«Η Εκκλησία μας βεβαιώνει πως ο Θεός, όταν παραθεωρείται, τόσο πιο απαιτητικός γίνεται. Τότε σηκώνουμε σταυρό και σταυρωμένοι επάνω του, πονάμε. Είναι τότε που νομίζουμε ότι ο Θεός μας εγκατέλεψε. Κι όμως, εκείνη την στιγμή, ο ίδιος ο Θεός έρχεται προς το μέρος μας», ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως κ. Άνθιμος, ο οποίος, προσκεκλημένος να ομιλήσει στο Πανελλήνιο Ογκολογικό Συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε στην Αλεξανδρούπολη, το Σάββατο, 8 Μαρτίου 2025, ανέπτυξε μια άκρως κατατοπιστική και εξόχως γλαφυρή ομιλία με τίτλο «η απουσία του Θεού από τον ανθρώπινο πόνο».
Ο κ. Άνθιμος, συνοδοιπορεί την παιδαγωγική στάση του Θεού απέναντι στον ανθρώπινο πόνο με την εορτή της ανάμνησης της αναστήλωσης των εικόνων, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, μία ημέρα ακριβώς μετά την απαρχή της διοργάνωσης του Συνεδρίου και, μετά από δική μας αίτηση, την οποία και ευγενικά αποδέχτηκε και τον ευχαριστούμε και πάλι ιδιαιτέρως, δημοσιεύουμε στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας» την αδημοσίευτη έως σήμερα ομιλία του.
Ακολουθεί η ομιλία του Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως κ. Ανθίμου:
Θα σας μεταφέρω χρονικά, «λίγο» πίσω﮲ 1.182 χρόνια.
«Ήταν 19 Φεβρουαρίου του 843 όταν με εντολή της αυτοκράτειρας Θεοδώρας τοποθετήθηκε στη Χαλκή Πύλη του Ιερού Παλατίου η εικόνα του Χριστού του Αντιφωνητή, την οποία 117 χρόνια πριν, είχε κατεβάσει ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος.
Μ’αυτόν τον τρόπο, οι ένοικοι του αυτοκρατορικού ανακτόρου πιστοποιούσαν την ευσέβειά τους και η επίσημη αυτή πράξη γενίκευε την αποκατάσταση των εικόνων σε ναούς, δημόσια καταστήματα, σπίτια και δρόμους. Ο εικονομάχος πατριάρχης Ιωάννης εκθρονίστηκε και στη θέση του τοποθετήθηκε ένα από τα θύματα του προηγουμένου καθεστώτος, ο Μεθόδιος. Αλλεπάλληλα διατάγματα ανακαλούσαν εξόριστους και ελευθέρωναν φυλακισμένους οι οποίοι γύριζαν θριαμβευτικά στη Βασιλεύουσα ως μάρτυρες και ομολογητές.
Όλη τη νύχτα της 11ης Μαρτίου, η αυτοκράτειρα προσευχόταν σε αγρυπνία στην Παναγία των Βλαχερνών. Το πρωΐ, μια μεγαλόπρεπη λιτανεία διέσχισε θριαμβευτικά την ΚΠολη. Η Θεοδώρα περιστοιχισμένη από αυλικούς, επισκόπους, στρατιωτικούς και ένα ενθουσιώδες πλήθος, ξεκίνησαν από τις Βλαχέρνες και από την παραλία του Χρυσού Κέρατος, έφτασαν μέχρι το Μίλιον, ανηφόρησαν προς τα Χαλκοπρατεία, μπήκαν στον Αυγουσταιώνα και αμέσως αριστερά στην Αγία Σοφία, όπου τελέσθηκε πατριαρχική Λειτουργία.
Οι ηττημένοι εικονομάχοι υποχρεώθηκαν με κεριά στα χέρια και σκυμμένα τα κεφάλια να ακολουθήσουν την πομπή ενώ τα αναθέματα που τους απηύθυνε το πλήθος έπεφταν βροχή.
