Αρχική » Το σύστημα τῶν ΜΜΕ καί τῶν κάθε λογῆς διαφωτιστῶν, προσπαθοῦν νά μᾶς πείσουν νά ξεχάσουμε τον θεό

Το σύστημα τῶν ΜΜΕ καί τῶν κάθε λογῆς διαφωτιστῶν, προσπαθοῦν νά μᾶς πείσουν νά ξεχάσουμε τον θεό

από christina

 

Του Σεβ. Μητροπολίτη Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως & Πολυκάστρου κ. Δημητρίου

 

Κάθε παιδί χαίρεται καί ξεχνιέται μέ τά κάθε λογῆς δῶρα. Καί ἀποκλαίει τή στέρησή τους, ἔχοντας βεβαίως τήν κυριότερη αἴσθηση τῆς παρουσίας καί τή σπουδαιότερη δυνατότητα ἄμεσης καταφυγῆς στή γονεϊκή προστασία.

Κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ξεχνιόμαστε μέ τά προϊόντα τῆς ἐξελιγμένης ἐποχῆς μας. Καί ἀποκλαίουμε τή στέρηση τῶν ἀτομικῶν μας ἐλευθεριῶν καί τῶν ἐθισμῶν μας.

Ὅλο τό σύστημα τῶν ΜΜΕ καί τῶν κάθε λογῆς διαφωτιστῶν, προσπαθοῦν μέ κάθε τρόπο νά μᾶς πείσουν νά ξεχάσουμε τήν πατρική ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ καί νά καταφεύγουμε στά ὑποκατάστατα τῆς ἐπιστήμης, τῶν ἰδεολογιῶν, τῶν πολιτικῶν διευθυντηρίων, τῶν πεφωτισμένων ἡγετῶν ἤ καί ἡγετικῶν ὁμάδων.

Ἔτσι μᾶς ὠθοῦν στό νά συνηθίσουμε σέ μιά συλλογική θρησκειακή ἐξατομίκευση ὀλιγίστων ἀτομικῶν λατρειακῶν στιγμῶν.

Ξεχάσαμε νά μιλᾶμε τοῦ Θεοῦ, νά ἀποζητοῦμε τό Θεό, νά λατρεύουμε τό Θεό, νά τόν δοξολογοῦμε “ὅλῃ ψυχῇ καί διανοίᾳ καί καρδίᾳ καί πόθῳ”. Αὐτό τό “ἐργαλεῖο ζωῆς”, τήν καρδιά μας, τήν παγιδεύουμε στήν ἐγκοσμιότητα.

Μόλις ὅμως φθάσουμε στά ἀδιέξοδα τοῦ βίου, τότε ἀποζητοῦμε μιά βέβαιη προσφυγή γιά τά παρόντα καί μιά σίγουρη ἐλπίδα γιά τά ἐπέκεινα.

Ἡ ἀρρώστια, τό ἐνδεχόμενο τοῦ θανάτου, ἡ ἀπειλή (ἐν προκειμένῳ) μιᾶς ἐπιθανάτιας πανδημίας, ὅλα αὐτά μᾶς ξαναθυμίζουν τή θεολογική ὄψη τοῦ βίου μας καί τῆς ζωῆς μας καί τῆς ὕπαρξής μας· μᾶς ξαναθυμίζουν τή θεολογική ἑρμηνεία τῆς κάθε ἀρρώστιας, ἀκόμη καί τοῦ βιολογικοῦ τέλους.

Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος εἶχε δεῖ κάποτε ἁπλωμένες στή γῆ τίς ἀναρίθμητες παγίδες τοῦ διαβόλου, πού παγίδευαν τούς πάντες. “Ποιός μπορεῖ νά ξεφύγει;” ἀναρωτήθηκε ὁ ἐρημίτης μεγάλος Ἅγιος. Καί ἄκουσε ἀπό τόν οὐρανό τήν ἀπάντηση: “Ἡ ταπείνωση!”

Ἰδού, λοιπόν, σήμερα ἡ ἀκούσια ταπείνωση τῆς πανδημίας, ἡ ταπείνωση τῆς ἀπελπισίας, ἡ ταπείνωση τοῦ ἀποκλεισμοῦ, ἡ ταπείνωση τῶν στερήσεων, ἡ ταπείνωση τοῦ κοσμικοῦ περιορισμοῦ, ἡ ταπείνωση τῶν συλλογικῶν τρόπων διαφυγῆς καί διασκέδασης… αὐτή ἡ ἀκούσια ἀναγκαστική ταπείνωση μᾶς φέρνει ἀντιμέτωπους μέ τά ἀληθινά ἀνθρώπινα “μέτρα” μας.

