«Ο Όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, (Ευάγγελος Παπανικήτας κοσμικά), γεννήθηκε το 1912 στο Αμπελοχώρι Θηβών. Τελείωσε το Γυμνάσιο αλλά η Χάρη του Θεού έκλεισε στον Ευάγγελο όλες τις θύρες της κοσμικής αποκατάστασής του. Στην Θήβα γνώρισε τους γεροντάδες του, Εφραίμ και Νικηφόρο, ενώ η ζωή του ήταν καλογερική και πριν γίνει καλόγερος. 14 Σεπτεμβρίου του 1933 άφησε τον κόσμο και ήλθε στην έρημο του Αγίου Όρους στα Κατουνάκια. Μετά τη δοκιμασία του, εκάρη μικρόσχημος μοναχός με το όνομα Λογγίνος. Δύο χρόνια αργότερα έγινε μεγαλόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα Εφραίμ. Τον επόμενο χρόνο χειροτονήθηκε ιερέας. Αξιώθηκε και γνώρισε τον μεγάλο άγιο Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή και συνδέθηκε πνευματικά μαζί του, από τον οποίο γνώρισε και τα «μυστικά» της νοεράς προσευχής. Έκτοτε και μέχρι τέλους της ζωής του (27 Φεβρουαρίου 1998), ανέβηκε στα ύψη της κατά Χριστόν ζωής, συγκροτώντας δική του συνοδεία και αγωνιζόμενος αδιάκοπα στην υπακοή που αποτέλεσε και το κύριο γνώρισμα της όλης βιοτής του».
Ο συντάκτης της ακολουθίας του οσίου, σεμνός και έμπειρος της πνευματικής ζωής, ιερομόναχος Ιγνάτιος, τονίζει απαρχής ότι ο Εφραίμ ήταν το γνήσιο τέκνο της υπακοής – «χαρισματούχο υποτακτικό» τον χαρακτήριζαν όλοι. Κι αυτό γιατί ήδη από την κοσμική του ζωή είχε κατανοήσει το ύψος και το βάθος του να αφήνεις κατά μέρος το δικό σου θέλημα για να κάνεις το θέλημα του έμπειρου στα πνευματικά Γέροντά σου, που θα πει να μάθεις να υπακούς τελικά στον Θεό! Η υπακοή δεν συνιστά άλλωστε το φρόνημα του ίδιου του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού, καθώς το μαρτυρεί ο απόστολος Παύλος, συνεπώς και το ζητούμενο για κάθε χριστιανό; «Αυτό το φρόνημα να έχετε κι εσείς, όπως το βλέπουμε στον Ιησού Χριστό. Αυτός, μολονότι Θεός, «κένωσε» τον εαυτό του, έγινε άνθρωπος από την ταπείνωσή Του κι έγινε υπάκουος στον Θεό Πατέρα μέχρι σημείου να θανατωθεί και μάλιστα πάνω σε Σταυρό».
Γι’ αυτό και η γνήσια και όχι αναγκαστική υπακοή, δηλαδή αυτή που κινείται από την ορμή αγάπης προς τον Χριστό, θεωρείται ο ανώτερος βαθμός φανέρωσης της ταπείνωσης, που επισύρει πλούσια στον άνθρωπο τη χάρη του Θεού. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». Και γι’ αυτόν τον λόγο ταυτοχρόνως οδηγεί και στην αγάπη, γιατί «ο Θεός αγάπη εστί». Υπακοή, ταπείνωση, αγάπη συνυπάρχουν στον εργάτη της πίστεως και ψηλαφώνται στο έπακρο στον μεγάλο όσιο Κατουνακιώτη. «Αγάπησες την υπακοή, μακάριε», σημειώνει ο υμνογράφος του, «και διακήρυττες ότι αυτή είναι η ανώτερη από όλες τις αρετές». Για να συμπληρώσει ό,τι έλεγε εξίσου ο άγιος: «Από την υπακοή αυτή πηγάζει η αδιάλειπτη προσευχή κατά τρόπο άρρητο».