Το βράδυ, στο Ιερό Παλάτιο, στην αίθουσα του Χρυσοτρίκλινου, δίπλα στη Μαγναύρα, η βασίλισσα παρέθεσε γιορταστικό δείπνο σε αυλικούς και κληρικούς, όπου έκαμαν τον απολογισμό του τολμηρού εγχειρήματος.
Η επανάσταση δεν είχε παραλείψει να τιμήσει ακόμα και τους νεκρούς. Με θριαμβευτικές τιμές επεστράφησαν στην ΚΠολη τα οστά των επιφανών ομολογητών, Θεοδώρου Στουδίτου και πατριάρχου Νικηφόρου, οι οποίοι, ως υπέρμαχοι των εικόνων, είχαν πεθάνει στην εξορία.
Η Θεοδώρα με τον ανήλικο γιό της Μιχαήλ και όλη την Αυλή, υποδέχτηκαν τα τιμημένα λείψανα και μια απέραντη λαοθάλασσα, κουβαλώντας τα στους ώμους, τα μετέφερε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων.
Εκεί πράγματι, μια μερίδα φανατισμένου πλήθους, βεβήλωσε τον τάφο όπου αναπαυόταν ο Κωνσταντίνος Ε’ και χωρίς κανένα σεβασμό στο αυτοκρατορικό του μεγαλείο, πέταξαν τα οστά του επιφανέστερου εικονομάχου στον Κεράτιο. Η Θεοδώρα είχε προλάβει με ένα μικρό ψέμμα και ο πρότριτα αποθανών σύζυγός της αυτοκράτορας Θεόφιλος, τον οποίο αγαπούσε παράφορα, εξαιρέθηκε από τον κατάλογο των διωκτών των ιερών εικόνων.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, είχε ανταλλάξει την ευμενή συγκατάθεσή της υπέρ των εικόνων, με την άφεση του νεκρού συζύγου της. Έτσι για μια εβδομάδα σ’ όλους τους ναούς της Βασιλεύουσας αναπέμπονταν τρισάγια για την ανάπαυση της ψυχής του συγχωρεμένου αυτοκράτορα Θεόφιλου».
Έτσι περιγράφει γάλλος βυζαντινολόγος (1) τα γεγονότα εκείνης της ταραγμένης εποχής, από την οποία απέχουμε χίλια εκατόν ογδόντα δύο (1.182) χρόνια. Η ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έχει αφανισθεί από το πρόσωπο της γης και ο ωκεανός της Ιστορίας έχει καταπιεί και άλλες κραταιές αυτοκρατορίες. Όμως, η σχεδία της Εκκλησίας, αβύθιστη μέχρι σήμερα, συνεχίζει και στους Ναούς μας θα γιορτάσουμε αύριο την αναστήλωση των εικόνων.
Ο Παπαρρηγόπουλος θεωρεί την εικονομαχία ως πρόδρομο των αρχών του Ορθολογισμού και της Γαλλικής Επανα-στάσεως.
Ο Ζακυνθηνός επιμένει ότι στην εικονομαχία αντιμάχονταν δύο τρόποι βιώσεως των οντολογικών θεμελίων του ανθρώπου· ο Ανατολικός από τη μια, και ο λαϊκός Ελληνικός από την άλλη.
Σύγχρονος διανοούμενος εντοπίζει με νόημα ότι, την εικονομαχία διεξήγαγαν άνδρες αυτοκράτορες προερχόμενοι από την Ανατολή, ενώ την αποκατάσταση των εικόνων πραγματοποίησαν γυναίκες αυτοκράτειρες, προερχόμενες η μία από την Αθήνα και η άλλη από την Παφλαγονία (2).
