307
Του Πάνου Μπαΐλη
Από τον 8ο π.Χ. αιώνα χρονολογείται η παρουσία του ελληνισμού στον Πόντο. Και όταν λένε «Πόντο», εννοούμε το παραλιακό τμήμα της ΒΑ Μικράς Ασίας, που απλώνεται από τη Σινώπη έως το ανατολικό άκρο του Εύξεινου Πόντου, στο Βατούμ.
Πριν από τον βάρβαρο ξεριζωμό, στην περιοχή κατοικούσαν περισσότεροι από 2.000.000 άνθρωποι, εκ των οποίων 680.000 ήταν Έλληνες Ορθόδοξοι. Περισσότεροι Έλληνες (18.000) κατοικούσαν στη Σαμψούντα (Αμισό), την Αμάσεια (18.000), την Τραπεζούντα (15.000), την Κερασούντα (12.000), την Τρίπολη (3.000), τα Κοτύωρα (6.000), τη Σινώπη (4.500), τη Νικόπολη (1.500) και την Αργυρούπολη (25.000).
Το πόσο σημαντική ήταν η παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή αποδεικνύεται από την ανάπτυξη, τα σχολεία και τους ναούς. Συνολικά, στον Πόντο, ο οποίος ήταν χωρισμένος σε έξι μητροπόλεις, λειτουργούσαν 1.047 σχολεία με 76.000 μαθητές και μαθήτριες και 1.250 δασκάλους. Υπήρχαν, επίσης, ενεργοί 1.130 ναοί, 22 μοναστήρια, 1.650 παρεκκλήσια και 1.500 κληρικοί όλων των βαθμίδων. Σημαντικότερα κέντρα της Ορθοδοξίας ήταν η Παναγία Σουμελά, η Παναγία Γουμερά, ο Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτα κ.ά., τα οποία στήριξαν με κάθε μέσα την Παιδεία, ενώ συνέβαλαν στην ανάπτυξη του θρησκευτικού φρονήματος των κατοίκων.
Στον Πόντο, ο οποίος ήταν χωρισμένος σε έξι μητροπόλεις, λειτουργούσαν 1.047 σχολεία με 76.000 μαθητές και μαθήτριες και 1.250 δασκάλους
Τον 8ο αιώνα π.Χ., οι Μιλήσιοι ίδρυσαν τη Σινώπη, η οποία στη συνέχεια ίδρυσε αποικίες στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας, με σημαντικότερες την Αμισό και την Τραπεζούντα.
Τον 5ο αιώνα π.Χ., οι πόλεις αυτές ήταν φόρου υποτελείς στους Πέρσες, διατηρώντας όμως την αυτονομία τους. Την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, απαλλαγμένες από τους Πέρσες, στράφηκαν σε πρωτόγνωρες πηγές πλούτου, όπως σίδηρο, χαλκό και άργιλο, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν τεράστια οικονομική δύναμη.
Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Μιθριδάτης ο Α’, ο οποίος είχε εξελληνιστεί, ίδρυσε στην περιοχή το βασίλειο του Πόντου, το οποίο άκμασε από το 322 π.Χ. έως το 64 μ.Χ., όταν την περιοχή κατέλαβαν οι Ρωμαίοι. Τότε ο ανατολικός Πόντος ονομάστηκε Πολεμωνιακός, με πρωτεύουσα τη Νεοκαισάρεια, και ο δυτικός, Γαλατικός, με πρωτεύουσα την Αμάσεια.
Οι δύο περιοχές ενώθηκαν και πάλι περίπου 500 χρόνια αργότερα, το 536 μ.Χ., από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστινιανό, ο οποίος ανακήρυξε πρωτεύουσα του ενωμένου πια Πόντου την Τραπεζούντα.
Κατά τον 11ο αιώνα μ.Χ., άρχισαν να εισβάλλουν στον Πόντο διάφορα φύλα, όπως οι Σελτζούκοι, οι Τουρκομάνοι και οι Ντανισμεντίδες. Μετά το 1204 και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους, ιδρύθηκε η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, η οποία διήρκεσε από το 1204 έως το 1461. Τότε, η Τραπεζούντα κατελήφθη από τον Μωάμεθ τον Β’. Κατά την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας έγιναν προσπάθειες εξισλαμισμού του ελληνικού στοιχείου, με αποτέλεσμα πολλοί να υποκύψουν μεν, αλλά να διατηρήσουν την πίστη τους. Ήταν αυτοί που ονομάζουμε σήμερα κρυπτοχριστιανούς.
Το 1916, με την έναρξη της γενοκτονίας των Αρμενίων άρχισαν παράλληλα οι διωγμοί σε βάρος των Ελλήνων, με εξορίες και υποχρεωτική στράτευση για τα τάγματα εργασίας. Ο αριθμός όλων όσοι έχασαν τη ζωή τους κάτω από τραγικές συνθήκες εκείνη την περίοδο ανήλθε συνολικά σε 353.000 ανθρώπους.
