Αρχική » Έλληνες Άγιοι

Έλληνες Άγιοι

από christina

Γεννήθηκαν εντός των ορίων της χώρας μας. Καθ΄όλη τη διάρκεια της ζωής αγνωνίστηκαν για την πίστη τους και την πατρίδα. Θυσιάστηκαν και η Εκκλησία μας τους αναγνώρισε ως αγίους σε μια αιώνια τιμή που την κέρδισαν με το αίμα τους .

1.Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης
Γεννήθηκε τον 1ον αιώνα μ. Χ. και συγκεριμένα 9 χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού, στην πολή των Αθηνών και έζησε τα χρόνια του Αυτοκράτορα Δομετιανού. Αρχικά, ήταν ειδωλολάτρης και λόγω της υψήλης μόρφωσης του, μέλος του Αρείου Πάγου (για αυτό ονομάστηκε και Αρεοπαγίτης).
Σύμφωνα με την συναξαριακή παράδοση, ο Άγιος Διονύσιος, ταξίδεψε στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου και το ταξίδι του αυτό συνέπεσε με τη σταύρωση του Χριστού. Την ημέρα, λοιπόν της Μεγάλης Παρασκευής την ώρα της στάυρωσης, παρόλο που ήταν μεσημέρι, όπως είναι γνωστό και από τις Γραφές, ο ήλιος κρύφτηκε και έγινε παντού σκοτάδι. Βλέποντας, το φαινόμενο αυτό ο Άγιος Διονύσιος είπε: «Ή Θεός πάσχει ή το πάν απόλλυται» (ή ο Θεός υποφέρει ή χάνεται το σύμπαν). 
Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, άκουσε το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο, ο οποίος αναφέρθηκε και στα υπερφυσικά φαινόμενα κατά την ημέρα της στάυρωσης του Κυρίου. Ο Άγιος Διονύσιος πείστηκε αμέσως για την ορθότητα της χριστιανοσύνης και βαπτίστηκε με την οικογένειά του. 
Σύμφωνα και πάλι με την παράδοση, όταν ο Άγιος πληροφορήθηκε ότι ζει η μητέρα του Ιησού, στα Ιεροσόλυμα, πήγε να την επισκεφτεί, καθώς ήθελε να την γνωρίσει. Ο Διονύσιος, ταξίδεψε και δεύτερη φορά στα Ιεροσόλυμα όταν η Παναγία εκοιμήθη. 
Στην Αθήνα, γρήγορα έγινε γνωστή η χριστιανική του δράση, και έτσι δεν άργησε να χειροτονηθεί επίσκοπος Αθηνών, διαδεχόμενος τον πρώτο επίσκοπο Ιερόθεο. 
Ο Άγιος Διονύσιος, απ’ ότι φαίνεται ταξίδεψε αρκετά και σε πολλά μέρη της Δύσης, όπου κύριο μέλημά του ήταν η διάδοση του χριστιανισμού και η ερμηνεία των ιερών γραφών. Κάποια στιγμή, που βρισκόταν στο Παρίσι, μαζί με τους μαθητές του Ρουστικό και Ελευθέριο, συνελήφθησαν ύστερα από διαταγή του ηγεμόνα της περιοχής και αποκεφαλίστηκαν. Κάποιοι συναξαριστές, βέβαια, διαφωνούν με αυτή την άποψη και υποστηρίζουν πως ο Άγιος Διονύσιος δεν μαρτύρησε στο Παρίσι, χωρίς, όμως, να κάνουν γνωστό τον ακριβή τόπο του μαρτυρίου. 
Ο Άγιος Διονύσιος είναι γνωστός και για το πλήθος θεολογικών συγγραμάτων που συνέγραψε, με πιο γνωστό όλων το “Περί θείων ονομάτων”. Τμήματα του ιερού λειψάνου του Αγίου φυλάσσονται: στη μονή Δοχειαρίου και Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους, στη μονή Διονυσίου Αγίου Όρους, στη μονή παντοκράτορος Αγίου Όρους, στη μονή Γρηγορίου Αγίου Όρους, στη μονή Οσίου Διονυσίου Λιτοχωρίου Πιερίας, στη μονή Νταού Πεντέλης και στη μονή Βουλκάνου Μεσσηνίας.
Ο Άγιος Διονύσιος, είναι πολιούχος της πόλης των Αθηνών,του χωριού Γαργαλιάνων Μεσσηνίας, του χωριού Διονύσι(πήρε το όνομά του από τον Άγιο) που βρίσκεται στα νότια του νομού Ηρακλείου και προστάτης των δικηγόρων και των δικαστικών. Στην Αθήνα υπάρχουν δυο μεγάλοι ναοί, αφιερώμενοι σε αυτόν. Ο πρώτος βρίσκεται στο Κολωνάκι και ο δεύτερος στην Καθολική μητρόπολη της Αθήνας.Η μνήμη του κανονικά τιμάται στις 3 Οκτωβρίου, μα ύστερα από εγκύκλιο της Ιερά Αρχιεπισκοπής Αθηνών (Σεπτέμβρης 1999) αποφασίστηκε η μνήμη του Αγίου να τιμάται και στις 12 Οκτωβρίου, όπου τιμάται και η Σύναξις των εν Αθήναις Αγίων. 

2.Δάμαρις Νεομάρτυς
Η Δάμαρις, γεννημένη στην Αθήνα κατά τον 1ο αιώνα μ. Χ., ήταν η πρώτη γυναίκα που ακούγοντας το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο ασπάστηκε το χριστιανισμό. Δεν υπάρχουν αρκέτες πληροφορίες σχετικά με τη ζωή της, εκτός του ότι υπήρξε μαθήτρια του Διονύσιου Αρεοπαγίτου. Μαρτύρησε κατά τον διωγμό του αυτοκράτορα Δομετιανού (81-96 μ. Χ). Η μνήμη της τιμάται στις 3 Οκτωβρίου.

3.Ρουστίκος και Ελευθέριος
Οι Άγιοι Ρουστίκος και Ελευθέριος γεννήθηκαν στην Αθήνα κατά τον 1ο αιώνα μ. Χ. Υπήρξαν μαθητές του Διονύσιου Αρεοπαγίτου και μαρτύρησαν κατά τον διωγμό του αυτοκράτορα Δομετιανού. Η μνήμη τους τιμάται κάθε χρόνο στις 3 Οκτωβρίου.

4.Αθηναγόρας ο απολογητής
Ο Αθηναγόρας ο Αθηναίος έζησε στην Αθήνα από το 133-190 μ. Χ. , στα χρόνια των ρωμαίων αυτοκρατόρων: Μάρκου Αυρηλίου και Κομμόδου. Υπήρξε χριστιανός, φιλόσοφος και απολογητής. Ο Άγιος Αθηναγόρας, ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους σύγχρονους απολογητές, χάρη στα δυο έργα του που διασώθηκαν: “Πρεσβεία περί χριστιανών” και “Περί αναστάσεως νεκρών”. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Ιουλίου.

5.Μάρτυρες Διονύσιος, Χριστίνα, Ηράκλειος, Παυλίνος και Βενέδημος
Όλοι αυτοί οι Άγιοι μαζί με τους Αγίους, Πέτρο, Παύλο και Ανδρέα (που δεν κατάγονταν από την Ελλάδα), μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ. Χ). Οι Άγιοι Διονύσιος και Χριστίνα θανατώθηκαν δια λιθοβολισμού και οι Ηράκλειος, Παυλίνος και Βενέδημος αποκεφαλίστηκαν. Η μνήμη τους τιμάται στις 18 Μαϊου.

6.179 Οσιομάρτυρες
Οι Άγιοι 179 Οσιομάρτυρες, ήταν μοναχοί της μονής Νταού Πεντέλης. Μαρτύρησαν κατά τα τέλη του 17ου αιώνα και πιθανώς το 1680 μ. Χ, όταν ένα βράδυ, κάποιος από τους υπηρέτες της μονής, συνεννοήθηκε με Αλγερινούς πειρατές, που λεηλατούσαν τα παράλια μέρη, και τους έβαλε στη μονή την ώρα που οι μοναχοί γιόρταζαν την Ανάσταση. Οι πειρατές έσφαξαν όλους του μοναχούς και λεηλάτησαν την μονή. Ο μοναδικός που σώθηκε ήταν ο ιερέας της μονής, ο οποίος είχε πάει στο Μετόχι Γεροτσακούλι, για να τελέσει εκεί την λειτουργία της Ανάστασης. Όταν επέστρεψε στη μονή και βρήκε όλους τους πατέρες σφαγμένους, συνέλεξε τα λείψανα των μοναχών και τα ενταφίασε. Για πάρα πολλά χρόνια ο τάφος των 179 οσιομαρτύρων παρέμενε άγνωστος. Το 1965, όμως, καθώς πραγματοποιούνταν έργα στο δάπεδο της μονής, εντοπίστηκαν οι τάφοι με τα λείψανα των μοναχών. Όταν βρέθηκαν όλοι οι τάφοι , η εκκλησία αναγνώρισε επίσημα τους 179 μάρτυρες, ύστερα από συνοδική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στις 14 Αυγούστου του 1992. Σήμερα, τα λείψανα των Αγίων φυλάσσονται σε λάρνακα στον πρόναο του καθολικού της μονής. Η μνήμη τους τιμάται κάθε χρόνο 2 ημέρες μετά το Άγιο Πάσχα.

7.Αγία Φιλοθέη η Αθηναία
Υπήρξε πλουσιοκόριτσο, που στα 17 του χρόνια εγκατέλειψε τη κοσμική ζωή για να γίνει καλόγρια. Έδωσε όλη την περιουσία που είχε κληρονομήσει από την οικογένεια της (τη γνωστή οικογένεια Μπενιζέλου) για τη στήριξη των φτωχών. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, τον 16ο αιώνα, αγκάλιασε αδιακρίτως πιστούς και μη, Έλληνες και Τούρκους, στους οποίους προσέφερε καταφύγιο στο μοναστήρι-συγκρότημα «Παρθενώνας». Έχτισε σχολεία, νοσοκομεία και ορφανοτροφεία για χιλιάδες κατατρεγμένους. Και δεν σταμάτησε εδώ. Με τη δίψα της για προσφορά να μεγαλώνει όλο και περισσότερο, παρά τα βασανιστήρια και τις δυσκολίες, έδωσε και εθνικούς αγώνες για την απελευθέρωση των Ελλήνων.
Για αυτούς τους αγώνες, η Φιλοθέη, γνωστή και ως «κυρά των Αθηνών», ανακηρύχθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία αγία. Η μνήμη της τιμάται στις 19 Φεβρουαρίου.
Γεννήθηκε το 1522 και ονομάζονταν Ρηγούλα ή χαϊδευτικά Ρεβούλα (Παρασκευούλα) Μπενιζέλου. Ο πατέρας της, ο Άγγελος Μπενιζέλος, υπήρξε από τους μεγαλύτερους γαιοκτήμονες της εποχής και η μητέρα της, η Σηρίγη, ήταν γόνος της βυζαντινής οικογένειας Παλαιολόγου.
Η μητέρα της δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδιά και διαρκώς προσευχόταν. Μια ημέρα λέγεται πως είδε στον ύπνο της όραμα. Ένα δυνατό φως βγήκε μέσα από την εικόνα της Παναγίας. Ξύπνησε τρομαγμένη και αργότερα συνειδητοποίησε πως με τη Χάρη του Θεού θα αποκτήσει το δικό της παιδί. Τελικά, ύστερα από εννέα μήνες, γέννησε τη Ρηγούλα.
Από μικρή η αγία διακρίνονταν για την καλοσύνη και την ευφυΐα της. Και ήταν ιδιαίτερα μορφωμένη για τα δεδομένα της εποχής. Όταν συναντούσε φτωχούς στον δρόμο, δεν τους γύριζε τη πλάτη, αλλά τους βοηθούσε όσο μπορούσε. Μάλιστα, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στον βίο της, κάποια ημέρα επέστρεψε στο σπίτι χωρίς να φορά το ακριβό πανωφόρι της. Το είχε χαρίσει σε μια άπορη ηλικιωμένη που κρύωνε.
Όταν έκλεισε τα δεκατέσσερα, οι γονείς της την πίεσαν να παντρευτεί έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της άντρα, τον Ανδρέα Χειλά. Η ίδια, αν και δεν το ήθελε, δέχτηκε να τον παντρευτεί, για να μη στενοχωρήσει τους δικούς της.
Από τις πρώτες ημέρες του γάμου άρχισαν και οι δυσκολίες. Λέγεται πως ο σύζυγός της την κακομεταχειρίζονταν και, παρά το γεγονός ότι ήταν πλούσιοι, της είχε απαγορεύσει να προσφέρει στους φτωχούς. Ο ίδιος, μάλιστα, έφτανε στο σημείο να κοιτάζει καθημερινά την αποθήκη του σπιτιού, μήπως κι έλειπαν τρόφιμα.
Μια μέρα που εκείνος έλειπε από το σπίτι, η νεαρή Ρηγούλα θέλησε να βοηθήσει κάποιους φτωχούς και τους έδωσε λάδι από το βαρέλι που είχε. Φοβήθηκε, όμως, πως, αν ο άντρας της έβρισκε το βαρέλι άδειο, θα θύμωνε και θα τη χτυπούσε. Γι’ αυτό το γέμισε με νερό, προσευχόμενη διαρκώς εκείνος να μην καταλάβει τίποτα. Ξαφνικά, το νερό μετατράπηκε σε λάδι. Ήταν ένα από τα πρώτα σημάδια όσων θα ακολουθούσαν…
 Ο γάμος της διήρκησε μόνο τρία χρόνια, καθώς πέθανε ο άντρας της. Η Ρηγούλα «διέτριβε του λοιπού εις το πατρικόν της οσπήτιον προς ένα και μόνον σκοπόν αφορώσα αγαθοεργίες».
Όμως, οι γονείς της ήθελαν να την αποκαταστήσουν. Εκείνη στα δεκαεφτά της ήταν όχι μόνο πλούσια και μορφωμένη, αλλά και αρκετά όμορφη. Έτσι, λίγο καιρό μετά τον θάνατο του σύζυγου της, έγινε μια από τις περιζήτητες νύφες, ακόμα και εκτός Αθηνών. Παρά το γεγονός ότι καθημερινά τη διεκδικούσαν πολλοί, δεν ήθελε να παντρευτεί ξανά. Και, παρά τις νέες πιέσεις που δέχτηκε από την οικογένειά της, αρνήθηκε. Τότε ήταν που για πρώτη φορά αποφάσισε να τους μιλήσει ανοιχτά και να τους ανακοινώσει την πρόθεσή της να γίνει καλόγρια.
 
Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο των γονιών της και έχοντας ήδη στο ενεργητικό της πλούσιο φιλανθρωπικό έργο, εκάρη μοναχή με το όνομα Φιλοθέη. Από την πρώτη στιγμή αφοσιώθηκε στον άνθρωπο και τον Θεό. Η Φιλοθέη δεν ξεχώριζε ανθρώπους. Πιστοί και μη, Τούρκοι και Έλληνες, αμαρτωλοί και κυνηγημένοι, ήταν για εκείνη μια πρόκληση προσφοράς.
Η μοναχή Φιλοθέη άπλωσε ένα δίκτυο προστασίας στους συνανθρώπους της, χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Θυσίασε την πλούσια κοσμική της ζωή και μοίρασε ό,τι είχε και δεν είχε για να τους προσφέρει αγάπη και στήριξη.
Όλα ξεκίνησαν έπειτα από όραμα που είδε, σύμφωνα με την παράδοση. Ήταν ο Άγιος Ανδρέας, χάρη στον οποίον πήρε την απόφαση να ανακαινίσει στο όνομά του το μικρό εκκλησάκι που βρίσκονταν δίπλα στο πατρικό της αρχοντικό, στη περιοχή της Πλάκας. Η Φιλοθέη, με ατέλειωτες ώρες δουλειάς, τελικά κατάφερε να το μετατρέψει σε μοναστήρι, το οποίο και ονομάστηκε «Παρθενώνας». Το Καθολικό του Αγίου Ανδρέα και το πηγάδι της μονής σώζονται σήμερα στον περίβολο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Η Φιλοθέη φιλοξένησε αρχικά στο μοναστήρι τις κοπέλες που τη φρόντιζαν στο αρχοντικό σπίτι, όπου διέμενε με τους γονείς της. Στη συνέχεια, στη μονή εγκαταστάθηκαν κόρες επιφανών οικογενειών της Αθήνας. Ο χρόνος βρήκε τη μονή ασφυκτικά γεμάτη με τουλάχιστον 200 μοναχές. Ανάμεσά τους και πολλές εκχριστιανισμένες μουσουλμάνες.
Όμως, δεν ήταν ένα συνηθισμένο μοναστήρι, όπως όλα τα άλλα. Με προσωπική εργασία της ηγουμένης Φιλοθέης, λειτουργούσαν μέσα σε αυτό σχολείο, νοσοκομείο, γηροκομείο, ορφανοτροφείο και εργαστήρια εκμάθησης υφαντικής. Η ίδια έφτιαξε και πολλούς ξενώνες.
Μαζεύονταν τα παιδιά και διδάσκονταν γράμματα, μάθαιναν για την Ορθόδοξη πίστη. Οι γυναίκες ασχολούνταν με διάφορες τέχνες, κεντούσαν και ύφαιναν. Και δεν της άρεσαν οι ανέσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ οι νέες έμεναν σε περιποιημένα κελιά, εκείνη περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας σε ένα ασκητήριο το οποίο βρίσκονταν κάποια μέτρα κάτω από τη γη.
Η Φιλοθέη, παρά τις δυσκολίες της εποχής, άνοιξε την πόρτα της μονής και για χιλιάδες κυνηγημένες γυναίκες. Τις έκρυβε σε ειδικά διαμορφωμένες κρύπτες και στη συνέχεια τις φυγάδευε για τον τόπο τους. Κάποιες άλλες, αφού ολοκλήρωναν τα μαθήματά τους στα εργαστήρια, αφήνονταν ελεύθερες να αποφασίσουν αν ήθελαν να γίνουν μοναχές ή να παντρευτούν, χωρίς καμία πίεση: να ακολουθήσουν τον έναν ή τον άλλον δρόμο. Αν επέλεγαν τον γάμο, η ηγουμένη φρόντιζε να τις προικίσει. Και, μπορεί κάποιες να εγκατέλειπαν το μοναστήρι-καταφύγιο, καθώς επέλεγαν να παντρευτούν, δεν εγκατέλειψαν, ωστόσο, ποτέ τους τη Φιλοθέη. Όπου βρίσκονταν μιλούσαν για εκείνη. Έτσι, το έργο της διαδόθηκε παντού.
 
 Κάποια στιγμή, έγινε γνωστό ότι η Φιλοθέη φυγάδευε σκλάβες. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στον πασά. Εκείνος, στη προσπάθειά του να την κάνει να απαρνηθεί την πίστη της, την απείλησε ότι θα την αποκεφαλίσει. Η ίδια δεν φοβήθηκε και απάντησε ότι είναι έτοιμη να θυσιαστεί στο όνομα του Χριστού.
Την επομένη, Τούρκοι που είχαν συγκεντρωθεί στο μέρος όπου ήταν φυλακισμένη, φώναζαν και ζητούσαν τη θανατική της ποινή. Τότε, ο ηγεμόνας έδωσε την εντολή να τη φέρουν ενώπιόν του. Τη ρώτησε εάν προτιμά να θανατωθεί με ξίφος ή να απαρνηθεί την πίστη της.
Εκείνη του απάντησε πως είναι αποφασισμένη να υπομείνει οποιοδήποτε βασανιστήριο για την αγάπη του Χριστού.
Την οδήγησαν και πάλι στη φυλακή. Οι Τούρκοι είχαν αιχμαλωτίσει τρεις καλόγριες από το μοναστήρι και τις είχαν απομονώσει στο ίδιο κελί. Εκεί, η ηγουμένη δεν το έβαλε κάτω. Ώρες πολλές προσπαθούσε να τις εμψυχώσει, λέγοντας ότι ο Θεός δεν θα τους εγκαταλείψει. Και πράγματι, κάποιοι Χριστιανοί φρόντισαν και έδωσαν χρήματα στον ηγεμόνα και, έτσι, η Φιλοθέη με τις τρεις καλόγριες απελευθερώθηκαν και επέστρεψαν στο μοναστήρι.
 
Τα δύο παραρτήματα – μετόχια
Η μοναχή Φιλοθέη οραματιζόταν έναν κόσμο δίχως φτώχεια και δυστυχίες. Η ατέλειωτη επιθυμία της να βοηθά όλο και περισσότερο κόσμο και γενικότερα τη χώρα, την οδήγησαν στην απόφαση να ιδρύσει και δύο παραρτήματα της μονής. Ένα στα Πατήσια και ένα στην περιοχή της Καλογρέζας. Το πρώτο βρισκόταν στην οδό Λευκωσίας, στην πλατεία Αμερικής. Το μετόχι είχε ναό στο όνομα του Αγίου Ανδρέα, ο οποίος ανεγέρθηκε μετά το 1550.
Χρόνια μετά, παρήκμασε και ερημώθηκε. Ακόμα και ο ναός του Αγίου Ανδρέα (υπάγεται στο Άσυλο Ανιάτων) ερειπώθηκε, αλλά μεταξύ των ετών 1936-1950 αναστηλώθηκε, σύμφωνα με τις οδηγίες του ακαδημαϊκού Αναστασίου Ορλάνδου. Την περίοδο 1948-1952 ιστορήθηκε ο ναός από τον Φώτη Κόντογλου και σήμερα είναι επισκέψιμος με πλούσια λατρευτική ζωή.
Το άλλο μετόχι, που ιδρύθηκε στην περιοχή της Καλογρέζας (σ.σ.: έλαβε το όνομά της από τη λέξη «καλογραία», δηλαδή καλογριά, που αναφερόταν στο πρόσωπο της Αγίας), ονομαζόταν και «μετόχι του Περσού». Από το νερό, δηλαδή, του ποταμού που περίσσευε και που έδωσε αργότερα και το όνομα στον Περισσό της Ν. Ιωνίας. Αυτό το μετόχι χτίστηκε πάνω σε περιουσία της αγίας, όπου, σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό Δημήτριο Καμπούρογλου, υπήρχε πριν τον 16ο αιώνα μονή με ναό αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Φιλοθέη αγόρασε τεράστιες εκτάσεις γύρω από το μετόχι της Καλογρέζας, οι οποίες σήμερα καλύπτουν το σύνολο της έκτασης του Ολυμπιακού Σταδίου, τις συνοικίες Αλσούπολη και Καλογρέζα και την περιοχή της Φιλοθέης.
Στην ίδια οφείλεται και η ονομασία της περιοχής του Ψυχικού. Με δική της πρωτοβουλία φτιάχτηκε πηγάδι για να υδρεύεται ο τόπος και να ξεδιψούν οι αγρότες, οι οποίοι επί ώρες εργάζονταν κάτω από τον ήλιο. Από το «ψυχικό» αυτό «βαπτίστηκε» έτσι και η περιοχή. Λέγεται, επίσης, πως έγραψε πάνω στο μαρμάρινο χείλος του πηγαδιού την λέξη «ψυχικόν», δηλωτικό της ψυχικής ωφέλειας.
Στο μέρος όπου παρέδωσε το πνεύμα της, στην Καλογρέζα, υψώνεται ο ναός της Αγίας Φιλοθέης, ενώ το όνομά της φέρει και ολόκληρο το γνωστό προάστιο των Αθηνών.
Η αγία ανέγειρε, επίσης, μετόχι στη Τζια που φέρει την προσωνυμία Μονή Δάφνης. Εκεί ζούσαν πάνω από είκοσι μοναχές και χρησίμευε ως καταφύγιο για την προστασία των μοναζουσών από τις επιθέσεις των Τούρκων. Η Φιλοθέη διέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα καθοδηγώντας πνευματικά τις ασκούμενες μοναχές, καθώς στο συγκεκριμένο έστελνε όσες φοβούνταν να μείνουν στην Αθήνα και διέτρεχαν άμεσα τον κίνδυνο του εξισλαμισμού από τους Τούρκους. Η Μονή Δάφνης λειτούργησε ως γυναικείο κοινόβιο μέχρι τον 19ο αιώνα, όταν λεηλατήθηκε από τους Τούρκους.
 
Οικονομικές δυσκολίες και αιτήσεις βοήθειας
Μέρα με τη μέρα, οι καλόγριες γίνονταν όλο και περισσότερες και οι ανάγκες του επισιτισμού μεγαλύτερες. Παρόλο που η μονή του Αγίου Ανδρέα είχε περιουσία (δύο μετόχια στην Αθήνα, ένα στην Κέα, κτήματα στην Αττική και στην Αίγινα), υπήρχε μεγάλη ανάγκη για οικονομική ενίσχυση. Για αυτό και λέγεται ότι η Φιλοθέη έβαλε ενέχυρο τα σκεύη της εκκλησίας και τα υπάρχοντα του μοναστηριού.
Σε επιστολή της αγίας που εντοπίστηκε από τον Κωνσταντίνο Μέρτζιο σε βιβλιοθήκη της Βενετίας με παραλήπτη τη Βενετική Γερουσία, ημερομηνίας 22 Φεβρουαρίου 1583, ζητείται χρηματική βοήθεια για να ξεπληρώσει χρέη που είχαν προκύψει γιατί ήθελε να γλιτώσει το μοναστήρι και τις μοναχές από τις τουρκικές λεηλασίες. Η Βενετική Γερουσία αποφάσισε να συνδράμει με 200 τσεκίνια (χρυσά νομίσματα).
Η Φιλοθέη απευθύνθηκε για βοήθεια και στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο απέστειλε στην Αθήνα τον μέγα λογοθέτη, Ιέρακα, ώστε να ερευνήσει από κοντά τα γεγονότα και να ενημερώσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Όταν έφτασε στην Αθήνα, συναντήθηκε με τον Μητροπολίτη αλλά και με τους Ρωμιούς προεστούς της πόλης και ενημερώθηκε για τη δραστηριότητα της ηγουμένης Φιλοθέης. Ο ίδιος επισκέφθηκε το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα και έμεινε έκπληκτος από το φιλανθρωπικό και πνευματικό έργο που επιτελούνταν εκεί. Αφού ενημερώθηκε για τις δυσκολίες που εμπόδιζαν τη συνέχιση της κοινωνικής δραστηριότητας της αγίας, υποσχέθηκε να ενημερώσει με κάθε λεπτομέρεια το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ώστε να στηρίξει υλικά και πνευματικά το έργο της. Έτσι, η μονή επέζησε από την οικονομική «αιμορραγία» και συνέχισε τις φιλανθρωπικές της δράσεις.
 
Το τέλος της Αγίας Φιλοθέης
Ήταν ξημερώματα της 3ης Οκτωβρίου του 1588, στο μετόχι στα Πατήσια. Η Φιλοθέη και οι μοναχές έκαναν ολονυχτία προς τιμή του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Ξαφνικά, ακούσθηκε θόρυβος. Πέντε Τούρκοι είχαν πηδήξει από τον μαντρότοιχο και είχαν εισβάλει μέσα στο καθολικό. Αφού άρπαξαν τη Φιλοθέη, άρχισαν να τη μαστιγώνουν, και μάλιστα με τέτοια μανία, ώστε από τον βασανισμό και τις κακώσεις την άφησαν σχεδόν μισοπεθαμένη.
Ήταν τόσο μεγάλο το μίσος τους, ώστε την έβγαλαν στο προαύλιο του ναού και την έδεσαν σε μια κολώνα, η οποία σώζεται μέχρι σήμερα. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή για τη ζωή της, η Φιλοθέη ευχαριστούσε τον Θεό που την αξίωσε να μαρτυρήσει στο όνομά Του. Οι υπόλοιπες μοναχές κατόρθωσαν και έφυγαν, αλλά όταν επέστρεψαν βρήκαν την ηγουμένη σε άθλια κατάσταση.
Τότε αποφάσισαν να τη μεταφέρουν στο μετόχι της Καλογρέζας, για να μπορέσει να αναρρώσει, αλλά και για να προστατευθεί από την οργή των Τούρκων. Εκεί έμεινε νοσηλευόμενη επί πέντε μήνες, από τον Οκτώβριο του 1588 έως τις 19 Φεβρουαρίου του 1589, ημέρα κατά την οποία η «κυρά και μαΐστρα των Αθηνών» παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο.
Ενταφιάσθηκε στο μετόχι της Καλογρέζας και μόλις έπειτα από είκοσι ημέρες ευωδίαζε ο τόπος. Ύστερα από αιώνες, το σκήνωμά της μεταφέρθηκε στην Μητρόπολη Αθηνών, όπου φυλάσσεται έως σήμερα μέσα σε ασημένια λάρνακα.
Τμήμα του λειψάνου και το μικρό δάκτυλο της αγίας βρίσκονται στη Μονή Βρυούλων, πλησίον του Ναού Αγίου Ανδρέα. Οι μοναχές με τα λιγοστά που διέθεταν συνέχισαν το έργο του μοναστηριού έως την Επανάσταση του 1821, όταν λεηλατήθηκε και εγκαταλείφθηκε. Στις μέρες μας είναι ανακαινισμένος μόνο ο ναός στον περίβολο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Αγιοκατάταξη
Αργότερα ήρθε και η αγιοκατάταξη της ηγουμένης Φιλοθέης. Έγινε επί Οικουμενικού Πατριάρχη Ματθαίου Β’ (1595-1600), ύστερα από σχετική αναφορά του Μητροπολίτη Αθηνών Νεοφύτου, την οποία συνυπέγραψαν οι Μητροπολίτες Κορίνθου και Θηβών, μαζί με τον κλήρο και τους προκρίτους των Αθηνών.
Στην αναφορά τους ζητούσαν, μεταξύ άλλων, την επίσημη αναγνώρισή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τονίζοντας τα αναρίθμητα θαύματα που έγιναν από το λείψανό της, το οποίο ευωδίαζε.

Η μνήμη της τιμάται κάθε χρόνο στις 19 Φεβρουαρίου. Στην Αττική, μεταξύ άλλων, στο παρεκκλήσι στην περιοχή Διώνη Πικερμίου, αλλά και στην περιοχή της Εκάλης, στην ομώνυμη γυναικεία μονή που ιδρύθηκε το 1960. Στον χώρο της μονής λειτούργησε το 1963 οικοτροφείο θηλέων υπό την επωνυμία «Αγία Τριάς», όπου φιλοξενούνται κορίτσια. Ενοριακός ναός αφιερωμένος στην Αγία Φιλοθέη υπάρχει και στον Πύργο Ηλείας, όπου δίπλα λειτουργεί και το οικοτροφείο-ορφανοτροφείο θηλέων «Η Αγία Φιλοθέη». Στο όνομα της αγίας είναι αφιερωμένα παρεκκλήσια και στους ναούς Αγίας Αικατερίνης στο Άργος και Αγίου Κωνσταντίνου στο χωριό Χαλκιάδες Άρτας.
 
Η κρύπτη 
Η κρύπτη της Αγίας Φιλοθέης ανακαλύφθηκε τυχαία το 1934 κατά τη διαδικασία εξόρυξης της κοκκινόπετρας που προοριζόταν για το κτίσιμο των σπιτιών της περιοχής. Τότε είχε ακόμη τη μορφή σπηλιάς, αλλά σιγά-σιγά διαμορφώθηκε στο σημερινό εκκλησάκι. Η ανακάλυψή της έγινε και η αιτία να μετονομαστεί ο τότε οικισμός της Νέας Αλεξάνδρειας σε Φιλοθέη.
Η κρύπτη επικοινωνούσε, μέσω μιας υπόγειας σήραγγας, με το μετόχι της Καλογρέζας, το οποίο βρισκόταν κοντά στην οδό Καποδιστρίου (απέναντι από το σημερινό Τένις Φιλοθέης).
Σε αυτό, λοιπόν, το ναΐδιο, που ήταν αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου και βρισκόταν στην άλλη άκρη της κρύπτης, κατέφευγε η Αγία Φιλοθέη για να προσευχηθεί απερίσπαστη από τις απειλές των Τούρκων. Από άλλους εικάζεται πως η κρύπτη ήταν μια φυσική σπηλιά, την οποία η αγία είχε διαμορφώσει σε παρεκκλήσι όπου κατέφευγε. Λέγεται ότι την υπόγεια στοά τη χρησιμοποιούσε για να ξεφεύγει μαζί με τις καλόγριές της προς την άλλη μονή (ή και οπουδήποτε αλλού) κατά τις επιδρομές των Τούρκων…
Κοντά στην κρύπτη χτίστηκε η εκκλησία της Αγίας Φιλοθέης.
 
Ο ναός του Αγίου Ανδρέα στην Αρχιεπισκοπή
Βρίσκεται στο προαύλιο του μεγάρου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, στην οδό Αγίας Φιλοθέης 19. Σύμφωνα με τον Δ. Καμπούρογλου, ήταν δρομικός ναός (βασιλική), ο οποίος ιδρύθηκε στους πρώτους αιώνες της επικράτησης του Χριστιανισμού στην Αθήνα.
Γύρω στα 1550 η Αγία Φιλοθέη τον ανακαίνισε και τον έκανε καθολικό του μοναστηριού που ίδρυσε εκεί.
Το αρχοντικό των Μπενιζέλων σώζεται έως σήμερα στην οδό Αδριανού 96 και η χρήση του έχει παραχωρηθεί από το υπουργείο Πολιτισμού στην Αρχιεπισκοπή. Έως το 1821 στο ασκητήριό της σώζονταν το προσευχητάριο της, ένα σκοινί κρεμασμένο στον χαλκά και ο αργαλειός της με τα εξαρτήματα του. Το όλο συγκρότημα είχε σχήμα Π και στο μέσο υπήρχε τρίκογχη βασιλική του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου, όπου αργότερα τοποθετήθηκε και το λείψανο της αγίας.
Το 1834, με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, ο χώρος του μοναστηριού χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας. Αναφέρεται ότι επί Όθωνος στο ερειπωμένο μοναστήρι μονάχα μία η δύο γριές άναβαν το καντήλι της Κυράς. Το 1836 ο τελευταίος επίτροπος της μονής, Σπυρίδων Μπενιζέλος, παρέδωσε στον επίσκοπο Αττικής τις φορητές εικόνες του μοναστηρίου και εκείνος τις τοποθέτησε στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης (της οδού Αιόλου), αλλά καμιά από αυτές δεν φαίνεται να σώθηκε.
Το λείψανο της αγίας κατετέθη από την οικογένεια Μπενιζέλου στην εκκλησία της Παναγίας της Γοργοεπηκόου (Αγίου Ελευθερίου), όπου σήμερα βρίσκεται το πρώτο εικόνισμά της.
Αργότερα μεταφέρθηκε στον σημερινό Μητροπολιτικό Ναό. Τότε ήταν που χάθηκαν και τα παλαιά ιερά σκεύη. Χρόνια μετά ο χώρος περιήλθε στο Δημόσιο και από αυτό τον παρέλαβε ο Μητροπολίτης Αθηνών Γερμανός Καλλιγάς (1889-1896), ο όποιος κατεδάφισε όλα τα μισοερειπωμένα κτίσματα και ανήγειρε αρχιεπισκοπικό και συνοδικό μέγαρο.
Στη θέση της εκκλησίας έχτισε τη σημερινή εκκλησία του Αγίου Ανδρέα. Τα έργα του μητροπολιτικού οίκου ολοκληρώθηκαν τον Νοέμβριο του 1892 –ξοδεύτηκαν 123.790,39 δρχ., εκ των οποίων οι 45.627,39 δρχ. ήταν προσφορά του μητροπολίτη– και του Συνοδικού Μεγάρου τον Μάιο του 1894. Για τις ανάγκες δόθηκαν 71.295,65 δρχ., από τις όποιες τις 23.595,65 δρχ. κατέβαλε ο Γερμανός. Τα εγκαίνια του Συνοδικού Μεγάρου έγιναν στις 3 Ιουνίου 1894.
Ο αρχιεπισκοπικός οίκος επισκευάσθηκε το 1958 επί Αρχιεπισκόπου Θεοκλήτου του Β’, ενώ επί Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου του Τηνίου τα Συνοδικά γραφεία μεταστεγάστηκαν στη Μονή Πετράκη.
Η νέα εκκλησία έχει διαστάσεις μήκος 13 μ. και πλάτος 11 μ. και είναι εξωτερικά ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής και εσωτερικά βυζαντινού ημισύνθετου τετρακιόνιου. Στον ανατολικό τοίχο του ιερού έχουν διαμορφωθεί τρεις αψίδες. Οι αγιογραφίες, λόγω της φθοράς που είχαν υποστεί, αποκαταστάθηκαν τον Μάιο του 1999, με τη μέριμνα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, από τον Αναστάσιο Μαργαριτώφ.
Στον πρώτο όροφο του αρχιεπισκοπικού οίκου έχει διαμορφωθεί μικρό παρεκκλήσι στο όνομα του Αγίου Αποστόλου Παύλου.
Το 1970, επί μακαριστού Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, στο ΒΔ ισόγειο του κεντρικού κτιρίου της Αρχιεπισκοπής ανακαλύφθηκε το πηγάδι του παλιού μοναστηριού, ενώ το ασκητήριο της οσιομάρτυρος βρίσκεται κάτω από το δάπεδο του ναού και του βόρειου τμήματος της αυλής, σε απόσταση από το σημείο όπου έχει εδώ και εκατό χρόνια τοποθετηθεί η επιγραφή «Αρχαία Κρύπτη». Το 1892, κατά τη διάρκεια καθαρισμού του χώρου για την ανέγερση της νέας εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα, βρέθηκε πλάκα από πεντελικό μάρμαρο (διαστάσεων 0,50 x 0,31 μ. και πάχους 0,21 μ.) με επιγραφή της περιόδου 440-430 π.Χ. που αναφερόταν σε δημόσια κατασκευή.
 
8.Τιμόθεος επίσκοπος Ευρίπου
Ο Όσιος Τιμόθεος (κατά κόσμον Τάσος Καλαμιώτης) γεννήθηκε το 1510 στον Κάλαμο Αττικής . Ο πατέρας του, που ήταν ιερέας της περιοχής, δίδαξε στον Τιμόθεο τα πρώτα του γράμματα και μαζί με την μητέρα του ενέπνευσαν την πίστη του στο χριστιανισμό. Όταν μεγάλωσε λίγο, οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν σε σχολεία στην Αθήνα, ώστε να λάβει την καλύτερη δυνατή μόρφωση. Δάσκαλός του, υπήρξε και ο τότε επίσκοπος Ωρεού της Βόρειας Εύβοιας, ο οποίος διακρίνοντας την έφεση του Αγίου στα γράμματα, αποφάσισε να χρηματοδοτήσει όλες του τις σπουδές. 
Όταν ο Τιμόθοες τελείωσε με τις σπουδές του, πήγε στην Βόρεια Εύβοια και έμεινε κοντά στον Επίσκοπο Ωρεού, ο οποίος αρχικά τον έκανε γραμματέα του. 
Μετά από μερικά χρόνια εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το μοναχικό όνομα Τιμόθεος από τον ίδιο επίσκοπο, και πολύ γρήγορα χειροτονήθηκε διάκος και πρεσβύτερος. Όταν ο επίσκοπος εκοιμήθη, τον διαδέχθηκε στον θρόνο του, μα σε σύντομο χρονικό διάστημα χειροτονείται μητροπολίτης Ευρίπου με έδρα τη Χαλκίδα. Ως Μητροπολίτης, ο Τιμόθεος, στάθηκε δίπλα τόσο στους χριστιανούς, όσο και στους αλλόθρησκους Τούρκους και Εβραίους. Έτσι, από τα πρώτα χρόνια της δράσης του, είχε γίνει αγαπητός και με την καλοσύνη του και τη διδασκαλία του έπεισε πολλούς Τούρκους να αλλαξοπιστήσουν. 
Ο τότε Σουλτάνος, όμως, Σελίμ ο Β’, έβγαλε διάταγμα να μετατραπούν σε τζαμιά κάποιοι χριστιανικοί ναοί. Όπως, ήταν φυσικό, ο Τιμόθεος αντέδρασε έντονα στον ντόπιο πασά, δηλώνοντάς του, πως δεν θα επιτρέψει να εφαρμοστεί το σουλτανικό διάταγμα. Τότε, ο πασάς, κήρρυξε τον μητροπολίτη Τιμόθεο, εχθρό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, σχεδιάζοντας ακόμα και τη δολοφονία του. Οι Τούρκοι της περιοχής, καθώς και η κρυπτοχριστιανή σύζυγος του πασά, φυγάδευσαν τον Τιμόθεο, δίνοντάς του ένα μεγάλο χρηματικό ποσό.
Έτσι, λοιπόν, ο Τιμόθεος κατά το έτος 1572, με τη συνοδεία δύο κληρικών, εγκαταλείπει την Εύβοια και επιστρέφει στη γενέτειρά του, όπου έμεινε για λίγο καιρό στη μονή Κολολιβαδίου.
Η ήττα των Τούρκων στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, είχε ως αποτελέσμα να αυξηθούν οι διωγμοί εναντίον των χριστιανών και κατ’ επάκταση του εξόριστου Τιμόθεου. Ο πασάς της Χαλκίδας έδωσε διαταγή να τον βρουν και να τον συλλάβουν, μα ο Άγιος πρόλαβε και κρύφτηκε στο “Όρος Αμώμων”, το γνωστό Πεντελικό Όρος, σε ένα ασκητήριο. Εκεί μέσα σε λίγα χρόνια συγκεντρώθηκαν και άλλοι μοναχοί που θέλησαν να μείνουν κοντά του. Ο Τιμόθεος, όμως, επιθυμούσε την μοναχικότητα και αποφάσισε να ιδρύσει ένα δικό του ησυχαστήριο. Έψαξε σε όλη την περιοχή για να βρει ένα κατάλληλο μέρος, έτσι μια μέρα βρέθηκε σε ένα σημείο του βουνού, όπου βρήκε την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας. Εκεί, λοιπό, αποφάσισε να χτίσει τη μονή, η οποία θα ήταν αφιερωμένη στην κοίμηση της Θεοτόκου(Ιερά Μονή Πεντέλης). Το χτίσιμο της μονής ξεκίνησε το 1576 και τέλειωσε το 1578. Ο Τιμόθεος, παρέμεινε στη μονή για 5 χρόνια, ώσπου να την οργανώσει. Στη συνέχεια, αποσύρθηκε σε ένα κτήμα που αγόρασε στο Γέρακα. 
Τα επόμενα χρόνια επισκέφτηκε πολλά μοναστήρια και ησυχαστήρια, χωρίς να μένει, όμως για μεγάλο χρονικό διάστημα σε αυτά. Το 1580, πήγε στη σκήτη του Αγίου Γεωργίου Βραυρώνας, όπου φιλοτεχνήθηκε τις τοιχογραφίες και έχτισε καινούργια κελιά Στην Βραυρώνα συνέβη και το γνωστότερο θαύμα του Αγίου Τιμοθέου, όταν κάποιοι πειρατές απήγαγαν τα παιδιά μιας Οθωμανής. Ύστερα από δική του παρέμβαση, τα παιδιά αφέθηκαν ελεύθερα, με τρόπο θαυμαστό. Η μητέρα τους για να τον ευχαριστήσει του χάρισε ένα μεγάλο κομμάτι γης από τα κτήματά της. Οι υπόλοιποι γαιοκτήμονες,όμως, της περιοχής στράφηκαν εναντίον του, φοβούμενοι τον πολλαπλασιαμό των κτημάτων του. Έτσι, για μια ακόμα φορά, ο Άγιος Τιμόθεος, αναγκάστηκε να εγκαταλέιψει το μέρος που ζούσε, και αυτή τη φορά να εγκατασταθεί στο νησί Κέα. Εκεί, έγινε λειτουργός στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, που ως τότε ήταν εγκατελειμένη. Τα καλοκαίρια, μεταφερόταν στο σπήλαιο του Λούρου,όπου και εκοιμήθη στις 16 Αυγούστου του 1590, σε ηλικία 80 ετών. Η τίμια κάρα του Αγίου, σώζεται έως και σήμερα στην Ιερά Μονή Πεντέλης, όπου θεωρείται κτήτορας και προστάτης της. Ναοί αφιρωμένοι στον Άγιο Τιμόθεο, υπάρχουν στην Χαλκίδα, την Κέα και στην Γαργηττό Αττικής. Η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 16 Αυγούστου.

9.Μιχαήλ Πακνανάς ο κηπουρός
Ο Άγιος νεομάρτυς Μιχαήλ Πακνανάς(ή Μπακνανάς) γεννήθηκε γύρω στα 1750 μ. Χ. στην Αθήνα, από ευσεβείς γονείς και έζησε στη συνοικία της Βλασσαρούς, η οποία βρισκόταν κάτω από την Ακρόπολη, στο σημερινό χώρο της Αρχαίας αγοράς. Επειδή, οι γονείς του ήταν πολύ φτωχοί, ο Άγιος Μιχαήλ έμεινε αγράμματος και από πολύ μικρή ηλικία αναγκάστηκε να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του και να γίνει κηπουρός. 
Μια μέρα, κατά το έτος 1770 ή 1771 μ.Χ. καθώς επέστρεφε στην Αθήνα, από κάποιο χωριό, όπου είχε πάει για να εργαστεί,συνελήφθη από Τούρκους φύλακες, με την ψευδή κατηγορία πως κουβαλούσε μπαρούτι για τους Έλληνες επαναστάτες. Αφού τον φυλάκισαν, τον οδήγησαν τον κριτή, ο οποίος και αποφάσισε το θάνατό του, εκτός αν δεχόταν να απαρνηθεί την πίστη του και να γίνει μουσουλμάνος. Ο Άγιος Μιχαήλ, όμως, χωρίς να πτοηθεί από τις απειλές του κριτή, αρνήθηκε να αλλαξοπιστείσει, λέγοντας σύμφωνα με την παράδοση: “ Δεν τουρκεύω”. Έτσι, καταδικάστηκε σε θάνατο και οδηγήθηκε στον τόπο της εκτέλεσής του. Στην αρχή, ο δήμιος χτύπησε τον Άγιο με ανεστραμμένο το ξίφος του στο λαιμό, με σκοπό να τον εκφοβίσει. Ο Άγιος, όμως, χωρίς να χάσει το θάρρος του είπε: “ Χτύπα για την πίστη”. Ο δήμιος, προσπαθώντας για δέυτερη φορά να τον μεταπείσει, τον πλήγωσε με το μαχαίρι στον τράχηλο, μα και πάλι ακούστηκαν από το στόμα του Αγίου τα ίδια λόγια: “ Χτύπα για την πίστη”. Έτσι, ο δήμιος αποκεφάλισε τον Άγιο Μιχαήλ.
Το μοναδικό παρεκκλήσιο στην Αθήνα, που είναι αφιερωμένο στον Άγιο Μιχαήλ Πακνανά, βρίσκεται στον ιερό ναό Αναλήψεως του Κυρίου, στο Νέο κόσμο, όπου σύμφωνα με την παράδοση, εκεί βρίσκονταν οι κήποι του Αγίου. 
 Αξίζει να σημειώσουμε, πως στην πρώτη κολόνα του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα βρίσκεται το ακόλουθο επιγραφικό χάραγμα: “1771 9 ιουλίου αποκεφαλίσθη ο Πακνανάς Μιχάλης”.
Ο Άγιος Μιχαήλ το 2003 ανακηρύχθηκε προστάτης των διαιτολόγων και διατροφολόγων. Στην περιοχή Νέος Κόσμος, ένας από τους κεντρικότερους δρόμους φέρει το όνομά του, όπως και η αντίστοιχη στάση του τραμ. Η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 9 Ιουλίου.

10.Άγιος Ανάκλητος, πάπας Ρώμης
Γεννήθηκε τον 1ο αιώνα μ. Χ. στην τότε, ειδωλολατρική Αθήνα και ο πατέρας του, φαίνεται να ήταν φιλόσοφος. Ο Άγιος Ανάκλητος, υπήρξε ο πρώτος Έλληνας επίσκοπος Ρώμης και χειροτονήθηκε το 76 ή 79 μ.Χ., φέροντας το λατινικό όνομα Κλείτος. Το 88 μ. Χ. ο Άγιος Ανάκλητος βρήκε μαρτυρικό θάνατο. 
Σύμφωνα με την λατινική παράδοση, ο Άγιος ετάφη στο χώρο, όπου χτίστηκε αργότερα η Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Η Ορθόδοξη εκκλησία τιμά την μνήμη του στις 26 Απριλίου, ενώ η Καθολική στις 13 Ιουλίου.

11.Άγιος Υγίνος (ή υγιεινός ο φιλόσοφος)

Ο Άγιος Υγίνος γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν φιλόσοφος. Η ακριβής ημερομηνία γεννήσεώς του δεν έιναι γνωστή όπως και τα περισσότερα στοιχεία από το βίο του.
Χειροτονήθηκε πάπας Ρώμης το 136 μ .Χ και σύμφωνα με την παράδοση, κατά τα χρόνια της δράσης του, καθόρισε διάφορα προνόμια του κλήρου, καθώς και τις βαθμίδες τις εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Μαρτύρησε το 140 μ. Χ. , επί αυτοκράτορα Αντωνίνου Πίου. Ο τάφος του Αγίου βρίσκεται στο Βατικανό κοντά στον τάφο του Αγίου Πέτρου. Η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 11 Ιανουαρίου.

12. Αριστείδης μάρτυς, ο φιλόσοφος
Γεννήθηκε το 2ο αιώνα μ. Χ. στην Αθήνα, και προερχόταν από πλούσια οικογένεια. Σπούδασε από μικρός κλασσική φιλοσοφία, στην Φιλοσοφική σχολή Αθηνών, μελετώντας ιδιαιτέρως το Νεοπλατωνισμό. Παρόλο που εκείνη την περίοδο, όλοι σχεδόν οι Αθηναίοι ήταν ειδωλολάτρες, ο Αριστείδης ασπάστηκε το χριστιανισμό, επηρεασμένος από τους πρώτους χριστιανούς των Αθηνών, Άγιο Ιερόθεο και Άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη, των οποίων υπήρξε και μαθητής. 
Ο φιλόσοφος Αριστείδης, συνέγραψε το πρώτο απολογητικό έργο, με τίτλο “ Περί Θεοσεβείας”, με το οποίο υπερασπίστηκε τους διωγμένους χριστιανούς. Πιο συγκεκριμένα, με αυτό το έργο, θέλησε να αποδείξει την ορθότητα της χριστιανικής πίστης και του Ευαγγελίου, μα και να καταδικάσει την αδικιολόγητα σκληρή στάση της Ρωμαϊκής αυτοκρατόριας εναντίον των χριστιανών. Το κείμενο του μάρτυρα Αριστείδη, αποτέλεσε πρότυπο απολογητικού έργου και επηρέασε αρκετούς μεταγενέστερους απολογητές, οι οποίοι βασίστηκαν σ αυτό για να γράψουν τις δικές τους απολογίες.
Ο τότε ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός, όπως ήταν φυσικό, εξοργίστηκε με την παρουσία αυτού του έργου και κάλεσε τον Αριστείδη στη Ρώμη, για να απολογηθεί. Ο μάρτυς όταν γύρισε στην Αθήνα, συνέχισε να κηρύττει υπέρ του χριστιανισμού και τελικά συνελήφθη από τους ρωμαίους, οδηγήθηκε στην αρχαία αγορά, όπου και θανατώθηκε δια απαγχονισμού στις 13 Σεπτεμβρίου το 120 μ. Χ, ή το 134 μ. Χ. Ναοί αφιερωμένοι στον Άγιο Αριστείδη, υπάρχουν στην Κρήτη, στη Ρούμελη, στο Καρπενήσι, στη Φθιώτιδα, στη Σαντορίνη και την Τήνο. Η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 13 Σεπτεμβρίου. 

13.Άγιος Σίξτος 
Ο Άγιος Σίξτος ή Ξυστός (που σήμαινε γυαλισμένος) γεννήθηκε στην Αθήνα κατά τον 3ο αιώνα μ. Χ. και ανήκει στους πρωτομάρτυρες της Εκκλησίας. Όταν το 253 μ. Χ. , ο τότε πάπας Ρώμης, Άγιος Στέφανος, βρήκε μαρτυρικό θάνατο, ο Άγιος Σίξτος τον διαδέχτηκε. Σύμφωνα με το βιβλίο παπών Ρώμης, ο Άγιος Σίξτος, την περίοδο της δράσης του, ασχολήθηκε κυρίως, με την αποκατάσταση των σχέσεων, μεταξύ των αφρικανικών και των ανατολικών Ορθόδοξων Εκκλησιών, οι οποίες είχαν διαταραχθεί με αφορμή το ζήτημα του βαπτίσματος των αιρετικών. 
Κατά την περίοδο των διωγμών του αυτοκράτορα Βαλεριανού, ο Άγιος Σίξτος, προβλέποντας κατά κάποιο τρόπο την καταστροφή που πλησίαζε, διέταξε τον αρχιδιάκονό του Λαυρέντιο, να κρύψει όλα τα πολύτιμα σκεύη της εκκλησίας της Ρώμης. Οι προβλέψεις του Αγίου, βγήκαν αληθινές, καθώς ο αυτοκράτορας, μετά από λίγο καιρό, κάλεσε τον Σίξτο και τον διέταξε να απαρνηθεί την πίστη του. Ο Άγιος, αρνήθηκε και ο Βαλεριανός διέταξε τον αποκεφαλισμό του το 257 μ . Χ ή το 258. Μαρτυρικό θάνατο είχε και ο αρχιδιάκονος του Αγίου, ο οποίος δεν αποκάλυψε που είχε κρύψει τα πολύτιμα σκεύη της Εκκλησίας της Ρώμης. Το σώμα του Αγίου Σίξτου, ενταφιάστηκε από τον Άγιο Ιππόλυτο, ο οποίος, ύστερα από αυτή του την πράξη, εξόργισε τους Ρωμαίους, οι οποίοι αποφάσισαν τη θανάτωσή του. Η Εκκλησία τιμά τη μνήμη και των τριών αγίων την ίδια ημέρα, στις 10 Αυγούστου.

14.Αγία Δαρεία και Άγιος Χρύσανθος
Οι μάρτυρες Δαρεία και Χρύσανθος έζησαν τον 3ο αιώνα μ. Χ., κατά την περίοδο του βασιλιά Νουμεριανού (243-284 μ. Χ. ). Η Αγία Δαρεία, ήταν Αθηναία ειδωλολάτρισσα και εστιάδα (παρθένα, ιέρεια της θεάς Εστίας). Ο Άγιος Χρύσανθος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και προερχόταν και αυτός από ειδωλολατρική οικογένεια. Ο Χρύσανθος, όμως, πίστεψε στο χριστιανισμό και βαπτίστηκε χριστιανός, προκαλώντας την οργή του πατέρα του, Πολέμονα, ο οποίος τον φυλάκισε με σκοπό να τον μεταπείσει. Ο Πολέμονας, βλέποντας πως δεν είχε κανένα αποτέλεσμα η φυλάκιση του γιου του, αποφάσισε να τον παντρέψει με το ζόρι με την, τότε, ειδωλολάτρισσα, Δαρεία. Ο γάμος αυτός, όμως, είχε αντίθετα αποτελέσματα, καθώς ο Χρύσανθος έκανε τη Δαρεία να πιστέψει και αυτή στο χριστιανισμό και να βαπτιστεί και αυτή χριστιανή. Όταν αυτό, έγινε γνωστό στην τοπική κοινωνία, καταγγέλθηκαν και οδηγήθηκαν στον ύπαρχο Κελερίνο, ο οποίος τους παρέδωσε στον Κλαύδιο, τον διοικητή του τάγματος, με σκοπό να τους βασανίσει. Για αρκετές μέρες ο Κλαύδιος, μαζί με τους στρατιώτες βασάνιζαν με φρικτούς τρόπους το νεαρό ζευγάρι, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Οι δύο μάρτυρες, υπέμεναν με θάρρος τα βασανιστήρια, κατορθώνοντας με αυτό τον τρόπο να επηρεάσουν ακόμα και τον ίδιο βασανιστή τους, ο οποίος ζήτησε από τον Χρύσανθο να βαπτίσει χριστιανούς, αυτόν, την γυναίκα του Ιλαρία και τα δυο του παιδιά, Ιάσονα και Μαύρο. Η οικογένεια του Κλαυδίου, μετά από αυτή την πράξη, βρήκε μαρτυρικό θάνατο. 
Το 283 μ. Χ. οι Άγιοι Δαρεία και Χρύσανθος, θάφτηκαν ζωντανοί σε ένα λάκκο, όπου βρήκαν και μαρτυρικό θάνατο. Η μνήμη και των δύο τιμάται στις 19 Μαρτίου.

15.Άγιος Μηνάς ο καλλικέλαδος και Άγιος Ερμογένης
Ο Άγιος Μηνάς, γεννήθηκε στην Αθήνα στις αρχές του 4ου αιώνα (μάλλον το 311 μ. Χ), τα χρόνια του αυτοκράτορα Μαξιμίνου του Β. Προερχόταν από ειδωλολατρική οικογένεια και από μικρός έλαβε σημαντική μόρφωση, σπουδάζοντας δίπλα σε σπουδαίους φιλόσοφους της εποχής. Στη συνέχεια, επιδόθηκε στη μελέτη χριστιανικών συγγραμμάτων, με αποτέλεσμα να ασπαστεί το χριστιανισμό και να βαπτιστεί χριστιανός. Τα επόμενα χρόνια της ζωής του, ασχολήθηκε, κυρίως με την ιεραποστολή και το κήρυγμα. Ήταν εξαιρετικός ρήτορας και χειριστής του λόγου, για αυτό και ονομάστηκε καλλικέλαδος. Παράλληλα, στην Αλεξάνδρεια, είχε ξεσπάσει εμφύλιος μεταξύ των κατοίκων της πόλεως και ο αυτοκράτορας Μαξιμίνος, αγνοώντας την χριαστιανική ταυτότητα του Μηνά, αποφάσισε να τον διορίσει έπαρχο της Αλεξάνδρειας, ώστε να λυθεί το πρόβλημα. Ο Άγιος Μηνάς, πράγματι, κατάφερε να καταστείλλει την επανάσταση, μα ταυτόχρονα άρχισε να στηρίζει τους χριστιανούς της περιοχής. Μετά από λίγο καιρό, όμως, ο Μαξιμινός, διέταξε τον Άγιο Μηνά, να προχωρήσει σε διωγμό τον χριστιανών της Αιγύπτου και επαναφορά των ειδώλων. Ο Άγιος, όχι μόνο αψήφησε την εντολή του αυτοκράτορα, αλλά παρότρυνε τους χριστιανούς να εξεργεθούν και να υπερασπιστούν την πίστη τους. Όταν ο Μαξιμίνος αντιλήφθηκε την “ προδοσία” του επάρχου Μηνά, αποφάσισε τη φυλάκιση και αντικατάστασή του από τον Αθηναίο Ερμογένη. Ο νέος έπαρχος, Ερμογένης, διέταξε τους στρατιώτες του να βασανίσουν σκληρά τον Άγιο Μηνά και να τον αφήσουν να πεθάνει μέσα στο κελί του. Όταν μετά από μέρες, και σίγουροι πως έχει πεθάνει,οι στρατιώτες άνοιξαν το κελί, μα ο Άγιος Μηνάς, όχι μόνο ήταν ζωντανός, αλλά και είχαν θεραπευτεί, ως εκ θαύματος, όλες του οι πληγές. Ο Ερμογένης, μη μπορώντας να πιστέψει σε αυτό που έβλεπε, ρώτησε τον Άγιο Μηνά με ποιό τρόπο θεραπεύτηκε και ο Άγιος απάντησε: “ «Εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου ου φοβηθήσομαι κακά ότι συ μετ΄ εμού ει Κύριε» (Αν αντικρίσω το θάνατο, δε θα φοβηθώ μήπως πάθω κακό, διότι συ είσαι μαζί μου Κύριε). Ο Ερμογένης, ακούγοντας, αυτά τα λόγια, συγκινήθηκε και αποφάσισε να βαπτιστεί και αυτός χριστιανός, μαζί και με άλλους κατοίκους της πόλης. Ο Μαξιμίνος, διέταξε τον αποκεφαλισμό και των δύο τους και την εξαφάνιση τον λειψάνων τους. Παρ’ όλα αυτά, τμήματα των λειψάνων, βρέθηκαν αργότερα και φυλάσσονται έως και σήμερα στη μονή Λειμώνος Λέσβου, στη μονή Δοχειαρίου Αγίου Όρους, στην Ιερά μητρόπολη Φθιώτιδος και στο μουσείο Μπενάκη.
 Ο Άγιος Μηνάς, θεωρείται προστάτης της Ελευθερούπολης, στην Καβάλα, καθώς και προστάτης των δημοσιογράφων. Η μνήμη των Αγίων,Μηνά και Ερμογένη, τιμάται κάθε χρόνο στις 10 Δεκεμβρίου. 
 
16.Άγιοι μάρτυρες Ίσαυρος ο διάκονος, Βασίλειος και Ιννοκέντιος
Ο Άγιος Ίσαυρος και οι συνοδηπόροι του Βασίλειος και Ιννοκέντιος, κατάγονταν από την Αθήνα και έζησαν τον 3ο αιώνα μ. Χ. κατά την περίοδο του βασιλιά Νουμεριανού. Γρήγορα, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την Αθήνα και να μεταβούν και οι τρεις στην Απολλωνία την Ιλλυρική (παράλια της σημερινής Β. Ηπείρου).
Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από αποκάλυψη αγγέλου, αποφάσισαν να εγκατασταθούν σε ένα σπήλαιο και να ακολουθήσουν τον ασκητικό βίο. Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, οι τρεις Άγιοι, συναντήθηκαν με μια παρέα νέων χριστιανών, το Φήλικα, τον Ερμεία και τον Πενεγρίνο. Οι τρεις νέοι, μαθήτευσαν, δίπλα στον Άγιο Ίαυρο και ύστερα από προτροπή του, αποφάσισαν να μοιράσουν όλα τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς της περιοχής και να τον ακολουθήσουν στον ασκητικό βίο. Οι ειδωλολάτρες γονείς των, Φήλικα, Ερμεία και Πενεγρίνου, εξοργισμένοι από αυτή την πράξη των παιδιών τους, απευθύνθηκαν στον τότε έπαρχο της Απολλωνίας, Τριπόντιο, ο οποίος και διέταξε τον αποκεφαλισμό τους. Οι Άγιοι Ίσαυρος, Βασίλειος και Ιννοκέντιος, οδηγήθηκαν στον Απολλώνιο (γιος του επάρχου), ο οποίος τους βασάνισε με φωτιά και νερό. Οι Άγιοι, σαν από θαύμα, βγήκαν σώοι και αβλαβείς από τα σκληρά βασανιστήρια, επηρεάζοντας πολλούς κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι ασπάστηκαν στον χριστιανισμό. Ο γιος του επάρχου, αντιλαμβανόμενος, πως δεν έχουν κανένα θετικό αποτέλεσμα τα βασανιστήρια, έδωσε εντολή να αποκεφαλίσουν τους τρεις Αγίους. Η μνήμη των Αγίων, τιμάται κάθε χρόνο στις 17 Ιουνίου.

17.Μάρκος ο ασκητής ή ο Αθηναίος
Οι πληροφορίες για το βίο του Αγίου Μάρκου είναι λίγες και συγκεχυμένες, καθώς υπάρχουν δύο διαφορετικές βιογραφίες για το βίο του Αγίου. Το πιο πιθανό είναι,πως ο Άγιος Μάρκος ο Αθηναίος και ο Μάρκος ο Ασκητής είναι ακριβώς το ίδιο πρόσωπο. 
Ο Μάρκος ο Αθηναίος, γεννήθηκε στην πόλη των Αθηνών κατά τον 4ο αιώνα μ. Χ. και έλαβε σημαντική μόρφωση. Μετά από κάποια χρόνια, έφυγε από την Αθήνα και πήγε στην Αντιόχεια, όπου μαθήτευσε δίπλα στον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο. Εκεί, αποφάσισε να ακολουθήσει τον ασκητικό βίο και εκάρη μοναχός. 
Σύμφωνα με τη διήγηση του Όσιου Σεραπίωνος, ο Άγιος Μάρκος, ασκήτεψε στην έρημο, μακριά από την Αίγυπτο, στο όρος της Θράκης. Εκεί έμεινε για 95 χρόνια, και τελικά εκοιμήθη σε ηλικία 135 ετών (περίπου). Ο Όσιος Σεραπίωνας, υποστηρίζει, πως μετά από τα πρώτα 30 χρόνια άσκησης, ο Άγιος Μάρκος είχε αποκτήσει πλήρη απάθεια τόσο σωματική, όσο και πνευματική.
Σύμφωνα με την παράδοση, μια μέρα που ο Άγιος Μάρκος προσευχόταν στο κελί του, στην έρημο, είδε να τον πλησιάζει μια ύαινα, μαζί με το τυφλό παιδί της, η οποία στάθηκε μπροστά στον Άγιο με σκυμμένο το κεφάλι. Όταν ο Άγιος Μάρκος, αντιλήφθηκε, πως το μικρό της ύαινας, ήταν τυφλό, έφτυσε μέσα στα μάτια του, και εκείνο βρήκε αμέσως την όρασή του. Μετά από λίγες μέρες η ύαινα, επισκέφτηκε ξανά τον Άγιο, κουβαλώντας μια προβιά από ένα μεγάλο κριάρι, με σκοπό να το δωρίσει στον Άγιο, από ευγνωμοσύνη, για το καλό που της έκανε. Ο ασκητής, δέχτηκε το δώρο αυτό, μα πρόσταξε την ύαινα, να μην ξαναπειράξει τα ζώα των φτωχών ανθρώπων. 
Μετά από πολλά χρόνια, όταν έφτασε η στιγμή, ο Άγιος Μάρκος, να παραδώσει την ψυχή του, εμφανίστηκαν δύο άγγελοι στον Όσιο Σεραπίωνα (σύμφωνα με διήγηση του ιδίου) και του είπαν να πάει στο Όρος Ταρμάκα, ωστέ να είναι δίπλα στον Άγιο τις τελευταίες του στιγμές, και να τον ενταφιάσει εκεί. 
Η μνήμη του Αγίου Μάρκου, τιμάται κάθε χρόνο στις 5 Μαρτίου.

18.Όσιος Γισλένος
Γεννήθηκε στην Αθήνα και έζησε στο Βέλγιο, Η μνήμη του τιμάται στις 9 Οκτωβρίου.

19.Όσιος Βασίλειος ο ομολογητής ή συναξαριστής
Ο Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής, γεννήθηκε στην Αθήνα, μάλλον τον 9ο αιώνα μ. Χ. Το 857 μ. Χ., ο Βασίλειος εκάρη μοναχός στο Άγιο Όρος, από τον Άγιο Ευθύμιο το νέο, που φαίνεται να ήταν και πνευματικός του πατέρας. Στο Άγιο Όρος, ο Βασίλειος, ίδρυσε το γνωστό έως και σήμερα κάθισμα “του Αγίου Βασιλείου”, που βρίσκεται κάτω από τη δικαιοδοσία της μονής Χιλιανδαρίου. Το κάθισμα, αυτό, είναι χτισμένο παραθαλάσσια( προς την πλευρά του Θρακικού πελάγους) και μοιάζει με οχυρό. Αποτελείται από το κύριο κτίσμα, το κάστρο και τον πύργο και είναι γνωστό και με την ονομασία, “οχυρό της χρυσής”.
 Το 904 μ. Χ. , ο Άγιος Βασίλειος, χειροτονείται επίσκοπος Θεσσαλονικής, διαδεχόμενος τον Ιωάννη τον Δ. 
Ο Όσιος Βασίλειος, είναι περισσότερο γνωστός με το προσωνύμιο συναξαριστής, γιατί κατέγραψε το βίο του Αγίου Ευθυμίου. Στο συναξάρι, αυτό, εκτός από το βίο του Αγίου, υπάρχουν πολλά και σημαντικά ιστορικά και τοπογραφικά στοιχεία για την πόλη της Θεσσαλονίκης. 
Ύστερα από πολλούς αιώνες, το 1981 μ. Χ., ανακαλύφθηκαν εντελώς τυχαία τα λείψανα του Οσίου Βασιλείου, στον Ιερό ναό της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης. Το 1994, χτίστηκε το παρεκκλήσιο του Αγίου Βασιλείου, όπου και φυλάσσονται έως και σήμερα τα λείψανά του. 

