Αρχική » Οδοιπορικό στον Πόντο του ξεριζωμού

Οδοιπορικό στον Πόντο του ξεριζωμού

από kivotos

Ένα διαφορετικό οδοιπορικό στον Πόντο επιχειρεί ο ιερέας Σταύρος Παπαδόπουλος από τη Δράμα. Ένα οδοιπορικό στο οποίο περιγράφει με σαφήνεια ό,τι συνέβη στις περιοχές όπου το ελληνικό στοιχείο μεγαλουργούσε. Αν και δεν πρόκειται για μελέτη, ο πατήρ Σταύρος με το βιβλίο του «Σ/18 “Τσετές-παπάς” ο ανταρτόπαπας του Πόντου» μάς μεταφέρει όλα όσα έζησαν οι Πόντιοι μέσα από ένα ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο όμως στηρίζεται σε αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν τον φοβερό ξεριζωμό, σε μαρτυρίες που έχουν καταγραφεί σε δεκάδες βιβλία, αλλά και σε ιστορικά ντοκουμέντα. Σκοπός του, να αποτίσει φόρο τιμής στους ανθρώπους που από το 1912 έως και την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή αγωνίστηκαν, εκτοπίστηκαν και σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους.

«Οι Έλληνες Πόντιοι νεκροί δεν ήσαν θύματα πολεμικής σύγκρουσης, δεν έπεσαν σε πεδία μαχών, αλλά δολοφονήθηκαν, αφού πρώτα φρικτά βασανίστηκαν, ή πέθαναν από πείνα, δίψα, κρύο, καύσωνα, ασθένειες, κακουχίες, ομαδικές σφαγές σε σπίτια, εκκλησίες, σχολεία, αποθήκες ή στο ύπαιθρο. Τα κουφάρια τους γέμισαν ποτάμια, λίμνες, κοιλάδες, χαράδρες, σπηλιές, φαράγγια, μονοπάτια, δάση, ρεματιές και τις ποντιακές ευξείνιες παραλίες, αγιάζοντας για άλλη μία φορά αυτόν τον τόπο, καθιστώντας τον τόπο των νεομαρτύρων της πίστης και της ελευθερίας», αναφέρει στην εισαγωγή του ο ιερέας.

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην αντίσταση που προέβαλαν οι Πόντιοι, μεταξύ των οποίων και κληρικοί, κάτω από άθλιες συνθήκες: «Η ζωή των ανταρτών στους ορεινούς όγκους του Πόντου, από τα ανατολικά σύνορα μέχρι και τα δυτικά όρια, παρά τις βροχές, το κρύο, του αέρηδες, την υγρασία, τα χιόνια και τις παγωνιές και παρά τις ελλείψεις τους σε προϊόντα πρώτης ανάγκης, αλλά και σε οπλισμό και πολεμοφόδια, δείχνει ακμαίο ηθικό. Τουλάχιστον εδώ αναπνέουν ελεύθερα, χωρίς απειλές, μαστίγιο, βασανιστήρια, διώξεις και ταπεινώσεις σε βάρος τους από την πλευρά του δυνάστη».

 

Βαρβαρότητες

Οι βαρβαρότητες των Τούρκων σε βάρος των Ελλήνων περιγράφονται με απλότητα, αλλά και με μεγάλη ακρίβεια: «… Για αυτούς που έμειναν στα χωριά και στα σπίτια τους, γυναίκες, παιδιά και γέροντες, τους περίμενε άλλο μαρτύριο: η ομαδική εκτόπισή τους στην κάψα του καλοκαιριού ή μέσα στη βαρυχειμωνιά από τις περιοχές Ελεβή, Ορδού, Φάτσα, Οινόη, Αρπαά, Αμισό, Πάφρα, Αλάτσαμ και Σινώπη προς το άνυδρο, αφιλόξενο και ερημικό εσωτερικό της χώρας. Ανθρώπινα μπουλούκια χωρίς τρόφιμα, ρουχισμό και τα απαραίτητα για να επιβιώσουν. Πόσοι, άραγε, από αυτούς άφησαν και αφήνουν τα κόκκαλά τους στα βουνά και στα λαγκάδια ή στις ερήμους; Πόσοι σκελετωμένοι και άρρωστοι εγκαταλείπονται στις άκρες των δρόμων, μη αντέχοντας άλλο την πεζοπορία, για να πεθάνουν κάποια στιγμή αβοήθητοι και να γίνουν στη συνέχεια βορά των αγριμιών και των γυπαετών! Αν κάποιοι από αυτούς τελικά επιζήσουν ή κατορθώσουν να ξεφύγουν από την πορεία και να δραπετεύσουν, αλίμονό τους αν συλληφθούν. Τους περιμένει κρεμάλα».

