Εφέτος το Πάσχα το γιόρτασα με την οικογένειά μου στην Σπάρτη. Την Μeγάλη Παρασκευή στο Ξηροκάμπι Σπάρτης, την ιδιαίτερη πατρίδα της συζύγου μου, ένα όμορφο χωριουδάκι στους πρόποδες του Ταϋγέτου και την Ανάσταση σε ένα άλλο κοντινό χωριουδάκι της περιοχής του Μυστρά, δίπλα στο Παλαιολόγιο, τόπο καταγωγής των Παλαολόγων του Βυζαντίο. Εκεί λοιπόν στην Αγία Ειρήνη του χωριού παρακολουθήσαμε μια κατανυκτική Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία. Αμέσως μετά το κτύπημα της αναστάσιμης καμπάνας, που καλούσε τους πιστους να προσέλθουν στην Εκκλησία, για να συμμτάχουν στην Αναστάσιμη Ακολουθία, πήγαμε και εμείς στην Αγία Ειρήνη. Όπως συνήθως συμβαίνει, βλέπαμε τα καραβάνια των πιστών να συρρέουν με τις λαμπάδες τους από όλους τους δρόμους, για να γίνουν κήρυκες του Φωτός της Αναστάσεως. Έτσι πιστεύαμε. Ήταν όμως πεπλανημένη η εικόνα που βλέπαμε. Η σχετική πλάνη διατηρήθηκε λίγα λεπτά ακόμη από το «Δεύτε λάβετε Φως» μέχρι το «Χριστός Ανέστη» που έψαλε ο Ιερέας μετά την ανάγνωση του Αναστάσιμου Ευαγγελίου! Τότε αποκαλύφθηκε η αληθινή εικόνα εκείνων που εσχημάτισαν τα σχετικά καραβάνια. Ήσαν οι Χριστιανοί του 12 παρά πέντε μέχρι το 12 και πέντε. Μπορεί στα γλέντια και στα ξεφαντώματά τους όλοι αυτοί να αφιερώνουν νύχτες ολόκληρες, στον Χριστό όμως δεν ήσαν διατεθειμένοι να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο από ένα δεκάλετο! Το δεκάλεπτο αυτό αφιέρωμα στον Χριστό την νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, έχω την αίσθηση ότι, έτσι, όπως εκδηλώνεται κάθε χρόνο, είναι περισσότερο κατάλοιπο μιας εθιμοτυπίας («έτσι το βρήκαμε και συνεχίζουμε να το τηρούμε στην ίδια μορφή του») και λιγότερο ή καθόλου έκφραση αληθινής πίστης στον Εσταυρωμένο. Εάν ψάξει κάποιος να βρει, πότε ακριβώς και γιατί διαμορφώθηκε αυτό το φαινόμενο, σίγουρα θα το εντοπίσει σε χρόνο μακρυά από την εποχή της αυστηρά παραδοσιακής Ελλάδος, στην οποία ήταν αδιανόητη αυτής της μορφής η «προδοσία» στο πρόσωπο του Χριστού. Στην διαμόρφωση ή πάντως στην διεύρυνση αυτού του φαινομένου συνέβαλαν αποφασιστικά οι «μεγάλοι» της ορθόδοξης πατρίδος μας, οι επίσημοι, όπως αλλιώς τούς αποκαλούμε, οι οποίοι σε όλες τις Αναστάσιμες Ακολουθίες, κεντρικές ή περιφερειακές, μετά το «Χριστός Ανέστη» αποχωρούν εν σώματι από την Αναστάσιμη Τελετή δίνοντας το σήμα στους απλούς πιστούς να πράξουν το ίδιο και να τούς ακολουθήσουν. Το «ψάρι», άλλωστε. κατά την σχετική παροιμία, «βρωμάει από το κεφάλι».