20.Όσιος Θεοδόσιος ο νέος, ο ιαματικός
Ο Όσιος Θεοδόσιος, γεννήθηκε στην Αθήνα το 682 μ. Χ. από χριστιανούς γονείς. Από μικρή ηλικία είχε αποφασίσει να αφιερώσει τη ζωή του στο Θεό και έτσι, ακολούθησε τον ασκητικό βίο. Αφού, μοίρασε όλη του την περιουσία στους φτωχούς, εγκαταστάθηκε λίγο πιο έξω από την Αθήνα. Πολλοί, όμως ήταν οι κάτοικοι των Αθηνών, που τον επισκέπτονταν για να τον συμβουλευτούν και να τους βοηθήσει. Ο Όσιος Θεοδόσιος, θέλοντας να απομονωθεί, από τους ανθρώπους και να επιδοθεί στον ασκητικό βίο, αποσύρθηκε σε μια σπηλαιά ανατολικά του Άργους. 
Εκεί, ύστερα από όραμα που είχε, έκτισε ένα ναό, αφιερωμένο στον Τίμιο Πρόδρομο. Και πάλι, πολλοί ήταν εκείνοι, που τον επισκέπτονταν, καθώς ήταν ιδιαιτέρως αγαπητός στον κόσμο. Κάποιοι ιερείς της περιοχής, από φθόνο, κατηγόρησαν τον Όσιο Θεοδόσιο στον τότε επίσκοπο Άργους, Άγιο Πέτρο, χαρακτηρίζοντάς τον μάγο και απατεώνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Όσιος Θεοδόσιος, εμφανίστηκε στον ύπνο του επισκόπου, Αγίου Πέτρου, ο οποίος εκείνο το διάστημα είχε μεταβεί στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως για να συναντηθεί με τον Πατριάρχη. Την ημέρα της συνάντησής τους, ο Άγιος Πέτρος εξιστόρησε το όνειρο που είδε στον Πατριάρχη, και τότε ο Πατριάρχης, τον παρακάλεσε να μεταβιβάσει στον Όσιο Θεοδόσιο την ευλογία του και την εκτίμησή του. 
Όταν επέστρεψε από το ταξίδι, ο Άγιος Πέτρος, θέλησε να επισκεφθεί τον Όσιο Θεοδόσιο στο ασκητήριό του, στο χωριό Παναρίτη. Ο Όσιος Θεοδόσιος, που είχε πληροφορηθεί για την επίσκεψη αυτή, βγήκε να υποδεχτεί τον επίσκοπο, κρατώντας το σκουφί του, μέσα στο οποίο είχε βάλει αναμμένα κάρβουνα, για να τον θυμιατίσει.Ως εκ θαύματος, όμως, ούτε το σκουφί του Οσίου είχε πάρει φωτιά, μα ούτε και τα χέρια του καιγόντουσαν. Ο Άγιος Πέτρος, εκείνη τη στιγμή, πείστηκε για την αγιότητα του ασκητή και τον χειροτόνησε διάκονο και ιερέα. 
Ο Όσιος Θεοδόσιος, τα επόμενα, χρόνια έγινε γνωστός σε όλη τη γύρω περιοχή για τα θαύματά του. Όπως αναφέρεται και στον βίο του, ο Όσιος έφτασε στο σημείο να προβλέψει ακόμα και το θάνατό του τρεις ημέρες πριν συμβεί. Συγκέντρωσε όλους τους μαθητές του, τους συμβούλεψε για τελευταία φορά και τους ανακοίνωσε πως είναι έτοιμος να παραδώσει την ψυχή του στον Κύριο. Στην κηδεία του Οσίου Θεοδοσίου, βρισκόταν πλήθος κόσμου, αναμεσά τους, ο Άγιος Πέτρος και πολλοί ιερείς και μοναχοί. 
Το σκήνωμα του Αγίου φυλάσσεται στο ναό του Τιμίου Προδρόμου. Στο χωριό Πανρίτη, όπου ασκήτευσε ο Όσιος, βρίσκεται η Ιερά Μονή Οσίου Θεοδοσίου του Νέου, που ίδρυσε ο ίδιος το 880 μ. Χ. Δυστυχώς, όμως, μετά τον θάνατο του Οσίου, η μονή ερήμωσε και ξαναλειτούργησε στις αρχές του 16ου αιώνα. 
Από το 1942, το μοναστήρι του Όσιου Θεοδοσίου, λειτουργεί ως γυνακείο. Μέσα στο χώρο της μονής βρίσκεται και ο ναός του Τιμίου Προδρόμου, όπου φυλάσσεται ο τάφος και το σκήνωμα του Οσίου Θεοδοσίου. Η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 7 Αυγούστου.

21.Όσιος Κλήμης ο Αθηναίος
Ο Όσιος Κλήμης γεννήθηκε στην Αθήνα τον 11ο αιώνα μ. Χ. Προερχόταν από πλούσιους και χριστιανούς γονείς, και έτσι από μικρός έλαβε χριαστιανική μόρφωση. Σε ηλικία 30 ετών ο Όσιος, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να ακολουθείσει τη μοναστική ζωή. Συγκεκριμένα, πήγε στη μονή στον Κιθαιρώνα Αττικής, όπου ασκήτευε ο Όσιος Μελέτιος. 
Ο Όσιος Κλήμης, κάτω από τη καθοδήγηση και τη διδασκαλία του Οσίου Μελετίου, διέπρεψε γρήγορα στην άσκηση, την προσευχή και τη νηστεία. 
Ο Όσιος, συχνά επέλεγε να προσεύχεται έξω από τους χώρους του μοναστηρίου. Μια μέρα όμως, τον ακολούθησε ένας συμοναστής του και σύμφωνα με την παράδοση, είδε τον Άγιο να προσεύχεται και να αιωρείται ως ένα πήχυ ψηλά από την γη με τα χέρια και το πρόσωπο υψωμένα προς τον ουρανό. Εντυπωσιασμένος από αυτό που είδε, γύρισε γρήγορα στη μονή και το διηγήθηκε σε όλους τους μοναχούς, οι οποίοι αναγνώρισαν την αγιότητα του. Ο Όσιος Κλήμης, όμως, που ήταν σεμνός και ταπεινός, δεν θέλησε να μείνει άλλο στο μοναστήρι, φοβούμενος το πάθος της υπερηφάνειας, και με την ευλογία του Όσιου Μελετίου, αποχώρησε. 
Ο Όσιος Κλήμης κατευθύνθηκε, προς το Σαγμάτιον όρος, που βρίσκεται έξω από τη Θήβα. Επέλεξε να εγκατασταθεί εκεί σε ένα μικρό σπήλαιο, και να αφιερωθεί στην προσευχή, τη νηστεία και τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Γρήγορα, συσπειρώθηκε γύρω του μια ομάδα μοναχών και έτσι οργανώθηκε ένα μικρό κοινόβιο (σημερινή μονή Σαγματά,στη Βοιωτία). Η φήμη του Οσίου Κλήμη είχε φτάσει μέχρι και στον τότε αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, ο οποίος για να τιμήσει τον Όσιο, χάρισε στη μονή τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου και μεγάλες εκτάσεις κτημάτων. 
Στις 26 Ιανουαρίου του 1111μ. Χ. ο Όσιος Κλήμης εκοιμηθή. Πριν όμως, παραδώσει την ψυχή του στον Κύριο, κάλεσε όλους τους συμοναστές του και είπε:«Σας χαιρετώ, αδελφοί μου. Σας αφήνω την ευλογία μου. Θα προσεύχομαι για τον καθένα από εσάς. Και ελπίζω σύντομα να συναντηθούμε. Συγχωρείστε με για ότι σας λύπησα. Προσευχηθείτε να δεχθεί ο Κύριος την ψυχή μου. Και να με αξιώσει να συναντήσω τον Όσιο Γέροντά μου, τον Μελέτιο και να του δώσω το φίλημα της αγάπης».
 Η αγία κάρρα του Οσίου φυλάσσεται έως και σήμερα στο εσωτερικό της μονής Σαγματά και η μνήμη του τιμάται στις 26 Ιανουαρίου.

22.Σωφρόνιος και Βαρνάβας
Για το βίο των Αγίων Σωφρονίου και Βαρνάβα δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες. Γνωρίζουμε, μόνο ότι κατάγονταν από την Αθήνα και ότι ο Σωφρόνιος ήταν ανηψιος του Βαρνάβα. Αυτό που τους κάνει, ιδιαίτερα, γνωστούς είναι ότι ίδρυσαν την Ιερά μονή της Παναγίας της Σουμελά. Η μνήμη τους τιμάται κάθε χρόνο στις 18 Αυγούστου. 

23.Άγιος Άνθνιμος μητροπολίτης Αθηνών
Ο Άγιος Άνθιμος καταγόταν, μάλλον από τη Κρήτη και η ακριβής ημερομηνία γεννήσεώς του δεν είναι γνωστή. Το 1339 χειροτονείται επίσκοπος Αθηνών. Οι τότε κυρίαρχοι της πόλης των Αθηνών, Καταλάνοι, ζήτησαν να φύγει από το θρόνο της επισκοπής. Έτσι, το 1366 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε να τον χειροτονήσει επίσκοπο Κρήτης. Και εκεί, όμως, ο Άγιος Άνθιμος καταδιώχθηκε από τους Βενετούς, οι οποίοι και τον συνέλαβαν το 1367. Ο Άγιος Άνθιμος, παρέμεινε στη φυλακή για 3 χρόνια και το 1371 εκοιμήθη, ύστερα από πολλά βασανιστήρια και ταλαιπωρίες. Η Εκκλησία θεωρεί τον Άγιο Άνθιμο “νέο ομολογητή”, διότι αντιστάθηκε στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 22 Νοεμβρίου.

24.Άγιος Αντώνιος
Ο Άγιος Αντώνιος, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1754. Οι γονείς του Μήτρος και Καλομοίρα, ήταν πολύ φτωχοί μα πιστοί χριστιανοί. Προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του, ο Άγιος Αντώνιος, άρχισε να εργάζεται από πολύ νωρίς (12 χρονών), ως δούλος σε κάποιους Τούρκους της Αθήνας. Όταν έφτασε 16 χρονών, οι αφέντες του, τον πούλησαν σε κάποιους αγαρηνούς, που έμεναν στην Πελοπόννησο. Αυτοί , όμως, βασάνιζαν και εξευτέλιζαν τον Άγιο Αντώνιο, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να τον εξισλαμίσουν. Βλέποντας, οι Αγαρηνοί , πως δεν μπορούσαν να αλλάξουν γνώμη στον Αντώνιο, αποφάσισαν να τον πουλήσουν και αυτοί σε άλλους Τούρκους. Ο Άγιος πουλήθηκε άλλες πέντε φορές συνολικά, μα τελικά αγοράστηκε για 400 γρόσια, από ένα μεταξουργό, Ορθόδοξο χριστιανό, που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη. Μια μέρα, που ο Άγιος Αντώνιος, δούλευε στο εργαστήριο του αφέντη του, αναγνωρίστηκε από κάποιον( Τούρκο ή Αγαρηνό), που στο παρελθόν τον είχε αγοράσει ως δούλο. Με ψευδείς κατηγορίες και χρησιμοποιώντας και άλλους ψευδομάρτυρες, ο παλιός αφέντης του Αγίου, ζήτησε τη σύλληψή του. Πράγματι, ο Άγιος συνελήφθη και οδηγήθηκε στον κριτή Μουράτ Μουλάν, ο οποίος προσπάθησε με όλους τους δυνατούς τρόπους να πείσει τον Άγιο να αλλαξοπιστήσει. Προσπάθησε ακόμα και να δωροδοκίσει τον Αντώνιο, ο οποίος, όμως, αρνιόταν πιστά και με θάρρος τον εξισλαμισμό του. Ο κριτής, παρόλο που είχε ήδη αντιληφθεί την αθωότητα του Αγίου Αντωνίου, για να μην εξοργίσει το πλήθος που είχε μαζευτεί τριγύρω, καταδίκασε τον Άγιο και τον έστειλε στον βεζύρη. Με τον ίδιο τρόπο, και ο βεζύρης, προσπάθησε να εξισλαμίσει τον Άγιο Αντώνιο, διαπιστώνοντας, όμως, τη δύναμη της πίστης του Αγίου, μα και τη συκοφαντία εναντίον του, επέλεξε να τον φυλακίσει και όχι να τον θανατώσει. Το οργισμένο πλήθος, όμως, ζητούσε το θάνατο του Αγίου, και έτσι ο βεζύρης, φοβούμενος τις αντιδράσεις του λαού, αποφάσισε να καταδικάσει τον Άγιο Αντώνιο σε θάνατο δια αποκεφαλισμού, αν δεν αλλαξοπιστούσε. 
Ο Άγιος και πάλι επέλεξε τη χριστιανική πίστη και οδηγήθηκε με θάρρος στο δήμιό του. Σύμφωνα με την παράδοση, πριν πεθάνει είπε: «Κύριε, εις τας χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Έτσι, ο Άγιος Αντώνιος αποκεφαλίστηκε στις 5 Φεβρουαρίου του 1774, σε ηλικία, μόλις 20 χρόνων. Λίγο μετά το θάνατό του, οι χριστιανοί της περιοχής, κατάφεραν να εξαγοράσουν με 70 γρόσια, το λείψανο του Αγίου Αντωνίου, το οποίο και ενταφίασαν στην αυλή της Ζωοδόχου πηγής Κωνστανινουπόλεως. Η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 5 Φεβρουαρίου. 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

25.Κοσμάς ο Αιτωλός
Ο μοναχός και δάσκαλος Πατροκοσμάς, ο Άγιος Κοσμάς, γεννήθηκε το 1714 στο Μέγα Δένδρο (κατ’ άλλους στον Ταξιάρχη) της επαρχίας Αποκούρου στην Αιτωλία.
Τα πρώτα του γράμματα έμαθε στο ιεροδιδασκαλείο του Λύτσικα στη Σιγδίτσα της Παρνασσίδος και στη Μονή της Αγίας Παρασκευής, στα Βραγγιανά της επαρχίας των Αγράφων. Μετά την αποφοίτησή του διορίσθηκε δάσκαλος στο χωριό Λομποτινά της ορεινής Ναυπακτίας και δίδαξε σε όλη την περιφέρεια του νομού. Αργότερα παρακολούθησε μαθήματα στην Αθωνιάδα Σχολή, με διδασκάλους τον Παναγιώτη Παλαμά και τον Ευγένιο Βούλγαρη.
Το 1759 εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους, ενώ στη συνέχεια κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη και απέσπασε κηρυγματική άδεια από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Σεραφείμ Β’. Στα 1760, περίπου σε ηλικία 46 ετών, αρχίζει το ιεραποστολικό του έργο.
Ο Άγιος Κοσμάς πραγματοποίησε τέσσερις περιοδείες, σχεδόν σ’ όλες τις περιοχές όπου απλωνόταν το ελληνικό στοιχείο. Στην περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως και Θράκης, στην ευρύτερη Αχαΐα, στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, στην Αλβανία, ακόμη και στη νότια Σερβία. Ήταν τέτοια η αποδοχή του που, όπως έχει γραφτεί, ακόμη και ο Αλή Πασάς στον τόπο του μαρτυρίου του έκτισε μοναστήρι στην μνήμη του. Αυτή η αποδοχή όμως του απλού λαού προκάλεσε την οργή πολλών, οι οποίοι έσπευσαν στις τουρκικές Αρχές όπου τον συκοφάντησαν ως υποχείριο ρωσικής προπαγάνδας και υποκινητή επανάστασης. Οι Τούρκοι τον συνέλαβαν στη Βόρειο Ήπειρο, όπου τον κρέμασαν στις 24 Αυγούστου 1779. Ενταφιάστηκε κοντά στο χωριό Κολικόντασι της Βορείου Ηπείρου, με έξοδα, όπως επίσης έχει γραφτεί, του Αλή Πασά και επίσημα ανακηρύχθηκε άγιος στα 1961.
 Ο Άγιος Κοσμάς πραγματοποίησε τέσσερις περιοδείες, σχεδόν σ’ όλες τις περιοχές όπου απλωνόταν το ελληνικό στοιχείο.
Για είκοσι περίπου έτη περιοδεύει, διδάσκει και τα βάζει με όλους όσοι θεωρεί ότι είναι εχθροί των Ελλήνων. «Και δεν είναι μονάχα το παιδομάζωμα και οι εξωμοσίες, δεν είναι ο τρόμος από την Ανατολή, από τους αλλόθρησκους Αγαρηνούς, είναι και από την Δύση, από τους αιρετικούς, τους Φράγκους, από τους Προτεστάντες, τους Φραγκοτεύτονες. Οι Λατίνοι, οι παπικοί, εκμεταλλεύονται τη σκλαβιά των Ρωμαίων στους Αγαρηνούς και κάνουν χίλια δύο να τους σύρουν με την βία στην πίστη τους την κάλπικη, τη διαβολική».
Το 1775, τέσσερα χρόνια πριν από τον θάνατό του, πέρασε από τη Μονή Γηρομερίου στη Θεσπρωτία όπου έσπευσαν να τον ακούσουν 11.000 κάτοικοι της περιοχής. Ήταν η μεγαλύτερη συγκέντρωση που είχε γίνει μέχρι τότε.
Το κοσμικό όνομα του Πατροκοσμά ήταν Κώνστας, χωρίς να γίνει γνωστό το επώνυμό του.
Μέσα σε 16 χρόνια ελεύθερης δράσης ίδρυσε περίπου 200 σχολεία στην Ήπειρο και αλλού για να μαθαίνουν τα παιδιά ελληνικά, όπως έλεγε, που είναι η γλώσσα της Εκκλησίας: «Να σπουδάζετε και εσείς, αδελφοί μου, να μανθάνετε γράμματα όσον ημπορείτε. Και αν δεν εμάθετε οι πατέρες, να σπουδάζετε τα παιδιά σας, να μανθάνουν τα ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είνε εις την ελληνικήν. Και αν δεν σπουδάσεις τα ελληνικά, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα οπού ομολογεί η Εκκλησία μας».
    “Να σπουδάζετε και εσείς, αδελφοί μου, να μανθάνετε γράμματα όσον ημπορείτε. Και αν δεν εμάθετε οι πατέρες, να σπουδάζετε τα παιδιά σας, να μανθάνουν τα ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είνε εις την ελληνική” 
Γιατί οι Τούρκοι τον υποπτεύονταν ως πράκτορα των Ρώσων
Σύμφωνα με τον ιστορικό Πασχάλη Κιτρομηλίδη, η δράση του Κοσμά αποτελεί «ιδιοσυγκρατική έκφραση της ρωσικής προπαγάνδας». Ο Κοσμάς σχετιζόταν με τον Ευγένιο Βούλγαρη και την Αθωνιάδα Σχολή, ενώ ο Πατριάρχης Σεραφείμ συνδεόταν με την πολιτική της Ρωσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1770 στην Πελοπόννησο, κατά την περίοδο των Ορλωφικών, οι Τούρκοι τον υποπτεύονταν ως πράκτορα των Ρώσων. Κατ’ άλλους ερευνητές, στην καταδίκη του Κοσμά συνέβαλαν κάποιοι Εβραίοι της Ηπείρου, διότι με το κήρυγμά του κατόρθωσε να μεταφερθεί η διενέργεια του παζαριού από την Κυριακή στο Σάββατο, γεγονός που έφερε οικονομικές ζημίες στους Εβραίους.
Ο Άγιος συχνά αναφερόταν στα κηρύγματά του αρνητικά για τους Εβραίους, πάντως σε κήρυγμά του είχε πει ρητά: «Όσοι αδικήσατε Χριστιανούς ή Εβραίους ή Τούρκους, να δώσετε το άδικον οπίσω». Εναντίον του υπήρξαν επίσης οι Ενετοί, οι κοτσαμπάσηδες, οι πλούσιοι και άλλοι ισχυροί οι οποίοι θεωρούσαν ότι θίγονται. Αντίθετα, ο Κοσμάς είχε τη λαϊκή στήριξη από Χριστιανούς και ακόμα και από Τούρκους. Δεν υπήρξε καμία επίσημη κατηγορία εναντίον του ούτε δικάστηκε πριν από τον θάνατό του. Για την καχυποψία των Ενετών απέναντί του σώζονται μέχρι σήμερα αναφορές κατασκόπου τους για το πρόσωπό του στα ενετικά αρχεία.
Όλα αυτά μάλλον μοιάζουν φυσιολογικά, γιατί έδρασε σε μια περίοδο όπου η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρεε και οργίαζαν οι πράκτορες των μεγάλων δυνάμεων. Και τότε αλλά και μετά, ο Πατροκοσμάς για πολλούς δεν ήταν παρά ο κύριος εκφραστής των εθνικών πόθων. Η εικόνα αυτή που είχαν σχηματίσει κάποιοι αποτελεί και τον βασικό λόγο όπου ακόμη και τώρα Αλβανοί εθνικιστές τον χαρακτηρίζουν είτε πράκτορα του σουλτάνου είτε σπορέα της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας στο αλβανικό έδαφος. Ανεξάρτητα από τι λένε σήμερα οι Αλβανοί, είναι γεγονός ότι ο Πατροκοσμάς τηρούσε μια ηπιότερη στάση έναντι των μουσουλμάνων σε σύγκριση με τους Εβραίους ή τους καθολικούς. Και αυτή η στάση του έναντι των μουσουλμάνων ήταν που ανάγκασε (όπως έχει γραφτεί) τον Αλή Πασά να ζητήσει να γίνει η ανακομιδή των λειψάνων του αγίου και να χτιστεί ναός στο όνομά του, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1814.
Η επίσημη αγιοκατάταξη έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 20 Απριλίου 1961 και η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου. Επίσης, εκτός από την Ελλάδα, τιμάται αρκετές φορές και από τη Ρωσία, τη Σερβία, τη Βουλγαρία, την Αρμενία, τις ΗΠΑ, την Κύπρο, την Ουκρανία, τη Ρουμανία, το Μαυροβούνιο και την ΠΓΔΜ.
Το κήρυγμά του
Το κήρυγμα του Κοσμά του Αιτωλού διασώθηκε μέσω της προφορικής παράδοσης και για τον λόγο αυτόν η ακρίβειά του είναι σχεδόν αδύνατο να βεβαιωθεί. Στον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό αποδίδεται μια σειρά κειμένων, σημαντικότερες των οποίων είναι οι «Διδαχές» και οι «Προφητείες», που πιστεύεται ότι βασίζονται σε κηρύγματα του ίδιου του Αγίου, που καταγράφηκαν αμέσως ή σύντομα μετά την απαγγελία τους.
Σύμφωνα με την πλειοψηφία των ερευνητών, αποτελούν άμεσες καταγραφές των ομιλιών του, με πιθανότερο σενάριο, κατά τον Ιωάννη Μενούνο, να αποτελούν υπαγορευμένες ομιλίες σε μαθητές του. Σε ό,τι αφορά τη χρονολόγηση των κειμένων, αυτές διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες, με βάση τον χρόνο εκφώνησης και τον χρόνο καταγραφής ή αντιγραφής. Σύμφωνα με τα διασωθέντα πρωτότυπα, τα οποία μας παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τον χρόνο, αυτές εκφωνήθηκαν από το 1772 έως το 1779, ενώ η καταγραφή τους ξεκινάει από το 1780 και φτάνει μέχρι το 1830. Η κάθε διδαχή του δεν φαίνεται να αποτελεί το περιεχόμενο μιας ομιλίας του, αλλά σύνθεση επί μέρους ομιλιών που έκανε σε διάφορους τόπους: έτσι εξηγείται η ανωμαλία ως προς τη διαδοχή των θεμάτων που συζητούνται, αλλά και η συχνή επανάληψη των ίδιων διηγήσεων και ιδεών.
Οι Διδαχές και οι Προφητείες έτυχαν επανειλημμένων αντιγραφών και εκδόσεων και αποτέλεσαν δημοφιλή λαϊκά θρησκευτικά αναγνώσματα. Σε ορισμένα από τα κείμενα αυτά, που έχουν τύχει ερμηνειών και παρερμηνειών, αναπτύσσονται σύγχρονοι προβληματισμοί όπως η έννοια της Ελληνικότητας, του Γένους κ.τ.λ. Τα μόνα σωζόμενα ιδιόχειρα γραπτά του Αγ. Κοσμά είναι μερικές επιστολές.
Την ιερή μνήμη του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού τιμά στις 24 Αυγούστου η Εκκλησία μας.
 
26.Ευγένιος ο Αιτωλός
Ο Ευγένιος ο Αιτωλός (κατά κόσμον Ιωαννούλης ή Γιαννούλης), γεννήθηκε το 1595 ή 1596 μ. Χ. στο Μέγα Δένδρο Αποκούρου, που ανήκει στην επαρχία Τριχωνίδας στο νομό Αιτωλοκαρνανίας. 
Όταν ήταν νέο ακόμα, ο Ευγένιος πήγε στο μοναστήρι της Παναγίας Βλοχού στο Αγρίνιο. Εκεί, έμεινε κοντά στον ιερομόναχο Αρσένιο, ο οποίος του δίδαξε τα πρώτα του γράμματα, καλλιγραφία και μουσική. Μετά από λίγα χρόνια, ο Άγιος Ευγένιος, πήγε στη μονή Τατάρνας Ευρυτανίας, όπου μόλις σε ηλικία 17 ετών, εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος. Στη συνέχεια, επισκέφτηκε και τη μονή Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους, όπου εξέλιξε τις σπουδές του κοντά στους σεβάσμιους γέροντες της μονής. 
Κοντά στα 1619 μ. Χ. ο Άγιος Ευγένιος, επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια, προκειμένου να πάει στο όρος Σινά για να προσκυνήσει. Σε αυτό το ταξίδι, γνωρίστηκε με τον τότε Πατριάρχη Αλεξανδρείας Κύριλλο Λούκαρη, ο οποίος, αναγνωρίζοντας την αξία του Αγίου, αποφάσισε να τον χειροτονήσει πρεσβύτερο στη μονή Σινά.
Ο Ευγένιος, αγαπούσε πολύ τα γράμματα και, μαθήτευσε κοντά σε ονομαστούς δασκάλους της εποχής, στην Κεφαλλονιά, τη Ζάκυνθο και την Κωνσταντινούπολη. Μα και ο ίδιος στη συνέχεια ίδρυσε πολλές σχολές σε όλη την Ελλάδα, όπου δίδασκε ο ίδιος. Συγκεκριμένα, ο Όσιος Ευγένιος, από το 1639-1640 μ. Χ. ίδρυσε τη Σχολή της Άρτας, της οποίας ήταν και διευθυντής. Αργότερα, στο Καρπενήσι, έχτισε το ναό της Αγίας Τριάδας, στο περίβολο του οποίου, ίδρυσε τη Σχολή Ανωτέρων γραμμάτων. Η συγκεκριμένη σχολή, για πολλά χρόνια αποτελούσε κέντρο πνευματικής δραστηριότητας, από το οποίο αποφοίτησαν πολλοί επίσκοποι και Πατριάρχες. Σχολές, ίδρυσε και στη Μονή Αγίας Παρασκευής στα Βραγιαννά και στο Αιτωλικό. 
Ο Ευγένιος ο Αιτωλός, εκτός από τη διδασκαλία, ασχολήθηκε με τη ανέργεση ναών, το κήρυγμα, την συγγραφή επιστολών (σώζονται 500) και την υμνογραφία. Μαζί με τον Κοσμά Αιτωλό και τον αδερφό του Χρύσανθο, θεωρείται ένας από τους τρεις διδασκάλους του Γένους. 
Το 1682 ο Όσιος Ευγένιος εκοιμήθη εν ειρήνη στη μονή Βραγγιανών. Η Εκκλησία, αναγνώρισε ως Άγιο τον Ευγένιο Αιτωλό, την 1η Ιουλίου του 1982. Η μνήμη του τιμάται κανονικά στις 6 Αυγούστου, αλλά επειδή συμπίπτει με τη μεγάλη γιορτή της μεταμορφώσεως του Σωτήρος, αποφασίστηκε να μεταφερθεί στις 5 Αυγούστου. 

27.Όσιος Ανδρέας ο ερημίτης και θαυματουργός
Για τη ζωή του Όσιου Ανδρέα, οι πληροφορίες που έχουμε είναι πολύ λίγες και συγκεχυμένες καθώς ο μοναδικός που συνέλεξε και κατέγραψε στοιχεία από το βίο του ήταν ο Ανδρέας ο Ιδρωμένος ο Υπάργιος. 
Ο επονομαζόμενος και Άγιος της Ερήμου, φαίνεται πως γεννήθηκε στο χωριό Μονοδένδρι, που βρίσκεται στην περιοχή των Ζαγοροχωρίων της Ηπείρου, κατά την περίοδο του Μιχαήλ Β του Κομνηνού (1237-1271 μ. Χ. ). Προερχόταν από φτωχή οικογένεια, και από μικρή ηλικία, βοηθούσε τους γονείς του στις γεωργικές εργασίες. Όταν ο Όσιος Ανδρέας μεγάλωσε, οι γονείς του αποφάσισαν να τον παντρέψουν, όπως και έγινε. Ο Όσιος, όμως, ύστερα από κάποια χρόνια αποφάσισε πως θέλει να γίνει μοναχός και αφιερωθεί στον ασκητικό βίο. Με τη συνένεση της συζύγου του και των παιδιών, αφού πρώτα τους έδωσε όλη την περιουσία του, πήγε στην Ιερά μονή της Αγία Παρασκευής, που βρισκόταν στο χωριό του. 
Ύστερα από όραμα που είδε ο Όσιος Ανδρέας, αποφάσισε να εγκατασταθεί όρος Καλάνα, πάνω από τη λίμνη των Κρεμαστών ( Αιτωλοκαρνανία). Εκεί έζησε, μέχρι το τέλος της ζωής του, σε ένα σπήλαιο που βρισκόταν σε ύψος 1520 μέτρων. Επιδόθηκε στην προσευχή, στη νηστεία και στην ερημική ζωή για αυτό το λόγο ονομάστηκε και ερημίτης. 
Σύμφωνα με την παράδοση, κατά την κοίμηση του Οσίου, «Ουράνιο φως και αναμμένες λαμπάδες κατέβαιναν από τον ουρανό στο σημείο που βρισκόταν το τίμιο λείψανό του». Όταν η τότε βασίλισσα της Άρτας, Αγία Θεοδώρα, πληροφορήθηκε για το γεγονός αυτό, συγκέντρωσε τη σύγκλητο και πήγαν στο μέρος, όπου βρισκόταν το ιερό λείψανο του Οσίου, το οποίο και ενταφίασαν έξω από το σπήλαιο. Έδωσε, μάλιστα και εντολή να χτίσουν ένα ναό προς τιμή του Οσίου Ανδρέα. Τμήματα του λειψάνου του Οσίου, φυλάσσονται στο ναό του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στο χωριό Χαλκιόπουλοι και στην Ιερά μονή Αγίου Νικολάου στο χωριό Αρωνιάδα του Βάλτου, κοντά στους Χαλκιόπουλους. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η θαυματουργή εικόνα του Αγίου, εκλάπη το 1970 από αρχαιοκάπηλους. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Μαϊου, με πανηγυρικές εκδηλώσεις στο χωριό Νέο Χαλκιόπουλο, αλλά ακόμα και στο σπήλαιο που ασκήτευσε ο Όσιος, όπου κάθε χρόνο συγκεντρώνεται εκεί πλήθος κόσμου από την ευρύτερη περιοχή. 

28.Ιάκωβος ο νέος οσιομάρτυς και οι μαθητές του Διονύσιος ο μοναχός και Ιάκωβος ο διάκονος.

Ο Άγιος Ιάκωβος, γεννήθηκε σε ένα χωριό της Καστοριάς, από χριστιανούς γονείς. Από μικρή ηλικία, εργαζόταν ως βοσκός και γρήγορα απέκτησε μεγάλη περιουσία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τον ζηλέψει ακόμα και ο ίδιος του ο αδερφός. ‘Ετσι, ο Άγιος Ιάκωβος, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό του και αποφάσισε να πάει στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, ασχολήθηκε με το εμπόριο κρεάτων, όπου και πάλι κέρδισε πολλά χρήματα. 
Τον καιρό που έμεινε στην Κωνσταντινούπολη, γνωρίστηκε με τον τότε Πατριάρχη Νήφωνα. Ο Άγιος, ύστερα, από αυτή τη γνωριμία αποφάσισε να διαμοιράσει όλα του τα υπάρχοντα και να πάει στο Άγιο Όρος. 
Εκεί, εκάρη μοναχός στην ιερά μονή Δοχειαρίου και μετά από τρία χρόνια, αποσύρθηκε στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου στη μονή Ιβήρων. Ο Όσιος Ιάκωβος, επιδόθηκε στην νηστεία, την προσευχή και τη διδασκαλία. Στο Άγιο Όρος, απέκτησε 6 μαθητές, οι οποίοι τον ακολούθησαν μέχρι το τέλος της ζωής του. 
Αργότερα, πιθανόν το 1518 μ Χ. , αναχώρησε μαζί με τους μαθητές του από το Άγιο Όρος και πήγε στο κάστρο Πέτρα και από εκεί στα Μετέωρα. Στη συνέχεια, πήγε στη μονή της Δεβέρκιστας, που βρίσκεται κοντά στη Ναύπακτο, όπου και εγκαταστάθηκε. Εκεί, όμως, ο Όσιος Ιάκωβος, κατηγορήθηκε από τους Τούρκους, πως ξεσηκώνει τους ντόπιους χριστιανούς, εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο τότε μπέης των Τρικάλων, διέταξε τη σύλληψη του Οσίου Ιακώβου, αλλά και δύο εκ των μαθητών του (Ιάκωβος ο διάκονος και Διονύσιος ο μοναχός). Στη φυλακή των Τρικάλων παρέμειναν φυλακισμένοι για 40 ημέρες. Στη συνέχεια, οδηγήθηκαν στο Διδυμότειχο, στο σουλτάνο Σελίμ. Ύστερα από αυτό, τους οδήγησαν στην Αδριανούπολη, όπου πήγε και ο ίδιος ο Σουλτάνος. Με φρικτά βασανιστήρια, προσπαθήσουν να εξισλαμίσουν τον Όσιο και τους μαθητές του, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Ο Σουλτάνος, βλέποντας πως οι τρεις κρατούμενοί του είναι αμετακίνητοι, διέταξε τον απαγχονισμό τους, την 1η Νοεμβρίου του 1520 μ. Χ. 
Τα λείψανα του Οσίου Ιακώβου, αλλά και των μαθητών του, φυλάσσονται στην Ιερά μονή Αγίας Αναστασίας, που βρίσκεται κοντά στη Θεσσαλονίκη. Η μνήμη και των τριών Οσίων τιμάται κάθε χρόνο την 1η Νοεμβρίου. 

29.Άγιος Θεωνάς
Ο Άγιος Θεωνάς γεννήθηκε τον 15ο αιώνα μ. Χ, μα ο τόπος γέννησής του δεν είναι γνωστός. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι καταγόταν από τη Λέσβο και συγκεκριμένα από το Πλωμάρι. 
Ο Άγιος Θεωνάς ασκήτεψε στη Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους, όπου στη συνέχεια χειροτονήθηκε και πρεσβύτερος της μονής. Εκεί, φαίνεται να γνωρίστηκε με τον Όσιο νεομάρτυρα Ιάκωβο, ο οποίος εκείνη την περίοδο ασκήτευε κοντά στη μονή Ιβήρων και συγκεκριμένα στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Ο Άγιος Θεωνάς, υπήρξε ένας από τους έξι μαθητές του Οσίου Ιακώβου,όπου τον ακολούθησε σε όλα τα ταξίδια του. Το 1518 μ. Χ. , ο Άγιος Ιάκωβος, ύστερα από όραμα που είδε, αποφάσισε να φύγει από το Άγιο Όρος, με τους μαθητές του (μεταξύ των οποίων βρισκόταν και ο Άγιος Θεωνάς) και κατευθύνθηκαν προς τη Θεσσαλία, πέρασαν από το Κάστρο της Πέτρας, από τα Μετέωρα και τελικά εγκαταστάθηκαν όλοι μαζί στην μονή Δεβέρκιστας, όπου διέμειναν για 1 χρόνο. Όταν ο μπέης των Τρικάλων, συνέλαβε τον Όσιο Ιάκωβο με τους δύο μαθητές του Διονύσιο τον μοναχό και Ιάκωβο το διάκονο, ο Θεωνάς και οι υπόλοιποι μαθητές του, τον επισκέπτονταν συχνά στη φυλακή, ζητώντας τη συμβουλή του για τις επόμενες κινήσεις τους. Ο Άγιος Ιάκωβος, προφητεύοντας, το μαρτυρικό του θάνατο, τους είπε να εγκαταλείψουν τη μονή της Δεβέρκιστας και να κατευθυνθούν σε κάποιο μοναστήρι κοντά στη Θεσσαλονίκη και όρισε ως επίσημο διάδοχό του τον Άγιο Θεωνά. Πράγματι, μετά τον θάνατο του Οσίου Ιακώβου, ο Άγιος Θεωνάς, μαζί με τους υπόλοιπους μοναχούς της Δεβέρκιστας, εγκατέλειψαν τη μονή και πήγαν στο Άγιο Όρος, στη ιερά μονή της Σιμωνόπετρας. Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Οσίου Ιακώβου και των μαθητών του, ο Άγιος Θεωνάς φρόντισε για την ανακομιδή των ιερών λειψάνων τους και την μεταφορά τους στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, στη μονή της Αγίας Αναστασίας. Μάλιστα, από διάφορες πηγές, φαίνεται πως ηγούμενος, της συγκεκριμένης μονής υπήρξε και ο Άγιος Θεωνάς, μέχρι το 1535 μ. Χ. Κάποια χρόνια αργότερα (μάλλον το 1541 μ. Χ. ) ο Άγιος Θεωνάς χειροτονείται επίσκοπος της Θεσσαλονίκης, όπου παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα, καθώς εκοιμήθη τα μέσα του ίδιου έτους.
Σύμφωνα με την παράδοση, το ιερό λείψανο του Αγίου Θεωνά, μεταφέρθηκε κατά θαυμαστό τρόπο και ενταφιάστηκε στη μονή της Αγίας Αναστασίας του Αγίου Όρους. Το 1821 για άγνωστους λόγους, το ιερό λείψανο, μεταφέρθηκε στη Σκόπελο και από εκεί στην Ιερά μονή Εσφιγμένου. Στη συνέχεια, επέστρεψε και πάλι στη μονή της Αγίας Αναστασίας, όπου φυλάσσεται μέχρι και σήμερα. Η μνήμη του Αγίου Θεωνά τιμάται κάθε χρόνο, το Σάββατο της Διακαινισίμου.

30.Νεομάρτυρες Θεόδωρος, Λάμπρος και Ανώνυμος

Οι νεομάρτυρες Θεόδωρος, Λάμπρος και Ανώνυμος (το όνομά του παραμένει άγνωστο), έζησαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, κατάγονταν από την Πελοπόννησο και ασχολούνταν με το εμπόριο. Εξαιτίας του επαγγέλματός τους, ταξίδευαν συχνά σε πολλά μέρη της Ελλάδας αλλά και στα Βαλκάνια. Για να διευκολύνονται στις εμπορικές συναλλαγές τους, είχαν μάθει την τουρκική και την αλβανική διάλεκτο.
Το 1786 πήγαν στα Γιάννενα, μα επιστρέφοντας αναγκάστηκαν να διανυκτερέυσουν στο Βραχοχώρι (σημερινό Αγρίνιο). Εκείνη την περίοδο σε κάθε πόλη της Ελλάδας, είχαν τοποθετηθεί φοροεισπράκτορες, στους οποίους έπρεπε να καταβάλλουν υψηλούς φόρους όλοι οι Έλληνες. Έτσι, και στο Βραχοχώρι, στην είσοδο της πόλεως στέκονταν οι γιομπρουκτσήδες (φοροεισπράκτορες), οι οποίοι ζήτησαν από τους νεομάρτυρες να πληρώσουν τον κεφαλικό φόρο. Οι τρεις έμποροι, προσπαθώντας να γλιτώσουν, προσποιήθηκαν τους μοσυσουλμάνους, χαιρετώντας στα τούρκικα και έτσι, τους άφησαν να περάσουν στην πόλη. Οι Τούρκοι, όμως, τους παρακολούθησαν και μόλις κατάλαβαν πως ήταν Έλληνες χριστιανοί τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν στον δικαστή ,ο οποίος τους ρώτησε αν όλα όσα συνέβησαν είναι αλήθεια. Εκείνοι τότε απάντησαν : «ναι, είναι αλήθεια, ότι χαιρετίσαμε τούρκικα, για να μην πληρώσουμε τον φόρο, όχι όμως πως αγαπήσαμε το ισλάμ». Τότε, ο δικαστής τους απάντησε : «λοιπόν τώρα πρέπει να γίνετε Τούρκοι δίχως άλλο και έτσι να γλιτώσετε τη ζωή σας, ειδεμή έχετε να βασανιστείτε και να θανατωθείτε».
Οι τρεις νεομάρτυρες, όπως ήταν φυσικό αρνήθηκαν, λέγοντας στο δικαστή: «Εμείς, ενδοξότατε αφέντη, είπαμε αυτόν τον λόγο για να γλιτώσουμε χρήματα, όμως το ν’ αρνηθούμε την πίστη μας είναι αδύνατον, κάνε μας ό,τι θέλεις». Ο δικαστής, τότε διέταξε τη φυλάκισή τους και το βασανισμό τους. Μετά από πέντε μέρες, όπου παρέμειναν στη φυλακή, τους οδήγησαν και πάλι στον δικαστή, ο οποίος και αποφάσισε τη θανάτωσή τους. Οι δήμιοι παρέλαβαν τότε τους τρεις νεομάρτυρες, κρέμασαν τον πρώτο σε ένα πλάτανο στο τζαρσί (αγορά), τον δεύτερο έξω από τον Άγιο Δημήτριο και τον τρίτο στην άκρη της πλατείας, στην είσοδο της πόλης. Η μνήμη τους τιμάται κάθε χρόνο στις 2 Νοεμβρίου. 

31.Ιερομόναχος Βλάσιος ο εν Σκλαβαίνοις

Ο Άγιος Βλάσιος, σύμφωνα με τις λιγοστές πληροφορίες που έχουμε για το βίο του, ήταν μοναχός ή ηγούμενος στη Ιερά μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου στην περιοχή των Σκλαβαίνων. Στη μονή αυτή, βρήκε μαρτυρικό θάνατο μαζί με πέντε συμοναστές του αλλά και λαϊκούς χριστιανούς, άντρες και γυναίκες (άγνωστος αριθμός),από Αγαρηνούς πειρατές, που έκαναν έφοδο στην περιοχή. Τον Άγιο Βλάσιο τον αποκεφάλισαν , αφού πρώτα κάρφωσαν στο σώμα του πέντε καρφιά. Στη συνέχεια, σύμφωνα με την παράδοση, του έβαλαν φωτιά, μα αυτός δεν καιγόταν. Όταν έφτασαν στη μονή, χριστιανοί από τα γύρω χωριά, έθαψαν το σώμα του Αγίου, χωριστά από τους υπόλοιπους μοναχούς και τους λαϊκούς χριστιανούς σε ένα μεγαλύτερο ομαδικό τάφο. Πάνω από το σημείο του τάφου του Αγίου υπάρχει μια επιγραφή, που αναγράφεται η χρονολογία 1006 μ. Χ. (πιθανώς η ημερομηνία του μαρτυρίου). 
Η παραπάνω ιστορία, όσο περνούσαν τα χρόνια ξεχάστηκε, σε σημείο μάλιστα να ξεχαστεί και η ύπαρξη του ίδιου του Αγίου. Μόνο, μέσω των προφορικών διηγήσεων γινόταν γνωστή η σφαγή, που πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Μονή, χωρίς όμως, να είναι κανείς σίγουρος για την ακιριβή χρονική περίοδο. Έτσι, για 900 περίπου χρόνια, χάθηκε κάθε ιστορικό στοιχείο, που να αποδεικνύει την ύπαρξη του Αγίου Βλασίου. 
Σύμφωνα, πάντα με την προφορική παράδοση, πολλοί κάτοικοι της γύρω περιοχής, άρχισαν να βλέπουν οράματα με τον Άγιο Βλάσιο, ο οποίος τους έλεγε να πάνε να σκάψουν στον τάφο εκείνο για να βρουν τα λείψανά του. Οι ντόπιοι, όμως, μη μπορώντας να εξηγήσουν τα οράματά τους, έχτισαν, απλώς ένα μικρό πέτρινο εικονοστάσι στη μνήμη του Αγίου Βλασίου. Το έτος 1923, όμως, ο Άγιος Βλάσιος εμφανίστηκε σε μία ηλικιωμένη γυναίκα, την Ευφροσύνη Κατσαρά, η οποία ζούσε στην περιοχή μαζί με την ετοιμαθάνατη κόρη της, που έπασχε από τύφο. Ένα βράδυ, λοιπόν, στο σπίτι της γερόντισσας, ακούστηκε ένας δυνατός κρότος, άνοιξαν οι πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού της και εμφανίστηκε ένα εκτυφλωτικό φως. Μέσα από το φως αυτό, φάνηκε ένας ιερέας, που κρατούσε στο χέρι του μια ράβδο. Ο ιερέας, είπε στη ηλικιωμένη, πως είναι ο Άγιος Βλάσιος και της ζήτησε να τον ακολουθήσει για να της υποδέξει το σημείο που έχει ταφεί. Η γερόντισσα, όμως, τους είπε πως δεν μπορεί να έρθει μαζί του, γιατί προσέχει την άρρωστη κόρη της. Τότε, ο ιερέας, αφού σταύρωσε την ετοιμοθάνατη, πήρε την Ευφροσύνη και την οδήγησε στο σημείο του τάφου. Με το ραβδί που κρατούσε, έκανε ένα κύκλο πάνω στο χώμα, στο σημείο, όπου έπρεπε να σκάψουν για να βρουν τα λείψανά του, επέστρεψε την ηλικιωμένη στο σπίτι της και εξαφανίστηκε. Την επόμενη κιόλας μέρα, η γερόντισσα βρήκε την κόρη της θεραπευμένη, και αμέσως άρχισε τις εργασίες για την εύρεση των ιερών λειψάνων. Οι περισσότεροι ντόπιοι, αντιμετώπισαν το γεγονός αυτό με κάποια δυσπιστία, παρ’ όλα αυτά, όμως, προσφέρθηκαν να βοηθήσουν. Την τρίτη μέρα των ανασκαφών και ενώ ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν, βρήκαν μια πέτρινη πλάκα και κάτω από αυτήν τα λείψανα του Αγίου, ένα βαρύ σιδερένιο σταυρό και τα πέντε καρφιά του μαρτυρίου. Αφού περισυνέλεξαν τα ιερά λείψανα, άρχισαν τις εργασίες για την ανέργεση ιερού ναού προς τιμήν του Αγίου, αλλά και την αγιογράφηση της εικόνας του. 
Ο Άγιος Βλάσιος, εμφανίστηκε άλλες δύο φορές. Μία στον Αρχιμανδρίτη Αρσένιο Τσαταλιό το 1978 και μία δεύτερη στον Όσιο Παϊσιο το 1980. Η Εκκλησία, αναγνώρισε επίσημα την αγιότητα του Βλασίου στις 31 Αυγούστου του 2016. Ο Άγιος Βλάσιος είναι πολιούχος στην περιοχή Αχαρνές Αττικής και η μνήμη του τιμάται στις 7 Ιουλίου. 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΕΩΣ
32.Γλυκερία μάρτυς

Γεννήθηκε στην Τραϊνούπουλη κατά τον 2ο αιώνα μ. Χ. κατά την περίοδο του Αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβή (138-161 μ. Χ. ). Ο πατέρας, ονομαζόταν Μακάριος και κατείχε το αξίωμα του υπάτου. Η Αγία Γλυκερία, από πολύ μικρή ηλικία είχε ασπαστεί το χριστιανισμό και ξεχώριζε για την κατηχητική της δράση. Όταν ο ηγεμόνας της περιοχής Σαββίνος, ενημερώθηκε για την Γλυκερία, την κάλεσε να εμφανιστεί ενώπιόν του. Εκείνη, παρουσιάστηκε μπροστά του έχοντας σχηματίσει στο μέτωπό της το σημείο του σταυρού και παραδέχτηκε την πίστη της στο Χριστό. Εξοργισμένος ο Σαββίνος, πήρε την Αγία και την οδήγησε στον ειδωλολατρικό ναό, όπου την υποχρέωσε να κάνει θυσία στα είδωλα. Η Γλυκέρια, τότε άρχισε να προσεύχεται και συνέτριψε το άγαλμα του Δία, που βρισκόταν μέσα στο ναό. Οι ειδωλολάτρες και ο ηγεμόνας, εξοργισμένοι την έσυραν έξω από το ναό και άρχισαν να τη λιθοβολούν. Ως εκ θαύματος, όμως, καμία πέτρα δεν άγγιξε την Αγία και πολλοί πίστεψαν τότε πως πρόκειται για μάγισσα. Αφού την φυλάκισαν τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν, μα πάντα η Αγία γλίτωνε από το θάνατο με θαυμαστό τρόπο. Όσο καιρό παρέμεινε φυλακισμένη, κατάφερε να πείσει το δεσμοφύλακά της, Λαοδίκιο, για την ορθότητα του χριστιανισμού, ο οποίος πίστεψε στο Χριστό και βρήκε και αυτός μαρτυρικό θάνατο. Ο ηγεμόνας, όμως, διέταξε και πάλι τον βασανισμό της Αγίας, αυτή τη φορά ρίχνοντάς την στην αρένα με τα άγρια θηρία, όπου και βρήκε μαρτυρικό θάνατο. 
Το ιερό λείψανο της Αγίας Γλυκερίας περισυνέλεξε ο, τότε επίσκοπος της Ηρακλείας, Δομίτιος, ο οποίος το τοποθέτησε κοντά στην πόλη. Η Αγία Γλυκερία είναι πολιούχος του Γαλατσίου Αττικής και η μνήμη της τιμάται κάθε χρόνο στις 13 Μαϊου.

33.Πέντε νεομάρτυρες εκ Σαμοθράκης: Μανουήλ, Γεώργιος, Μιχαήλ, Θεόδωρος και Γεώργιος

Οι Άγιοι Μάρτυρες ο Εμμανουήλ, ο Θεόδωρος, ο Γεώργιος και ο νεότερος Γεώργιος, κατάγονταν από το νησί της Σαμοθράκης. Ο πέμπτος ο Μιχαήλ, καταγόταν από την μεγαλόνησο Κύπρο. Και οι πέντε μαρτύρησαν τον 19ο αιώνα, Kατά το 1821, όταν ξέσπασε η επανάσταση οιΤούρκοι σε αντίποινα εισέβαλαν από την Άβυδο και την Τένεδο στη Σαμοθράκη όπου έσφαξαν τους άντρες άνδρες ενώ τις γυναίκες μαζί με τα παιδιά, αφού τους απήγαγαν και με τη βία, τους έστειλαν αιχμαλώτους και στην Ανατολή και στην Ευρώπη και στην Αίγυπτο. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και οι πέντε άγιοι.
Μετά την απελευθέρωση οι υπό αιχμαλωσία αφού επανήλθαν στη Σαμοθράκη (αν και τελούσε υπό τον τουρκικό ζυγό) και έγιναν κάτοχοι της κτηματικής περιουσίας τους ο καθένας, ενώθηκαν με τους Χριστιανούς, αποκηρύσσοντας τον μωαμεθανισμό στον οποίο είχαν μυηθεί με την βία. Αυτό όμως έγινε γνωστό στους Τούρκους που κατοικούσαν στη Σαμοθράκη και μέσω αυτών σε αυτούς που ζούσαν στη Θράκη. Και ο ηγεμόνας της περιοχής μαζί με τον ιεροδικαστή, τους τους απείλησαν και τους υποχρέωσαν να καταβάλουν ένα σημαντικό ποσό και τους άφησαν ελεύθερους. Υπέστησαν πολλά και όταν οι άλλοι κάτοικοι τους παρότρυναν να φύγουν αυτοί ομόφωνα αποφάσισαν να μείνουν.
Κάποια στιγμή έφτασε στην περιοχή ένας ιεροδικαστής, που είχε και πολλή εξουσία, αλλά ήταν και άνθρωπος πολύ σκληρός. Ο Απτιραχμάν – αυτό ήταν το ονομά του – υπεραμύνονταν με σφοδρότητα τη θρησκεία του Μωάμεθ. Από την πρώτη στιγμή κάλεσε τους «πέντε» και τους ζήτησε να αλλαξοπιστήσουν. Οι μάρτυρες απάντησαν ομόφωνα: «Εμείς, δικαστή, ήμασταν Χριστιανοί από τη γενιά των παττέρων μας˙ αλλά επειδή αιχμαλωτιστήκαμε σε μικρή ηλικία, βίαια υπαχθήκαμε στη δική σας πλάνη και ασέβεια. Ήδη αφού καταλάβαμε πόσο άσχημα πάθαμε και κυλιστήκαμε στο βυθό της απάτης, επανήλθαμε στη χάρη του Χριστού, στο θαυμαστό του φως, και καθόλου δεν αρνούμαστε την αλήθεια, αλλά είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε για τον Χριστό, τον μόνο και αληθινό Θεό».
Τελικά και αυτός ο δικαστής αφού πήρε χρήματα τους άφησε ελεύθερους. Μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ανέλαβε άλλος δικαστής ο οποίος τους συνέλαβε και τους έκλεισε στη φυλακή. Επι 17 μέρες υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια μέχρι τον θανατό τους το 1835 στο παραθαλάσσιο χωρίο της Θράκης, τη Μάκρη, απέναντι από τη Σαμοθράκη.
Η μνήμη των Πέντε Νεομαρτύρων εορτάζεται κάθε χρόνο την Κυριακή του Θωμά πανδήμως στο νησί της Σαμοθράκης (όπου φυλάσσονται τα λείψανά τους) αλλά και στον τόπο μαρτυρίου τους, την Μάκρη.

34.Όσιος Θεοφάνης ο ομολογητής

Ο Όσιος Θεοφάνης γεννήθηκε περίπου το 760 μ.Χ, από χριστιανούς γονείς, τον Ισάακ και τη Θεοδότη. Σε ηλίκια μόλις, 8 χρονών, ο Όσιος έμεινε ορφανός από πατέρα και την ανατροφή ανέλαβε εξ ολοκλήρου η μητέρα του.
Σε λίγα χρόνια, η μητέρα του, αποφάσισε να παντρέψει το Θεοφάνη με μια πλούσια γυναίκα, τη Μεγάλω. Ο Όσιος Θεοφάνης, όμως, που επιθυμούσε να ακολουθήσει τη μοναστική ζωή, διέλυσε γρήγορα το γάμο αυτό. Η Μεγάλω, εκάρη μοναχή στη ιερά μονή της Πριγκίπου και μετονομάστηκε Ειρήνη. Ο Θεοφάνης, πήγε στη μονή του Μεγάλου Αγρού της Σιγριανής, όπου εκάρη μοναχός και αργότερα πρεσβύτερος της μονής. Ο τότε ηγούμενος της μονής Σακουδίωνος Πλάτωνα, αναγνωρίζοντας το υψηλό επίπεδο μορφώσεως του Οσίου, τον καλεί μαζί με άλλους σημαντικούς ηγούμενους της εποχής, να συμμετάσχουν στην 7η Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 787 μ. Χ. 
Όταν ο Όσιος Θεοφάνης, επέστρεψε από τη Νίκαια, χειροτόνησε ηγούμενο στη μονή του τον μοναχό Στρατήγιο και εκείνος, αποσύρθηκε στο απέναντι νησί Καλώνυμον. Εκεί, ίδρυσε μια καινούργια μεγάλη μονή, όπου έζησε έξι χρόνια και ασχολήθηκε αποκλειστικά με την συγγραφή κειμένων και την καλλιγραφία. 
Μετά από λίγο καιρό, όμως, ο Όσιος αρρώστησε βαριά από οξεία λιθίαση και παρ όλο που ήταν άρρωστος, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, ύστερα από την πρόσκληση του Λέοντος του Αρμένιου. Στη συνάντηση αυτή, μέσω του Πατριάρχη Ιωσήφ του εικονομάχου, προσπάθησαν να πείσουν τον Όσιο Θεοφάνη να ταχθεί υπέρ της εικονομαχίας. Ο Όσιος μη μπορώντας να προδώσει την Ορθόδοξη πίστη, αρνήθηκε και έτσι τον φυλάκισαν. Στη συνέχεια τον εξόρισαν στο νησί της Σαμοθράκης, όπου εκοιμήθη το έτος 815 ή 818 μ.Χ. Το 822 μ.Χ. οι μαθητές του πήραν τα ιερά λείψανα του Οσίου Θεοφάνη και τα μετέφεραν στην μονή του, όπου φυλάσσονται μέχρι και σήμερα. Η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 12 Μαρτίου. 

35.Άγιος Αναστάσιος νεομάρτυς
Ο Άγιος Αναστάσιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ναύπλιο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και εργαζόταν ως ζωγράφος. Σε νεαρή ηλικία αρραβωνιάστηκε με μια κοπέλα, αλλά άκουσε κάποια άσχημα λόγια για την αρραβωνιαστικιά του και αποφάσισε να την αφησεί. Οι γονείς της κοπέλας, όμως, προκειμένου να ξαναγυρίσει ο Άγιος Αναστάσιος του έκαναν μάγια, που είχαν ως αποτέλεσμα να χάσει εντελώς το μυαλό του και να τριγυρίζει σαν τρελός. Οι Τούρκοι, βλέποντας πως ο Άγιος Αναστάσιος έχει τρελαθεί, τον έκαναν να αλλαξοπιστήσει. 
Μετά από λίγο καιρό, όμως, ο Άγιος -με τη βοήθεια του Θεού- έγινε εντελώς καλά και μόλις κατάλαβε πως είχε γίνει μουσουλμάνος, πέταξε την τούρκικη φορεσιά που του είχαν βάλει και άρχισε να φωνάζει πως πάντα χριστιανός ήταν και χριστιανός θα μείνει. Οι Τούρκοι, τότε, τον οδήγησαν στον κριτή, ο οποίος, προσπάθησε με πολλούς τρόπους να μεταπείσει τον Άγιο, χωρίς, όμως κανένα αποτέλεσμα. Ο κριτής, διέταξε τον αποκεφαλισμό του, οι Τούρκοι στρατιώτες, όμως, αψήφησαν την εντολή του κριτή και άρχισαν να τον χτυπούν με ξύλα, σπαθιά και μαχαίρια μέχρι που τον κατέκοψαν σε μικρά κομμάτια. 
Ο Άγιος Αναστάσιος μαρτύρησε την 1η Φεβρουαρίου του 1655 ή 1654 μ. Χ. και από το 1935 έχει καθιερωθεί πολιούχος της πόλης του Ναυπλίου. Η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο την 1η Φεβρουαρίου. 

36.Άγιος Λεωνίδης και οι συνοδοί του
Ο Άγιος Λεωνίδης καταγόταν από την Τροιζήνα και έζησε κατά τον 3ο αιώνα μ. Χ. στην ευρύτερη περιοχή της Επιδαύρου. Ο Άγιος μαρτύρησε μαζί με 7 γυναίκες (Χαρίσση, Νίκη, Γαλήνη, Καλλίδα, Νουνεχία, Βασίλισσα, Θεοδώρα), που απ ότι φαίνεται ήταν μαθήτριες του και ζούσαν κοντά του. 
Το Μεγάλο Σάββατο του 250 μ. Χ. , ύστερα από εντολή του ανθυπάτου Βενούστου, ο Άγιος Λεωνίδας συνελήφθη μαζί με τις 7 γυναίκες, και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα της περιοχής, ο οποίος τους ζήτησε να απαρνηθούν τον χριστιανισμό προκειμένου να τους χαρίσει τη ζωή τους. Ο Άγιος Λεωνίδης μαζί με τις συνοδούς τους, αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν και έτσι καταδικάστηκαν σε θάνατο. Τον Άγιο Λεωνίδη, αφού πρώτα τον βασάνισαν τον κρέμασαν. Τις γυναίκες που ακολουθούσαν τον Άγιο, της έδεσαν τις έβαλαν πάνω σε ένα πλοίο και όταν έφτασαν σε ικανοποιητικό βάθος, τις έριξαν στον βυθό. Οι υπόλοιποι χριστιανοί της Επιδαύρου, περισυνέλεξαν τα νεκρά σώματα και τα ενταφίασαν. Ο πρώτος ναός προς τιμή του Αγίου Λεωνίδη χτίστηκε το 1833 από τον εφημέριο της κοινότητας τον Νικόλαο Νάτσουλη. Τα λείψανα του Αγίου και των 7 μαρτύρων βρέθηκαν αρκετά αργότερα το 1916, από τους κατοίκους της περιοχής. Η μνήμη του Αγίου Λεωνίδη και των 7 μαθητριών του τιμάται στις 16 Απριλίου. 

37.Άγιος Αγγελής νεομάρτυρας Αργείου
Ο Άγιος Αγγελής γεννήθηκε στο Άργος της Πελοποννήσου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και έζησε, όμως, στο Κουσάντασι της Μικράς Ασίας, όπου εργαζόταν ως πρακτικός γιατρός. 
Κάποια μέρα, γνώρισε ένα Γάλλο άθεο, ο οποίος κορόϊδευε τη χριστιανική πίστη. Ο Άγιος τότε, προσπαθώντας να τον μεταπείσει τον κάλεσε μέχρι και σε μονομαχία, πιστεύοντας πως θα τον κερδίσει, μόνο με την πίστη του. Το ίδιο βράδυ, ο Άγιος πήγε στον πνευματικό του ζητώντας την ευχή του και την ευλογία του και στη συνέχεια προσευχήθηκε όλη τη νύχτα, ζητώντας βοήθεια από το Θεό για τη δοκιμασία που τον περίμενε την επομένη. Όταν ξεκίνησε η μονομαχία, ο Γάλλος, κυριευμένος από φόβο πέταξε τα όπλα του και ανακηρύχθηκε νικητής ο Άγιος Αγγελής. Ύστερα από αυτή τη μονομαχία η συμπεριφορά του Αγίου, άλλαξε πολύ και μάλιστα προς το χειρότερο. Κλέιστηκε στο σπίτι του, δεν δεχόταν σχεδόν κανέναν και διατυμπάνιζε πως νίκησε τον αντίπαλό του χάρη στη μεγάλη του πίστη. 
Επιθυμούσε απεγνωσμένα να μαρτυρήσει για το Χριστό, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που προκαλούσε συνεχώς τους Τούρκους με τις παράλογες πράξεις του. 
Έφτασε και στο σημείο να αλλαξοπιστήσει, προσπαθώντας να ξεγελάσει τους Τούρκους, οι οποίοι στο τέλος τον θεώρησαν απλώς τρελό και αντί να τον οδηγήσουν στο δικαστήριο (όπως επιθυμούσε ο ίδιος) τον έστειλαν στη Χίο. Και στη Χίο, όμως,η αλλοπρόσαλη συμπεριφορά του Αγίου συνεχίστηκε. 
Όταν επιτέλους, κατάλαβε πως είχε υποπέσει στο αμάρτημα της υπερηφάνιας, μετανόησε και ζήτησε συγχώρεση από το Θεό. 
Μια μέρα ξύρισε τα γένια του και πήγε στο τελωνείο. Όταν οι Τούρκοι τον είδαν, τον ρώτησαν για ποιό λόγο ξυρίστηκε και εκείνος απάντησε, πως παλιά ήταν Τούρκος, τώρα, όμως που έγινε χριστιανός θα ξυρίζεται, όπως κάνουν και οι υπόλοιποι χριστιανοί. Τότε, οι Τούρκοι τον φυλάκισαν στο κάστρο, όπου τον βασάνιζαν όλη τη νύχτα. Την επόμενη μέρα τον οδήγησαν στον διοικητή, ο οποίος τον καταδίκασε σε θάνατο. Έτσι, στις 3 Δεκεμβρίου του 1813 ο Άγιος Αγγελής θανατώθηκε δια αποκεφαλισμό στην περιοχή Βουνάκι. Το ιερό λείψανο του Αγίου παρέμεινε στο τόπο αποκεφαλισμού του για τρεις μέρες. Οι χριστιανοί της γύρω περιοχής, προσπάθησαν να πάρουν τα λείψανα του Αγίου, δωροδοκόντας τους Τούρκους στρατιώτες. Αυτοί, όμως, εξοργίστηκαν τόσο πολύ από την επιμονή των χριστιανών, που έριξαν τα λείψανα του Αγίου στη θάλασσα. Η μνήμη του Αγίου Αγγελή τιμάται στις 3 Δεκεμβρίου.

38.Άγιος Αρσένιος
Ο όσιος Αρσένιος (κατά κόσμον Αθανάσιος), γεννήθηκε στα Ιωάννινα το1800 μ. Χ. από ευσεβείς και πιστούς γονείς. Σε πολύ μικρή ηλικία, ορφάνεψε από μητέρα και πατέρα και έτσι στα εννιά του χρόνια πήγε στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, όπου με την καθοδήγηση του Σχολάρχη Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου, γράφτηκε στη στη σχολή του. 
Εκεί παρέμεινε για πέντε χρόνια, στη διάρκεια των οποίων γνωρίστηκε με τον γέροντα Δανιήλ, τον οποίο και αποφάσισε να ακολουθήσει στο Άγιο Όρος, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Αρσένιος. Πιστός ακόλουθος του γέροντα Δανιήλ, ο Άγιος Αρσένιος, ταξίδεψε στην Ιερά Μονή Πεντέλης, στην συνέχεια στην Πάρο, στις ιερές Μονές Λογγοβάρδας και Αγίου Αντωνίου Μαρπήσσης, στα νησιά Σίκινος και Φολέγναδρος.
Στη Φολέγανδρο έμεινε για πολλά χρόνια, χειροτονήθηκε διάκονος,  διορίστηκε μέγας ελληνοδιδάσκαλος και αφιερώθηκε στο ιερποστολικό του έργο. 
Μετά την κοίμηση του γέροντα Δανιήλ, ο Αρσένιος, θέλησε να επιστρέψει στο Άγιο Όρος, ο Αρχιμανδρίτης Πάρου, όμως, Ηλίας Γεωργιάδης, έπεισε τον Αρσένιο να παραμέινει μαζί του στην Πάρο, στην Ιερά μονή Αγίου Γεωργίου. Όσο καιρό παράμεινε στη μονή αυτή ο Άγιος Αρσένιος, επιδόθηκε στον ασκητικό βίο, έτρωγε ελάχιστα και προσευχόταν όλη μέρα. Ο Αρσένιος, αποτελούσε παράδειγμα ασκητή για τους υπόλοιπους συμοναστές του, οι οποίοι και πρότειναν να γίνει πρεσβύτερος της μονής. Ο ίδιος, όμως, από ταπεινότητα αρνήθηκε, μα ύστερα από προτροπή του Μητροπολίτη Κυκλάδων Δανιήλ, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. 
Η φήμη του Αγίου Αρσενίου εξαπλώθηκε γρήγορα στη γύρω περιοχή και πολλοί ήταν εκείνοι που τον επισκέπτονταν για να εξομολογηθούν, να τον συμβουλευτούν και να τους ευλογήσει. Ο Άγιος, όμως, ήθελε να αφιερωθεί στη μοναστική ζωή και έτσι άρχισε να απομονώνεται. Η σκληρή άσκηση σωματική και πνευματική, η συνεχής νηστεία και οι κακουχίες, κούρασαν τον Άγιο και άρχισαν να επηρεάζουν την υγεία του. Προαισθανόμενος, το θάνατό του ο Αρσένιος, κάλεσε όλους τους μοναχούς, τους συμβούλεψε για τελευταία φορά και την επόμενη μέρα 31 Ιανουαρίου του 1877 εκοιμήθη. Στην κηδεία του Αγίου συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου και το ιερό λείψανό του τέθηκε για τρεις μέρες σε λαϊκό προσκήνυμα. Η Ορθόδοξη Εκκλλησία, ανακήρυξε ως Άγιο, τον Αρσένιο, τον Ιούνιο του 1967. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε και ένας μικρός ναός προς τιμήν του Αγίου. 
Η τίμια κάρρα του Αγίου και μέρη του Ιερού λειψάνου, φυλάσσονται στην Ιερά μονή Χριστού Δάσους. Η Εκκλησία τιμά την κοίμηση του Αγίου στις 31 Ιανουαρίου και την ανακομιδή των λειψάνων του στις 18 Αυγούστου.
 

