερωτικό αγώνα, αλλά και ως μάχη ανάμεσα στις αντίθετες δυνάμεις συντηρητισμού και φιλελευθερισμού.
Η Ευρώπη, από την Αναγέννηση και ύστερα αντλεί, σε μεγάλο βαθμό, τις γνώσεις της από τα συγγράμματα των σοφών της αρχαίας Ελλάδας, διαβάζει τα έργα των ποιητών της κα θαυμάζει τα έργα της τέχνης της, τα οποία γνώρισε μέσω της Ιταλίας.
Ο περιηγητισμός εξαπλώνεται, σημαντικά, μετά τον Μεσαίωνα. Ενδιαφέροντα θρησκευτικά – προσκύνημα στους αγίους Τόπούς, ιεραπόστολοι – εμπορικά – σύναψη διομολογήσεων (οικονομικών συνθηκών), εγκαθίδρυση της Εταιρείας της Ανατολής (Levt Cvmpany) και άλλοτε επιστημονικά, τα οποία εναλλάσσονταν ανάλογα με τις αποκτήσεις και τα ενδιαφέροντα του δυτικού πνεύματος (γεωγραφικά, αρχαιολογικά, ιστορικά, φυσιογνωστικά, φιλολογικά ή κοινωνιολογικά) υποχρέωναν τούς ανθρώπους είτε ως άτομα είτε ως μέλη αποστολών να ταξιδέψούν.
‘Οσον αφορά στους ‘Ελληνες και στην Ελλάδα, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, υπάρχουν ενδιαφέρουσες μαρτυρίες, στα κείμενα των περιηγητών. Στα παλαιότερα χρόνια, όταν α ελλαδικός χώρος αποτελούσε ένα πέρασμα, για την Παλαιστίνη και την Κων/πολη, οι περιγραφές ήταν αραιές, αλλά πολλαπλασιάσθηκαν στους μετέπειτα αιώνες. Τα αρχαία ερείπια και οι σύγχρονοι κάτοικοι της Ελλάδας αρχίζουν να κεντρίζουν δειλά, στην αρχή, το ενδιαφέρον των περιηγητών.
Αυτό το ενδιαφέρον, μετά από την ύφεση λόγω της Άλωσης της Κων/πολης, γνωρίζει μια περίοδο ακμής του 17° αι., ωστόσο η κίνηση αυτή είχε προετοιμασθεί από τούς προηγούμενους αιώνες. ‘Ετσι, ταν ΙΕ αι., οι Ιταλοί, με τον Ιάνο Πάσκαρι και η Γαλλία του ΙΣΤ αι. καθώς και η Ισπανία ενθαρρύνουν τις ελληνικές σπουδές, οργανώνουν αποστολές στην ευρωπαϊκή Τουρκία, με σκοπό τη συγκέντρωση χειρογράφων, νομισμάτων τα οποία εμπλούτιζαν τις βιβλιοθήκες τους.
Στην Αγγλία, επίσης, υπήρξαν ανάλογες επιδιώξεις, οι οποίες οδήγησαν σε μια έντονη αντιπαλότητα μεταξύ Άγγλων και Γάλλων. Μια χαρακτηριστική περίπτωση, ενδεικτική της ανταγωνιστικότητας αυτής, είναι η περίπτωση ταυ Άγγλου κόμητος Arundel, ο οποίος, τον 17ο αι., ασχολήθηκε με τη συγκέντρωση, από την Ιταλία και από την Ανατολή και κυρίως την Ελλάδα, καλλιτεχνημάτων. Q ζήλος τους στάθηκε ολέθριος για τους αρχαίους θησαυρούς, επειδή οι πράκτορες, στην προσπάθεια να ικανοποιήσουν τους εντολείς τους, κατέστρεφαν, συχνά, τα ίδια τα μνημεία. Η αρχαιολατρεία των Ευρωπαίων αποτελεί τον μακροβιότερο σύνδεσμο της Ελλάδας με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Παραπομπές:
- Κ. Π.Καβάφης: Φιλλληνιι, γρ. το 1906, δημοσιεύτηκε το 1912.
2 Ισοκράτης, 107Α.
3 Πλάτων, Πολιτεία, 470 Ε., -ενοφών, Αγησίλαος 7. 4, 2.31, Ισοκράτης 500, & 199 Α.
- Μηνάς Αλεξιάδης: Κλωντ Φωριέλ και Φιλελληνισμός, Ινστιτούτο Λαϊκού πολιτισμύ Καρπάθου, Τμήματος Φιλολογίας Φιλοσοφικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών, Εκδ. Γρηγόρη, ΑΘήνα, 2015.