Για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, η δυνατότητα να ζωγραφίζεται σε εικόνα το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, της Υπεραγίας Θεοτόκου και των Αγίων, δεν είναι καλλιτεχνική ιδιαιτερότητα. Είναι βαθειά ανθρωπολογική αξία επειδή αποδίδει τιμή στο ανθρώπινο πρόσωπο, στο ανθρώπινο σώμα και στις λειτουργίες του. Το οποίο, δυστυχώς, παρά τις παγκόσμιες διακηρύξεις είναι ξανά το ζητούμενο, εφόσον ο άνθρωπος είναι ακόμα πράγμα, αντικείμενο εκμετάλλευσης και παράπλευρη απώλεια στο χρηματιστήριο των συμφερόντων.
Και για να είμαι συνεπής με το θέμα μου, θα επιστρέψω στο κεντρικό πρόσωπο, της Θεοδώρας. Θυμάστε ποια είναι; αυτή που είχε επιλέξει ο αυτοκράτορας Θεόφιλος για σύζυγό του, αντί της Κασσιανής. Η καρδιά του αυτοκράτορα είχε «χτυπήσει» για την Κασσιανή, θέλοντας όμως να εξετάσει αν η ομορφιά της συμβαδίζει με την ευφυΐα της, της απηύθηνε τη γνωστή φράση: «ως άρα, διά γυναικός ερρύει τα φαύλα», εννοώντας την Εύα και εκείνη ανταπάντησε «αλλά, βασιλεύ˙ και διά γυναικός πηγάζει τα κρείττω», εννοώντας την Παναγία. Η απάντηση θεωρήθηκε θρασεία και προσβλητική για τον αυτοκράτορα και εκείνος στράφηκε και έδωσε το χρυσό μήλο που κρατούσε, στην συνυποψήφιά της, το ίδιο όμορφη Θεοδώρα.
Όποιοι ξέρουν αυτήν την ιστορία, σίγουρα θα μακαρίσουν την τυχερή Θεοδώρα για την βασιλική ζωή που ανοίχτηκε μπροστά της και θα συμπονέσουν την άτυχη Κασσιανή﮲ έτσι δεν είναι; Κι όμως, για την Θεοδώρα το παλάτι αποδείχτηκε ο τόπος του προσωπικού της μαρτυρίου. Αν ήξερε τη φρίκη που την περίμενε εκεί, θα προτιμούσε τη θέση της Κασσιανής από της Αυγούστας.
Ο Θεόφιλος, την αγαπούσε εξαιρετικά. Διαφωνούσαν μόνο στο ότι, εκείνος ήταν σκληρός εικονομάχος, ενώ η Θεοδώρα, τιμούσε με ευλάβεια τις εικόνες. Δεν τόλμησε ποτέ να του το αποκαλύψει, αν και πολλοί υποπτεύονταν ότι το γνώριζε.
Μετά τον θάνατο του Θεόφιλου, ανέλαβε η ίδια την βασιλεία μέχρι την ενηλικίωση του τετράχρονου γιού της Μιχαήλ Γ’ και συνέβησαν όσα προανέφερα. Φαίνεται ότι απορροφήθηκε από τη διοίκηση της αχανούς αυτοκρατορίας και ο Μιχαήλ, καθώς μεγάλωνε, έχτιζε ένα δύστροπο χαρακτήρα και εξελισσόταν σε απάνθρωπο τέρας. Όταν ενηληκιώθηκε, μέθυσος πιά και διεστραμμένος, δημόσια διακωμωδούσε και εξευτέλιζε σε κάθε ευκαιρία την μητέρα του, η οποία ματαίως προσπαθούσε να τον συνετίσει με κλάμματα και προσευχές. Ήταν όμως αργά. Κάποια στιγμή, παραχώρησε την εξουσία στον γιό της, με την ελπίδα να ασχοληθεί με