Δέν εἴμαστε παντοδύναμοι, ἀλλά ἀδύναμοι. Δέν εἴμαστε ἀθάνατοι, ἀλλά μελλοθάνατοι. Δέν εἴμαστε κυρίαρχοι τῆς ζωῆς μας, ἀλλά διαχειριστές τοῦ βίου μας. Δέν εἴμαστε μόνιμοι ἐπί γῆς, ἀλλά προσωρινοί.

Τό πιό σίγουρο εἶναι τά ὅριά μας, ἡ συλλογική καί ἀτομική ἀδυναμία μας. “Σήμερα ζεῖς καί αὔριο πεθαίνεις” ἔλεγε μέ τόση σαφήνεια ἡ λαϊκή σοφία.

Ἐνῶ ὁ τωρινός κόσμος μέ τίς τόσες ἀνέσεις, μέ τόσες ἠλεκτρονικές σελίδες, μέ τούς ἠλεκτρονικούς “εἰκονικούς κόσμους”, μέ τίς ἀτέλειωτες ἀποκοιμιστικές πληροφορίες “δια-σκέ-δα-σης” (δηλ. δια-σκο-ρπι-σμοῦ τῆς προσοχῆς), αὐτός ὁ ψεύτικα δομημένος κόσμος τῆς ψεύτικης εὐτυχίας μᾶς εἶχε ξεμάθει τά ὅριά μας.

Εἴχαμε τήν ψευδαίσθηση ὅτι μέ τήν ἐπιστήμη τῆς ἱατρικῆς, πού τόσα προσφέρει, θά νικοῦμε ὅλες τίς ἀσθένειες καί στό τέλος θά παρατείνουμε τά χρόνια τῆς ζωῆς, καί ἴσως νικήσουμε καί τόν θάνατο.

Τό μόνο καλό πού προέκυψε ἀπό τό μεγάλο κακό τῆς πανδημίας εἶναι ἡ ἐπίγνωση τῶν συλλογικῶν καί τῶν ἀτομικῶν ὁρίων μας.

Τό μόνο καλό πού γεννήθηκε ἀπό τήν ἀπειλή τοῦ νέου κορωναϊοῦ-covid 19 εἶναι ἡ ἐπίγνωση τῶν μέτρων μας, εἴτε εἴμαστε κυβερνῆτες μιᾶς χώρας, εἴτε εἴμαστε ἁπλοί μεροκαματιάρηδες πού χάσαμε τή δουλειά μας.

Διότι καί οἱ μέν καί οἱ δέ χάνουμε τόν ὕπνο μας καί τήν ἡσυχία μας μπροστά στήν ἀπειλή ἑνός πανδημικοῦ ἰοῦ καί ἡ ἐπιστήμη φανερώνει τά ὅριά της.

Καί ὅσοι ἔχουμε λίγο μυαλό, ἀποζητοῦμε τήν διαφυγή στήν ἀκούσια ταπείνωση καί στήν ἀκούσια ὑπακοή ὑπέρ τῆς κοινῆς συλλογικῆς καί ἀτομικῆς προστασίας (κι ἐμεῖς νά διαφυλαχθοῦμε καί ὁ κόσμος νά διαφυλαχθεῖ δίπλα μας καί γύρω μας). Ξαναμαθαίνουμε τήν αἴσθηση τῆς ἀνθρωπιᾶς ὡς κοινωνικοῦ ἄμεσου χρέους.

Καί ἔρχεται στό σημεῖο αὐτό ἕνα μεγάλο (ὅσο καί ἁπλό) κήρυγμα, μιά διακήρυξη γιά τά ἀληθινά ἀνθρώπινα ὅριά μας: εἴμαστε σῶμα Χριστοῦ καί ἐπί μέρους μέλη τοῦ Σώματος αὐτοῦ!

Δέν εἴμαστε ξεκομμένες μονάδες, δέν εἴμαστε εὐχείρωτοι ψηφοφόροι, δέν εἴμαστε ταυτοτικοί ἀριθμοί, δέν εἴμαστε ποσοστά δημογραφικά, δέν εἴμαστε ἀριθμοί ἀναγνωστῶν διαδικτύου ἤ θεατῶν ἠλεκτρονικῶν εἰκόνων.

