Αρχική » Δέν ὑπάρχει δικό μου στήν Ἐκκλησία

Δέν ὑπάρχει δικό μου στήν Ἐκκλησία

από christina

 

Ο υπερβάλων ζήλος μέσα στο χώρο της Εκκλησίας, ενώ θα μπορούσε να εξελίσσεται σε ευσέβεια, δηλαδή σε ζήλον «κατ’ ἐπίγνωσιν», που είναι και το ζητούμενο, πολλάκις ατυχώς μεταλλάσσεται και καταντά σέ καχέκτυπο ευσεβισμοῦ, δηλαδή σε ζήλον «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν», με απρόβλεπτες για την συνοχή της Εκκλησίας συνέπειες.

Και επειδή, ως μη όφειλε, τον τελευταίο καιρό, με αφορμή και την ενσκύψασα λοιμική πανδημία του κορωνοϊού, όπου ακούστηκαν  απόψεις και προτροπές για θεία Λατρεία σε σπίτια και ιδιωτικούς χώρους, με στόχο πάντα την υγειονομική προστασία των ανθρώπων, θα προσπαθήσουμε μέσα από την ταπεινή αυτή αναφορά μας να βοηθήσουμε, ώστε να συνειδητοποιήσουμε πρωτίστως και στη συνέχεια να διορθώσουμε. 

Είναι γνωστές και συνήθεις οι φράσεις που ακούγονται και κυκλοφορούν στον χώρο τον εκκλησιαστικό: «έχω ιδιωτική λειτουργία», «κάνω δική μου αγρυπνία», «ακολουθώ δικό μου τυπικό», «χρησιμοποιώ ξεχωριστές ευχές για συγκεκριμένους λόγους», «ο ιερέας κάνει αυτό που του λέω» και άλλα όμοια. 

Η προσωπική αντωνυμία «μου» είναι παντελώς αδόκιμη και ξένη προς το πνεύμα της Εκκλησίας και θα τολμούσα να πω, ότι συνιστά και κάποιας μορφής αυτονόμησης του πιστού, που εγγίζει τα όρια της αιρέσεως. 

Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να βάλουμε, κατά το κοινώς λεγόμενον, τα πράγματα στη θέση τους, αναφερόμενος σε βασικά εκκλησιολογικά θέματα. 

 

Τί είναι Εκκλησία;

Στον Ελληνικό κόσμο, η λέξη Εκκλησία αναφέρεται στην συνάθροιση του δήμου, του λαού, ως πολιτικής δυνάμεως.

Ο Απόστολος Παύλος θα μας πει ότι «Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού». Οι βαπτισμένοι, πού αποτελούν την Εκκλησία, είναι μέλη αυτού του μοναδικού Σώματος του Χριστού, «ἐν ἑνί Πνεύματι ἡμεῖς πάντες εἰς ἕν σῶμα ἐβαπτίσθημεν» (Α΄ Κορ. 12, 13), που η ζωντανή συνοχή αυτού του Σώματος, διατηρείται χάρη στόν ευχαριστιακό άρτο. «Ὅτι εἷς ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν· οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν» (Α΄ Κορ. 10, 17). 

Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού σ’ όλη την ευρύτητα και στον παγκόσμιο χαρακτήρα του με κεφαλή τον Ιησού Χριστό. Όταν, επομένως, μιλάμε για την Εκκλησία, δεν εννοούμε μόνο το λαό του Θεού, χωρίς τον Χριστό, ούτε τον Κύριο, την κεφαλή, χωρίς το σώμα. Εννοούμε και τα δύο μαζί· την κεφαλή της Εκκλησίας μαζί με τα λοιπά μέλη της που είναι οι χριστιανοί. Έτσι κατανοούμε ότι η Εκκλησία σαν σώμα Χριστού ταυτίζεται με τη σωτηρία. 

Η Εκκλησία δεν είναι εργαστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου, αλλά η ίδια αυτή ταύτη η σωτηρία. Η εν Χριστώ ενότητα των μελών είναι το γεγονός της σωτηρίας. Δεν μπορεί κανείς να είναι ή να λέγεται Χριστιανός έξω από την ενσωμάτωσή του στο Σώμα του Χριστού, που ταυτόχρονα αποτελεί και κοινωνία με τους αδελφούς (Α΄ Κορ. 12, 12-28). 

