«Φως ο Πατήρ, φως ο Λόγος, φως και το Άγιον Πνεύμα», διατρανώνει στο Εξαποστειλάριο της Κυριακής της Πεντηκοστής η Αγία μας Εκκλησία και ο Ευαγγελιστής της αγάπης διακηρύττει ότι: «Ο Θεός φως εστί και σκοτία εν αυτώ ουκ έστιν ουδεμία» (Α΄ Ιωάν. α΄ 5). Ο Θεός, μας λέει, είναι φως, που ακτινοβολεί αγιότητα και αλήθεια και δεν υπάρχει μέσα Του κανένα ίχνος από σκοτάδι άγνοιας και αμαρτίας. Φως ο Λόγος του Θεού, φωτοφόρος και λαμπρή η Ανάστασή Του, η πανηγυρική ημέρα του θριάμβου Του, την οποία ο ίδιος έκανε και μας καλεί σ’ αυτή, για να χαρούμε και να ευφρανθούμε κατά τον προφητάνακτα Δαβίδ: «Αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή» (Ψαλμ. 117, 24). Και είναι φωτεινή και λαμπρή, αφού άλλωστε έτσι την ονομάζει και η Εκκλησία μας, «Κυριακή της Λαμπρής», γιατί κατ’ αυτή συμφιλιώθηκε ο Θεός με τον άνθρωπο, τερματίσθηκε ο μακροχρόνιος πόλεμος, η γη έγινε ουρανός και οι ανάξιοι της γης άνθρωποι φάνηκαν άξιοι της επουράνιας Βασιλείας. Γράφει για την ημέρα αυτή ο ιερός Χρυσόστομος: «Ο Παράδεισος ηνοίγη και την αρχαίαν απελάβομεν πατρίδα και κατάρα ηφανίσθη και αμαρτία ελύθη και οι διά νόμου κολασθέντες χωρίς του νόμου σωτηρίας επέτυχον» (Λόγος εις Ψαλμ. ΡΙΖ΄ 6, ΕΠΕ 6,600)· δηλαδή, ο Παράδεισος άνοιξε και αποκτήσαμε εμείς οι άνθρωποι την αρχαία πατρίδα μας και η κατάρα των πρωτοπλάστων εξαφανίσθηκε και η αμαρτία καταλύθηκε και εκείνοι που τιμωρήθηκαν από το Μωσαϊκό νόμο πέτυχαν τη σωτηρία τους χωρίς νόμο. Ρωτάει λοιπόν ο χρυσορρήμονας διδάσκαλος: Τι θα μπορούσε να εξισωθεί με αυτή τη λαμπροφόρα ημέρα; «Τι τοίνυν της ημέρας ταύτης ίσον γένοιτ’ αν;» .
Ποιος όμως από εμάς μπορεί να πεί ότι απολαμβάνει το φως της Αναστάσεως, ότι ζει καθημερινά την υπέρφωτη Ανάσταση του Χριστού μας; Ποιανού τα έργα είναι τόσο φωτεινά ώστε να διώχνει μακριά το ζόφο της αιώνιας καταδίκης, το σκοτάδι της κολάσεως; Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης πάλι μας λέει ότι: «Ο αγαπών τον αδελφόν αυτού εν τω φωτί μένει και σκάνδαλον εν αυτώ ουκ έστιν· ο δε μισών τον αδελφόν αυτού εν τη σκοτία εστί και εν τη σκοτία περιπατεί και ουκ οίδε που υπάγει» (Α΄ Ιωάν. β΄ 10-11)· δηλαδή, μόνον εκείνος που αγαπά τον αδελφό του μένει μέσα στο ηθικό φως, μένει μέσα στο φως της Αναστάσεως, μένει μέσα στη φωτεινή νεφέλη του Θαβωρίου, μένει κοντά στο Χριστό μας, το φως της εσκοτισμένης μας ψυχής. Και αφού μένει μέσα στο φως, η συμπεριφορά του δεν είναι σκοτεινή και ένοχη, δεν δίνει αφορμές σκανδάλου και πτώσεως του αδελφού του, ούτε αυτός πικραίνεται η σκανδαλίζεται από τα έργα και τα λόγια εκείνου.
Το απόσταγμα των λόγων αυτών του επιστήθιου μαθητή και φίλου του Κυρίου μας είναι ότι η αγάπη είναι φως, και φυσικά και η φιλανθρωπία είναι φως, αφού αυτή αποτελεί έκφραση της ενεργού αγάπης. Έτσι, ο φιλάνθρωπος ζει και κινείται μέσα στην φωτεινή νεφέλη του Θεού και απολαμβάνει την φωτεινότητα, την θαλπωρή και την ζεστασιά του φωτός, που εκπέμπει ο νοητός Ήλιος της δικαιοσύνης, ο Αναστημένος μας Ιησούς.