Εἴμαστε σῶμα Χριστοῦ καί ἐπί μέρους μέλη αὐτοῦ τοῦ σώματος! Αὐτό πού τό λέει τόσο καθαρά ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος, τό ζοῦμε στό ἅγιο βάπτισμα καί στό ἄγιο μύρωμα, τό ζοῦμε στόν ἅγιο γάμο καί στή γέννησή μας καί σέ κάθε ἁγιασμό τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς, τό ζοῦμε προπαντός στή θεία λειτουργία καί στή θεία κοινωνία.

Ἐπιβεβαιώνουμε αὐτό πού μᾶς ἔκανε ὁ Θεός μας: σῶμα Χριστοῦ καί ἐπιμέρους μέλη τοῦ θείου αὐτοῦ σώματος.

Ὅταν λοιπόν ἀκοῦμε γιά μέτρα ἀτομικῆς θείας λατρείας, σάν ὀρθοδόξους μᾶς πιάνει κυριολεκτικά ὁ “πνιγμός” μιᾶς πιό φρικτῆς πανδημίας.

Αὐτό μποροῦν νά τό ἀκούσουν καί νά τό ἐφαρμόσουν στή Δύση καί ἰδιαίτερα στόν Προτεσταντισμό, μέ τόν κατακερματισμένο χριστιανισμό πού δέν εἶναι τίποτε παραπάνω ἀπό ἕνα ἀτομικό δικαίωμα συλλογικῆς ἤ πολυατομικῆς θρησκείας.

Ἄν τοποθετήσεις τόν ἄνθρωπο ἔξω ἀπό τή θεολογία τῆς ἱστορικῆς θείας ἀποκαλύψεως καί ἔξω ἀπό τή θεολογία τῆς ἄμεσης κοινωνίας τοῦ Θεοῦ, τότε ἀκόμη καί ὁ θρησκευτικός ἄνθρωπος γίνεται ἀριθμός ἑνός θρησκευτικοῦ συνόλου.

Καί ἔρχεται ἡ ἐπιστήμη (μέ ὅλο τόν ἀνθρωπισμό της) νά “στοιχειώσει μέ ἀνείπωτο τρόμο τίς κοινωνίες μας” (βλ. ἄρθρο τοῦ Ignatio Ramonet στήν ἐφημερίδα Le Monde diplomatique, ἀναδημοσιευμένο στήν Κυριακάτικη ᾽Ελευθεροτυπία 06.08.2000).

Ὅλη ἡ Ἀμερικάνικη καί ἡ Δυτικοευρωπαϊκή κουλτούρα ―σέ σχέση μέ τό Χριστιανισμό― ἔχει πετύχει τήν πιό τραγική ἀνθρωπιστική “αἵρεση”: ἔθεσε τή θρησκευτικότητα ἀντιμέτωπη πρός τήν καθημερινή ζωή τῶν ἀνθρώπων! (διαπίστωση τοῦ μακαριστοῦ καθηγητοῦ λειτουργικῆς π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν).

Αὐτό πού ζοῦν, αὐτό μέσα στό ὁποῖο σπουδάζουν ὅλοι οἱ μεταπτυχιακοί μορφωμένοι μας ἐπί τῆς Δύσης, αὐτόν τό διαχωρισμό μεταξύ θρησκευτικότητας καί καθημερινῆς ζωῆς: αὐτό βλέπουμε σήμερα νά ἐπιχειροῦν μέ τόση εὐκολία νά τό ἐπιβάλουν ὡς νοοτροπία ζωῆς στήν πατρίδα μας.

Μιά ἄψυχη καί ἀσώματη καί περιθωριακή καί ἐλάχιστη θρησκειακή ἀοριστία ἀτομικῆς ἐκδοχῆς, μιά καλλιτεχνική εἰκόνα ὡσάν ντεκόρ στό γραφεῖο ἤ στό σπίτι, ἕνα ξεθυμασμένο σταυροκόπημα, χωρίς ἀντίκρισμα καθημερινοῦ βίου καί λειτουργημένης ἐκκλησιαστικῆς συμμετοχῆς.

