Γράφει ο Σταύρος Γουλούλης
Δρος Βυζαντινής Τέχνης
Οι Αποκριές, μικρή περίοδος τριών εβδομάδων, ήταν πάντα μία ιδιαίτερη στιγμή για τους Νεοέλληνες. Ερχονται με βάση τον σεληνιακό κύκλο μηνών, που είναι πιο αρχέγονο ημερολόγιο. Τέλη χειμώνα με αρχή άνοιξης, εποχή που αλλάζει ο αέρας, ο καιρός, η εποχή, η κοινωνία. Οταν δεν υπήρχαν διακοπές, αποδράσεις…
Την ίδια ώρα οι Πιστοί χαλαρώνουν, προετοιμαζόμενοι για ένα συγκλονιστικό ταξίδι στην ψυχική ενατένιση, ενδοσκόπηση όπως λέγεται με σύγχρονο όρο. Σε πέλαγος ψυχής…
Δύο δρόμοι ιδιαίτεροι, είναι παράλληλοι όσον αφορά στον συγχρονισμό αλλά όχι στις διεργασίες. Εκτόνωση στη μία, διασκέδαση/διασκόρπιση, πανάρχαια διαδικασία. Συμμάζεμα, συσπείρωση στην άλλη, ένα νεότερο στρώμα που έρχεται και επικάθεται σε παλαιότερο. Σε σημείο να δημιουργεί πειρασμό να ερευνήσει κανείς για μία διαλεκτική σχέση τους, άνευ παρεξηγήσεως.
Οι συνολικές ημέρες προετοιμασίας είναι 21/22 όσο διαρκεί το Τριώδιο, τρείς εβδομάδες, ανάμεσα σε τέσσερις Κυριακές. Η πρώτη εβδομάδα είναι περίοδος μη αποχής εμψύχων, κρεάτων, κανένας περιορισμός στο φαγητό, στην εξωστρέφεια. Ακολουθεί μία κανονική εβδομάδα με τις δύο ημέρες νηστείας. Μετά μία τρίτη, αποχή από έμψυχα. Υπάρχει όμως και κορύφωση των 22 ημερών, η Τσικνοπέμπτη, στη δεύτερη εβδομάδα, 12η ημέρα. Ενδεχομένως έχει ρίζες στη βυζαντινή παράδοση, ίσως και στα βυζαντινά ανάκτορα. [Σταυροπροσκύνηση, μέσον Σαρακοστής. Μεσοπεντηκοστή, μέσον Πάσχα-Πεντηκοστής]. Είναι το «Μέσον Τριώδιον».
Σε όλη την περίοδο εμφανίζονταν μικρές ομάδες, κυρίως νεαρών, -οι βυζαντινοί αγερμοί- διασκέδαζαν, και οι μεγαλύτεροι σιγοντάριζαν. Εκεί φορούσαν μάσκες, τα αρχαία προσωπεία. Η Εκκλησία, κληρονομώντας τις ημέρες διασκεδάσεων, τυπικά μεν τις εξοβέλισε (Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, 691/2), ουσιαστικά όμως τις ανέχτηκε για λόγους οικονομίας, ως έμφυτες και πανάρχαιες τάσεις ισορροπίας-συσπείρωσης της κοινωνίας. Με κατάλληλη παιδεία έθιμα και πανηγύρια μπορούν να μετεξελιχθούν σε τέχνη, διδασκαλία. Ηταν τότε ένας δρόμος, αποβάλλοντας με σάτιρα απωθημένες καταστάσεις, κάθε πίεση που δημιουργεί ο πολιτισμός (αστικοποίηση), να θυμηθεί ο άνθρωπος έναν υποσυνείδητο κόσμο, τη Χρυσή Εποχή, όταν ήταν απόλυτα ισορροπημένος στη μητέρα φύση, πηγή κάθε δημιουργίας, αλλά και αναθεώρησης. Οσοι ήταν δούλοι τα έλεγαν χύμα στα αφεντικά τους, έστω και με υπονοούμενα, κι εκείνοι τα δέχονταν. Η φύση αυτό επιβάλλει, συμμαζεύει τις φυγόκεντρες κοινωνικές τάσεις που οδηγούν σε διάλυση, την κάθετη κοινωνική διάκριση τη μετριάζει. Για να θυμάται ο πιστός, με πνευματικούς όρους πια, ότι ανάλογα θα ζει από τώρα στον Παράδεισο, μία Χώρα όπου ρέει άλλου είδους «μέλι και γάλα» (Αριθμοί 14.8), όπως συμβαίνει στο Τριώδιο. Τότε ο άνθρωπος ως ψυχοσωματική οντότητα δεν θα βλέπει ως «εν εσόπτρω και αινίγματι» (Α΄ Κορινθ. 13.12). Πώς θα φτάσει δείχνει η συνέχεια.