τις φροντίδες της βασιλείας και έτσι να ξεφύγει από τον έκλυτο βίο του. Εκείνος, με μια ταπεινωτική τελετή, έκλεισε αμέσως τη μάννα του και τις αδελφές του σε μοναστήρι. Αλλά, ούτε εκεί ήταν γραφτό να βρεί γαλήνη η Θεοδώρα. Ο ανισόρροπος γιός της εμπιστεύθηκε έναν άξεστο άνδρα που τον είχε στους σταύλους του παλατιού, τον Βασίλειο, τον μετέπειτα αυτοκράτορα και ιδρυτή της δυναστείας των Μακεδόνων. Μια νύχτα που ο Μιχαήλ κοιμόταν και πριν κλείσει τα 29 του χρόνια, οι άνθρωποι του Βασιλείου τον κατέσφαξαν. Αιμόφυρτο και κατακρεουργημένο το άψυχο σώμα του, κορύφωσε στο έπακρο τον πόνο της. Ένας χρονογράφος σημείωσε ότι﮲ ο Μιχαήλ όσο ζούσε, έψαχνε τρόπους να πληγώνει και να εξευτελίζει την μάννα του και με τον θάνατό του, την βύθισε σε ισόβιο θρήνο, μέχρι το τέλος της ζωής της. Η Εκκλησία μας την τιμά ως αγία και γιορτάζουμε τη μνήμη της στις 11 Φεβρουρίου. Τελικά, ποια ήταν τυχερή! η Θεοδώρα η η Κασσιανή; Συνήθως, όλοι αναζητάμε και επιδιώκουμε ένα αστραφτερό αύριο, που όμως μπορεί να μην έλθει ποτέ. Κι αν έρθει δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα είναι απλόχερο σε ευτυχία (3).
Υπάρχει ένας Κελτικός μύθος για κάποιο πουλί, που κελαηδεί μια φορά μονάχα στη ζωή του, πιο γλυκά από κάθε άλλο πλάσμα πάνω στη γη. Από τη στιγμή που αφήνει τη φωλιά του ψάχνει για ένα δένδρο με αγκάθια και δεν ησυχάζει, ώσπου να το βρεί. Εκεί, την ώρα που τραγουδάει, καρφώνεται πάνω στο πιο αιχμηρό αγάθι. Και, καθώς πεθαίνει, υψώνεται πάνω από την ίδια του την αγωνία για να κελαηδήσει καλύτερα από το αηδόνι και τον κορυδαλό. Ένας θεσπέσιος ύμνος, με τίμημα την ύπαρξή του. Τότε, ολόκληρη η πλάση μένει ακίνητη, για να αφουγκραστεί και ο Θεός από ψηλά χαμογελά. Γιατί το καλό εξαγοράζεται με πόνο και το άριστο εξαγοράζεται με πολύ πόνο. Έτσι τουλάχιστο λέει ο μύθος.
Ο Χριστός κάποτε μας είχε πεί: «Ακούστε με, αν ο κόκκος του σιταριού δεν πέσει στο χώμα, να λιώσει και να εξαφανιστεί, τότε είναι άχρηστος. Αν όμως, πέσει στη γη, τότε την άνοιξη θα βλαστήσει και θα φέρει πολύ καρπό» (Ιω. 12, 24).
Είναι καίρια η επισήμανση ότι «ο τραγικότερος πνιγμός, είναι μέσα στη σιωπή του Θεού» (Ματθ. Μουντές).
Γι’ αυτό η Εκκλησία, όταν μιλάει για τον πόνο, αναφέρεται στο «μυστήριο του πόνου» και εννοεί το άλγος του σώματος αλλά και την οδύνη της ψυχής. Αυτό το μυστήριο του πόνου περιγράφεται στα σφηνοειδή κείμενα των Σουμερίων, στους ήρωες κάθε ελληνικής Τραγωδίας και στην Αγία Γραφή, στο βιβλίο του Ιώβ.