Κατά ταύτα, η σωτηρία κάθε ανθρώπου, δεν μπορεί να αποτελέσει μέλημα του καθενός χωριστά, ανεξάρτητα από την ένταξή του και τη ζωή του μέσα στην Εκκλησία. Δεν μπορεί να λογισθεί Χριστιανός εκείνος που αυτονομείται και θέτει τον εαυτό του πέρα και έξω από την Εκκλησία, ελπίζοντας να βρει τη σωτηρία εντός του, χωρίς αναφορά στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και χωρίς ένταξη στο Σώμα Του.

 

Θεία Ευχαριστία: το μυστήριο της ενότητας της Εκκλησίας

Η λέξη Εκκλησία, προέρχεται από το ρήμα εκκαλῶ, που σημαίνει πρόσκληση, κάλεσμα. Υπάρχει ο καλών και οι καλεσμένοι, που στο σύνολό τους αποτελούν σύναξη, συνάθροιση. Η συνάθροιση αυτή είναι δυνατή στο βαθμό που οι καλεσμένοι ανταποκρίνονται στην πρόσκληση. Η αποδοχή της κλήσεως είναι η μεταμορφωτική δύναμη, που μεταμορφώνει τα μέλη της συνάθροισης σέ ένα ενιαίο σώμα, σε Εκκλησία. 

Αυτή η μεταμορφωτική δύναμη είναι το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Η Εκκλησία σημαίνεται και αποκαλύπτεται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Επομένως Εκκλησία είναι ο λαός του Θεού συναγμένος στην «κλάση τοῦ ἄρτου» και την «εὐλογία τοῦ Ποτηρίου». Η Εκκλησία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ευχαριστιακή σύναξη και η ευχαριστιακή σύναξη δεν μπορεί να συγκροτηθεί και να λειτουργήσει χωρίς την Εκκλησία. Ορατό σημείο της διασφαλίσεως αυτής της ενότητας αποτελεί ο Επίσκοπος της κάθε τοπικής Εκκλησίας. Ο άγιος Ιγνάτιος υπογραμμίζει την ενότητα ως Εκκλησία, λέγοντας πως όπου φανεί ο Επίσκοπος, εκεί πρέπει να είναι και το πλήθος των πιστών. Δεν μπορεί κανείς να τελέσει την Θεία Ευχαριστία έξω από την ενότητα με τον Επίσκοπο. 

Η Χριστιανική σύναξη δεν είναι απλή συνάθροιση ανθρώπων Χριστιανών, αλλά σύναξη στην οποία εκφράζεται η ενότητα του ενός σώματος του Χριστού, η ενότητα του σώματος με την κεφαλή. Αυτό σημαίνει πως η σύναξη αυτή πρέπει να γίνεται στο πνεύμα του Χριστού για να τελεσθεί το έργο του Χριστού και όχι για να υπηρετηθούν ανθρώπινοι σκοποί στο όνομα του Χριστού. Έργο του Χριστού ήταν η συναγωγή των διασκορπισμένων τέκνων του Θεού «εἰς ἕν» και αυτό πραγματοποιείται στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, όπου «εἷς ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμέν…» (Α΄ Κορ. 10, 17). Η σύναξη, λοιπόν «στο όνομα του Χριστού», ακόμη και αν πρόκειται για σύναξη «δύο ή τριών» πρέπει να πραγματοποιεί και να εκφράζει την ενότητα της καθολικής Εκκλησίας και όχι τη διάσπασή της σε μικρές ομάδες πού δεν έχουν κοινωνία αναμεταξύ τους. 

Το μυστήριο της Εκκλησίας βιώνεται στην κοινωνία των προσώπων εν Χριστώ και υπό του Χριστού στη σύναξη και στο μυστήριο της ενότητα, δηλαδή της Θείας Ευχαριστίας. 

Στη σύναξη συναντάμε τον Θεό και τον αδελφό μας. Χωρίς την επί το αυτό σύναξη δεν σωζόμαστε, διότι solus Christianus – nullus Christianus (ἕνας Χριστιανός – κανένας Χριστιανός). Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος λέγει: «Ὁ οὖν μή ἐρχόμενος ἐπί τό αὐτό, οὗτος ἤδη ὑπερηφανεῖ καί ἑαυτόν διέκρινεν». 

Η Εκκλησία δεν είναι ένα ίδρυμα ιδιωτικού ενδιαφέροντος. Ίδρυμα ικανοποιήσεως των θρησκευτικών αναγκών μερικών θρησκευομένων ανθρώπων. Δεν είναι οργάνωση που εξυπηρετεί κοινωνιολογικούς ή άλλους σκοπούς. Εάν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε μετατρέπουμε την Εκκλησία σε «θρησκεία». Όταν την Εκκλησία την μετατρέπουμε σε «θρησκεία» ή ίδρυμα ή οργάνωση θρησκευομένων ανθρώπων, τότε έχουμε το φαινόμενο των μεμονωμένων ατομικών ή ομαδικών συγκεντρώσεων υπό την κάλυψη του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.