Με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, έγινε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών. Τότε έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 1.500.000 Έλληνες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε όλη τη χώρα, αλλά κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Οι πόλεις που άκμασαν
Σινώπη
Η Σινώπη, η οποία πήρε το όνομά της, σύμφωνα με τη μυθολογία, από την κόρη του ποταμού Ασωπού, ήταν η πρώτη ελληνική αποικία που ίδρυσαν οι κάτοικοι της Μιλήτου τον 8ο π.Χ. αιώνα. Κατά τον 5ο αιώνα, η Σινώπη έγινε μέλος της αθηναϊκής συμμαχίας. Από το 368 π.Χ. και μετά η περιοχή κατελήφθη από τον Πέρση σατράπη της Καππαδοκίας Δατάμα, ενώ το 183 π.Χ. από τον Φαρνάκη τον Α’, απόγονο του Μιθριδάτη. Το 70 π.Χ. την κατέκτησε ο Ρωμαίος Λούκουλος. Μετά την πτώση της Πόλης, ο Μωάμεθ ο Β’ κατέλαβε την περιοχή, με τη Σινώπη να υπάγεται διοικητικά στο βιλαέτι (διοικητική περιφέρεια) της Κασταμονής. Κοντά στη Σινώπη, κατά την αρχή του κριμαϊκού πολέμου, έγινε η πλέον καθοριστική ναυμαχία μεταξύ του ρωσικού και του τουρκικού στόλου, το 1853, με τραγικές συνέπειες για τους Οθωμανούς.
Τραπεζούντα
Η Τραπεζούντα ήταν από τις πρώτες αποικίες που ίδρυσε η Σινώπη τον 7ο αιώνα και εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό σταυροδρόμι. Μετά την κατάληψή της από τους σταυροφόρους, ιδρύθηκε η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, η οποία ήλεγχε την παράκτια περιοχή του Εύξεινου Πόντου μεταξύ Σινώπης και Σωτηριούπολης. Τον 13ο αιώνα, η Τραπεζούντα ήλεγχε την Περατεία, δηλαδή τις απέναντι ακτές της Χερσώνας, στην Κριμαϊκή Χερσόνησο (αρχαία Ταυρική). Η Τραπεζούντα βρισκόταν σε συνεχή πόλεμο με τους Σελτζούκους του Ικονίου και αργότερα με τους Οθωμανούς Τούρκους, όπως και με τους Βυζαντινούς και τα ιταλικά κρατίδια, ιδιαίτερα τους Γενουάτες. Ήταν, στην ουσία, μια αυτοκρατορία κατ’ όνομα, που επιβίωνε συνάπτοντας στρατηγικές συμμαχίες και τελώντας γάμους σκοπιμοτήτων με άρχοντες γειτονικών κρατών.
Η καταστροφή της Βαγδάτης από τους Μογγόλους το 1258 κατέστησε την Τραπεζούντα το δυτικό τέρμα του «δρόμου του μεταξιού». Επί του αυτοκράτορα Τραπεζούντας Αλεξίου Γ’ (1349-1390) η πόλη ήταν ένα από τα κύρια εμπορικά κέντρα του τότε κόσμου, ξακουστή για τον σημαντικό πλούτο και τις τέχνες της. Το καλοκαίρι του 1461, ο Μωάμεθ ο Β’, αφού κατέκτησε τη Σινώπη και τα κρατίδια της Αρμενίας, τελικά κατέλαβε και την Τραπεζούντα, η οποία αποτελούσε το τελευταίο κατάλοιπο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Κερασούντα
Η Κερασούντα ήταν η τρίτη μεγαλύτερη πόλη του Πόντου, μετά τη Σαμψούντα και την Τραπεζούντα. Ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα από τον Φαρνάκη τον Α’. Ήταν μια πόλη που εξελίχθηκε στην πορεία και στην οποία, όπως προκύπτει από την απογραφή του 1913, ζούσαν αρμονικά μέχρι να ξεκινήσουν οι διωγμοί 17.000 Έλληνες, 7.000 Τούρκοι, 3.000 Αρμένιοι και 3.000 άτομα άλλων εθνοτήτων. Το 1915, στις αρχές του μήνα Μαΐου, οι Τούρκοι έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιό τους για τον αποδεκατισμό των Αρμενίων. Τα δεινοπαθήματα των Ελλήνων ξεκίνησαν το 1919, με τη σύλληψη 80 προκρίτων και εξεχόντων μελών της ελληνικής κοινωνίας της Κερασούντας. Την εντολή για τη σύλληψή τους έδωσε ο Τοπάλ Οσμάν, ο σφαγιαστής των Κερασουντίων.