Αυτό βέβαια ισχύει για εκείνους, οι οποίοι την στάση τους απένανι στον Χριστό την καθορίζουν με βάση τα μηνύματα, που τούς στέλνουν η εθιμοτυπία και όσοι την συντηρούν. Όχι όμως και αυτοί, που είναι εσωτερικά «αυτόφωτοι», αφού τις πράξεις τους δεν τις υπαγορεύουν εξωτερικοί παράγοντες, όπως είναι λ.χ. η εθιμοτυπία και η στάση άλλων τυπολατρών, αλλά η αστείρευτη πηγή φωτός της αληθινής πίστης προς τον Χριστό, που συντηρούν μέσα τους και διαμορφώνει κάθε φορά το δέον της συμπεριφοράς τους προς Αυτόν.
Ένα μεγάλο πάντως μέρος των λαμπαδηφόρων του δεκαλέπτου της Αναστάσιμης Ακολουθίας προέρχεται από εκείνους, οι οποίοι πιστεύουν ότι η Ανάσταση του Χριστού έγινε το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου! Επικαλούνται μάλιστα τις απόψεις της Εκκλησίας, η οποία ομιλεί για Πρώτη Ανάσταση. «Επομένως», λένε, «εφ’ ό»σον η Ανάσταση του Χριστού έγινε το Μεγάλο Σάββατο το πρωί, αυτό σημαίνει δύο τινά: Αφ’ ενός μεν ότι έχει τελειώσει το Μεγάλο Σάββατο το μεσημέρι η μακρά περίοδος της νηστείας, αφ’ ετέρου δε ότι δεν χρειάζεται να παρακολουθήσουμε μια Ακολουθία για ένα γεγονός (την Ανάσταση του Χριστού), που ήδη συνέβη το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Απλά το Μεγάλο Σάββατο τα Μεσάνυχτα πηγαίνουμε στην Εκκλησία, για να πάρουμε Άγιο Φως και να επιστρέψουμε αμέσως στο σπίτι μας. Την Ανάσταση του Χριστού την γιορτάσαμε το πρωί».
Η ερμηνεία αυτή των γεγονότων, που συνδέονται με την Ανάσταση του Χριστού είναι πολλαπλώς εσφαλμένη. Την πλημμέλεια αυτής της ερμηνείας μπορούν να την δουν από μόνοι τους όσοι την επικαλούνται, εάν αναλογισθούν τα λόγια του ιδίου του Ναζωραίου, ο οποίος κατ’ επανάληψη έλεγε κατά την διάρκεια της Διδασκαλίας Του: «Καταλύσατε τον Ναόν αυτόν (εννοώντας την θανάτωσή Του από τους Ιουδαίους) και εν τρισίν ημέραις οικοδομήσω αυτόν». Πρέπει να υπογραμμισθεί εδώ με έμφαση ότι την φράση αυτή του Χριστού την χρησιμοποίησαν οι Ιουδαίοι ως στοιχείον ενοχής Αυτού κατά την ανάκρισή Του από τον Αρχιερέα Καϊάφα. Άλλες φορές πάλι έλεγεν ότι «αναστήσομαι τριήμερος», ότι δηλ. μετά τρεις ημέρες από την θανάτωσή μου θα αναστηθώ. Όλα αυτά μάς δείχνουν, πέρα πάσης αμφιβολίας, ότι ο Χριστός έμεινε στον Τάφο τρεις ημέρες και μετά την συμπλήρωση αυτών ανέστη εκ νεκρών. Εφ’ όσον ο Χριστός μετά τον Σταυρικό Του Θάνατο στον Γολγοθά ετάφη την Μεγάλη Παρασκευή, έπρεπε να περάσει και ολόκληρο το Μεγάλο Σάββατο, για να συμπληρωθεί η δεύτερη ημέρα της ταφής Του. Πώς λοιπόν λέγουν κάποιοι ότι ο Χριστός αναστήθηκε το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, δηλ. μια-μιση ημέρα μετά την Τσφήν Του; Ορθώς λοιπόν η Εκκλησία μας έχει ορίσει να εορτάζεται η Ανάσταση του Χριστού την Νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου προς την Κυριακή του Πάσχα με