Ερμηνείες για το προσωπείο των καρναβαλικών εκδηλώσεων έχουν δοθεί πληθώρα, αφού εδώ υφαίνεται μία πλευρά της πνευματικής-καλλιτεχνικής τάσεως των ανθρώπων, να κρύβονται οι ίδιοι αποκαλύπτοντας τα εσώψυχά τους, κι όχι τα αντικοινωνικά απωθημένα τους, όποια είναι αυτά. Ενα αίσθημα ελευθερίας σαν πανηγύρι: ο φτωχός έβγαλε κι αυτή τη φορά τον βαρύ χειμώνα, υπήρχε χώρος για αισιοδοξία. Μετά ερχόταν η κοινωνική ισότητα, καλύτερα ισοδυναμία, ο καθένας με τον ρόλο του, κι όλοι μαζί, με διαφορές, αλλά χωρίς εναντιώσεις. Δεν εξευτελιζόταν ο συνάνθρωπος. Οπως γίνεται σήμερα, κάθε μέρα άγριος σαρκασμός (π.χ. τηλεοπτικό μπούλινγκ) μέχρι καταλήψεις, μολότοφ, αστυνομίες, δακρυγόνα, υστερίες…
Το καρναβάλι περιείχε πολιτική. Δεν ήταν ξεφάντωμα για το ξεφάντωμα, υπήρχε στόχος πίσω από τα δρώμενα: Πού πάει η κοινωνία, διαιρεμένη; Ο πλούσιος γινόταν πλουσιότερος, ο φτωχός φτωχότερος, θα πέθαινε αν συνέχιζε έτσι, και ο πλούσιος πάλι θα έμενε μόνος. Δεν συμφέρει κανέναν, όλοι έχουν ανάγκη τον άλλον κι ας αντιπαλεύουν. Οχι να απομονωθούν, αλλά να βρουν μία καλύτερη σχέση συνύπαρξης. Εξού και η σάτιρα του ρόλου κάποιων ανισόρροπων τάσεων που κουβαλάμε όλοι, καθωσπρεπισμό, απομόνωση, αλλοτρίωση, ιδιορρυθμίες…, μέχρι και πώς ένας πρώην δούλος γίνεται τύραννος… Αποκαλυπτόμαστε όλοι.
Η Εκκλησία το κάνει αυτό αλλιώς. Ορίζει στον καθένα έναν προσωπικό δρόμο. Αν όλοι ενεργούν το ίδιο λύνεται το κοινωνικό πρόβλημα. Με πρότυπο την τήρηση του κανόνα νηστείας, ασκείται κανείς για να είναι κοντά στον πραγματικό εαυτό του -το φαγητό, η αδιάλειπτη δημιουργικότητα αλλοτριώνουν-, να κάνει οικονομία στη φύση. Τα γαλακτοκομικά της τρίτης εβδομάδας είναι σύνδεσμος στο βαρύ πρόγραμμα της Σαρακοστής. Μετά λάδι και μαλάκια μόνο το Σαββατοκύριακο. Προβατάκια, κατσικάκια, αυγουλάκια, έπρεπε να αυξηθούν. Να δίνει έτσι και βοήθεια στους έχοντες ανάγκες. Οχι να κλείνεται κανείς στον «Εαυτούλη» του.
Λες και όσα σατιρίζονταν πριν δημόσια, ο νηστεύων τα παίρνει κατάκαρδα και προσπαθεί, αρχίζοντας από τον Εαυτό του, να διορθώσει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας…
Υπήρχαν λοιπόν αποκριές για εξωστρεφείς και αποκριές για εσωστρεφείς. Στη μία γινόταν εκτόνωση για να αποβάλει κανείς όσα μαύρα έκρυβε μέσα του, να διαλύσει την καθωσπρέπει ψευτοεικόνα, τη δική του και όλων των συνανθρώπων, τα «δήθεν». Αυτή που συντηρεί την αναλγησία μερικών, τη μιζέρια άλλων, την κοινωνική διαίρεση, την υποκρισία. Υλική και πνευματική. Στην άλλη, μπορεί και να αποκαλύψει τον μη ορατό εαυτό του, το πραγματικό πρόσωπό του.