Κοτύωρα
Τα Κοτύωρα ή Ορντού βρίσκονται στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, δυτικά της Κερασούντας. Η πόλη έχει συνδεθεί με την «Κάθοδο των Μυρίων», αφού εκεί παρέμειναν 45 ημέρες μέχρι να μπουν στα πλοία για τη Σινώπη και από εκεί για την Ελλάδα. Αν και σχετικά μεγάλη πόλη, δεν υπάρχουν πολλές αναφορές σε αυτήν κατά τη βυζαντινή περίοδο. Κατά τον 17ο-18ο αιώνα που άρχισε να αναπτύσσεται η ναυτιλία στον Πόντο, άρχισε παράλληλα να μεγαλώνει και η νέα πόλη, η οποία μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών θεωρείται καθαρά τουρκική. Στις αρχές του 20ού αιώνα αριθμούσε 12.000 κατοίκους, εκ των οποίων 6.000 ήταν Έλληνες και οι άλλοι Τούρκοι και Αρμένιοι.
Η ελληνική κοινότητα των Κοτυώρων είχε δημοτικό σχολείο με 150 μαθητές, παρθεναγωγείο και γυμνάσιο με 350 μαθητές. Ο διωγμός των Ελλήνων της πόλης ξεκίνησε στην ουσία το 1917, όταν οι Ρώσοι άρχισαν να βομβαρδίζουν τις τουρκικές συνοικίες. Τον Σεπτέμβριο του 1917, οι Τούρκοι έδιωξαν τους Έλληνες, οι οποίοι διασκορπίστηκαν στους νομούς Σεβάστειας και Κασταμονής, εκτός από τους 2.500 που έφυγαν μέσω Τραπεζούντας και εγκαταστάθηκαν στη Ρωσία.
Αμισός
Η Αμισός ή σημερινή Σαμψούντα ήταν η πιο σημαντική πόλη μετά τη Σινώπη στη νότια ακτή του Εύξεινου Πόντου. Αρχικά αποικίστηκε από τους Μιλήσιους και μετά την παρακμή της έγινε αποικία των Αθηναίων με το όνομα «Πειραιεύς», όνομα το οποίο δεν διατηρήθηκε πολύ. Κατά τη βυζαντινή περίοδο, υπήχθη στην επαρχία Ελενοπόντου και στη συνέχεια στην Καππαδοκία. Στη μάχη του Μαντζικέρτ, το 1071, έξω από την Αμισό δημιουργήθηκε τουρκικός οικισμός, που ονομάστηκε Σαμψούντα, προφανώς από παραφθορά της φράσης «εις Αμισόν». Την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Έλληνες εγκατέλειψαν την παλιά πόλη και δημιούργησαν νέο οικισμό. Τον 19ο αιώνα ζούσαν στην Αμισό περίπου 1.000 Έλληνες και 150 Αρμένιοι. Από τις 20.000 των Ελλήνων και των Αρμενίων ελάχιστοι σώθηκαν από τις οργανωμένες σφαγές την περίοδο 1914-1922.
Τρίπολη
Η Τρίπολη είναι χτισμένη στις εκβολές του ποταμού Χαρσιώτου, ανάμεσα σε Τραπεζούντα και Κερασούντα. Το όνομά της οφείλεται στις αρχαίες πόλεις της περιοχής (Ισχόπολη, Αργύρια και Φιλοκάλεια). Μετά την κατάκτηση από τους Οθωμανούς, ονομάστηκε Ντρίπολη και αργότερα Τιρεμπολού. Η ανάπτυξη του μουσουλμανικού στοιχείου ξεκίνησε μετά την κατάληψη του 1461. Σε αντίθεση με άλλες περιοχές, οι κάτοικοι της Τρίπολης, παρά τους διωγμούς, δεν εξισλαμίστηκαν. Στη συνέχεια κατάφεραν να διατηρήσουν τις παραδόσεις τους, ενώ απέκτησαν και ειδικά φορολογικά προνόμια.
Ινέπολη
Η Ινέπολη ήταν το σημαντικότερο ναυπηγικό κέντρο του Δυτικού Πόντου, χτισμένη νοτιοδυτικά της Σινώπης. Στην αρχαιότητα ονομάζονταν Ιωνόπολις. Την περίοδο του Βυζαντίου ονομάστηκε Ινόπολις. Σε αυτήν κατοικούσαν μουσουλμάνοι και περίπου 300 Έλληνες και Αρμένιοι.
Αμάσεια
Η Αμάσεια ιδρύθηκε από τον περσικό οίκο των Μιθριδατών, οι οποίοι είχαν ιδρύσει και το βασίλειο του Πόντου. Το Βυζάντιο ορίστηκε κυβέρνηση του Δυτικού Πόντου. Μέχρι το 1920 ήταν μια καθαρά ελληνική πόλη, με σχολεία και σημαντικούς ναούς. Τελευταίος δε μητροπολίτης της ήταν ο Γερμανός Καραβαγγέλης, μια ξεχωριστή προσωπικότητα για τους αγώνες του κατά των Τούρκων στον Πόντο και των Βουλγάρων κομιτατζήδων στην Ελλάδα.