την Αναστάσιμη Λειτουργία να φτάνει στις πρώτες πρωινές ώρες της τρίτης ημερας της Ταφής του Κυρίου, η οποία δεν γνωρίζουμε, πότε ακριβώς συνέβη. Εκείνο που μετά βεβαιότητος γνωρίζουμε είναι ότι ο Χριστός πριν ανατείλει ο ήλιος «της μιάς των Σαββάτων», της τρίτης δηλ. ημέρας από της ταφής του, είχεν ήδη αναστηθεί. Μάς το λέει με απόλυτη σαφήνεια ο Ευαγγελιστής Μάρκος στο Αναστάσιμο Ευαγγέλιο της νύχτας του Μεγάλου Σαββάτου: «Διαγενομένου του Σαββάτου (εννοεί το ιουδαϊκο Σάββατο, που ισοδυναμεί με την χριστιανική Κυριάκη) Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα, ίνα ελθούσαι αλείψωσιν τον Ιησούν. Και λίαν πρωί της μιας των Σαββάτων έρχονται επί το μνημείον ανατείλαντος του ηλίου, έλεγον δε προς εαυτάς, τίς αποκυλίσει ημίν το λίθον; Και αναβλέψασε θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος, ην γαρ μέγας σφόδρα (ήταν δηλ. ο λίθος τεράστιος). Και εισελθούσαι εις το μημείον είδον νεανίσκον καθήμενο εν τοις δεξιοίς περιβεβλημένον στολήν λευκήν και εξεθαμβήθησαν. Ο δε είπεν αυταίς: Ιησούν ζητείται τον Ναζαρηνόν τον Εσταυρωμένον; Ήγερθη, ουκ έστιν ώδε. Ίδε ο τόπος, όπου έθηκαν Αυτόν. Αλλ’ υπάγετε είπατε τοις μαθηταίς αυτού και το Πέτρω ότι….Και εξελθούσαι από του μνημείου ταχύ έφυγον, είχεν δε αυτά τρόμος και έκστασις και ουδενί ουδέν είπον. Εφοβούντο γαρ».
Θα ολοκληρώσω τις σκέψεις μου εδώ για τους Χριστιανούς της δεκάλεπτης παρουσίας στην Αναστάσιμη Ακολουθία, αφού επισημάνω το χρέος της Εκκλησίας να εργασθεί εντατικότερα για την εξάλειψη αυτού του φαινομένου ανασκευάζοντας πρωτίστως πολλές πεπλανημένες απόψεις που το συντηρούν, για να επανέλθω στην κατανυκτική Αναστάσιμη Λειτουργία, που μάς προσέφερε η Αγία Ειρήνη του Μυστρά, μια πανέμορφη μικρή Εκκλησία σε αχιτεκτονική μορφή Βασιλικής μετά τρούλου. Μπορεί όσοι μείναμε μέχρι τέλους στην Εκκλησία και παρακολουθήσαμε την Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία να μη ξεπερνούσαμε ελάχιστες δεκάδες πιστών, η κατανυκτική όμως ατμόσφαιρα που εδημιούργησαν ο Ιερέας της Εκκλησίας μαζί με τους νεαρούς ψάλτες εγέμιζαν με γαλήνη την ψυχή μας και δεν μας άφηναν να σκεφθούμε τίποτε άλλο, παρά πώς να απολαύσουμε περισσότερο την μυσταγωγία που μάς προσέφεραν. Ήταν παρήγορο να βλέπεις νεαρούς, αντί να υπηρετούν σε νυκτερινά κέντρα τον κόσμο της ανομίας και της κραιπάλης, να διαθέτουν τις βυζαντινές μουσικές γνώσεις τους και την καλιφωνία τους στην λατρεία του αληθινού Θεού. Από την άποψη αυτή αισθάνομαι την ανάγκη να συγχαρώ από την στήλη αυτή τον εφημέριο του Ναού και πρωτίστως τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μανεμβασίας και Σπάρτης, κ. Ευστάθιο, ο οποίος στηρίζει προφανώς το έργο του συγκεκριμένου Ιερού Ναού. Και εκτιμώ ότι το ίδιο θα κάνει και για όλους τους Ναούς της Μητροπόλεώς του.