Αὐτό πού λέγεται διατόρως περί τῶν ἐκκλησιῶν ὡς χώρων ἀτομικῆς λατρείας εἶναι ἡ καταφρόνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ψυχῆς καί ὁ εὐτελισμός τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Καί στοχεύει μικροπρόθεσμα καί μακροπρόθεσμα στόν ἐθισμό τοῦ λαοῦ σέ μιά ἀποεκκλησιοποίηση.

Δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ πρόληψη ἐξάπλωσης τῆς πανδημίας. Δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ὑποστήριξη τῶν λιγοστῶν μέτρων Κρατικῆς Ἰατρικῆς Ἀντιμετώπισης γιά μιά πανδημία σάν αὐτήν πού περνοῦμε.

Δέν εἶναι οἱ ἀπρόβλεπτες ἐπιθανάτιες συνέπειες τῆς πανδημίας, μέ ἀριθμούς νεκρῶν καί ἀσθενῶν πού ἐπηρεάζουν τό πολιτικό σκηνικό… Εἶναι κάτι παραπέρα ἀπό ὅλα αὐτά.

Εἶναι ἡ εὐκαιριακή μετάφραση μιᾶς πολιτικῆς αἴσθησης περί θρησκείας, ἡ εὐκαιριακή μετάφραση μιᾶς δημοσιογραφικῆς αἴσθησης περί θρησκείας, ἡ εὐκαιριακή μετάφραση μιᾶς ἐπιστημονικῆς αἴσθησης περί θρησκείας… ἡ ὁποία αἴσθηση εἶναι μάθημα εἰσαγόμενο, εἶναι μάθημα ἑνός κόσμου δίχως κοινωνία Θεοῦ.

Ὁ κόσμος τῆς Δυτικῆς καί τῆς Ἀμερικάνικης καί τῆς παγκοσμιοποιούμενης κουλτούρας πάσχει ἀπό τόν κορωναϊό τῆς κοσμικότητας, τῆς ἀποκλειστικῆς κοσμικοποίησης τοῦ ἀνθρώπου.

Αὐτό τό ἔλεγε ὁ καθηγητής π. Ἰωάννης Ρωμανίδης (†) πρίν 50 χρόνια καί τό ἔζησε ὡς ἀρρωστημένη κοινωνική καί θρησκευτική κατάσταση ὁ γέρων Ἐφραίμ ὁ Ἀριζονίτης πού ἀπό τό 1975 μέχρι φέτος ἔστησε 19 μοναστήρια Ἀθωνικῆς παραδόσεως στήν Ἀμερική καί τόν Καναδά.

῞Οταν ἔρχονται σήμερα καί, μέ τό πρόσχημα τῆς πανδημίας, δημοσιογράφοι καί πολιτικοί καί ἐπιστήμονες (ὄχι ὅλοι, ἀλλά μερικοί), τολμοῦν νά ἀσεβοῦν στό μυστήριο τῆς θείας κοινωνίας σέ μιά χώρα μέ Ρωμέϊκη λεβέντικη ἐκκλησιαστικότητα, αὐτό δέν εἶναι προληπτική εὐαισθησία γιά τήν πανδημία.

Εἶναι εὐθεία ἀπόπειρα προσβολῆς τῆς ζωῆς μας. Καί κατά βάθος εἶναι ἕνας τρόπος φίμωσης τῶν δικῶν τους τῶν συνειδήσεων ἀπό τά ἐλάχιστα ὑπολείμματα φιμωμένης διαμαρτυρίας. Εἶδες ἀθεΐζοντα ἄνθρωπο;

Πρωτίστως παλεύει ἀσυνειδήτως μέ τό ἀσυνείδητο καί τό ὑποσυνείδητό του, μέ τήν ἐλάχιστη ἀνθρώπινη συνειδητότητα τῆς θεοπλασίας μας.

Ἔπειτα, ὁ συνωστισμός π.χ. σέ ἄλλους θρησκειακούς χώρους δέν στηλιτεύθηκε δεόντως, ὅταν δριμέως ἐλέγχθηκε ὁ συνεσταλμένος καί ὀλιγομελής τρόπος σεβασμοῦ μακραίωνων παραδόσεων καί τοῦ στοιχειωδέστερου ἐκκλησιαστικοῦ μας δικαιώματος (τῆς ὀλιγομελοῦς ἔστω θείας λειτουργίας καί τῆς θείας κοινωνίας ἐλαχίστων καί τῆς ὀλιγομελεστέρας λιτάνευσης τῶν ἱερῶν ἐπιταφίων, σεβασμάτων τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ψυχῆς).