 Σ’ αυτή την περίπτωση τα Μυστήρια εκλαμβάνονται από πολλούς ως πράξεις ή τελετές ιδιωτικού χαρακτήρα και ενδιαφέροντος και όχι ως γεγονότα εκκλησιολογικά. Και αυτό, ακόμη, το κατ’ εξοχήν Μυστήριο ενότητας και κοινωνίας, το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, θεωρείται πολλάκις από τους ευσεβούντες ως μέσο ατομικής τελειώσεως και αγιασμού και όχι ως Μυστήριο συσσωματώσεως στο Σώμα του Χριστού, στο οποίο υπάρχει ο αγιασμός και η σωτηρία. Σ’ αυτή την εκδοχή, μιλάμε για άθροισμα ατόμων και όχι για σύναξη προσώπων εν Χριστώ. Οι σχέσεις παραμένουν απρόσωπες και η κοινωνία αδύνατη. Έχουμε μια μορφή αυτονόμησης, η οποία ενέχει το στοιχείο του εγωισμού, που είναι διαβολικής προελεύσεως και που διασπά και διαιρεί.

 

Η θεία Λειτουργία (Δημόσιο έργο) 

Η θεία Λειτουργία είναι «το έργο» της Εκκλησίας, η λειτουργία που γίνεται για όλα τα μέλη και όχι για μερικά από αυτά.  

Η θεία Λειτουργία είναι η «συγκεφαλαίωσις τῆς ὅλης οἰκονομίας». Είναι η μυστηριακή αναβίωση της θείας Οικονομίας. 

Η θεία Λειτουργία είναι η φανέρωση της Αγίας Τριάδας. Ο ιερουργός διά της θείας Λειτουργίας, «τήν ἁγίαν ὑμῖν ἀνακαλύπτει Τριάδα», λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.

Η θεία Λειτουργία είναι Σύνοδος ουρανού και γης. Η σύμπασα κτίση συνάγεται και ευχαριστεί το Θεό. Είναι η επί το αυτό Σύναξη του σύμπαντος και η πορεία του προς την Βασιλεία του Τριαδικού Θεού.

Κάθε φορά που η Εκκλησία «συνάγεται» για να αναδειχθεί σε σώμα Χριστού και να προσφέρει τη θυσία της Ευχαριστίας, πραγματοποιείται μια μυστική και πραγματική παρουσία «τοῦ σύμπαντος κόσμου». Η δημιουργία, στο σύνολό της, είναι παρούσα. Προσφέρεται στο Θεό και αγιάζεται από το Θεό. Ο αόρατος πνευματικός κόσμος και ο άνθρωπος συναντιούνται. Σύμπασα η ανθρώπινη ζωή, από τη γέννηση μέχρι και τον τάφο, όλες οι στιγμές, όλα τα γεγονότα και όλες οι περιπέτειες καλύπτονται και ποτίζονται με την λειτουργική Θεία Χάρη. 

Ένα μόνο στοιχείο, μια μόνη πραγματικότητα δεν προσλαμβάνεται και δεν γίνεται αποδεκτή στη θεία Λειτουργία: η αμαρτία. 

Έτσι ολόκληρη η ζωή ζυμώνεται, ενοποιείται, αγιάζεται, μεταμορφώνεται. Η οικουμένη γίνεται Εκκλησία και η Εκκλησία απλώνεται σε ολόκληρη της οικουμένη. Η ζωή λειτουργείται και η θεία Λειτουργία ζωοποιεί και ενεργοποιεί ολόκληρο τον κύκλο της ανθρώπινης δραστηριότητας. 

Στη θεία Λειτουργία είναι παρόντες και οι κοιμηθέντες αδελφοί μας, για τους οποίους ζητούμε το έλεος του Θεού. 

Έτσι ουρανός και γη, Άγγελοι και άνθρωποι, ζώντες και κεκοιμημένοι, συνεορτάζουν και συνευχαριστούν τον Κύριο. Οι ευχές της θείας Λειτουργίας καλύπτουν όλο το φάσμα των αναγκών των πιστών. 

Αρκεί κανείς και μόνο να εντρυφήσει στις ευχές της αγίας αναφοράς στη Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου για να διαπιστώσει του λόγου το αληθές. Επομένως κάθε εξειδίκευση από ομάδες πιστών αποτελεί ανίερη παρέμβαση και συντελεί στην παραποίηση της παραδεδομένης λειτουργικής ευχαριστιακής τάξεως. 