39.Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης
Ο Άγιος Νικόδημος (κατά κόσμον Νικόλαος) γεννήθηκε το 1749 στη Χώρα της Νάξου, από ευσεβείς γονείς τον Αντώνιο και την Αναστασία, οι οποίοι τον δίδαξαν τη χριστιανική πίστη και ιδιαιτέρως η μητέρα του. Από μικρή ηλικία γράφτηκε στη σχολή Αγίου Γεωργίου της Νάξου, έχοντας δάσκαλο τον Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο. Στη συνέχεια πήγε στην Ευαγγελική σχολή της Σμύρνης, όπου έμεινε για 5 χρόνια, με δάσκαλο τον Ιερόθεο Βουλισμά (διευθυντής της σχολής).  Όσο καιρό έμεινε στη Σμύρνη ο  Άγιος Νικόδημος, σπούδασε εκτός της θεολογίας, φιλοσοφία, ιατρική, αστρονομία και πολλές άλλες επιστήμες. Μίλουσε, άριστα γαλλικά, ιταλικά και λατινικά. Το 1770, αφού αποφοίτησε από τη σχολή της Σμύνης, επέστρεψε στην Νάξο, όπου εργάστηκε ως γραμματέας της Μητρόπολης Παροναξίας, επί του μητροπολίτη Άνθιμου του Γ. Η μητέρα του έγινε μοναχή στην Ιερά μονή Χρυσοστόμου (Νάξο), μα και ο Άγιος γοητευμένος από τη μοναστική ζωή ακολούθησε το ίδιο μονοπάτι. Έτσι, το 1775 πήγε στο Άγιο Όρος στη μονή Διονυσίου, όπου εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Νικόδημος. Γρήγορα, ο Άγιος διακρίθηκε για την ασκητικότητα και την πνευματικότητά του. Ιδιαίτερα, γνωστός, έγινε και λόγω των θεολογικών συγγραμάτων του όπως: “Συναξαριστής”, “Ερμηνεία των επιστολών του Παύλου” κ.α.
Σε ηλικία, μόλις 60 χρονών, την Τετάρτη 14 Ιουλίου του 1809 ο Άγιος Νικόδιμος εκοιμήθη, στο κελί των Σκουρταιών, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Μέχρι και σήμερα ο Άγιος Νικόδημος αποτελεί πρότυπο μοναχού, θεολόγου και διδασκάλου για την Εκκλησία. Κατά τον V. Grumel, “υπήρξε κανονολόγος, λειτουργιολόγος, αγιογράφος –δηλαδή ερμηνευτής των Γραφών, ασκητικός συγγραφεύς, εκδότης βιβλίων, εις των πλέον γονίμων συγγραφέων και αναμφιβόλως ο πλέον φιλόπονος Μοναχός, παρά του οποίου δοξάζεται η ελληνική Εκκλησία”.  
Η Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο το 1955 και η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 14 Ιουλίου. Επίσης η μνήμη του τιμάται την πρώτη και την τρίτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, στη Νάξο, όπου τιμάται η Σύναξις των πέντε Αγίων της Προναξίας.

40.Άγιος Νικόλαος Πλανάς

Ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς, γεννήθηκε το 1851 στη Νάξο, από ενάρετους γονείς τον Καπετάν- Γιάννη και την Αυγουστίνα, οι οποίοι είχαν ένα καϊκι που ταξίδευε από τη Νάξο στη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη ακομά και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Ο Άγιος Νικόλαος από μικρό παιδί, περνούσε τις ώρες του στην εκκλησία, όπου προσευχόταν και έψελνε.
Ο παππούς του Αγίου, που ήταν και ιερέας, έμαθε στον μικρό Άγιο τα πρώτα του γράμματα. Τον έμαθε να διαβάζει το Ιερό Ψαλτήριο και τον έπαιρνε μαζί του στις Θείες Λειτουργίες.
Όταν ο Νικόλαος, έφτασε 14 χρονών, ο πατέρας του πέθανε και αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Αθήνα με την μητέρα του και την αδερφή του. Σε ηλικία 17 ετών, η μητέρα του τον πάντρεψε με την Ελένη Προβελεγγίου, η οποία καταγόταν από τα Κύθηρα. Ο Άγιος Νικόλαος, απέκτησε ένα γιο, τον Ιωάννη μα ύστερα από κάποια χρόνια η γυναίκα του πέθανε. 
Έτσι στις 28 Ιουλίου του 1879 χειροτονήθηκε διάκονος στον Ιερό ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Πλάκας. Στις 2 Μαρτίου του 1885 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και τοποθετήθηκε στον Ιερό ναό Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού. Τα επόμενα χρόνια, ο Άγιος Νικόλαος βοήθησε πάρα πολλούς χριστιανούς υλικώς αλλά και πνευματικώς. 
Στις 28 Φεβρουαρίου του 1932 ο Άγιος Νικόλαος λειτούργησε για τελευταία φορά, καθώς μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του. Οι πιστοί της ενορίας του, προσπάθησαν να τον βοηθήσουν, μα δεν τα κατάφεραν. Έτσι, στις 2 Μαρτίου του 1932 εκοιμήθη. Το επόμενο πρωί μετέφεραν το λείψανό του στο ναό του Αγίου Ιωάννη στη Βουλιαγμένη και για τρεις μέρες τέθηκε σε λαϊκό προσκήνυμα. Το μεγάλο πλήθος κόσμου που συγκεντρώθηκε για να αποχαιρετήσει τον Άγιο Νικόλαο, φανερώνει για μια ακόμα φορά, πόσο πολύ τον αγαπούσαν και τον σέβονταν όλοι.
Το 1992, τα θαυματουργά λείψανα του Αγίου μετφέρθηκαν  στο ναό που χτίστηκε προς τιμήν του, όπου φυλάσσονται σε ασημένια λάρνακα.
Η Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο κατά την Οικουμενική Σύνοδο του 1991-1992. Η μνήμη του τιμάται στις 2 Μαρτίου, μα και την πρώτη και τρίτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου (Σύναξις Αγίων Παροναξίας).
41.Ο Άγιος Νέος Ιερομάρτυρας Ραφαήλ ο Ιθακήσιος
Ο Άγιος Ραφαήλ (κατά κόσμον  Γεώργιος Λάσκαρης ή Λασκαρίδης), γεννήθηκε τον 15ο αιώνα στην Ιθάκη και συγκεκριμένα στην τοποθεσία Μύλοι, που βρισκόταν έξω από το χωριό Περαχώρι. Σε μικρή ηλικία κατατάχθηκε στον βυζαντινό στρατό, όπου και κατέκτησε πολλά αξιώματα. Σε ηλικία 35 ετών ο Άγιος γνωρίστηκε με τον ηγούμενο Ιωάννη, ο οποίος κάποια Χριστούγεννα επισκέφτηκε το στρατώνα με σκοπό να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τους στρατιώτες. Ο ηγούμενος τους μίλησε όμως και για το Χριστό και τα λόγια του εντυπωσίασαν τον αξιωματικό, τότε, Γεώργιο (Ραφαήλ), ο οποίος και αποφάσισε να τον ακολουθήσει. Χωρίς, λοιπόν, να ανακοινώσει τίποτα και σε κανέναν (ούτε στον ίδιο του πατέρα), έφυγε με τον ηγούμενο και έμειναν για πέντε χρόνια σε μια σπηλιά. Εκεί ο Άγιος, επιδόθηκε στην προσευχή, τη νηστεία και την άσκηση. Όταν πέθανε ο ηγούμενος Ιωάννης ο Άγιος Ραφαήλ, επέστρεψε στο σπίτι του. Την ίδια ακριβώς περίοδο, χειροτονείται ιερέας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, όπου χάρη στην υψηλή του μόρφωση και στα προσόντα του, απέκτησε γρήγορα το οφίκιο του Πρωτοσύγγελου. 
Λίγο καιρό αργότερα στάλθηκε από το Πατριαρχείο στο Μορλαί της Γαλλίας, όπου έλαβε μέρος σε σπουδαίες θεολογικές συζητήσεις με ανθρώπους από διάφορες χώρες. Σε αυτό του το ταξίδι, ο Άγιος Ραφαήλ, συναντήθηκε με τον νεαρό, τότε Νικόλαο που καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη. Όταν επέστρεψαν μαζί στην Ελλάδα, ο Άγιος, άρχισε να στέλνει τον Νικόλαο σε διάφορες περιοχές, με σκοπό να κηρύττει τον λόγο του Θεού. 
Το 1453, όμως, με την άλωση της Πόλης, ο Άγιος Ραφαήλ και ο Νικόλαος, ενεγκάστηκαν να φύγουν και έτσι ξεκίνησαν από κάποια ακτή της Αλεξανδρούπολης με προορισμό την Ενετοκρατούμενη, ακόμα Λέσβο. Όταν έφτασαν εκεί, εγκαταστάθηκαν στο μοναστήρι της Παναγίας των Καρυών, όπου ήδη κατοικούνταν και από άλλους μοναχούς.
Το 1462, όμως, οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Λέσβο και αμέσως προχώρησαν σε διωγμούς εναντίον των χριστιανών, οι οποίοι προκειμένου να γλιτώσουν κρυβόντουσαν στα βουνά του νησιού αλλά και στο μοναστήρι των Καρυών. Όταν οι Τούρκοι κατάλαβαν, πως χρησιμοποιούν το μοναστήρι ως κρησφύγετο, κάλεσαν ενισχύσεις από τη Μικρά Ασία και επιτέθηκαν στο μοναστήρι τη Μ. Παρασκευή του 1463. Ο Άγιος Ραφαήλ μα και όλοι οι χριστιανοί, υποβλήθηκαν σε πολύ σκληρά βασανιστήρια και για πολλές συνεχόμενες ημέρες. Αφού, σταμάτησαν τα βασανιστήρια, τους αποκεφάλισαν και έβαλαν φωτιά στη μονή.
Τα ιερά λείψανα των μαρτύρων ενταφιάστηκαν από τον παπα- Σάββα, τον μοναχό Σταύρο και τον επιστάτη της μονής. Πολύ αργότερα χτίστηκε ο ναός του Αγίου Ραφαήλ στο Περαχώρι της Ιθάκης, στον οποίο μετάφερθηκαν και τα ιερά λείψανά του. Η μνήμη του Αγίου Ραφαήλ τιμάται την πρώτη Κυριακή μετά την 3η Ιουλίου, κάθε χρόνο. 

42.Όσιος Ιωακείμ ο Ιθακήσιος ο « Παπουλάκης»
Ο Όσιος Ιωακείμ (κατά κόσμον Ιωάννης Πατρίκιος) γεννήθηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, στα Καλύβια (οικισμός της Βόρειας Ιθάκης), από ενάρετους γονείς τον Άγγελο και την Αγνή. Ο Ιωάννης, σε μικρή ηλικία, έμεινε ορφανός από μητέρα. Ο πατέρας του, όμως, ξαναπαντρεύτηκε μια γυναίκα η οποία συμπεριφερόταν με πολύ άσχημο τρόπο στον μικρό Ιωάννη, ο οποίος για να την αποφεύγει κρυβόταν σε ένα μικρό εκκλησάκι, όπου προσευχόταν και μελετούσε τα ιερά βιβλία. Όταν μεγάλωσε λίγο, ο Ιωάννης, άρχισε να εργάζεται ως ναυτικός στο καϊκι του πατέρα του, μα ύστερα από εντολή της μητριάς του, τον στείλανε να δουλέψει στο καϊκι ενός συγχωριανού τους. 
Σε ένα από τα ταξίδια, ο μικρός Ιωάννης πήγε στο Άγιος Όρος, όπου επέλεξε να μείνει για πάντα εκεί. Έμεινε στην Ιερά μονή Βατοπαιδίου, όπου εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Ιωακείμ. Εκεί, με την καθοδήγηση των γερόντων, ασκήθηκε στην προσευχή και τη νηστεία. 
Όταν ξεκίνησε η Ελληνική επανάσταση, ο ηγούμενος της μονής Βατοπαιδίου έστειλε τον Ιωακείμ στην Πελοπόννησο με σκόπό να ενθαρρύνει και να βοηθήσει τους επαναστατημένους χριστιανούς. Ο Ιωακείμ, μόλις έφτσε στο Μωριά, άρχισε, αμέσως να βοηθά με κάθε τρόπο τους χριστιανούς της περιοχής, πολλές φορές διακινδυνεύοντας και την ίδια τη ζωή του. Σε συνεργασία, μάλιστα, με κάποιο παπα- Γιάννη, άρχισαν να μεταφέρουν ηλικιωμένους και γυναικόπαιδα με καϊκια στα Επτάνησα, προκειμένου να τους σώσουν από τις επιδρομές του Ιμπραήμ.
Το 1827, ο Όσιος Ιωακείμ, επέστρεψε στην τότε αγγλοκρατούμενη πατρίδα του, όπου αμέσως η φήμη του εξαπλώθηκε. Αυτό, βέβαια, είχε ως αποτέλεσμα να τον μισήσουν οι Άγγλοι, αλλά και κάποιοι ντόπιοι. 
Στην Ιθάκη, έζησε σαν πραγματικός ερημίτης, καθώς επέλεξε να κατοικεί σε δάση και φαράγγια. Καταπονούσε, αρκετά το σώμα του με την αυστηρή νηστεία και την άσκηση. Μόνο τους χειμερινούς μήνες δεχόταν να φιλοξενείται στα σπίτια κάποιων χριστιανών, που τον καλούσαν. Ο Όσιος Ιωακείμ, όμως, φρόντισε και στο να χτιστούν ναοί, αλλά και να ξεσηκώνει τους συντοπίτες του εναντίον των Άγγλων κατακτητών.
Στις 2 Μαρτίου του 1868, σε προχωρημένη πια ηλικία, ο Όσιος Ιωακείμ εκοιμήθη, στην οικία Παϊζη, στο Βαθύ της Ιθάκης. Η κηδεία του Αγίου, τελέστηκε στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου, όπου συγκεντρώθηκε πλήθος χριστιανών για να θρηνήσουν για την απώλεια του προστάτη τους. Το Ιερό σκήνωμα τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα για όλη τη νύχτα και την επόμενη ημέρα τάφηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του Αγίου, πίσω από τον ιερό ναό της Αγίας Βαρβάρας. 
Η αγιοσύνη του Ιωακείμ, αναγνωρίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο του 1999. Η μνήμη του Αγίου τιμάται στις 2 Μαρτίου και η ανακομιδή των λειψάνων του στις 23 Μαϊου. 
43.Ο Άγιος Βησσαρίων, Μητροπολίτης Λαρίσης
Ο Άγιος Βησσαρίων, γεννήθηκε στις Μεγάλες Πύλες (σημερίνη Πύλη ή Πόρτα Παναγιά των Τρικάλων) γύρω στα τέλη του 15ου αιώνα και προερχόταν από οικογένεια που είχε αναδείξει πολλούς ιερείς και μοναχούς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μεγαλώσει σύμφωνα με την χριαστιανική πίστη και το Λόγο του Θεού. Σε ηλικία μόλις 10 ετών, ο Άγιος επισκέφτηκε τον μητροπολίτη Λαρίσης Μάρκο, έμεινε κοντά του για πολλά χρόνια και διδάχτηκε πολλά από αυτόν. Ο Μητροπολίτης, κάποια χρόνια αργότερα χειροτόνησε το νέο Βησσαρίων διάκονο και στη συνέχεια πρεσβύτερο. 
Το 1516 ο Άγιος Βησσαρίων χειροτονήθηκε επίσκοπος Δομενίκου και Τυρνάβου, μα οι κάτοικοι της επαρχίας αυτής δεν τον δέχτηκαν και χωρίς να αντιδράσει ο Άγιος επέστρεψε στα Τρίκαλα, όπου και έμεινε δίπλα στον Μητροπολίτη. Όσο καιρό έμεινε στα Τρίκαλα, ο Άγιος Βησσαρίων, βοηθούσε όλους τους φτωχούς και τους αρρώστους είτε ήταν ξένοι είτε ήταν Έλληνες. 
Το 1521, όταν εκοιμήθη ο έξαρχος της επισκοπής Σταγών, Νικάνωρ, οι κάτοικοι ζήτησαν αν αναλάβει τη θέση του ο Βησσαρίων ,όπως και έγινε. Για 6, λοιπόν, χρόνια(1521-1527) ο Άγιος παρέμεινε στη θέση αυτή, παρ όλο που δοκιμάστηκε αρκετά από κάποιον ασεβή ιερά, ο οποίος διαρκώς τον ταλαιπωρούσε.
Όταν εκοιμήθη, ο μητροπολίτης Λαρίσης Μάρκος, ο Άγιος Βησσαρίων, ύστερα από απίτηση του Θεσσαλικού κλήρου, ανέλαβε τη θέση του, όπου ξεχώρισε για την έντονη ποιμαντική και κοινωνική του δραστηριότητα. Χρησιμοποιώντας τα χρήματα της Εκκλησίας, ο Άγιος εξαγόρασε πολλούς χριστιανούς αιχμαλώτους από τους Τούρκους, ίδρυσε πολλούς ναούς, κατασκεύασε γέφυρες, ανοίγοντας έτσι δρόμους από τη Θεσσαλία ως την Ήπειρο και στήριξε οικονομικά τους φτωχούς. Σημαντικό έργο θαωρείται  και η ίδρυση της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1530 και σε ηλικία μόλις 50 ετών, ο Άγιος Βησσαρίων εκοιμήθη. Οι μοναχοί της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ενταφίασαν τον Άγιο, στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου. Αργότερα, όμως, ένας υπηρέτης της μονής έκλεψε το ιερό λείψανο του Αγίου και το πούλησε στη Δύση. Η τίμια κάρρα του Αγίου, διασώθηκε κατά θαυμαστό τρόπο και φυλάσσεται έως και σήμερα στο μοναστήρι. Η μνήμη του Αγίου Βησσαρίωνος τιμάται στη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Δυτική Μακεδονία, τη Φιλιππιάδα, τη Λευκάδα, το Βαθύ του Μεγανησίου και τις παραδουνάβιες χώρες κάθε χρόνο στις 15 Σεπτεμβρίου. Ο Άγιος Βησσαρίων είναι ιδιαίτερα αγαπητός σε όλους τους χριστιανούς εξαιτίας των πολυάριθμων θαυμάτων που έκανε όσο ζούσε, αλλά και αφού εκοιμήθη. 
44.Άγιος Σωσοίωνας
Για τον Άγιο Σωσοίωνα γνωρίζουμε μόνο ότι ήταν μαθητής του Αποστόλου Παύλου και χειροτονήθηκε -όπως προλεχθηκε- πρώτος επίσκοπος Λευκάδος.
45.Όσιος Λουκάς ο εν Στειρίω
Ο Όσιος Λουκάς γεννήθηκε στο Καστόριο της Φωκίδας το 896 μ. Χ., από γονείς που κατάγονταν από την Αίγινα. Την περίοδο που οι Βούλγαροι, επίβασιλιά Συμεών, κατέλαβαν την Μακεδονία και έφτασαν μέχρι τη Στερεά Ελλάδα, ο Όσιος Λουκάς πήγε στην Πελοπόννησο.Αφού πέθανε ο βασιλιάς Συμεών, ο Λουκάς επέστρεψε στην Φωκίδα και εγκαταστάθηκε στο Στείριο Όρος το 927. 
Από μικρή ηλικία ο Όσιος, επέλεξε την ασκητική ζωή. Νήστευε από κρέας, αυγά και τυρί και τρεφόταν μόνο με νερό και όσπρια. Προσευχόταν συνέχεια και κύριο μέλημά του ήταν να βοηθάει τους φτωχούς. Σύμφωνα με την παράδοση, λένε, πως την ώρα που προσευχόταν , τα πόδια υψώνονταν ένα πήχη πάνω από το έδαφος και δεν άγγιζαν καθόλου τη γη. 
Ο Όσιος Λουκάς περιπλανήθηκε για πολλά χρόνια στις γύρω πόλεις, με σκόπο να βοηθήσει τους ανθρώπους, όπου επιτέλεσε και τα πρώτα του θαύματα. 
Στη συνέχεια, ο Όσιος Λουκάς και οι ακόλουθοί του έχτισαν ένα μοναστήρι και εγκαταστάθηκαν εκεί.. Η φήμη του Αγίου, είχε ήδη εξαπλωθεί στην γύρω πειροχή και πολλοί πιστοί τον επισκέπτονταν για να τους ευλογήσει, και να τον συμβουλευτούν. Ο Όσιος Λουκάς έμεινε για 7 χρόνια στο μοναστήρι αυτό, όπου και εκοιμήθη στις 7 Φεβρουαρίου του 953 σε ηλικία, μόλις 57 ετών. Το ιερό λείψανο του Οσίου, ενταφιάστηκε στους πρόποδες του Ελικώνα κοντά στο χωριό Στείριο, όπου χτίστηκε και η μονή του Οσίου Λουκά. Το ιερό λείψανο του Οσίου, όμως κατά τον 12ο-13ο αιώνα, εκλάπη από τους Σταυροφόρους και μεταφέρθηκε στην Ιταλία. Ύστερα, από πολλά χρόνια, το λείψανο του Αγίου επέστρεψε στην Ελλάδα και βρίσκεται έως και σήμερα στην Ιερά μονή του Οσίου Λουκά. Η μνήμη του Αγίου τιμάται κάθε χρόνο στις 7 Φεβρουαρίου. 
46.Νεομάρτυρας Άγιος Ιωάννης εκ Κονίτσης
Ό Άγιος Ιωάννης, γεννήθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, περίπου το 1790, από μωαμεθανούς γονείς. Ο ίδιος, έφερε το όνομα Χασάν και ήταν δερβίσης ( Τούρκος ιερώμενος), όπως ακριβώς και ο πατέρας του. 
Όταν ήταν μόλις 20 χρονών πήγε στο Βραχοχώρι (σημερινό Αγρίνιο), με σκοπό να επισκεφτεί κάποιον σεϊχη φίλο του πατέρα του. Εκεί, όμως, επειδή έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα, γνωρίστηκε με κάποιους χριστιανούς της περιοχής. Ο τότε, Χασάν, γοητεύτηκε πολύ από τον τρόπο ζωής των χριστιανών, τη νηστεία τους και τη διδασκαλία του Χριστού. Φοβούμενος, όμως, τις αντιδράσεις των συμπατριωτών του, πήγε στην αγγλοκρατούμενη Ιθάκη. Εκεί, διδάχθηκε τη χριαστιανική πίστη, και αποφάσισε να βαπτιστεί, παίρνοντας το όνομα Ιωάννης. Για να μην κινήσει, όμως, τι υποψίες των Τούρκων πήγε στο χωριό Μαχαλάς στο Ξηρόμερο, όπου παντρέυτηκε και έπιασε δουλειά ως αγροφύλακας. Σύντομα, όμως, οι Τούρκοι τον ανακάλυψαν και επειδή προερχόταν από μωαμεθανική οικογένεια, προσπάθησαν στην αρχή με καλό τρόπο να τον μεταπείσουν. Ο Άγιος Ιωάννης, όμως, παρέμεινε πιστός στον χριστιανισμό. Στη συνέχεια, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν μπροστά στον κριτή ,όπου και πάλι ο Άγιος υποστήριξε με θάρρος την πίστη του. Τότε, ο κριτή διέταξε τη θανάτωσή του. Έτσι, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1814 ο Άγιος Ιωάννης αποκεφαλίστηκε κάτω από τον πλάτανο του Ιερού Ναού του Αγίου Δημητρίου. 
Τα ιερά λείψαν του Αγίου, βρέθηκαν το 1974 και από τότε φυλάσσονται σε μυστική κρύπτη στην Ιερά μονή Προυσού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο.
47.Άγιος Δονάτος επίσκοπος Ευροίας
Ο Άγιος Δονάτος γεννήθηκε το 330 μ. Χ. στην πόλη Εύροια ( Ηπειρωτική Ελλάδα). Στο Βουθρωτό της Ηπείρου, διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα, και στη συνέχεια δίδαξε και αυτός εκεί μέχρι τα 30 του χρόνια. Το 360 μ. Χ. ο Άγιος Δονάτος, χειροτονήθηκε επίσκοπος Ευροίας και έμεινε στη θέση αυτή για 60 χρόνια. Ως επίσκοπος έλαβε μέρος και στην σημαντικότατη Β Οικουμενική Σύνοδο (381) τα χρόνια του αυτοκράτορα του Μεγάλου Θεοδοσίου. 
Ο Άγιος Δονάτος, ήταν ιδιαίτερα γνωστός για τα θαύματά του που προκαλούσαν τον θαυμασμό των απλών ανθρώπων αλλά και των αρχόντων του τόπου. 
Σύμφωνα με την παράδοση, στη περιοχή της Σωρείας και συγκεκριμένα κάτω από τη σκάλα της Τζαβέλαινας σε μια σπηλιά, ζούσε ένας δράκος, ο οποίος άρπαζε πρόβατα, κατσίκες, άλογα  και ανθρώπους ζωντανούς και μόλυνε τα νερά του τόπου. Μόλις, ο Άγιος Δονάτος, πληροφορήθηκε για αυτό το θηρίο πήγε στο μέρος όπου ζούσε ο δράκος, συνοδευόμενος από τους κληρικούς της επισκοπής του. Τότε, το θηρίο βγήκε από τη σπηλιά του και προσπάθησε να επιτεθεί στον Άγιο Δονάτο, εκείνος, όμως, το χτύπησε με το “φραγγέλιο” και ο δράκος έπεσε στη γη και πέθανε. Αφού το έκαψαν, ο Άγιος Δονάτος προσευχήθηκε, ευλόγησε το μολυσμένο νερό και προέτρεψε τους ακολουθούς του να πιουν. Πράγματι, το νερό δεν ήταν πια μολυσμένο και το νέο του θαύματος ταξίδεψε γρήγορα σε όλη την αυτοκρατορία. Όταν πληροφορήθηκε και ο Αυτοκράτορας Μέγας Θεοδόσιος για το θαύμα αυτό, κάλεσε τον Άγιο Δονάτο στο παλάτι του και του ζήτησε να θεραπεύσει την άρρωστη κόρη του και του είπε πως αν την έκανε καλά θα του χαρίζανε τη μισή περιουσία της. Ο Άγιος Δονάτος, πράγματι θεράπευσε την κοπέλα, με δεν δέχτηκε τα χρήματα. Αντιθέτως, ζήτησε από τον αυτοκράτορα να του παραχωρήσει κάποιο τόπο με σκοπό να χτίσει ένα ναό και ο Μέγας Θεοδόσιος δέχτηκε αμέσως. Έτσι, ο Άγιος Δονάτος έχτισε με την βοήθεια του Αυτοκράτορα, κοντά στο χωριό Γλυκή, ένα μεγάλο παλαιοχριστιανικό ναό χρησιμοποιώντας υλικά ελληνιστικής περιόδου. Όταν ο Άγιος Δονάτος εκοιμήθη το 388 τάφηκε στον ναό αυτό, σε τάφο που είχε ετοιμάσει ο ίδιος. 
Το 604 ο επίσκοπος Ευροίας Ιωάννης, εξαιτίας των επιδρομών κατέφυγε στην Κέρκυυρα, παίρνωντας μαζί του και το λείψανο του Αγίου Δονάτου, με σκοπό να το προστατεύσει. Το 1125, όμως ο Δόγης  Domenico Michelli έκλεψε το ιερό λείψανο και το μετέφερε στο νησί Murano της Βενετίας. Κατά την μεταφορά του λειψάνου, προς τη Βενετία, πέρασαν και από την Λευκάδα. Εκεί, λοιπόν, έχτισαν προς τιμή του Αγίου στο χωριό Εγκλουβή, ένα μικρό εκκλησάκι που φέρει το όνομά του. 
Η μνήμη του Αγίου, τιμάται κάθε χρόνο στις 7 Αυγούστου, με πανηγυρικές εκδηλώσεις σε πολλά μέρη της Ελλάδας. 

48.Άγιος Διονύσιος
Ο Αγιος Διονύσιος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στα 1547 από γονείς που ξεχώριζαν στο νησί για την κοινωνική τους θέση και την καλή τους οικονομική κατάσταση. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Γραδενίγος Σιγούρος. Ο πατέρας του λεγόταν Μούκιος και η μητέρα του Παυλίνα, ενώ είχε άλλα δύο αδέλφια, τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα. Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις της Ζακύνθου, που δεν επιβεβαιώνονται ιστορικά, ο άγιος είχε για ανάδοχο τον Αγιο Γεράσιμο, τον προστάτη της Κεφαλονιάς.
Η οικογένειά του φρόντισε να αποκτήσει μόρφωση, επιμένοντας περισσότερο στην κλασική παιδεία, χωρίς βεβαίως να αγνοούν και τα «Εκκλησιαστικά γράμματα».
Οι επιλογές των γονιών του φαίνεται πως απέδωσαν γρήγορα καρπούς, αφού απέκτησε σημαντική μόρφωση. Μιλούσε εκτός της ελληνικής γλώσσας, την ιταλική και τη λατινική, χειριζόταν μοναδικά την αρχαία ελληνική. Ενώ, όπως προκύπτει από κείμενά του που έχουν σωθεί, ήταν και πολύ ικανός θεολόγος.
Σε ηλικία 20 χρόνων και αφού είχαν πεθάνει οι γονείς του αποφάσισε να γίνει μοναχός. Για τον λόγο αυτό αφήνει όλη την περιουσία του στον αδελφό του, με ιδιαίτερη αναφορά  για την αποκατάσταση της αδελφής του. Εκάρη μοναχός στη μονή Στροφάδων, νησί νότια της Ζακύνθου, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ. Εκεί αφιερώθηκε στην προσευχή, στη μελέτη των γραφών, στον αυστηρό ασκητικό βίο και δύο χρόνια αργότερα έγινε ηγούμενος της μονής.
Εναν χρόνο μετά χειροτονήθηκε ιερέας από τον επίσκοπο Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, Θεόφιλο. Το 1577 αποφάσισε να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους. Περνώντας από την Αθήνα, θέλησε να πάρει την ευλογία του επισκόπου Νικάνορα, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τη μόρφωσή του και θέλησε να τον προάγει στο επισκοπικό αξίωμα της επισκοπής Αιγίνης, που βρισκόταν σε χηρεία. Εγραψε στον Πατριάρχη Ιερεμία υπέρ της υποψηφιότητας του Δανιήλ. Ο Ιερεμίας συναίνεσε τελικά και χειροτονήθηκε επίσκοπος Αιγίνης λαμβάνοντας το όνομα Διονύσιος. Το έργο που επιτέλεσε στο νησί της Αίγινας ήταν σημαντικό, αφού πρωτίστως ενδιαφέρθηκε για την ανακούφιση των φτωχών και των αδυνάτων. Στην παλιά πόλη της Αίγινας σώζεται και σήμερα έξω από την Εκκλησία ο πέτρινος θρόνος, όπου ο Αγιος Διονύσιος ανέβαινε και κήρυττε στους χριστιανούς. Ο άγιος του Θεού ποίμανε το πνευματικό του στην Αίγινα ποίμνιο, καθώς λέγει η Θεία Γραφή, «μετ’ επιστήμης», σαν αληθινός δηλαδή και καλός ποιμένας της Εκκλησίας.
Το νησί της Αίγινας είναι ευλογημένος τόπος, όπου τον πάτησαν και τον άγιασαν δύο Οσιοι Πατέρες της Εκκλησίας• τότε μεν ο Αγιος Διονύσιος και στις ημέρες μας ο Αγιος Νεκτάριος, ο επίσκοπος Πενταπόλεως. Και οι δύο αξιωμένοι με τη χάρη των θαυμάτων, γι’ αυτό και οι δύο κατέχουν τον τίτλο του θαυματουργού.
Το 1579 υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Ο αυστηρά ασκητικός βίος σε συνδυασμό με  αυξημένες δραστηριότητες που είχε αναλάβει κλόνισαν την υγεία του, με αποτέλεσμα να στείλει επιστολή τόσο στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία όσο και στον επίσκοπο Αθηνών Νικάνορα με την παραίτησή του και την ταυτόχρονη δήλωση της θέλησής του να επιστρέψει στη Ζάκυνθο. Ο Ιερεμίας όμως δεν ήθελε να μείνουν αναξιοποίητες οι ικανότητες του Διονυσίου και έτσι τον έχρισε χωρεπίσκοπο Ζακύνθου. Η έντονη δραστηριότητα όμως στη Ζάκυνθο προκάλεσε την επιβουλή του επισκοπικού περιβάλλοντος, ίσως δε και του ίδιου του επισκόπου, με αποτέλεσμα να καταγγελθεί για υπέρβαση εξουσίας στον ηγεμόνα του νησιού Νικόλαο Δαπόντε. Ο Δαπόντες ζήτησε την παραίτηση του Διονυσίου, κάτι που ο ίδιος δέχτηκε, ώστε να μην προκληθούν σχίσματα και εντάσεις.
 
Η συγχώρεση του φονιά του αδελφού του
Οι οικογένειες Σιγούρου και Μονδίνου, όπως προκύπτει από διασωθέντα έγγραφα που βρίσκονται στα αρχεία της Βενετίας, βρίσκονταν σε μια διαρκή αντιπαλότητα. Μάλιστα πολλές φορές έλυναν τις διαφορές τους με συμπλοκές.
Κάποια μέρα μπήκε στο κελί του Αγίου ένας κυνηγημένος άνθρωπος, τρέμοντας και ζητώντας προστασία. Είχε σκοτώσει τον αδελφό του Αγίου Διονυσίου, Κωνσταντίνο. Οταν το άκουσε, ο Αγιος -σύμφωνα με τις προφορικές παραδόσεις του νησιού, σηκώθηκε, άνοιξε την πίσω πόρτα του κελιού του και οδήγησε τον φονιά να φύγει, να κρυφτεί και να σωθεί. Οταν δε οι συγγενείς του σκοτωμένου, αλλά και του αγίου, και τα όργανα της εξουσίας ήλθαν στο κελί και ρωτούσαν για τον φονιά, ο Αγιος Διονύσιος προσποιήθηκε κι απάντησε πως δεν τον είχε δει και πως δεν ήξερε τίποτε. Γι’ αυτό ένας Ζακυνθινός ποιητής, θέλοντας να εγκωμιάσει την αρετή του Αγίου Διονυσίου και θαυμάζοντας το παράδειγμά του, σ’ ένα του ποίημα έγραψε αυτό τον παράδοξο στίχο: «αγιάζει ο δούλος του Θεού την ώρα που αμαρτάνει»!
 
Στη Μονή της Αναφωνήτριας
Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Αγιος Διονύσιος είχε αποσυρθεί στο μοναστήρι της Θεοτόκου της Αναφωνήτριας. Η Μονή της Παναγίας της Αναφωνήτριας ήταν γνωστή γιατί η παράδοση θέλει την εικόνα της Θεοτόκου να έχει έρθει με θαυματουργό τρόπο στο μοναστήρι από την Κωνσταντινούπολη αμέσως μετά την Αλωση. Η Μονή ιδρύθηκε από τον άρχοντα της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου Λεονάρδο Γ’ Τόκκο και τη γυναίκα του Λάππα τον 15ο αιώνα και προικίστηκε με σημαντική περιουσία. Τη Μονή της Αναφωνήτριας υπήρχε η συνήθεια οι Ενετοί διοικητές να την παραχωρούν μαζί με την περιουσία της σε κάποια από τις αριστοκρατικές οικογένειες του νησιού. Ετσι το 1568 παραχωρήθηκε στον Αγιο Διονύσιο που καταγόταν από την επιφανή οικογένεια των Σιγούρων. Εκεί στη Ζάκυνθο τον επισκέπτονταν χιλιάδες πιστοί για να τον συμβουλευτούν αλλά και να τους εξομολογήσει.
Ο Αγιος Διονύσιος κοιμήθηκε το 1624, σε ηλικία 77 ετών. Κατά την επιθυμία του, τον έθαψαν στο μοναστήρι στις Στροφάδες. Οταν ύστερα από χρόνια θέλησαν να κάμουν ανακομιδή των αγίων λειψάνων του, το ιερό σκήνωμα βρέθηκε ολόκληρο και ακέραιο, ντυμένο τα αρχιερατικά άμφια, όπως το είχαν θάψει. Στα 1703 η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αναγνώρισε την αγιότητά του ύστερα από αναφορές και αιτήσεις του κλήρου και του λαού της Ζακύνθου, που βεβαίωναν για τα πολλά θαύματα και για την πίστη και συνείδηση της τοπικής Εκκλησίας στην αγιοσύνη του.
Η μετάνοια των δύσπιστων αλιέων:  Ο Αγιος Διονύσιος κάποτε πήγαινε με άλλους κληρικούς ως προσκεκλημένος στη Μονή Αγίου Γεωργίου στο νησάκι Βόιδι. Οι ψαράδες όμως, οι οποίοι τους μετέφεραν με το πλοίο τους, ήταν προληπτικοί κατά των ρασοφόρων και απέδωσαν στην παρουσία των κληρικών την αποτυχία τους στο ψάρεμα. Ο άγιος, θέλοντας να τους συνετίσει, τους υπέδειξε πού να ρίξουν τα δίχτυα τους και παρότι το μέρος εκείνο δεν είχε ποτέ ψάρια, οι ψαράδες έπιασαν τόσα πολλά, ώστε δεν μπορούσαν να σηκώσουν τα δίχτυα τους. Τότε προσκύνησαν τον άγιο και του ζήτησαν συγχώρεση.
Η διάβαση του χειμάρρου: Οταν ο άγιος μόναζε στη Μονή της Αναφωνήτριας, χρειάστηκε να κατέβει στην πόλη συνοδευόμενος από τον διάκονο Δανιήλ. Στον δρόμο έπεσε ραγδαία βροχή, αλλά κατά τρόπο θαυμαστό δεν βράχηκε ούτε ο άγιος ούτε ο συνοδός του. Λίγο αργότερα συνάντησαν έναν χείμαρρο που ήταν αδύνατο να περάσουν. Τότε ο άγιος ευλόγησε τον χείμαρρο, ο οποίος σταμάτησε, αφήνοντας τον άγιο και τον συνοδό του να περάσουν.
Η λύση του αφορισμού:   Στον Ναό του Αγίου Νικολάου των Ξένων βρέθηκε αδιάλυτο το σώμα αφορισμένης γυναίκας, νεκρής από πολύ καιρό. Ο άγιος παρακλήθηκε από τους συγγενείς της γυναικός να λύσει το επιτίμιο. Τότε διέταξε να βάλουν το πτώμα σε ένα στασίδι. Κατόπιν προσευχήθηκε γονατιστός και με δάκρυα για τη λύση του αφορισμού. Μόλις τελείωσε τη συγχωρητική ευχή ο άγιος, το πτώμα έκλινε το κεφάλι σαν να προσκυνούσε τον άγιο και κατόπιν διαλύθηκε σε οστά και χώμα.
Το όραμα του Ηγουμένου Δανιήλ: Οταν μετά την κοίμηση του Αγίου Διονυσίου και την ανακομιδή των Λειψάνων του το Σκήνωμά του βρέθηκε άθικτο, τοποθετήθηκε από τους Μοναχούς της Μονής Στροφάδων σε ειδική λάρνακα μέσα στο Καθολικό της Μονής, μέχρι την επίσημη ανακήρυξή του ως Αγίου το 1703. Πριν από αυτήν, ο ιερομόναχος Δανιήλ, που ήταν και ηγούμενος της Μονής Στροφάδων, αμφέβαλλε για την αγιότητα του Ιεράρχου. Μια νύχτα όμως νόμισε πως είδε τον Εκκλησιάρχη να του ζητάει την ευχή για να σημάνει τον Ορθρο. Ο Ηγούμενος τότε κατευθύνθηκε προς τον ναό και μπαίνοντας τον είδε φωταγωγημένο και τον άγιο να στέκεται όρθιος έξω από τη λάρνακα και να ιερουργεί, υπηρετούμενος από ιερείς και διακόνους. Τότε ένας από τους ιερείς λέει στον ηγούμενο Δανιήλ «πληροφορήθηκες τώρα, ή αμφιβάλλεις;». Τρομαγμένος ο ηγούμενος, έφυγε από τον ναό και όταν γύρισε για να επιβεβαιώσει το προηγούμενο όραμά του είδε τον άγιο να αποσύρεται στη λάρνακά του, τα φώτα του ναού να σβήνουν και τους ιερωμένους να χάνονται.
Η μνήμη του Αγίου τιμάται κάθε χρόνο στις 17 Δεκεμβρίου.

49.Άγιος Αγάθαρχος επίσκοπος Λευκάδας και οι Άγιοι πέντε πατέρες
Ο Άγιος Αγάθαρχος, καταγόταν μάλλον από την Αχαϊα, έζησε τον 4ο αιώνα ήταν εκπρόσωπος της Εκκλησίας της παλαιάς Ηπείρου. Είχε χειροτονηθεί επίσκοπος Λευκάδας γύρω στο 320 μ.Χ. Ο Άγιος Αγάθαρχος , έλαβε μέρος στην Οικουμενική Σύνοδο του 325 μ. Χ, ύστερα από σύγκληση του Μεγάλου Κωνσταντίνου, με σκοπό να καταπολεμηθεί η αίρεση του Αρειανισμού. Στη σύνοδο, που πραγματοποιήθηκε στην Νίκαια της Βιθυνίας, έλαβαν μέρος πολλοί επίσκοποι απ όλη την Ελλάδα. Εκεί, ο Άγιος Αγάθαρχος, γνωρίστηκε με άλλους πέντε Πατέρες, οι οποίοι θαύμασαν τόσο πολύ τον Άγιο, που θέλησαν να τον ακολουθήσουν. Έτσι, επιστρέψανε όλοι μαζί από τη Νίκαια στη Λευκάδα. 
Οι τρεις από τους πέντε Πατέρες, έμειναν μέχρι και το τέλος της ζωή τους σε μια σπηλιά στο βουνό Σκάρων, όπου επιδόθηκαν στη νηστεία, την προσευχή και την άσκηση.Όταν εκοιμήθηκαν θάφτηκαν σε αυτό το μέρος, όπου αργότερα χτίστηκε και ένα μικρό εκκλησάκι που φέρει το όνομά τους. 
Οι άλλοι δύο Πατέρες ακολούθησαν τον επίσκοπο Αγάθαρχο και μόνασαν στο χώρο, όπου βρίσκεται στο σημερινό μοναστήρι της Φανερωμένης, μέχρι το τέλος της ζωή τους. Η ακριβής ημερομηνία κοιμήσεώς τους δεν είναι γνωστή, όπως δεν είναι γνωστά και τα ονόματα των πέντε πατέρων. Στο μικρό εκκλησάκι των Αγίων Πατέρων σώζεται έως και σήμερα, “ η σφραγίδα των Αγίων”, δηλαδή μια μολύβδινη κυκλική σφραγίδα, με χαραγμένες τις μορφές των τριών Αγίων. 
Η μνήμη του Αγίου Αγαθάρχου και των 5 Πατέρων γιορτάζεται κάθε χρόνο την Ζ Κυριακή μετά το Πάσχα.

50.Άγιος Θεόκλητος ο Λακεδαιμόνας
Ο Άγιος Θεόκλητος γεννήθηκε τον 9ο αιώνα μ. Χ, στο Καστόρειο, που βρισκόταν στην επαρχία της Λακεδαιμονίας. Από πολύ μικρή ηλικία είχε αρχίσει να συνδέεται με μοναχούς και ασκητές και έτσι έγινε γρήγορα μοναχός. 
Ως μοναχός, ο Άγιος Θεόκλητος νήστευε για μεγάλα χρονικά διαστήματα, δεν επικοινωνούσε με τους ανθρώπους και προσευχόταν συνέχεια.
Μετά από κάποια χρόνια ο Άγιος Θεόκλητος, χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος της Λακεδαιμονίας, όπου και επίδειξε σπουδαίο ποιμαντικό έργο. Βοηθούσε όλους τους φτωχούς, προστάτευε τις χήρες και τα ορφανά, συμβούλευε τα νέα παιδιά και στεκόταν πάντα δίπλα στο ποίμνιό του. Ο Άγιος Θεόκλητος, όμως, έγινε γνωστός και για τα θαύματα του. Σύμφωνα με την παράδοση, μια χρονιά, έπεσαν στα σπαρτά ακρίδες και κινδύνευε να καταστραφεί ολόκληρη η σοδειά. Τότε οι κάτοικοι της περιοχής ζήτησαν βοήθεια από τον Άγιο Θεόκλητο και εκείνος, σηκώνοντας το ραβδί του, έδιωξε τα νέφη των ακρίδων. Η μνήμη του Αγίου, τιμάται την 1η Δεκεμβρίου κάθε χρόνο.

51.Όσιος Λεόντιος ο Μονεμβασιώτης
Ο Όσιος Λεόντιος (κατά κόσμον Λέων)γεννήθηκε μάλλον τον 14ο αιώνα στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στη Μονεμβασιά για αυτό και ονομάστηκε “ Μονεμβασιώτης”. Ο Όσιος Λεόντιος, προερχόταν από καλή και πλούσια οικογένεια και ετσί του παρήχαν σημαντική μόρφωση. Αφού ο Όσιος, τελείωσε με τις πρώτες του σπουδές, ο πατέρας του τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη για να μαθητεύσει με τους φιλοσόφους που βρίσκονταν εκεί. Γρήγορα, ξεχώρισε για τις γνώσεις του και έγινε αγαπητός στους δασκάλους του, αλλά και στον ίδιο το βασιλιά.
Όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Όσιος Λεόντιος επέστρεψε στη Μονεμβασιά, για να βοηθήσει τη χήρα μητέρα του, αναλαμβάνοντας τη διαχείριση της περιουσίας τους. Ο Όσιος Λεόντιος, ύστερα από παράκληση της μητέρας του παντρεύτηκε, μα δεν άντεξε για πολύ καιρό, καθώς από μικρός επιθυμούσε να αφιερωθεί στο Θεό. Έτσι, ο Όσιος, άφησε τη σύζυγό του και τα τρία τους παιδιά και έφυγε από το σπίτι του. 
Στην αρχή έμεινε κοντά σε έναν ασκητή που ονομαζόταν Μεννίδης, από τον οποίο εκάρη μοναχός με το όνομα Λεόντιος. Στη συνέχεια, πήγε στο Άγιο Όρος, όπου ξεχώρισε για την υπομονή του και τους μεγάλους ασκητικούς αγώνες. Τελικά, έφυγε και από το Άγιο Όρος και πήγε στο όρος Κλωκόν του Γέροντος, που βρίσκεται πάνω από το Αίγιο, όπου έζησε στην απομόνωση και επιδόθηκε σε πολλά θαύματα. Εξαιτίας των θαυμάτων και της αρετής του ο Όσιος Λεόντιος έγινε γρήγορα γνωστός, που ακόμα και οι γιοι του τότε βασιλιά, μαθαίνοντας για αυτόν, έχτισαν στον τόπο άσκησής τον ιερό ναό του αρχαγγέλου Μιχαήλ και άλλα οικοδομήματα, ώσπου συγκρότηθηκε μοναστήρι. Στο μοναστήρι αυτό, εκοιμήθη ο Όσιος Λεόντιος σε ηλικία 75 ετών. Το λείψανο του Οσίου, βρίσκεται ακόμα και σήμερα στο σπήλαιο της ασκήσεώς του και η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 11 Δεκεμβρίου.
52.Άγιος Μάξιμος ο Γραικός
Ο Άγιος Μάξιμος (κατά κόσμον Μιχαήλ Τριβώλης) γεννήθηκε στην Άρτα το 1470, από πλούσιους γονείς, οι οποίοι κατάγονταν από το Μυστρά, απ όπου αναγκάστηκαν να φύγουν λίγο πριν την πτώση του Δεσποτάτου. Όταν ο Άγιος έφτασε 14 χρονών, οι γονείς του τον έστειλαν στην Κέρκυρα, όπου μαθήτευσε δίπλα στο θείο του Δημήτρη Τριβώλη, αλλά και στον μεγάλο διδάσκαλο Ιωάννη Μόσχο. Στη συνέχεια, τον έστειλαν στη Φλωρεντία, όπου σπούδασε κοντά στον Ιωάννη Λάσκαρη θεολογία, ιστορία, φιλολογία, φιλοσοφία, αρχαία ελληνικά, λατινικά, γαλλικά και ιταλικά.
Όταν τέλειωσε με τις σπουδές του, πήγε στη μονή Βατοπαιδίου στο Άγιο Όρος, όπου εκάρη μοναχός και πήρε το όνομα Μάξιμος. Γρήγορα, οι υπόλοιποι μοναχοί τον ξεχώρισαν για το ήθος μα και για τη μόρφωσή του και για αυτό αποφάσισαν να τον στείλουν στη Ρωσία, ώστε να μεταφράσει τα λειτουργικά βιβλία, την Αγία Γραφή και τα βιβλία των Πατέρων από τα ελληνικά στα ρώσικα.
Έφτασε στη Μόσχα το 1518 μαζί με άλλους δύο μοναχούς και αμέσως ξεκίνησε τις μεταφράσεις των βιβλίων. Εκεί γνωρίστηκε με πολλούς επιφανείς ανθρώπους, οι οποίοι τον θαύμασαν, μα υπήρξαν και αρκετοί που τον μίσησαν. 
 Θα πρέπει να επισημάνουμε πως εκείνη την περίοδο στη Ρωσία υπήρχαν  δύο τάσεις για τον μοναχισμό: Η μία υποστήριζε ότι τα μοναστήρια δικαιούνταν να έχουν μεγάλη περιουσία και δούλους και η άλλη έλεγε, ότι οι μοναχοί δεν πρέπει να ασχολούνται με αυτά και να αντιδικούν με τους ανθρώπους για υλικά πράγματα. Ο Μάξιμος χωρίς να ταχθεί με κανέναν υποστήριζε τις σωστές απόψεις της Εκκλησίας, δηλαδή ότι η Εκκλησία δικαιούται να έχει περιουσία για τα απολύτως αναγκαία, κτυπούσε όμως τον υπερβολικό πλούτο, ο οποίος, όπως έλεγε, διαφθείρει τον άνθρωπο και σκοτίζει το νου του. Με αφορμή αυτήν τη στάση του, αλλά και την αντίδρασή του, όταν ο ηγεμόνας της Ρωσίας θέλησε να χωρίσει την ορθόδοξη γυναίκα του επειδή δεν μπορούσε να κάνει παιδιά και να παντρευτεί μια καθολική, διατάχθει η σύλληψή του. Ο Άγιος Μάξιμος, λοιπόν, φυλακίστηκε στη μονή Βολοκαλάμσκ με την κατηγορία του αιρετικου. Ο Όσιος έμεινε φυλακισμένος εκεί για 23 χρόνια, όπου του είχαν απαγορέψει τα πάντα και ζούσε κάτω από άθλιες συνθήκες. Το 1548, ο Όσιος Μάξιμος αφέθηκε ελεύθερος και πήγε να ζήσει στη μονή της Αγίας Τριάδας, που βρίσκεται έξω από τη Μόσχα. Στις 21 Ιανουαρίου του 1560 ο Όσιος εκοιμήθη σε αυτό το μοναστήρι, αφήνοντας πίσω του πλούσιο συγγραφικό έργο. Οι Ρώσοι καταλαβαίνοντας την αδικία εις βάρος του τον ανακήρυξαν Άγιο της Ρώσικης Εκκλησίας το 1988. Η μνήμη του Αγίου τιμάται στις 21 Ιανουαρίου (ημέρα της κοιμήσεώς του).
53.Άγιος Γεώργιος ο εν Μαλεώ
Ο Άγιος Γεώργιος γεννήθηκε στην περιοχή της Λακωνίας, μα δεν γνωρίζουμε ούτε την ακριβή ημερομηνία της γέννησής του, ούτε τον τόπο.
Ο Άγιος από πολύ μικρή ηλικία αγάπησε το Θεό και αφιέρωσε τη ζωή του σ αυτόν. Οι γονείς του, όμως, ήθελαν να τον παντρέψουν, μα εκείνος αρνήθηκε και εκάρη μοναχός. Ο Άγιος Γεώργιος, άρχισε να μελετά θεολογικά βιβλία, να προσεύχεται και να νηστεύει. Γρήγορα, ο Άγιος έγινε γνωστός και πολλοί χριστιανοί τον επισκέπτονταν για να τους ευλογήσει. Ο Άγιος,όμως, ήθελε να απομονωθεί και έτσι, πήγε στο όρος Μαλεός, που βρίσκεται στη Νότια Λακωνία. Μα και εκεί, ύστερα από λίγα χρόνια, συγκεντρώθηκε πλήθος μοναχών, τους οποίους ο Άγιος καθοδήγησε. Όλοι σέβονταν και αγαπούσαν τον Άγιο Γεώργιο σε τέτοιο βαθμό, που πολλοί βασιλείς και άρχοντες του έστελναν επιστολές ζητώντας του συμβουλές για διάφορα θέματα, ακόμα και για την διακυβέρνηση του λαού. 
Ο Άγιος Γεώργιος, προέβλεψε το τέλος της ζωής του τρία χρόνια πριν, οπότε και συγκέντρωσε όλους τους μαθητές του και μοναχούς για να τους δώσει τις τελευταίες συμβουλές του. Η μνήμη του Αγίου Γεωργίου του “εν Μαλεώ”, τιμάται κάθε χρόνο στις 4 Απριλίου.

54.Όσιος Γρηγόριος ο εκ Μυστρά
Ο Όσιος Γρηγόριος, γεννήθηκε τον 11ο αιώνα, στο Μυστρά και προερχόταν από πλούσια οικογένεια χριστιανών. Από μικρή ηλικία, διδάχθηκε τις Αγίες Γραφές και άρχισε να στρέφεται προς τη μοναστική ζωή. 
Σε ηλικία, μόλις 16 ετών, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και πήγε σε κάποιο μοναστήρι, χωρίς, όμως, την άδεια των γονιών του. 
Μετά από λίγο καιρό, ο Άγιος Γρηγόριος, αποφάσισε να ακολουθήσει μια ομάδα μοναχών, οι οποίοι πήγαιναν να προσκυνήσουν στους Άγιους τόπους. Για άγνωστους, όμως, λόγους, ο Άγιος βρέθηκε στη Ρώμη, όπου έμεινε σε κάποιο μοναστήρι. Στη συνέχεια, πήγε τελικά στους Αγίους τόπους, από και στη Νίκαια της Μικράς Ασίας και μετά στη Θράκη, τη Μακεδονία και την Εύβοια, όπου και εγκαταστάθηκε. Στην Εύβοια, έμενε σε ένα μικρό Ιερό ναό στην πόλη του Ωρεού, όπου γρήγορα έγινε γνωστός και πλήθη πιστών τον επισκέπτονταν καθημερινά για να ακούσουν το κήρυγμά του και να τους βοηθήσει. 
Ο Άγιος Γρηγόριος, όμως, επιθυμόντας να ζήσει σε απόλυτη ησυχία, έφυγε από τον Ωρεό και πήγε σε μια μικρή νήσο τη Στρογγυλή. Και πάλι, όμως, τον επισκέπτονταν πολλοί μοναχοί, ιερείς, πλούσιοι, φτωχοί και άρχοντες, προκειμένου να διδαχθούν από αυτόν και να τους συμβουλέψει.
Η ακριβής ημερομηνία, κοιμήσεως του Αγίου Γρηγορίου εκ Μυστρά δεν είναι γνωστή. Η μνήμη του τιμάται την Κυριακή των Αγίων Πάντων.

55.Άγιος Ιωάννης Νεομάρτυς

Ο Άγιος Ιωάννης, γεννήθηκε το 1758 στο χωριό Γούβες της Μονεμβασιάς. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και έτσι ο Ιωάννης, από μικρή ηλικία βρισκόταν στο χώρο της Εκκλησίας, καθώς τον βοηθούσε. 
Το 1770 ο Χατζή Οσμάν, έφτασε με το στρατό του και στο χωριό Γούβες. Ο πατέρας του Ιωάννη σκοτώθηκε και αυτός με τη μητέρα του, πιάστηκαν αιχμάλωτοι και οδηγήθηκαν στη Λάρισα, όπου πουλήθηκαν ως σκλάβοι, αρκετές φορές. Τελικά, αγοράστηκαν από ένα πλούσιο Τούρκο, ο οποίος ήταν άτεκνος και βλέποντας την εξυπνάδα και τη μόρφωση του Ιωάννη, σκέφτηκε να τον κάνει ψυχοπαίδι του. Ο Τούρκος αφέντης, όμως, προσπαθούσε να τον κάνει και Οθωμανό. Ο Ιωάννης, παρ όλες τις υποσχέσεις αλλά και τις φοβέρες του αφέντη του, έμεινε σταθερός στην χριστιανική πίστη.
Απογοητεύμενος, ο Τούρκος, σταμάτησε να προσπαθεί και έστειλε τον Άγιος στην αυλή του τζαμιού, όπου μαζεύτηκε πλήθος κόσμου και άρχισαν να τον βασανίζουν. Και πάλι, όμως, ο Άγιος Ιωάννης παρέμενε αμετακίνητος.
Όταν επέστρεψαν και πάλι στο σπίτι τους, πλησίαζε η νηστεία του δεκαπενταύγουστου. Ο Τούρκος, μόλις κατάλαβε πως ο Άγιος, δεν ήθελε να χαλάσει τη νηστεία, τον φυλάκισε στον στάβλο για 15 μέρες, βασανίζοντάς τον καθημερινά με διάφορους τρόπους. Ο Άγιος Ιωάννης δε λύγισε από αυτά τα βασανιστήρια και συνέχισε τη νηστεία του μέχρι τέλους. 
Τελικά, στις 19 Οκτωβρίου του 1773, ο Τούρκος αφέντης, έχοντας εξαγριωθεί από τη συμπεριφορά του Αγίου Ιωάννη, τον σκότωσε με μαχαίρι. Η μνήμη του τιμάται από την εκκλησία μας στις 21 Οκτωβρίου.
56.Όσιος Θεόδωρος Κυθήρων
Ο Όσιος Θεόδωρος, γεννήθηκε στην Κορώνη του 870-890 μ.Χ. Έζησε στο Ναύπλιο, όπου σπούδασε και παντρέυτηκε, αποκτώντας δύο παιδιά. Η βαθύτερη επιθυμία του, όμως, ήταν να μονάσει. Έτσι, εγκατέλειψε την οικογένειά του, πήγε στη Ρώμη και στη συνέχεια στη Μονεμβασιά, όπου και έμεινε στο κελί της εκλησίας της Θεοτόκου της Διακονίας. 
Γύρω στο 921, πήγε στο τότε έρημο νησί των Κυθήρων, όπου μόνασε στον παλαιοχριστιανικό Ναό των Αγίων Σεργίου και Βάκχου. 
Την επόμενη κιόλας χρονιά (12 Μαϊου 922), ο Όσιος Θεόδωρος εκοιμήθη. Σύμφωνα με την παράδοση, αρκετό καιρό αργότερα, πέρασαν κάποιοι ναύτες από τα Κύθηρα και βρήκαν το λείψανο του Αγίου, άθικτο από το πέρασμα του χρόνου. Το 925, κάτοικοι της Μονεμβασιάς, παρέλαβαν και ενταφίασαν το ιερό λείψανο του Οσίου. Στη συνέχεια, ξαναέχτισαν την παλιά εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, αφιερώνοντάς την στον Όσιο Θεόδωρο. Μετά από αρκέτά χρόνια, χτίστηκε και μοναστήρι στη συγκεκριμένη περιοχή, όπου φυλάσσεται η τίμια κάρρα του Οσίου. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Μαϊου κάθε χρόνο. 

57.Άγιος Μήτρος ή Δημήτριος ο νεομάρτυς
Ο Άγιος Μήτρος ή Δημήτριος, γεννήθηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Πελοπόννησο. Από μικρή ηλικία, ο Άγιος μαζί με άλλους νέους της περιοχής εξισλαμίστηκε, και πήρε το όνομα Μουσταφά. 
Ο Μουσταφά, γρήγορα ξεχώρισε μέσα στην κοινωνία των Τούρκων, οι οποίοι του έδωσαν το αξίωμα του επάρχου. Μέσα σε λίγα χρόνια, απέκτησε πολλά χρήματα, μα δεν ήταν ευχαριστημένος από τη ζωή του. Έτσι, μια μέρα, αποφάσισε να επιστρέψει στο χριστιανισμό και πήγε σε κάποιον πνευματικό της Τρίπολης, ο οποίος τον εξομολόγησε και τον καλωσόρισε ξανά στους κόλπους της Εκκλησίας. 
Ο Άγιος Μήτρος άρχισε να ζει ως χριστιανός, μα προσπαθούσε να το κρύβει από τους Τούρκους, οι οποίοι δεν άργησαν να τον ανακαλύψουν. 
Όταν οι Τούρκοι, λοιπόν, κατάλαβαν πως είχε ασπαστεί και πάλι τον χριστιανισμό, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον πασά της Τρίπολης. Ο πασάς, προσπάθησε να τον μεταπείσει με διάφορους τρόπους, προσφέροντάς του ακόμα και χρήματα, μα ο Άγιος Μήτρος ήταν αμετακίνητος. Έτσι, ο πασάς διέταξε τη φυλάκιση του και τον αποκεφαλισμό του, στις 28 Μαϊου του 1794. Οι χριστιανοί της περιοχής, παρέλαβαν το ιερό λείψανο, αφού πλήρωσαν τους Τούρκους, και το έθαψαν με όλες τις τιμές στον Ιερό ναό του Αγίου μεγαλομάρτυρα Δημητρίου. 
Η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 28 Μαϊου. 

58.Άγιος Ιωάννης νεομάρτυς ο Τουρκολέκας

Ο Άγιος Ιωάννης ο Τουρκολέκας, γεννήθηκε το 1805 στο χωριό Τουρκολέκα της Αρκαδίας. Ο πατέρας του, ήταν ο γνωστός αγωνιστής Σταματέλος Σταματελόπουλος και η μητέρα του ήταν η αδερφή της συζύγου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο Άγιος Ιωάννης είχε και 4 αδέρφια, μεταξύ των οποίων και το γνωστό Νικηταρά (οπλαρχηγός Νικήτας).
Ο Άγιος Ιωάννης, το 1816, σε ηλικία μόλις 11 χρονών, ταξίδεψε με τον πατέρα του στα Κύθηρα, μα λόγω της κακοκαιρίας βρέθηκαν στη Νεάπολη της Λακωνίας. Ο αγάς της εκεί περιοχής, τους συνέλαβε (μαζί με κάποιον άλλο) και τους οδήγησε στη Μονεμβασιά, όπου και φυλακίστηκαν στο κάστρο της. Ο βοεβόδας του Μυστρά, διέταξε τον αποκεφαλισμό των τριών φυλακισμένων. Σχετικά με το μαρτύριο έχει γράψει ο ίδιος ο Νικηταράς: “Στον αδερφό μου πρότειναν να αλλάξει την πίστη του. Του δείχνουν τον σκοτωμένο πατέρα του, και του λένε, κάτσε να σε κάνουμε Τούρκο. Τότε το παιδί κάνει το σταυρό του και τους απαντά: θα πάω και εγώ εκεί που πάει ο πατέρας μου. Του ξαναλέγουν γίνε Τούρκος. Το παιδί όμως ξανακάνει το σταυρό του. Έγινε από το αίμα του σταυρός. Πήραν τα κεφάλια τους στην Τριπολιτσά. Η σφαγή και των 3 έγινε στις 16 Οκτωβρίου του 1816 έξω από τον Ιερό Ναό του «Ελκομένου Χριστού», στην παλιά Μονεμβασιά.”
Τα κεφάλια του Αγίου Ιωάννη, του πατέρα του και του αγνώστου μάρτυρα εστάλησαν στον πασά της Τρίπολης και ο τόπος ταφής των σωμάτων τους παραμένει έως και σήμερα άγνωστος. Η μνήμη του εορτάζεται κάθε χρόνο στις 16 Οκτωβρίου.
59.Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος

Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (κατά κόσμον Αθανάσιος Τούλιος ο Παριανός), γεννήθηκε το 1722 στο Κώστο της Πάρου, από ευσεβείς γονείς, οι οποίοι, από μικρό ακόμη του έδειξαν το δρόμο της χριστιανοσύνης. ΣτηνΠάρο, ο Άγιος Αθανάσιος, ξεκίνησε τις πρώτες σπουδές του, εντυπωσιάζοντας τους δασκάλους και τους συμμαθητές του. Οι σπουδές του, συνεχίστηκαν στη Σμύρνη, όπου το 1745 άρχισε να φοιτά στην “ Ευαγγελική Σχολή”, όπου και διέπρεψε. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1752, πήγε στο Άγιος Όρος, με σκοπό να γραφτεί στη ξακουστή τότε σχολή της Αθωνιάδος, όπου διευθυντής ήταν ο διάσημος θεολόγος και φιλόσοφος Ευγένιος Βούλγαρης. Γρήγορα όλοι, εντυπωσιάστηκαν από τη μόρφωση αλλά και το χατακτήρα του Αγίου Αθανασίου και έτσι τον χειροτόνησαν διάκονο και στη συνέχεια καθηγητή της Σχολής του Όρους. 
Η φήμη του Αγίου, ξεπέρασε τα όρια του Άθω και πολλές σχολές από όλη την Ελλάδα, ζητούσαν να τις διευθύνει. Έτσι, ο Άγιος Αθανάσιος, πήγε, αρχικά, στη σχολή της Θεσσαλονίκης, όπου έκατσε μόνο δύο χρόνια, εξαιτίας μιας επιδημίας που ξέσπασε. Στη συνέχεια, πήγε στη σχολή του Μεσολογγίου, όπου δεν ασχολήθηκε μόνο με τη διδασκαλία αλλά και με την διαφώτιση του υπόδουλου λαού. 
Ο Ευγένιος Βούλγαρης (διευθυντής της Αθωνιάδας), έφυγε από το Άγιο Όρος και έτσι ο Άγιος Αθανάσιος, ανέλαβε τη θέση του. Μετά από δύο χρόνια, όμως, ξέσπασε το κίνημα των αντικολυβάδων και ο Άγιος, όντας κολυβάς, αναγκάστηκε να φύγει, πηγαίνοντας πάλι στη σχολή της Θεσσαλονίκης.
Μετά από κάποια χρόνια, ο Άγιος Αθανάσιος, αποφάσισε να επιστρέψει στην Πάρο και να εργαστεί εκεί, βοηθώντας την πατρίδα του. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, όμως, ξέσπασε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, και απαγορεύτηκε ο απόπλους όλων των καραβιών. Έτσι, αναγκάστηκε να αποβιβαστεί στη Χίο, όπου όλοι τον καλοδέχηκαν και τον παρακάλεσαν να αναλάβει τη σχολή του νησιού. Ο Άγιος, δέχτηκε την πρόταση αυτή και μέσα σε δύο χρόνια κατόρθωσε να αναβαθμίσει πλήρως τη σχολή ,μετατράποντάς την σε Πανεπιστήμιο, το οποίο απέκτησε μεγάλη φήμη σε όλο τον κόσμο.
Ο Άγιος Αθανάσιος, παρέμεινε στο πανεπιστήμιο της Χίου, μέχρι τα 89 του χρόνια, χωρίς να σταματήσει λεπτό να εργάζεται. 
Παρ όλο που ήταν αρκετά πλούσιος, ο Άγιος Αθανάσιος επέλεξε να μένει σε ένα μικρό κελί του μοναστηριού της Αγίας Τριάδας και να μοιράσει όλα του τα υπάρχοντα στους φτωχούς. 
Ο Άγιος Αθανάσιος εκοιμήθη στις 24 Ιουνίου του 1813, σε ένα μικρό κελί στο κάθισμα του Αγίου Γεωργίου Ρεστών. Στον Κώστο της Πάρου, όπου γεννήθηκε, χτίσανε ένα μεγαλοπρεπή ναό προς τιμήν του και εορτάζουνε τη μνήμη του κάθε χρόνο στις 24 Ιουνίου. Η μνήμη του τιμάται και την Πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, όπου γιορτάζεται η Σύναξη των πέντε Αγίων της Παροναξίας.