Κι εδώ πράγματι μας αποκαλύπτεται ο άγιος Εφραίμ σε όλο του το μεγαλείο. Ήταν τέκνο υπακοής, για να μπορεί να ζει την παρουσία του Θεού στην ψυχοσωματική του ύπαρξη και να «χάνεται» μέσα στην αδιάλειπτη προσευχή εν αγάπη προς Αυτόν, που σημαίνει ότι η υπακοή δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ο μοναδικός δρόμος για να «βλέπει» κανείς τον Χριστό ήδη από τον κόσμο τούτο, να Τον κοινωνεί και να Τον γεύεται πάντοτε, προσδοκώντας πότε θα ξανάλθει στη Δευτέρα Του παρουσία για να αυξήσει σε υπερθετικό βαθμό τη σχέση του μαζί Του. «Τον ένδοξο Εφραίμ, τον εργάτη της υπακοής και τον εραστή της προσευχής και τον ζηλωτή και μύστη της πιο μεγάλης άσκησης ας τιμήσουμε με τους ύμνους μας» θα πει έκθαμβος ο καλός υμνογράφος. Οπότε και τον παρομοιάζει δικαίως ως «υψιπέτη αετό που έζησε στο Άγιον Όρος κι ανέβηκε στο ύψος της μυστικής θεωρίας».
Εφραίμ λοιπόν σημαίνει άνθρωπος της προσευχής, άνθρωπος δηλαδή που είναι ερωτευμένος με τον Χριστό, γιατί κατάλαβε κι ένιωσε ότι η σχέση μαζί Του γίνεται με την καρδιά και όχι με την ψυχρή και υπολογιστική λογική. «Ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» λέει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, το ίδιο έλεγε και ζούσε ο άγιος Εφραίμ: δίνεις την καρδιά σου σ’ Εκείνον που στα έδωσε όλα! Όπως σημειώνει και ο σεμνός υμνογράφος στο κοντάκιο του οσίου: «Σε μαγνήτισε η ωραιότητα του Χριστού, γι’ αυτό και ακολούθησες απολύτως τα ίχνη Του, με την προσευχή, την υπακοή, την άσκηση και την ταπείνωση». Λοιπόν και τα βιώματά του και από την άσκηση της μονολόγιστης ευχής, του Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, και από την τέλεση του κέντρου όλης της εκκλησιαστικής ζωής, της Θείας Λειτουργίας ήταν μοναδικά και συγκλονιστικά.
Μαζεμένοι νοερώς με δέος μπρος στα πόδια του τον ακούμε να λέει: «Λες την ευχούλα. Αργά, γλυκά, σταθερά, παρακαλεστικά, κλαψιάρικα, ¨Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με¨. Η ευχή ζωογονεί, τρόπον τινά, την ψυχή. Να βράζει η ψυχή με την προσευχή. Έτσι μαλακώνει, έτσι ησυχάζει, έτσι αναπαύεται… Μαλακώνει και σφραγίζεται από τη Χάρη. Να νιώθεις τις λέξεις. Κρατήσου από την κάθε λέξη. Σωσίβιο είναι το κομποσκοινάκι». Κι εξίσου νοερώς τον βλέπουμε να ιερουργεί σχεδόν καθημερινά, «βλέποντας» κι «ακούοντας» αυτός πράγματα που δεν επιτρέπεται σε άνθρωπο να πει. Ο ιερομόναχος Ιγνάτιος μάς βοηθάει: «Ιερότατε πατέρα, ιερουργώντας καθημερινά έβλεπες μέσα στο πλήθος των δακρύων σου καθαρά τη χάρη του Πνεύματος που επισκίαζε τα Τίμια Δώρα όπως και την πραγματική μεταβολή τους σε σώμα και αίμα Χριστού».
Το μόνο που μπορούμε πια να κάνουμε απέναντί του, «στη θέα του οποίου εκπλήττονταν οι πάντες» – είναι γνωστός ο συγκλονισμός νεαρού όταν είδε την εικόνα του μετά την κοίμησή του: «δεν έχω ξαναδεί τέτοια μάτια να διεισδύουν στην ψυχή μου» είπε και άλλαξε ζωή – είναι να τον παρακαλούμε να δέεται και για εμάς ενώπιον του ουράνιου θυσιαστηρίου με τη μεγάλη παρρησία που έχει στον Κύριο.