Αργυρούπολη
Η Αργυρούπολη ήταν από τις πλούσιες περιοχές του Πόντου λόγω κοιτασμάτων αργύρου που υπήρχαν εκεί. Υπαγόταν διοικητικά στο βιλαέτι της Τραπεζούντας, αν και απείχε από αυτή τουλάχιστον 100 χιλιόμετρα. Η Υψηλή Πύλη είχε παραχωρήσει ασυλία στους μεταλλωρύχους κατοίκους της Αργυρούπολης, οι οποίοι στο σύνολό τους ήταν Έλληνες. Μέχρι το 1911 ο πληθυσμός της ήταν περίπου 63.000 άτομα. Στην περιφέρειά της υπήρχαν 143 κοινότητες, 142 σχολεία, 311 ορθόδοξες εκκλησίες και δύο μοναστήρια.
Σεβάστεια
Πρωτεύουσα της επαρχίας Σίβας στην Τουρκία, η Σεβάστεια ήταν και είναι από τις ανεπτυγμένες πόλεις του Πόντου, αν και δεν κυριαρχούσε σε αυτή το ελληνικό στοιχείο. Ο πληθυσμός της σήμερα ξεπερνά τις 300.000. Πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών εκεί ζούσαν 1.500 τουρκόφωνοι ορθόδοξοι χριστιανοί, οι οποίοι διατηρούσαν σχολείο και εκκλησία. Από την ανταλλαγή και μετά η Σεβάστεια θεωρείται μια αμιγώς τουρκική πόλη, με σημαντική ανάπτυξη λόγω της σιδηροδρομικής σύνδεσής της με την Καισάρεια, το Ερζερούμ και τη Σαμψούντα.
Κασταμονή
Θεωρείται από τις πλέον ιστορικές πόλεις του Πόντου. Η Κασταμονή ή Κασταμόνα είναι χτισμένη στην αρχαία Παφλαγονία και έχει πληθυσμό περίπου 70.000. Από εδώ καταγόταν η αυτοκρατορική οικογένεια των Κομνηνών, οι οποίοι κάποια στιγμή την εγκατέλειψαν και εγκαταστάθηκαν στην πόλη Κόμνη της Θράκης. Η Κασταμονή μετά από σκληρούς πολέμους καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς το 1393. Έγινε γνωστή κατά τον 20ό αιώνα λόγω του Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος από εκεί επέβαλε την ευρωπαϊκή ενδυμασία, αποκηρύσσοντας δημόσια την ανατολίτικη.
Τα μοναστήρια-κέντρα της Ορθοδοξίας
Αγιος Ιωάννης Βαζελώνος
Η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Βαζελώνος είναι μία από τις τρεις σημαντικότερες του Πόντου. Οι άλλες δύο είναι η Παναγία Σουμελά και ο Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτας. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ιδρύθηκε κατά το 270 μ.Χ. από χριστιανούς, οι οποίοι κινήθηκαν προς το εσωτερικό του Πόντου την περίοδο των διωγμών του Δεκίου και του Βαλλεριανού. Για την ονομασία της μονής υπάρχουν δύο εκδοχές: Η πρώτη λέει ότι πήρε το όνομά της από το όρος στο οποίο χτίστηκε και η δεύτερη από την περιοχή Ζαβουλών, από όπου άρχισε το κήρυγμα ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. Στα χρόνια του Βυζαντίου το μοναστήρι γνώρισε μεγάλη άνθηση, αφού είχε τη στήριξη και προστασία των αυτοκρατόρων. Λόγω της καλής σχέσης με το παλάτι, απέκτησε σημαντική περιουσία, την οποία προστάτευαν οι πάροικοι που ζούσαν γύρω από το μοναστήρι. Ετσι, απέκτησε και πλούτο αλλά και εξουσία στην ευρύτερη περιοχή, όπως και πολλά προνόμια, τα οποία διατήρησε και μετά την Άλωση της Πόλης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στο αρχειοφυλάκιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη έχουν βρεθεί γύρω στα 300 έγγραφα που αφορούν τη συγκεκριμένη μονή.
Αυτό που την κάνει ξεχωριστή είναι ότι συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση και ανέγερση της Μονής της Παναγίας Σουμελά το 386 μ.Χ. Οι ιδρυτές της, Βαρνάβας και Σωφρόνιος, όταν έφτασαν στο σημείο όπου θα έχτιζαν το μοναστήρι, διαπίστωσαν ότι δεν είχαν τα μέσα ούτε να επιβιώσουν. Τότε, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, παρουσιάστηκε στον ηγούμενο της μονής του Βαζελώνα σε όραμα ο Άγιος Ιωάννης, ο οποίος τον πρόσταξε να βοηθήσει τους δύο μοναχούς. Εκείνος έστειλε τρεις μοναχούς με τρία μουλάρια φορτωμένα με ό,τι χρειάζονταν. Από τότε η Μονή Σουμελά έστελνε κάθε χρόνο, προς ένδειξη ευγνωμοσύνης στη Μονή του Βαζελώνα, 50 άσπρα, 12 οκάδες κερί και λάδι και κάθε εφτά χρόνια ένα μουλάρι. Το έθιμο αυτό κράτησε μέχρι το 1800.