60.Αγία Θεοκτίστη
Η Αγία Θεοκτίστη γεννήθηκε στη αρχαία πολή Μήθυμνα της Λέσβου.Από πολύ μικρή ηλικία έμεινε ορφανή και από τους δύο της γονείς και την ανατροφή της ανέλαβαν κάποιοι συγγενείς της. 
Όταν ήταν ακόμα νέα, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να γίνει μοναχή, ιδρύοντας μάλιστα τη δική της μονή, όπου συγκεντρώθηκαν πολλές νέες κοπέλες. Μέσα από το μοναστήρι, η Αγία Θοεκτίστη, άρχισε να βοηθά τους φτωχούς, τους απόρους και ιδιαίτερα τα ορφανά, λόγω της ιστορίας της. 
Σε ηλικία 18 ετών, η Αγία, πήγε να επισκεφτεί την αδερφή της σε κάποιο χωριό, μα τη μέρα εκείνη έκαναν επιδρομή στη Λέσβο Άραβες πειρατές, οι οποίοι κατέστρεψαν το μέρος και έπιασαν πολλούς αιχμαλώτους, ανάμεσά τους και τη Θεοκτίστη. Την επόμενη μέρα, οι πειρατές έφυγαν με κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, εξαιτίας της κακοκαιρίας αναγκάστηκαν να αράξουν στο λιμάνι της Πάρου. Εκεί, προσπάθησαν να πουλήσουν τους αιχμαλώτους τους, μα η Αγία Θεοκτίστη, κατάφερε να ξεφύγει, και ύστερα από πορεία δέκα χιλιομέτρων, έφτασε στην Παροικιά, στον Ιερό Ναό της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής.
Από εκείνη τη μέρα και για 35 ολόκληρα χρόνια, η Αγία, έμεινε στο ναό αυτό, απομονωμένη και αβοήθητη. Όλα αυτά τα χρόνια, η Θεοκτίστη, προσευχόταν και τρεφόταν μόνο με χόρτα, που τύχαινε να βρει. 
 Μια μέρα (μετά από 35 χρόνια), πέρασαν από εκεί κάποιοι κυνηγοί, οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση, την συνάντησαν και τους είπε την ιστορία της.
Το 889, η Αγία Θεοκτίστη, εκοιμήθη στον Ιερό ναό της Εκατονταπυλιανής. Το ιερό λείψανο της Αγίας, το παρέλαβαν κάτοικοι της Ικαρίας. Σήμερα, τμήματα του λειψάνου της φυλάσσονται, στη Μήθυμνα της Λέσβου, στην Ικαρία και στην Πάρο. Ο τάφος της Θεοκτίστης, βρίσκεται στον ναό της Εκατονταπυλιανής.
Η μνήμη της τιμάται κάθε χρόνο στις 9 Νοεμβρίου, την πρώτη και την τρίτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου (Σύναξη των Πέντε Αγίων Παροναξίας).

61.Άγιος Ρηγίνος ο Λιβαδεύς
Ο Άγιος Ρηγίνος, γεννήθηκε στη Λιβαδειά τον 3ο-4ο αιώνα και προσερχόταν από χριαστιανική οικογένεια. Η μόρφωσή του ξεκίνησε στη Λιβαδειά και συνέχισε, μελετώντας τις επιστήμες της εποχής: φιλοσοφία, ρητορική και θεολογία.
Το 325 μ. Χ., ο Άγιος Ρηγίνος, ταξίδεψε στη Νίκαια στην Α Οικουμενική Σύνοδο, συνοδεύοντας το θείο του, Αχίλλιο (επίσκοπος Λαρίσης). Όταν επέστρεψαν από το ταξίδι τους, ο επίσκοπος Αχίλλιος, έστειλε τον Άγιο Ρηγίνο στη Σκόπελο, με σκοπό να στηρίξει την Ορθόδοξη πίστη, που είχε αρχίσει να καταρρέει λόγω των αιρετικών και των ειδωλολατρών. Εκεί, ο Άγιος Ρηγίνος, ξεκίνησε να κηρύττει το λόγο του Θεού, να βοηθά τους χριστιανούς και να τους συμβουλέυει. Έγινε γρήγορα αγαπητός από όλους και έτσι, όταν πέθανε ο επίσκοπος Σκοπέλου, ο λαός και ο κλήρος διάλεξαν τον Άγιο Ρηγίνο για να τον διαδεχθεί. 
Ως επίσκοπος Σκοπέλου, έλαβε μέρος το 347 και στη Σύνοδο της Σαρδικής ( Βουλγαρία), όπου συμμετείχαν επίσκοποι, αλλά και αιρετικοί. Με το λόγο του, ο Άγιος κατατρόπωσε τους αιρετικούς, αναγκάζοντας τους να αποχωρήσουν πριν τη λήξη της Συνόδου. 
Όταν επέστρεψε ο Άγιος, στη Σκόπελο, ο καινούργιος αυτοκράτορας, Ιουλιανός ο παραβάτης, ξεκίνησε διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Σύντομα, συνελήφθη και ο Άγιος Ρηγίνος, οδηγήθηκε στον τοπάρχη της Σκοπέλου, ο οποίος προσπάθησε με κάθε τρόπο να πείσει τον Άγιο,ώστε να αρνηθεί το χριστιανισμό. Ο Ρηγίνος, παρέμεινε σταθερός στην πίστη του και έτσι, οδηγήθηκε στη φυλακή. Στις 25 Φεβρουαρίου του 362, ο Άγιος οδηγήθηκε για τελευταία φορά, στον τοπάρχη, οπού ομολόγησε και πάλι την πίστη του στο Χριστό. Τότε οι δήμιοι, αφού τον τύφλωσαν, τον οδήγησαν στη θέση “ παλαιό γεφύρι”, όπου και τον αποκεφάλισαν. Οι χριστιανοί της περιοχής, ενταφίασαν το σώμα του Αγίου, σε ένα κοντινό λόφο, όπου σώζεται μέχρι και σήμερα ο τάφος του. 
Τον 12ο αιώνα, ο Γουλιέλμος ο Αγαθός της Σικελίας, μετέφερε τα λείψανα του Αγίου στην Κύπρο, μα το 1740 μέρη των λειψάνων μεταφέρθηκαν και πάλι στη Σκόπελο, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα. Η μνήμη του Αγίου Ριγήνου, τιμάται κάθε χρόνο στις 25 Φεβρουαρίου, σε όλη την Ελλάδα, μα ιδιαίτερα στη Σκόπελο, όπου είναι πολιούχος του νησιού, και στη Λιβαδειά λόγω της καταγωγής του. 
62.Όσιος Σεραφείμ ο εν Δομπώ
Ο Όσιος Σεραφείφ (κατά κόσμον Σωτήριος),γεννήθηκε τον 16ο αιώνα περίπου στο χωριό Ζάελι, που βρισκόταν κοντά στην Αταλάντη. Από μικρή ηλικία, ο Όσιος, είχε ξεχωρίσει και είχε αποφασίσει να αφιερώσει τη ζωή του στο Θεό. Έτσι, έφυγε από το σπίτι του και πήγε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στο όρος Κάρκαρα, όπου έμεινε για λίγο καιρό. Αναζητώντας την πλήρη απομόνωση, ο Όσιος, πήγε στη μονή των Αγίων Αναργύρων (Αταλάντη), όπου έμεινε για 6 μήνες και στη συνέχεια, πήγε στο Σαγμάτιος όρος, στη μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρους. Εκεί, άρχισε να προσεύχεται μέρα νύχτα, να  νηστεύει αυστηρά και να κοιμάται λίγε ώρες. Σε μικρό χρονικό διάστημα, εκάρη μοναχός, στη συνέχεια διάκονος και τέλος πρεσβύτερος της μονής. Ο Όσιος Σεραφείμ, έγινε γρήγορα γνωστός στη γύρω περιοχή και θέλοντας να αποφύγει τους επαίνους, ζήτησε την ευλογία του ηγουμένου του και αποχώρισε από τη μονή.
Ο Όσιος επέλεξε μια ερημική τοποθεσία, δυτικά του Ελικώνα, στη θέση Δομπού, όπου έζησε σαν πραγματικός ερημίτης. Εκεί, τον επισκέπτονταν καθημερίνα, πλήθος κόσμου, για να ακούσουν το κήρυγμά του και να πάρουν την ευλογία του. Μετά από 10 χρόνια, ο Όσιος Σεραφείμ, επιλέγει και πάλι να αλλάξει τοποθεσία, πηγαίνοντας 2 ώρες μακρύτερα, στην κορυφή (γνωστή σήμερα ως κελί του Αγίου).
Αφού, αγόρασε από τους κατοίκους της Δομβού, μια ερημική έκταση και πήρε άδεια από το Πατριαρχείο, άρχισε να οικοδομεί το δικό του μοναστήρι. Το έργο, αυτό, έγινε γνωστό και στους Τούρκους, οι οποίοι συνέλαβαν τον Όσιος και τον οδήγησαν στη Λιβαδειά. Για άγνωστους λόγους, ο Όσιος Σεραφείμ, αφέθηκε ελεύθερος και έτσι μπόρεσε να ολοκληρώσει το έργο του, ύστερα από τρία χρόνια.
Ο Όσιος, εκοιμήθη σε ηλικία 75 ετών, στις 6 Μαϊου του 1602 μ . Χ. Κάθε χρόνο, στις 6 Μαϊου, πλήθος πιστών συγκεντρώνεται στην πλαγιά, όπου βρίσκεται το μοναστήρι του Αγίου, για να τον τιμήσουν και να προσκυνήσουν τη τίμια κάρρα του, που φυλάσσεται μέχρι και σήμερα εκεί.

63.Όσιος Νικήτας ο εκ Θηβών
Για το βίο του Όσιου Νιξήτα, δεν έχουμε πολλές πληροφορίες. Γνωρίζουμε μόνο, πως γεννήθηκε στη Θήβα κατά τον 11ο-12ο αιώνα. Από μικρή ηλικία, ο Όσιος Νικήτας, πήγε στη μονή Θεοκλήτου, όπου έμεινε για πολλά χρόνια. Στη συνέχεια, απομονώθηκε σε ένα σπήλαιο στην περιοχή Χωστείων- Προδρόμου, όπου και έζησε μέχρι την κοίμησή του. Ο Όσιος Νικήτας, στήριξε πολλούς ανθρώπους που τον επισκέπτονταν για να τους συμβουλέψει, να τους βοηθήσει και πολλές φορές να τους θεραπεύσει με θαυματουργό τρόπο. Η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 23 Ιουνίου.

64.Όσιος Γερμανός ο εν Σαγματά
 Ο Όσιος Γερμανός γεννήθηκε και έζησε κατά την περιόδο της Τουρκοκρατίας, στη Βοιωτία. Μόνασε στην Ιερά μονή του Σαγματά και θεωρείται σύγχρονος του Οσίου Σεραφείμ. Η μνήμη του τιμάται, κάθε χρόνο στις 26 Ιανουαρίου.
 
65. Άγιος Γεώργιος Γρεβενών

Ο Άγιος Γεώργιος, γεννήθηκε το 1808 στο χωριό Τζουράλη (επαρχία Γρεβενών), από πολύ φτωχούς γονείς και για αυτό το λόγο, δεν κατάφερε να μορφωθεί. Σε μικρή ηλικία, έμεινε ορφανός και από τους δυο γονείς και αναγκάστηκε να πάει στα Γιάννενα για να δουλέψει. Εκεί, ο Άγιος Γεώργιος, εργάστηκε ως ιπποκόμος, ενός αξιωματούχου, του Χατζή Αβδουλά, για οκτώ χρόνια. 
Το 1836, ο Άγιος Γεώργιος, συνελήφθη από τους Τούρκους, οι οποίοι τον κατηγόρησαν, ότι πριν από χρόνια είχε εξισλαμιστεί και πως τώρα επέστρεψε στην Ορθόδοξη πίστη. Όταν τον παρουσίασαν στον κριτή, ο Άγιος χωρίς να χάσει το θάρρος του, απέδειξε ότι σε όλη του τη ζωή ήταν χριστιανός και πως δεν αλλαξοπίστησε ποτέ και έτσι αφέθηκε ελέυθερός. 
Μετά από μερικά χρόνια ο Άγιος Γεώργιος, παντρέυτηκε μια γυναίκα, την Ελένη, και έπιασε δουλειά πάλι ως ιπποκόμος στο μουσελίμη των Φιλιατών. Μια μέρα του 1838, που είχε κατέβει στα Γιάννενα για προσωπικές του υποθέσεις, συνελήφθη και πάλι από τους Τούρκους, με την ίδια ακριβώς κατηγορία, που χρησιμοποίησαν και την πρώτη φορά. Αφού, τον οδήγησαν στις φυλακές, άρχισαν να τον βασανίζουν πολύ σκληρά, προκειμένου να αρνηθεί τον χριστιανισμό. Ο Άγιος Γεώργιος, παρέμενε αμετάπειστος και υπέμενε με θάρρος όλα τα βασανιστήρια. Ο κλήρος των Ιωαννίνων, μα και ο απλός λαός, προσπάθησαν με πολλούς τρόπους να τον ελευθερώσουν, μα δεν τα κατάφεραν. Έτσι, στις 17 Ιανουαρίου, ο Άγιος Γεώργιος απαγχονίστηκε στην αγορά των Ιωαννίνων. Το ιερό λείψανο του Αγίου, έμεινε κρεμασμένο στην αγορά μέχρι και τις 19 Ιανουαρίου και στη συνέχεια, δωρήθηκε από τον Μουσταφά πασά στον τότε Μητροπολίτη Ιωαννίνων Ιωακείμ, ο οποίος, το ενταφίασε, στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αθανασίου. Στις 26 Οκτωβρίου του 1971, τα λείψανα του Αγίου, μεταφέρθηκαν στον ιερό ναό Αγίου Γεωργίου, όπου φυλάσσονται μέχρι και σήμερα. Η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 17 Ιανουαρίου.
66.Άγιος Ιωάννης Νεομάρτυς ο ράπτης
Ο Άγιος Ιωάννης, γεννήθηκε κατά τον 16ο αιώνα, στο χωριό Τέροβο (Ιωάννινα). Από μικρή ηλικία, ζούσε στα Γιάννενα, όπου εργαζόταν ως ράφτης. Όταν πέθαναν και οι δυο του γονείς, ο Άγιος Ιωάννης, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έζησε μέχρι και το τέλος του. 
Από τα πρώτα χρόνια, που εγκαταστάθηκε στην Κων/πόλη, ο Άγιος, πιεζόταν από τους Τούρκους, οι οποίοι, προσπαθούσαν να τον κάνουν μουσουλμάνο. Ο Ιωάννης, όμως, αρνιόταν τις προτάσεις των Τούρκων και τότε ακριβώς, αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο του μαρτυρίου. Έτσι, πήγε στον πνευματικό του και αφού εξομολογήθηκε, του δήλωσε την επιθυμία του να μαρτυρήσει. Ο πνευματικός του, όπως ήταν φυσικό, τον απέτρεψε, μα ο Ιωάννης, ξαναπήγε την Μεγάλη Πέμπτη, ζητώντας του να τον ευλογίσει για το μαρτύριο, μα ο πνευματικός αρνήθηκε για δεύτερη φορά. Την επόμενη μέρα, ο Ιωάννης, πήγε και πάλι στον πνευματικό του, ο οποίος μη μπορώντας να τον συγκρατήσει άλλο πια, του έδωσε την ευλογία του.
Την ίδια, ακριβώς, μέρα, οι Τούρκοι τον συνέλαβαν ,χρησιμοποιώντας ψευδείς κατηγορίες και τον οδήγησαν στον κριτή. Ο Άγιος Ιωάννης, ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στο Χριστό, χωρίς να φοβάται τις αντιδράσεις των Τούρκων. Περιφρόνησε, μάλιστα, με τέτοια λόγια τη θρησκεία του Μωάμεθ, που εξόργισε όλο το ακροατήριο και έτσι, ο κριτής τον καταδίκασε σε θάνατο δια πυράς. 
Ο τότε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ιερεμίας, αφού δώρησε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στους Τούρκους, κατόρθωσε να καθυστερήσει για μερικές μέρες, την εκτέλεση του Αγίου.
Την Παρασκευή της Διακαινησίμου, ο Ιωάννης, οδηγήθηκε και πάλι στον κριτή, όπου παραδέχτηκε για μια ακόμα φορά την πίστη του στο Χριστό.
Οι δήμιοι του , αφού τον μαστίγωσαν, τον έριξαν σε μια φωτιά, που είχαν ανάψει έξω από το σπίτι κάποιων Τούρκων. Οι κάτοικοι, όμως, του σπιτιού αυτού, θεώρησαν κακό οιωνό, αυτό που συνέβαινε μπροστά από το σπίτι τους και έσβησαν τη φωτιά, παραδίνοντας τον Άγιο Ιωάννης στους δήμιους. Μισοκαμμένος, ο Άγιος, οδηγήθηκε, έξω από την πόλη, όπου είχαν ανάψει μια καινούργια φωτιά. Οι δήμιοι τον έριξαν μέσα στις φλόγες, μα χριστιανοί, που βρίσκονταν στο σημείο του μαρτυρίου, πλήρωσαν τους Τούρκους, για να τον βγάλουν από τη φωτιά και να τον αποκεφαλίσουν. 
Τα διασωθέντα ιερά λείψανα του Αγίου Ιωάννη, περισυλέχτηκαν από τους χριστιανούς της Πόλης, οι οποίοι τα διαφύλαξαν στον πατριαρχικό ναό. Σήμερα, η τίμια κάρρα του Αγίου, φυλάσσεται, στη μονή Βαρλαάμ, στα Μετέωρα και απότμημα του ιερού λειψάνου, βρίσκεται στην ιερά μονή Δουσίκου, στα Τρίκαλα. Η μνήμη του Αγίου, τιμάται κάθε χρόνο στις 18 Απριλίου.
67.Άγιος Νεομάρτυρας Αυξέντιος
Ο Άγιος Αυξέντιος, γεννήθηκε το  1690 στην επαρχία της Βελλάς. Από μικρός, μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε ως γουναράς στο χάνι (Μαχμούτ-πασά). Γρήγορα άφησε τη δουλειά του γουναρά και προσλήφθηκε στα βασιλικά καράβια, όπου έκανε στενή παρέα με πολλούς Τούρκους, οι οποίοι στη συνέχεια τον συκοφάντησαν, υποστηρίζοντας, πως ο Άγιος, αρνήθηκε τον Χριστό. Ο Αυξέντιος, από φόβο, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα καράβια, αγόρασε μια βάρκα και ακολούθησε το επάγγελμα του βαρκάρη. Έχοντας μετανιώσει, για τον πρότερο βίο του, ο Άγιος, επέλεξε να ακολουθήσει το δρόμο του μαρτυρίου, έτσι επισκέφθηκε τον σύγκελλο της Μεγάλης Εκκλησίας, Γρηγόριο Ξηροποταμηνό, στον οποίο και εξομολογήθηκε την επιθυμία του αυτή. 
Μετά από λίγο καιρό, κάποιοι τούρκοι ναυτικοί, αναγνώρισαν τον παλιό τους φίλο και συνεργάτη Αυξέντιο, τον οποίον και συνέλαβαν. Αφού, τον οδήγησαν μπροστά στον κριτή, άρχισαν να τον βασανόζουν σκληρά, μα ο Άγιος, παρέμενε σταθερός στην πίστη του. Ο σύγκελος Γρηγόριος, τον επισκεπτόταν συχνά στη φυλακή, προπαθώντας να τον στηρίξει και να τον ενθαρρύνει. Όταν ο Άγιος, οδηγήθηκε για δεύτερη φορά μπροστά στον κριτή, είπε: «᾿Εγώ Χριστιανός γεννήθηκα καί Χριστιανός θέλω νά πεθάνω». Έτσι, ο κριτής, διέταξε τη θανάτωσή του δια αποκεφαλισμού. 
Η τίμια κάρρα του Αγίου, φυλάσσεται έως και σήμερα στην Ιερά μονή Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους και η μνήμη του τιμάται στις 25 Ιανουρίου.
68.Άγιος νεομάρτυς Νικόλαος
Ο Άγιος Νικόλαος, γεννήθηκε κατά το τέλος του 16ου αιώνα, στο Μέτσοβο. Από μικρή ηλικία, πήγε στα Τρίκαλα, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος σε αρτοπωλείο. Εκεί, ξεγελασμένος, από τους Τούρκους, απαρνήθηκε την πίστη του και έγινε μουσουλμάνος. Γρήγορα, όμως, ο Άγιος Νικόλαος, μετάνιωσε για αυτή του την πράξη και αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του, όπου ζούσε κρυφά ως χριστιανός. 
Μετά από καιρό, ο Νικόλαος, πήγε στα Τρίκαλα, για να πουλήσει κάποια προϊόντα, όμως αναγνωρίστηκε από έναν Τούρκο, ο οποίος τον απείλησε ότι θα τον καταδώσει. Ο Άγιος τότε, χάρισε στον Τούρκο όλο το φορτίο με τα προϊόντα και του υποσχέθηκε ότι κάθε χρόνο θα του φέρνει το ίδιο φορτίο. Όταν επέστρεψε στο Μέτσοβο, ο Νικόλαος, μετάνιωσε για αυτή του την πράξη, και αφού εξομολογήθηκε σε κάποιον πνευματικό, αποφάσισε να υπερασπιστεί την πίστη του. Έτσι, την επόμενη χρονιά, που πήγε στα Τρίκαλα, δεν παρέδωσε στον Τούρκο, το φορτίο που του είχε υποσχεθεί. Ο Τούρκος, όπως τον είχε προειδοποιήσει, τον κατέδωσε και ο Νικόλαος, οδηγήθηκε μπροστά στον κριτή, όπου ομολόγησε την πίστη του στο Χριστό. 
Ο κριτής διάεταξε τη φυλάκιση και τον βασανισμό του Αγίου, ο οποίος υπέμεινε με υπομονή όλα τα μαρτύρια. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα, οδηγήθηκε για δεύτερη φορά στον κριτή, όπου και πάλι παρέμεινε πιστός στο χριστιανισμό. Εξοργισμένοι οι Τούρκοι, τον έκαψαν ζωντανό του 1617. 
Η τίμια κάρρα του Αγίου Νικολάου αγοράστηκε από κάποιον πλούσιο χριστινό, ο οποίος τη δώρισε στην Ιερά μονή Βαρλαάμ στα Μετέωρα, όπου φυλάσσεται έως σήμερα. Η μνήμη του Αγίου τιμάται κάθε χρόνο στις 17 Μαϊου.
69.Άγιος νεομάρτυς Παύλος ο εξ Αροανείας
Ο Άγιος νεομάρτυς Παύλος (κατά κόσμον Παναγιώτης), γεννήθηκε κατά το τέλος του 17ου αιώνα, στο χωριό Σωποτό ή Αροανία, που ανήκει στην επαρχία Καλαβρύτων. Από μικρό παιδί, έφυγε από το χωριό του και πήγε στην Πάτρα, όπου έμεινε και εργάστηκε ως σανδαλοποιός. Μετά από 14 χρόνια, αποφάσισε να επιστρέψει στα Καλάβρυτα και ανοίξει το δικό του εργαστήρι σανδαλοποιίας. Οι ιδιοκτήτες, όμως, του εργαστηρίου, αύξησαν το ενοίκιο και ο Άγιος μη μπορώντας να πληρώσει, έφυγε από τα Καλάβρυτα και πήγε στην Τρίπολη. Εκεί, με άλλους δύο φίλους του, τριγύριζαν από χωριό σε χωρίο, λέγοντας ψέμματα , πως είναι Τούρκοι, με σκοπό να τρώνε και να κοιμούνται ελεύθερα. Γρήγορα, όμως, ο Άγιος Παύλος, κατάλαβε πως αυτό που έκανε δεν ήταν σωστό και εξομολογήθηκε σε κάποιον πνευματικό, ζητώντας συγχώρεση. Παρόλο που έλαβε την ευλογία του πνευματικού του, ο Άγιος δεν μπορούσε να ηρεμήσει τη συνείδησή του και αποφάσισε να πάει στο Άγιο Όρος, στη μονή Μεγίστης Λαύρας. Εκεί, γνωρίστηκε με τον μοναχό και συμπατριώτη του, Τιμόθεο, ο οποίος τον κράτησε κοντά του ως βοηθό του. Μετά από λίγο καιρό, εκάρη μοναχός, όπου έλαβε και το όνομα Παύλος. 
Μαζί με τον γέροντα Τιμόθεο, ο Άγιος Παύλος, πήγε στην Ιερά μονή Αγίου Παντελεήμονος, όπου έμεινε για τρία χρόνια, ακολουθώντας αυτηρή νηστεία. Ο Άγιος, όμως, δεν αρκούνταν στις προσευχές και τη νηστεία. Αυτό που επιθυμούσε ήταν να μαρτυρήσει για την πίστη του, μα οι όλοι οι Πατέρες της μονής τον εμπόδισαν. Για αυτό ακριβώ το λόγο, ο Παύλος, αποφάσισε να πάει στη Σκήτη της Αγία Άννης, όπου συνδέθηκε με τον Ιερομόναχο Ανανία, στον οποίο και εξομολογήθηκε την βαθύτερη επιθυμία του, να μαρτυρήσει. Στην αρχή, ο Ανανίας, δεν συμφωνούσε με τον Άγιο, μα βλέποντας πως δεν μπορούσε να τον μεταπείσει τον άφησε να φύγει, αφού τον ευλόγησε. Πριν εγκαταλείψει, το Άγιο Όρος, ο Άγιος Παύλος, έμεινε για σαράντα μέρες στη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Στη συνέχεια, πήγε στο Ναύπλιο , όπου έμενε ένας ξαδερφός του, που είχε εξισλαμιστεί. Αφού κατάφερε, τον ξαδερφό του να ασπαστεί και πάλι τον χριστιανισμό, πήγαν και οι δύο στην Τρίπολη, όπου παρουσιάστηκαν στον Μουφτή της πόλης. Εκεί, ο Παύλος, κήρυξε μπροστά σε όλους το Λόγο του Θεού, ενώ κατέκρινε, με άσχημα λόγια, τη θρησκεία των μουσουλμάνων. Ο κριτής, ακούγοντας αυτά τα λόγια διέταξε τη θανάτωση του Αγίου Παύλου, δια πυρός. Φοβούμενος, όμως, ότι οι χριστιανοί θα παραλάβουν τις στάχτες του Αγίου, αποφάσισε τον αποκεφαλισμό του στις 22 Μαϊου του 1818 στην Τρίπολη.  Το ιερό λείψανο του Αγίου πετάχτηκε από τους Τούρκους, μα το βρήκαν κάποιοι χριστιανοί, οι οποίοι αφού το καθάρισαν, το ενταφίασαν στην Ιερά μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών, όπου φυλάσσεται έως και σήμερα. Το τρίχινο ματωμένο ένδυμα, που φορούσε κατά το μαρτύριό του ο Άγιος Παύλος, φυλάσσεται, στη μονή Αγίας Ματρώνας της Ύδρας. Η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο, στις 22 Μαϊου. 
70.Άγιος Γεράσιμος
Ο Άγιος Γεράσιμος, γεννήθηκε το 1509, στα Τρίκαλα Κορινθίας. Προερχόταν από τη γνωστή αριστοκρατική οικογένεια των Νοταράδων. Έτσι, από μικρός, έλαβε σπουδαία μόρφωση από σημαντικούς δασκάλους της εποχής. Αφού ολοκήρωσε τις σπουδές του, ο Άγιος Γεράσιμος ξεκίνησε να ταξιδεύει σε όλους τους ιερούς τόπους της Ελλάδας, αλλά και του εξωτερικού. 
Μετά από τις περιπλανήσεις αυτές, ο Άγιος, αποφάσισε να πάει στο Άγιο Όρος, όπου εκάρη μοναχός και ασκήτευσε για πολλά χρόνια στην έρημο της Καψάλας (κελί του Μεγάλου Βασιλείου).
Στη συνέχεια, ο Άγιος Γεράσιμος, πήγε στους Αγίους τόπους, όπου έμεινε για 12 χρόνια και χειροτονήθηκε ιερέας και αργότερα αρχιμανδρίτης. Όταν έφυγε από τους Άγιους τόπους, πήγε στην Κρήτη και στη συνέχεια στη Ζάκυνθο, όπου παρέμεινε για 1 χρόνο. 
Το 1555, ο Άγιος έφτασε στην Κεφαλονιά και επέλεξε να μείνει σε ένα σπήλαιο στην περιοχή “ Λάσση” στο Αργοστόλι, για πέντε χρόνια. Το 1560, ο Άγιος επισκέφτηκε την περιοχή Ομαλά, όπου ανακαίνισε το εκκλησάκι της κοιμήσεως της Θεοτόκου και ίδρυσε μια γυναικεία μονή, δίνοντάς της το όνομα “ Νέα Ιερουσαλήμ”. Σήμερα η μονή αυτή, είναι γνωστή σε όλους ως η μονή του Αγίου Γερασίμου και απέχει 11 χιλιόμετρα από το Αργοστόλι. 
Ο Άγιος Γεράσιμος, ύστερα από πολλά χρόνια ασκητικού βίου, εκοιμήθη στις 15 Αυγούστου του 1579. Στο ομώνυμο ναό φυλάσσονται τα λείψανα του Αγίου Γερασίμου, έως και σήμερα. Η μνήμη του τιμάται στις 16 Αυγούστου, αλλά και στις 20 Οκτωβρίου (ημερομηνία που ανοίχτηκε για πρώτη φορά ο τάφος του Αγίου) σε όλη την Ελλάδα, μα ιδιαίτερα στην Κεφαλονιά, όπου είναι και πολιούχος της. 
71.Άγιος Εφραίμ
Ο Άγιος Εφραίμ (κατά κόσμον, Κωνσταντίνος Μόρφης) γεννήθηκε  στις 14 Σεπτεμβρίου του 1384 στα Τρίκαλα, ανήμερα της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Υπήρξε παιδί πολύτεκνης οικογένειας και έχασε νωρίς τον πατέρά του.
Σε ηλικία 14 ετών εγκατέλειψε την οικογένειά του, έπειτα από προτροπή της μητέρας του, για να αποφύγει, όπως αναφέρεται στο ημερολόγιο της μονής, «τη βίαιην στρατολογίαν διά την επάνδρωσιν των γενιτσαρικών σωμάτων, και προσήλθε διά να μονάσει εις την Σταυροπηγιακήν Μονήν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, την ακμάζουσαν επί του Όρους των Αμώμων της Αττικής».
Στην περιοχή από τον 10ο αιώνα υπήρχαν κελιά, καλύβες και ασκητήρια, στα οποία κατέφευγαν χιλιάδες χριστιανοί. Το 1402 έλαβε το όνομα Εφραίμ και από τότε ασκήτεψε με υπακοή και πίστη στον Θεό. Όλες τις ημέρες τις περνούσε με προσευχή, απομονωμένος σε μια σπηλιά πάνω στο βουνό.
Όμως, το μοναστήρι γνώρισε δύο μεγάλες καταστροφές. Την πρώτη φορά, το 1424, οι Τούρκοι έφτασαν στη Νέα Μάκρη. Ανέβηκαν στο Όρος των Αμώμων, πιστεύοντας ότι οι Χριστιανοί κρύβουν πολύτιμους θησαυρούς στα μοναστήρια. Αφού λεηλάτησαν όλα τα κελιά και τα ασκητήρια, μπήκαν στη Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Όλοι οι μοναχοί σφαγιάστηκαν.
Ο Εφραίμ εκείνη την ημέρα έτυχε και βρίσκονταν απομονωμένος στη σπηλιά του. Όταν επέστρεψε στη μονή, αντίκρισε την απόλυτη καταστροφή. Αφού προσευχήθηκε για τους μοναχούς, τους έθαψε και έπειτα γύρισε στο κελί του. Λέγεται ότι την περίοδο εκείνη ζούσε κάτω από άθλιες συνθήκες. Παρ’ όλα αυτά, δεν εγκατέλειψε την πίστη του. Ακόμα και με την απειλή των Τούρκων, εκείνος κατέβαινε στο μοναστήρι στις μεγάλες γιορτές και τελούσε τη Θεία Λειτουργία. Έναν χρόνο αργότερα οι Τούρκοι πήγαν και πάλι στο μοναστήρι, τον βρήκαν να προσεύχεται και τον συνέλαβαν. «Δεν φοβάμαι ούτε τα μαρτύρια, ούτε τον θάνατο. Καμιά δύναμη δε θα με κάνει να αρνηθώ την πίστη μου στον Πανάγαθο Θεό», έλεγε ο Εφραίμ.
Ανήμερα των γενεθλίων του, έκλεινε τα 42 του χρόνια, υπέστη μαρτυρικά βασανιστήρια, τα οποία διήρκησαν οκτώμισι μήνες. Λέγεται ότι οι Τούρκοι τον κρέμασαν ανάποδα σε μια μουριά, (υπάρχει σήμερα στο προαύλιο της μονής) και συνέχιζαν να τον βασανίζουν. Διαπέρασαν την κοιλιακή του χώρα με ένα αναμμένο χοντρό ξύλο και ύστερα τον κάρφωσαν στο δέντρο. «Ο όσιος Εφραίμ έπεσε θύμα της σκληρότητας ατάκτων Τούρκων στρατιωτών επί τελευταίας Φραγκοκρατίας της Αττικής, και μάλιστα επί της Φλωρεντινής οικογενείας Ατζαγιόλι (1381-1456), τους οποίους διαδέχθηκαν οι Τούρκοι μόλις το 1456, μετά από ενδιάμεσους αμφίρροπους αγώνας μεταξύ των δύο κατακτητών».
Το μαρτύριό του τελείωσε στις 5 Μαΐου του 1426. Η αγιοκατάταξη του Αγίου, έγινε μόλις το 2011 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η γιορτή του τιμάται κάθε 5 Μαΐου, ενώ στις 3 Ιανουαρίου γιορτάζεται η ημερομηνία ευρέσεως των ιερών του λειψάνων. Στα Τρίκαλα πανηγυρίζεται, κατά παράδοση, από τον Ναό Αγίου Στεφάνου, απέναντι από τον οποίον βρισκόταν το πατρικό του σπίτι.
72.Αγία Ελέσα Κυθήρων
Η Αγία Ελέσα, γεννήθηκε κατά τον 4ο αιώνα μ. Χ. στην Πελοπόννησο και προερχόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Ο πατέρας της Ελλάδιος, ήταν ειδωλολάτρης, μα η μητέρα της Ευγενία ήταν χριστιανή. Για πολλά χρόνια, οι γονείς της προσπαθούσαν να κάνουν παιδί, μα δεν τα κατάφερναν. Η μητέρα της, προσευχόταν κάθε μέρα, ώσπου ως εκ θαύματος έμεινε έγκυος και γέννησε την Ελέσα(το όνομα προέρχεται από το “ελέησέ σε ο Θεός”), την οποία ανάθρεψε με βάση τον χριστιανισμό. Όταν η Ελέσα έγιεν 14 χρονών, ο πατέρας της αποφάσισε να την παντρέψει με έναν ειδωλολάτρη. Η Ελέσα, όμως, αντέδρασε και προκειμένου να γλιτώσει από τον πατέρας της διέφυγε το 375 με ένα πλοίο στα Κύθηρα, συνοδευόμενη από δύο υπηρέτριές της. Ο πατέρας της, όμως, έφτασε και αυτός στο νησί προσπαθώντας να πείσει την κόρη του να επιστρέψει. Η Ελέσα, για να του ξεφύγει έφτασε στη ρίζα ενός βουνού, το οποίο σήμερα ονομάζεται Αγία Ελέσα, όπου σύμφωνα με την παράδοση, παρακάλεσε το Θεό: “σκίσε γη και κρύψε με”. Τότε, άνοιξε μια σχισμή στο βουνό, όπου η Αγία πέρασε μέσα και έφτασε στην κορυφή του. Ο πατέρας της, όμως, την ακολούθησε και τελικά την αποκεφάλισε. Μια από τις υπηρέτριες της Ελέσας παρέλαβα το σώμα της και το έθαψε στον τόπο του μαρτυρίου. Στον τόπο, του μαρτυρίου, οικοδομήθηκε αργότερα ναός, αφιερωμένος στην Αγία, όπου κάθε χρόνο, την 1η Αυγούστου, συγκεντρώνεται πλήθος κόσμου, για να τιμήσει τη μνήμη της Αγίας. Μαζί με τον Όσιο Θεόδωρο, η Αγία Ελέσα θεωρείται προστάτιδα των Κυθήρων. 
73.Αγία Κυράννα
 Η Αγία Κυράννα, γεννήθηκε, το 1751, στο Βυρσόκα στη σημερινή Όσσα. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια και διδάχτηκε από μικρή το λόγο του Θεού. 
Στο χωριό αυτό, ζούσε και ένας γενίτσαρος, φοροεισπράτκορας στο επάγγελμα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Κυράννα και ήθελε να την πάρει γυναίκα του. Εκείνη, όμως, αρνιόταν συνεχώς, προκαλώντας την οργή του γενίτσαρου, ο οποίος την απήγαγε και την πήγε στην Θεσσαλονίκη, όπου την οδήγησε στον κριτή της πόλης.
Ακόμα και μπροστά στον Κρητή, η Αγία Κυράννα, δεν διστάζει και ομολογεί την πίστη στο Χριστό. Οι Τούρκοι, τότε, αποφάσισαν να τη φυλακίσουν και να αρχίσουν τα βασαναστήρια. Ο γενίτσαρος, ζήτησε,από τον Αλή εφέντη (μπέης του κάστρου), να επισκέπτεται την Αγία, όσο καιρό θα ήταν φυλακισμένη. 
Στις φυλακές αυτές, υπήρχε και ένας χριστιανός φύλακας, ο οποίος, προσπαθούσε να γλιτώσει την Κυράννα, από τα σκληρά βασανιστήρια του δεσμοφύλακά της, αλλά και του γενίτσαρου, ο οποίος, χρησιμοποιώντας το πρόσχημα της επίσκεψης, έμπαινε στο κελί της και τη βασάνιζε σκληρά. 
Μια μέρα, ο δεσμοφύλακας, κρέμασε την Κυράννα, στο κελί της και άρχισε να την χτυπά τόσο άσχημα, που όλοι οι φυλακισμένοι διαμαρτυρήθηκαν, ακόμα και οι Μωαμεθανοί. Όταν σταμάτησε να την βασανίζει, ο δήμιος, έφυγε από τις φυλακές, μα την άφησε κρεμασμένη. Σύμφωνα με την παράδοση, το επόμενο πρωί, ένα φως κάλυψε το σώμα της Αγίας, και στη συνέχεια φώτισε όλους τους χώρους της φυλακής. Ο χριστιανός φύλακας, ξεκρέμασε την Αγία, η οποία ήταν ήδη νεκρή, καθάρισε το λείψανο της και το παρέδωσε σε κάτι χριστιανούς, οι οποίο το ενταφίασαν έξω από την πόλη.
Σύμφωνα με το Λαυρεωτικό κώδικα, η μνήμη της Αγίας τιμάται κάθε χρόνο την 1η Ιανουαρίου. Στην Όσσα, όμως, η μνήμη της τιμάται στις 8 Ιανουρίου.
74.Άγιος Νέστορας
 Ο Άγιος Νέστορας, καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν σύγχρονος του Αγίου Δημητρίου και έζησε επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Για άγνωστους λόγους, ο Άγιος Νέστορας, ορίστηκε να μονομαχήσει στο στάδιο, με ένα σωματώδη άντρα τον Λυαίο. 
Πριν τη μονομαχία, ο Νέστορας, επισκέφθηκε τον Άγιο Δημήτριο στη φυλακή και του ζήτησε να τον ευλογήσει, όπως και έκανε. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο Νέστορας μπήκε στο στάδιο, φώναξε: “Θεέ του Δημητρίου, βοήθει μοι”. Πράγματι, ο Άγιος, κατόρθωσε να νικήσει τον Λυαίο, με ένα δυνατό χτύπημα στην καρδιά. Ο Διοκλητιανός, όμως, εξοργίστηκε και διέταξε τη θανάτωση του Αγίου Νέστορα, μα και του Αγίου Δημητρίου. Αποτμήματα του Ιερού λειψάνου του Αγίου Νέστορα, φυλάσσονται, στις Μονές Ιβήρων και Ζωγράφου Αγίου Όρους, Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, Ζάβορδας Γρεβενών, Κύκκου Κύπρου και στη Λαύρα του Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκι Αγίας Πετρουπόλεως. Η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 27 Οκτωβρίου.
O Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε το 280-284 μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη. Προερχόταν από αριστοκρατική οικογένεια, ιδιαίτερα γνωστή σε όλη την πόλη. Την περίοδο που γεννήθηκε ο Δημήτριος, είχαν αρχίσει να κτίζονται πολλοί και σημαντικοί χριστιανικοί ναοί στη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος από μικρός -με τη συμβολή των γονέων του- έμαθε να υπηρετεί το καλό, ενώ ακολουθούσε και τις πολεμικές τέχνες. Μέσα σε λίγα χρόνια, είχε γίνει γνωστός σε όλους τους Θεσσαλονικείς για την πνευματική του υπεροχή, «την ωραιότητα της εμφάνισης» και της ηθικής του.
Ο Μαξιμιανός Γαλέριος, τετράρχης της πόλης, άκουσε για τις αρετές του Δημητρίου και τον προσέλαβε ως μέλος της Συγκλήτου της πόλης. Αργότερα του έδωσε το αξίωμα του δούκα, διορίζοντάς τον στρατηγό όλης της Θεσσαλίας. Ο Δημήτριος, ως Χριστιανός, προχώρησε από νωρίς στο ιεραποστολικό έργο, διδάσκοντας τον Θείο Λόγο, το Ευαγγέλιο και την Αγία Γραφή. Συγκεκριμένα, είχε ιδρύσει έναν κύκλο νέων, όπου μελετούσαν την Αγία Γραφή.
Συνήθιζε να διδάσκει στη «χαλκευτική στοά», στο υπόγειο του ναού της Αειπαρθένου Θεομήτορος, κοντά στο δημόσιο λουτρό. Εκείνη την περίοδο, ο Μαξιμιανός Γαλέριος προετοιμαζόταν για εκστρατεία κατά των Ισαύρων. Ετσι, τον διόρισε ανθύπατο και αυθέντη όλης της Ελλάδας, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν Χριστιανός. Μάλιστα, του έδωσε την ανάλογη στρατιωτική στολή, το δακτυλίδι και τον υπατικό ωρατίωνα.
Οταν ο Μαξιμιανός επέστρεψε νικητής από την εκστρατεία, τον πλησίασαν κάποιοι ειδωλολάτρες και του είπαν: «Γνώρισε, λοιπόν, πως ο Δημήτριος, ο οποίος ετιμήθη με τον βαθμό του ηγεμόνος της Θεσσαλίας, αρνήθηκε την παραδοσιακή θρησκεία και πιστεύει εις τον Χριστόν, εκείνον τον οποίον εσταύρωσαν οι Εβραίοι. Επιπλέον, κηρύττει φανερά αυτόν τον Χριστόν ως Θεόν αληθινόν». Ο Μαξιμιανός διέταξε να τον συλλάβουν και να τον φέρουν μπροστά του για να μάθει από τον ίδιο την αλήθεια. Οι στρατιώτες συνέλαβαν τον άγιο την ώρα που δίδασκε στην «Καταφυγή» και τον οδήγησαν στον βασιλιά, χωρίς ο ίδιος να φέρει καμία αντίσταση. Ενώπιον του Μαξιμιανού ρωτήθηκε: «Και ποιος είναι ο Θεός σου και βασιλεύς;». Ο Δημήτριος απάντησε: «Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εκείνος είναι Θεός αληθινός και Βασιλεύς Παντοκράτωρ». Ο άγιος, στη συνέχεια, φυλακίστηκε σε ένα παλαιό λουτρό που ήταν πολύ βρώμικο και γεμάτο απόνερα.
Η παράδοση λέει ότι, όταν μπήκε στη φυλακή, είδε έναν μεγάλο σκορπιό που προσπαθούσε να τον τσιμπήσει. Ο Δημήτριος, τότε, σχημάτισε το σημείο του σταυρού και είπε: «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού, ο οποίος είπε να πατάμε επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού».
Στη συνέχεια πάτησε τον σκορπιό και τότε εμφανίστηκε άγγελος Κυρίου και του είπε: «Χαίρε, Δημήτριε, στρατιώτα του Χριστού, έχε θάρρος, ενδυναμού και νίκα τους εχθρούς σου». Ο άγγελος, τότε, έβαλε ένα στεφάνι στο κεφάλι του αγίου. Με τη στήριξη του Θεού, ο Δημήτριος άντεξε μέσα στη φυλακή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εκείνη την περίοδο, οι βασιλιάδες συνήθιζαν να διοργανώνουν σκληρούς αγώνες (πένταθλο) σε όλη την Ελλάδα. Ετσι και στη Θεσσαλονίκη, ο Μαξιμιανός διοργάνωσε τέτοιους αγώνες, στους οποίους θα έπαιρνε μέρος και ένας δικός του άνθρωπος, με το όνομα Λυαίος.
Ο Λυαίος, λοιπόν, καταγόταν από την Ουάνδηλα της Σκυθίας και ήταν ιδιαίτερα ψηλός και δυνατός. Ο βασιλιάς τον χρησιμοποιούσε πάντα στους αγώνες, καθώς κέρδιζε συνέχεια, με αντάλλαγμα να του χαρίζει πλούσια δώρα. Κάποιος κρυφός Χριστιανός και μαθητής του Αγίου Δημητρίου, ο Αγιος Νέστορας, βλέποντας τον Λυαίο να κερδίζει συνεχώς σκοτώνοντας όλους τους αντιπάλους του, επισκέφτηκε τον Αγιο Δημήτριο στη φυλακή και του ζήτησε να τον ευλογήσει για να κερδίσει. Ο Αγιος Δημήτριος σχημάτισε το σημείο του σταυρού στο μέτωπο του Νέστορος και του είπε: «Υπαγε και τον Λυαίο θα νικήσεις και υπέρ του Χριστού θα μαρτυρήσεις».
Ο Νέστορας πήγε στον τόπο όπου γίνονταν οι αγώνες και φώναξε: «Ω Λυαίε, έλα να παλέψουμε οι δύο». Ο νέος πλησίασε, τότε, τον Λυαίο και, ρίχνοντας το πανωφόρι του, του είπε: «Ο Θεός του Δημητρίου βοήθει μοι». Αμέσως μετά, ο Νέστορας χτύπησε τον Λυαίο στο στήθος και τον σκότωσε. Ο βασιλιάς κάλεσε κοντά του τον Νέστορα λέγοντάς του: «Νέε, με ποιες μαγείες νίκησες τον Λυαίο; Αυτός φόνευσε τόσους ανθρώπους δυνατότερους από εσένα, εσύ πώς τον θανάτωσες;». Ο Νέστορας τότε του αποκρίθηκε: «Εγώ, βασιλιά μου, δεν ενίκησα τον Λυαίο με μαγείες, αλλά με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, του αληθινού Θεού». Ο Μαξιμιανός, ακούγοντας αυτά τα λόγια, εξοργίστηκε και διέταξε αμέσως έναν από τους στρατιώτες να τον βγάλει έξω από τον χώρο όπου γίνονταν οι αγώνες και να τον αποκεφαλίσει. Αυτό ήταν το τέλος του Νέστορα, ο οποίος ανακηρύχτηκε άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Επειτα από λίγο καιρό, ο βασιλιάς έμαθε την αλήθεια, ότι, δηλαδή, ο Λυαίος σκοτώθηκε ύστερα από τις οδηγίες του Δημητρίου. Ετσι, διέταξε αμέσωςτους στρατιώτες να πάνε στο λουτρό και να σκοτώσουν τον Δημήτριο με το μαρτύριο της λόγχης. Οταν ο Δημήτριος είδε τους στρατιώτες, ύψωσε από μόνος του το δεξί του χέρι για να τον λογχεύσουν. Οι στρατιώτες, όμως, λόγχευσαν τον άγιο σε όλο του το σώμα, με αποτέλεσμα να βρει μαρτυρικό θάνατο. Ο Λούπος, μαθητής του Αγίου Δημητρίου, που ήταν παρών την ώρα του μαρτυρίου, πήρε το δαχτυλίδι από το χέρι του αγίου, το μαντήλι καθώς και το πανωφόρι από τους ώμους του, το οποίο έβαψε, μάλιστα, με το αίμα του μεγαλομάρτυρος. Χρησιμοποιώντας τα αντικείμενα αυτά, έκανε θαύματα, γιατρεύοντας αρρώστους και δαιμονισμένους. Ο βασιλιάς, όμως, δεν άργησε να μάθει για τη δράση του αυτή και διέταξε τον αποκεφαλισμό του.
Κάποιοι Χριστιανοί, μετά το μαρτύριο του Δημητρίου, μπήκαν κρυφά στο παλαιό λουτρό για να πάρουν το σώμα του αγίου και να το θάψουν. Υστερα από αρκετά χρόνια, το 412, ενταφίασαν το λείψανό του στο σημείο όπου μαρτύρησε.
Πάνω από τον τάφο χτίστηκε ο ναός του Αγίου Δημητρίου από τον έπαρχο του Ιλλυρικού Λεόντιο. Σήμερα, ο Αγιος Δημήτριος είναι πολιούχος της Θεσσαλονίκης και η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 26 Οκτωβρίου. Στις βυζαντινές εικόνες αλλά και στη σύγχρονη αγιογραφία ο Αγιος Δημήτριος εμφανίζεται ως καβαλάρης σε κόκκινο άλογο (αντίθετα από τον Αγιο Γεώργιο, που είναι σε λευκό άλογο), να πατά τον Λυαίο.
Σύμφωνα με τα εγκώμια που έχουν γραφτεί από τους Γρηγόριο Παλαμά, Ευστάθιο Θεσσαλονίκης και Δημήτριο Χρυσολωρά, ο τάφος του αγίου μεταβλήθηκε σε βαθύ φρέαρ, όπου ανάβλυζε μύρο. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο Αγιος Δημήτριος είναι γνωστός με την προσωνυμία Μυρόβλυτος.
75.Ο Άγιος Ακάκιος, επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης
Ο Άγιος Ακάκιος, έζησε κατά τον 15ο αιώνα. Χειροτονήθηκε επίκοπος Λητής και Ρεντίνης, από τον τότε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, Νήφωνα, με τον οποίο συνδεόταν και πνευματικά. Ο Νήφων, αργότερα χειροτονήθηκε και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Κατά το 1486, ο Άγιος Νήφων, μαθαίνοντας για όσα συνέβαιναν στην Αίγυπτο, θέλησε να πάει και πήρε μαζί του εκτός των άλλων και τον Άγιο Ακάκιο. Εκεί τους υποδέχθηκε ο πατριάρχης Ιωακείμ, ο οποίος του ςφιλοξένησε για μεγάλο χρονικό διάστημα. 
Ο Άγιος Ακάκιος, μαζί με τον Όσιο Θεόφιλο και με κάποιους άλλους από τη συνοδεία του Πατριάρχη, αποφάσισαν να πάνε στο Όρος Σινά για να προσκυνήσουν. Στη συνέχεια, πήγαν στην έρημο με σκοπό να γνωριστούν με τους ερημίτες μοναχούς. Τελικά, κατέληξαν στην Ιερουσαλήμ, όπου προσκύνησαν τον Τάφο του Χριστού και στη συνέχεια στη Δαμασκό, όπου γνωρίστηκαν και με τον Πατριάρχη Αντιοχείας. Ο Άγιος Ακάκιος, όμως, αρρώστησε ξαφνικά και εκοιμήθη. Τότε, ο συνταξιδιώτης του, Θεόφιλος τον έθαψε κατά τις μοναχικές και ασκητικές παραδόσεις. 
Η μνήμη του Αγίου τιμάται κάθε χρόνο στις 16 Αυγούστου. 
76.Άγιος Δαμασκηνός
Ο Άγιος Δμασκηνός(κατά κόσμον μάλλον Δημήτριος) γεννήθηκε, κατά τον 16ο αιώνα στην Θεσσαλονική. Από μικρή ηλικία, μαθήτευσε στη γνωστή Ελληνική Σχολή, Θεσσαλονίκης, η οποία ήταν ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά κέντρα της εποχής.
Στη συνέχεια, ο Άγιος, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου μαθήτευσε δίπλα στο σπουδαίο δάσκαλο, Θεοφάνη Ελεαβούλκο, ο οποίος καταγόταν από τη Βέροια. Ο νεαρός, τότε, Δαμασκηνός, αναδείχθηκε σε έναν από τους καλύτερους μαθητές του Θεοφάνη. Όταν τέλειωσε με τις σπουδές του, ο Άγιος μπήκε στην Ιερά μονή του Στουδίου, όπου χειροτονήθηκε υποδιάκονος και στη συνέχεια μοναχός. Όσο καιρό διέμεινε στη μονή, ο Δαμασκηνός, ασχολήθηκε με το κήρυγμα, μα και τη διδασκαλία, μετατρέποντας το μοναστήρι, σε σχολείο. Πολλοί ήταν εκείνοι, που έρχονταν στη μονή για να μαθητεύσουν δίπλα στον Άγιο, ανάμεσά τους και ο Άγιος Διονύσιος ο Ρήτορας.
Το 1550 με 1558 ο Δαμασκηνός, φαίνεται να βρισκόταν στα Μετέωρα, απ’ όπου ταξίδευε συχνά, στα Τρίκαλα, στην Κωνσταντινούπολη και στη Βενετία. 
Τον Αύγουστο του 1560, ο Δαμασκηνός, πήγε στην Αγχίαλο και μερικούς μήνες αργότερα χειροτονήθηκε επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης. Όλοι έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση για τον Άγιο Δαμασκηνό, ακόμα και οι Οικουμενικοί Πατριάρχες Μητροφάνης Γ και Ιερεμίας Β, οι οποίοι τον εμπιστέυονταν απόλυτα. Ο Πατριάρχης Μητροφάνης, μάλιστα, τον εμπιστευόταν τόσο πολύ, που τον έστειλε στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Μικράς Ρωσίας, ως “Πατριαρχικό έξαρχο”. Ο Πατριάρχης Ιερεμίας, ο οποίος υπήρξε και μαθητής του Αγίου Δαμασκηνού, τον εκτιμούσε και αυτός πολύ και έτσι, τον όρισε ως τοποτηρητή της αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως για όσο καιρό θα απουσίαζε από το Πατριαρχείο. Στη συνέχεια, ύστερα από Συνοδική Απόφαση, ο Δαμασκηνός χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης. 
Το 1577 ο Άγιος Δαμασκηνός εκοιμήθη στη Ναύπακτο. Η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 27 Νοεμβρίου.
77.Άγιος Λεόντιος εξ Αιγίνης
Ο Άγιος Λεόντιος, γννήθηκε το 50 μ. Χ. στην Αίγινα και συγκεκριμένα στην περιοχή της Κυψέλης. Νέος ακόμα, κατατάχθηκε στο Ρωμαϊκό στρατό και κατάφερε να γίνει αρχιστράτηγος. 
Ο Λεόντιος κατά τα χρόνια του Αυτοκράτορα Ουεσπασιανου (67-79 μ. Χ. ), βρισκόταν στην Τρίπολη, στη Βόρεια Αφρική, όπου βοηθούσε τους φτωχούς της περιοχής και κήρυττε το χριστιανισμό. Εκείνη την περίοδο, ηγεμόνας της περιοχής, ήταν ο Ανδριανός, ο οποίος, είχε ξεκινήσει διωγμούς, εναντίον των χριστιανών. Έτσι, όταν ο ηγεμόνας πληροφορήθηκε για τη δράση του Λεοντίου, έστειλε στην Τρίπολη τον Ύπατο Τριβούνο μαζί με τον Θεόδουλο, με πολλούς στρατιώτες, με σκοπό να τον συλλάβουν. Όταν, όμως, τον συνάντησαν τυχαία χωρίς να γνωρίσουν πως ήταν αυτός που έψαχναν και ακούγοντας τα θεία λόγια του, γοητεύμενοι ασπάστηκαν στον χριστιανισμό. Ο Λεόντιος, συνήθιζε να διδάσκει το λόγο του Θεού, ακόμα και στους στρατιώτες του Ανδριανού και πολλοί από αυτούς είχαν βαπτιστεί χριστιανοί. Όταν ο Ανδριανός, έμαθε τι είχε συμβεί με τον Ύπατό του και τον Θεόδουλο, ζήτησε τη φυλάκισή τους. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες συνέλαβαν και τον Λεόντιο και την επόμενη μέρα τους οδήγησαν όλους μαζί στον ηγεμόνα, ο οποίος, αποφάσισε τη φυλάκισή τους. Όταν ο Ανδριανός κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να καταφέρει τίποτα, διάτεξε να σταυρώσουν τον Τριβούνο και να θανατώσουν με ξίφος τον Θεόδουλο.
Ο Λεόντιος, παρέμεινε στη φυλακή, αντέχοντας στα σκληρά βασανιστήρια, ώσπου ο Ανδριανός, αποφάσισε να τον θανατώσουν χτυπώντας τον, όπως και έγινε. Το λείψανο του Αγίου βρίσκεται θαμμένο κοντά στο λιμάνι της Τρίπολης (Αφρική). Η μνήμη του Αγίου, τιμάται, κάθε χρόνο στις 18 Ιουνίου.

78.Όσιος Ιούλιος και Ιουλιανός
Ο Ιούλιος και Ιουλιανός, που ήταν αδέρφια γεννήθηκαν, στην Αίγινα, ο πρώτος το 319μ. Χ. και ο δεύτερος το 330 μ. Χ. Απ’ ότι φαίνεται προέρχονταν από αρκετά πλούσια οικογένεια του νησιού και έτσι, αφού έλαβαν τη βασική μόρφωση τους στην Αίγινα, πήγαν στην Αθήνα για ανώτερες σπουδές. Εκεί, οι Όσιοι, σπούδασαν μαζί με τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο το Θεολόγο και τον Ιουλιανό (μετέπειτα αυτοκράτορας). Τα δύο αδέρφια, θαύμαζαν ιδαιτέρως τον Απόστολο Παύλο, τον οποίο και προσπάθησαν να μιμηθούν, κηρύσσοντας τον χριστιανισμό, κτίζοντας εκκλησίες, βαπτίζοντας και γκρεμίζοντας ειδωλολατρικούς ναούς. Αφού χειροτονήθηκαν, άρχισαν να ταξιδεύουν και εκτός Ελλάδας μα σκοπό να τη διάδοση του χριστιανισμού, όπως στη Βοημία, την Πολωνία και την Ουγγαρία. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδόσιου, ο Ιούλιος και Ιουλιανός, επισκέφθηκαν τη Ρώμη, με σκοπό να προσκυνήσουν τον τόπο, όπου αποκεφαλίστηκε ο Απόστολος Παύλος. Εκεί τα δύο αδέρφια, συναντήθηκαν με σημαντικές προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων και ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος, ο οποίος τους έδωσε ιδιόχειρη άδεια, ώστε να μπορούν ελεύθερα να κηρύττουν το χριστιανισμό σε όλη την αυτοκρατορία. Γνώρισαν, επίσης , και τον πάπα της Ρώμης, ο οποίος θαυμάζοντας τις ικανότητές τους, αποφάσισε να τους στείλει στο Μιλάνο, με σκοπό να βοηθήσουν τον τότε επίσκοπο της περιοχής Άγιο Αμβρόσιο. Στο Μιλάνο, οι Όσιος επιτάλεσαν και το σπουδαιότερο έργο τους, καθώς έκτισαν πάνω από 100 εκκλησίες ο καθένας, βάπτισαν χριστιανούς και επανέφεραν την ειρήνη στην Εκκλησία της Νοβάρας. 
Κουρασμένοι, από τα ταξίδια, ο Ιούλιος και Ιουλιανός, αποφάσισαν να απομονωθούν. Ο καθένας, λοιπόν, διάλεξε ένα νησί στις λίμνες Ματζόρε και Όρτα, χωρίζοντας έτσι για πρώτη φορά ο ένας από τον άλλο. Ο Ιουλιανός τον Ιανουάριο του 391 μ. Χ., αρρώστησε βαριά και εκοιμήθη. Ο Ιούλιος, έζησε ασκητικά για άλλα 10 χρόνια, στο νησί το οποίο είχε επιλέξει, που αργότερα πήρε και το όνομά του. Η μνήμη του Αγίου Ιουλιανού τιμάται στις 7 Ιανουαρίου, η μνήμη του Αγίου Ιουλίου στις 31 Ιανουαρίου και η ανακομιδή των λειψάνων τους στις 19 Μαϊου. 

ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Ο ΝΕΟΣ
Ο Άγιος Απόστολος ο Νέος, γεννήθηκε στον Άγιο Λαυρέντιο του Πηλίου το 1667 μ.Χ. Ο πατέρας του ονομαζόταν Κώστας Σταματίου και η μητέρα του Μέλω. Σε ηλικία 15 χρονών έμεινε ορφανός και το 1682 μ.Χ. πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργαζόταν σ’ ένα καπηλιό.
Ενώ ο άγιος είχε ήδη τέσσερα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, συνέβη το εξής γεγονός στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Οι κάτοικοι του Αγίου Λαυρεντίου και της περιοχής, επειδή καταπιέζονταν σκληρά από τη βαριά και άδικη φορολογία, αποφάσισαν να προσφύγουν στους επιτρόπους του Σουλτάνου, η οποία όριζε τα χωριά εκείνα. Πράγματι επέτυχαν κάποια μείωση της φορολογίας και επέστρεψαν. Ο Βοεβόδας όμως όχι μόνο δεν αναγνώρισε τα έγγραφα των επιτρόπων και τα απέρριψε ως πλαστά αλλά συνέλαβε και τρεις από την επιτροπή των κατοίκων, που είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη, τους έδεσε ως κακούργους, τους πήγε ο ίδιος στην Πόλη και ενήργησε να φυλακιστούν ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας.
Όταν το έμαθαν αυτό οι συμπατριώτες τους στέλνουν αμέσως στην Πόλη μια επιτροπή σκοπεύοντας να απευθυνθούν στην ίδια την βασιλομήτορα για να ελευθερώσουν τους δεσμώτες. Καθώς δεν γνώριζαν πως και που θα έπρεπε να απευθυνθούν, προθυμοποιήθηκε ο Άγιος Απόστολος να τους βοηθήσει, αφού γνώριζε καλά και την τουρκική γλώσσα. Πήρε μάλιστα ο ίδιος την αναφορά και την έδωσε σε ανώτατο αξιωματούχο του Σουλτάνου. Εκείνος όμως είχε ήδη δεχθεί τις διαβολές του Βοεβόδα του Πηλίου. Διέταξε αμέσως εξαγριωμένος να συλληφθεί ο Άγιος και να παραδοθεί στον Βοεβόδα για να τιμωρηθεί για την αυθάδειά του. Ο Βοεβόδας διέταξε να τον δέσουν με αλυσίδες και του ζήτησε χαράτσι τεσσάρων ετών για όσο χρόνο έλειπε από το χωριό του. Ωστόσο, επειδή φοβόταν μήπως προσφύγουν οι υπόλοιποι της επιτροπής στην ίδια τη βασιλομήτορα, σκεφτόταν ν’ απολύσει τελικά τους τέσσερις κρατούμενους. Κάποιος όμως συμπατριώτης του Αγίου, ζηλότυπος γέρος, από φθόνο μήπως ένα ασήμαντο και φτωχό παιδί θεωρηθεί ευεργέτης του τόπου του, τον συκοφάντησε ότι αυτός υποκίνησε την όλη υπόθεση και ότι αν τον ελευθέρωνε σίγουρα θα καταμήνυε τον Βοεβόδα στην βασιλομήτορα. Έτσι ο Βοεβόδας διέταξε να τον βασανίσουν σκληρά μέχρι θανάτου.
Ενώ ο άγιος βασανιζόταν άσπλαχνα κάποια μέρα κατάφερε να ελευθερώσει το ένα του πόδι και προσπάθησε αργοπατώντας να δραπετεύσει. Τον αντιλήφθησαν όμως από τον θόρυβο των αλυσίδων και τον συνέλαβαν. Ο Βοεβόδας ήρθε τότε και άρχισε να τον χτυπά με ένα τσεκούρι. Ο άγιος του λέγει: «τι με χτυπάς με τόση σκληροκαρδία; Ή δεν γνωρίζεις ότι είμαι και από σένα και από τους υπηρέτες σου καλύτερος»; Αυτό θεωρήθηκε ομολογία πίστεως στο ισλάμ, ότι δήθεν ο Άγιος έλεγε πως είναι καλύτερος μωαμεθανός από αυτούς και αμέσως ο Βοεβόδας διέταξε να περιτμηθεί. Ο Άγιος αντιστεκόταν γενναία λέγοντας: «εγώ Χριστιανός είμαι και δεν αρνούμαι την αγία μου πίστη». Τον βασάνισαν τότε και τον έκλεισαν στη φυλακή των κακούργων. Κατόπιν τον οδήγησαν στον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη των μουσουλμάνων και τους άλλους αξιωματούχους οι οποίοι άρχισαν με κολακείες και υποσχέσεις για αξιώματα, πλούτη, τιμές την προσπάθεια για εξισλαμισμό. Επειδή ο άγιος έμενε σταθερός στην πίστη του τον οδήγησαν στον βεζύρη, ο οποίος προσπάθησε και αυτός με τη σειρά του να εξισλαμίσει τον μάρτυρα με ακόμα μεγαλύτερες υποσχέσεις. Ο άγιος ούτε καν πρόσεχε τα λόγια τους αλλά τους έλεγε: «Μην αργοπορείτε και χάνετε τον καιρό σας, ό,τι είναι να κάνετε κάντε το γρήγορα. Οποιονδήποτε θάνατο και αν μου δώσετε θα τον δεχθώ προθυμότατα για χάρη του Χριστού μου. Μην αργοπορείτε λοιπόν. Θέλετε να με κάψετε; Να μαζέψω εγώ τα ξύλα και να ετοιμάσω την φωτιά. Θέλετε να με απαγχονίσετε; Να ετοιμάσω με τα ίδια μου τα χέρια τη θηλειά. Θέλετε να με αποκεφαλίσετε; Δώστε μου το ξίφος να το ακονίσω εγώ όσο χρειάζεται». Μη μπορώντας να τον ανεχθούν άλλο διέταξε ο βεζύρης τον αποκεφαλισμό του. Αφού όλη εκείνη τη νύχτα τον βασάνισαν, πριν ακόμη ξημερώσει τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης. Κάποιους Χριστιανούς που συνάντησαν τους χαιρέτισε ταπεινά και ζήτησε να τον συγχωρήσουν. Εκείνοι κατάλαβαν τον λόγο, ακολούθησαν φοβισμένοι από μακριά και υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του τέλους του. Σην πύλη του Γενή τζαμιού προς τον Κεράτιο ο Άγιος γονάτισε και περίμενε τον δήμιο. Οι άπιστοι προσπάθησαν και αυτή την τελευταία στιγμή να κάμψουν το φρόνημά του, μάταια όμως. Ο δήμιος για να κάνει οδυνηρότερη την εκτέλεση τον χτύπησε τρεις φορές στο λαιμό με το ξίφος και μετά αρπάζοντας με το αιμοβόρο του χέρι τα μαλλιά του αγίου τον αποκεφάλισε. Ήταν δεκαεννέα ετών.
Ενώ το εκτελεστικό απόσπασμα καθόταν λίγο πιο πέρα από το άγιο λείψανο, ένα αστέρι από τον ουρανό κατέβηκε, στάθηκε πάνω από το άγιο λείψανο και σχημάτιζε σταυρό. Συγχρόνως πλήθος ανθρώπων εμφανίστηκε και περικύκλωνε τον μάρτυρα. Νομίζοντας ότι το πλήθος εκείνο είναι Χριστιανοί που ήρθαν να κλέψουν το λείψανο όρμησαν κατά κει αλλά πλησιάζοντας δεν είδαν τίποτα πέρα από το ιερό σώμα του αγίου.
Επειδή ξημέρωνε και άρχισε η κίνηση, φοβήθηκαν οι εκτελεστές μήπως αντιληφθούν οι Χριστιανοί τι συνέβαινε και ζητήσουν να πάρουν τον άγιο να τον θάψουν και να τον τιμούν. Έριξαν αμέσως το σώμα στη θάλασσα, την δε κεφαλή πήγαν στον βεζύρη ως απόδειξη της εκτέλεσης. Το άγιο λείψανο αντί να βυθισθεί βγήκε πλέοντας από τον Κεράτιο αλλά μένει άγνωστο το που προσορμίστηκε. Την αγία κεφαλή ζήτησαν μέσω του Πατριαρχείου οι Χριστιανοί που είχε συναντήσει ο άγιος στο δρόμο, για να την θάψουν δήθεν. Την έβαλαν σε αργυρή θήκη και την κατέθεσαν στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου στα Ταταύλα.
Αργότερα ο Δοσίθεος Σελευκείας, συμπατριώτης του μάρτυρος, την έστειλε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο σπίτι του, που είχε ανοικοδομηθεί σε ναό, μετά από θαυμαστή προτροπή του ίδιου του Αγίου.

ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ
Ο Άγιος νεομάρτυρας Σταμάτιος, καταγόταν από ένα χωριό του Βόλου, τον Άγιο Γεώργιο, της επαρχίας Δημητριάδος.
Συνέβη κάποτε να έρθει κάποιος αγάς στην περιοχή τους για να συγκεντρώσει τον φόρο του χαρατσιού. Ο αγάς αυτός ήταν πολύ καταπιεστικός στη συλλογή του φόρου, αυθαιρετούσε, καταδυνάστευε και αδικούσε τους Χριστιανούς. Απελπισμένοι οι κάτοικοι αποφάσισαν να στείλουν μια αντιπροσωπία στην Κωνσταντινούπολη, στην Υψηλή Πύλη, μήπως κι εύρουν το δίκιο τους.
Μεταξύ των μελών της αντιπροσωπίας ήταν και ο Σταμάτιος. Παρουσιάστηκαν λοιπόν στον Βεζύρη και άρχισαν να του παραπονιούνται για τις αδικίες του αγά.
Ο Βεζύρης όμως , επειδή ήταν φίλος με τον φοροεισπράκτορα, διέταξε να τους πετάξουν έξω σπρώχνοντάς τους και χτυπώντας τους. Ορισμένοι από την αντιπροσωπία, μεταξύ αυτών και ο άγιος, διαμαρτύρονταν έντονα και φώναζαν για την αδικία που γινόταν.
Τότε κάποιοι παριστάμενοι Τούρκοι αξιωματούχοι, φίλοι του αγά, τον ξεχώρισαν και τον πήγαν στον Βεζύρη ψευδομαρτυρώντας και συκοφαντώντας τον άγιο ότι είχε γίνει τούρκος και τώρα εμφανίζεται ως χριστιανός. Ο άγιος φυσικά αρνήθηκε εντονώτατα μπροστά στον Βεζύρη την κατηγορία. Εκείνος όμως τον έστειλε στον αρμόδιο γι’ αυτές τις υποθέσεις κριτή, όπου ανακρινόμενος ο άγιος και πάλι αρνήθηκε την κατηγορία λέγοντας πως πρόκειται για συκοφαντία. Ο δικαστής τότε του λέει: «Κι αν δεν έγινες, γίνε τώρα». Ο άγιος μάρτυρας με μεγάλη φωνή του απάντησε: «μη γένοιτο να γίνω τόσο ανόητος και ν’ αρνηθώ τον Χριστό μου. Καλύτερα να πεθάνω και να είμαι με τον Χριστό μου, παρά να ζω σ’ αυτόν τον κόσμο με μύριες απολαύσεις και δόξες».
Ο δικαστής βλέποντας τη σταθερότητα του μάρτυρα τον έστειλε στον Βεζύρη, ο οποίος προσπάθησε με πολλούς τρόπους, κολακείες, υποσχέσεις, τιμές και αξιώματα να μεταπείσει τον μάρτυρα. Μέχρι και υπασπιστή του υποσχέθηκε να τον κάνει. Ο άγιος για δεύτερη φορά με δυνατή φωνή σταθερά ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό λέγοντας: «Εγώ πλούτο και δόξα και τιμή έχω τον Χριστό μου, ο οποίος μου έχει κατοικία στους ουρανούς, δόξα και ζωή αιώνια. Οι δικές σου τιμές και δόξες είναι φθαρτές και μάταιες και γρήγορα χάνονται μαζί με εκείνους που τις επιδιώκουν».
Ο Βεζύρης διέταξε να φυλακιστεί και να βασανιστεί. Μετά από κάποιες ημέρες διέταξε να τον φέρουν πάλι μπροστά του, όπου ξανά προσπάθησε με θέλγητρα και φόβητρα να τον μεταπείσει. Ο μάρτυς για τελευταία φορά του απάντησε: «Ακόμα και με μύριους θανάτους να με καταδικάσεις, εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Είμαι έτοιμος να βασανίζομαι για το όνομά Του σε όλη μου τη ζωή».
Τότε ο βεζύρης οργισμένος τον παρέδωσε στον έπαρχο να τον θανατώσει. Τον αποκεφάλισαν στις 16 Αυγούστου 1680 μ.Χ. ημέρα Δευτέρα, μπροστά στο βασιλικό παλάτι, στην Αγία Σοφία.
Μαρτύριο του Αγίου, που συνέγραψε ο μοναχός Ιάκωβος ο Αγιορείτης το 1680 μ.Χ., βρίσκεται στον υπ’ αριθμ. 805 Κώδικα της Μονής Βατοπεδίου, φ. 12α-14.

ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΝΕΟΣ
Στη στρατιά των Οσίων, λαμπρή θέση κατέχει και ο Όσιος Γεράσιμος ο Νέος ο Θαυματουργός, ο εκ Λεονταρίου της Πελοποννήσου. Aσκήτευσε στην Ιερά Μονή Aγίας Τριάδος Σουρβιάς, την οποία έκτισε εκ βάθρων ο Όσιος Διονύσιος του Ολύμπου (βλέπε 23 Ιανουαρίου) πρίν 150 περίπου χρόνια, βρίσκεται δε κοντά στο χωριό Μακρινίτσα. Ο Όσιος Γεράσιμος θεωρείται ο δεύτερος κτήτωρ της Ιεράς Μονής Σουρβιάς και εκεί βρίσκεται και ο τάφος του.
Ο Όσιος Γεράσιμος ο Νέος γεννήθηκε στα μέσα του 17ου αιώνα μ.Χ. στο χωριό Λεοντάριο Μεγαλοπόλεως Πελοποννήσου, από το Θεόδωρο και την Ευαγγελία. Όταν ο Γεώργιος έγινε 8 ετών τον παρέδωσαν σε δάσκαλο να μαθαίνει τα ιερά γράμματα. Ιδιαίτερα αγαπούσε τους βίους των Αγίων. Έτσι όταν μεγάλωσε πήγε στη μονή Φιλοσόφου, που ήταν κοντά και ήταν σπουδαίο πνευματικό κέντρο ελληνικής παιδείας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, κι έγινε μοναχός με το όνομα Γεράσιμος κι όπως ήταν φυσικό απέκτησε καλή παιδεία.
Έχοντας Θείο πόθο μετέβη στους Αγίους τόπους, για να προσκυνήσει. Γυρίζοντας στον ελλαδικό χώρο ως άλλος απόστολος κήρυττε σε χωριά και πόλεις το λόγο του Θεού. Έτσι έφτασε και στην περιοχή της Μακρινίτσας στη φημισμένη μονή Αγίας Τριάδος Σουρβιάς, που έχτισε ο Άγιος Διονύσιος Ολύμπου (βλέπε 23 Ιανουαρίου). Εδώ αποφασίζει να μείνει αγωνιζόμενος τον καλόν αγώνα της πίστεως και της αγάπης στο θεό. Ανακαίνισε όλα τα οικοδομήματα και την επαναδιοργάνωσε σε βάσεις ασκητικές. Τον ικανοποιούσε ιδιαίτερα το ήσυχο περιβάλλον της μονής και το καλό του κλίματος. Ψάχνοντας για ακόμη περισσότερη ησυχία βρήκε σε κοντινή απόσταση από τη μονή σπήλαιο όπου περνούσε ώρες ησυχίας και προσευχής και δακρύων πολλών για τη σωτηρία του και όλων των ανθρώπων. Ο θεός έτσι τον στόλισε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Από τη μονή έβγαινε χάριν αγάπης προς τους σκλαβωμένους αδερφούς Έλληνες των γύρω περιοχών Μακρινίτσας, Βελεστίνου, Aγιάς, όπου κήρυττε, εξομολογούσε, ανέπαυε τις κουρασμένες από τα πάθη ψυχές και τους στήριζε να μην αλλαξοπιστήσουν. Στο Βελεστίνο κοντά στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου είχε ένα κελλί, για να ξεκουράζεται, το οποίο μαζί με το ναό κάηκαν στην επιδρομή του Δράμαλη το Μάιο του 1821 μ.Χ., που κατέπνιξε την Επανάσταση στη Θεσσαλία.
Στις αρχές του 1740 μ.Χ., ενώ βρισκόταν στο Βελεστίνο, προαισθάνθηκε το τέλος του και γύρισε στη μονή ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή. Σύναξε όλη την αδελφότητα και με συγκίνηση τους είπε:
«Αδελφοί και πατέρες, ευλογητός ο θεός, οπού διά την άφατον Αυτού ευσπλαχνίαν έχει να ελευθερώσει σήμερον την αμαρτωλόν μου ψυχήν από την φυλακήν, από τούτον λέγω, τον κόσμον και διά τούτο σας παρακαλώ να ενθυμηθείτε την εντολήν του Δεσπότου Χριστού, οπού λέγει: “Άφετε και αφεθήσεται ημίν” και να δώσετε συγχώρηση ανίσως κα έπταισα καμίαν φοράν ωσάν άνθρωπος όχι άπαξ αλλά πολλάκις. Κι ο θεός να σας συγχωρήσει για όσα εις εμέ πράξατε. Προσέχετε, αδελφοί, να μη παραβαίνετε τας εντολάς του θεού, να αγαπάτε την προσευχήν, ωσάν οπού είναι ομιλία ανθρώπου με τον Θεόν. Να μην αμελείτε τον κανόνας σας, να έχετε αγάπην αναμεταξύ σας, να συντρέχετε εις την εξομολόγησιν, ωσάν οπού είναι το κλειδί του παραδείσου και καθώς χωρίς του κλειδίου είναι αδύνατον να ανοιχτεί η θύρα, ούτω και ο άνθρωπος χωρίς εξομολόγησιν είναι αδύνατον να εισέλθει εις την βασιλείαν των Ουρανών. Να μην ανακατώνεσθε εις κοσμικάς φροντίδας, αλλά να είστε όλως διόλου προσηλωμένοι εις τον φόβον του Θεού και να έχετε γραμμένην μέσα εις τον νου σας τη μνήμη του Θανάτου».
Παρέδωκε την αγία του ψυχή τη 14η Σεπτεμβρίου του έτους 1740 μ.Χ. Έζησε στη γη αυτή ως ουράνιος άνθρωπος κι επίγειος άγγελος.
Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που φέρουν τα λείψανα του Αγίου και κυρίως η τίμια κάρα του, πολλά παλαιότερα αλλά και σύγχρονα θαύματα του Αγίου Γερασίμου αναφέρονται από τους γέροντες της Μονής και από πιστούς των γύρω περιοχών.
Πολλοί δαιμονισμένοι έγιναν υγιείς. Γυναίκες που δεν τεκνοποιούσαν απέκτησαν παιδί. Κάτοικοι των γύρω περιοχών γλίτωσαν κατόπιν λιτανείας της Αγίας κάρας από πλήθος ακρίδων που κατέτρωγαν τα χωράφια τους. Στη Σκόπελο γλίτωσαν από λοιμό και από καταστροφική ασθένεια στα αμπέλια τους. Στις Πινακάτες έπαυσε ο Άγιος μεγάλο θανατικό. Στον Άγιο Γεώργιο Βελεστίνου έσωσε τα πρόβατα βοσκού. Στο Στεφανοβίκειο εξαφάνισε αρουραίους που κατέτρωγαν τα σπαρτά. Πολλά είναι και τα θαύματα του Αγίου Γερασίμου προς τους κατοίκους της Μακρινίτσας, αφού ως γνωστό στο ψηλότερο μέρος του χωριού βρισκόταν το ασκητήριό του. Ακριβώς εκεί που σήμερα βρίσκεται η νέα γυναικεία μονή Αγίου Γερασίμου Μακρινίτσας.
Κάθε χρόνο, την παραμονή της Μεσοπεντηκοστής, υπάρχει συνήθεια στην περιοχή Φυτόκο, λίγο έξω από τη Νέα Ιωνία, να μεταφέρεται η εικόνα και η κάρα του Αγίου Γερασίμου από τη μονή Μακρινίτσας, με τα πόδια, ως την εκκλησία του χωριού. Εκεί το απόγευμα ψάλλεται ο Μέγας εσπερινός της Μεσοπεντηκοστής, ενώ το βράδυ γίνεται αγρυπνία, παρουσία του γέροντος της ιεράς Μονής Φλαμουρίου Πηλίου. Το πρωί δε πανηγυρική θεία Λειτουργία.

ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΔΕΩΝ
Ο Άγιος Γεδεών γεννήθηκε στο χωριό Κάπουρνα της Δημητριάδος (Νομός Μαγνησίας) και κατά κόσμον ονομαζόταν Νικόλαος. Οι ευσεβείς γονείς του, ονομάζονταν Αυγερινός και Κυράτζα ενώ είχε άλλους τρεις αδελφούς και τέσσερις αδελφές.
Δώδεκα χρονών, με την οικογένειά του ήλθε στο χωριό Γιερμή και από ‘κει στο Βελεστίνο, όπου εργαζόταν κοντά στο θείο του. Τον άρπαξε όμως κάποιος Τούρκος και τον εξισλάμισε με το όνομα Ιμπραήμ. Μετά από δυο μήνες, ο Νικόλαος, κατόρθωσε και δραπέτευσε και επανήλθε στην οικογένειά του. Ο πατέρας του τον φυγάδευσε στο χωριό Κεραμίδι, όπου κοντά σε κάποιους οικοδόμους πήγε στην Κρήτη. Εκεί εξομολογήθηκε σε κάποιο Ιερέα και βρήκε άσυλο στο εξωκλήσι του.
Μετά τον θάνατο του ιερέα, ο Νικόλαος έφυγε για το Άγιον Όρος. Εκεί πάλι εξομολογήθηκε, έλαβε των αχράντων μυστηρίων και στη Μονή Καρακάλου, εκάρη μοναχός με το όνομα Γεδεών. Οι πατέρες της Μονής του ανέθεσαν το διακόνημα του Εκκλησιάρχου.
Την 6η Ιουνίου 1797 μ.Χ. ο Γεδεών με την ευλογία των Πατέρων διωρίσθηκε μετοχιάρης με τον προηγούμενο Γαβριήλ, στο Μετόχιο της Μεταμορφώσεως, στην περιοχή του Ρεθύμνου Κρήτης. Μετά από έξι έτη παραμονής στο μετόχι, επέστρεψεν στην μονή της μετανοίας του.
Με τον πόθο όμως του μαρτυρίου, ήλθε στο Βελεστίνο, στον τόπο που αρνήθηκε την πίστη του, όπου μέσα στην αγορά με θάρρος ομολόγησε τον Χριστό.
Διωκόμενος από τους Τούρκους, ήλθε στην Αγιά, όπου συνελήφθηκε. Οι Τούρκοι, αφού τον διαπόμπευσαν στους δρόμους του Τιρνάβου, κατόπιν του έκοψαν τα πόδια και τα χέρια και στη συνέχεια τον έριξαν στα αποχωρητήρια. Εκεί, μέσα σε φρικτούς πόνους, παρέδωσε το πνεύμα του στις 30 Δεκεμβρίου 1818 μ.Χ.
Η τίμια κάρα του μάρτυρα, αποθησαυρίστηκε στην αγία Τράπεζα του Μητροπολιτικού Ναού του Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.

ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ ΜΟΝΟΧΙΤΩΝ ΑΝΥΠΟΔΗΤΟΣ
Ο όσιος Συμεών ο Μονοχίτων και Ανυπόδητος, γεννήθηκε στο χωριό Βαθύρεμα Αγιάς από πατέρα ιερέα – τον παπά Ανδρέα, δάσκαλο του κρυφού σχολειού και την Αικατερίνη. Από μικρό παιδί έδειχνε σημεία αρετής και αγιότητος. Έμαθε τα ιερά βιβλία και βοηθούσε τον πατέρα του, ψέλνοντας στις ιερές ακολουθίες.
Ο φιλότουρκος κοτσαμπάσης του χωριού θέλησε να τον παντρέψει με την κόρη του Τριανταφυλλιά, απειλώντας τον πατέρα του πως, αν δε συναινέσει ο γιος του, θα τον πάρει το παιδομάζωμα. Έτσι με τη βία, μια βραδιά στο σπίτι του, παντρεύει το Συμεών με την κόρη του, με ξένο παπά. Στο χρόνο επάνω γέννησε η γυναίκα του ένα αγοράκι, το οποίο ονόμασαν Δημήτρη. Όμως ο Συμεών ήταν βαθιά λυπημένος κι έδειχνε συλλογισμένος. Στον πεθερό του, που τον ρωτά, ομολογεί πως δεν είναι δικό του το παιδί και πως δε γνώρισε την Τριανταφυλλιά ως γυναίκα. Αφού κανείς δε τον πίστεψε αποφασίζεται ο δια πυρός θάνατός του. Κι ενώ στην πλατεία ετοιμάστηκε η φωτιά, ο Συμεών ζήτησε για τελευταία φορά να δει τη σύζυγό του μπροστά στον κόσμο. Πλησίασε το γιο του Δημητράκη και το ρώτησε ποιος ήταν ο πατέρας του. Το παιδί παραδόξως μιλώντας έδειξε για πατέρα του τον Αγροφύλακα του χωριού κι έτσι ο Συμεών αθωώθηκε.
Στην αρχή μόνασε στη μονή Οικονομείον ή Κομνήνειο Κισσάβου, ζώντας «με αυστηράν νηστείαν, άμετρον αγρυπνίαν, ολονύκτιον στάσιν, ανυπόδητος και μονοχίτων, φέρων μόνο εν πτωχικόν ένδυμα παλαιόν και εσχισμένον», όπου χειροτονείται διάκονος. Την ίδια ζωή συνεχίζει στο Άγιον Όρος στη μονή Μ. Λαύρας, όπου χειροτονείται ιερέας. Οι μοναχοί μιας άλλης μονής της Φιλοθέου έρχονται και τον παρακαλούν να αναλάβει την πνευματική καθοδήγησή τους. Ο Συμεών δέχτηκε κι επέβαλε αυστηρή τάξη και πειθαρχία. Όμως κάποιοι μοναχοί δε θέλησαν να μπουν σε υπακοή, στασίασαν και την Κυριακή του Πάσχα τον έδεσαν σ’ ένα κυπαρίσσι έξω από την εκκλησία της μονής, τον έδειραν πολύ και τον φυλάκισαν στον πύργο της μονής. Με τη βοήθεια όμως ενός μοναχού αφήνοντας το Άγιον Όρος πηγαίνει στο μοναχοστόλιστο Πήλιο στην περιοχή του Φλαμουρίου. Εκεί «έμεινε τρεις χρόνους κάτω από μηλέαν τινά, εταλαιπωρείτο δε σφοδρώς κατά τον χειμώνα από το άμετρον ψύχος, το δε θέρος πάλιν εδεινοπάθει από τον καύσωνα και την υπερβολικήν θερμότητα του ηλίου». Στη συνέχεια έκτισε την περιώνυμη μονή της Αγίας Τριάδος Φλαμουρίου, στην οποία συνάχθηκε πλήθος μοναχών. Κατόπιν περιόδευσε ιεραποστολικά ως πρόδρομος κι αυτός του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, την Αγιά, τον Τύρναβο, την Ελασσόνα, τη Λαμία, τα Σέρβια, τα Γρεβενά, τα Άγραφα, τη Θήβα, την Αθήνα, την Εύβοια και την Ήπειρο, όπου «εκήρυττε παρρησία και χωρίς φόβον τον λόγον του Θεού». Στην Εύβοια μάλιστα τον κατηγόρησαν ότι προσπαθεί να κάνει χριστιανούς τους Τούρκους και ο πασάς αποφάσισε να τον κάψουν στην πλατεία. Λέγεται μάλιστα πως και ο ίδιος βοηθούσε στο σωρό των ξύλων. Όταν όμως ο πασάς τον είδε ανυπόδητο, φτωχό με παλιόρασα μπροστά του, τον ευλαβήθηκε και τελικά τον άφησε ελεύθερο.
Όταν επέστρεψε στο Φλαμούρι βρήκε νέους μοναχούς. Έτσι ήταν επιτακτική η ανάγκη να χτιστεί γρήγορα μοναστήρι. Μην έχοντας χρήματα μετέβη στην Κωνσταντινούπολη να ζητήσει από τον Πατριάρχη τη σχετική άδεια και υλική συνδρομή. Εκεί στον προθάλαμο του Πατριάρχη τον βλέπει κάποιος Τούρκος αξιωματικός, που είχε υπηρετήσει στο χωριό του, το Βαθύρρεμα Αγιάς, κι ενθυμούμενος την αγιότητά του, τρέχει στον Σουλτάνο Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή, του οποίου η κόρη ήταν σοβαρά άρρωστη και του μιλά για το Συμεών. Ο Συμεών τη θεραπεύει με θαυματουργικό τρόπο κι ο Σουλτάνος για να τον ευχαριστήσει του δίνει τα κοσμήματα της κόρης του, που έγινε καλά και όλα τα οικοδομικά υλικά που ήταν αναγκαία για το χτίσιμο του μοναστηριού, τα έστειλε με καράβια στο Φλαμούρι Πηλίου. Έτσι χτίστηκε η ιερά μονή Μεταμορφώσεως Φλαμουρίου, επί Πατριαρχείας Καλλινίκου του Γ΄ του Ζαγοριανού. Ο ναός είναι πεντάτρουλος σταυροειδής βασιλική – αθωνικού τύπου.
Στις 19 Απριλίου του 1594 μ.Χ. σε ηλικία υπεράνω των 100 ετών επισκέπτεται την Πόλη κι εκεί ανεπαύθη εν Κυρίω κι ενταφιάστηκε στη Χάλκη των Πριγκηποννήσων. Οι μαθητές του από τη μονή Φλαμουρίου κατά την ανακομιδή του πήραν τα τίμια λείψανά του και τα έφεραν στη μονή του, όπου μέχρι σήμερα θαυματουργούν. Ιερότατο κειμήλιο της μονής σήμερα η τιμία κάρα του Αγίου Συμεών, που με πολλή ευλάβεια φυλάσσουν οι πατέρες και κυρίως ο νυν ηγούμενος της μονής π. Συμεών.

ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ

O Νεομάρτυς Τριαντάφυλλος ο ναύτης γεννήθηκε στην περίφημη Ζαγορά. Από μικρός εργαζόταν ως ναύτης σε ένα από τα πιο περίφημα ζαγοριανά καράβια. Το καλοκαίρι του 1680 το πλοίο του έδεσε στο λιμάνι της Κωνσταντινουπόλεως. Εκεί ο Τριαντάφυλλος επισκέφτηκε τις εκκλησίες και τα αγιάσματα της Πόλης. Για κάποιο άγνωστο σε μας λόγο, ήρθε σε φιλονικία με κάποιους Τούρκους, οι οποίοι τον συκοφάντησαν ότι δήθεν ήθελε να γίνει Μωαμεθανός.
Ο Τριαντάφυλλος όμως αρνήθηκε τη συκοφαντία και μένοντας σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου την 8η Αυγούστου του 1680 στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινουπόλεως, σε ηλικία 18 ετών. Την ημέρα αυτή τιμάται και η μνήμη του τόσο στη Ζαγορά, όσο και στις Αλυκές Βόλου. Τεμάχιο του ιερού Λειψάνου του Αγίου Τριαντάφυλλου υπάρχει τεθησαυρισμένο στην Ι. Μονή Αγίου Νικολάου, στο νησί Άνδρος, μαζί με την εικόνα του Αγίου.
 

ΝΕΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΔΑΜΙΑΝΟΣ

Ο Άγιος Δαμιανός γεννήθηκε στο χωριό Μυρίχοβο Αγράφων (σήμερα Αγία Τριάδα) περί το 1510 μ.Χ. από ευσεβείς γονείς. Από την παιδική ακόμη ηλικία αγάπησε τον μοναχικό βίο και θέλησε να ενδυθεί το αγγελικό σχήμα του μοναχού. Έτσι άφησε τη γενέτειρά του και μετέβη στο Άγιον Όρος, στη μονή Φιλοθέου, όπου εκάρη μοναχός.
Μετά από λίγο καιρό αφήνει τη μονή και αναχωρεί, για να μονάσει σε ασκητήριο και να αφιερωθεί περισσότερο στην προσευχή. Πήγε, λοιπόν, κοντά σε κάποιον ασκητή που τον έλεγαν Δομέτιο. Έμεινε πλησίον του σχεδόν τρία χρόνια και ο μοναχός Δαμιανός πρόκοψε σε όλες τις αρετές και τα πνευματικά αγαθά. Μάλιστα δε, αξιώθηκε κάποτε να ακούσει τη φωνή του Κυρίου που του έλεγε: «Δαμιανέ, δεν πρέπει να ζητάς μόνο το δικό σου πνευματικό συμφέρον, αλλά και των άλλων».
Μετά από αυτό ο Μοναχός Δαμιανός εγκαταλείπει το Άγιον Όρος και πηγαίνει στην περιοχή του Ολύμπου. Εκεί κήρυττε τον λόγο του Θεού, παρακινούσε τους Χριστιανούς να μετανοήσουν, να αποφεύγουν τις αδικίες και τις κακίες και τους προέτρεπε να εφαρμόζουν το θέλημα του Θεού. Ο λόγος του όμως ενόχλησε κάποιους, οι οποίοι τον κατηγόρησαν ότι είναι λαοπλάνος και ψεύτης. Ο Όσιος δεν έδωσε σημασία στις κατηγορίες αυτές και αναχωρεί για την περιοχή της Λάρισας και του Κισσάβου. Μετά από εκεί φθάνει στα Άγραφα. Εκεί, στην Καρύτσα Δοπόλων, ιδρύει τη μονή της Παναγίας Πελεκητής, που ήταν το ιεραποστολικό ορμητήριό του. Ουσιαστικά ανακαίνισε τη μονή που είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές και έτσι πέρασε στη συνείδηση του λαού του Θεού ως κτήτορας αυτής. Δυστυχώς, και εκεί, άνθρωποι δυσσεβείς τον κατηγόρησαν ως λαοπλάνο και ψευδοκαλόγερο. Έτσι φεύγει και πηγαίνει στον Κίσσαβο και δίπλα στο χωριό Ανατολή, κτίζει ένα νέο μοναστήρι προς τιμή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Πλήθος πιστών τον επισκέπτεται, για να ακούσει το κήρυγμά του και τις πνευματικές του νουθεσίες.
Κάποια στιγμή ο Δαμιανός πηγαίνει για δουλειές της μονής στο γειτονικό χωριό Βουλγαρινή. Εκεί συλλαμβάνεται από τον Τούρκο διοικητή της Λάρισας, με την κατηγορία ότι παρεμποδίζει την αγοραπωλησία εμπορευμάτων κατά τις Κυριακές και παρακινεί τους Έλληνες να μένουν σταθεροί στην πίστη τους.
Τον οδηγούν στην φυλακή και τον βασανίζουν. Του δένουν τα πόδια και τον τράχηλο με βαριές αλυσίδες και τον απειλούν για τη ζωή του. Μάταια όμως. Ο Άγιος ομολογεί την πίστη του στον Χριστό και ο Τούρκος διοικητής προστάζει να θανατωθεί και μετά να ριχθεί στη φωτιά. Οι στρατιώτες τον πήραν και τον κτύπησαν δυνατά στο κεφάλι με τον πέλεκυ. Ο Άγιος, ημιθανής όπως ήταν, έπεσε στο έδαφος. Τότε εβλήθη στην κάμινο του πυρός και ότι απέμεινε από το ιερό λείψανό του το έριξαν στον Πηνειό ποταμό.
Ο Οσιομάρτυς Δαμιανός έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου το έτος 1568 μ.Χ.

ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΕΝ ΟΛΥΜΠΩ

Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε λίγο πριν το 1500 μ.Χ. στο ορεινό χωριό Σκλάταινα της Καρδίτσας, την σημερινή Δρακότρυπα. Το όνομά του ήταν Δημήτριος και από παιδί επέδειξε ζήλο για την αγάπη του Χριστού και την ασκητική ζωή.
Σε ηλικία 18 ετών μόνασε στα Μετέωρα λαμβάνοντας το όνομα Δανιήλ.
Τρία χρόνια αργότερα, αναζητώντας πιο απομονωμένο τόπο και επειδή δεν του έδιναν την ευκαιρία ν’ αναχωρήσει, πήδηξε ως δια θαύματος κάτω από το βράχο των Μετεώρων και μετέβη στις Καρυές του Αγίου Όρους. Εκεί γίνεται ιερεύς και μεγαλόσχημος μοναχός, μετονομασθείς σε Διονύσιο.
Αργότερα εγκαθίσταται στην σκήτη Καρακάλου όπου έζησε ερημικά για δέκα έτη με αυστηρή άσκηση, προσευχή και νηστεία, βιώνοντας πολλές θαυματουργικές ενέργειες του Θεού. Η ισάγγελη ζωή του στάθηκε αιτία της εκλογής του ως ηγουμένου της βουλγαρικής, τότε, μονής Φιλοθέου. Συναντώντας μεγάλες αντιδράσεις για τον τρόπο ζωής που θέλησε να εφαρμόσει στην μονή εγκατέλειψε το Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκε γύρω στο 1524 μ.Χ. στην μονή Τιμίου Προδρόμου στη Βέροια.
Θέλοντας ν’ αποφύγει την εκλογή του σε επίσκοπο που επεδίωκαν οι κάτοικοι της περιοχής, αναχώρησε κρυφά και μετέβη στον Όλυμπο. Εκεί ασκήτευσε σ’ ένα σπήλαιο που σώζεται μέχρι και σήμερα. Συκοφαντούμενος όμως εκδιώχθηκε από το ασκητήριό του και αναχώρησε για το Πήλιο, όπου το 1542 μ.Χ. ίδρυσε τη μονή της Αγίας Τριάδος Σουρβίας έπειτα από θαυματουργική υπόδειξη του Θεού.
Μετά από τρία έτη και λόγω της παντελούς ανυδρίας που έπληξε τον τόπο των διωκτών του, επέστρεψε επισήμως με πρόσκληση του διώκτη του Αγά Σάκου. Με την αγγελική βιωτή του γρήγορα προσείλκυσε πλήθος μοναχών, ο ίδιος όμως χρησιμοποιούσε τα πλησιόχωρα σπήλαια για προσευχή και ησυχία, όπου ζούσε στο γνόφο της νοερής προσευχής. Δεν παρέλειπε, ωστόσο, να περιέρχεται τα γύρω χωριά για να κηρύξει, να εξομολογήσει και να στηρίξει τους σκλαβωμένους Έλληνες. Είχε απέραντη αγάπη για το λαό.
Εκοιμήθη εν ειρήνη, αφήνοντάς μας για ανεκτίμητο θησαυρό τα χαριτόβρυτα λείψανά του.

ΑΓΙΕΣ ΖΗΝΑΪΔΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΝΙΛΛΑ ΟΙ ΑΔΕΡΦΕΣ
Οι Αγίες Ζηναΐδα και Φιλονίλλα ήταν αδελφές μεταξύ τους και διακρίθηκαν για την έμπρακτη πίστη τους. Η καταγωγή τους ήταν από την Ταρσό της Κιλικίας. Μερικοί συναξαριστές αναφέρουν ότι ήταν συγγενείς του Αποστόλου Παύλου, αλλά τα ονόματα τους δεν έχουν κάτι το Εβραϊκό και επομένως ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει βάση. Βέβαιο όμως είναι, ότι ήταν γυναίκες που διακρίθηκαν για τη θερμή τους πίστη, ήταν πολύ μορφωμένες και γνώριζαν την ιατρική τέχνη που εξασκούσαν με τρόπο εντελώς φιλανθρωπικό και φιλάδελφο. θεράπευαν δηλαδή δωρεάν, και έτρεχαν αυτές στους ασθενείς και όχι το αντίθετο. Η θεραπευτική τους ικανότητα ενεργούσε πάντα με επιτυχία, ενισχυόμενη από τη Θεία Χάρη.
Η παροχή των ιατρικών υπηρεσιών τους, τις βοηθούσε θαυμάσια στο να εργάζονται και για την πίστη. Κοντά σε κάθε άρρωστο και στην οικογένεια αυτού, γίνονταν διδασκάλισσες του Ευαγγελίου. Παρηγορούσαν και μαλάκωναν με τα λόγια τους και τους τρόπους της χριστιανικής αγάπης και ελπίδας, καρδιές τραυματισμένες από τις συμφορές της ζωής. Ευτύχησαν μάλιστα να φωτίσουν, αρκετούς απίστους στη χριστιανική ζωή.
Κάποτε έφτασαν στην πόλη Δημητριάδα, όπου και διέμειναν σε ένα σπήλαιο. Κατά την διαμονή τους στο σπήλαιο αυτό η Ζηναΐδα θεράπευε από κάθε ἀσθένεια όσους προσέτρεχαν σε αυτήν για βοήθεια. Η Φιλονίλλα έκανε μακροχρόνιες νηστείες και πραγματοποίησε πολλές θαυματουργές θεραπείες και άλλα θαύματα.
Και οι δυό Αγίες κοιμήθηκαν εν ειρήνη στο σπήλαιο.

ΙΕΡΟΜΑΤΥΡΑΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ
Ο Άγιος Παρθένιος ο Ιερομάρτυρας
Ημ. Εορτής: 15 Μαρτίου Ημ. Γέννησης: Ημ. Κοιμήσεως: Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων: Πολιούχος: Λοιπές πληροφορίες: Εορταζόμενο όνομα: Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Παρθένιος ήταν διάκονος στό Διδυμότειχο καί μαρτύρησε τόν 18 ο αιώνα μ.Χ.

ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΟΣ ΕΚ ΜΑΚΡΑΣ ΓΕΦΥΡΑΣ
Ο Νεομάρτυρας αυτός καταγόταν από το χωριό Οζούν Κιου-πρού (Μακριά Γέφυρα) της επαρχίας Αδριανουπόλεως. Έκανε το επάγγελμα του ψαρά και εργαζόταν σε κάποιο ιχθυοτροφείο της Σμύρνης. Ήλθε σε προστριβή με τον Τούρκο ιδιοκτήτη του ιχθυοτροφείου, ο όποιος τον συκοφάντησε ότι δήθεν ο Δήμος ορκίστηκε να γίνει Τούρκος. Οδηγήθηκε με ψευδομάρτυρες στον κριτή και αφού επέμενε σταθερά στην πίστη του, ρίχτηκε στη φυλακή και βασανίστηκε φρικτά με διάφορα ξύλα και άλλα μέσα. Όταν τον έβγαλαν από τη φυλακή (τρεις φορές), ο Δήμος συνεχώς ομολογούσε τον Χριστό. Τότε ο κριτής τον καταδίκασε σε θάνατο με αποκεφαλισμό, γεγονός που συνέβη στίς 10 Απριλίου 1763 μ.Χ., ημέρα Πέμπτη, στη Σμύρνη. Το λείψανο του Αγίου ενταφιάστηκε με τιμές στο Ναό του Αγίου Γεωργίου στη Σμύρνη. Ο τάφος του έγινε προσκύνημα των πιστών, που τους παρείχε πολλά ιάματα.

ΑΓΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ Ο ΜΑΥΡΟΕΙΔΗΣ
Ο Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ καταγόταν από την Αδριανούπολη και ανήκε στους επιφανείς και εύπορους κατοίκους αυτής. Διαβλήθηκε στον δικαστή της Αδριανουπόλεως από φανατικούς Τούρκους, ότι περιφρόνησε το όνομα του θεού αυτών. Ο δικαστής, που γνώριζε την εντιμότητα του Αγίου, τον απέλυσε, αλλά οι συκοφάντες τον απείλησαν ότι θα καταγγείλουν αυτόν στον Σουλτάνο ως ολιγωρούντα της πίστεως αυτών. Ο δικαστής φοβήθηκε και έδωσε εντολή να φυλακίσουν τον Άγιο. Παράλληλα γνωστοποίησε στον Σουλτάνο τα γενόμενα και ανέμενε τις εντολές αυτού. Η διαταγή ήταν σαφής: ή να αρνηθεί την πατρώα πίστη του ή να καεί ζωντανός. Παρά τις υποσχέσεις και τις απειλές ο Μάρτυρας παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του στον Χριστό, γι’ αυτό και αποκεφαλίσθηκε το έτος 1490 μ.Χ.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης καλεί τον Μάρτυρα Μαυρουδή και ορίζει την μνήμη του στις 10 Μαρτίου, ενώ ο Παρισινός Κώδικας καλεί αυτόν Μαυροειδή και σημειώνει τη μνήμη του στις 17 Φεβρουαρίου. Ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης θεωρεί ότι δεν είναι άλλος ο Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ο εξ Αδριανουπόλεως και άλλος ο Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ο Μαυρουδής, που καταγόταν από την Γρανίτσα της Ευρυτανίας και εορτάζει στις 21 Μαρτίου, αλλά πρόκειται περί ενός και του αυτού προσώπου. Η νεωτέρα έρευνα θεωρεί ότι δεν πρόκειται περί του αυτού προσώπου, αλλά περί δύο ξεχωριστών Αγίων.

ΛΟΥΚΑΣ Ο ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ
Ο Άγιος Λουκάς, γεννήθηκε από τον Αθανάσιο και τη Δομνίτσα στην Αδριανούπολη της Θράκης. Σε ηλικία έξι χρονών έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα του τον παρέδωσε σ’ έναν Ζαγοραΐο πραγματευτή, με τον όποιο εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν ήταν 13 χρονών ο Λουκάς, φιλονίκησε μ’ ένα τουρκόπουλο έξω από το σπίτι του κυρίου του και το έδειρε. Αυτό το είδαν οι εκεί παρευρισκόμενοι Τούρκοι και όρμησαν με θυμό εναντίον του Χριστιανόπουλου. Ο Λουκάς για ν’ αποφύγει την τιμωρία είπε στους Τούρκους: «Αφήστε με και ‘γώ θα τουρκέψω». Τότε καταλάγιασε ο θυμός των Τούρκων και τον πήγαν σ’ ένα ευγενή Τούρκο, που πέτυχε τον εξισλαμισμό του.
Ελεγχόμενος όμως από τη συνείδηση του, ο Λουκάς ζήτησε τη βοήθεια του κυρίου του από τη Ζαγορά, ο όποιος και προσπάθησε να τον απελευθερώσει με την επέμβαση της Ρωσικής Πρεσβείας. Αλλά η Ρωσική Πρεσβεία, για ν’ αποφύγει τυχόν ανωμαλίες, είπε ότι θα δεχόταν τον Λουκά μόνο αν αυτός διέφευγε από το σπίτι του Τούρκου αφέντη του. Πράγματι μετά από λίγες ήμερες ο Λουκάς κατόρθωσε και απόδρασε από το σπίτι του αφέντη του και αφού, επιβιβάστηκε σε πλοίο πήγε στη Σμύρνη, και από ‘κεί στη Θήρα. Εκεί με τη συμβουλή ενός πνευματικού ήλθε στο Άγιο Όρος, όπου παρέμεινε αρκετά. Εκεί αφού γύρισε διάφορες Σκήτες και Μονές, τελικά έκάρη μοναχός στη Μονή Σταυρονικήτα. Τον κατέλαβε όμως ό πόθος του μαρτυρίου και αναχώρησε για τη Μυτιλήνη κατά τον Μάρτιο του 1802 μ.Χ.
Λόγω κάποιου γεγονότος, η Μυτιλήνη εκείνη την εποχή βρισκόταν σε μεγάλη αναταραχή. Ο Λουκάς, με τις ευχές των Πατέρων του Αγίου Όρους, παρουσιάστηκε στον κριτή της πόλης και ομολόγησε με θάρρος τον Χριστό. Παρά τις κολακείες και τους φοβερισμούς των Τούρκων, ο Θρακιώτης μάρτυρας παρέμεινε αμετακίνητος στην πίστη και την απόφαση του να μαρτυρήσει. Οδηγούμενος προς τον Ναζήρη, στο δρόμο συνάντησε τον Μητροπολίτη Μυτιλήνης, που τον πήγαιναν στο κριτήριο, έσκυψε του φίλησε το χέρι και ζήτησε τις προσευχές του. Για την ενέργεια του αυτή, οι συνοδοί Τούρκοι τον έδειραν ανελέητα.
Μπροστά στον Ναζήρη, ο Λουκάς με ευτολμία κήρυξε τον Χριστό και κατηγόρησε τη μουσουλμανική θρησκεία. Μετά από τριήμερη προθεσμία, που εξέπνευσε χωρίς αποτέλεσμα για τους Τούρκους, ο Ναζήρης εξέδωσε καταδικαστική απόφαση. Έτσι στις 23 Μαρτίου 1802 μ.Χ., ο Λουκάς άπαγχονίστηκε στη Μυτιλήνη και έλαβε το ένδοξο στεφάνι του μαρτυρίου. Το Άγιο λείψανο του παρέμεινε για τρεις μέρες στην αγχόνη, κατόπιν το έριξαν στη θάλασσα.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ Ο ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ

Καταγόταν από την Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης και κατά κόσμον ονομαζόταν Χριστόδουλος. Όταν ήταν νέος με δόλιο τρόπο εξισλαμίοηκε από ένα εξωμότη Αρμένιο. Συναισθάνθηκε όμως το σφάλμα του, μετανόησε και εξομολογήθηκε. Σε ηλικία 19 χρονών ήλθε στη Μονή Διονυσίου, όπου για τέσσερα χρόνια έζησε με υποταγή και κατάνυξη. Με την ευλογία του γέροντα του Στέφανου, επέστρεψε στην Αδριανούπολη, όπου μπροστά στον κριτή αποκήρυξε τον Μωαμεθανισμό και ομολόγησε με θάρρος τη Χριστιανική του πίστη. Έτσι στις 16 Απριλίου 1818, ήμερα Τρίτη Διακαινησίμου και ώρα 8.00 αποκεφαλίστηκε ψάλλοντας το «Χριστός Ανέστη».

ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ
Πατρίδα του Αγίου Τιμοθέου ήταν το χωριό Παράορα της επαρχίας Κεσσάνης (ή Κισάννης) της Θράκης, και κατά κόσμον ονομαζόταν Τριαντάφυλλος. Παντρεύτηκε και απόκτησε δύο κόρες.
Κάποτε, η σύζυγός του, με συνέργεια του διαβόλου, τον εγκατέλειψε και παντρεύτηκε κάποιο Τούρκο. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα συναισθάνθηκε το σφάλμα της αλλά δεν μπορούσε εύκολα να απαλλαγεί από τον αλλόπιστο. Ο σύζυγός της Τριαντάφυλλος σκέφτηκε τότε , για να μπορέσει να την απαλλάξει από τα χέρια του Τούρκου, να ασπαστεί εικονικά τον μωαμεθανισμό και κατόπιν να γίνουν και οι δύο μοναχοί.
Πράγματι πήγε στο δικαστήριο και είπε ότι, αν του δώσουν πίσω τη γυναίκα του, δέχεται να γίνει μουσουλμάνος. Με πολλή ευχαρίστηση το δικαστήριο ενέκρινε το αίτημά του και αφού του έκαναν περιτομή του έδωσαν τη σύζυγό του.
Μετά από κάποιους μήνες έφυγαν κρυφά και πήγαν στις Κυδωνίες, όπου τακτοποίησε τη γυναίκα του σε γυναικείο μοναστήρι ενώ αυτός έφυγε για το Άγιο Όρος.
Αρχικά εργάστηκε ως κηπουρός στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας όπου και εκάρη μοναχός με το όνομα Τιμόθεος. Εκεί άκουσε για το μαρτύριο του αγίου νεομάρτυρος Αγαθαγγέλλου του Εσφιγμενίτου (βλέπε 19 Απριλίου) που είχε μαρτυρήσει εκείνη τη χρονιά και μέσα του γεννήθηκε ο πόθος για μαρτύριο.
Κατόπιν πήγε στο κοινόβιο του Εσφιγμένου, όπου έγινε μεγαλόσχημος και προπαρασκευάστηκε για το μαρτύριο. Τελικά, αφού πήρε την ευχή του ηγούμενου του Ευθυμίου, αναχώρησε από το Άγιο Όρος και έφτασε στην Κεσσάνη.
Στην Κεσσάνη, μαζί με τον συνοδό του Ιερομόναχο Ευθύμιο, προσπαθούσαν να επαναφέρουν στη σωστή πίστη αρνησίχριστους. Τους πρόδωσαν όμως και αφού τους συνέλαβαν τους μετέφεραν στις φυλακές της Αδριανούπολης. Εκεί βασανίστηκαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο. Αλλά επειδή οι Όσιοι έμεναν σταθεροί στην πίστη τους, τους μεν Ευθύμιο και κάποιον άλλο μοναχό Βαρνάβα τους ελευθέρωσαν και τους απέλασαν, τον δε Τιμόθεο αποκεφάλισαν στις 29 Οκτωβρίου 1820 μ.Χ.
Μέρος των αιματωμένων ενδυμάτων του, βρίσκεται στη Μονή Εσφιγμένου.
Ορισμένοι Συναξαριστές, μαζί μ’ αυτούς τους Αγίους, αναφέρουν και κάποιον Ιερέα Νικόλαο.

ΑΜΜΟΥΝ Ο ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΚΑΙ 40 ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ
Οι Άγιες αυτές γυναίκες έζησαν την εποχή του βασιλέως Λικινίου στην Αδριανούπολη της Θράκης. Ο ηγεμών της περιοχής Βάβδος (περί το 305 μ.Χ.) τις συνέλαβε ως χριστιανές και τις προέτρεπε να προσκυνήσουν τα είδωλα. Η Κελσίνα, μία εξ αυτών και η πρώτη της πόλεως, μετά τη θαρραλέα ομολογία της πίστεώς της τις εσύναξε όλες στην οικία της μαζί με τον διδάσκαλό τους, διάκονο Άγιο Αμμούν, για να ενισχυθούν προς το μαρτύριο. Ο Αμμούν πήρε το χαρτί με τα ονόματά τους και τα διάβασε δυνατά ένα-ένα. Ύστερα είπε: «Αγωνισθήτε υπέρ του Χριστού δια του μαρτυρίου, διότι έτσι θα καθίσει και ο Δεσπότης Χριστός στην πύλη της ουρανίου βασιλείας και θα σας προσκαλεί μία-μία κατ’ όνομα, για να σας αποδώσει τον στέφανο της αιωνίου ζωής».
Όταν και πάλι τις ανέκρινε ο ηγεμών, ομολόγησαν όλες σταθερά την πίστη τους. Με την προσευχή τους συνέτριψαν τα είδωλα και ο ιερεύς των ειδώλων ανυψώθηκε στον αέρα, μέχρις ότου, βασανιζόμενος από πύρινους αγγέλους, έπεσε νεκρός στη γη. Τότε ο Βάβδος πρόσταξε να κρεμάσουν τον Άγιο Αμμούν, να του ξύσουν τις πλευρές, να κάψουν τις πληγές του με αναμμένες λαμπάδες και να του φορέσουν στο κεφάλι χάλκινη πυρακτωμένη περικεφαλαία.
Επειδή ο Άγιος διαφυλάχθηκε αβλαβής από τα μαρτύρια, οδηγήθηκε μαζί με τις μαθήτριές του από τη Βερόη (σημερινή Στάρα Ζαγορά της Βουλγαρίας) στην Ηράκλεια, στον βασιλέα Λικίνιο. Καθ’ οδόν εμφανίσθηκε ο Κύριος και τους ενεθάρρυνε. Φθάνοντας στην πόλη πήγαν στον τόπο, όπου είχαν κατατεθεί τα τίμια λείψανα της Αγίας μάρτυρος Γλυκερίας (βλέπε 13 Μαΐου). Ενώ διανυκτέρευαν εκεί προσευχόμενες, παρουσιάσθηκε η Αγία λέγοντας: «Καλώς ήλθατε, άγιες δούλες του Θεού! Προ πολλού περίμενα την λαμπρή εν Χριστώ συνοδεία σας, για να χορεύσωμε στεφανωμένες όλες μαζί με τους αγίους αγγέλους στην βασιλεία του Χριστού, τον οποίο μέχρις αίματος ομολογήσαμε».
Στην Ηράκλεια τους έριξαν στα θηρία. Οι άγιες γυναίκες μαζί με τον διδάσκαλό τους προσευχήθηκαν όρθιες με υψωμένα τα χέρια, τα δε θηρία κατελήφθησαν από ύπνο και δεν τους άγγιξαν. Την ώρα που οι στρατιώτες άναβαν φωτιά για να τις ρίξουν μέσα, προφήτευσαν στον ασεβή Λικίνιο την επικράτηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τη νίκη του χριστιανισμού και την κατάργηση της ειδωλολατρίας. Κατόπιν σφραγίσθηκαν με το σημείο του σταυρού και δέκα από αυτές πήδησαν αγαλλόμενες μέσα στις φλόγες υμνώντας τον Θεό, ο οποίος εδρόσισε το πυρ. Έτσι, αυτές μεν ετελειώθησαν εν ειρήνη στην πυρά, οκτώ δε αποκεφαλίστηκαν μαζί με τον διδάσκαλό τους Αμμούν. Από τις υπόλοιπες οι δήμιοι άλλες κατέσφαξαν και σε άλλες έβαλαν στο στόμα πυρακτωμένα σίδερα.
Τα ονόματά τους έχουν διασωθεί στο αρχαίο Μαρτύριόν τους (Bibliotheca Hagiographica Graeca 2280-2281) και είναι: Λαυρεντία η διάκονος, Κελσίνα, Θεοκτίστη (η Θεόκλεια), Δωροθέα, Ευτυχιανή, Θέκλα, Αρισταινέτη, Φιλαδέλφη, Μαρία, Βερονίκη, Ευλαλία (η Ευθυμία), Λαμπροτάτη, Ευφημία, Θεοδώρα, Θεοδότη, Τετεσία, Ακυλίνα, Θεοδούλη, Απλοδώρα, Λαμπαδία, Προκοπία, Παύλα, Ιουλιάνα, Αμπλιανή, Περσίς, Πολυνίκη, Μαύρα, Γρηγορία, Κυρία (η Κυριαίνη), Βάσσα, Καλλινίκη, Βαρβάρα, Κυριακή, Αγαθονίκη, Ιούστα, Ειρήνη, Ματρώνα (η Αγαθονίκη), Τιμοθέα, Τατιανή, Άννα (η Ανθούσα).
Ωστόσο, στην ασματική Ακολουθία και σε νεότερους Συναξαριστές απαντούν τα εξής ονόματα: Αδαμαντίνη, Αθηνά, Ακριβή, Αντιγόνη, Αριβοία, Ασπασία, Αφροδίτη, Διόνη, Δωδώνη, Ελπινίκη, Ερασμία, Ερατώ, Ερμηνεία, Ευτέρπη, Θάλεια, Θεανώ, Θεανόη, Θεόνυμφη, Θεοφάνη, Καλλιρρόη, Καλλίστη, Κλειώ, Κλεονίκη, Κλεοπάτρα, Κοραλλία, Λάμπρω, Μαργαρίτα, Μαριάνθη, Μελπομένη, Μόσχω, Ουρανία, Πανδώρα, Πηνελόπη, Πολύμνια, Πολυνίκη, Σαπφώ, Τερψιχόρη, Τρωάς, Χάϊδω και Χαρίκλεια (βλ. Πρωτ. Κων/νου Πλατανιτου, Εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αποστολική Διακονία, εκδ. Δ , 1997, σελ. 23 υποσ.).

ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΒΑΤΑΤΖΗΣ
Προφητείες, θρύλοι και διηγήσεις που ζωντανεύουν στις μνήμες μας τον μαρμαρωμένο βασιλιά συνδέονται άρρηκτα με θαύματα και γεγονότα που σχετίζονται με τον Άγιο βασιλιά Ιωάννη Βατάτζη! Ξετυλίγοντας το κουβάρι του θαυμαστού βίου του θα διαπιστώσουμε ότι ο ευσεβής βασιλέας Ιωάννης ο Βατάτζης, είχε θέσει προτεραιότητα στη ζωή του την ελεημοσύνη! Με βάση το έλεος και την αγάπη αντιμετώπισε με τη βοήθεια του Θεού ακανθώδη ζητήματα της εποχής του. Το χριστιανικό ήθος και η προσήλωσή του στο γράμμα του ευαγγελίου συνέβαλαν στο να επιλύσει το πρόβλημα της φτώχειας. Προβάλλοντας το έλεος συνάντησε τον Θεό, όπως λέγει η ρήση του προφήτη και βασιλιά Δαυίδ! Και έτσι επίλυσε οριστικά όπως αναφέρει ο βιογράφος του και το δικό του πρόβλημα, το πρόβλημα δηλαδή του πνευματικού θανάτου, όπως αποκαλύπτει το άφθαρτο σκήνωμά του.
Μία λοιπόν από τις μεγάλες φυσιογνωμίες που λάμπρυναν την Εκκλησία και την χριστιανική αυτοκρατορία είναι ο Άγιος Βασιλέας Ιωάννης ο 3ος, Δούκας Βατάτζης ο οποίος για τις μεγάλες ελεημοσύνες του έλαβε την προσωνυμία Ελεήμων. Γεννήθηκε στα 1193 μ.Χ. στο Διδυμότειχο και ήταν γόνος της επιφανούς οικογένειας του Βυζαντίου. Το 1204 μ.Χ., μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους σταυροφόρους, η βυζαντινή αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε τέσσερα αντίπαλα βασίλεια, τη λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, την αυτοκρατορία της Νίκαιας στη Μικρά Ασία, όπου κατέφυγε ο νόμιμος αυτοκράτορας και ο οικουμενικός Πατριάρχης, το Δεσποτάτο της Ηπείρου στη δυτική Ελλάδα και τέλος το βουλγαρικό βασίλειο του Ιωάννη του 2ου του Ασάνη. Στα 1222 μ.Χ., ο Ιωάννης Δούκας Βατάτζης διαδέχθηκε στο θρόνο της Νίκαιας τον θείο του Θεόδωρο Λάσκαρη και χάρη στην πολιτική του ικανότητα κατόρθωσε να αναδιοργανώσει τις βυζαντινές δυνάμεις κατά τα πρότυπα της παλαιάς αυτοκρατορίας. Ο Ιωάννης σαν αυτοκράτορας, επέδειξε τις εξαιρετικές ιδιότητες ενός πολιτικού αρχηγού και τις αρετές ενός χριστιανού ηγεμόνα. Χάρη σε μία σειρά από λαμπρές στρατιωτικές νίκες και έξυπνους χειρισμούς εξασφάλισε μέσα σε λίγα χρόνια τον έλεγχο της Μικράς Ασίας και ανέκτησε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που βρίσκονταν στα χέρια των Λατίνων. Κατέλαβε την Ανδριανούπολη, και το 1254 μ.Χ. όταν πέθανε, η αυτοκρατορία της Νικαίας περιελάμβανε στην πραγματικότητα τα εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας πριν τη φραγκική κατάκτηση. Δεν απέμενε πλέον παρά η κατάληψη της Βασιλεύουσας, η οποία επιτεύχθηκε από τον διάδοχό του, Μιχαήλ 8ο τον Παλαιολόγο το έτος 1261 μ.Χ. και η οποία από τους ιστορικούς χρεώνεται στον αυτοκράτορα Ιωάννη τον Βατάτζη.
Εμφορούμενος από φλογερό ζήλο για το καλό της Εκκλησίας, ο Ιωάννης ο 3ος ο Βατάτζης διεξήγαγε πολλές διαπραγματεύσεις με τον Πάπα Γρηγόριο τον 9ο. Ματαίως όμως, γιατί ο Πάπας επέμενε στις απόψεις του.
Ο ευσεβής ηγέτης της Νίκαιας Ιωάννης είχε ήπιο χαρακτήρα, απλό και φιλήσυχο. Όλοι μπορούσαν να τον πλησιάζουν για να βρουν σε αυτόν στήριξη και κατανόηση. Ήταν ένθερμος προστάτης των αδικημένων και ιδιαιτέρως των αγροτών που καταπιέζονταν από τους μεγάλους γαιοκτήμονες. Εκτός από τους πολέμους καταπιάστηκε επιπλέον και με την αναδιοργάνωση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Μία ημέρα που συνάντησε τον ίδιο τον γιο του, ντυμένο με ακριβά ρούχα να πηγαίνει για κυνήγι, τον επιτίμησε αυστηρά λέγοντάς του:
«Πως μπορείς να ξοδεύεις έτσι το χρήμα των υπηκόων σου, σε τέτοιες μάταιες ασχολίες; Δεν γνωρίζεις ότι τα πολύτιμα τούτα ρούχα με τα χρυσά κεντήματα γίνονται από το αίμα των Ρωμιών, και ότι πρέπει να δίνεις σ’ αυτούς λογαριασμό για ότι ξοδεύεις, αφού ο πλούτος των βασιλέων είναι πλούτος των υπηκόων τους»;
Στις 4 Νοεμβρίου του 1254 μ.Χ. ο ευσεβής αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης ο 3ος ο Βατάτζης παρέδωσε εν ειρήνη την ψυχή του στα χέρια του Θεού. Το τίμιο λείψανό του ενταφιάσθηκε στο Μοναστήρι του Σωτήρος Χριστού, που είχε κτίσει ο ίδιος στο Νυμφαίο της Βιθυνίας.
Στα επόμενα χρόνια δια αποκαλύψεως ο ίδιος ο Ιωάννης ζήτησε να μεταφερθεί το λείψανό του στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Όταν μετά από 7 χρόνια άνοιξαν τον τάφο του, μία γλυκειά ευωδία απλώθηκε τριγύρω. Έκπληκτοι διαπίστωσαν όλοι ότι και το σώμα του ήταν άφθαρτο, σαφές δείγμα αγιότητας. Δεν είχε κανένα απολύτως σημείο που να φανερώνει ότι ήταν νεκρός. Το χρώμα του σώματος ήταν όπως κάθε φυσιολογικού ανθρώπου, ακόμη κι αυτά τα ρούχα του είχαν διατηρηθεί επί 7 χρόνια άφθορα και έμοιαζαν σαν να τα είχαν ράψει εκείνη τη στιγμή. Έτσι αντιδοξάζει ο Θεός εκείνους που τον δοξάζουν στη γη.
Ο θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά
Από τότε το τίμιο λείψανο του Αγίου Βασιλέως Ιωάννη του Βατάτζη του ελεήμονος, κατατέθηκε σε Ναό της Μαγνησίας. Μάλιστα όπως σημειώνει ο βιογράφος του, χριστιανοί που προσέφευγαν στον άγιο ανταμείβονταν θαυμαστά. Στο ιερό λείψανο ασθένειες θεραπεύονταν, διώκονταν δαίμονες….
Ο ιστορικός της εποχής αναφέρει ακόμα ότι επί βασιλείας του Ανδρόνικου του Παλαιολόγου κατά τις επιδρομές των Τούρκων στην Μαγνησία, ο καστροφύλακας παρατήρησε πολλές φορές μία αναμμένη λαμπάδα να περιφέρεται στα τείχη. Έστειλε ανθρώπους του να ερευνήσουν το φαινόμενο μα δεν τα κατάφεραν. Τέλος εστάλη ο κωφάλαλος αδελφός του καστροφύλακα. Σ’ αυτόν έγινε η αποκάλυψη και επιστρέφοντας του δόθηκε και η θεραπεία. Και έτσι διηγήθηκε ότι στο μέρος εκείνο που φαινόταν το φως της λαμπάδας, βρήκε έναν άνδρα μεγαλοπρεπή με βασιλικό παράστημα ο οποίος μεγαλοφώνως προέτρεπε τους χριστιανούς να συνεχίσουν την άμυνα. Την μορφή αυτή την αναγνώρισε στο ιερό σκήνωμα του Αγίου Βασιλέως Ιωάννη Βατάτζη. Από τότε αναγνωρίσθηκε ως Άγιος και η μνήμη του ορίσθηκε να τιμάται στις 4 Νοεμβρίου. Το άφθαρτο λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη που είχε ήδη ελευθερωθεί από τους Φράγκους όπου και το τύλιξε ο θρύλος του Μαρμαρωμένου Βασιλιά. Κατά την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους κρύφθηκε σε κάποια κατακόμβη. Κι από τότε καρτερεί την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας. Ακόμη ο θρύλος λέγει ότι μαζί του ο Άγιος βασιλέας έχει τη σπάθη του μέσα στο θηκάρι της και ότι κάθε χρόνο η λεπίδα του σπαθιού ξεπροβάλλει μερικά χιλιοστά, μέχρι που να φθάσει η στιγμή να ξεπροβάλλει ολόκληρη η σπάθη τότε θα έρθει και η ώρα που καρτερεί η ρωμιοσύνη, να πάρει δηλαδή την Κωνσταντινούπολη. Σύγχρονος άγιος γέροντας ασκητής αναφέρει πως εδώ και λίγο καιρό ο Ελεήμων Άγιος βασιλιάς έχει αναστηθεί και πως το ξίφος βγήκε εντελώς από το θηκάρι του. Περιφέρεται με τη μορφή παλιάτσου στην Πόλη και κατευθύνει τις στρατιές των Αγίων ώστε να λάβουν θέση γύρω από τη Βασιλεύουσα. Υποστηρίζει μάλιστα πως το ιερό λείψανο φυλασσόταν από οικογένεια κρυπτοχριστιανών που διατηρούσε το μυστικό από γενιά σε γενιά. Αυτό ακριβώς το γεγονός που με τη μορφή διήγησης αναφέρει ο άγιος αυτός γέροντας ασκητής σηματοδοτεί σειρά γεγονότων που θα επαληθεύσουν τις προφητείες του Αγίου Κοσμά πολύ-πολύ γρήγορα. Αυτά κι άλλα πολλά λένε οι θρύλοι και οι διηγήσεις για το άφθαρτο λείψανο του Αγίου Βασιλέα Ιωάννη του 3ου του Βατάτζη, του Ελεήμονος.
Όλοι αυτοί οι θρύλοι και οι προφητείες ηχούν παράξενα στα αυτιά μας. Όπως και να είναι όμως οφείλουμε να τις εκλάβουμε ως βάση αξιολόγησης της προσωπικής αξίας του Αγίου Ιωάννη του Βατάτζη, του Ελεήμονος, του μαρμαρωμένου βασιλιά της ρωμιοσύνης. Βάση που συντελεί ώστε να τον ακολουθούν αιώνες αιώνων αναδεικνύοντας δια της αφθαρσίας του τιμίου λειψάνου και την αιωνιότητα της μνήμης του κι επαληθεύοντας το λόγο της Αγίας Γραφής ότι ο ελεήμων «εκ θανάτου ρύεται».