Δέν θά σταθῶ σέ ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα ἤδη ἀποτιμήθηκαν καί ἀποτιμῶνται πολλαχόθεν. Θά σταθῶ σέ κάτι οὐσιωδέστερο.

Στό τεράστιο ἔλλειμμα κατηχήσεως τοῦ λαοῦ μας καί τῆς κοινῆς μας γνώμης καί τῶν δημοσιογράφων μας καί τῶν πολιτικῶν μας καί τῶν ἐπιστημόνων μας…, πού ὅλοι ἐπιχειροῦν νά ἀσχολοῦνται (τό λιγότερο ἀνεπιστημόνως καί ἀνερείστως) μέ τήν οὐσία τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ταυτότητος καί ψυχῆς καί ζωῆς.

Ὁ χριστιανισμός στήν Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ἀριθμητική σύγκλιση ἀτομικῆς θρησκευτικῆς ἀνάγκης· δέν εἶναι ἕνα εἴδους θρησκειακό ΚΑΠΗ· δέν εἶναι ἕνα εἴδους θρησκειακό νηπιαγωγεῖο· δέν εἶναι ἕνα εἶδος θρησκειακό γυναικεῖο σωματεῖο εἴτε ἀνδρικός σύλλογος.

Ὁ χριστιανισμός δέν εἶναι “―ισμός”, ἀλλά εἶναι Ἐκκλησία (λεκτικό δάνειο ἐκ τοῦ ἐκκλησία-σύναξη τοῦ δήμου), εἶναι λειτουργική σύναξη, εἶναι λατρευτικό σῶμα, εἶναι λειτουργημένη θεανθρώπινη λατρειακή ἑνότητα καί λειτουργημένη θεία κοινωνία, εἶναι μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐπάνοδος στόν κόσμο μέ τήν εἰρηναία μετάληψη τῆς θείας χάριτος τῆς κοινῆς λειτουργικῆς συμμετοχῆς.

Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἡ συμμετοχή στή θεία Κοινωνία εἶναι ἕνα προαιρετικό δικαίωμα τοῦ κάθε πιστοῦ.

Καί ἐπ᾽ αὐτοῦ (τουλάχιστον ὡς ἀτομικοῦ θρησκευτικοῦ δικαιώματος) δέν νομιμοποιοῦνται νά ἔχουν λόγο οἱ ἀθεϊστές κάθε ἀποχρώσεως, εἴτε συνειδητοί εἴτε ἐπαγγελματίες τῆς ἐπικοινωνίας.

Ἀκόμη καί οἱ ἐπιστήμονες κάθε εἰδικεύσεως, ἀνίκανοι νά προβλέψουν καί ἀδύναμοι νά θεραπεύσουν τά ἀναρίθμητα προβλήματα τοῦ κόσμου καί ἐν προκειμένῳ τῆς νέας πανδημίας, δέν δικαιοῦνται νά προχωροῦν σέ ξένα ἐδάφη καί νά φιλοσοφοῦν περί τῆς Ἐκκλησίας. Ἄς ἀρκεσθοῦν στά ὅρια τοῦ ἐπιστητοῦ καί τῆς ἐπιστήμης.

Πράγματι ἕνα ἀκόμη καλό πού μᾶς προέκυψε στό μεγάλο καί εἰσέτι ἀγιάτρευτο βάσανό μας: ἡ διαλεκτική μεταξύ λειτουργικῆς θεολογίας καί κοσμικῆς ἀμηχανίας.

Ἀμφότερες ἐμβιώνονται μέσα στό θεόκτιστο καί θεοσυντήρητο κόσμο μας (κατά τή λειτουργική θεολογία τῶν πιστευόντων), μέσα στόν ἀπρονόητο καί αὐθαίρετο κόσμο μας (κατά τήν κοσμική ἀμηχανία τῶν ἀπιστούντων).

Ἄς προχωρήσουμε μέ τήν ἐμπειρία τῆς Χριστολογικῆς διαβεβαίωσης: “ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσι”. Μέ τή λειτουργική παρουσία καί μετάδοση τοῦ Χριστοῦ σέ μᾶς γιά τή μετάληψη τῆς ζωῆς Του καί τῆς θεανθρωπείας Του.

 

 

 

 

 

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