Η πρώτη μονή καταστράφηκε από τους Πέρσες στα τέλη του 6ου αιώνα, αλλά ανεγέρθηκε μεγαλύτερη και λαμπρότερη από τον στρατηγό του Ιουστινιανού, Βελισάριο. Ο Ιουστινιανός εξέδωσε υπέρ της χρυσόβουλλο, με το οποίο την ανακήρυξε βασιλική. Η μονή ανοικοδομήθηκε σε απόσταση μίας ώρας από την αρχική της θέση, για να προστατεύεται καλύτερα από τις επιδρομές. Σε αυτή τη θέση βρίσκονται και σήμερα τα ερείπιά της.
Και τα τρία μοναστήρια κατά τη διάρκεια της κατοχής της περιοχής από τους Οθωμανούς φαίνεται πως διαδραμάτισαν σωτήριο ρόλο, ενώ ο πληθυσμός που διέμενε κοντά σε αυτές παρέμεινε αμιγής και ακμαίος. Επίσης εκεί διατηρήθηκαν τα περισσότερα από τα χριστιανικά μνημεία.
Παρά τους γενικούς εξισλαμισμούς και τις βιαιότητες την εποχή της σκληρής τυραννίας των Ντερεμπέηδων, σύμφωνα με τον Θεοδόσιο Κυριακίδη, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, ο οποίος επισκέφτηκε το 1681 τον Πόντο, διαπίστωσε ότι στις περιοχές των τριών μεγάλων σταυροπηγιακών μονών και στη Χαλδία διασώθηκαν αμιγώς χριστιανικοί πληθυσμοί.
Ο ηγούμενος λοιπόν, ως έξαρχος της γύρω περιοχής, ασκούσε πνευματικό και κοινωνικό έργο, εκδίδοντας άδειες γάμου και διαζυγίων και μεριμνώντας για την εκπαίδευση των κατοίκων, ενώ πολλές φορές αναλάμβανε να λύνει τις όποιες διαφορές προέκυπταν, αφού οι ίδιοι οι κάτοικοι της Εξαρχίας προτιμούσαν να απευθύνονται σε αυτόν και όχι στα τουρκικά δικαστήρια. Σημειωτέον πως οι αποφάσεις του ηγουμένου και του Ηγουμενοσυμβουλίου γίνονταν σεβαστές και από τις δύο πλευρές.
Το έτος 1719 η μονή λεηλατήθηκε από ληστές, οι οποίοι απογύμνωσαν το πλούσιο αρχειοφυλάκιό της. Στη σταδιακή απώλεια των πλούσιων κειμηλίων της συνετέλεσε και το γεγονός της κλοπής από περιηγητές και ερευνητές που κατά καιρούς την επισκέπτονταν. Από τα σημαντικότερα χειρόγραφα που έχουν διασωθεί είναι ο 5ος Κώδικας της Μονής, τον οποίο μετέφερε στο Μουσείο του Λένινγκραντ ο βυζαντινολόγος Θεόδωρος Ουσπένσκι, ο οποίος να αναφέρουμε εδώ ότι δολίως απέσπασε πάρα πολλά χειρόγραφα από τις μονές του Πόντου, μαζί με τον έτερο ιστοριοδίφη Μηνά Μηνωίδη.
Ο 5ος Κώδικας αποτελεί τα λεγόμενα «Acta Vazelonos», τα οποία μας δίνουν πολύ σημαντικές πληροφορίες για την αγροτική, κοινωνική και οικονομική ζωή στο Βυζάντιο, καθώς και για το Δίκαιο της εποχής. Κατά το τέλος του 17ου αιώνα, η Μονή του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνος πέρασε οικονομική κρίση και κόντεψε να διαλυθεί. Η διάλυσή της αποσοβήθηκε με την οικονομική υποστήριξη των τσάρων της Ρωσίας Πέτρου και Ιωάννου. Στις αρχές του 19ου αιώνα, συνέχισε να έχει σοβαρά οικονομικά προβλήματα λόγω, κυρίως, της οικονομικής αφαίμαξης από τους Ντερεμπέηδες της περιοχής, αλλά και του λοιμού που κράτησε από το 1810 έως το 1812 και της πανούκλας που ενέσκηψε στην περιοχή το 1811.
Το έτος 1863 αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στη νεότερη ιστορία των σταυροπηγιακών μονών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, συνεπώς και αυτής του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνος, καθώς, σύμφωνα με τους Εθνικούς Κανονισμούς, καταργήθηκαν οι Εξαρχίες. Έτσι, τα εξαρχιακά χωριά των μονών του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνος, της Παναγίας Σουμελά και του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα συγκροτούσαν πλέον την Αρχιεπισκοπή Ροδοπόλεως.