Ο Ιώβ, άνθρωπος πιστός στο Θεό, επιφανής στην κοινωνία του, οικογενειάρχης, πλούσιος, περιγράφει τα δεινά που τον βρήκαν:
«Ενώ ζούσα ειρηνικά», λέει, «ο Κύριος ξαφνικά με άρπαξε, με κράτησε από το λαιμό και με έσφιγγε. Η χολή μου χύθηκε στο χώμα. Με χτύπησε πολλές φορές, χωρίς έλεος, προσπάθησα να καλυφθώ, έκρυψα το κεφάλι μου στη γη. Τα σπλάχνα μου φλογίστηκαν από το κλάμα και μαύροι ίσκιοι κύκλωσαν τα μάτια μου».
Ο Ιώβ έχει σοβαρή και υγιή αντίληψη περί του εαυτού του. Δεν αποδέχεται ότι πληρώνει αμαρτίες, γι’ αυτό ζητάει να μάθει την αιτία της ταλαιπωρίας του. Δεν υποκρίνεται τον αμαρτωλό, δεν ικανοποιείται με ασαφείς γενικεύσεις, δεν συμβιβάζεται με την δυστυχία.
Ρωτάει το Θεό: «γιατί κρύβεσαι από μένα; Θα με κάνεις να ασεβήσω και να πω ότι απαρνήθηκες τους δίκαιους και προσέχεις τους ασεβείς. Κι αν σε κάτι σου έφταιξα, γιατί μ’ έκανες περίγελο; αν σε κάτι σε πρόσβαλα, εσύ που ξέρεις τις καρδιές των ανθρώπων, γιατί δεν διαγράφεις το φταίξιμό μου;».
Ενώ ο Ιώβ, ζητάει το λόγο, συγχρόνως αναγνωρίζει το δικαίωμα του Θεού να του στέλνει βάσανα. Δεν υποχωρεί στην προτροπή της γυναίκας του να βλασφημήσει κατά του Θεού και της λέει «ο Θεός, όπως δίνει τα δώρα του, έχει δικαίωμα και να τα αποσύρει».
Η Εκκλησία ερμηνεύει πως αν η σχέση που έχουμε με το Θεό, εξαρτάται από τις δωρεές που μας έδωσε, τότε αυτό σημαίνει ότι αγαπάμε το Θεό, όχι γι’αυτό που είναι, αλλά για αυτά που μας δωρίζει. Σημαίνει ότι εκτιμούμε τις δωρεές παραπάνω από τον δωρητή. Και η σχέση μας μαζί του είναι δοσοληψία: «Θεέ μου, επειδή μου δίνεις μένω κοντά σου για όσο θα μου δίνεις».
Στην αρχή του βιβλίου, το ίδιο λέει ο διάβολος στο Θεό﮲ «σε αγαπά ο Ιώβ, επειδή τον έκανες πλούσιο και πετυχημένο». Τότε ο Θεός, επιτρέπει στον διάβολο να πειράξει τον Ιώβ για να μας φανερώσει ότι υπάρχει μια αγάπη, που κρατά τον άνθρωπο συνδεδεμένο με το Θεό, ακόμα κι όταν δεν παίρνει τα δώρα του. Ο Ιώβ το βλέπει αυτό, το βιώνει, αλλά δεν μπορεί να καταλάβει γιατί ο Θεός, μερικές φορές, σπάζει τον κρίκο ανάμεσα στα δώρα του και στον εαυτό του.
Δεν αρνείται το δικαίωμα του Θεού να τον χτυπάει με ηθικά και υλικά ραπίσματα, αλλά μέσα σ’αυτά, διαισθάνεται και την φροντίδα του γι’ αυτόν, αλλά δεν καταλαβαίνει τι είδους φροντίδα είναι αυτή. Του λέει﮲ «αφού μ’ αγαπάς, με νοιάζεσαι, γιατί συγχρόνως με χτυπάς»;
Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης θέτει το ζήτημα αυτό με καθαρότερους όρους﮲ γράφει: «Αιώνες τώρα χτυπάω τον τοίχο, μα κανείς δεν απαντάει. Όμως εγώ ξέρω, πως πίσω από τον τοίχο είναι ο Θεός. Γιατί μόνο Εκείνος δεν απαντάει».