172 ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ
Στο δρόμο Σερρών – Καβάλας, αμέσως μετά την Κορμίστα, στα όρια των νομών Σερρών – Καβάλας, στη βόρεια πλευρά του κατάφυτου όρους Παγγαίου, σε μια θαυμάσια τοποθεσία, σε υψόμετρο 753 μ., βρίσκεται η Ιερά Μονή της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας. Είναι ένας από τους δύο ιερούς χώρους της Ανατολικής Μακεδονίας, που συνεχίζει και σήμερα να αποτελεί πόλο έλξης πλήθους πιστών, που έρχονται να προσκυνήσουν την «αχειροποίητο εικόνα της Θεοτόκου» και να ηρεμήσουν μέσα στο γαλήνιο περιβάλλον της.
Το όνομα της Μονής, κατά μία εκδοχή, οφείλεται στο θαύμα της εικόνας της Παναγίας, η οποία έλαμπε και σκορπούσε φως «φοινικούν», δηλαδή κόκκινο, όπως η πορφύρα των Φοινίκων. Απ’ αυτό προέρχεται και η ονομασία: Εικών φοινίσσουσα – Εικών – φοίνισσα – Εικοσιφοίνισσα.
Η Μονή, ιδίως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, πρόσφερε πάρα πολλά για τη διατήρηση της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, ώστε δίκαια προκάλεσε την οργή, αρχικά των Τούρκων και κατόπιν των Βουλγάρων. Αντιμετώπισε επανειλημμένα τις καταστροφικές επιδρομές τους και ανέδειξε πλήθος μαρτύρων.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο επίσκοπος Φιλίππων Σώζων, που έλαβε μέρος στη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο (Χαλκηδόνα, 451 μ.Χ.) ίδρυσε ναό και μοναστικό οικισμό στη θέση Βίγλα, 50μ. ανατολικά της σημερινής Μονής, όπου τα σωζόμενα ερείπια τείχους και πύργου, μαρτυρούν την ύπαρξη αρχαίου μεγάλου φρουρίου. Όλα αυτά εγκαταλείφθηκαν αργότερα, όταν έφθασε εδώ ο πρώτος κτίτορας της Μονής, ο Άγιος Γερμανός (518 μ.Χ ή κατά μια άλλη εκδοχή τον 8ο μ.Χ. αιώνα), ο οποίος από πολύ νεαρή ηλικία ασκήτευσε στους Άγιους Τόπους, στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, πλησίον του Ιορδάνη ποταμού. Από τότε και για αρκετούς αιώνες η ιστορία της Εικοσιφοίνισσας είναι τελείως άγνωστη.
Αρχαιολογικές ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατά τον 11ο μ.Χ. αι. κτίσθηκε ξανά το Καθολικό της Μονής. Κατά την περίοδο αυτή η Μονή έγινε «Σταυροπηγιακή», δηλ. εξαρτιόταν απ’ ευθείας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Νέα λάμψη γνώρισε το Μοναστήρι το έτος 1472 μ.Χ., όταν σ’ αυτό αποσύρθηκε, παραιτηθείς από το θρόνο του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άγιος Διονύσιος, που θεωρείται ο δεύτερος κτίτορας της ιεράς Μονής.
Kατά το μακρύ διάστημα της παραμονής του στη Μονή, ανήγειρε πολλά νέα κτίσματα και επισκεύασε παλαιά. Στην εποχή του το Μοναστήρι απέκτησε μεγάλη ακμή και αίγλη. Έτσι, σύμφωνα με πληροφορία ενός κατάστιχου του 16ου μ.Χ. αιώνα, το έτος 1507 μ.Χ. ζούσαν στη Μονή 24 ιερομόναχοι, 3 ιεροδιάκονοι και145 μοναχοί δηλ. συνολικά 172. Αυτοί διέτρεχαν την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, ενίσχυαν τους Χριστιανούς στην πίστη και απέτρεπαν τους εξισλαμισμούς. Η δράση τους αυτή προκάλεσε την οργή των Τούρκων, που την 25 Αυγόυστου 1507 μ.Χ. κατέσφαξαν και τους 172 μονάζοντες. Δεν κατέστρεψαν το ναό και τα κτίρια, όμως η Μονή παρέμεινε έρημη και ακατοίκητη επί 13 χρόνια.
Μετά το τραγικό συμβάν της σφαγής, το Οικουμενικό Πατριαρχείο πέτυχε το 1510 μ.Χ. (ή κατ’ άλλους το 1520 μ.Χ.) να λάβει άδεια του Σουλτάνου για την αναδιοργάνωση της Μονής. Έτσι, με τη βοήθεια δέκα (10) μοναχών του Αγίου Όρους, μέσα σε δέκα χρόνια προσήλθαν να μονάσουν στη Μονή 50 μοναχοί, διάκονοι και ιερομόναχοι, που είχαν και τη διακυβέρνηση του Μοναστηριού.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η Μονή είχε γίνει πνευματικό και εθνικό κέντρο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Εδώ, ελθών από τις Σέρρες, ο Εμμανουήλ Παπάς, όρκισε τους οπλίτες του και κήρυξε την Επανάσταση.
Στην Ιερά Μονή λειτουργούσε περίφημη Ελληνική Σχολή. Ιδιαίτερα αξιόλογη ήταν η Βιβλιοθήκη της Εικοσιφοίνισσας. Πριν τη λεηλασία της από τους Βουλγάρους, το έτος 1917 μ.Χ., περιελάμβανε 1300 τόμους βιβλίων. Ορισμένα χειρόγραφα ήταν μεγάλης αρχαιολογικής αξίας. Κατά τους αιώνες αυτούς της ακμής, επισκευάσθηκαν και ανεγέρθηκαν πολλά κτίσματα της Μονής. Κατά το 2ο μισό του 19ου μ.Χ. αιώνα, αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες: το 1854 μ.Χ. πυρκαγιά αποτέφρωσε τη δυτική πλευρά και μέρος της βόρειας, ενώ το 1864 μ.Χ. επιδημία χολέρας αποδεκάτισε τους Μοναχούς. Για την ανόρθωση της Εικοσιφοίνισσας φρόντισε ιδιαίτερα ο περιφανής Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος (1902 – 1910 μ.Χ.). Την εποχή αυτή, επίφοβοι δεν ήταν μόνο οι Τούρκοι, αλλά και οι Βούλγαροι, που το1917 μ.Χ. σύλησαν τους ανεκτίμητους εθνικοθρησκευτικούς θησαυρούς της Μονής.
Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πάλι οι Βούλγαροι, ολοκλήρωσαν την καταστροφή, βάζοντας φωτιά (έτος 1943 μ.Χ.) και καίγοντας τα οικοδομήματά της. Η ανοικοδόμηση της Μονής άρχισε πραγματικά το έτος 1965 μ.Χ. και μέσα σε μια 15ετία κατόρθωσε να έχει τη σημερινή της εμφάνιση.
Το 1997 μ.Χ., η Μονή αριθμεί 25 Μοναχές. Γιορτάζει στις 15 Αυγούστου στη μνήμη της Παναγίας Θεοτόκου, στις 14 Σεπτεμβρίου στη μνήμη του Τιμ. Σταυρού και στις 21 Νοεμβρίου στη μνήμη των Εισοδίων της Θεοτόκου.
Η κυρίως Μονή στο κέντρο έχει τον επιβλητικό ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου και περιλαμβάνει το Ηγουμενείο, τα κελιά των μοναζουσών, Το Αρχονταρίκι, το παρεκκλήσι της Αγ. Βαρβάρας με το Αγίασμα, το Μουσείο, την Τράπεζα, τα εργαστήρια και συναφείς εγκαταστάσεις, ενώ όλο το συγκρότημα το περιβάλλει υψηλό τείχος.
Προ της Ι. Μονής υπάρχει πλατεία και κοντά σ’ αυτή βρίσκεται το μνημείο των 172 Μοναχών που σφαγιάσθηκαν το 1507 μ.Χ. από τους Τούρκους. Στον εξωτερικό τοίχο υπάρχει καλλιμάρμαρο προσκυνητάρι και εκεί κοντά άλλο προσκυνητάρι με θόλο, κάτω απ’ το οποίο υπάρχει αγίασμα. Στη συνέχεια υπάρχει το Κοιμητήριο με το ναϊδριο των Αγίων Αναργύρων. Στην νοτιανατολική γωνία του ναού υψώνεται μεγαλοπρεπές κωδωνοστάσιο. Έξω και πάνω από τα τείχη της Μονής, προς ανατολάς, βρίσκονται ο παλαιός ανεμόμυλος και το «στασίδιον της Παναγίας» με μικρό προσκυνητάρι.

ΑΓΙΟΣ ΔΑΥΙΔ Ο ΜΕΓΑΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ

Στις 15 Αυγούστου 1461 μ.Χ., ο Μωάμεθ ο πορθητής μετά από σκληρή πολιορκία καταλαμβάνει την πρωτεύουσα των Μεγάλων Κομνηνών, την Τραπεζούντα. Η ύστατη ισχυρή έπαλξη της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού στην Ανατολή έπαψε να φωτίζει. Η αυτοκρατορία εσβέσθη και η κληρονομία ημών μετεστράφη αλλοτρίοις. Ο Ελληνισμός του Πόντου έζησε δύσκολες και κρίσιμες στιγμές. Πολλές φορές αισθάνθηκε την ανάσα του θανάτου. Και αυτός όμως ο θάνατος στο προπύργιο αυτό του ελληνισμού, που ονομάζεται Πόντος, δεν αντίκρυσε τίποτε άλλο παρά ψυχές όρθιες και ακατάβλητη απόφαση.
Ο τελευταίος αυτοκράτορας Δαβίδ, ο Μέγας Κομνηνός, όμηρος στα χέρια του πορθητή μαζί με τα τρία του παιδιά και τον ανεψιό του και διάδοχο Αλέξιο τον Ε ἐκτοπίζεται στην Αδριανούπολη. Η σωτηρία της Τραπεζούντας είναι ασφαλώς αδύνατη.
Είναι βέβαιο ότι η αγριότητα της άλωσης υπήρξε μικρότερη λόγω της συνθηκολογήσεως. Συνήθεια υπάρχει για κάθε καταστροφή να ρίχνονται οι ευθύνες μόνο στους ηγήτορες. Τα πραγματικά όμως αίτια ενυπάρχουν σε σύνθετες καταστάσεις και η νηφάλια διάγνωση παραθεωρείται. Αυτός που έχει την ατυχία να κυβερνά τις τελευταίες αυτές ώρες και να υφίσταται τους κλονισμούς της καταστροφής, αυτός είναι και ο εκ του προχείρου υπεύθυνος, ο άνανδρος, ο προδότης. Τέτοιο διπλό θύμα υπήρξε και ο αυτοκράτορας Δαβίδ.
Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι πάρα πολλοί ήσαν εκείνοι που θεωρούσαν την αντίσταση μάταιη και επίεζαν για τη λύση της συνθηκολογήσεως ελπίζοντας ότι θα εμετριάζετο το κακό και η οργή του πορθητού. Εμάς όμως μας ενδιαφέρει το τέλος του αυτοκράτορα.
Το ανώνυμο συναξάριο του γένους με λιτές γραμμές αναφέρεται στο μαρτυρικό του τέλος.
«Κατά τήν 26ην τοῦ μηνός Μαρτίου τῆς ΙΑ΄ Ἰνδικτιῶνος τοῦ 1463 ἔτους, ἡμέρα Σαββάτω, πικροτάτη, ὥρα γ΄ ἐκρατήθη ὁ Ἅγιος ἡμῶν Αὐθέντης καί Βασιλεύς Τραπεζοῦντος κύριος Δαβίδ ὁ Μέγας Κομνηνός ἐν Ἀνδριανουπόλει καθειρχθείς σύν ἁλύσεσι ἐν τῷ Πύργῳ». (Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου, «Η εκκλησία Τραπεζοῦντος», Αθήναι 1933, σ. 521).
«Ἐν δέ τῇ πρώτῃ Νοεμβρίου, ἡμέρα Κυριακή καί ὥρα τετάρτη τῆς νυκτός ἐτελειώθη τῷ ξίφει ὁ αὐτός σύν ἅμα τοῖς τρισίν αὐτοῦ υἱοῖς καί τῷ ἀνεψιῷ, τῷ 1463 ἰνδικτιῶνος ΙΒ΄ ἐν Κωνσταντινουπόλει», Αθήναι 1933, σ. 522 (Σκευοφυλάκειο Οικουμενικού Πατριαρχείου, ἀριθμ. 8, φυλ. 294α) ].
Οι παραπάνω συναξαριακές σημειώσεις βρίσκονται σε μεμβράνινο χειρόγραφο ευαγγελιστάριο της Μονής της Θεοτόκου στη νήσο Χάλκη. Τώρα το χειρόγραφο με τις ενθυμίσεις βρίσκεται στο σκευοφυλάκειο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Όταν ο Δαβίδ παρουσιάσθηκε στον Μωάμεθ αυτός του πρότεινε ένα από τα δυό, η να μείνει ζωντανός εφόσον απαρνηθεί την πίστη του η να θανατωθούν αυτός και όλη η οικογένειά του. Από την τρομερή αυτή πρόταση ο Δαβίδ διάλεξε τη δεύτερη λύση λέγοντας με παρρησία στον Μωάμεθ ότι: «Κανένα μαρτύριο δεν πρόκειται να με φέρει στο σημείο ν’ απαρνηθώ την πίστη των πατέρων μου». (WEISZ WELTGESCHICTE – GRAZ LEIPZIG 1892 VII 117). Έτσι πέρασε ο Δαβίδ στην αιωνιότητα ανταλλάσσοντας τη βασιλική αλουργίδα με το φωτοστέφανο του μάρτυρα.
Όλοι όσοι ασχολήθηκαν με το τραγικό τέλος της Τραπεζουντιακής αυτοκρατορίας κατατάσσουν τον Δαβίδ στη χορεία των μαρτύρων, εκφράζοντας την κοινή συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος.
Ο Σάββας Ιωαννίδης στο έργο του «Ιστορία και στατιστική Τραπεζούντος» γράφει: «Και ο Ελληνισμός, προς τιμή του, έχει να επιδείξει δυό αυτοκράτορες, έναν να πεθαίνει με γενναιότητα πολεμώντας για την πατρίδα, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, και έναν να μαρτυρεί για την πίστη του. Δηλαδή τον τελευταίο αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Δαβίδ, τον Μεγάλο Κομνηνό.
Και έτσι καθώς δυό είναι τα στοιχεία της εθνικής ύπαρξης του όλου Ελληνισμού, δηλαδή η πίστη στην πατρίδα και η θρησκεία, η Θεία πρόνοια συνεισφέρει σ’ αυτόν με τον Κωνσταντίνο ως έφορο και ήρωα του Ελληνισμού και με τον Δαβίδ ως έφορο και ήρωα του χριστιανισμού». (Σάββα Ιωαννίδη,«Ιστορία και στατιστική της Τραπεζούντος», Θεσσαλονίκη 1988, σ. 95 (Α ἔκδοσις Κωνσταντινούπολις 1870) ).
«Αλλά και μάρτυρες της πίστης έγιναν πολλοί σε πολλά μέρη, ακόμα και σήμερα ανάμεσα στα απρόσιτα χριστιανικά χωριά και έχουν υποστεί μαρτυρικές διώξεις. Και πρώτος απ’ όλους είναι δίκαιο να μνημονευθεί ο τελευταίος από τους Μεγάλους Κομνηνούς, ο Δαβίδ, μαζί με τα παιδιά και τους συγγενείς του, που προτίμησε το μαρτυρικό θάνατο αντί να ζήσει και να απολαύσει τιμές, όπως έκαναν άλλοι που είδαμε, οι οποίοι επιθύμησαν τα πρόσκαιρα αντί για τα αιώνια και την εφήμερη εκτίμηση αντί γι’ αυτήν που προέρχεται από τον Θεό και τους ανθρώπους». (Σάββα Ιωαννίδη,«Ιστορία και στατιστική της Τραπεζούντος», Θεσσαλονίκη 1988, σ. 124 (Α ἔκδοσις Κωνσταντινούπολις 1870) ).
Ο λόγιος αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης, ηγούμενος της ιστορικής μονής του Τιμίου Προδρόμου Βαζελώνος στο περισπούδαστο έργο του «Ο Πόντος ανά τους αιώνας», σχολιάζει ως εξής το μαρτυρικό τέλος του αυτοκράτορα: « …. καί μετά τινας μῆνας τίθεται ὠμῶς ἀντιμέτωπος τοῦ διλήμματος, ἤ νά ἐξομόση, ἤ νά σφαγῆ μετά τῶν τέκνων του. Προείλετο τό δεύτερον καί εἶδε σφαζομένους τούς υἱούς του καί τόν ἀνεψιόν του Ἀλέξιον καί μετ’ αὐτούς ἐσφάγη καί αὐτός ἐπί λόφου καλουμένου «Πέγιογλου» ὑπό τῶν Τούρκων, καί κειμένου ἀντίπεραν τοῦ λόφου ἐφ’ οὗ μαχόμενος ἔπεσε πρό δέκα ἐτῶν ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος. Καί οὕτω συνεπληρώθη τό μαρτύριον τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν τῷ προσώπῳ τῶν δυό αὐτοκρατόρων αὐτοῦ, τοῦ μέν πεσόντος ἐν μάχῃ ἀμύνης ὑπέρ ἐλευθερίας, τοῦ δέ σφαγέντος ἐν μαρτυρίᾳ ὑπέρ τῆς ἀληθείας». (Αρχιμ. Παναρέτου Τοπαλίδου, «Ο Πόντος ανά τους αιώνας», Δράμα 1929, σ. 63-64.).
Ο εκλεκτός Πόντιος επιστήμονας Οδυσσέας Λαμψίδης σχολιάζει: «Τραγικός ἥρως ὁ Δαβίδ, διά τοῦ θανάτου σφραγίζει τήν ἱστορίαν τῶν Μεγάλων Κομνηνῶν. Ἡ μοῖρα δέν ἠθέλησε νά χορηγήση εἰς αὐτόν τόν θάνατον ἑνός πολεμιστοῦ, ἀλλά ὥρισεν εἰς αὐτόν τό τέλος ἑνός μάρτυρος «ξίφει τελειοῦται» ». (Ἀρχεῖον Πόντου, Αθήναι 1961, τόμος 24, σ. 28).
Από τις παραπάνω μαρτυρίες και απόψεις, αβίαστα συμπεραίνουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν μάρτυρα στεφανωμένο και δικαιωμένο από τον δικαιοκρίτη Θεό, αδικημένο όμως από ολόκληρο τον ελληνισμό, αφού δεν προβάλλεται η θυσία του και δεν τιμάται το μαρτύριό του. Πολλοί είναι οι λόγοι για τους οποίους δεν τιμήθηκε πρεπόντως ο μάρτυς Βασιλεύς. Ήρθε όμως η ώρα εμείς οι απόγονοι και κληρονόμοι της Τραπεζουντιακής αυτοκρατορίας να αναδείξουμε την κοινή συνείδηση περί του μαρτυρίου του υπέρ του Χριστού, να αποδώσουμε προς αυτόν τα οφειλόμενα ως υιοί φιλοπάτορες και να επαληθεύσουμε την χρυσοστομικήν ρήσιν που λέγει: «ὥσπερ γάρ τόν ἥλιον ἀμήχανον σβεσθῆναι, οὕτω καί τήν μνήμην τῶν μαρτύρων». (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, εις τον Άγιον Ιερομάρτυρα Φωκά, MIGNE, P.G. 50,699).
Ο αείμνηστος Μητροπολίτης πρώην Λεοντοπόλεως Σωφρόνιος Ευστρατιάδης στο επιστημονικό του έργο: «Αγιολόγιο της Ορθοδόξου εκκλησίας» γράφει τα εξής για το χρέος μας έναντι των μαρτύρων που βρίσκονται στην αφάνεια χωρίς να αποδίδονται σ’ αυτούς οι νενομισμένες τιμές: «Διά τοῦτο ἔχομεν καθῆκον ἱερόν νά ἀναστήσωμεν τούς νεκρούς ἐπί τῆς γῆς καί ζῶντας ἐν τοῖς οὐρανοῖς, νά ἀποδώσωμεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τήν δόξαν αὐτῆς καί τό κάλλος, τάς μορφάς καί τά ὀνόματα τῶν ἡρώων τῆς πίστεως, οἵτινες διά τοῦ αἵματος αὐτῶν, καί διά τοῦ βίου αὐτῶν ἐστερέωσαν τά θεμέλια αὐτῆς καί εἶναι μέρος τοῦ ἀκηράτου στεφάνου αὐτῆς, ἀδάμαντες ἐκπεσόντες ἐκ τοῦ πολυτίμου στέμματος, θησαυρός ἱερός τῆς ἡμετέρας πίστεως. Ἔχομεν ἱερόν καθῆκον νά ἀναζητήσωμεν καί εὕρωμεν τούς κρυπτομένους ἀπό τά νέφη ἀστέρας καί τοποθετήσωμεν εἰς τό ἡρῶον τῆς πίστεως. Αἱ κατά ἀνατολάς Ἐκκλησίαι διά τάς περιπετείας αὐτῶν ἀπώλεσαν τόν ἴδιον αὐτῶν κώδικα καί τά δίπτυχα καί τάς περγαμηνάς αὐτῶν˙ διεσκορπίσθησαν εἰς τούς τέσσαρας ἀνέμους ὑπό τῆς λύσσης τῶν ἐχθρῶν καί ἠφανίσθησαν πολλά πολύτιμα τῆς κληρονομίας ἡμῶν μνημεῖα καί πειστήρια˙ ἐναπέμειναν ὅθεν γεραρά λείψανα καί ταῦτα ἀπόκεινται εἰς ἡμᾶς νά περισυλλέξωμεν μετ’ εὐλαβείας». (Σωφρονίου Ευστρατιάδου, Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, «Αγιολόγιον της Ορθοδόξου εκκλησίας», Αθήναι 1995, σ. ιε).
Σύμφωνα με την παράδοση της Ορθοδόξου Ανατολικής εκκλησίας τον πρώτο λόγο στην αναγνώριση ενός αγίου έχει το πλήρωμα της τοπικής εκκλησίας. Η αυθόρμητη αναγνώριση από την συνείδηση των πιστών είναι καθοριστικός παράγων. Ειδικά για την τιμή στους μάρτυρας ο πολυγραφώτατος Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης παρατηρεί: «τῶν μαρτύρων τά λείψανα προσκυνοῦνται ὡς ἅγια καί χωρίς θαυμάτων καί εὐωδίας, μέ τό νά γίνεται φανερόν εἰς ὅλους διά τῆς ἐμπράκτου ἀποδείξεως τοῦ μαρτυρίου, ἡ εἰς Θεόν τελεία πίστις καί τελεία ἀγάπη αὐτῶν». (Ἁγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Νέον Μαρτυρολόγιον», Ἀθῆναι 1961, σ. 24).
Και ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος παρατηρεί τα εξής: « …. ἤ πού ἠκούσθη εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ οἱ Θεῖοι Μάρτυρες νά καρτεροῦν τήν ἐπίγειον κρίσιν νά κυρώση τό μαρτύριόν τους, καί νά βεβαιώση ἐκείνους, ὅπου ἤδη ἐσφράγισαν τό τέλος τους μέ τήν ὁμολογίαν τῆς θείας πίστεως, καί τούς ὁποίους εὐθύς ἐν τῷ ἅμα ὁ ἀγωνοθέτης Χριστός ἄνωθεν ἐστεφάνωσεν ; Τί ἄλλο εἶναι ἡ ἑορτή, παρά μακαρισμός καί δόξα καί τιμή, καί νά προβάλλωμεν εἰς τόν Θεόν πρέσβυν καί μεσίτην τόν ἑορταζόμενον, διά νά λαμβάνωμεν δι’ αὐτοῦ παρά Θεοῦ τῶν ψυχικῶν μας παθῶν τήν ἴασιν ; Εἶναι ἄλλο τίποτας ἡ ἑορτή παρά ταῦτα ; Ἔπειτα …. δέν ἤκουσαν ποτέ τους, πώς εὐθύς ὁπού πέση εἰς τήν γῆν ἡ κεφαλή τοῦ Μάρτυρος, οἱ παρόντες Χριστιανοί ἀπό ψυχῆς καί καρδίας χαίροντες, καί τόν Θεόν δοξάζουσι καί τόν Μάρτυρα μακαρίζουσι». (Π.Β.Πάσχου, «Εν ασκήσει και μαρτυρίω», Αθήναι 1996, (Αθανασίου Παρίου περί νεομαρτύρων), σ. 81-82.).
Ο Βασιλεύς Δαβίδ θυσίασε πρόθυμα τα πάντα, Πατρίδα, γένος, ύπαρξη, οικογένεια, για την αγάπη του επουρανίου βασιλέως Χριστού. Είναι η καλή απαρχή των Νεομαρτύρων του Ποντιακού Ελληνισμού. Γι’ αυτό δεν πρέπει η λήθη να καλύψει με το σιωπηλό της πέπλο το μαρτυρικό θάνατο του τελευταίου αυτοκράτορα της Τραπεζούντος Δαβίδ για πολλούς σοβαρούς λόγους, που έχουν σχέση με την εθνική μας, την Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία μας και το μέλλον μας στο ιστορικό γίγνεσθαι.
Πρέπει να τιμούμε την ημέρα του μαρτυρίου του αποδεικνύοντας σε όλους εκείνους, που ίσως συνέφερε να παραδοθεί στην αφάνεια το πρόσωπο αυτό και το μαρτυρικό του τέλος, ότι τα παιδιά των ξεριζωμένων, όσο περνούν τα χρόνια, όχι μόνο δεν ξεχνούν˙ αλλά περισσότερο με ιερό δέος εγκύπτουν στην προγονική ιστορία, τη σπουδάζουν και αντλούν διδάγματα, αξίες και δύναμη και προχωρούν και διαπλέουν σ’ όλον τον κόσμο με την «ΑἈργώ» που δεν σταμάτησε το ταξίδι της. Τα παιδιά των ποντίων δεν ξεχνούν, διότι ηχεί μέσα τους η φωνή των Πατέρων τους, όπως την διασάλπισε ο αείμνηστος Λεωνίδας Ιασωνίδης: «Ξηρανθήτω ἡμῖν ὁ λάρυγξ, ἐάν ἐπιλαθόμεθά σου ὦ πάτριος ποντία γῆ».

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΚ ΚΟΝΙΤΣΗΣ
Ο Ιωάννης, ο Άγιος Νεομάρτυρας, γεννήθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, που τότε ήταν έδρα του Επισκόπου Βελλάς, και ανατράφηκε σ’ αυτήν από γονείς Μωαμεθανούς. Ο πατέρας του ήταν ένας απ’ τους εξέχοντες Τούρκους, δερβίσης και σεΐχης στο αξίωμα. το ίδιο και η μητέρα του ήταν Μωαμεθανή. 
Όταν ο νέος έγινε εικοσαετής στην ηλικία, άφησε την Κόνιτσα όπου γεννήθηκε και πήγε στη μητρόπολι Ιωαννίνων. Εκεί όλοι οι συμπολίτες του τον τιμούσαν και του έδειχναν σεβασμό όχι λιγότερο απ’ τον πατέρα του (γιατί κι αυτός μπήκε στο τάγμα των δερβίσηδων απ’ τον πατέρα του σεΐχη).
Αφού έμεινε αρκετό καιρό στα Γιάννενα, έφυγε κι απ’ εκεί και πήγε στο Αγρίνιο, που τότε ήταν κωμόπολη της Αιτωλίας και λεγόταν Βραχώρι. Εκεί έμενε στο αρχοντικό που λεγόταν Μουσελίμ σεράι.
Τον χρόνο εκείνο εξουσίαζε σ’ όλη την Αιτωλοακαρνανία ο Ισούφ ο Άραψ, που γνώριζε τον πατέρα του νέου κι επειδή τον σεβόταν μάλλον σαν σεΐχη και αρχηγό της θρησκείας τους, τον δέχθηκε με αγάπη και πολλή τιμή ονομάζοντάς τον δερβίση δικόν του. 
Έμεινε, λοιπόν, ο νέος κοντά του αρκετόν καιρό και πήγαινε ακατάπαυστα σε υπηρεσίες, γιατί το χρόνο εκείνο γινόταν στα Επτάνησα πόλεμος μεταξύ Ρώσων και Τούρκων και αρχηγός των Τούρκων ήταν ο Ισούφ. 
Εν τω μεταξύ ο νέος αυτός αν και ζούσε στην ασέβεια και την πλάνη εν τούτοις είχε ζωή Χριστιανική και χρησιμοποιούσε πολλές φορές τις νηστίσιμες τροφές των Χριστιανών έχοντας σε υπόληψη κι εκτίμηση την Χριστιανική ζωή. Φοβόταν όμως και το έθνος του μήπως τον δουν και κινδυνέψει.
Χριστιανός
Έπειτα από δύο χρόνια έγινε αλλαγή στις αρχές της Αιτωλοακαρνανίας. Ο Ισούφ, λοιπόν, πήγε στα Γιάννενα και στη θέση του ήρθε ο Σουλεϊμάν μπέης, που στο επίθετο λεγόταν Βρυώνης. 
Ο νέος όμως δεν ακολούθησε ούτε τον διάδοχο της εξουσίας ούτε τον Ισούφ, αλλά έμεινε στην επαρχία της Αιτωλίας και γύριζε ντυμένος με Χριστιανικά ρούχα, ενώ το δερβίσικο κιουλιάφι μαζί και τα λευκοπράσινα που φορούσε προηγουμένως τα έβγαλε και τα καταπάτησε. Η συμπεριφορά του πια ήταν τελείως Χριστιανική, έκανε παρέα με τους φύλακες του γένους, που τους έλεγαν καπεταναίους και μόνο το άγιο Βάπτισμα δεν είχε πάρει. Ήθελε βέβαια από πολύ καιρό να το αξιωθεί στα μέρη αυτά, αλλά δεν έγινε δυνατό να το απολαύση γιατί οι Χριστιανοί είχαν φόβους μήπως πέσουν σε κίνδυνο, αν η εξουσία μάθαινε το πράγμα. 
Γι’ αυτό, λοιπόν, ο νέος πέρασε στο νησί Ιθάκη όπου αναγεννήθηκε με το θείο αυτό Βάπτισμα και μετωνομάστηκε Ιωάννης. Αφού κατηχήθηκε αρκετά εκεί απ’ τον Πνευματικό για την ορθόδοξη χριστιανική ζωή, γύρισε στο Ξηρόμερο. Αφού έπειτα πήγε σ’ ένα χωριό που λεγόταν Μαχαλάς έγινε δούλος στον Πάνο Γαλάνη που ήταν εκεί προεστός του χωριού και στο ίδιο χωριό παντρεύτηκε, παίρνοντας πάντα τις προφυλάξεις του απ’ τους Αγαρηνούς. Γι’ αυτό και τον περισσότερο καιρό κρυβόταν, ασκώντας το επάγγελμα του αγροφύλακα και σπάνια εμφανιζόταν στο χωριό.
 
Κατά το έτος 1813, μόλις έμαθε ο πατέρας του σεΐχης την άρνησι της θρησκείας του Μωαμεθανισμού, θρήνησε απαρηγόρητα γι’ αυτό, και έστειλε δυο δερβίσηδες του τάγματός του, για να πάνε να προσπαθήσουν με διάφορα ταξίματα και υποσχέσεις να τον απομακρύνουν απ’ τον Χριστιανισμό και να τον ξαναγυρίσουν στη θρησκεία τους.
Πράγματι, αυτοί ήρθαν κι έμαθαν που μένει ο Ιωάννης και πήγαν στο σπίτι του. Αυτός όμως δεν ήθελε ούτε να τους δη, ούτε ν’ ακούση τις φλυαρίες τους και τις μυθολογίες του Μωαμεθανισμού γι’ αυτό γύρισε αλλού το πρόσωπό του. Οι δερβίσηδες, λοιπόν, ντροπιάστηκαν περισσότερο απ’ αυτή την περιφρόνησι και έφυγαν άπρακτοι.
Μπροστά στον κριτή.
Ένας Αγαρηνός όμως, που ήταν νεροκράτης στο χωριό Μαχαλάς, κατηγόρησε τον νέο στον μουσελίμη του Αγρινίου ότι έγινε Χριστιανός, ενώ προηγουμένως ήταν Τούρκος και μάλιστα γιος ενός περίφημου δερβίση και σεΐχη. Χωρίς καμμιά αργοπορία αυτός γνωστοποιεί το πράγμα στον μουσελίμη που ήταν στο Τεπελένι, τον Ελμάζαγα Μπόνον, προσθέτοντας κι αυτός μερικά για να ανάψη περισσότερο τον θυμό του.
 
Ο μουσελίμης μόλις είδε τα γραμμένα σχετικά με τον νέο, ταράχτηκε ολόκληρος απ’ το θυμό του κι έστειλε να φωνάξουν τον κριτή και τον μουφτή που ήταν ο νομοκράτοράς τους και τους ανακοίνωσε την υπόθεσι. Στέλνει κατόπιν την ίδια μέρα στρατιώτες για να τον πιάσουν. Αυτοί μόλις τον συνάντησαν βρήκαν μια πρόφασι κι αμέσως χωρίς αναβολή τον έδεσαν και έτσι δεμένο τον ωδήγησαν στο δικαστήριο.
 
Τον ρώτησε, λοιπόν, ο μουσελίμης το γένος, την πατρίδα, το όνομα και τη θρησκεία του κι ο νέος σ’ όλα αυτά απάντησε μ’ ένα λόγο.
— Είμαι Χριστιανός κι ονομάζομαι Ιωάννης.
— Δεν είσαι συ ο δερβίσης, ο γιος του σεΐχη της Κονίτσης; ξαναρωτάει πάλι ο μουσελίμης.
— Ναι, εγώ, αλλά τώρα είμαι Χριστιανός και Χριστιανός πρόκειται να πεθάνω.
— Γελάστηκες απ’ τη γυναίκα σου κι έγινες Χριστιανός. Έλα όμως στα λογικά σου και κήρυξε μπροστά σ’ όλους την παλαιά σου πίστη την αληθινή και τότε θα μάθης πόσο καλά θα τιμηθής από μένα.
— Μη πιστεύης, αγά μου, αποκρίθηκε ο νέος, ότι θα φανώ τόσο ανόητος και βλάκας, ώστε ν’ αφήσω την αγία πίστι των Χριστιανών και να τυφλωθώ πάλι να γυρίσω στον Μωαμεθανισμό. Μόλις έγινε δυνατό να τη γνωρίσω και τώρα πώς μπορώ να την αφήσω; Ποτέ, ποτέ να μη μου συμθή τέτοιο κακό.
Βασανιστήριο και μαρτυρικό τέλος.
Ο μουσελίμης και οι άλλοι γύρω του θαύμασαν για την παρρησία του Μάρτυρα κι επειδή ντροπιάστηκαν δε θέλησαν να εκταθούν σε περισσότερες ομιλίες. Διέταξε, λοιπόν, να τον δέσουν και να τον ρίξουν στη φυλακή κι εκεί να τον βασανίσουν φοβερά και σκληρά σαν να ντρεπόταν τάχα να τον τιμωρήση φανερά.
 
Τον πήραν οι υπηρέτες έτσι δεμένον και πέρασαν στο λαιμό του την πιο βαρειά αλυσίδα ενώ συγχρόνως πέρασαν τα πόδια του στο ξύλο. Ο καθένας μπορεί να φαντασθή τι τράβηξε εκεί μέσα ο ευλογημένος νέος! Ραβδισμούς και χτυπήματα με χέρια και πόδια, ενώ ο Μάρτυρας ευχαριστούσε το Θεό και τα υπέμεινε με ανδρεία ψιθυρίζοντας: «Θεέ μου, βοήθησέ με».
 
Όταν ο μουσελίμης έμαθε την σταθερή απόφασι του Μάρτυρα κι επειδή φοβήθηκε μήπως ντροπιασθή περισσότερο αν τον παρουσίαση σε δεύτερη ανάκρισι, συγκέντρωσε τους ουλεμάδες (τους σοφούς) του γένους του, και απεφάσισαν ότι «ο άνθρωπος αυτός δεν πρέπει να ζη γιατί αλλαξοπίστησε και αρνήθηκε τη θρησκεία του». Δόθηκε, λοιπόν, η διαταγή ν’ αποκεφαλισθή με ξίφος.
 
Τον πήραν, λοιπόν, οι δεσμοφύλακες και ο αρχιφύλακας δεμένον όπως τον είχαν και τον πήγαν στον τόπο της καταδίκης, όπου ζήτησε ο Μάρτυρας να τον λύσουν λίγο για να κάνη το σημείο του Σταυρού, αλλά δεν τον άφησαν. Φώναξε τότε όπως ο ληστής του Ευαγγελίου το «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου», έσκυψε το κεφάλι και δέχτηκε τον θάνατο με ξίφος στις 23 Σεπτεμβρίου του έτους 1814. Δόθηκε η διαταγή να μη πλησιάση κανείς το λείψανο, για να το φάνε τα σκυλιά. Το έρριξαν, λοιπόν, οι δήμιοι σ’ ένα ρυάκι κοντά στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Μερικοί όμως ευσεβείς μεσίτεψαν στον μουσελίμη κι εκείνος επέτρεψε να ταφή χωρίς τιμές σε μέρος ουδέτερο με την πρόφασι ότι δεν ήταν ούτε Τούρκος ούτε Χριστιανός ο Μάρτυρας. Μερικοί όμως από ευλάβεια άνοιξαν κρυφά ένα λάκκο κι έβαλαν μέσα το μαρτυρικό λείψανο του Αγίου σ’ ένα χωράφι.
 
Αυτή είναι η συγκινητική πραγματικά ζωή του Νεομάρτυρα Ιωάννη. Η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη του στις 23 Σεπτεμβρίου.

ΑΓΙΑ ΒΑΣΣΑ
Η Αγία Βάσσα έζησε στα χρόνια του Διοκλητιανού, και κατοικούσε στην Έδεσσα (το πιθανότερο της Μακεδονίας). Είχε παντρευτεί ειδωλολάτρη Ιερέα, τον Ουαλέριο, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους, τον Θεόγνιο, τον Αγάπιο και τον Πιστό. Στη Βάσσα όμως, ψυχή που αγαπούσε την αλήθεια και την αρετή, δόθηκε η ευκαιρία να διδαχθεί και να προσέλθει στη χριστιανική πίστη. Μαζί της έφερε και τους τρεις γιους της, που την αγαπούσαν με όλη τους την καρδιά. Όταν πληροφορήθηκε αυτό το πράγμα ο Ουαλέριος (περί το 290 μ.Χ.), προσπάθησε με ποικίλα τεχνάσματα να τους επαναφέρει στην ειδωλολατρία. Μάταια όμως. Διότι αντίθετα η Βάσσα, αγωνιζόταν αυτή να διαφωτίσει τον ειδωλολάτρη άντρα της. Εξοργισμένος τότε ο Ουαλέριος, κατάγγειλε και τους τέσσερις στον ανθύπατο Βικάριο, που αμέσως διέταξε τη σύλληψη τους. Και ο μεν πρωτότοκος Θεόγνιος, όταν ομολόγησε τον Ιησού αμέσως πέθανε, αφού του έσχισαν τα στήθη και τις πλευρές. Οι δε υπόλοιποι ρίχτηκαν στην φυλακή. Αλλά επειδή δεν κάμφθηκε το φρόνημα τους, τον μεν Αγάπιο τον σκότωσαν, αφού του έγδαραν το δέρμα από το κεφάλι μέχρι το στήθος και κατόπιν έκαψαν το γδαρμένο σώμα. Το μαρτύριο ήταν φρικτό, αλλά ο νεαρός αθλητής φώναξε: «ουδέν ούτως ηδύ, ως το πάσχειν υπέρ Χριστού». Τον δε τρίτο γιο, τον Πιστό, τον αποκεφάλισαν. Τη μητέρα την άφησαν ελεύθερη. Κατόπιν όμως την συνέλαβε ο έπαρχος Κυζίκου, και αφού της έσπασε πόδια και χέρια, την αποκεφάλισε.

ΑΓΙΑ ΠΑΡΘΕΝΑ Η ΕΔΕΣΣΑΙΑ
Αγία της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, η μνήμη της οποίας εορτάζεται στις 9 Ιανουαρίου.
Σύμφωνα με τους συναξαριστές, η Παρθένα καταγόταν από την Έδεσσα και γεννήθηκε κάπου στα μέσα του 14ου αιώνα. Ήταν κόρη του πρόκριτου της πόλης Πέτρου Κασιδιάρη και ζούσε βίο ασκητικό και σεμνό, όπως υπονοεί και το όνομά της.
Κατά το έτος 1375, τα τότε Βοδενά, που τα κατείχαν οι Σέρβοι του Στέφανου Δουσάν, πολιορκήθηκαν από τους Οθωμανούς Τούρκους. Ήταν η περίοδος που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε παρακμή και έπνεε τα λοίσθια. Οι κάτοικοί της αμύνθηκαν σθεναρά και με ηρωισμό, ενθαρρυνόμενοι από τον ιερομόναχο Σεραφείμ, εφημέριο του μητροπολιτικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Οι Τούρκοι απογοητευμένοι από τη διαφαινόμενη αποτυχία τους σκέφτηκαν προς στιγμή να λύσουν την πολιορκία.
Και τότε ήλθε ως από μηχανής θεός ο πατέρας της Παρθένας. Ο άρχοντας της πόλης χρηματίστηκε από τους πολιορκητές και τους οδήγησε από μία μυστική δίοδο μέσα στην Έδεσσα στις 26 Δεκεμβρίου του 1375. Αμέσως, οι εισβολείς επιδόθηκαν σε σφαγές, διαρπαγές, ατιμώσεις και εξανδραποδισμό των κατοίκων της. Συνέλαβαν, μεταξύ άλλων, τον ιερομόναχο Σεραφείμ και μετά από σκληρά βασανιστήρια τον έπνιξαν στον μεγάλο καταρράκτη.
Το επόμενο βήμα του προδότη Κασιδιάρη ήταν να αλλαξοπιστήσει και να γίνει Μουσουλμάνος. Προσπάθησε, μάλιστα, να πείσει και την κόρη του να απαρνηθεί τον Χριστό. Όταν αυτή παρέμεινε σταθερή στην πίστη της, την παρέδωσε στον κατακτητή Πασά για να κοσμήσει το χαρέμι του, αφού πρώτα χειροδίκησε εναντίον της. Στη συνέχεια ανέλαβαν να τη «συνετίσουν» οι άνδρες του Πασά. Τη βασάνιζαν επί τρεις ημέρες και όταν αρνήθηκε για μια ακόμη φορά να αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει, την οδήγησαν ολόγυμνη σε ένα λόφο, όπου την έθαψαν ζωντανή.

ΑΓΙΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΥΣΗ
Η Αγία Χρυσή γεννήθηκε στο χωριό Σλάτενα (σημερινή Χρυσή) της επαρχίας Αλμωπίας Νομού Πέλλης. Ο πατέρας της ήταν φτωχός και είχε τέσσερις θυγατέρες. Η Χρυσή ήταν ωραία στο σώμα και στην ψυχή.
Κάποτε, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλες γυναίκες στους αγρούς και μάζευε καυσόξυλα, την απήγαγε κάποιος Τούρκος και τη μετέφερε στο σπίτι του. Ο Τούρκος προσπάθησε με κολακείες να την εξισλαμίσει και να την κάνει γυναίκα του. Η Χρυσή όμως αντιστάθηκε και δυναμικά απάντησε: «Εγώ τον Χριστό μόνο γνωρίζω για νυμφίο μου, που δεν θα αρνηθώ και αν ακόμα με κομματιάσεις». Οι γονείς και οι συγγενείς της Χρυσής, με εξαναγκασμό των Τούρκων, την παρακαλούσαν να δεχτεί τον μωαμεθανισμό για να σωθεί. Αλλά η μεγαλόψυχη Χρυσή τους απάντησε ότι: «πατέρα έχω τον Κύριό μου Ιησού Χριστό, μητέρα την Κυρία Θεοτόκο, αδελφούς δε και αδελφές έχω τους Αγίους και τις Αγίες της Εκκλησίας μας».
Μπροστά λοιπόν στη σταθερότητα της Χρυσής, οι Τούρκοι απάντησαν με φρικτά βασανιστήρια. Τελικά στις 13 Οκτωβρίου 1795 μ.Χ., κατέκοψαν το σώμα της με μαχαίρια και έτσι πανάξια έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου από τον Νυμφίο Χριστό.

ΟΙ ΕΝ ΣΤΡΟΦΑΣΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Οι Άγιοι Μάρτυρες «Οἱ ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες» μαρτύρησαν το 1530 μ.Χ. (ή 1537 μ.Χ.).
Για τους Αγίους αυτούς, μαθαίνουμε από την Ακολουθία τους, ποίημα του Παχωμίου Ρουσσάνου, που δημοσιεύτηκε με τον τίτλο: «Ἀκολουθία ψαλλομένη εἰς τοὺς ὁσίους πατέρας τοὺς ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες καὶ εἰς ἅπαντος τοὺς παραπλήσιον τέλος λαχόντας».
Επίσης, από τον Μπανατιώτη ιστοριογράφο Παναγιώτη Χιώτη δημοσιεύτηκε «μικρά χρονική σημείωσις σωζομένη εν ταις χερσί των καλογήρων», κατά την οποία «….εστάθηκε το άνωθεν Μοναστήριον εις την κατάστασίν του έως εις τους 1537 Ιουλίου 29. Εις τον οποίον καιρόν απέρασεν η αρμάδα των Τούρκων από την Ζάκυνθον, και δεν έκαμε βλάψιμον. Και γυρίζοντας έπειτα εις τα Στροφάδια η αυτή αρμάδα τα έκαψε, και τα ερήμωσεν….».

ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΣΑΜΑΚΟΥ
Ο Όσιος Ιωσήφ ήταν γέννημα και θρέμμα της Κρήτης, από ένα χωριό που ονομαζόταν Κεράμων (σημερινό Αζωκέραμο Σητείας) το 1440 μ.Χ.. Οι ευσεβείς γονείς του, όταν ήλθε σε κατάλληλη ηλικία τον παρέδωσαν σ’ έναν δάσκαλο, σεβάσμιο πνευματικό πατέρα, που κατοικούσε στο μονύδριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, του Δερματάνου όπως πολλοί το ήξεραν. Αυτό βρισκόταν κοντά στη θάλασσα, στον Χάνδακα (Ηράκλειο).
Εκεί ο Ιωσήφ έμαθε τη θεία θεωρία και καλλιγραφούσε. Όταν πέθαναν οι γονείς του, μοίρασε τη μεγάλη κληρονομιά του στους φτωχούς και επιδόθηκε περισσότερο στους πνευματικούς αγώνες. Αργότερα ο Θεός τον αξίωσε να γίνει ιερέας και να πάει να προσκυνήσει στους Αγίους Τόπους. Κατόπιν επέστρεψε στο μονύδριό του και έζησε ζωή αγία με αγάπη και ελεημοσύνες προς τους συνανθρώπους του.
Πέθανε πάνω από 70 χρονών στις 22 Ιανουαρίου του 1511 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε στην μονή του. Με την ανακομιδή των λειψάνων του διαπιστώθηκε η αγιότητά του, διότι το ιερό λείψανο βρέθηκε ακέραιο και εξέπεμπε ευωδία. Το ιερό σκήνωμά του κατατέθηκε στο καθολικό της μονής. Η συνεχής θεραπεία πλήθους ασθενών, τυφλών και δαιμονισμένων και μετά την κοίμησή του, καθιέρωσε ευρύτατα την φήμη του ως θαυματουργού.
Το 1669 μ.Χ. οι Οθωμανοί κυρίευσαν το Χάνδακα (Ηράκλειο) και ο ευλαβής κληρικός Αντώνιος Αρμάκης, μετέφερε το ιερό λείψανο στη Ζάκυνθο, όπου στις 29 Αυγούστου 1669 μ.Χ. το κατέθεσε στη μονή του Αγίου Ιωάννου του Μαντινειού στα Ξεροβούνια. Εκεί παρέμεινε ως το 1915 μ.Χ., οπότε τοποθετήθηκε στον ενοριακό ναό του Παντοκράτορος Γαϊτανίου Ζακύνθου.

ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε
Ο Άγιος Γρηγόριος, κατά κόσμο Γεώργιος Αγγελόπουλος, γεννήθηκε στη Δημητσάνα το έτος 1745 μ.Χ., από ευσεβείς και ενάρετους γονείς, τον Ιωάννη και την Ασημίνα. Το 1767 μ.Χ. μετέβη στη Σμύρνη, κοντά στον θείο του εκκλησιάρχη Μελέτιο, παρακολουθώντας μαθήματα στην Ευαγγελική Σχολή. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στην Πάτμο από τον Δανιήλ Κεραμέα. Μετά τις σπουδές του ήλθε στην αυτοκρατορική μονή της Μεταμορφώσεως των Στροφάδων νήσων, όπου εκάρη μοναχός λαμβάνοντας το όνομα Γρηγόριος. Από εκεί τον κάλεσε ο Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος και τον χειροτόνησε αρχιδιάκονό του. Όταν αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, επέστρεψε στη Δημητσάνα και έδωσε 1.500 γρόσια για την στέγαση των απόρων φοιτητών.
Ο Άγιος Γρηγόριος μυήθηκε στην Φιλική εταιρεία από τον Ιωάννη Φαρμάκη περί τα μέσα του έτους 1818 μ.Χ. στο Άγιον Όρος. «Ἔδειξεν εὐθὺς ζωηρότατον ἐνθουσιασμὸν ὑπὲρ τοῦ πνεύματος αὐτῆς» και «ηὐχήθη ἀπὸ καρδίας», για την επιτυχία του σκοπού της.
Στις 19 Αυγούστου 1785 μ.Χ. εκλέγεται οικουμενικός Πατριάρχης και παραμένει στον πατριαρχικό θρόνο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1798 μ.Χ.. Κατά το έτος αυτό καθαιρείται από την Πύλη, διότι θεωρήθηκε ανίκανος να διατηρήσει την υποταγή των Χριστιανικών λαών κάτω από τον Τουρκικό ζυγό και εξορίζεται στο Άγιον Όρος. Το 1818 μ.Χ. κλήθηκε για τρίτη φορά στον Οικουμενικό θρόνο, στον οποίο και παρέμεινε μέχρι την ημέρα του μαρτυρικού του θανάτου.
Ο Κωνσταντίνος Κούμας αναφέρει ότι ο Άγιος Γρηγόριος δεν ήταν μόνο «σεμνὸς τὸ ἦθος, λιτὸς τὴν δίαιταν, ταπεινὸς τὴν στολήν, ζηλωτὴς τῆς πίστεως, δραστηριότατος εἰς ὅλα τὰ ἔργα του», αλλά ήταν και «ἄκαμπτος εἰς τᾶς ἰδέας του καὶ δὲν τὸν ἔμελε διὰ κανὲν ἐναντίων, ὅταν ἀπεφάσιζε τίποτε». Και ο Γρηγόριος αποφάσισε. Έταξε ως σκοπό στην ζωή του να υπηρετήσει πιστά το δούλο Γένος και να βοηθήσει με όλες τις δυνάμεις του και με την ζωή του στην απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό. Για την πραγματοποίηση του σκοπού του χρησιμοποιούσε όλη του τη διπλωματική δεξιοτεχνία.
Στην προσπάθειά του ο Εθνομάρτυρας να διασώσει τον Ελληνικό πληθυσμό από την σφαγή και συγχρόνως να παραπλανήσει τον Σουλτάνο και να δώσει την ευκαιρία στους αγωνιστές να εργάζονται ανενόχλητοι, αναγκάσθηκε να αφορίσει τους επαναστάτες.
Συντριπτική απάντηση στους κατήγορους του Γρηγορίου θα δώσει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με τις οδηγίες που έστειλε από το Κισνόβιο της Βεσσαραβίας στους αρχηγούς της Πελοποννήσου: «Ὁ μὲν Πατριάρχης βιαζόμενος παρὰ τῆς Πόρτας σᾶς στέλλει ἀφοριστικὸ καὶ ἐξάρχους, παρακινώντας σας νὰ ἑνωθῆτε μὲ τὴν Πόρταν. Ἐσεῖς ὅμως νὰ θεωρῆτε ταῦτα ὡς ἄκυρα καθόσον γίνοντα μὲ βίαν καὶ δυναστείαν καὶ ἄνευ θελήσεως τοῦ Πατριάρχου». «Ἂς μὴν λησμονήσωμεν ὅτι ὑπάρχουν περιστάσεις καθ’ ἃς ἀπαιτοῦνται θυσίαι μεγαλύτεραι καὶ αὐτῆς τῆς θυσίας τῆς ζωῆς καὶ ὅτι ἐνίοτε ἡ μαρτυρικὴ ζωὴ εἶναι πικρότερον ἀλλὰ πλέον ἐπιβεβλημένον καθῆκον καὶ αὐτοῦ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Καὶ αὐτὴν τὴν ὑπέρτατην θυσίαν προσέφερεν ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης, ὅστις συνησθάνθη συναίσθημα πικρότερον καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου, ὅταν θυσιάζων πάντα ἐγωισμὸν καὶ ἀποβλέπων εἰς τὸ ἀληθινὸν συμφέρον, ἠναγκάσθη νὰ θέση τὴν ὑπογραφὴν του κάτωθι ἐγγράφου καταδικάζοντας τὸ κίνημα, ὑπὲρ τῆς ἐπιτυχίας τοῦ ὁποίου ὁλοψύχως ηὔχετο καὶ εἰργάζετο. Ὑπογράφων, ἀπεμάκρυνε τᾶς ὑπονοίας τῆς Πύλης περὶ συμμετοχῆς εἰς τὸ κίνημα ἐπισήμων κύκλων, μὴ ὑπογράφων, θὰ ἐπεβεβαίου τᾶς ὑπονοίας, ὄτε δεινὴ ἐπιπίπτουσα ἡ τιμωρία τοῦ τυράννου κατὰ τῶν βυσσοδομούντων, θὰ ἐνέκρου τὸ κίνημα πρὶν ἢ ἐκραγῆ. Ἄλλως ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης μετὰ θαυμαστῆς ἐγκαρτερήσεως ὑπέστη τὸ μαρτύριον, ὅταν ἐπέστη τὸ μαρτύριον, ὅταν ἐπέστη ἡ ὥρα, καίτοι ἠδύνατο νὰ σωθῆ διὰ τῆς φυγῆς».
Είναι χαρακτηριστική η επιστολή που έστειλε ο Άγιος Γρηγόριος στις 26 Δεκεμβρίου 1820 μ.Χ. στον Επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα και πολύτιμη από ιστορική άποψη, γιατί αποδεικνύει πως ο Εθνομάρτυς παρακολουθούσε όλα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα, σε όλες του τις λεπτομέρειες και τις προετοιμασίες για την επανάσταση: «Ἀμφοτέρα τᾶς τιμίας ἐπιστολᾶς, διὰ τοῦ ἀγαθοῦ Φοῦντα Γαλαξειδιώτου, ἀσφαλῶς ἐδεξάμην καὶ τοὺς ἐν αὐταὶς τιμίους λόγους ἔγνων. Ἐχεμυθείας, ἀδελφέ, μεγίστη χρεία καὶ προφύλαξις περὶ πᾶν διάβημα, οἱ γὰρ χρόνοι πονηροὶ εἰσι καὶ ἐν ταὶς φιλοπατριώταις ἐστι καὶ μοχθηρῶν ζύμη, ἀφ’ ἧς ὡς ἀπὸ ψωραλέου προβάτου φυλάττεσθε. Κακὸν γὰρ πολλοὶ μηχανώνται διὰ τὸ τῆς φιλοπλουτίας ἔγκλημα. Διὸ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξω κοινολογῶν μοι ἐμπιστευομένοις πατριώταις, τὰ ἐχεμυθείας δεόμενα. Οἱ Γαλαξειδιώται, οὖς ἐπιστέλλεις μοι συνεχῶς, πεφροντισμένως ἐνεργούσι, καὶ ἀφ’ ὧν ἔγνω ἀδύνατον ἀντὶ παντὸς τιμίου οὐδ’ ἐλάχιστον λόγον ἕρκος ὀδόντων φυγείν. Οὐ μόνον τὰ σά, ἀλλὰ καὶ τὰ τῶν ἐν Μορέᾳ ἀδελφῶν γράμματα κομίζουσι μοι. Ἡ τοῦ Παπανδρέα πρᾶξις πατριωτικὴ μὲν τοὶς γινώσκουσι τὰ μύχια, κατακρίνουσι δὲ οἱ μὴ εἰδότες τὸν ἄνδρα. Κρυφὰ ὑπερασπίζου αὐτόν, ἐν φανερῷ δὲ ἄγνοιαν ὑποκρίνου, ἔστι δ’ ὄτε καὶ ἐπίκρινε τοὶς θεοσεβέσιν ἀδελφοὶς καὶ ἀλλοφύλοις. Ἰδὶα πράυνον τὸν Βεζύρην λόγοις καὶ ὑπόσχεσιν, ἀλλὰ μὴ παραδοθήτω εἰς λέοντος στόμα. Ἄσπασον οὒν ταὶς ἐμαὶς εὐχαὶς τοὺς ἀνδρείους ἀδελφούς, προτρέπων εἰς κρυψίνοιαν διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων. Ἀνδρωθήτωσαν ὥσπερ λέοντες καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου κρατύνει αὐτούς, ἐγγὺς δ’ ἔστι τοῦ Σωτῆρος τὸ Πάσχα. Αἳ εὐχαὶ τῆς ἐμῆς μετριότητος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου, ἀδελφέ μου Ἠασαΐα. Γεωργοὶ ἀκαμάτως καὶ ὄλβια γεώργια δώσοι σοι ὁ Πανύψιστος».
Ο Άγιος Γρηγόριος συνιστούσε τον αγώνα για την ελευθερία και τον ενίσχυε με κάθε μέσο. Ήταν αποφασισμένος να θυσιασθεί για την Πατρίδα. «Χρεωστοῦμεν», έλεγε, «νὰ ποιμαίνωμεν καλῶς τὰ ποίμνιά μας καὶ χρείας τυχούσης νὰ κάμωμεν, ὅπως ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς δι’ ἠμᾶς διὰ νὰ μᾶς σώση….».
Σε επιστολή που έστειλε προς τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, έγραφε: «Συλλειτουργὲ ἐν Χριστῷ καὶ λίαν ἀγαπητὲ ἀδελφέ. Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 20 Ἀπριλίου ἐπιστολήν σου. Ἡ ἀπόφασίς μου περὶ μελετωμένης ἀνορθώσεως «σχολῆς» τῆς φιλτάτης πατρίδος εἶναι τοιαύτη, ὡς ἡ ἰδική σας. Ὅπως θέλῃς μάθει καὶ παρὰ τοῦ ἰδίου. Τὸ κιβώτιον τοῦ ἐλέους πρέπει νὰ ἐμψυχωθῆ. Καὶ τὴν βουλὴν τοῦ Κυρίου ἀνθρώπιναι δυνάμεις δὲν δύνανται νὰ τὴν μεταβάλουν. Γενηθήτω τὸ θέλημά Του».
Κάτω από την λέξη «σχολήν» υπονοούσαν την Ελληνική Επανάσταση. Οι Φιλικοί μάλιστα ονόμασαν επιστάτες της σχολής τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο και τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Πολύκαρπο.
Όταν σε μια συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος προέτρεψε τον Πατριάρχη να μεταβούν στην Πελοπόννησο για να τεθούν επικεφαλής της Επαναστάσεως, ο Γρηγόριος ο Ε’ απάντησε: «Καὶ ἐγὼ ὡς κεφαλὴ τοῦ Ἔθνους καὶ ὑμεῖς ὡς Σύνοδος ὀφείλομεν νὰ ἀποθάνωμεν διὰ τὴν κοινὴν σωτηρίαν. Ὁ θάνατος ἠμῶν θὰ δώση δικαίωμα εἰς τὴν Χριστιανοσύνην νὰ ὑπερασπίση τὸ Ἔθνος ἐναντίων τοῦ τυράννου. Ἀλλ’ ἂν ὑπάγωμεν ἠμεῖς νὰ θαρρύνωμεν τὴν Ἐπανάστασιν, τότε θὰ δικαιώσωμεν τὸν Σουλτάνον ἀποφασίσαντα νὰ ἐξολοθρεύση ὅλον τὸ Ἔθνος».
Όταν μερικοί προσπάθησαν να τον πείσουν να φύγει από την Κωνσταντινούπολη και να σώσει τον εαυτό του, ο καλός ποιμένας απάντησε: «Μὲ προτρέπετε εἰς φυγήν. Μάχαιρα θὰ διέλθη τᾶς ρύμας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ λοιπῶν πόλεων τῶν χριστιανικῶν ἐπαρχιῶν. Ὑμεῖς ἐπιθυμεῖτε ὅπως ἐγὼ μεταμφιεζόμενος καταφύγω εἰς πλοῖον ἢ κλεισθῶ ἐν οἰκίᾳ οἱουδήποτε εὐεργετικοῦ ὑμῶν Πρεσβευτοῦ, ν’ ἀκούω δὲ ἐκεῖθεν πῶς οἱ δήμιοι κατακρεουργούσι τὸν χηρεύοντα λαόν. Οὐχί! Ἐγὼ διὰ τοῦτο εἶμαι Πατριάρχης, ὅπως σώσω τὸ Ἔθνος μου, οὐχὶ δὲ ὅπως θὰ θεωρήσωσιν ἀδιαφόρως πῶς ἡ πίστις αὐτῶν ἐξυβρίσθη ἐν τῷ προσώπῳ μου. Οἱ Ἕλληνες, οἱ ἄνδρες τῆς μάχης, θὰ μάχωνται μετὰ μεγαλυτέρας μανίας, ὅπερ συχνάκις δωρεῖται τὴν νίκην. Εἰς τοῦτο εἶμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ’ ὑπομονῆς εἰς ὅτι καὶ ἂν μοῦ συμβῇ. Σήμερον (Κυριακὴ τῶν Βαΐων) θὰ φάγωμεν ἰχθεῖς, ἀλλὰ μετὰ τίνας ἡμέρας καὶ ἴσως καὶ ταύτην τὴν ἑβδομάδα οἱ ἰχθεῖς θὰ μᾶς φάγωσιν… Ναί, ἂς μὴ γίνω χλεύασμα τῶν ζώντων. Δὲν θὰ ἀνεχθῶ ὥστε εἰς τᾶς ὁδοὺς τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Κερκύρας καὶ τῆς Ἀγκῶνος διερχόμενον ἐν μέσῳ τῶν ἀγυιῶν νὰ μὲ δακτυλοδείκτωσι λέγοντες: “Ἰδοὺ ἔρχεται ὁ φονεὺς Πατριάρχης”. Ἂν τὸ Ἔθνος μου σωθῆ καὶ θριαμβεύση, τότε πέποιθα θὰ μοῦ ἀποδώση θυμίαμα ἐπαίνου καὶ τιμῶν, διότι ἐξεπλήρωσα τὸ χρέος μου… Ὑπάγω ὅπου μὲ καλεῖ ὁ νοῦς μου, ὁ μέγας κλῆρος τοῦ Ἔθνους καὶ ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος, ὁ μάρτυς τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων».
Ο Γρηγόριος ο Ε’, ο φλογερός αυτός Ιεράρχης, ακολούθησε τον δρόμο του. Σάρκωσε ολόκληρο το υπόδουλο Γένος. Επωμίσθηκε το σταυρό του. Ανέβηκε το Γολγοθά του. Δέχθηκε ραπίσματα, χλευασμούς, εμπτυσμούς και τέλος τον θάνατο με απαγχονισμό. Μπροστά στο Πατριαρχείο, την ημέρα του Πάσχα του 1821, οι Τούρκοι κρέμασαν τον Πατριάρχη.
Στο έγγραφο της καταδίκης του (τουρκιστί «γιαφτάς»), αναφέρεται η αιτία του απαγχονισμού του: «.…Ἀλλ’ ὁ ἄπιστος πατριάρχης τῶν Ἑλλήνων… ἐξ αἰτίας τῆς διαφθορᾶς τῆς καρδίας του, ὄχι μόνον δὲν εἰδοποίησεν οὐδ’ ἐπαίδευσε τοὺς ἀπατηθέντας, ἀλλὰ καθ’ ὅλα τὰ φαινόμενα ἦτο καὶ αὐτός, ὡς ἀρχηγός, μυστικὸς συμμέτοχος τῆς Ἐπαναστάσεως… ἀντὶ νὰ δαμάσῃ τοὺς ἀποστάτας καὶ δώση πρῶτος τὸ παράδειγμα τῆς εἰς τὰ καθήκοντα ἐπιστροφῆς τῶν, ὁ ἄπιστος οὗτος ἔγινεν ὁ πρωταίτιος ὅλων τῶν ἀνεφυεισῶν ταραχῶν.
Εἴμεθα πληροφορημένοι ὅτι ἐγεννήθη ἐν Πελοποννήσῳ καὶ ὅτι εἶναι συνένοχος ὅλως τῶν ἀταξιῶν, ὄσας οἱ ἀποπλανηθέντες ραγιάδες ἔπραξαν κατὰ τὴν ἐπαρχίαν Καλαβρύτων…
Ἐπειδὴ πανταχόθεν ἐβεβαιώθημεν περὶ τῆς προδοσίας του ὄχι μόνος εἰς βλάβην τῆς ὑψηλῆς Πύλης, ἀλλὰ καὶ εἰς ὄλεθρον αὐτοῦ τοῦ ἔθνους του, ἀνάγκη ἦτο νὰ λείψη ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἀπὸ τοῦ προσώπου τῆς γῆς καὶ διὰ τοῦτο ἐκρεμάσθη πρὸς σωφρονισμὸ τῶν ἄλλων».
Ένα χρόνο μετά τον απαγχονισμό και την μεταφορά του τιμίου λειψάνου του από τον πλοίαρχο Μ. Σκλάβο στην Οδησσό της Ρωσίας, ο Ζακυνθινός ιερωμένος Οικονόμος Νικόλαος Κοκκίνης, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου, εφημέριος τότε του παλαίφατου ναού της Οδηγήτριας και φλογερότατος Φιλικός, ευαισθητοποιημένος από την θυσία του Πατριάρχη, συνθέτει Ακολουθία προς τιμήν του νέου Ιερομάρτυρα, κάτι που αποδεικνύει περίτρανα ότι ο Άγιος Γρηγόριος στη συνείδηση του Γένους κατέκτησε αμέσως με το τίμιο αίμα του θέση Αγίου.
Το 1871 μ.Χ. η Εκκλησία της Ελλάδος θεώρησε επιβεβλημένο να μετακομίσει το τίμιο λείψανό του από την Οδησσό στην απελεύθερη Αθήνα. Για τον σκοπό αυτό συστάθηκε Επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν ο Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου Νικόλαος Β’ ο Κατραμής και Αρχιμανδρίτης Αβέρκιος Λ. Λαμπίρης, Α’ γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου. Στην Οδησσό απεδόθησαν από τα μέλη της Επιτροπής και τους εκεί ομόδοξους τιμές Αγίου στο ιερό λείψανο του Αγίου Γρηγορίου. Κατά την Πανυχίδα μάλιστα, που τελέσθηκε εκεί κατά την ημέρα της μνήμης του, «εἐξεφώνισεν ἀπ’ ἄμβωνος, κατ’ ἐπίμονον τῶν ὁμογενῶν ἀπαίτησιν, λογύδριον ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου». Το ιερό λείψανο έφθασε στην Αθήνα την 25η Απριλίου 1871 μ.Χ., όπου οι Αθηναίοι του επεφύλαξαν πάνδημη υποδοχή. Με κατάνυξη και αγαλλίαση εναπετέθη στον Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα σε περίβλεπτη λάρνακα.
Στις 10 Απριλίου 1921 μ.Χ. ανακηρύχθηκε Άγιος από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.

ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ
Ο Άγιος Θεόφιλος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1617 μ.Χ. και ήταν ωραίος και ρωμαλέος στο σώμα.
Εργαζόμενος σαν ναυτικός δεν θέλησε να υπηρετήσει σε τούρκικο πλοίο. Εναντιούμενος στη θέληση του Τούρκου πλοιάρχου, συκοφαντήθηκε απ’ αυτόν, ότι δήθεν είχε φορέσει τούρκικο κάλυμμα στο κεφάλι του. Οδηγήθηκε βίαια στον κριτή, όπου με κολακείες και φοβερισμούς προσπαθούσαν να τον εξισλαμίσουν. Ομολογώντας με θάρρος τον Χριστό ο Θεόφιλος, περιτμήθηκε με τη βία από τους Τούρκους, που θέλησαν να τον στείλουν δώρο στο παλάτι του Σουλτάνου.
Ο Θεόφιλος όμως, όταν ακόμα ήταν στη Χίο, απόδρασε και πήγε στη Σάμο, όπου παρέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα. Όταν επανήλθε στη Χίο, οι Τούρκοι τον αναγνώρισαν και αφού τον συνέλαβαν τον οδήγησαν στον κριτή. Ο κριτής, βλέποντας τον Θεόφιλο να εμμένει στην πίστη του τον καταδίκασε σε θάνατο δια πυρός. Απτόητος ο γενναίος αυτός μάρτυρας της πίστης μας, έκανε το σημείο του σταυρού και είπε «στα χέρια σου Χριστέ μου παραδίδω την ψυχή μου». Και μπήκε μόνος του στη φωτιά, όπου παρέδωσε στον αγωνοθέτη Θεό την αγία ψυχή του στις 24 Ιουλίου 1635 μ.Χ.
Τα εναπομείναντα από τη φωτιά λείψανα του, αγοράστηκαν από χριστιανούς και εναποτέθηκαν με τιμές στον ναό του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου στη Χίο.
Μαρτύριο του Αγίου αυτού, συνέγραψε πρώτα ο Γεώργιος Κορέσιος ο Χίος.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΖΙΧΝΩΝ
Ο Όσιος Ιωάννης (ή Ιωακείμ) έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου (1282 – 1328 μ.Χ.) και Ανδρόνικου Γ’ (1328 – 1341 μ.Χ.). Δύο χρόνων έμεινε ορφανός από γονείς και τον πήρε ο θείος του, μοναχός, ονόματι Ιωαννίκιος και τον ανέθρεψε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου.
Όταν ήλθε σε κατάλληλη ηλικία, έγινε Ιερέας και λόγω της μεγάλης του αρετής, εκλέχτηκε επίσκοπος Ζιχνών.
Όταν πέθανε ο θείος του, παραιτήθηκε από την επισκοπή και έμεινε στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου. Επεξέτεινε τη Μονή αυτή, που βρισκόταν κοντά στο Μενοίκιο όρος της Ανατολικής Μακεδονίας, βορειανατολικά των Σερρών και έκτισε μεγαλοπρεπή Ναό στο όνομα του Βαπτιστή Ιωάννη.
Εκεί θεάρεστα αφού έζησε και πρόσφερε πολλά στην περιοχή, απεβίωσε ειρηνικά την 12η Δεκεμβρίου 1333 μ.Χ.

ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΜΥΡΟΒΛΗΤΗΣ

Ο Όσιος Θεόφιλος γεννήθηκε στη Ζίχνη της Μακεδονίας περί το 1460 μ.Χ. από γονείς φιλόθεους, φιλάγαθους και φιλάρετους. Στην πατρίδα του έμαθε τα πρώτα γράμματα κι έδειξε πως τα αγαπούσε ιδιαίτερα και πρόκοπτε και προόδευε μελετώντας και εντρυφώντας στις ιερές γραφές. Μάλιστα επιδόθηκε στην καλλιγραφία και έγινε άριστος καλλιγράφος.
«Απαρνηθείς πατρίδα και συγγένειαν και πλούτον και πάσαν κοσμική ματαιότητα, έγινε μοναχός· μετ’ ολίγον δε καιρόν έλαβε και το αξίωμα της ιερωσύνης· έκτοτε δε περιεπάτει εις διαφόρους τόπους διδάσκων και ωφελών τους Χριστιανούς δια του λόγου και του παραδείγματος της εαυτού ζωής». Κατόπιν γνωρίσθηκε και συνδέθηκε πνευματικά με τον ενάρετο κι ευλαβή επίσκοπο Ρενδίνης Ακάκιο, τον όποιο είχε χειροτονήσει αρχιερέα ο άγιος Νήφων (βλέπε 11 Αυγούστου), όταν ήταν μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1482 – 1486 μ.Χ.). Δια του Ακακίου συνδέθηκε με τον άγιο Νήφωνα και ο άγιος Θεόφιλος.
Αξίζει σύντομα και παρενθετικά να σημειώσουμε πως η μεγάλη μορφή του αγίου Νήφωνος, εκτός των δύο οσιομαρτύρων μαθητών του Μακαρίου (+1507) και Ιωάσαφ (+1516) που αναφέραμε και του εδώ αγίου Θεοφίλου, συνδεόταν και με άλλες μορφές Αγιορειτών αγίων, όπως των οσιομαρτύρων Γέροντος Ιακώβου, Ιακώβου διακόνου και Διονυσίου μοναχού (+1519), που συμμαρτύρησαν στην Αδριανούπολη, Θεωνά μητροπολίτου Θεσσαλονίκης (+1541-2), των αυταδέλφων Αψαράδων Θεοφάνους (+1544) και Νεκταρίου (+1550) κτιτόρων της ιεράς μονης Βαρλαάμ Μετεώρων και Μαξίμου του Γραικού και Βατοπαιδινού (+1556).
Ο άγιος Νήφων, ως πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, κατόπιν επιστολών που έλαβε, εμπιστευόμενος τον Θεόφιλο για τη σοφία και την αρετή του, τον έστειλε το 1486 μ.Χ. με τον ομόφρονα Γέροντά του επίσκοπο Ακάκιο στην Αίγυπτο, για να διαπιστώσουν τα γενόμενα θαύματα υπό του μακαρίου πατριάρχου Αλεξανδρείας Ιωακείμ, ότι μετακίνησε δια προσευχής το όρος Ντουρ Νταγ και ήπιε φαρμάκι δίχως να πάθει κανένα κακό, ύστερα από πρόκληση Ιουδαίων και μουσουλμάνων. Ο πατριάρχης Ιωακείμ «τον Όσιον πολλά ηγάπησε και ηυλαβήθη ως σοφόν και ενάρετον». Διαπίστωσαν τα υπερφυή αυτά θαύματα ως αληθινά γεγονότα και αναχώρησαν για το θεοβάδιστο όρος Σινά, τα Ιεροσόλυμα και την Δαμασκό. Στα Ιεροσόλυμα ο επίσκοπος Ακάκιος ανεπαύθη κατόπιν ασθενείας και τον εκήδευσε ο Θεόφιλος. Με επιστολές από τους πατριάρχες Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και Αντιοχείας μετέβη στην Κωνσταντινούπολη ο Θεόφιλος. Ο άγιος Νήφων όμως είχε εκθρονισθεί και παρέδωσε τις επιστολές στον διάδοχό του Παχώμιο, που ήταν από την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Ο πατριάρχης Παχώμιος «εχάρη μεγάλως ως συμπατριώτης, και ευλογήσας αυτόν και ευχηθείς, παρεκάλεσεν, ίνα μείνη εις το Πατριαρχείον δια βοήθειαν, ως λίαν χρήσιμος δια την σοφίαν αυτού και την αρετήν. Υπακούσας δε κατά την ώραν εις την παράκλησιν του πατριάρχου ο Όσιος έμεινεν. Όθεν και διωρίσθη Νοτάριος και Έξαρχος της Μεγάλης Εκκλησίας, και έμεινεν εκεί ικανόν καιρόν εις αυτό το διακόνημα, αγαπώμενος και τιμώμενος υπό πάντων».
Αλλά η φιλέρημη και φιλήσυχη ψυχή του δεν αναπαυόταν στις τιμές και τις δόξες. Κατεφρόνησε τα μεγαλεία και ήλθε στο Άγιον Όρος, για να απολαύσει τα μεγαλεία του Θεού. Στον ιερό και ευλογημένο Άθωνα «πρώτον μετέβη εις την Μονήν του Βατοπεδίου, και κατώκησε μετά του αγιωτάτου Επισκόπου Μεθύμνης, εκεί τότε ευρισκόμενου, και υπετάχθη εις αυτόν μετά πάσης προθυμίας και ταπεινώσεως· αφού δε εκείνος ετελεύτησεν, απήλθεν».
Από τη μονή Βατοπαιδίου, όπου δεν γνωρίζουμε τον χρόνο παραμονής του, που δεν νομίζουμε όμως ότι ήταν μικρός, μετέβη το 1511 μ.Χ. στη μονή Ιβήρων, όπου ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την αντιγραφή χειρογράφων και την καλλιγραφία. Αναδείχθηκε έμπειρος βιβλιογράφος και αρκετά έργα του, περίπου τριάντα, λειτουργικού κυρίως περιεχομένου, σώζονται στην πλούσια βιβλιοθήκη της μονης Ιβήρων. Η φήμη της αρετής του είχε φθάσει μακριά. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεόκλητος τον ζητούσε με τρόπο να μεταβεί πλησίον του, με σκοπό να τον χειροτονήσει μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Ο φυγόδοξος Αγιορείτης κατανοώντας τον λόγο της προσκλήσεως, για να αποφύγει την προαγωγή, παραιτήθηκε της ιερωσύνης. Εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός, δήλωσε ασθένεια και αδυναμία, και αποσύρθηκε σε καλύβη, κοντά στον ενάρετο Προηγούμενο Διονύσιο Ιβηρίτη στο Κελλί του Τιμίου Προδρόμου, το 1522 μ.Χ., ύστερα από δωδεκαετή παραμονή στη μονή Ιβήρων, κατά ιδιόγραφό του σημείωμα σε κώδικα. Κατόπιν μετέβη σε συνοδεία του επίσης ενάρετου Γέροντος Κυρίλλου στις Καρυές. Εκεί απέκτησε στενό πνευματικό σύνδεσμο με τον φιλόθεο Πρώτο του Αγίου Όρους Σεραφείμ, τον λάτρη και υμνητή της Θεοτόκου του Άξιον Έστι, τον μετέπειτα βιογράφο του, που κάποτε υπογράφει· «Ο πρώτος του Αγίου Όρους Σεραφείμ ο θυηπόλος και ηγούμενος των ηγουμένων και πατήρ πατέρων και μέγας πρωτοσύγκελλος πατριαρχικός».
Ο θείος Θεόφιλος επιθυμώντας μεγαλύτερη και ακριβέστερη ησυχία, αναχώρησε και από τις Καρυές. Μετέβη στην πλησιόχωρη ησυχαστική περιοχή της Καψάλας, που ανήκε στη μονή Παντροκράτορος, και με τη συνδρομή του φιλάδελφου Πρώτου Σεραφείμ, παρέλαβε το Κελλί του Αγίου Βασιλείου, το όποιο και ανεκαίνισε. Είχε μαζί του και ένα μοναχό ονομαζόμενο Ισαάκ. Συχνά τον επισκεπτόταν και ο Πρώτος Σεραφείμ ανταλάσσοντας πνευματικές εμπειρίες και νουθεσίες.
Ο φιλόθεος Θεόφιλος πάντοτε, και ιδιαίτερα τώρα, ασκούσε συστηματικά τη νοερά προσευχή. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο όποιος αργότερα θα ησκείτο στην δια περιοχή, γράφει: «Αφού ησύχασεν ο Όσιος, τότε δη τότε εμεταχειρίσθη την νοεράν προσευχήν, ήτις είναι ανωτέρα της θεωρίας της έξω φιλοσοφίας… Ο Άγιος Θεόφιλος έχοντας παντοτινόν έργον, εις την ησυχία ευρισκόμενος, να προσεύχεται αδιαλείπτως και να μελετά με όλον του τον νουν και τον ενδιάθετον λόγον τον εν τη καρδία λαλούμενον και με όλην την θέλησιν και αγάπην της ψυχής του, την μονολόγιστον προσευχήν, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», καθώς οι νηπτικοί θείοι Πατέρες διδάσκουσι. Και με την νοεράν ταύτην εργασίαν και ιεράν προσευχήν και με το πένθος και τα δάκρυα καθαρτικά, όπου γεννώνται εκ ταύτης της νοεράς προσευχής, εκαθάρισε την καρδίαν του από τα πάθη και εκατέκαυσε τας προσβολάς των πονηρών λογισμών και ελυτρώθη από τας κακάς προσλήψεις, απόκτησε ταπείνωσιν, πραότητα, ειρήνην και τας λοιπάς αρετάς και άναψεν από θεϊκόν πυρ θεϊκής και του πλησίον αγάπης…
Καταφλεγόμενος από την θείαν αγάπην δεν ήτο πλέον με τον εαυτό του, αλλά με τον ηγαπημένον του Θεόν και άλλο δεν εφαντάζετο παρά μόνο τον Ιησούν… ανέβη εις την θείαν θεωρίαν και επλουτίσθη από τα ύπερφυή χαρίσματα αξιωθείς του θείου φωτισμού· και ού μόνον διάκρισιν απόκτησε και διόρασιν, αλλά και προόρασιν των μελλόντων· και συντόμως ειπείν ως ασώματος έγινεν άγγελος και εις όλα τέλειος ώφθη».
Προείδε το τέλος του, έγραψε ομολογία πίστεως, ιδιόχειρη διαθήκη, τέλεσε ευχέλαιο, ζήτησε και έδωσε συγχώρηση από όλους και σε όλους, μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, ευχαρίστησε ολόψυχα και ολόθερμα τον Θεό και ζήτησε από τον αγαπητό και υπάκουο μαθητή του Ισαάκ: «Όταν αποθάνω, μη ομολογήσης τούτο εις ουδένα, αλλ’ ουδέ τα έθιμα της ταφής εκτελέσης, μόνον δέσε σχοινίον εις τους πόδας μου και σύρε με και ρίψε με εις το δάσος εις μέρος κρύφιον, ίνα με φάγωσι τα θηρία· πλην λειτουργίας και μνημόσυνα ποίησον όσα δυνηθής». Ο άγιος από τη μεγάλη του ταπείνωση δεν ήθελε να τιμάται ούτε μετά θάνατον. Οι τελευταίοι λόγοι του ήταν: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου».
Ο καλός υποτακτικός του έπραξε όπως του μήνυσε ο όσιος Γέροντάς του και απόθεσε το τίμιο λείψανο σε απόκρυφο μέρος του δάσους. Πολλοί όμως το ζητούσαν. Όταν κάποτε βρέθηκε, η μονή Παντοκράτορος θέλησε να το κρατήσει. Τελικά αποφασίσθηκε να κρατήσει το χέρι του, το όποιο υπάρχει ως σήμερα σε στάση ευλογίας, και να δοθεί το σώμα στον υποτακτικό του Ισαάκ, που το έθεσε στην Εκκλησία του Αγίου Βασιλείου. Από τότε άρχισε ο άγιος να μυροβλύζει και ο άγιος να ονομάζεται Μυροβλύτης. Γράφει πάλι χαρακτηριστικά και γι΄ αυτό ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Τούτο το θαύμα οπού έδειξεν ο Θεός εις το Άγιον Λείψανον του Οσίου Πατρός ημών Θεοφίλου, δεν είναι ολίγον και παραμικρόν, αλλά είναι μέγα και εξαίσιον, επειδή το θαύμα τούτο της μυροβλύσεως σπανίως γίνεται εις ολίγους Αγίους. Διότι πολλά Αγίων Λείψανα Μαρτύρων και Οσίων ευρίσκονται, αμή ουχί και αναβλύζουσι μύρον διότι το μυροβλύζειν είναι μία απόδειξις και σημείον βεβαιότατον μιας άκρας καθαριότατος και παρθενίας και αγνείας, όχι μόνον από εμπαθείας μολυσμών, αλλά και από ηδυπαθείας λογισμών ακαθάρτων του νοός· και εάν η χάρις του Αγίου Πνεύματος δεν κατοικήση έτι ζώντος του ανθρώπου εις όλον τον νουν και ψυχήν και καρδίαν και εις όλα τα μέλη του σώματος, να τα καθαρίση και αγιάση έως μέσα εις αυτά τα κόκκαλα και τους μυελούς, αδύνατον είναι να ευωδιάση το σώμα μετά θάνατον».
Την βιογραφία του Οσίου Θεοφίλου επηύξησε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο όποιος είναι και συνθέτης της Ακολουθίας του. Ο άγιος Θεόφιλος θεωρείται ένας από τους διασημότερους αντιγραφείς χειρογράφων του Αγίου Όρους του 16ου μ.Χ. αιώνα. Το έργο αυτό συνέχισε ως το τέλος του βίου του.

ΑΓΙΟΣ ΜΩΚΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ
Φως, μέσα στο ειδωλολατρικό σκοτάδι της Ρώμης, ήταν ο Ευφράτιος και η Ευσταθία (επί Διοκλητιανού 284 – 304 μ.Χ.). Οι ευσεβείς αυτοί γονείς μεταλαμπάδευσαν το φως αυτό του Ευαγγελίου και στο γιο τους Μώκιο. Γι’ αυτό από μικρή ακόμα ηλικία, ο Μώκιος είχε μεγάλο πόθο να υπηρετήσει την Εκκλησία. Και ο Θεός τον αξίωσε να εκπληρώσει τον Ιερό αυτό πόθο του.
Αφού σπούδασε με ιδιαίτερη επιμέλεια τα Ιερά γράμματα και καταρτίσθηκε όπως έπρεπε στη γνώση και μετάδοση των θρησκευτικών αληθειών, σε κατάλληλη ηλικία έγινε κληρικός. Αργότερα, οι άριστες υπηρεσίες του στην Εκκλησία τον ανέβασαν στο αξίωμα του επισκόπου Αμφιπόλεως (Θράκης). Από τη θέση αυτή, ο Μώκιος εξαπέλυσε καυστικούς ελέγχους ενάντια στο ψέμα της ειδωλολατρίας. Επίσης, αγωνίστηκε πυρετωδώς να ενισχύσει την πίστη και την υπομονή των πιστών της επισκοπής του. Πάντα, βέβαια, με σκοπό «τον καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού» (Προς Εφεσίους, δ’ 12). Δηλαδή, με σκοπό να καταρτίζονται οι χριστιανοί και να επιτελείται το έργο της διακονίας, με το οποίο οικοδομείται το σώμα του Χρίστου.
Η έντονη, όμως, διακονική δράση του Μωκίου, προκάλεσε την οργή του ειδωλολάτρη έπαρχου Λαοδικίου, που τον βασάνισε με ποικίλους τρόπους. Αργότερα, άλλος έπαρχος, ο Μάξιμος, του έσχισε τις σάρκες και τον έριξε τροφή στα θηρία. Έβλεπε, όμως, ότι πάντα ο Μώκιος έβγαινε ζωντανός. Τότε, το έτος 288 μ.Χ. τον έστειλε δέσμιο στο Βυζάντιο, όπου τον αποκεφάλισαν, και έτσι πήρε το στεφάνι του μαρτυρίου.
Αργότερα ο Μέγας Κωνσταντίνος ανήγειρε προς τιμήν του Αγίου Μωκίου μεγαλοπρεπή ναό, στον οποίο κατέθεσε και τα ιερά λείψανα αυτού. Στο ναό αυτόν γινόταν αυτοκρατορική προσέλευση κατά την Μεσοπεντηκοστή. Στο ναό, επίσης, φυλασσόταν το ιερό λείψανο του Αγίου Σαμψών του Ξενοδόχου.

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Ο Άγιος Σεραφείμ γεννήθηκε στο χωριό Μπεζούλια της επαρχίας Αγράφων και ανατράφηκε κατά Χριστόν από τους θεοσεβείς γονείς του, Σωφρόνιο και Μαρία. Αγάπησε τη μοναχική ζωή και πήγε στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου, την επονομαζόμενη Κορώνα ή Κρύα Βρύση και επιδόθηκε στην άσκηση της αρετής. Διακρίθηκε για την άσκησή του και έγινε ηγούμενος της Μονής. Αργότερα χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Φαναριού και Νεοχωρίου.
Κατηγορήθηκε ότι πήρε μέρος στην επανάσταση του Διονυσίου Φιλοσόφου (βλέπε 10 Οκτωβρίου), συνελήφθη από τους Τούρκους, που μάταια προσπάθησαν να τον εξισλαμίσουν. Εξαγριωμένοι οι Τούρκοι μπροστά στη σταθερότητα της πίστης του ιερομάρτυρα, υπέβαλαν σ’ αυτόν φρικτά βασανιστήρια, τα οποία μεγάλωναν, εφ’ όσον ο Σεραφείμ διαρκώς αρνιόταν να προδώσει την ελληνοχριστιανική πίστη του. Αφού του έκοψαν τη μύτη και επανειλημμένα τον παρουσίασαν στον κριτή, αρνούμενος να αλλαξοπιστήσει, τον εκτέλεσαν στις 4 Δεκεμβρίου 1601 μ.Χ. με σουβλισμό και κατ’ άλλους με απαγχονισμό.
O σοφολογιώτατος διδάσκαλος Xριστοφόρος Προδρομίτης συνέθεσε για τον Άγιο Σεραφείμ οκτωήχους Kανόνες, προσόμοιά και ιδιόμελα, τα οποία τυπώθηκαν μαζί με την Aκολουθία του.
Η τιμία κεφαλή του Αγίου Σεραφείμ, η οποία εναποτέθηκε στη Μονή της Κρύας Βρύσης, όπου είχε μονάσει ο Άγιος, παρά τις κακοποιήσεις και τις κακουχίες που υπέστει, αποτελεί ένα διαρκές θαύμα του Θεού, αφού «περιβάλλεται από το δέρμα, το οποίο σε μερικά μέρη έχει αποσπαστεί από τους πιστούς, για φυλαχτό και φέρει τα σημάδια του μαρτυρίου· ενώ το αριστερό μάτι του Αγίου είναι γαλήνια κλεισμένο, το δεξί φέρει εμφανή τα ίχνη κακοποιήσεων, καθώς επίσης εμφανέστατα φαίνεται και η αποκοπή της μύτης!». (Αρχιμανδρίτη Μακαρίου Τόγκα, «Η Ιερά Μονή Παναγίας Κορώνας – Βίος και Πολιτεία του Αγίου του Χριστού Νέου Ιερομάρτυρος Σεραφείμ, Αρχιεπισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου, του Θαυματουργού (+ 1601)»· και «Ακολουθία…»· έκδοση Ι. Μητροπόλεως Καστορίας 2001).

ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Ο Νεομάρτυς Νικόλαος ο Παντοπώλης μαρτύρησε για «του Χριστού την Πίστιν την Αγίαν» στην Κωνσταντινούπολη το 1672. Είναι ο προστάτης Άγιος του Καρπενησίου και η μνήμη του εορτάζεται στις 23 Σεπτεμβρίου.
Γεννήθηκε στο Καρπενήσι το 1657. Το επώνυμο της οικογένειάς του λέγεται ότι ήταν Καρανίκας. Σε ηλικία περίπου 15 ετών έφυγε για την Κωνσταντινούπολη για να βοηθήσει τον πατέρα του που διατηρούσε παντοπωλείο στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εξού και το προσωνύμιο «Παντοπώλης».
Με προτροπή του πατέρα του άρχισε να μαθαίνει τουρκικά από ένα φίλο του μπαρμπέρη, για να μπορεί να συνεννοείται καλύτερα με τους πελάτες του μπακάλικου. Μια μέρα ο μπαρμπέρης έδωσε στον νεαρό Νικόλαο ένα χαρτί για να το διαβάσει μπροστά σε άλλους Τούρκους. Όταν ο Νικόλαος τελείωσε την ανάγνωση οι παριστάμενοι άρχισαν να ζητωκραυγάζουν: «Έγινες Τούρκος Νικόλαε, γιατί διάβασες την ομολογία της πίστεως μας». Το χαρτί αυτό ήταν το «σαλαβάτι» (salawat), η ομολογία δηλαδή της Μουσουλμανικής πίστης. Ο Νικόλαος όταν κατάλαβε το τέχνασμα του μπαρμπέρη, φώναζε δυνατά: «Είμαι Χριστιανός και οφείλω να διαβάσω ότι μάθημα μου δώσει ο δάσκαλός μου».
Τότε οι Τούρκοι τον πήγαν στον καϊμακάμη, ένα τοπικό αξιωματούχο, λέγοντας του ότι το νεαρό παιδί κορόιδευε την πίστη τους. Αυτός προσπάθησε να τον πείσει να γίνει Μουσουλμάνος, αλλά ο Νικόλαος του δήλωσε ξεκάθαρα ότι πιστεύει στον Χριστό και είναι έτοιμος να πεθάνει για την πίστη του. Παρά τα απάνθρωπα βασανιστήρια που τον υπέβαλε, δεν κατόρθωσε να τον μεταπείσει. Στο τέλος έδωσε διαταγή να τον αποκεφάλισαν στις 23 Σεπτεμβρίου 1672. Ο Νικόλαος ήταν μόλις 15 ετών, ένας από τους νεώτερους νεομάρτυρες (χριστιανοί που μαρτύρησαν για την πίστη τους μετά την Άλωσης της Πόλης το 1453) του γένους των Ελλήνων.
Για τρία μερόνυχτα οι κάτοικοι της περιοχής έβλεπαν να κατεβαίνει φως από τον ουρανό, στο Άγιο Λείψανο του Νικολάου. Οι Χριστιανοί τον έθαψαν στη Χάλκη στο μοναστήρι της Παναγιάς. Τμήματα των Αγίων Λειψάνων του Νεομάρτυρα Νικολάου βρίσκονται στις Μονές  Ξηροποτάμου και Γρηγορίου στο Άγιο Όρος, Προυσού και Τατάρνας στο νομό Ευρυτανίας. Από το 1955, η 23η Σεπτεμβρίου έχει καθιερωθεί ως ημέρα πανηγυρισμού και αργίας για την πόλη του Καρπενησίου.
Για τον Νεομάρτυρα Νικόλαο τον Παντοπώλη έχουν γραφεί πολλοί εκκλησιαστικοί ύμνοι.

ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΔΑΜΙΑΝΟΣ
Ο Άγιος Δαμιανός γεννήθηκε στο χωριό Μυρίχοβο Αγράφων (σήμερα Αγία Τριάδα) περί το 1510 μ.Χ. από ευσεβείς γονείς. Από την παιδική ακόμη ηλικία αγάπησε τον μοναχικό βίο και θέλησε να ενδυθεί το αγγελικό σχήμα του μοναχού. Έτσι άφησε τη γενέτειρά του και μετέβη στο Άγιον Όρος, στη μονή Φιλοθέου, όπου εκάρη μοναχός.
Μετά από λίγο καιρό αφήνει τη μονή και αναχωρεί, για να μονάσει σε ασκητήριο και να αφιερωθεί περισσότερο στην προσευχή. Πήγε, λοιπόν, κοντά σε κάποιον ασκητή που τον έλεγαν Δομέτιο. Έμεινε πλησίον του σχεδόν τρία χρόνια και ο μοναχός Δαμιανός πρόκοψε σε όλες τις αρετές και τα πνευματικά αγαθά. Μάλιστα δε, αξιώθηκε κάποτε να ακούσει τη φωνή του Κυρίου που του έλεγε: «Δαμιανέ, δεν πρέπει να ζητάς μόνο το δικό σου πνευματικό συμφέρον, αλλά και των άλλων».
Μετά από αυτό ο Μοναχός Δαμιανός εγκαταλείπει το Άγιον Όρος και πηγαίνει στην περιοχή του Ολύμπου. Εκεί κήρυττε τον λόγο του Θεού, παρακινούσε τους Χριστιανούς να μετανοήσουν, να αποφεύγουν τις αδικίες και τις κακίες και τους προέτρεπε να εφαρμόζουν το θέλημα του Θεού. Ο λόγος του όμως ενόχλησε κάποιους, οι οποίοι τον κατηγόρησαν ότι είναι λαοπλάνος και ψεύτης. Ο Όσιος δεν έδωσε σημασία στις κατηγορίες αυτές και αναχωρεί για την περιοχή της Λάρισας και του Κισσάβου. Μετά από εκεί φθάνει στα Άγραφα. Εκεί, στην Καρύτσα Δοπόλων, ιδρύει τη μονή της Παναγίας Πελεκητής, που ήταν το ιεραποστολικό ορμητήριό του. Ουσιαστικά ανακαίνισε τη μονή που είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές και έτσι πέρασε στη συνείδηση του λαού του Θεού ως κτήτορας αυτής. Δυστυχώς, και εκεί, άνθρωποι δυσσεβείς τον κατηγόρησαν ως λαοπλάνο και ψευδοκαλόγερο. Έτσι φεύγει και πηγαίνει στον Κίσσαβο και δίπλα στο χωριό Ανατολή, κτίζει ένα νέο μοναστήρι προς τιμή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Πλήθος πιστών τον επισκέπτεται, για να ακούσει το κήρυγμά του και τις πνευματικές του νουθεσίες.
Κάποια στιγμή ο Δαμιανός πηγαίνει για δουλειές της μονής στο γειτονικό χωριό Βουλγαρινή. Εκεί συλλαμβάνεται από τον Τούρκο διοικητή της Λάρισας, με την κατηγορία ότι παρεμποδίζει την αγοραπωλησία εμπορευμάτων κατά τις Κυριακές και παρακινεί τους Έλληνες να μένουν σταθεροί στην πίστη τους.
Τον οδηγούν στην φυλακή και τον βασανίζουν. Του δένουν τα πόδια και τον τράχηλο με βαριές αλυσίδες και τον απειλούν για τη ζωή του. Μάταια όμως. Ο Άγιος ομολογεί την πίστη του στον Χριστό και ο Τούρκος διοικητής προστάζει να θανατωθεί και μετά να ριχθεί στη φωτιά. Οι στρατιώτες τον πήραν και τον κτύπησαν δυνατά στο κεφάλι με τον πέλεκυ. Ο Άγιος, ημιθανής όπως ήταν, έπεσε στο έδαφος. Τότε εβλήθη στην κάμινο του πυρός και ότι απέμεινε από το ιερό λείψανό του το έριξαν στον Πηνειό ποταμό.
Ο Οσιομάρτυς Δαμιανός έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου το έτος 1568 μ.Χ.
Σημείωση: Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, μάλλον λαθεμένα, αναφέρει ως ημερομηνία του μαρτυρίου του, την 23η Φεβρουαρίου.

ΟΣΙΟΣ ΑΚΑΚΙΟΣ
Ο Όσιος Ακάκιος έζησε και ανεδείχθη κατά τους σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε μάλλον λίγα χρόνια μετά το έτος 1630 μ.Χ., στο χωριό Γόλιτσα των Αγράφων, της (τότε) επαρχίας Φαναρίου και Νεοχωρίου, στη σημερινή κοινότητα Αγίου Ακακίου του νομού Καρδίτσας. Οι γονείς του, ευσεβείς και ενάρετοι Χριστιανοί, με την εργασία τους κατόρθωσαν στα δύσκολα εκείνα χρόνια να εξασφαλίσουν τα αναγκαία της ζωής τους με αυτάρκεια και στοργικά είχαν αφοσιωθεί στην ανατροφή των δύο παιδιών τους που τους χάρισε ο Θεός. Όμως ο πρόωρος θάνατος του πατέρα συγκλόνισε την οικογένεια και επισκίασε την ευτυχία τους.
Ο Αναστάσιος, αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του Οσίου, έμεινε ορφανός σε πολύ μικρή ηλικία. Η μητέρα τους με τη βαθιά χριστιανική πίστη και την ευσέβειά της αγωνίζεται αγώνα σκληρό «πρὸς τὰ τῆς χηρείας δεινά» και αναλαμβάνει μόνη της το βάρος της οικογενειακής ευθύνης. Εργάζεται αγόγγυστα για να συντηρήσει τα δύο ανήλικα παιδιά της και να τα αναθρέψει με παιδεία και νουθεσία Κυρίου.
Πολύ σύντομα στο πλευρό της γυναίκας του βρέθηκε και ο μικρός Αναστάσιος, για να αναλάβει και εκείνος ένα μέρος από τις ευθύνες για τη συντήρηση της οικογένειάς του.
Ο λόγος του Ευαγγελίου είχε συγκλονίσει από νωρίς την καρδιά του Αναστασίου και η φλόγα της θείας αγάπης θέρμαινε την παιδική του ψυχή. Ένιωθε ζωηρά και πολύ έντονα την κλίση και τον ζήλο προς τον μοναχικό βίο. Γι’ αυτό απέφευγε τον θόρυβο του κόσμου και αναζητούσε συχνά την ησυχία σε τόπους ερημικούς. Εκεί, αφοσιωμένος στον Θεό, διέθετε όλο τον χρόνο του στην προσευχή και τη νηστεία. Σύντομα αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και σε ηλικία είκοσι τριών ετών έφυγε προς τα μέρη της Ζαγοράς Βόλου. Κατέληξε στο μοναστήρι της Σουρβιάς, που είχε χτίσει ο Όσιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή της Μακρυνίτσας Βόλου και είναι αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα.
Όταν έφθασε στο μοναστήρι τον υποδέχθηκαν με καλοσύνη. Παρουσιάσθηκε στον ηγούμενο και με όλο τον σεβασμό ανέφερε τον σκοπό της επισκέψεώς του. Εκείνος τον άκουσε με προσοχή και του εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια τις δυσκολίες της μοναχικής ζωής, αλλά και το αυστηρό πρόγραμμα της μονής. Ο Αναστάσιος όμως επέμενε, δίνοντας την υπόσχεση πως με την βοήθεια του Θεού θα υπερνικήσει όλα τα εμπόδια και θα ανταποκριθεί στα καθήκοντα που όριζε η μοναχική πολιτεία. Ο ηγούμενος, ως έμπειρος πνευματικός, διέγνωσε τον ένθεο ζήλο του Αναστασίου και διαπίστωσε την αμετακίνητη και σταθερή απόφασή του να μονάσει. Έτσι τον δέχθηκε στο μοναστήρι. Εκεί ο Αναστάσιος εκάρη μοναχός με το όνομα Ακάκιος. Και την ίδια νύχτα που δέχθηκε το αγγελικό σχήμα και περιεβλήθηκε το μοναχικό ένδυμα, αξιώθηκε με θεία οπτασία. Είδε σαν να βαστούσε στα χέρια του μια αναμμένη λαμπάδα, που είχε φως υπέρλαμπρο και φώτιζε όλο τον τόπο εκείνο.
Ο νέος μοναχός με την συμπεριφορά, την εργατικότητα και την πνευματικότητά του κέρδισε την αγάπη και την συμπάθεια όλων των πατέρων της μονής. Όμως, οι ανάγκες και οι απαιτήσεις του μοναστηριού δεν τον ικανοποιούσε πλέον, διότι πολύ σύντομα είχε κατακτήσει τις μοναχικές αρετές του απλού μοναχού και η ψυχή του αναζητούσε άλλο χώρο για απόλυτη ησυχία και μεγαλύτερη άσκηση.
Έτσι, μεταξύ των ετών 1660-1670 μ.Χ., αναχωρεί για το Άγιον Όρος. Αρχικά ο Όσιος κατευθύνθηκε στην περιοχή της Μεγίστης Λαύρας και κατέφυγε σε κάποιο σπήλαιο, κοντά στη «Σκήτη του Καυσοκαλύβη», όπου ασκήτεψε για ένα χρονικό διάστημα. Το ενδιαφέρον του για την όσο το δυνατόν καλύτερη μόρφωσή του, τον οδήγησε στο να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα ασκήσεως και πνευματικής εργασίας. Χωρίς καμιά καθυστέρηση επισκέπτεται μοναστήρια και σκήτες, ερημητήρια ησυχαστών και σπήλαια ασκητών και αναζητεί, «ὡς ἐλαφρῶς διψώσα ἐπὶ τᾶς πηγᾶς τῶν ὑδάτων», τους εκλεκτούς και δοκιμασμένους μοναχούς. Υποτάσσεται πρόθυμα σε αυτούς, συνεργάζεται μαζί τους και μαθητεύει με υπομονή κοντά τους.
Ο Όσιος φθάνει τελικά στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου και μετά από σύντομη επίσκεψη σε αυτό απομακρύνεται σε ερημική τοποθεσία επάνω στο μοναστήρι, για να ησυχάσει. Εκεί έμεινε πολύ καιρό και κάθε Σάββατο κατέβαινε στο μοναστήρι και εκκλησιαζόταν.
Επόμενος σταθμός του ήταν η σκήτη του Παντοκράτορος, όπου συναντήθηκε με τον γνωστό από το μοναστήρι της Σουρβιάς γέροντα πνευματικό του, που είχε έλθει από τη Ζαγορά του Βόλου για να σπουδάσει τη βυζαντινή μουσική. Ο γέροντας χάρηκε πάρα πολύ όταν συναντήθηκε με τον Όσιο και ζήτησε να τον πάρει μαζί του ως μοναχό. Εκείνος όμως ζήτησε την ευχή του και τον παρακάλεσε να μην επιμείνει, διότι ήθελε να ασκητέψει μόνος του.
Ύστερα από την συνάντηση αυτή ο Όσιος έφυγε από τη σκήτη του Παντοκράτορος προς άγνωστη κατεύθυνση και με συμβουλή του γέροντος πνευματικού Γαλακτίωνος ήλθε στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, επάνω στη Μεταμόρφωση, για να μονάσει. Εκεί ασκητεύοντας παρέμεινε είκοσι ολόκληρα χρόνια.
Κάποτε ο Όσιος Ακάκιος είδε τον Όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλυβίτη (τιμάται 13 Ιανουαρίου), με κάτασπρη και αστραφτερή ιερατική στολή, να περιφέρεται και να θυμιατίζει όλο το ναό και ένα πλήθος μοναχών με την ίδια λευκή στολή να τον ακολουθούν. Και όταν ο Όσιος Ακάκιος ρώτησε, «ποιοι ήσαν αυτοί που τον συνόδευαν», ο Όσιος Μάξιμος απάντησε: «Είναι όλοι εκείνοι οι Όσιοι Πατέρες από την περιοχή των Καυσοκαλυβίων, οι οποίοι χάρις σε αυτόν ευρήκαν τη σωτηρία τους».
Επειδή τα χρόνια περνούσαν και η περιοχή που ασκήτευε ο Όσιος ήταν δύσβατη και άνυδρη, αναγκάσθηκε να μετακινηθεί χαμηλότερα προς τη θάλασσα, προς το ακρωτήρι της Αθωνικής Χερσονήσου, εκεί όπου βρίσκεται η σημερινή σκήτη των Καυσοκαλυβίων (Αγίας Τριάδος). Εκεί ο Όσιος αναζήτησε την κατοικία του σε ένα μικρό σπήλαιο, το οποίο μέχρι σήμερα φέρει το όνομά του. Με τις σπάνιες αρετές του αναδείχθηκε κατά τον υμνωδό «κορυφαίος των Ασκητών και Θεοφόρων Πατέρων το καύχημα».
Ο Όσιος Ακάκιος προέβλεψε και προείπε την κοίμησή του σε όλους τους υποτακτικούς που μόναζαν κοντά του. Ιδιαίτερα όμως στον μοναχό Αθανάσιο, ο οποίος έφθασε στο σπήλαιο του Οσίου από την σκήτη της Αγίας Άννης για να λάβει την ευχή του, είπε: «Εγώ τώρα Αθανάσιε, πηγαίνω στράτα μακρά και πλέον δεν θα βλέπουμε ο ένας τον άλλον. Να έχεις την ευχή της Παναγίας μας». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του. Ευλόγησε έπειτα τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και κοιμήθηκε με ειρήνη την Κυριακή των Μυροφόρων, το έτος 1730 μ.Χ. και σε ηλικία εκατό περίπου ετών.

ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

    
Του Χρήστου Λευκαδίτη
O Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε το 280-284 μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη. Προερχόταν από αριστοκρατική οικογένεια, ιδιαίτερα γνωστή σε όλη την πόλη. Την περίοδο που γεννήθηκε ο Δημήτριος, είχαν αρχίσει να κτίζονται πολλοί και σημαντικοί χριστιανικοί ναοί στη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος από μικρός -με τη συμβολή των γονέων του- έμαθε να υπηρετεί το καλό, ενώ ακολουθούσε και τις πολεμικές τέχνες. Μέσα σε λίγα χρόνια, είχε γίνει γνωστός σε όλους τους Θεσσαλονικείς για την πνευματική του υπεροχή, «την ωραιότητα της εμφάνισης» και της ηθικής του.
Ο Μαξιμιανός Γαλέριος, τετράρχης της πόλης, άκουσε για τις αρετές του Δημητρίου και τον προσέλαβε ως μέλος της Συγκλήτου της πόλης. Αργότερα του έδωσε το αξίωμα του δούκα, διορίζοντάς τον στρατηγό όλης της Θεσσαλίας. Ο Δημήτριος, ως Χριστιανός, προχώρησε από νωρίς στο ιεραποστολικό έργο, διδάσκοντας τον Θείο Λόγο, το Ευαγγέλιο και την Αγία Γραφή. Συγκεκριμένα, είχε ιδρύσει έναν κύκλο νέων, όπου μελετούσαν την Αγία Γραφή.
Συνήθιζε να διδάσκει στη «χαλκευτική στοά», στο υπόγειο του ναού της Αειπαρθένου Θεομήτορος, κοντά στο δημόσιο λουτρό. Εκείνη την περίοδο, ο Μαξιμιανός Γαλέριος προετοιμαζόταν για εκστρατεία κατά των Ισαύρων. Ετσι, τον διόρισε ανθύπατο και αυθέντη όλης της Ελλάδας, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν Χριστιανός. Μάλιστα, του έδωσε την ανάλογη στρατιωτική στολή, το δακτυλίδι και τον υπατικό ωρατίωνα.
Οταν ο Μαξιμιανός επέστρεψε νικητής από την εκστρατεία, τον πλησίασαν κάποιοι ειδωλολάτρες και του είπαν: «Γνώρισε, λοιπόν, πως ο Δημήτριος, ο οποίος ετιμήθη με τον βαθμό του ηγεμόνος της Θεσσαλίας, αρνήθηκε την παραδοσιακή θρησκεία και πιστεύει εις τον Χριστόν, εκείνον τον οποίον εσταύρωσαν οι Εβραίοι. Επιπλέον, κηρύττει φανερά αυτόν τον Χριστόν ως Θεόν αληθινόν». Ο Μαξιμιανός διέταξε να τον συλλάβουν και να τον φέρουν μπροστά του για να μάθει από τον ίδιο την αλήθεια. Οι στρατιώτες συνέλαβαν τον άγιο την ώρα που δίδασκε στην «Καταφυγή» και τον οδήγησαν στον βασιλιά, χωρίς ο ίδιος να φέρει καμία αντίσταση. Ενώπιον του Μαξιμιανού ρωτήθηκε: «Και ποιος είναι ο Θεός σου και βασιλεύς;». Ο Δημήτριος απάντησε: «Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εκείνος είναι Θεός αληθινός και Βασιλεύς Παντοκράτωρ». Ο άγιος, στη συνέχεια, φυλακίστηκε σε ένα παλαιό λουτρό που ήταν πολύ βρώμικο και γεμάτο απόνερα.
Η παράδοση λέει ότι, όταν μπήκε στη φυλακή, είδε έναν μεγάλο σκορπιό που προσπαθούσε να τον τσιμπήσει. Ο Δημήτριος, τότε, σχημάτισε το σημείο του σταυρού και είπε: «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού, ο οποίος είπε να πατάμε επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού».
Στη συνέχεια πάτησε τον σκορπιό και τότε εμφανίστηκε άγγελος Κυρίου και του είπε: «Χαίρε, Δημήτριε, στρατιώτα του Χριστού, έχε θάρρος, ενδυναμού και νίκα τους εχθρούς σου». Ο άγγελος, τότε, έβαλε ένα στεφάνι στο κεφάλι του αγίου. Με τη στήριξη του Θεού, ο Δημήτριος άντεξε μέσα στη φυλακή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εκείνη την περίοδο, οι βασιλιάδες συνήθιζαν να διοργανώνουν σκληρούς αγώνες (πένταθλο) σε όλη την Ελλάδα. Ετσι και στη Θεσσαλονίκη, ο Μαξιμιανός διοργάνωσε τέτοιους αγώνες, στους οποίους θα έπαιρνε μέρος και ένας δικός του άνθρωπος, με το όνομα Λυαίος.
Ο Λυαίος, λοιπόν, καταγόταν από την Ουάνδηλα της Σκυθίας και ήταν ιδιαίτερα ψηλός και δυνατός. Ο βασιλιάς τον χρησιμοποιούσε πάντα στους αγώνες, καθώς κέρδιζε συνέχεια, με αντάλλαγμα να του χαρίζει πλούσια δώρα. Κάποιος κρυφός Χριστιανός και μαθητής του Αγίου Δημητρίου, ο Αγιος Νέστορας, βλέποντας τον Λυαίο να κερδίζει συνεχώς σκοτώνοντας όλους τους αντιπάλους του, επισκέφτηκε τον Αγιο Δημήτριο στη φυλακή και του ζήτησε να τον ευλογήσει για να κερδίσει. Ο Αγιος Δημήτριος σχημάτισε το σημείο του σταυρού στο μέτωπο του Νέστορος και του είπε: «Υπαγε και τον Λυαίο θα νικήσεις και υπέρ του Χριστού θα μαρτυρήσεις».
Ο Νέστορας πήγε στον τόπο όπου γίνονταν οι αγώνες και φώναξε: «Ω Λυαίε, έλα να παλέψουμε οι δύο». Ο νέος πλησίασε, τότε, τον Λυαίο και, ρίχνοντας το πανωφόρι του, του είπε: «Ο Θεός του Δημητρίου βοήθει μοι». Αμέσως μετά, ο Νέστορας χτύπησε τον Λυαίο στο στήθος και τον σκότωσε. Ο βασιλιάς κάλεσε κοντά του τον Νέστορα λέγοντάς του: «Νέε, με ποιες μαγείες νίκησες τον Λυαίο; Αυτός φόνευσε τόσους ανθρώπους δυνατότερους από εσένα, εσύ πώς τον θανάτωσες;». Ο Νέστορας τότε του αποκρίθηκε: «Εγώ, βασιλιά μου, δεν ενίκησα τον Λυαίο με μαγείες, αλλά με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, του αληθινού Θεού». Ο Μαξιμιανός, ακούγοντας αυτά τα λόγια, εξοργίστηκε και διέταξε αμέσως έναν από τους στρατιώτες να τον βγάλει έξω από τον χώρο όπου γίνονταν οι αγώνες και να τον αποκεφαλίσει. Αυτό ήταν το τέλος του Νέστορα, ο οποίος ανακηρύχτηκε άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Επειτα από λίγο καιρό, ο βασιλιάς έμαθε την αλήθεια, ότι, δηλαδή, ο Λυαίος σκοτώθηκε ύστερα από τις οδηγίες του Δημητρίου. Ετσι, διέταξε αμέσωςτους στρατιώτες να πάνε στο λουτρό και να σκοτώσουν τον Δημήτριο με το μαρτύριο της λόγχης. Οταν ο Δημήτριος είδε τους στρατιώτες, ύψωσε από μόνος του το δεξί του χέρι για να τον λογχεύσουν. Οι στρατιώτες, όμως, λόγχευσαν τον άγιο σε όλο του το σώμα, με αποτέλεσμα να βρει μαρτυρικό θάνατο. Ο Λούπος, μαθητής του Αγίου Δημητρίου, που ήταν παρών την ώρα του μαρτυρίου, πήρε το δαχτυλίδι από το χέρι του αγίου, το μαντήλι καθώς και το πανωφόρι από τους ώμους του, το οποίο έβαψε, μάλιστα, με το αίμα του μεγαλομάρτυρος. Χρησιμοποιώντας τα αντικείμενα αυτά, έκανε θαύματα, γιατρεύοντας αρρώστους και δαιμονισμένους. Ο βασιλιάς, όμως, δεν άργησε να μάθει για τη δράση του αυτή και διέταξε τον αποκεφαλισμό του.
Κάποιοι Χριστιανοί, μετά το μαρτύριο του Δημητρίου, μπήκαν κρυφά στο παλαιό λουτρό για να πάρουν το σώμα του αγίου και να το θάψουν. Υστερα από αρκετά χρόνια, το 412, ενταφίασαν το λείψανό του στο σημείο όπου μαρτύρησε.
Πάνω από τον τάφο χτίστηκε ο ναός του Αγίου Δημητρίου από τον έπαρχο του Ιλλυρικού Λεόντιο. Σήμερα, ο Αγιος Δημήτριος είναι πολιούχος της Θεσσαλονίκης και η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 26 Οκτωβρίου. Στις βυζαντινές εικόνες αλλά και στη σύγχρονη αγιογραφία ο Αγιος Δημήτριος εμφανίζεται ως καβαλάρης σε κόκκινο άλογο (αντίθετα από τον Αγιο Γεώργιο, που είναι σε λευκό άλογο), να πατά τον Λυαίο.
Σύμφωνα με τα εγκώμια που έχουν γραφτεί από τους Γρηγόριο Παλαμά, Ευστάθιο Θεσσαλονίκης και Δημήτριο Χρυσολωρά, ο τάφος του αγίου μεταβλήθηκε σε βαθύ φρέαρ, όπου ανάβλυζε μύρο. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο Αγιος Δημήτριος είναι γνωστός με την προσωνυμία Μυρόβλυτος.
Ο Ναός του Αγίου Δημητρίου
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά κτίσματα της Θεσσαλονίκης. Οπως αναφέρεται και παραπάνω, ο αρχικός ναός χτίστηκε από τον έπαρχο Λεόντιο του Ιλλυρικού το 412-413 μ.Χ.
Ο ναός είναι κτισμένος ακριβώς πάνω από τον τάφο του αγίου, στο λουτρό όπου μαρτύρησε. Το 324 ο Χριστιανισμός ορίστηκε ως επίσημη θρησκεία και οι Θεσσαλονικείς οικοδόμησαν έναν τρίκλιτο ναό σε αυτό το σημείο.
Ο τάφος του Αγίου Δημητρίου ανάβλυζε μύρο και γρήγορα εξαπλώθηκε η φήμη του σε όλον το χριστιανικό κόσμο. Πολλοί ήταν οι πιστοί που κατέφθαναν στη Θεσσαλονίκη για να θεραπευτούν από διάφορες ασθένειες, όταν έμαθαν για τις ιαματικές ικανότητες του μύρου. Το 413 μ.Χ. ο τρίκλιτος ναός αντικαταστάθηκε με μια επιβλητική βασιλική και πάλι από τον Λεόντιο. Η εκκλησία μετά το 641 καταστράφηκε από μεγάλη φωτιά. Στη συνέχεια οικοδομήθηκε με κάποιες μικρές διαφορές, αλλά στην πορεία των χρόνων δεν γλίτωσε από τις λεηλασίες. Το 924 λεηλατήθηκε για πρώτη φορά από τους Σαρακήνους και το 1185 από τους Νορμανδούς.
Κατά τη τελευταία λεηλασία κάποιοι καλόγεροι μετέφεραν τα λείψανα του αγίου στην Ιταλία, με σκοπό να τα προφυλάξουν. Ο ναός ανακαινίστηκε και ανοικοδομήθηκε το 13ο αιώνα. Ομως, δεν άργησε να λεηλατηθεί ξανά, αυτήν τη φορά πιο βάναυσα, από τους Οθωμανούς, το 1430 κατά την άλωση της Θεσσαλονίκης. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ο ναός μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος, με το όνομα «κασιμιά τζαμί», και έμεινε σε αυτή τη κατάσταση μέχρι και την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Το 1917 ξέσπασε μεγάλη πυρκαγιά, η οποία κατέστρεψε τα δύο τρίτα της πόλης μαζί και τον ναό του Αγίου Δημητρίου.
Τελικά, ο ναός αναστηλώθηκε και παραδόθηκε στους πιστούς στις 26 Οκτωβρίου του 1949. Η σημερινή εκκλησία ανακαινίστηκε το 1958. Τα λείψανα του αγίου επέστρεψαν 20 χρόνια αργότερα από την Ιταλία το 1978.
Από το 1988 ο υπόγειος χώρος του ναού λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος με πολύ σημαντικά εκθέματα, όπως είναι η κρήνη αγιάσματος του μύρου, αρχιτεκτονικά γλυπτά (επίκρανα, θωράκια κ.ά. του 5ου αιώνα), θραύσματα κιβωρίου της Αγίας Τράπεζας (13ος αιώνας), θραύσματα διακόσμησης ταφικού μνημείου (14ος αιώνας), ψηφιδωτά και τοιχογραφίες του ναού.
Από το 1988 ο υπόγειος χώρος του ναού λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος με πολύ σημαντικά εκθέματα. Από όλα τα ψηφιδωτά εντύπωση προκαλεί ένα που απεικονίζει τον Αγιο Δημήτριο με δύο μικρά παιδιά.
 
ΑΓΙΟΙ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΙΟΣ
Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί ναοί αφιερωμένοι στους αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο. Ειδικότερα, στη γενέτειρά τους, Θεσσαλονίκη, υπάρχουν τρείς ναοί. Ο πρώτος ναός που αφιερώθηκε στους Θεσσαλονικείς αγίους βρίσκεται στη συνοικία Ξηροκρήνη της Θεσσαλονίκης και αποτελούσε τον παλαιό ναό του αγίου Νικολάου, ο οποίος, μετά την ανέγερση του νέου το 1970, αφιερώθηκε στη μνήμη τους. Επίσης στη Θεσσαλονίκη έχουν ανεγερθεί δυο ναοί, στη Νέα Παραλία και στον Εύοσμο.
Ενοριακοί ναοί των αγίων Κύριλλου και Μεθόδιου έχουν ανεγερθεί και στην υπόλοιπη Ελλάδα, όπως στην Ξάνθη, στον Λαγκαδά, στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας και στο Ολυμπιακό Χωριό στην Αθήνα. Αλλοι ναοί βρίσκονται στον Προμαχώνα Σερρών και τη Δοϊράνη Κιλκίς, ενώ παρεκκλήσια υπάρχουν στην κατακόμβη του Μητροπολιτικού Ναού Αγίας Τριάδος Πειραιά, αλλά και στις εγκαταστάσεις της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης στο Κολυμβάρι Χανίων.
Σε άλλες χώρες επίσης έχουν τιμηθεί με ανέγερση ναών στη μνήμη τους, όπως ο Καθεδρικός Ναός Μιχάλοβτσε της Σλοβακίας και ο μητροπολιτκός ναός του Πύργου στη Βουλγαρία. Ελληνορθόδοξες ενορίες των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου βρίσκονται στο KirchheimU. Teck Γερμανίας και στην Οστάνδη Βελγίου.
Η Εθνική βιβλιοθήκη της Βουλγαρίας στη Σόφια, το Πανεπιστήμιο Αγίων Κύριλλου και Μεθόδιου των Σκοπίων στην ΠΓΔΜ και το Πανεπιστήμιο των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου στο Βελίκο Τίρνοβο της Βουλγαρίας και εκείνο στην Tαρνάβα της Σλοβακίας, φέρουν το όνομα των δύο αγίων. Η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Πάλατσκι στο Ολομουτς Τσεχίας, φέρει το όνομα «Θεολογική Σχολή Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου».
Οι Αγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος είναι οι πολιούχοι της Αρχιεπισκοπής της Λιουμπλιάνας. Ο Καθεδρικός Ναός της Λιουμπλιάνας βρίσκεται στην Πλατεία Κυρίλλου και Μεθοδίου. Επίσης είναι πολιούχοι της Ανατολικής Καθολικής Μητρόπολης Κόσιτσε της Σλοβακίας και της Σλοβακικής Ανατολικής Καθολικής Μητρόπολης του Τορόντο.
Τα λείψανα του Αγίου Κυρίλλου είναι θαμμένα σε ένα ιερό παρεκκλήσι μέσα στη Βασιλική του Αγίου Κλήμεντος στη Ρώμη.
Η Βασιλική των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου στο Ντάνβιλ της Πενσυλβάνιας στις ΗΠΑ είναι η μοναδική Ρωμαιοκαθολική βασιλική στον κόσμο, αφιερωμένη στους Αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο.

ΟΣΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Πρότυπο αγνής και ταπεινής ψυχής μέσα στις νέες της Θεσσαλονίκης η Θεοδώρα, από πολύ μικρή έκανε ζωή αγία. Ο κόσμος με τις ποικίλες ηδονές του δεν την ενδιέφερε. Άνηκε ολόψυχα στο Χριστό. Είχε μεγάλο πόθο να βγει εντελώς έξω από το ρεύμα των κοσμικών θορύβων. Διότι ανήκε στην εκλεκτή μερίδα των ανθρώπων, για τους οποίους ο Χριστός είπε, «οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου» (Ιωάννου, ιζ’ 14). Δεν έχουν, δηλαδή, φρονήματα του κόσμου, που ζει μακριά από την αλήθεια, μέσα στην αμαρτία. Ο πόθος αυτός της Θεοδώρας την έφερε στη μοναχική ζωή, όπου με προσευχές, αγρυπνίες και μελέτη του θείου λόγου, σφυρηλατούσε ακόμη περισσότερο τον εαυτό της. Με τα χρήματα δε, από την πώληση των εργόχειρων της, χόρταινε τους πεινασμένους συνανθρώπους της. Αλλά και με τις αδελφές στο μοναστήρι, έζησε με ειρήνη, πραότητα και μακροθυμία. Έτσι, έμεινε ζωντανό υπόδειγμα και όταν ακόμα πέθανε. Μάλιστα, τόση μεγάλη εκτίμηση είχε από την ηγουμένη του μοναστηρίου, ώστε, όταν αυτή απεβίωσε, σύμφωνα με δική της επιθυμία την έθαψαν δίπλα στη Θεοδώρα. Η παράδοση αναφέρει ότι, όταν οι μοναχές άνοιξαν τον τάφο, βρήκαν το λείψανο της Θεοδώρας ακέραιο.
Πρέπει όμως να αναφέρουμε ένα ακόμη Συναξάρι, το οποίο παραθέτει ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης με βάση το Λαυριωτικό Κώδικα Ι 70 και το οποίο δεν εμφανίζει καμιά σύγκλιση με τα ανωτέρω. Η Αγία Θεοδώρα, σύμφωνα με αυτό το Συναξάρι, ήταν από τη νεανική της ηλικία πόρνη, αλλά μετά την παρέλευση αρκετών ετών μετανόησε. Διένειμε την περιουσία της στους φτωχούς και εισήλθε σε ένα βαθύ λάκκο αναμένοντας κάποια θεϊκή εντολή. Αφού διέμεινε εντός του ορύγματος επί πέντε έτη «προσκαρτεροῦσα ἐν νηστείᾳ καὶ προσευχὴ καὶ γυμνότητι σαρκὸς καὶ ταλαιπωρία», την γνωστοποιήθηκε με αγγελικό όραμα η συγχώρεση των αμαρτιών της. στην συνέχεια έχτισε ένα μικρό κελί, όπου εγκαταβίωσε για την υπόλοιπη ζωή της, ενώ μετά την κοίμησή της επιτέλεσε πλήθος θαυμάτων. Ίσως πρόκειται περί άλλης ομωνύμου εκ της αυτής πόλεως, περί της οποίας όμως οι Συναξαριστές σιωπούν.
Πρόσφατα, εν τούτοις, αποδείχθηκε ότι τα γλωσσικά δεδομένα του Συναξαρίου της 5ης Απριλίου συγκλίνουν με αυτά του Βίου και της Διηγήσεως για τη μετακομιδή του λειψάνου της Οσίας Θεοδώρας της Μυροβλύτιδος εξ Αιγίνης (τιμάται 3 Αυγούστου ή κατ’ άλλους 29 Αυγούστου). Επιπλέον , εντοπίσθηκαν και εσωτερικά στοιχεία του Συναξαρίου, που καταδεικνύουν τη νοηματική σχέση του με τα δύο κείμενα του Γρηγορίου κληρικού και την εξάρτησή του από αυτά, γεγονός που οδηγεί στην ανεπιφύλακτη ταύτιση της Οσίας Θεοδώρας του Συναξαρίου με την Οσιομυροβλύτιδα Θεοδώρα.
Ένα, επίσης, σοβαρό πρόβλημα που συνδέεται με την ταύτιση ή τον διαχωρισμό των δύο ομωνύμων Οσίων είναι το υμνογραφικό και συγκεκριμένα ο Κανόνας προς τιμήν της Οσίας Θεοδώρας, που αποδίδεται στη γραφίδα του Οσίου Ιωσήφ του Υμνογράφου. Ο Κανόνας αυτός, ο οποίος αντλεί από το Συναξάρι της 5ης Απριλίου, επιγράφεται σε ένα μεγάλο υμνογράφο της Εκκλησίας, ο οποίος διέμεινε και στη Θεσσαλονίκη και συνέγραψε Κανόνες προς τιμήν αρκετών Θεσσαλονικέων Αγίων, αλλά κοιμήθηκε σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη το έτος 886 μ.Χ., δηλαδή έξι χρόνια πριν από την κοίμηση της Οσίας Θεοδώρας της Μυροβλύτιδος. Η μοναδική απάντηση που μπορεί να δοθεί στο σοβαρό αυτό πρόβλημα, το οποίο παραμένει ανοικτό, είναι η απόδοση του Κανόνος σε κάποιο μαθητή του, πιθανότατα τον Θεοφάνη τον Σικελό, πολλοί Κανόνες του οποίου, όπως έχει διαπιστωθεί από την έρευνα, φέρουν στην ακροστιχίδα τους το όνομα του Ιωσήφ.

ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ
Ο Άγιος Φιλόθεος υπήρξε περίφημος λόγιος κληρικός και υπέρμαχος της ησυχαστικής διδασκαλίας του Γρηγορίου Παλαμά. Καταγόταν από αξιόλογη οικογένεια της Θεσσαλονίκης, ασπάστηκε τον μοναχικό βίο και χρημάτισε ηγούμενος της Μονής της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος κατά την περίοδο των ησυχαστικών ερίδων. Υπέγραψε τον Αγιορείτικο Τόμο για την υπεράσπιση της ησυχαστικής άσκησης (1339 μ.Χ.) και έγραψε δύο σημαντικούς θεολογικούς λόγους εναντίον του Γρηγορίου Ακίνδυνου.
Το 1347 μ.Χ. εξελέγη μητροπολίτης Ηράκλειας της Θράκης και έλαβε μέρος στην μεγάλη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (1351 μ.Χ.), η οποία διακήρυξε την ορθόδοξη διδασκαλία του Γρηγορίου Παλαμά με τον περίφημο «Τόμο».
Μετά την απομάκρυνση από τον θρόνο του πατριάρχη Καλλίστου Α’ εξελέγη πατριάρχης (1353 μ.Χ.), αλλά μετά την αποκατάσταση του Καλλίστου, απομακρύνθηκε από τον θρόνο (1354 μ.Χ.), στον όποιο επανήλθε το 1364 μ.Χ.
Κατά την δεύτερη πατριαρχία του υποστήριξε την θεολογία των ησυχαστών και αποδοκίμασε την προσπάθεια των αδελφών Δημητρίου και Προχόρου Κυδώνη να εισαγάγουν στο Βυζάντιο την σχολαστική θεολογία του Θωμά Ακινάτη. Στην σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (1368 μ.Χ.) αφορίστηκε ο Πρόχορος Κυδώνης και ανανεώθηκε το κύρος του Τόμου της συνόδου του 1351 μ.Χ. Άσκησε με μεγάλη σύνεση τα πατριαρχικά του καθήκοντα και έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την οργάνωση των Εκκλησιών Ρωσίας, Σερβίας, Βλαχίας, Βουλγαρίας κ.ά., στις οποίες διαδόθηκε η ησυχαστική θεολογία και πνευματικότητα. Στις σχέσεις του με τον παπικό θρόνο υποστήριξε την ανάγκη σύγκλησης Οικουμενικής συνόδου για την αντιμετώπιση των διαφορών.
Έγραψε θεολογικές πραγματείες και λόγους για την υποστήριξη του Ησυχασμού, όπως επίσης βίους και ακολουθίες αγίων.

ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΘΕ/ΝΙΚΗΣ
Ο Άγιος Συμεών έζησε τον 15ο αιώνα μ.Χ. και για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία. Πρέπει να ήταν Ιερομόναχος και Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης πρέπει να έγινε μετά το 1410 μ. Χ. Έκτος από το σπουδαίο ποιμαντικό του έργο, ανέπτυξε και πλούσια συγγραφική εργασία. Έγραψε επιστολές, ερμηνείες, εγκώμια, διάλογους και υμνογραφικά κείμενα. Πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1429 μ.Χ. και αγιοκατατάχθηκε στις 14 Απριλίου 1981 μ.Χ.

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ
Ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1322 μ.Χ. και ήταν ανεψιός του Νείλου Καβάσιλα, ο οποίος χρημάτισε Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Το πατρικό του επώνυμο ήταν Χαμαετός, κράτησε όμως το μητρικό επώνυμο Καβάσιλας προφανώς λόγω της ισχυρής παρουσίας του Θείου του. Έκανε λαμπρές σπουδές ρητορικής, Θεολογίας, φιλοσοφίας και φυσικών επιστημών στη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Για ένα διάστημα διετέλεσε σύμβουλος του Κατακουζινού ο οποίος στα τελευταία χρόνια της ζωής του, εκάρη μοναχός και διέμενε στην περιώνυμη Μονή των Μαγγάνων.
Ο Άγιος ασπάσθηκε τις απόψεις και ιδέες του Γρηγορίου Παλαμά για τον ανατολικό μυστικισμό και το ησυχαστικό πνεύμα. Υπήρξε πολυγραφότατος και πληθωρικός συγγραφέας αξιολογότατων Θεολογικών, ερμηνευτικών, λειτουργικών, ασκητικών και διδακτικών έργων, ως και περίφημων πανηγυρικών λόγων, επιστολών, επιγραμμάτων και κειμένων πολιτικού και κοινωνικού περιεχομένου.
Μετά από πολλές περιπέτειες για τις απόψεις του περί ορθοδόξου μοναχισμού και δη κατά των Βαρλαάμ και Ακινδύνου, εκοιμήθη ειρηνικά λίγο μετά το 1391 μ.Χ.. Η Αγιοκατάταξη του έγινε στις 19 Ιουλίου του 1983 μ.Χ.