Για τους αντάρτες του Πόντου η θυσία για τη σωτηρία των αδύναμων ήταν κάτι παραπάνω από καθήκον: «… Τα πράγματα για τους Έλληνες αντάρτες είναι πολύ δυσοίωνα. Ο καπετάνιος Χαζηγιώργης παίρνει την πιο ηρωική απόφαση: αυτή της υπέρτατης θυσίας του ιδίου και των αδρών του, προκειμένου να σωθούν τα γυναικόπαιδα. Δίνει το πιστόλι του στον έτερο καπετάνιο Ταγκάλ-Γιώργη, ζητώντας του να σκοτώνει έναν-έναν τους άνδρες, αρχίζοντας από αυτόν τον ίδιο. Αφού τελειώσει μ’ όλους τους συντρόφους του, του ζητά να σηκώσει λευκή σημαία, αλλά να μην παραδοθεί στους Τούρκους. Να στρέψει στο τέλος το όπλο πάνω του, δίνοντας τέλος στη δική του ζωή… Οι Τούρκοι, όμως, δεν συγκινήθηκαν από τη θυσία αυτή. Αντίθετα, με προτεταμένα τα όπλα και τις ξιφολόγχες, υποχρεώνουν τους γυμνούς, άρρωστους, πεινασμένους και τρομοκρατημένους γέρους, γριές, παιδιά και γυναίκες να πορευτούν, μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια του βουνού, στο τουρκικό χωριό Τσασχούρ.

(…) Κάποτε φθάνουν στο Τσασχούρ, όπου αιμοδιψείς άνθρωποι ουρλιάζουν μονότονα: “Θάνατος! Θάνατος!”. Μέσα σε λίγη ώρα ο τόπος είναι βαμμένος με αίμα. Παντού κομμένα πόδια, χέρια, κεφάλια, γλώσσες… Το μόνο που τους απομένει, να παρακαλέσουν να δώσουν τέλος στη ζωή τους. Αυτοί ασυγκίνητοι αφήνουν τα κτήνη να οργιάζουν πάνω στα πτώματα των γυναικών, σε παρακείμενα σπίτια, στάβλους, αυλές και αποθήκες. Βιάζονται κατά συρροή από ένοπλους Τούρκους και στη συνέχεια από τους άνδρες χωρικούς. Πολλές από αυτές τις γυναίκες έδωσαν μόνες τέλος στη ζωή τους ή τις ξεκοίλιασαν οι ίδιοι οι βιαστές τους.

Το φοβερό έγκλημα δεν τελειώνει εδώ. Την επόμενη μέρα, αφού αποκεφάλισαν τριάντα γέροντες κι έστειλαν τα κεφάλια τους μπαχτσίσι… στη Σαμψούντα, διατάσσουν τους χωρικούς να φορτώσουν όλα τα πτώματα και τα διασκορπισμένα μέλη των Ελλήνων σε κάρα και να τα ξεφορτωθούν αδειάζοντάς τα στις χαράδρες και τους γκρεμούς του Νεπιέν Νταγ. Οσες γυναίκες άντεξαν τα μαρτύρια μεταφέρθηκαν και φυλακίστηκαν στο χάνι Κιολέογλου Λεφτέρ στο Καπού Καγιά, δίπλα στον Αΐ ποταμό, για να ικανοποιούν οι Τούρκοι το πάθος τους.