Κατά τη διάρκεια της συστηματικής εξόντωσης του χριστιανικού στοιχείου του Πόντου, στις αρχές του 20ού αιώνα, σημαντικότατη υπήρξε η ευεργετική επίδραση των μονών. Σε αναφορά του προεδρείου του Κεντρικού Συμβουλίου των Επαρχιακών Συνδέσμων του Πόντου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, στις 29 Φεβρουαρίου 1922, σημειώνονται τα εξής αποκαλυπτικά: «Εν τω μέσω της μαινόμενης ταύτης κολάσεως, αι ιεραί Μητροπόλεις και μοναί του Πόντου αποτελούσι τα μόνα κέντρα εκ των οποίων ο εκεί χειμαζόμενος ελληνισμός αντλεί θάρρος εν τη αντοχή και δι’ ων συνέχεται εν τη ιδέα της εθνικής υποστάσεως και θρησκευτικής συνειδήσεως αυτού. Παρ’ αυτώ, αι τρεις ιστορικαί πατριαρχικαί και σταυροπηγιακαί μοναί του Πόντου, η του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνος, η της Παναγίας Σουμελά, η του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, και η του Αγίου Γεωργίου Χουτουρά εισίν ιερά άσυλα ανακουφίσεως και καταφυγής. Μαρτυρούσαι από χιλιετηρίδων επί των υπερποντίων ορέων, εξακολουθούσι να καλύπτωσι τους φεύγοντας, να ενθαρρύνωσι τους ηλαττωμένους και να τρέφωσι τους πεινώντας».
Κατά τη διάρκεια της κατοχής της Τραπεζούντας από τους Ρώσους, την περίοδο 1916-18, η μονή που βρισκόταν στην τουρκική πλευρά εκκενώθηκε και λεηλατήθηκε από τους Τούρκους. Κάποια στιγμή, οι μοναχοί επέστρεψαν, αλλά το 1923 ακολούθησαν τη μοίρα των Ελλήνων του Πόντου. Ο μοναχός Διονύσιος Αμαραντίδης κατά την έξοδο από τη μονή διέσωσε και μετέφερε στην Ελλάδα, στη Mονή της Αγίας Τριάδος στις Σέρρες, την εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.
Παναγία Σουμελά
Το γεγονός ότι τα τελευταία πέντε χρόνια, παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη, τελείται πανηγυρική Θεία Λειτουργία στις 15 Αυγούστου στη Μονή Σουμελά έχει φέρει στο προσκήνιο πολλές άγνωστες πτυχές της ιστορίας της περιοχής. Η Παναγία η Σουμελά έχει πλέον καθιερωθεί ως σύμβολο του ποντιακού ελληνισμού και συνδέει με μοναδικό τρόπο την Τραπεζούντα με την Ελλάδα. Σύμφωνα με την παράδοση, το 386 οι Aθηναίοι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος οδηγήθηκαν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου μετά από αποκάλυψη της Παναγίας, με σκοπό να ιδρύσουν το μοναχικό της κατάλυμα. Εκεί, σε σπήλαιο, είχε μεταφερθεί από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία, πάντα κατά την παράδοση, είχε εικονογραφήσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Οι δύο μοναχοί έκτισαν με τη συμπαράσταση της γειτονικής Μονής Bαζελώνος κελί και στη συνέχεια εκκλησία μέσα στη σπηλιά στην οποία είχε μεταφερθεί θαυματουργικά η εικόνα.
Kοντά στο σπήλαιο χτίστηκε το 1860 ένας πανοραμικός, τετραώροφος ξενώνας 72 δωματίων και άλλοι λειτουργικοί χώροι για τις ανάγκες των προσκυνητών, καθώς και βιβλιοθήκη. Γύρω από τη μονή ανοικοδομήθηκαν μικροί ναοί, αφιερωμένοι σε διάφορους αγίους.
Οι ιδρυτές του μοναστηριού συνέχισαν τη δράση τους και έξω από τον προσκυνηματικό χώρο. Σε απόσταση 12 χιλιομέτρων από τη μονή, απέναντι από το χωριό Σκαλίτα, έχτισαν τον Ναό των Aγίων Kωνσταντίνου και Eλένης και σε απόσταση δύο χιλιομέτρων το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, στο οποίο οι μοναχοί το 1922 έκρυψαν την εικόνα της Mεγαλόχαρης, τον σταυρό του αυτοκράτορα Mανουήλ Γ’ του Kομνηνού και το χειρόγραφο Eυαγγέλιο του Oσίου Xριστοφόρου.
Στη μονή παραχώρησαν μεγάλη περιουσία και πολλά προνόμια, κτήματα, αναθήματα και κειμήλια οι αυτοκράτορες του Bυζαντίου και αργότερα κυρίως οι αυτοκράτορες της Tραπεζούντας Iωάννης B’ Kομνηνός (1285-1293), Aλέξιος B’ Kομνηνός (1293-1330) και Bασίλειος Α’ Kομνηνός (1332-1340).