Τα παθήματα του δίκαιου και πολύαθλου Ιώβ, έρχεται ο ίδιος Θεός και του τα ερμηνεύει. Ύστερα από έναν καταπληκτικό διάλογο, καταλήγει: «τα δώρα μου, όλα ανεξαιρέτως, σου δίνονται για να σου αποκαλύψουν εμένα».
Ανεξαιρέτως σημαίνει ότι «δώρα» είναι, τόσο οι «ευεργεσίες», όσο και οι «δοκιμασίες». Ο Θεός μεταχειρίζεται και τα δύο, προκειμένου να οδηγήσει τον άνθρωπο σ’εκείνον, επειδή τελικά ζωή δεν είναι ο βίος, αλλά η σχέση με το Θεό, που συνεχίζεται και μετά το τέλος του βίου μας.
Στο τέλος του υπέροχου διαλόγου τους, ο Ιώβ απάντησε στο Θεό: «ναί! δεν είχα καταλάβει… υπήρχαν θαυμαστά πράγματα που δεν τα ήξερα… άκουγα για σένα… μα τώρα σε είδα με τα μάτια μου».
Και ο Ιώβ, από «καταχθόνιο τόπο» είδε το Θεό μέσα σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια και τότε «έχτισε» πραγματική σχέση μαζί του, αφού πρώτα έχασε τα πάντα, το σεβασμό των άλλων, την υγεία του, τα παιδιά του, τα πλούτη του.
Όταν του έλειψαν όλα, τότε έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό και είδε, για πρώτη φορά, τον ίδιο το Θεό κατάματα, όχι πίσω από τα δώρα του. Τον είδε μέσα από τους πόνους του και κατάλαβε πόσο περισσότερο αξίζει ο Θεός από τα δώρα του. Όταν ένιωσε την εγκατάλειψη, τότε, «μόνος προς μόνον», «έχτισε» την πιο όμορφη, ζεστή, αληθινή και δημιουργική σχέση με το Θεό.
Θυμόμαστε κι άλλο περιστατικό﮲ ο Πέτρος, όταν τον αρνήθηκε και έκλαψε πικρά, μόνο τότε είδε τον Δάσκαλό του. Ο Γκαίτε γράφει: «τα δακρυσμένα μάτια, μόνο αυτά σας βλέπουν, ουράνιες δυνάμεις». Ο Νίτσε σημειώνει: «στη μακροχρόνια αρρώστια μου οφείλω μια ανώτερη υγεία, που απελευθέρωσε το πνεύμα μου. Ο έσχατος πόνος υπήρξε για μένα δάσκαλος της μεγάλης υποψίας».
Μεγάλος λόγος αυτός: ο πόνος σε βάζει σε μεγάλη υποψία.
Ο Οδυσσέας Ελύτης διερωτάται﮲ «Θεέ μου, πόσο μπλε ξοδεύεις για να μην σε βλέπουμε» και καταλήγει ότι ο άνθρωπος, είτε το θέλει είτε δεν το θέλει, «έλκεται από το Θεό, όπως ο καρχαρίας από το αίμα».