Αυτές που επέζησαν και από το νέο αυτό μαρτύριο οδηγήθηκαν στην Πάφρα. Οταν έφθασαν στο χωριό Σεχουλάζτζ, τις μοίρασαν στους χωρικούς, που τις βίασαν μπροστά στα μάτια των στρατιωτών. Στη συνέχεια έσμιξαν με γυναικόπαιδα της Πάφρας, που τα είχαν κλεισμένα σε στρατόπεδο, περιμένοντας να συμπληρωθεί ο αριθμός πεντακόσια, για να μεταφερθούν με τα πόδια σε απόσταση τριακοσίων χιλιομέτρων στα μέρη της Κασταμονής. Από το σύνολο αυτών των ψυχών μόνο 83 γυναίκες επέζησαν, μερικές από τις οποίες κατάφεραν να δραπετεύσουν και να εξιστορήσουν αυτή την τραγωδία, την κτηνωδία, την τούρκικη βαρβαρότητα».

 

Η αντίδραση των ανταρτών και οι αναλύσεις των διπλωματών 

Η αντίδραση των ανταρτών στην τουρκική κτηνωδία ήταν μεγάλη: «Οι συγκρούσεις των ανταρτών με τον τακτικό στρατό και με τους υπόλοιπους έχουν ιδιαίτερα ενταθεί, για να σταματήσει ή να ελαττωθεί τουλάχιστον η σαρωτική και εγκληματική πορεία των Τούρκων και των ατάκτων όλο πιο δυτικά της Τραπεζούντας, προς Αμισό, Πάφρα, Αλάτσαμ και Σινώπη. Οι Έλληνες αντάρτες γίνονται τώρα ο τρόμος και ο φόβος για τους Τούρκους, που θρηνούν σε κάθε σύγκρουση δεκάδες και εκατοντάδες θύματα. Αλλού συνθηκολογούν και παραδίδονται μαζί με τον οπλισμό τους και αλλού επιδίδονται σε βρώμικο παιχνίδι, προσπαθώντας να εξαγοράσουν συνειδήσεις, με υπόσχεση αμοιβής χρυσών λιρών, αρκεί να βρεθούν κάποιοι που θα παραδώσουν τα κεφάλια των καπεταναίων τους».

Παρά τις προσπάθειες, όμως, οι Τούρκοι ανέκαμψαν και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τους Έλληνες που έμειναν μόνοι τους. Μέσα στους άγριους διωγμούς και τη φανερή εγκατάλειψη στην τύχη τους από όλους, πολλοί ήταν οι ξένοι διπλωμάτες που προσπάθησαν να αναδείξουν το ζήτημα. Ένας διπλωμάτης αναλύει την πολιτική των Τούρκων έναντι των Ελλήνων του Πόντου: «… Η πολιτική των Τούρκων είναι να εξοντώσει τους Ελληνες ως εχθρούς του κράτους τους, όπως έπραξαν με τους Αρμένιους, αλλά με διαφορετική μέθοδο, με γενικευμένη καταδίωξη του ελληνικού στοιχείου. Η νέα μέθοδος είναι η μαζική εκτόπιση πληθυσμού, χωρίς διάκριση φύλου και ηλικίας από τις ακτές και τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, ώστε οι εκτοπιζόμενοι να είναι εκτεθειμένοι στην αθλιότητα και στον θάνατο από πάμπολλες αιτίες. Όσο για τα σπίτια και τις περιουσίες τους, είναι στη διάθεση των… ταγμάτων τιμωρίας. Αρπάζονται, παραδίνονται στη φωτιά και καταστρέφονται».

Και το βιβλίο κλείνει με τη μετεγκατάσταση των Ποντίων στην Ελλάδα, τις δυσκολίες και τις αναζητήσεις αγαπημένων προσώπων: «“Γιατί κλαις, κυρά μου;”. “Ψάχνω τον μικρό μου γιο, Ναούμ. Τον έχω χαμένο από την Κωνσταντινούπολη”. “Μη στενοχωριέσαι καθόλου. Θα έχει ανέβει σε άλλο πλοίο. Θα το βρούμε το παιδί σου και θα σ’ το φέρουμε κοντά σου. Ηρέμησε. Ησύχασε. Δεν είσαι πια στην Τουρκία”».

Ένα άλλο στοιχείο που κάνει ξεχωριστή την προσπάθεια του ιερέα Σταύρου Παπαδόπουλο είναι ότι τα έσοδα από την έκδοση αυτή θα διατεθούν για την αποπεράτωση του ιερού παρεκκλησίου του Αγίου Νεκταρίου, που βρίσκεται στην πρώην κοινότητα Πυξαρίου του Δήμου Παρανεστίου Δράμας. 

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