Του Μ. Γ. Βαρβούνη, καθηγητή Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο όσων η κοινή ευρωπαϊκή έννομη τάξη επιβάλλει, η Ορθόδοξη Εκκλησία βλέπει το κράτος να αποχωρίζεται από αυτήν και ταυτοχρόνως από την παράδοση του Γένους, που θέλει την Εκκλησία να αποτελεί ουσιώδες τμήμα της δημόσιας ζωής.
Η ιδέα και η πρακτική του «λαϊκού κράτους», που έχει τις ρίζες του στις διδαχές του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος κι αυτό εκδηλώνεται μέσω μιας σειράς θεσμικών προβλέψεων, οι οποίες συχνά προκαλούν την ενίοτε έντονη, μα κατά κανόνα ατελέσφορη, αντίδραση των εκκλησιαστικών παραγόντων.
Ενώπιον αυτής της κατάστασης, απαιτείται συντονισμένη και προγραμματισμένη δράση. Συνήθως αρκούμαστε σε ένα καταγγελτικό ύφος και σε μια προσπάθεια επαναφοράς παλαιότερων καταστάσεων –ορισμένοι νοσταλγούν ακόμη και τον υποχρεωτικό σχολικό εκκλησιασμό–, χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι οι καιροί έχουν αλλάξει και ότι η επάνοδος σε δράσεις του παρελθόντος απλώς είναι μια παραπλανητική ουτοπία.
Κι ούτε φυσικά μπορεί και πρέπει η Εκκλησία να περιμένει από το κράτος και τις δομές του να αναλάβουν έργα που ανήκουν αποκλειστικά στη δική της αρμοδιότητα.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της κατηχήσεως των πιστών, οι οποίοι κατά γενική ομολογία είναι δυστυχώς ακατήχητοι. Ούτε το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία μπορεί πλέον να αναλάβει αυτόν τον ρόλο, αλλά ούτε και τα εκκλησιαστικά κατηχητικά σχολεία επαρκούν. Και μάλιστα θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την αντίδραση ενίοτε γονέων, οι οποίοι δεν αφήνουν τα παιδιά τους να φοιτήσουν στο κατηχητικό σχολείο της ενορίας τους, για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων και το ότι οι ίδιοι υπήρξαν παιδιά που έζησαν τον υποχρεωτικό σχολικό εκκλησιασμό.
Συνεπώς, δεν είναι τόσο τα ίδια τα κατηχητικά σχολεία –τα οποία αναπληρώνουν την αναπόδραστη έλλειψη κατήχησης, στην οποία οδηγεί η πρακτική του νηπιοβαπτισμού– όσο η ενημέρωση και η διάθεση γονέων, παιδιών και εφήβων που πρέπει να καλλιεργηθεί. Θα πρέπει μάλιστα εδώ να σημειώσουμε ότι σε παλαιότερες γενιές και άλλες εποχές την έλλειψη αυτή αναπλήρωναν τόσο η καθημερινή οικογενειακή και κοινωνική ζωή, με τις ελληνορθόδοξες παραδόσεις και πρακτικές της, όσο και ο τακτικός εκκλησιασμός. Οι παράγοντες αυτοί είτε έχουν εκλείψει είτε έχουν σημαντικά ατονήσει στις μέρες μας.
Μια λύση ίσως θα ήταν η προώθηση κατηχητικών και ενημερωτικών δράσεων μέσω του Διαδικτύου, δηλαδή με τα μέσα που πλέον οι νέοι και οι έφηβοι επικοινωνούν. Φυσικά, δεν εννοώ τη δημιουργία ιστοσελίδων και ιστοτόπων, όπου θα αναρτώνται ανακοινώσεις και κείμενα, γιατί αυτό εφαρμόζεται ήδη από ενορίες, μονές και ιδιώτες, με πενιχρά όμως αποτελέσματα στους νέους. Εννοώ τη δράση μέσω των ηλεκτρονικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία αποτελούν στις μέρες μας τον κύριο τρόπο επικοινωνίας, άμεσης και διαδραστικής, συχνά, δε, υποστηρίζουν και το ξέσπασμα επαναστάσεων και κινημάτων.
Από την άλλη πλευρά, όσοι αναλαμβάνουν το κατηχητικό έργο -και αυτό συνιστά το μέτρο και της δικής μας ευθύνης απέναντι στις ευρωπαϊκά κατευθυνόμενες και επιβαλλόμενες συνθήκες που προαναφέρθηκαν- πέρα από την πίστη και τη φιλοτιμία του εθελοντισμού, θα πρέπει να είναι οπλισμένοι με γνώσεις ψυχολογίας και παιδαγωγικής, αλλά και έτοιμοι να εκθέσουν την ορθόδοξη άποψη σε μια σειρά ζητημάτων που απασχολούν τους νέους σήμερα. Όπου οι κατηχητές έχουν καταλάβει και εξυπηρετούν αυτήν την αναγκαιότητα, το κατηχητικό έργο ανθεί με πλήρη επιτυχία.
Αυτός είναι ένας βέβαιος και σύγχρονος τρόπος να διατηρήσουμε την παράδοσή μας έναντι του πολιτισμικού οδοστρωτήρα, τον οποίο οι ευρωπαϊκές δομές έχουν εξαπολύσει εναντίον των θρησκευτικών παραδόσεων των λαών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.