Mεγάλοι ευεργέτες της μονής ήταν ο Aλέξιος Γ’ (1349-1390) και ο Mανουήλ Γ’ Kομνηνός (1390-1417). O δεύτερος προσέφερε στο μοναστήρι ανεκτίμητης αξίας Σταυρό με τιμιόξυλο, ο οποίος σήμερα, μετά από πολλές περιπέτειες, βρίσκεται με τα άλλα κειμήλια της μονής στον νέο της θρόνο, την Kαστανιά Bέροιας. O Aλέξιος Γ’, τον οποίο έσωσε η Mεγαλόχαρη από μεγάλη τρικυμία και τον βοήθησε να νικήσει τους εχθρούς της, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης οχύρωσε καλά τη μονή, έχτισε πύργους, κελιά και ανακαίνισε τα παλαιά κτίσματα. Της χάρισε 48 χωριά και εγκατέστησε 40 μόνιμους φρουρούς για την ασφάλειά της. Γενικά, προσέφερε τόσο πολλά ώστε να ανακηρυχθεί από τους μοναχούς ως «νέος Kτήτωρ». Πολλά από τα προνόμια που χορήγησαν οι Kομνηνοί στο μοναστήρι επικυρώθηκαν και επεκτάθηκαν επί τουρκοκρατίας με σουλτανικά φιρμάνια και πατριαρχικά σιγίλια. Οι σουλτάνοι Βαγιαζήτ Β’, Σελήμ Α’, Μουράτ Γ’, Σελήμ Β’, Iμπραήμ A’, Μωάμεθ Δ’, Σουλεϊμάν Β’, Μουσταφά Β’ και Αχμέτ Γ’ αναγράφονται στους κώδικες της μονής ως ευεργέτες.
Το 1922 οι Tούρκοι κατέστρεψαν το μοναστήρι. Αφού πρώτα αφαίρεσαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που υπήρχαν μέσα σε αυτό, έβαλαν φωτιά για να σβήσουν τα ίχνη των εγκλημάτων τους ή για να ικανοποιήσουν το μίσος τους εναντίον των Eλλήνων.
Η νέα Παναγία Σουμελά
Επτά χρόνια μετά τον ξεριζωμό, ο πρωθυπουργός της Eλλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν ο Tούρκος ομόλογός του, Ισμέτ Ινονού, επισκέφθηκε την Αθήνα, δέχτηκε να πάει μια αντιπροσωπία στον Πόντο και να παραλάβει τα σύμβολα της Ορθοδοξίας και του ελληνισμού που είχαν μείνει πίσω. Τότε, το 1930, ζούσαν διωγμένοι από τον Πόντο δύο καλόγεροι του ιστορικού μοναστηριού. O υπέργηρος Iερεμίας, στον Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης, ο οποίος αρνήθηκε να πάει, και ο πανέμορφος Aμβρόσιος Σουμελιώτης, προϊστάμενος στην εκκλησία του Aγίου Θεράποντα της Tούμπας, επίσης στη Θεσσαλονίκη. Στις 14 Οκτωβρίου έφυγε ο Aμβρόσιος, εφοδιασμένος με ένα κολακευτικό συστατικό έγγραφο της τουρκικής πρεσβείας, για την Kωνσταντινούπολη και από εκεί για την Tραπεζούντα, με προορισμό την Παναγία Σουμελά. Λίγες ημέρες αργότερα επέστρεψε στην Aθήνα με την εικόνα, η οποία φιλοξενήθηκε για 20 χρόνια στο Bυζαντινό Mουσείο της Aθήνας. Το 1951 η εικόνα μεταφέρθηκε στις πλαγιές του Βερμίου, στην Καστανιά της Βέροιας, όπου θεμελιώθηκε η νέα Παναγία Σουμελά.
Αγιος Γεώργιος Περιστερεώτας
Η Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερά ή Περιστερεώτα βρίσκεται σε απόσταση 28 χλμ. από την Τραπεζούντα και είναι χτισμένη στην κορυφή απότομου βράχου, στην πλαγιά του όρους Πυργί Γαλίαινας Ματσούκας. Ιδρύθηκε το 752 μ.Χ., όμως το 1203, εξαιτίας τοπικών πολέμων, καταστράφηκε τελείως. Μόλις το 1398 ο ηγούμενος της Μονής της Παναγίας Σουμελά την επισκέφθηκε και παρακάλεσε τους αυτοκράτορες Κομνηνούς της Τραπεζούντας για την αναστύλωσή της. Με την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, η Μονή του Περιστερεώτα καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά το 1483.
Το 1493, ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β’, γιος του Πορθητή, βοήθησε τη μονή με νέο φιρμάνι που εξέδωσε και της χορήγησε πολλά προνόμια, όπως και στην Παναγία Σουμελά, αλλά και στη Μονή Βαζελώνος. Ο Βαγιαζήτ Β’ ήταν σύζυγος της Ελληνίδας Μαρίας, κόρης του εκ Τραπεζούντος ιερέα Χριστοφόρου, και για τον λόγο αυτόν έδωσε πολλά προνόμια στις μονές. Το 1501 η Μονή Περιστερεώτα με σιγίλιο του Πατριάρχη Καλλινίκου έγινε σταυροπηγιακή, όπως και οι άλλες δύο (Σουμελά και Βαζελώνος).