Η Εκκλησία μας βεβαιώνει πως ο Θεός, όταν παραθεωρείται, τόσο πιο απαιτητικός γίνεται. Τότε σηκώνουμε σταυρό και σταυρωμένοι επάνω του, πονάμε. Είναι τότε που νομίζουμε ότι ο Θεός μας εγκατέλεψε. Κι όμως, εκείνη την στιγμή, ο ίδιος ο Θεός έρχεται προς το μέρος μας. Θυμάστε, ότι πάνω από το σταυρό ο Χριστός φώναξε: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;». Τι εννοούσε! Είχε εγκαταλειφθεί η θεία φύση του; αυτό δεν μπορούσε να συμβεί. Είχε εγκαταλειφθεί η ανθρώπινη φύση μας, επειδή είχε πλήρως διαρρήξει κάθε σχέση μαζί του και βίωνε μια υπαρξιακή παντέρημη μοναξιά. Η Εκκλησία μας εξηγηγεί ότι, εκείνη τη στιγμή, στο Γολγοθά, επάνω στο σταυρό, ο ίδιος ο Θεός, ενάντια στο Θεό, πήρε το μέρος του ανθρώπου για πάντα!
Αυτό σημαίνει ότι «ο Θεός, άλλους σώζει εκ του πόνου και άλλους σώζει διά του πόνου».
Δεν είναι εύκολο να αποδεχτούμε ότι «ο Θεός γράφει ίσια με στραβές γραμμές».
Είπα, «δεν είναι εύκολο να το αποδεχτούμε», όχι να το καταλάβουμε. Καταλαβαίνουμε το μήνυμα της σιωπής, αλλά δεν αντέχουμε να το παραδεχτούμε. Όσα μας χάρισε, τα ονομάζουμε χαρίσματα, αλλά δεν θέλουμε να τα χάσουμε, λες και δεν μπορεί να μας ξαναδώσει.
Η χλιδή είναι καλό πράγμα, αλλά οι περισσότερες αυτοκρατορίες πέθαναν στο μαλακό μαξιλάρι της.
Και η Εκκλησία μας, θεωρεί τον θάνατο, έσχατο εχθρό μας, δεν συμφιλιώνεται ποτέ μαζί του και πανηγυρίζει στο ξεδόντιασμά του, το Πάσχα.
Αγαπητοί μου, τελικά ο άνθρωπος είναι αυτό που είναι, όταν πάψει να έχει ή να μπορεί. Ο πόνος είναι το όριο της ψυχής. Ο θάνατος είναι το όριο του υπάρχειν. Και τα δυό αυτά, δεν κινδυνεύουν να αποτύχουν στον κόσμο γιατί ήδη είναι αποτυχία του κόσμου. Γι’ αυτό ο Θεός έστειλε τον υιό του στον κόσμο, ως έσχατα πονεμένο για να πεθάνει και να αναστηθεί, δηλ. για να επιτύχει.
Σήμερα άρχισε˙ ποιος δεν το βλέπει, ήδη μαίνεται, τόσο στην καθημερινότητα όσο και στα διεθνή φόρα, ένας πολυποίκιλος πόλεμος ενάντια στο πρόσωπο του ανθρώπου. Και αυτό είναι η έσχατη παραφροσύνη του πολιτισμού μας. Επειδή ο πόλεμος αυτός δεν διαθέτει πλέον καμμιά ιδεολογική ή ηθική κάλυψη, είναι σκέτος πρωτογονισμός. Οπότε, είναι εξάπαντος ανάγκη να αποκατασταθεί η εικόνα του ανθρώπου, ξανά. Αυτό θα γίνει μόνο όταν ο άνθρωπος αποκαταστήσει μέσα του την εικόνα του Θεού. Σας διαβεβαιώνω ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Παραπομπές:
- Κάρολος Ντίλ, Πορτραίτα βυζαντινῶν, ἐκδ. Ὠκεανίδα, Ἀθήνα 2003, σελ. 160-164.
- Μαλεβίτση Χρήστου, Ἡ ζωὴ καὶ τὸ πνεῦμα, ἐκδ. Παρουσία, σελ. 202-204.
- Ἀποστολίδη Δημήτρη, Βυζαντινὰ Ὑστερόγραφα, 20 ἱστορίες ἀγάπης καὶ μίσους, ἀρετῆς καὶ πτώσης, θριάμβου καὶ ὀλέθρου, Alpha Media Group Καβάλα 2009