Μας θέλει ο Θεός φιλάνθρωπους, γιατί και ο ίδιος είναι φιλάνθρωπος. Αυτός που είπε: «Εγώ ειμι το φως του κόσμου» (Ιωάν. η΄ 12) μας θέλει φωτεινούς αστέρες, λέγοντάς μας: «Υμείς εστε το φως του κόσμου» (Ματθ. ε΄ 14), δηλαδή, εσείς είσαστε το φως του κόσμου, γιατί έχετε προορισμό να φωτίζετε τον κόσμο με το φωτεινό παράδειγμά σας και τους γεμάτους από το φως της αλήθειας λόγους σας.
Το ιδιαίτερο και εξαιρετικό γνώρισμα του Θεού μας, που είναι και μέσα στη φύση Του, είναι η ευπλαγχνία, η φιλανθρωπία Του. Γιατί ο προφήτης Δαβίδ παρακαλεί το Θεό λέγοντας: «Ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός Σου» (Ψαλμ. 50, 3); Γιατί όταν υπάρχει έλεος και ευσπλαγχνία και φιλάνθρωπο πνεύμα χορηγείται η άφεση χωρίς να εξετάζονται οι αμαρτίες. Όπου υπάρχει ευσπλαχνία, δεν στήνεται δικαστήριο. Όπου υπάρχει φιλανθρωπία, δεν είναι υποχρεωτική η απολογία. Η φιλανθρωπία του Θεού είναι πολύ μεγάλη, είναι ανέκφραστη. Μας το τονίζει πάλι ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγοντας: «Θεού φιλανθρωπίας μέτρον ουκ εστιν, ουδέ λόγω ερμηνευθήναι δύναται αυτού η αγαθότης. Η μεν γαρ κακία μέτρον έχει, η δε του Θεού φιλανθρωπία άφατος» (Λόγος Περί μετανοίας Η΄ 1, ΕΠΕ,30, 288)· δηλαδή, δεν υπάρχει μέτρο στην φιλανθρωπία του Θεού, ούτε μπορεί με λόγια να ερμηνευθεί η αγαθότητά Του. Η κακία μας έχει μέτρο, ενώ η φιλανθρωπία του Θεού είναι ανείπωτη. Ο υπέρφωτος Θεός μας στέκει σαν φωτεινό ορόσημο μπροστά μας και μας φωτίζει το δρόμο, αυτόν που οφείλουμε να ακολουθήσουμε, για να απολαύσουμε μαζί Του το αιώνιο φως της ουράνιας μακαριότητας. Στον πρώτο οίκο του Ακάθιστου Ύμνου χαιρετίζουμε τη Θεοτόκο ψάλλοντας: «Χαίρε αστήρ εμφαίνων τον Ήλιον», δηλαδή, χαίρε, το αυγινό αστέρι, δηλαδή ο αυγερινός, που μας παρουσιάζει τον ήλιο της ημέρας, το Χριστό μας, το νοητό Ήλιο της δικαιοσύνης. Ήλιος ο Χριστός μας, ανατέλλει «επί πονηρούς και αγαθούς» (Ματθ. ε΄ 45) και μας φωτίζει με τις ακτίνες της ευσπλαγχνίας Του, της φιλανθρωπίας Του, των ευεργεσιών Του. Δεν κάνει διακρίσεις στη φιλανθρωπία του ο Θεός μας. Για Εκείνον είμαστε όλοι παιδιά Του αγαπημένα, άσχετα αν τον στεναχωρούμε και τον θλίβουμε με την συμπεριφορά μας. Ο Θεός μας είναι αγάπη και η αγάπη «ουδέποτε εκπίπτει» (Α’Κορινθ. ιγ΄ 8). Η φιλανθρωπία Του είναι διαρκής, είναι άπειρη, είναι ανεξάντλητη, είναι γρήγορη, είναι ασύλληπτη, είναι θαυμαστή.
Γι’ αυτό και εμείς αγαπώμενοι ας αγαπάμε· ευεργετούμενοι ας ευεργετούμε· ελεούμενοι ας ελεούμε· παραμυθούμενοι ας παραμυθούμε· φωτιζόμενοι και θερμαινόμενοι από το φιλάνθρωπο Κύριο ας φωτίζουμε και ας θερμαίνουμε με τις ακτίνες της κενωτικής καρδιάς μας και της πνευματικής προσφοράς μας αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι της αγνωσίας, της ανέχειας και των θλίψεων, αυτούς που ζούν τον πνευματικό παγωμένο χειμώνα και αναμένουν τον ερχομό των χελιδονιών της αγάπης, για να νοιώσουν την άνοιξη της «εν Χριστώ» καινής κτίσεως (Β΄ Κορίνθ. ε΄ 17)· να νοιώσουν το μυροβόλο έαρ της αγάπης του Χριστού μας και των επωνύμων Του φίλων, των Αγίων μας.