Κατά τον 19ο αιώνα, η μονή, στην οποία υπάγονταν 943 οικογένειες, συντηρούσε σε κάθε χωριό ένα μικρό σχολείο, στο οποίο φοιτούσαν αγόρια και κορίτσια μαζί, δίπλα στις εκκλησίες, με δάσκαλο που τον πλήρωνε η μονή από τις εισφορές των κατοίκων (πέντε οκάδες καλαμπόκι ετησίως στη μονή) και προσφορές σε άλλα είδη (στάρι ή ζωντανά) σε ένδειξη υποταγής…
Για την ονομασία «Περιστερεώτας» υπάρχουν δύο εκδοχές. Η μία λέει ότι προέρχεται από τα πολλά περιστέρια που υπήρχαν στον βράχο της μονής και η άλλη αναφέρει ότι, κατά την παράδοση, τρία περιστέρια οδήγησαν τους ιδρυτές μοναχούς στο σημείο αυτό από τα δάση των Σουρμένων, που ήταν σε απόσταση 50 χιλιομέτρων.
Στην ακμή του, το μοναστήρι έφτασε να έχει 187 κελιά και πλουσιότατη βιβλιοθήκη, με περίπου 7.000 τόμους, γραμμένους σε μεμβράνη, χαρτί και πάπυρο. Το 1922 όμως ερημώθηκε. Μέχρι τότε, η Μονή Περιστερεώτα όπως και η Σουμελά και η Βαζελώνος αποτελούσαν κατά τις περιόδους των διωγμών καταφύγια για τους χριστιανούς, ακόμη δε και εστίες γραμμάτων, αφού από αυτές βγήκαν πολλοί λόγιοι και ευπαίδευτοι ιερείς, ακόμα δε και πατριάρχες.
Η Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα «μεταφέρθηκε», όπως και η Παναγία Σουμελά, στους πρόποδες του όρους Βερμίου, στο Ροδοχώρι Ναούσης, το 1968. Την έκταση, 200 στρεμμάτων, παραχώρησαν οι κάτοικοι του Ροδοχωρίου. Τα επίσημα εγκαίνια της Ιεράς Μονής τελέστηκαν στις 16 Ιουνίου 1978.
Χρονολόγιο
– 7ος αι. π.Χ.: η πρώτη αποίκιση του Πόντου από Μιλήσιους.
– 6ος αι. π.Χ.: Νέες αποικίσεις και οικονομική ανάπτυξη του Πόντου.
– 302 π.Χ.: Ίδρυση του βασιλείου του Πόντου των Μιθριδατών.
– 64 π.Χ.: Ενσωμάτωση του μιθριδατικού βασιλείου στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
– 257 μ.Χ.: Οι Γότθοι καταλαμβάνουν τον Πόντο.
– 8ος-9ος αι.: Η περιοχή γίνεται θέατρο συρράξεων μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων.
– 1024: Ίδρυση από τους Κομνηνούς της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας.
– 1461: Άλωση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς.
– 15ος-16ος αι.: Ξεκινά η ερήμωση του παράλιου Πόντου από το ελληνοχριστιανικό στοιχείο, το οποίο προωθείται στον Καύκασο.
– 1774: Συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, με την οποία κατοχυρώνεται η παρουσία των Ελλήνων.
– 1857-1865: Οι κρυπτοχριστιανοί κινητοποιούνται προκειμένου να αναγνωριστεί η πίστη τους.
– 1865-1877: Βίαιη αντίδραση των Τούρκων στις κινητοποιήσεις, με χιλιάδες Έλληνες να φεύγουν για τη Ρωσία.
– 1889: Πρώτη γενοκτονία των Αρμενίων.
– 1912-1914: Διωγμοί και μαζικές απελάσεις Μικρασιατών.
– 1914-1918: Διώξεις και σφαγές Ελλήνων σε Πόντο και Μικρά Ασία.
– 1914: Οργανώνεται και δραστηριοποιείται το αντάρτικο αυτονομιστικό κίνημα του Πόντου.
– 1915: Νέα γενοκτονία των Αρμενίων.
– 1916: Κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους. Έλληνες και μουσουλμάνοι ζουν αρμονικά, με κυβερνήτη στην ουσία τον Μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο.
– 1917: Στη Ρωσία γίνεται το 1ο συνέδριο με σκοπό τη δημιουργία του ανεξάρτητου ποντιακού κράτους.
– 1918: Νέο συνέδριο στο Μπακού και Διακήρυξη Ανεξαρτησίας του Πόντου. Συνέδριο επίσης στη Μασσαλία για την αναγνώριση της Δημοκρατίας του Πόντου.
– 1919: Συγκρότηση στο Βατούμ του Εθνικού Συμβουλίου του Πόντου. Εθνοσυνέλευση εκπροσώπων του ποντιακού ελληνισμού Νότιας Ρωσίας-Καυκάσου. Οργάνωση αντάρτικων σωμάτων.
– 1920: Συμφωνία του Μητροπολίτη Χρύσανθου με τον πρόεδρο της Αρμενικής Δημοκρατίας, Χατισιάν, για σύσταση της ποντοαρμενικής συνομοσπονδίας.
– 1922: Μικρασιατική Καταστροφή και εξόντωση 353.000 Ελλήνων του Πόντου.
– 1923: Υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης. Ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες ξεριζώνονται από τις εστίες τους.