 

Στην Εκκλησία δεν υπάρχει δικό μου

Στην Εκκλησία που είναι το Σώμα του Χριστού, που φανερώνεται και σημαίνεται δια του Μυστηρίου της Ευχαριστίας, όλοι οι βαπτισμένοι στο όνομα της Αγίας Τριάδος είμαστε ισότιμα μέλη και απολαμβάνουμε τους καρπούς αυτής της ενσωματώσεως, δεχόμενοι μέσα μας το Χριστό και ο Χριστός εμάς και έτσι γινόμαστε Εκκλησία, Σώμα Χριστού.

Από μόνοι μας, με τις περιορισμένες δυνάμεις μας, δεν θα κατορθώναμε να υψωθούμε σε ένα τέτοιο ύψος εκκλησιοποιήσεως και αγιασμού. Γι’ αυτό κατέρχεται σ’ εμάς ο Χριστός και δια του μυστηρίου της Ευχαριστίας μας καθιστά αξίους μιας τέτοιας τιμής, μας κάνει σώμα Του, Εκκλησία και μας σώζει.

Ο Χριστός έρχεται στο διηνεκές, έρχεται σε κάθε Λειτουργία και είναι Αυτός που προσφέρει και προσφέρεται, που δέχεται την θυσία και διαδίδεται στους πιστούς: «Ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος καί προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος».

Ο Χριστός μόνος Του επιτελεί και ολοκληρώνει το μυστήριο της σωτηρίας μας. Αυτό το γεγονός είναι το θεμέλιο επάνω στο οποίο στηρίζεται το Μυστήριο της θείας Λειτουργίας. Όπως γράφει ο όσιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, ο Χριστός «εἶναι ταυτόχρονα και τροφεύς και τροφή. Αὐτός παρέχει τόν Ἄρτο τῆς ζωῆς καί ὁ ἴδιος εἶναι αὐτό πού παρέχει. Εἶναι ζωή για ὅσους ζοῦν, μύρο γιά ὅσους ἀναπνέουν καί ἔνδυμα γιά ὅσους θέλουν νά ἐνδυθοῦν…». Ο Χριστός για τον άνθρωπο είναι τα πάντα. Είναι ο Ιερεύς που προσφέρει, ο Αμνός που προσφέρεται, ο Θεός που δέχεται την προσφορά. 

Ο Χριστός είναι η Εκκλησία και Εκκλησία είναι ο Χριστός. Η θεία Λειτουργία είναι η φανέρωση του Χριστού, είναι ο Χριστός εν μέσω ημών. Κατά ταύτα η Εκκλησία είναι του Χριστού και εμείς ανήκουμε στην Εκκλησία.

 

Είμαστε του Χριστού

Στην Εκκλησία δεν υπάρχει δικό μου.

Από τη στιγμή που θα προσδώσουμε προσωπικό χαρακτήρα στην Εκκλησία και διεκδικήσουμε αποκλειστικότητα με τις ευσεβιστικές φράσεις «η λειτουργία είναι δική μου», «αγρυπνία γίνεται για μένα ή για κάποιους», «ο ναός είναι δικός μου», «ο ιερεύς είναι για μένα» και άλλα παρόμοια, τότε ο ίδιος ο Χριστός θα μας απαντήσει: «οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε». Αυτομάτως χάνουμε την ιδιότητα του ζωντανού οργανικού μέλους της Εκκλησίας. Όταν η θεία Λειτουργία που είναι Δημόσιο έργο ατομικοποι-είται για να εξυπηρετήσει ατομικούς ή ομάδας ατόμων ιδιοτελείς σκοπούς και αγνοείται ο εκκλησιολογικός χαρακτήρας της, τότε παύει να βιώνεται ως ευχαριστιακή σύναξη, ως μυστήριο ενότητας και σωτηρίας.

Σκοπός της ευχαριστίας είναι να ενώσει σέ ένα σώμα τους πολλούς και όχι νά διασπάσει το ενιαίο σώμα, την Εκκλησία, σε ομάδες θρησκευτικές. Ο ευσεβισμός του οποίου απότοκα είναι όλα τα αντιεκκλησιολογικά αυτά φαινόμενα, θα πρέπει να μετατραπεί σε κατ’ επίγνωσιν ευσέβεια, που συνιστά το μυστήριο της Εκκλησίας, το γεγονός της σωτηρίας.  

 

Πρωτοπρεσβύτερος Χρῆστος Τσάκαλος

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