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΚΑΛΛΙΔΗΣ

Μπαίνοντας στον κυρίως ναό, αριστερά, βρίσκεται η λάρνακα με τα ιερά λείψανα του αγίου Γρηγορίου Καλλίδη, αρχιεπισκόπου Ηρακλείας και Ραιδεστού.
Ο Άγιος Γρηγόριος (οΚαλλίδης) γεννήθηκε στις 24 Ιανουαρίου του 1844 από ευλαβείς γονείς, τον Ιωάννη και την Ευφροσύνη, στο Κούμβαο της επαρχίας Ηρακλείας της Ανατολικής Θράκης. Από μικρός έδειξε κλίση προς την ιερωσύνη και έτσι προσλήφθηκε στην υπηρεσία του Μητροπολίτου Σηλυβρίας και μετά Σερρών Μελετίου Θεοφιλίδη του Θεσσαλονικέως, από τον οποίο έλαβε τον πρώτο βαθμό της ιερωσύνης στις 26 Φεβρουαρίου του 1862. Μαθήτευσε με επιμέλεια στα λαμπρά εκπαιδευτήρια των Σερρών με Διευθυντή τον Ι. Πανταζίδη, τον μετέπειτα καθηγητή Πανεπιστημίου, και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Ριζάρειο Σχολή και στη Θεολογική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στην Αθήνα ο Μητροπολίτης Θεόφιλος Βλαχοπαπαδόπουλος (1862-1873) τον προεχείρισε σε Αρχιδιάκονό του εκτιμώντας την προσωπικότητα και τα σπάνια προσόντα του. Έτσι έλαβε μέρος στη δοξολογία για την άφιξη της νύμφης τότε βασίλισσας Όλγας και αργότερα στη βάπτιση του διαδόχου Κωνσταντίνου.
Κατά το έτος 1873 βρίσκουμε τον Γρηγόριο Σχολάρχη στη Ραιδεστό, το 1874 πρωτοσύγκελλο του Μητροπολίτου Ηρακλείας Παναρέτου και ιεροκήρυκα, μέχρι να λάβει τον τρίτο βαθμό της ιερωσύνης, ονομαζόμενος επίσκοπος Ναζιανζού στις 24 Μαρτίου του έτους 1875. Ως βοηθός επίσκοπος του Μητροπολίτου Ηρακλείας με πολλή σύνεση μαζί με τους προκρίτους διαφύλαξε την πόλη της Ραιδεστού από την επιδρομή των 45 χιλιάδων Κιρκασίων κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, μέχρι να υποδεχθεί τους Ρώσους.
Στους χρόνους της βουλγαρικής εξαρχείας απεστάλη από το Πατριαρχείο στην Ανδριανούπολη ως έξαρχος μετά τις εκεί βιαιότητες κατά του Μητροπολίτου Διονυσίου του Ε’, του μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχου (1887-1891), για να τον αντιπροσωπεύσει μια και αυτός θα απουσίαζε νοσηλευόμενος στην Κωνσταντινούπολη.
Μετά από τρίμηνη παραμονή στην Ανδριανούπολη εξελέγη στις 12 Μαΐου του 1879 Μητροπολίτης Τραπεζούντος από τον Πατριάρχη Ιωακείμ το Γ’ τον Μεγαλοπρεπή κατά την πρώτη πατριαρχεία του.
Την επαρχία της Τραπεζούντος ο Γρηγόριος Καλλίδης  εποίμανε για πέντε χρόνια και αναδείχθηκε άξιος διάδοχος των αειμνήστων προκατόχων του, που λάμπρυναν τον μητροπολιτικό αυτό θρόνο των Κομνηνών και της Τραπεζούντος. Από την ημέρα της ενθρονίσεώς του επιμελήθηκε του έργου της περιφρουρήσεως του ποιμνίου του από τις επιθέσεις των περιοίκων μεταναστών Τούρκων.Ομοίως μερίμνησε και περί της ελαττώσεως της βαριάς φορολογίας των χριστιανών. Αποκατέστησε την ειρήνη και την ομόνοια μεταξύ του ποιμνίου του και ανασυνέταξε τους κοινοτικούς κανονισμούς της ορθόδοξης κοινότητας των Ρωμηών. Με τη βοήθεια των μεγάλων ευεργετών Θεοφυλάκτου και Φωκίωνος Κιούση δημιούργησε προσοδοφόρα κτήματα από τα έσοδα των οποίων να καλύπτεται ο προϋπολογισμός των σχολείων. Γι’ αυτή μάλιστα την ενέργειά του τον συνεχάρη το Πατριαρχείο με προσωπική επιστολή στις 13 Ιουνίου 1880.
Επί της αρχιερατείας του στην Τραπεζούντα το 1879 η Μεγάλη Εκκλησία, αφού απέσπασε τις εξαρχίες των τριών Σταυροπηγιακών Μονών Σουμελά, Βαζελώνος και Περιστερεώτα, τις υπήγαγε στην άμεση διοίκηση της μητροπόλεως Τραπεζούντος, με την ελπίδα της καλύτερης συγκροτήσεως και προκοπής των χριστιανών.Εις τον Τραπεζούντος Γρηγόριον Καλλίδην ανετέθη από τη Μεγάλη Εκκλησία με συνοδικό γράμμα στις 22 Οκτωβρίου 1879 από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ και το καθήκον της εποπτείας των τριών αυτών Σταυροπηγιακών Μονών, οπότε και ανέλαβε την υποχρέωση να τις επισκέπτεται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Από τον Απρίλιο όμως του 1886 η εποπτεία των χριστιανών της περιοχής περιήλθε και πάλι στην Ιερά Μονή Σουμελά.
Τον Τραπεζούντος Γρηγόριο Καλλίδη, ο οποίος εξελέγη στον θρόνο της αγιωτάτης Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, διαδέχθηκε στις 29.12.1884 ο από Φιλιππουπόλεως μετατεθείς Γρηγόριος ο Γ’ ο Λέσβιος.Η ενθρόνιση του Μητροπολίτου Γρηγορίου στη Θεσσαλονίκη έγινε στις 20 Μαρτίου του 1885 μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού.
Κατά την περίοδο της αρχιερατείας του Γρηγορίου Καλλίδη βρισκόταν σε κορύφωση το κοινοτικό ζήτημα της Θεσσαλονίκης, με έντονες διενέξεις που είχαν να κάνουν με την εκλογή των τοπικών αρχόντων της πόλης. Εκείνη την εποχή άρχισαν να αποδυναμώνονται οι εύποροι συντεχνίτες που διεκδικούσαν μια αδιαφιλονίκητη εκλογή στη δημογεροντία και την αντιπροσωπεία της κοινότητας. Τα ισχυρά μέλη των κοινοτικών οργάνων της περιοχής ήταν έμποροι, δικηγόροι και γιατροί. Οι ηγέτες του συντεχνιακού κόσμου ζητούσαν επίμονα να αλλάξουν τους όρους του εκλογικού παιχνιδιού, που πια δεν τους ευνοούσε. Ξέσπασαν έτσι οι γνωστές διαμάχες της δεκαετίας του 1880 που κατέληξαν στη μετάθεση του Μητροπολίτου Γρηγορίου Καλλίδη. Ωστόσο οι κοινοτικές διενέξεις που είχαν ξεκινήσει πολύ πριν την περίοδο της αρχιερατείας του Γρηγορίου, αλλά διήρκεσαν και αρκετά μετά, έγιναν αιτία να μετατεθούν ακόμη δύο Μητροπολίτες ο Καλλίνικος Φωτιάδης (1878-1883) και ο Αθανάσιος Μεγακλής (1893-1900).
Ως Μητροπολίτης Ιωαννίνων κλήθηκε αριστίνδην συνοδικό μέλος και έρχεται πάλι στην Κωνσταντινούπολη το 1892. Στη θέση του αφήνει τον Πρωτοσύγκελλό του Πανάρετο, που στη συνέχεια εκλέγεται διαδοχικά επίσκοπος Ναζιανζού και χωρεπίσκοπος Ταταούλων.
Στη Βασιλεύουσα Πόλη ο Γρηγόριος διετέλεσε πρόεδρος της διευθύνουσας επιτροπής του πατριαρχικού τυπογραφείου, πρόεδρος της επιτροπής διαχείρισης των μοναστηριακών κτημάτων και μέλος της εφορίας της Ιεράς Θεολογικής Σχολής. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη υπήρξε η δράση του ως προέδρου του εκκλησιαστικού δικαστηρίου των Πατριαρχείων. Στα Ιωάννινα επέστρεψε και πάλι τον Μάιο του 1894.
Κατά τον πόλεμο του 1897 μαζί με τους γενικούς προξένους προφύλαξε την πόλη των Ιωαννίνων από τους Τούρκους, οπότε και τιμήθηκε παρά του Αντιβασιλεύοντος Διαδόχου Κωνσταντίνου με το παράσημο των Ανωτέρων Ταξιαρχών του Σωτήρος Χριστού, λαμβάνοντας συγχρόνως από τον Αυτοκράτορα της Ρωσίας τον μεγαλόσταυρο της Αγίας Άννης και από τον ηγεμόνα του Μαυροβουνίου το μεγαλόσταυρο Δανιήλου. Ας σημειωθεί εδώ και η αναγνώριση της αξίας του Ιεράρχου και από την Τουρκική πλευρά ενωρίτερα, όταν τιμήθηκε από τον Σουλτάνο τον Νοέμβριο του 1885 με το επίσημο παράσημο Οσμανιέ Β’ τάξεως. Διετέλεσε συνοδικός επί των Πατριαρχών Νεοφύτου του Η’, Κωνσταντίνου Ε’ και Ιωακείμ του Γ’ και έγινε πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου, οπότε και έλαβε τον σερβικό μεγαλόσταυρο του Αγίου Σάββα.
Στις 22 Μαΐου του έτους 1902 ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ προεβίβασε τον Γρηγόριο στη γεροντική Μητρόπολη Ηρακλείας και Ραιδεστού στη θέση του Ιερωνύμου για να εκλεγεί στα Ιωάννινα ο Νικαίας Σωφρόνιος. Οι άλλοι συνυποψήφιοι για την Μητρόπολη Ηρακλείας ήταν ο Αμασείας Άνθιμος και ο Βεροίας Κωνσταντίνος. Ο πρώην Ηρακλείας Ιερώνυμος κατεστάθη και πάλιν Μητροπολίτης Νικαίας.Στη διοίκηση της επαρχίας του εκτός των περιοχών Ραιδεστού και Χαριουπόλεως διόρισε επισκόπους τον επίσκοπο Ναζιανζού Γερμανό στα τμήματα Ηρακλείας και Τυρολόης και τον επίσκοπο Χαριουπόλεως Φιλόθεο στα τμήματα Κεσσάνης, Μαλγάρων και Μακράς Γέφυρας.
Η Εκκλησία της Ηρακλείας που ιδρύθηκε από τον πρωτόκλητο Απόστολο Ανδρέα υπήρξε η πρωτεύουσα Μητρόπολη στη Θράκη και σ’ αυτήν υπαγόταν και η επισκοπή Βυζαντίου, η μετέπειτα Κωνσταντινούπολη. Στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451 η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης ανυψώθηκε σε Νέα Ρώμη. Ο Μητροπολίτης Ηρακλείας όμως διατηρούσε το δικαίωμα να εγχειρίζει στον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη την πατριαρχική ράβδο.
Στα πρώτα χρόνια της αρχιερατείας του στην Μητρόπολη Ηρακλείας ανεκόμισε και παρέδωσε σε Ουγγρική αντιπροσωπεία τα οστά του πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας Φραγκίσκου του Β’, του Ρακότση και άλλων Ούγγρων εξορίστων κατά τις αρχές του ΙΗ’ αιώνος μετά την ειρήνη του Κάρλοβιτς, που ήταν θαμμένα στον περίβολο του ναού της Παναγίας της Ρευματοκράτειρας. Τότε τιμήθηκε από την Αυστριακή Κυβέρνηση με τον μεγαλόσταυρο του Φραγκίσκου Ιωσήφ.
Στην πενταετία 1902-1907 ο Μητροπολίτης Ηρακλείας Γρηγόριος με τη βοήθεια Ελλήνων διπλωματών κατάφερε να προφυλάξει την επαρχία του από τον κίνδυνο της Ουνίας, η οποία από τα μέσα του 19ου αι. είχε κάνει την εμφάνισή της στην περιοχή, όπως κι από τη δράση τω Βουλγάρων εξαρχικών.
Στη Ραιδεστό κατέθεσε τον θεμέλιο λίθο του κτιρίου του Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου το 1873, του κεντρικού παρθεναγωγείου «τα Θεοδωρίδεια», του κεντρικού Αρρεναγωγείου «Γεωργιάδειον», του Νηπιαγωγείου Κουρνάλειος «Γεωργιάδειον» και της μεγάλης αποθήκης στην αποβάθρα της πόλης.

 
Αγόρασε και επισκεύασε την οικία Γιάγκου και τη δώρισε ως Μητροπολιτικό μέγαρο στην κοινότητα Ραιδεστού, υπό τον όρο να δίνει ο εκάστοτε Μητροπολίτης στο σχολικό ταμείο 35 χρυσές λίρες κάθε χρόνο. Γι’ αυτό η ελληνική κοινότητα της Ραιδεστού είχε αναγράψει το όνομά του στον επίσημο κώδικά της και τον ανεκήρυξε Μεγάλο Ευεργέτη της.Επίσης ο Μητροπολίτης Γρηγόριος κατέθεσε χρήματα στην Εθνική Τράπεζα προς συντήρηση του δασκάλου της πατρίδας του Κουμβάου, η οποία ονόμασε της δημοτική σχολή της «Καλλίδειον». Στη Ραιδεστό μετά από πολυώδυνο και μαρτυρικό βίο είδε απελαυνομένους τους περισσότερους χριστιανούς της Θράκης.
Συνεργάστηκε με τους ομογενείς Αρμένιους, Τούρκους και Ιουδαίους, για να μη δεινοπαθήσει η Ραιδεστός και αξιώθηκε να υποδεχθεί στις 7 Ιουλίου του 1920 τον Ελευθερωτή Ελληνικό Στρατό της μεραρχίας της Σμύρνης και την επόμενη μέρα τον νεαρό βασιλιά Αλέξανδρο. Διετέλεσε πρώτο μέλος της θρακικής επιτροπής Ορθοδόξων, Μουσουλμάνων, Αρμενίων και Ιουδαίων, η οποία υπέβαλε την ευγνωμοσύνη της στον βασιλιά Αλέξανδρο και στην Κυβέρνηση Βενιζέλου και έλαβε μέρος στον εορτασμό των Εθνικών Επινικείων.
Μετέβη για δεύτερη φορά στην Αθήνα μετά τον θάνατο του βασιλιά Αλέξανδρου με τους πνευματικούς Αρχηγούς και Αντιπροσώπους των κοινοτήτων της Θράκης για την υποδοχή του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Περιήλθε τη Θεσσαλία κα την Μακεδονία παροτρύνοντας και ενθαρρύνοντας την επάνοδο των εκεί προσφύγων Θρακών στις πατρίδες τους, σε συνεννόηση με τον υπουργό περιθάλψεως. Πήρε μέρος στη Σύνοδο Ιεραρχών Παλαιών και Νέων Χωρών το 1921, στην οποία προήδρευσε έχοντας τα πρεσβεία έναντι όλων των Συνέδρων.
Τέλος, παρά την προχωρημένη ηλικία του, συνέχισε εργαζόμενος ακούραστα στη θρακική έπαλξη για την πνευματική κατάρτιση του ποιμνίου του συναπολαμβάνοντας με αυτό τη δωρηθείσα ελευθερία της Θράκης.
Τις δόξες όμως αυτές και τις τιμές ήλθε να αφανίσει η μαύρη συμφορά, ο χαλασμός του 1922, που ξερίζωσε τον προαιώνιον ελληνισμόν της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης από τις πατρογονικές εστίες. Έτσι ο Μητροπολίτης Γρηγόριος με την προσφυγική ράβδο σαν άλλος Μωυσής, μεγαλόψυχος παρήγορος του εκτοπιζομένου ποιμνίου του, τους οδήγησε με ασφάλεια στην Ελλάδα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη Θεσσαλονίκη σχολάζων, χωρίς να θελήσει να αναλάβει νέα Μητρόπολη.
Στις 12 Απριλίου (Κυριακή των Βαΐων) του 1925 ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος Αλεξιάδης και η κοινότητα της Θεσσαλονίκης τίμησαν τον Μητροπολίτην Γρηγόριο με αφορμή τη συμπλήρωση πενήντα ετών θεοφιλούς κα εθνωφελούς αρχιερατείας. Μετά από πανηγυρική Θεία Λειτουργία ακολούθησε αυτή η σεμνή τελετή στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντίνου, Μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, εκπροσώπων του Αγίου Όρους και του ελληνικού κράτους στρατιωτικών και τοπικών αρχόντων.
Το περιοδικό «Γρηγόριος ο Παλαμάς» αφιέρωσε τον θ’ τόμο του (1925) στον Μητροπολίτη Γρηγόριο Καλλίδη με αφορμή τη συμπλήρωση του Ιωβηλαίου της αρχιερατείας του.
Ο Μητροπολίτης Γρηγόριος, Αρχιεπίσκοπος Ηρακλείας και Ραιδεστού, μετά από σύντομη ασθένεια, άφησε την τελευταία του πνοή τα μεσάνυχτα της Πέμπτης 23 Ιουλίου του 1925. Η εξόδιος ακολουθία του έγινε με περισσή μεγαλοπρέπεια από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο, τον Καμπανίας Διόδωρο, τον Απολλωνιάδος Ιωακείμ και τον Κασσανδρείας Ειρηναίο στον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης. Παρέστησαν επίσης οι Μητροπολίτες Σερρών Κωνσταντίνος και Σιδηροκάστρου Νεόφυτος, ο Αρμένιος επίσκοπος, εκπρόσωπος της Αρχιρραβινείας, πλήθος επισήμων και ο πιστός του Θεού λαός. Η σορός του με πομπή κατέληξε στο νεκροταφείο της Ευαγγελιστρίας, όπου κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.
Στις 20 Οκτωβρίου 1979 ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κυρός Παντελεήμων ο Β’ έκανε την ανακομιδή των ιερών λειψάνων του, τα οποία βρέθηκαν να ευωδιάζουν και να επιτελούν από τότε πλήθος θαυμάτων.
Μετά από ενέργειες του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κυρού Παντελεήμονος του Β’ στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο έγινε με πατριαρχική και συνοδική πράξη στις 22 Μαΐου 2003 η επίσημη κατάταξη του Αγίου Γρηγορίου στο αγιολόγιο της κατά Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας και ορίσθηκε ημέρα μνήμης του η 25η Ιουλίου (ημέρα κοιμήσεώς του) και η 20η Οκτωβρίου (επέτειος της ανακομιδής του) ως δεύτερη εορτή του.
Την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη εκόμισε ο ίδιος ο Οικουμενκός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος ο Α’ με πατριαρχική συνοδεία, ο οποίος προέστη και στην ακολουθία – δοξολογία της κατατάξεως του Αγίου Γρηγορίου στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μας, στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου στις 29 Μαΐου 2003.
 
ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ
Μοναδική πηγή που διασώζει το Μαρτύριο και την ακολουθία του Οσιομάρτυρος Κυρίλλου είναι το αθωνικό χειρόγραφο 347 της μονής Διονυσίου. Πρόκειται για ένα κείμενο γραμμένο σε λόγια γλώσσα και κατά πάσα πιθανότητα αυτόγραφο έργο του ανωνύμου συντάκτη του Μαρτυρίου, χρονολογούμενο μεταξύ του τέλους του 17ου και των αρχών του 18ου μ.Χ. αιώνος.
Σύμφωνα με το Μαρτύριό του ο Κύριλλος , το κοσμικό όνομα του οποίου ήταν Κυριακός, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το έτος 1544 μ.Χ., κατά την περίοδο της βασιλείας του σουλτάνου Σουλεϊμάν. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πέιος, καταγόταν από την επαρχία Πελαγονίας και διέμενε με την οικογένεια του στην περιοχή της ακροπόλεως της Θεσσαλονίκης.
Σε ηλικία δέκα ετών ο Κυριακός έμεινε ορφανός, με αποτέλεσμα να αναλάβουν την κηδεμονία του δύο θειοι του, συγγενείς της μητέρας του, εκ των οποίων ο ένας ήταν μωαμεθανός. Τελικά ο μωαμεθανός θειος του, ανέλαβε αποκλειστικά την κηδεμονία του και τον έστειλε σε κάποιον επίσης μωαμεθανό βυρσοδέψη για να μάθει κοντά του να εξασκεί αυτό το επάγγελμα.
Ωστόσο ο Κυριακός, ακλουθώντας τις συμβουλές του άλλου θείου του, ο οποίος ήταν ευσεβής χριστιανός, αποφάσισε να εγκαταλείψει κρυφά το μωαμεθανό κηδεμόνα του και να ακολουθήσει κάποιους αγιορείτες μοναχούς, που κατά αγαθή συγκυρία βρίσκονταν εκείνη την εποχή στη Θεσσαλονίκη. Σε ηλικία 14 ετών ο Κυριακός έφθασε στο Άγιο Όρος και εκάρη μοναχός στη μονή Χελανδαρίου, λαμβάνοντας το μοναχικό όνομα Κύριλλος.
Ο Κύριλλος, επειδή ήταν μικρός στην ηλικία και δεν επιτρεπόταν η διαμονή του στη Μονή, ασκήτευσε επί οκτώ έτη σε κάποιο χελανδαρινό μετόχι και σε ηλικία 22 ετών ταξίδεψε μαζί με άλλους δύο χελανδαρινούς μοναχούς στη Θεσσαλονίκη, όπου συνάντησε το χριστιανό θειο του. Κατερχόμενος από την περιοχή της Ακροπόλεως προς το λιμάνι της Θεσσαλονίκης μαζί με τον εξάδελφό του – γιο του χριστιανού θείου του -, συνάντησε τυχαία το μωαμεθανό κηδεμόνα του, ο οποίος παρά την παρέλευση πολλών ετών, αναγνώρισε τον Κύριλλο. Φώναξε αμέσως και άλλους μουσουλμάνους για να συλλάβουν τον Κύριλλο με την κατηγορία ότι, ενώ πριν είχε ασπαστεί το μωαμεθανισμό, στη συνέχεια τον αρνήθηκε και εξόμωσε.
Ο Κύριλλος οδηγήθηκε αμέσως στον Τούρκο δικαστή της Θεσσαλονίκης, ο οποίος επιχείρησε να τον πείσει να εγκαταλείψει τη χριστιανική πίστη και να ασπαστεί το μωαμεθανισμό. Όταν διαπίστωσε πως η προσπάθειά του δεν επέφερε κανένα αποτέλεσμα, διέταξε να τον οδηγήσουν στη φυλακή σκοπεύοντας να εκφέρει την απόφαση του την επόμενη μέρα.
Την άλλη ημέρα ο Κύριλλος οδηγήθηκε και πάλι στο δικαστή, ο οποίος προσπάθησε για δεύτερη φορά να τον μεταπείσει με υποσχέσεις η με απειλές, αλλά όταν διαπίστωσε ότι η προσπάθειά του ήταν μάταιη, τον καταδίκασε σε θάνατο δια πυρός. Ο Κύριλλος οδηγήθηκε από το εξαγριωμένο πλήθος των φανατισμένων τούρκων και των δημίων του στον τόπο της καταδίκης του, στο παλαιό βυζαντινό Ιπποδρόμιο της πόλεως, κοντά στο ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ο οποίος μνημονεύεται στο συναξάριο της Ακολουθίας του Οσιομάρτυρος Κυρίλλου για πρώτη φορά.
Ο Τούρκος ύπαρχος επιχείρησε για τελευταία φορά, όπως συνηθιζόταν, να μεταπείσει τον Κύριλλο, προσφέροντάς του υλικές ανέσεις και απολαύσεις, αλλά ο Κύριλλος της αρνήθηκε, λέγοντας πως για αυτόν μοναδικός πλούτος ήταν ο Χριστός. Κατόπιν τούτων ο έπαρχος έδωσε εντολή στους δημίους να ρίψουν τον Κύριλλο στην πυρά, η οποία αποτέφρωσε το σώμα του στις 6 Ιουλίου του 1566 μ.Χ.
Ιδιαίτερα αξιόλογη είναι η τελευταία πληροφορία που παρέχει το συναξάριο του Οσιομάρτυρος Κυρίλλου:
«Επεί γαρ ήμελλε τη φλογί δαπανηθήναι το σύνολον, κυνών οστά τεθνηκότων εγείραντες, έστι δε και ους θνησιμαίους, τη πυρά εναπέρριψαν ένθεν τοι το μεν του μάρτυρος σώμα τω πυρί καταναλωθέν, ωσεί σποδός εγένετο…».
Τη μαρτυρία αυτή επιβεβαίωσε η ανακάλυψη μίας πήλινης λάρνακας, η οποία περιείχε υπολείμματα οστών και υφάσματος αναμειγμένα με τέφρα, και βρέθηκε στα θεμέλια του παλαιού ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης της Πλατείας Ιπποδρομίου το 1972 μ.Χ., μετά την κατεδάφισή του για την ανέγερση του νέου ναού στη θέση του. Ο συνδυασμός του σημαντικού αυτού ευρήματος με τη μαρτυρία του Συναξαρίου, συγκλίνει καθοριστικά στην απόδοσή του στον Οσιομάρτυρα Κύριλλο το Θεσσαλονικέα.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΛΟΚΤΕΝΗΣ

Κατά τον μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας «δια να μάθη τις τον βίον ανθρώπου παλαιοτέρας εποχής, πρέπει να γνωρίσει την κοινωνικήν και πολιτικήν κατάστασιν των χρόνων εκείνων, να γνωρίζη τον τρόπον της ζωής των τότε ανθρώπων, την χώραν, εις την οποίαν εκείνος έζησε, και επί τούτων στηριζόμενος ως επί ασφαλών θεμελίων να μελετήση και περιγράψη τον βίον του προσώπου».
Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τη ζωή και τη δράση του Αγίου Ιωάννη Καλοκτένη. Η εποχή στην οποία έζησε ο Άγιος (12ος αιώνας μ.Χ.) χαρακτηρίζεται από σοβαρά ιστορικά γεγονότα και κοινωνικές ανακατατάξεις όχι μόνο στην περιοχή της Βοιωτίας, αλλά και σε ολόκληρη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από τα βόρεια σύνορά της μέχρι τα ακρότατα, τα νοτιότατα σύνορα. Η Αυτοκρατορία επί βασιλείας Μανουήλ Α’ του Κομνηνού απειλείται από παντού από εχθρούς οι οποίοι οραματίζονται τον πλούτο του κράτους. Οι Νορμανδοί με τον βασιλιά τους Ρογήρο κατέρχονταν προς τα νότια και απειλούσαν τις ακραίες περιοχές του Βυζαντίου. Οι πρώτοι Σταυροφόροι εγκαθιδρυμένοι από πολλά χρόνια στην περιοχή των Ιεροσολύμων απειλούνταν από τους Σαρακηνούς και ζητούσαν βοήθεια από τη Δύση την οποία και έδωσαν οι βασιλείς της Γαλλίας Λουδοβίκος Ζ’ και της Γερμανίας Κονράδος Γ’. Ταυτόχρονα οι Νορμανδοί εισβάλλουν στην Ελλάδα, καταλαμβάνουν την Κέρκυρα, περιπλέουν την Πελοπόννησο, λεηλατούν την Αιτωλοακαρνανία, εισπλέουν στον Κορινθιακό και μέσω της Κρίσας (σημερινό Χρυσό) επιτίθενται εναντίον των Θηβών.
Η Θήβα την εποχή εκείνη είχε μεγάλη ακμή. Ήταν σπουδαίο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο. Φημισμένα ήταν τα μεταξουργεία των Θηβών. Η πόλη κατείχε τα πρωτεία στη Στερεά Ελλάδα και ήταν πρωτεύουσά της. Εκεί είχε την έδρα του ο μητροπολίτης Θηβών ο οποίος έφερε τον τίτλο: « Έξαρχος πάσης Βοιωτίας».
Στην πόλη αυτή επέδραμαν οι Νορμανδοί, την βρήκαν ανυπεράσπιστη, επειδή τα βασιλικά στρατεύματα φρόντιζαν την Κωνσταντινούπολη και την κατέλαβαν. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του γνωστού μας ιστορικού Παπαρηγόπουλου: «Χρυσός, άργυρος, πολύτιμοι λίθοι, τα πάντα απήχθησαν, εμπορικαί αποθήκαι, ιδιωτικαί οικίαι, ιεροί ναοί, τα πάντα εγυμνώθησαν και έπειτα πάντες οι πολίται ηναγκάσθηκαν να ομόσωσιν ότι ουδέν απέκρυψαν των πολύτιμων πραγμάτων, και ουδέ τούτο ήρκεσεν, αλλά πολλοί ηχμαλωτεύθησαν και άντρες και γυναίκες, και μάλιστα όσοι εφημίζοντο ως επιδέξιοι μεταξουργοί». Την ίδια εποχή λεηλατήθηκαν η Εύβοια, η Κόρινθος και Αθήνα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε στα μέσα του 12ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη από γονείς ευγενείς (τον Κωνσταντίνο Καλοκτένη και τη σύζυγό του Μαρία) ο Ιωάννης. Παιδί προσευχής (μιας και οι γονείς του ήταν για χρόνια άτεκνοι) ο Ιωάννης αφιερώθηκε από τη σύλληψή του ακόμα, από τους γονείς του στην Εκκλησία. Ανατράφηκε με επιμέλεια από τη μητέρα του η οποία φρόντισε να λάβει ο Ιωάννης την απαιτούμενη μόρφωση. «Από μαθήσεως εις μάθησιν προβαίνων ο Άγιος, χάρις εις την μεγάλην αυτού επιμέλειαν και ευφυϊαν, εγένετο πρότυπο αληθούς μαθητού».
Δωδεκαετή τον παρέδωσε ο πατέρας του στον Μέγα Δομέστικο της Βυζαντινής αυλής, στον αρχηγό των στρατιωτικών, προκειμένου να τον εκπαιδεύσει στα στρατιωτικά. Όμως η κλίση του προς ην Εκκλησία παρά προς τον στρατό, η επίδραση της μητέρας του, αλλά και η ευχή που είχαν κάνει οι γονείς του, υποχρέωσαν τον Μέγα Δομέστικο να τον κατατάξει στην τάξη των ιερομόναχων.
 Έκτοτε ο Ιωάννης άρχισε να προετοιμάζεται με περισσότερη δραστηριότητα για το υψηλό αξίωμα. Από πολύ μικρή ηλικία έδειξε την κλίση του στα γράμματα. Σπούδασε «τα ιερά γράμματα», ρητορική, φιλοσοφία άλλες «θύραθεν επιστήμες». Λόγω της μεγάλης ευσέβειας και της αγάπης του προς την Θεοτόκο αξιώθηκε να ακούσει τη φωνή εκείνης όταν κάποια μέρα διάβαζε τους χαιρετισμούς : «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε», « Χαίροις και εσύ των Θηβών προστάτα» ήταν η συνομιλία.
Εν τω μεταξύ η εκκλησιαστική κατάσταση στην πόλη των Θηβών ήταν απελπιστική. Ο μητροπολίτης Θηβών από τη μεγάλη λύπη για την κατάσταση αυτή και λόγω των καταπιέσεων των Νορμανδών πέθανε. Ο νέος μητροπολίτης που εκλέγεται στην Κωνσταντινούπολη πεθαίνει καθ’ οδόν. Το Πατριαρχείο δεν είχε λάβει σοβαρά υπόψη την κατάσταση της Θήβας. Κάτω όμως από την πίεση των Θηβαίων επέλεξε ως καταλληλότερο πρόσωπο για την έδρα πάσης Βοιωτίας τον Ιωάννη, ο οποίος μόναζε σε μονή της Κωνσταντινούπολης. Ο ήδη εκλεγμένος από τη Θεοτόκο προστάτης των Θηβών δεν μπορούσε να αρνηθεί την εκλογή και τη χειροτονία του ως μητροπολίτη.
Η εκλογή αυτή χαροποίησε τους Θηβαίους και τους έδωσε δυνάμεις και ελπίδες. Ο Άγιος Ιωάννης υπήρξε άνθρωπος του πνεύματος και της δράσης. Όχι μόνο ανακούφιζε τους πτωχούς πιστούς της επαρχίας του με την ελεημοσύνη του, αλλά αγωνίσθηκε και έδωσε ώθηση στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Βρήκε κατεστραμμένη την περιοχή και την πόλη και για αυτό ξεκινά αμέσως το δύσκολο έργο του. Και πράγματι με την είσοδό του ο Άγιος στην πόλη άρχισε αμέσως να εργάζεται για την επιτυχία της. Τα εμπόδια ήταν πολλά. Από τη μία οι Νορμανδοί είχαν αφανίσει κάθε ίχνος πλούτο από την περιοχή, από την άλλη 2.000 Εβραίοι, οι οποίοι είχαν καταφθάσει, προσπαθούσαν να αλλοιώσουν το φρόνημα των Θηβαίων προσφέροντας δουλειά και χρήματα. Η απουσία υλικών αγαθών και η διάβρωση της χριστιανικής πίστης ήταν δύο μέτωπα εναντίον των οποίων έπρεπε να εργασθεί ο Άγιος. Η ανέγερση του ναού της Θεοτόκου, με χρήματα από την πατρική του περιουσία, η διδασκαλία του, η διαρκής ελεημοσύνη και βοήθεια έκανε αρκετούς Εβραίους και Αρμένιους να ασπαστούν την χριστιανική πίστη, ο δε πιστός λαός του έδωσε το όνομα του Νέου Ελεήμονος.
Εκτός από αυτά ο Άγιος έκανε πολλά έργα κοινής ωφέλειας στην πόλη. Η εκτροπή του ποταμού Ισμήνου προσέφερε στην πεδιάδα των Θηβών, αλλά και στα προάστια γονιμότητα και δύναμη, θέτωντας σε λειτουργία υδρόμυλους και θεμελίωσε υδραγωγεία. Το ποτάμι αυτό πήρε αργότερα το όνομα Αγιάννης. Στο σημείο της εκτροπής, οι Θηβαίοι, έκτισαν ναό προς τιμήν του Αγίου, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι και σήμερα.
Κατασκεύασε γέφυρες διευκολύνοντας τη διέλευση των ανθρώπων. Ονομαστή η «Ιωννιάδα» του (κατά μίμηση της Βασιλειάδας).  Ίδρυσε γηροκομείο, πτωχοκομεία, σχολεία και νοσοκομεία, τόσο χρήσιμα έργα για την εποχή εκείνη. Σαν άλλο δε υπουργείο Περιβάλλοντος ο Άγιος με τη μεταφορά των υδάτων στην πόλη φρόντισε για τη δεντροφύτευση ιδιαίτερα μουριών κατάλληλων για τη σηροτροφία.
Όλα τα έργα τα επέβλεπε καθημερινά προσωπικώς. Ρηξικέλευθο έργο του ο Παρθενώνας μια σχολή γυναικών όπου μάθαιναν γράμματα και τέχνες.
«Δεν άφησε το πλοίον εις την διάκρισιν των ανέμων και της τρικυμίας, αλλ’ ως επιδέξιος κυβερνήτης προεφύλλατε τούτο από πάσης επικίνδυνου πορείας, ίνα μη επιπίπτουν εις τους βράχους συντριβή» σημειώνει ο Συναξαριστής.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Άγιος τη δύσκολη εκείνη εποχή όχι μόνο έσωσε την πόλη από ολοσχερή καταστροφή, τέτοιας που ούτε τα θεμέλιά της δεν θα βρίσκαμε σήμερα, αλλά και την ανύψωσε σε θέση περιωπής και την κατέστησε μεγάλο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο. Γι αυτό και οι Θηβαίοι όσο ακόμα ζούσε ο Άγιος τον είχαν ανακηρύξει προστάτη τους.
Έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 1166 επί αυτοκράτορος Μανουήλ Κομνηνού. Από τα πρακτικά της Συνόδου φαίνεται η θεολογική εμβρίθεια του Αγίου. Μετά την ειρηνική κοίμησή του μεταξύ 1182 και 1193 και την αναγνώριση της αγιότητάς του, ανήγειραν μεγαλοπρεπή ναό όπου κατέθεσαν τα λείψανά του. Ο ναός αυτός σήμερα δεν σώζεται. Στα θεμέλιά του κτίστηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα περικαλλής ναός ο οποίος και σώζεται μέχρι τις μέρες μας. Υπάρχουν φήμες πως τα τίμια και χαριτόβρυτα λείψανά του βρίσκονται στην Ιταλία. Μέχρι σήμερα διατηρείται η ανάμνηση των έργων υποδομής του Αγίου μεταξύ των κατοίκων των Θηβών, και της γύρω περιοχής.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 29 Απριλίου.

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΣ Ο ΑΜΟΡΓΙΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ 5 ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Βιογραφία
Υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες που διασώζονται για τους πέντε αυτούς μάρτυρες. Σύμφωνα με τα έγγραφα της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και την τοπική παράδοση, οι πέντε μοναχοί της Μονής που έζησαν και εργάστηκαν στο νησί των Λειψών δολοφονήθηκαν κατά τον 16ο και 17ο μ.Χ. αιώνα από πειρατές ή Τούρκους.
Το 1558 μ.Χ. δολοφονείτε ο μοναχός Νεόφυτος ο Αμοργινός («ἀφνη΄ ἐφονεύθη ὑπὸ τῶν ἀγαρηνῶν εἰς τὸν λειψὸν νεόφυτος μοναχὸς ὁ ἀμοργίνος»).
Το 1561 μ.Χ. δολοφονείτε ο Μοναχός Ιωνάς («αφξα΄ φεβρουαρίου κη΄ ἐφονεύθη εἰς τὸν λειψὸν ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἰωνὰς μοναχός, ὁ λέριος») (βλέπε και 28 Φεβρουαρίου).
Το 1609 μ.Χ. δολοφονείτε ο μοναχός Νεόφυτος ο Φαζός («[1609] τῷ αὐτῷ ἔτει ἔπιασαν οἱ λεβέντες [οἱ πειρατὲς] εἰς τὸν λειψόν, τὸν ἐν μοναχοῖς νεόφυτον τὸ φαζόν, καὶ ἐφόνευσαν αὐτὸν διὰ σκεπάρνου καὶ ἀρχίσαμεν το μνημόσυνον καὶ τὴν ἔξοδον αὐτοῦ, δεκεμβρίου 8»).
Το 1635 μ.Χ. δολοφονείτε ο Ιωνάς ο Νισύριος («[1635] τῷ αὐτῷ μηνὶ ἀπριλλῷ ἐπίασεν ὁ μπεκὴρ πασιᾶς τὸν ἐν μοναχοῖς ἰωνὰν τὸν γαρμπὴν τὸν ἐκ νησύρου καὶ ἔδειρεν αὐτόν, ὁποῦ ἀπέθανεν ἀπὸ τὸν δαρμὸν καὶ ἔθαψάν τον εἰς τον λειψόν»).
Το 1696 μ.Χ. δολοφονείτε ο μοναχός Παρθένιος («1696 ἐκοιμήθη ὁ ἁγιώτατος ἐν μοναχοῖς παρθένιος, αὖ τὴν φιλιπόπολιν, ἀναχωρητὴς εἰς τῶν ἀγρίων τὸ νερὸν ὁ θάνατος αὐτὸς μὲ καμάκιον, ἐτρυπίθη εἰς λεμὸν καὶ ὀ ἀφέντης ὀ Θεὸς νὰ τὸν ἀναπαύσει»).
Την Ακολουθία τους συνέταξε ο δόκιμος Υμνογράφος Δρ. Χαράλαμπος Μπούσιας, την οποία εξέδωσε το 1999 μ.Χ., με όσα βιογραφικά στοιχεία μπορούσε να συλλέξει, ο Εφημέριος της Λειψούς και αδελφός της Μονής μας, Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Κουμουνδούρος.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την υπ’ αριθ. πρωτ. 693/2002 Πράξη ανακήρυξε τους πέντε ασκητές «μετὰ τῶν Ὁσίων καὶ Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, τιμώμενοι παρὰ τῶν πιστῶν καὶ ὕμνοις ἐγκωμίων γεραιρόμενοι κατ’ ἔτος τῇ πρώτῃ μετὰ τὴν ι΄ Ἰουλίου Κυριακὴ».

ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΙΣΣΟΥ
Ο Όσιος και Θεοφόρος Μακάριος έζησε κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337 μ.Χ.), Θεοδοσίου (379-395 μ.Χ.) και Αρκαδίου (395-408 μ.Χ.). Ήταν ο πρώτος, κατά πάσα πιθανότητα, Επίσκοπος Ιερισσού της Χαλκιδικής και θεωρείται κτήτορας του ναού του Αγίου Στεφάνου της μονής Κωνσταμονίτου του Αγίου όρους.
Κατά τα πρώτα χρόνια της επισκοπικής του διακονίας, συναντήθηκε με τον Μέγα Κωνσταντίνο, ο οποίος επιζητούσε να κτίσει τη Νέα Ρώμη κοντά στον Ακάνθιο ισθμό, που κείται κοντά στην Ιερισσό και το Άγιο Όρος. Με την σοφία των λόγων του έπεισε τον βασιλέα να μην προχωρήσει στην υλοποίηση των σχεδίων του και έτσι διέσωσε το φιλήσυχο της περιοχής και μάλιστα το Άγιον Όρος.
Επί Ιουλιανού του Παραβάτου ο Άγιος καταδιώχθηκε και κατέφυγε στον Άθωνα. Θεωρείται δε δεύτερος κτήτορας της μονής Κωνσταμονίτου.
Ο Όσιος Μακάριος κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη επί της βασιλείας του Αρκαδίου (395-408 μ.Χ).

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΕΡΟΥΣΙΩΝ
 Άγιος Μάρκος ήταν επίσκοπος Αρεθουσίων (Η Αρέθουσα είναι οικισμός στα ανατολικά του Νομού Θεσσαλονίκης) και ήκμασε στα χρόνια του Μέγα Κωνσταντίνου, του βασιλέως Κωνσταντίου (337-361 μ.Χ.) και του Ιουλιανού του Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.).
Το 341 μ.Χ. συμμετείχε στην Σύνοδο της Αντιόχειας. Στα Πρακτικά μάλιστα αυτής, διασώζεται «Ἔκθεσις Πίστεως Μάρκου Ἀρεθουσίων». Το επόμενο έτος συμμετείχε στην αντιπροσωπεία Επισκόπων, η οποία μετέβη στα Τρέβηρα για να συναντήσει τον αυτοκράτορα Κώνσταντα. Το 343 μ.Χ. έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Φιλιππουπόλεως και το 351 μ.Χ. στην Σύνοδο του Σιρμίου, η οποία καταδίκασε τον Φωτεινό, Επίσκοπο Σιρμίου, ως οπαδό του αιρετικού Επισκόπου Αγκύρας, Μαρκέλλου. Τον συναντάμε, επίσης, στην Σύνοδο της Σελευκείας της Ισαυρίας, το 358 μ.Χ.
Μια μέρα, κινούμενος από θείο ζήλο, γκρέμισε ένα ναό των ειδώλων και τον έκανε εκκλησία. Όταν όμως ανέλαβε αυτοκράτωρ ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, συνέλαβε το Μάρκο (363 μ.Χ.), διότι γκρέμισε τον ειδωλολατρικό ναό. Τότε οι στρατιώτες, αφού τον γύμνωσαν και τον μαστίγωσαν αλύπητα, τον έριξαν μέσα σε χαντάκια με βρώμικο νερό. Μετά τον έβγαλαν από ‘κει, και τον παρέδωσαν σε μικρά παιδιά, να τον τρυπούν με βελόνες. Έπειτα, έβρεξαν το σώμα του με άλμη. Κατόπιν τον άλειψαν με μέλι και τον κρέμασαν ανάποδα στον ήλιο, για να είναι τροφή στις μέλισσες και στις σφήκες. Όλα αυτά τα βάσανα ο Μάρκος τα υπέστη με ανδρεία και πολλή υπομονή. Οπότε, βλέποντας οι ειδωλολάτρες αυτή την ανδρεία και μεγαλοψυχία του γέροντα Μάρκου, έγινε στις ψυχές τους μέγα θαύμα. Αφού τον κατέβασαν από ‘κει που τον είχαν κρεμασμένον, μετενόησαν, έγινε διδάσκαλος τους και έμαθαν απ’ αυτόν την αληθινή πίστη.
Ο Άγιος Μάρκος κοιμήθηκε με ειρήνη.
Επί Ιουλιανού του Παραβάτη (363 μ.Χ.) έλαμψε και ο Διάκονος Κύριλλος, καύχημα της Εκκλησίας της Φοινίκης. Επειδή στάθηκε αμετακίνητος στη χριστιανική ομολογία και κήρυττε κατά των ειδώλων, κίνησε τη μανία των ειδωλολατρών, οι όποιοι με ξίφη άνοιξαν την κοιλιά του και χύθηκαν τα σπλάχνα του.
Με τον ίδιο θάνατο τελείωσαν τη ζωή τους και αρκετές παρθένες γυναίκες στην Ασκάλωνα και τη Γάζα, καθώς και μερικοί ιερωμένοι, των οποίων η μνήμη συνεορτάζεται την ήμερα αυτή.

ΑΓΙΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΑΔΥΤΟΥ
Ο Όσιος Ευθύμιος γεννήθηκε στους Επιβάτες της Θράκης στις αρχές του 10ου αιώνα μ.Χ. Αδελφή του κατά σάρκα ήταν η Οσία Παρασκευή η Επιβατηνή (τιμάται 14 Οκτωβρίου). Όταν πέθανε ο πατέρας του Νικήτας, η μητέρα του τον οδήγησε σε μονή της Κωνσταντινουπόλεως, όπου παρέμεινε επί τριάντα χρόνια και διέπρεψε στους πνευματικούς αγώνες. Ο Άγιος όμως αγαπούσε την ησυχία. Για το λόγο αυτό έφυγε από τη μονή και ασκήτεψε σε ερημική περιοχή ως ερημίτης.
Ο θεοφιλής βίος του τον ανέδειξε οικονόμο των μυστηρίων του Θεού. Χειροτονήθηκε διάκονος από τον τότε Επίσκοπο Περίνθου, ακολούθως δε Πρεσβύτερος από άλλον Επίσκοπο. Τέλος αναδείχθηκε Επίσκοπος της Μαδύτου του Ελλησπόντου, διακρινόμενος για την ακάματη άσκηση της αρετής και την εξαίρετη ποιμαντορική του ικανότητα. Ο Θεός του χάρισε το δώρο της θαυματουργίας και κατά την διάρκεια της ζωής του επιτελούσε πλήθος θαυμάτων και θεράπευε λεπρούς και κωφάλαλους.
Η φήμη του Αγίου ανδρός έφθασε μέχρι το παλάτι και τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ (976 – 1025 μ.Χ.), ο οποίος επισκέφθηκε τον Άγιο Ευθύμιο στη Μάδυτο. Εκεί ο Άγιος προφήτευσε τη νίκη του βασιλέως εναντίον του Βάρδα Φωκά το 989 μ.Χ.
Ο Άγιος Ευθύμιος κοιμήθηκε με ειρήνη μεταξύ των ετών 989 – 996 μ.Χ. Κατά την οσιακή κοίμησή του ο τάφος του ανέβλυσε μύρο, ως απόδειξη της αγιότητος του βίου του, και πολλοί ασθενείς θεραπεύθηκαν. Γι’ αυτό και επονομάσθηκε Μυροβλύτης.
Μετά τον όσιο θάνατο του, δοξάστηκε από τον Θεό να κάνει θαύματα. Τα οποία γνωρίζουμε από το εγκώμιο προς αυτόν του Γεωργίου Κυπρίου, μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, που έγραψε με αίτηση του Αθηνών Μελετίου, που προήδρευε τότε της Εκκλησίας Μαδύτου και Κοίλης.

ΑΓΙΑ ΑΚΥΛΙΝΑ
Η Αγία Ακυλίνα καταγόταν από το χωριό Ζαγκλιβέρι της Θεσσαλονίκης και ανατράφηκε από γονείς ευσεβείς. Ο πατέρας της όμως, σκότωσε ένα Τούρκο, μετά από φιλονικία μαζί του. Για ν’ αποφύγει την τιμωρία του θανάτου, δέχτηκε τον μουσουλμανισμό. Αλλά η μητέρα της έμεινε σταθερή στον Χριστό και κάθε μέρα δίδασκε στην Ακυλίνα την αρετή και την πίστη. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του πατέρα της και τις απειλές των Τούρκων, η Ακυλίνα δεν αρνήθηκε τον Χριστό. Όταν την οδηγούσαν στο μαρτύριο την ακολουθούσε και η μητέρα της, που την παρότρυνε σ’ αυτό. Η Ακυλίνα ήλεγχε με θάρρος τους Τούρκους και τη θρησκεία τους, με αποτέλεσμα να πεθάνει μαρτυρικά, μετά από πολυήμερο ραβδισμό, στις 27 Σεπτεμβρίου 1764 μ.Χ. σε ηλικία 19 ετών.
Κανείς δεν γνωρίζει που εναπόθεσαν οι συντοπίτες της το τίμιο λείψανο της. Λέγεται πως οι Τούρκοι θέλησαν ακόμη και νεκρή να την κάνουν δική τους , γι’ αυτό και διέταξαν να την θάψουν στο τούρκικο νεκροταφείο που ήταν κοντά στο τζαμί για να ικανοποιήσουν έτσι τον άσβεστο εγωισμό τους. Έτσι κι έγινε. Το θεόσταλτο όμως φώς , που σαν άστρο κατέβηκε από τον ουρανό και στάθηκε πάνω από τον τάφο της , ήταν το σημείο που υποχρέωσε τους χριστιανούς συμπατριώτες της να κλέψουν το σώμα της και να το ενταφιάσουν κάπου όπου θα ήταν ασφαλές. Κατά την παράδοση , τα ονόματα των τολμηρών αυτών ανθρώπων ήταν Τσόπλας , Καλημέρης και Μπούκλας , οι οποίοι λέγεται πως έκαναν όρκο να μην μαρτυρήσουν ποτέ σε κανέναν το μυστικό , γιατί θα υπήρχε ο φόβος να βρεθεί το άγιο λείψανο της στα χέρια των Τούρκων. Χριστιανοί πολλοί έχουν φύγει έκτοτε από τη ζωή με τον καημό να προσκυνήσουν τα ιερά λείψανα της. Σήμερα έχει χτιστεί προς τιμήν της περικαλλής και μεγαλοπρε¬πής Ιερός Ναός ο οποίος, όμως, παραμένει ελλιπής χωρίς την ευλογία των αγίων της λειψάνων.
Η μνήμη της Αγίας Ακυλίνας τιμάται από το 1957 μ.Χ. στις 27 Σεπτεμβρίου, ημέρα της τελειώσεώς της. Μέχρι τότε η Ακυλίνα εορταζόταν στις 24 Απριλίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ήταν το ότι οι κάτοικοι του Ζαγκλιβερίου ήθελαν να συνδέσουν τις δύο μεγάλες πανηγύρεις του χωριού τους, του Αγίου Γεωργίου, στο όνομα του οποίου τιμώνταν ο κεντρικός ναός του χωριού, και της Αγίας τους. Από το 1957 μ.Χ. όμως η Ακυλίνα άρχισε να εορτάζεται πλέον στις 27 Σεπτεμβρίου, ενώ από το 1984 μ.Χ. και μετά, που συστήθηκε και δεύτερη ενορία στο χωριό, της Αγίας Ακυλίνας, και άρχισε η ανοικοδόμηση μεγαλοπρεπέστατου ναού προς τιμήν της, η μνήμη της και η εορτή της μετατοπίσθηκαν επισήμως την 27η Σεπτεμβρίου.
Σε κάποιο χειρόγραφο που βρέθηκε στο ναό του Αγίου Γεωργίου στο Ζαγκλιβέρι υπάρχει μία πρόσφατα εκδεδομένη Ακολουθία πρός τιμήν της Ακυλίνας, που ψαλλόταν μέχρι το 1969 μ.Χ.. Η Ακολουθία, ως κάτοχος της οποίας φέρεται ο μοναχός Πολύκαρπος Αθ. Γιακούδης Παντοκρατορινός και της οποίας ο συνθέτης είναι άγνωστος, περιλαμβάνει την Ακολουθία του Εσπερινού, του Όρθρου, τη Λειτουργία, το βίο και το Μαρτύριο της Αγίας. Το Σεπτέμβριο του 1969 μ.Χ. ο υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης, συνέθεσε Ακολουθία πρός τιμήν της, η οποία ψάλλεται από τότε στην εορτὴ της Αγίας. Μέχρι σήμερα ακολούθησαν αρκετές εκδόσεις της ίδιας Ακολουθίας, ενώ το 1980 μ.Χ. προστέθηκαν και Χαιρετισμοί και Εγκώμια στην παρθενομάρτυρα από τον ίδιο υμνογράφο.
Η πρώτη εικονογράφηση της νεομάρτυρος χρονολογείται το 1858 μ.Χ. σε κάποιο έργο του ιεροδιακόνου Ιεροθέου της Ιεράς Μονης Λογγοβάρδας και μετέπειτα επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, όπου εικονίζονται όλοι οι μετά την Άλωση νεομάρτυρες. Σ᾿ αυτήν απεικονίζεται και η Ακυλίνα μαζὶ με την Κυράννα (βλέπε 28 Φεβρουαρίου) και την Άργυρη.
Επίσης στον κεντρικό ναό του Ζαγκλιβερίου, τον Άγιο Γεώργιο, βρίσκονται τρείς από τις παλαιότερες εικόνες της Αγίας. Η πρώτη χρονολογείται το 1903 μ.Χ. και παρουσιάζει ολόσωμη την Αγία• κάτω αριστερά και δεξιά περιέχονται δύο σκηνές από το βίο της, η μαστίγωση και η κοίμησή της, ενώ επάνω αριστερά παριστάνεται ο Χριστός να ευλογεί την Αγία. Η δεύτερη εικόνα που παρουσιάζει επίσης ολόσωμη την Ακυλίνα φέρεται ως δέηση του «Πολυκάρπου ᾿Αθανασίου Γιαγκούδη Ζαγκλιβερινῷ Παντοκρατορινῷ ἐν ῾Αγίῳ ῎Ορει τῇ 1 Σεπτεμβρίου 1904”, είναι δηλαδὴ προσφορά του ίδίου προσώπου, δαπάνη του οποίου έγινε και η πρώτη Ακολουθία πρός τιμήν της νεομάρτυρος. Τέλος, η τρίτη εικόνα είναι δέηση του Παναγιώτη Αναγνώστου το 1913 μ.Χ., και εικονίζονται η Αγία Ακυλίνα μαζὶ με την Αγία Κυράννα. Και οι τρείς εικόνες έχουν αγιορειτικὴ προέλευση.
Το σπίτι της Αγίας όπου και ο τόπος του μαρτυρίου της, σώζεται μέχρι σήμερα, όχι βέβαια σε καλή κατάσταση. Ένα καντήλι που καίει νύχτα μέρα δηλώνει το σεβασμό των Ζαγκλιβερινών στην Αγία Ακυλίνα την οποία τιμούν κατά τη διάρκεια των Ακυλίνειων.

ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ ΕΚ ΣΤΑΓΕΙΡΩΝ

Ο Άγιος Οσιομάρτυς Σάββας γεννήθηκε στα Στάγειρα περί τα τέλη του 18ου αιώνα μ.Χ. Από αγάπη προς το μοναχικό βίο καταφεύγει στη μονή Κωνσταμονίτου του Αγίου Όρους, όπου ασκείται ως μοναχός. Η μετάβασή του σε αυτή τη μονή δικαιολογείται από τη σχέση που είχε με τα Στάγειρα και γενικά με τη Χαλκιδική.
Στη μονή αυτή, που τιμάται προς τιμήν του Αγίου Πρωτομάρτυρα και Αρχιδιακόνου Στεφάνου, αφιέρωσε το βίο του ο Άγιος Σάββας και προέκοπτε στην αρετή και την ευσέβεια, προετοιμαζόμενος έτσι να λάβει και το στεφάνι του μαρτυρίου.
Ο Άγιος Σάββας ζούσε, κατά την επανάσταση της Χαλκιδικής, το 1821 μ.Χ., όταν κλήθηκε να ακολουθήσει την οδό του μαρτυρίου. Μοναδική πηγή του μαρτυρίου είναι ο μοναχός Δοσίθεος, ο Λέσβιος Κωνσταμονίτης, ο οποίος περιγράφει το μαρτύριο πέντε Οσιομαρτύρων εκ της Μονής Κωνσταμονίτου, υπό τον τίτλο «Νέον ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν Ἱερομαρτύρων καὶ Ὁσιομαρτύρων, τῶν ἐν λαμψάντων ἁγιορειτῶν ὁσίων Πατέρων, κατὰ τὴν ἐπανάστασιν τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τῶν Ὀθωμανῶν θανατωθέντων» (βλέπε και 12 Ιουνίου).
Ας δούμε πως περιγράφει ο Δοσίθεος το μαρτυρικό τέλος του Αγίου Σάββα: «Τώρα δὲ ἀδελφοί, ἂς ἔλθωμεν εἰς τὸν ἁπλοῦν Σάββαν τὸν Σταγειρίτην, ὅστις προεγνώρισε καὶ αὐτὸς μακάριος τοῦ θανάτου του τὸν τρόπον, διότι ἀναχωρώντας ἀπὸ τὸ Κοινόβιον, ὅταν ἐστάλθη ἔξω εἰς τὴν Ἱερισσὸν ἀπὸ τοὺς Πατέρας, εἶπεν εἰς ἕνα ἀδελφὸν τοῦ κοινοβίου φίλον του τὸ μέλλον γενέσθαι.
Εἶδε, λέγω ἐν ὁράματι τὴ νύκτα, ὅτι διώκοντές τον οἱ ἐχθροὶ τὸν ἐθανάτωσαν. Καὶ οὕτως ἐφάνη εἰς τὸν μακάριον, ὅτι ἡ ψυχή του ἐπέταξεν εἰς τοὺς οὐρανούς, τὸ δὲ σῶμά του εἰς τὴν γῆν. Καὶ ἀλήθευσεν ἡ πρόγνωσις καὶ ἡ πρόρρησις αὕτη μετὰ τοῦ ὁράματος. Διότι ἀπερνώντας ἐκεῖθεν ἀπὸ τὴν τοῦ Ζωγράφου σεβάσμιαν Μονήν, ἐθανατώθη ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς ὁ μακάριος, ὁμοῦ μὲ ἄλλον ἕνα κοσμικόν, δοῦλον καὶ αὐτὸν τοῦ Μοναστηρίου, καὶ οἱ δύο ἦτον Σταγειρῖται. Καὶ οὕτως ἔγινεν ἡ μακαρία κοίμησις καὶ αὐτῶν».
Έτσι μαρτύρησε ο Άγιος Οσιομάρτυρας Σάββας και έλαβε τον αμαράντινο στέφανο της δόξας του Θεού.
Την πρώτη εικόνα του Αγίου ιστόρησε ο αγιογράφος Χρήστος Καραπάλης και την ακολουθία συνέθεσε ο υμνογράφος κ. Χαράλαμπος Μπούσιας.
Η πρώτη πανήγυρις προς τιμήν του Αγίου έγινε το 1988 μ.Χ. όταν υπεδέχθη η ενορία την πρώτη εικόνα του Αγίου και παρευρέθη ο Μητροπολίτης Ιερισσού κυρός Νικόδημος.

ΟΣΙΟΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ

Ο Όσιος Αυξέντιος γεννήθηκε στην Άνδρο στις αρχές του 18ου αιώνα μ.Χ. Διακόνησε στην αρχή ως νεωκόρος του ναού του Σωτήρος Χριστού στο Γαλατά της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν χειροτονήθηκε διάκονος. Ως διάκονος εγκαθίσταται στην παραθαλάσσια κωμόπολη Κατιρλί της Νικομήδειας και ασκητεύει στο Κατίρλιον όρος της Προποντίδος. Η αγιότητα του βίου και το χάρισμα της θαυματουργίας που του χάρισε ο Κύριος, έκαναν πολλούς να προσέρχονται σε αυτόν για να λάβουν την ευλογία του και την ίαση. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε’ (1748 – 1751 μ.Χ., 1752 – 1757 μ.Χ.) τον είχε πνευματικό πατέρα.
Όταν ο Πατριάρχης Κύριλλος Ε’ δια συνοδικής αποφάσεως καθιέρωσε τον αναβαπτισμό των προσερχόμενων Ρωμαιοκαθολικών, Διαμαρτυρομένων και Αρμενίων στην ορθόδοξη πίστη, ο Όσιος Αυξέντιος τον υποστήριξε με τα κηρύγματά του. Έγινε δε ο ηγέτης της μερίδας που υποστήριζε την βάπτιση των ετεροδόξων. Όταν εκδιώχθηκε από τον θρόνο ο Πατριάρχης Κύριλλος Ε’, οι επικρατήσαντες καταδίωξαν και τον Όσιο Αυξέντιο. Μάταια όμως. Ο αποσταλείς στο Κατίρλιον ρήτορας Κριτίας εκδιώχθηκε από τους Χριστιανούς της κωμοπόλεως.
Το Συναξάρι του αναφέρει ότι ο Όσιος έριχνε στη θάλασσα το τριβώνιο που φορούσε και το χρησιμοποιούσε ως βάρκα, για να διαπλέει το πέλαγος. Έτσι έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, αφού κατέπαυσε την τρικυμία της θάλασσας ποιώντας το σχήμα του Τιμίου Σταυρού επί της θάλασσας.
Ο Όσιος Αυξέντιος κοιμήθηκε με ειρήνη και η μνήμη του εορτάζεται με λαμπρότητα στον Σταυρό Χαλκιδικής, της Ιεράς Μητροπόλεως Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου. Εκεί φυλάσσεται και τμήμα του ιερού λειψάνου του, το οποίο μετακομίσθηκε εκεί από τους εκριζωθέντες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας το έτος 1922 μ.Χ. Επίσης, ο Όσιος Αυξέντιος ο εν Καρτιλίω τιμάται ιδιαιτέρως και στον Ι. Ναό του Αγιου Ιωάννου Προδρόμου Κατιρλί Καλαμαριάς. Εκεί φυλάσσεται και η εικόνα του Οσίου καθώς η περιοχή και ο Ναός χτίστηκε από μικρασιάτες πρόσφυγες που κυρίως προέρχονταν από το Καρτιλί της Μικράς Ασίας και έδωσαν το όνομα και στη σημερινή γειτονιά. Αποτελεί έναν «πρόσφυγα» μεν αλλά τοπικό άγιο της Ιεράς Μητρόπολης Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς.

ΟΣΙΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ο ΝΕΟΣ
Ο Άγιος Ευθύμιος γεννήθηκε στις μέρες του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Λέοντα Ε’ του Αρμενίου (813 – 820 μ.Χ.), σε κάποια κωμόπολη της Γαλατίας, την Οψώ, που ήταν κοντά στην Άγκυρα (σημερινή πρωτεύουσα της Τουρκίας). Οι γονείς του ήταν πλούσιοι και ευσεβείς, και ονομάζονταν Επιφάνιος και Άννα. Είχαν και δύο κόρες, την Μαρία, που ήταν πρεσβυτέρα και την Επιφάνια.
Όταν ο Άγιος ήλθε σε κατάλληλη ηλικία, παντρεύτηκε και απόκτησε μία κόρη την Αναστασώ (τη γυναίκα του την έλεγαν Ευφροσύνη). Επειδή όμως επιθυμούσε την μοναχική πολιτεία, αφού τακτοποίησε τις οικογενειακές του υποθέσεις, πήγε σε μοναστήρι, κοντά στον Όσιο Ιωαννίκιο, στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Εκεί, μετά από δοκιμασία, γίνεται μοναχός, το 842 μ.Χ., με το όνομα Ευθύμιος, από Νικήτας που ονομαζόταν πρώτα.
Μετά από αρκετά χρόνια ασκήσεως στο κοινόβιο αυτό, ο Ευθύμιος αναχώρησε για το Άγιον Όρος. Από εκεί επέστρεψε στον Όλυμπο και μετά από πολλές περιπέτειες και ταξίδια, ίδρυσε κοντά στη Θεσσαλονίκη τη Μονή Περιστερών το 871 μ.Χ., όπου εγκαταστάθηκε και την ανέδειξε με την άριστη πνευματική ζωή του, σε άριστο πνευματικό κέντρο.
Έτσι λοιπόν, ασκητικά και θεάρεστα αφού έζησε, απεβίωσε ειρηνικά την 15η Οκτωβρίου 894 μ.Χ.
Τη βιογραφία του συνέγραψε ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης Βασίλειος, που υπήρξε και μαθητής του Αγίου.

ΟΣΙΟΣ ΜΗΤΡΟΦΑΝΗΣ ΣΤΡΑΤΟΝΙΚΗΣ
Στο Άγιο Όρος, στη σκήτη της Μικρής Αγίας Άννας η γνωστότερη ως Μικραγιάννα, περί τα τέλη του 15ου, αρχές 16ου αιώνα μ.Χ., ζήσανε δυο μεγάλοι φωστήρες και πνευματικοί Πατέρες, Ο Άγιος Διονύσιος «ο Ρήτωρ» και ο υποτακτικός του Άγιος Μητροφάνης ο πνευματικός.
Η Μικραγιάννα, αποτελεί εξάρτημα της Μεγάλης Σκήτης της Αγίας Άννας και βρίσκετε μεταξύ Αγίας Άννας και Κατουνακίων σε βραχώδη κατωφέρεια και με λίγη πράσινη επιφάνεια λόγω του πετρώδους εδάφους. Αποτελείται από δέκα «Καλύβες», κατα την Αγιορείτικη ορολογία, από τις οποίες οι δύο δεν έχουν Ναό.
Η ζωή στη Μικραγιάννα, σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες και την παράδοση, αρχίζει με την εγκατάσταση των πρώτων γνωστών κατοίκων της και ασκητών, των Οσίων Διονυσίου του Ρήτορος και Μητροφάνους. Οι δύο αυτοί Όσιοι, προερχόμενοι από μετόχι της σπουδαίας Μονής του Στουδίου της Κωνσταντινούπολης και ζητώντας τόπο ήσυχο και απόμακρο, έφθασαν και στη Μικραγιάννα, αφού πρώτα πέρασαν από τις Καρυές και την Αγία Άννα, που τότε λεγόταν Σκήτη της Λαύρας.
Μορφωμένος ο Άγιος Διονύσιος, τιμημένος από τη Μεγάλη Εκκλησία με το οφφίκιο του Ρήτορος, και πνευματικός άνθρωπος κατά τη ζωή του, έγινε μαγνήτης και τράβηξε κοντά του πολλούς ανθρώπους, τους οποίους βοήθησε, στήριξε και ενεθάρρυνε, και επιπλέον θαυματούργησε σε πολλούς, ώστε η κοίμησή του να καταγραφεί ως κάτι το ιδιαίτερο σε κώδικες της Μονής Διονυσίου και Δοχειαρίου.
Ήταν άριστος καλλιγράφος και συγγραφέας, και βιβλία του βρίσκονται τόσο στη Μεγίστη Λαύρα όσο και σε άλλες Μονές και στη Σκήτη Αγίας Άννας.
Έχοντας τον Άγιο Διονύσιο Γέροντα, ὁ Άγιος Μητροφάνης διέπρεψε ως υποτακτικός, και στη συνέχεια ως πνευματικός στα χωριά της Χαλκιδικής εξομολογώντας και στηρίζοντας τον κόσμο στην τότε τουρκοκρατούμενη χώρα. Αυτὸς γνωστοποίησε και μια περίφημη οπτασία περί κολάσεως και Παραδείσου κάποιου Δημητρίου από τη Στρατονίκη.
Έτσι θεάρεστα και ασκητικά αφού έζησαν και οι δύο, ο μεν Διονύσιος απεβίωσε ειρηνικά την 9η Ιουλίου 1606 μ.Χ. (άλλα χειρόγραφα όμως αναφέρουν την κοίμηση του την 6η Οκτωβρίου 1596 μ.Χ. ή 1602 μ.Χ.), ο δε Μητροφάνης λίγο χρονικό διάστημα αργότερα.
Στη Σκήτη της Αγίας Άννας, σώζεται ιδιόγραφο βιβλίο ποικίλης ύλης, με την υπογραφή του Όσιου Διονυσίου του Ρήτορα, και με τον τίτλο «Κουβαράς».
Το 1956 μ.Χ., ο ευλαβέστατος υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, με την επίσης ευλαβέστατη συνοδεία του, με πολλούς κόπους και πόνους, κατόπιν εμφανίσεως και αποκαλύψεως των αγίων αυτών, κατόρθωσε να καθαρίσει το σπήλαιο εντός του οποίου έφτιαξε ωραία εκκλησία στο όνομα τους. Εκεί που πέρασαν οι Άγιοι Διονύσιος και Μητροφάνης την ασκητική ζωή τους, η εκκλησία αυτή, αντί για σκέπη της έχει την προέκταση του βράχου, που σκεπάζει το σπήλαιο, και από ένα σημείο στάζει συνέχεια άγιασμα, το όποιο μαζεύουν οι Πατέρες και δίδεται στους ευλαβείς προσκυνητές προς αγιασμό.
Η μνήμη των δύο αυτών Οσίων Πατέρων τιμάται στις εννέα Ιουλίου με πανήγυρη στον σπηλαιώδη Ναό τους, όπου και παλαιότερα υπήρχε Ναός μαζί με το κελάκι τους. Απόδειξη του περάσματός τους είναι ο σωζόμενος νιπτήρας του ναΐσκου τους και το επίχρισμα από κορασάνι πάνω στον βράχο και μέσα στο σπήλαιο.

ΟΣΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΟΜΑΤΙΟΥ
Ο Όσιος Γεώργιος έζησε στο Γομάτι της Χαλκιδικής στις αρχές του 19ου αιώνος μ.Χ., τότε που η Ελλάδα ήταν σκλαβωμένη στους Τούρκους. Είχε οικογένεια με παιδιά και εξασκούσε το επάγγελμα του μυλωνά. Η αγάπη και φιλανθρωπία του ήταν γνωστή σ’ όλη την περιοχή. Σε φτωχούς άλεθε το σιτάρι δωρεάν και έδινε αλεύρι σε ανήμπορους. Μέχρι σήμερα φαίνονται τα ερείπια του μύλου του.
Κατά τη δύσκολη εκείνη περίοδο της Τουρκοκρατίας και των συνεχών επαναστατικών κινημάτων στη Χαλκιδική έχασε την οικογένειά του και αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τον κόσμο. Ανέβηκε στο βουνό που ήταν επάνω από το μύλο του, για να ζήσει την ασκητική ζωή, μόνος, μαζί με τον Θεό.
Η παράδοση αναφέρει ότι επρόκειτο να περάσει από την περιοχή Τούρκικο ασκέρι (στρατιωτικό απόσπασμα). Επειδή φοβήθηκε ότι οι Τούρκοι σίγουρα θα περάσουν από το μύλο, για να αρπάξουν αλεύρι και σιτάρι, συμβούλευσε τη γυναίκα και τα παιδιά του, να πάνε να μείνουν μέσα στο χωριό για ασφάλεια.
Εκείνη όμως δεν υπάκουσε και όταν πέρασε ο Τουρκικός στρατός, βρήκε την οικογένεια και την αιχμαλώτισε. Όταν επέστρεψε ο Άγιος, βρήκε το μύλο κατεστραμμένο, το αλεύρι κλεμμένο και την οικογένεια χαμένη.
Πόνεσε ψυχή του από την καταστροφή της οικογένειας και της περιουσίας του. Τότε πήρε τη μεγάλη απόφαση της αφιερώσεώς του στον Θεό. Για παλαίστρα της ασκήσεως και των πνευματικών αγώνων του διάλεξε ένα σπήλαιο.
Εκεί περνούσε τη ζωή του με αδιάλειπτη προσευχή, με τέλεια νηστεία και αυστηρότατη άσκηση. Τα χόρτα του βουνού ήταν μόνη τροφή του. Υποθέτουμε ότι έζησε ως ερημίτης, χωρίς να λάβει το σχήμα του μοναχού.
Και σ’ αυτή τη φάση της ζωής του, δεν παρέλειπε να επιδεικνύει αγάπη και συμπόνια στους συνανθρώπους του, στους Χριστιανούς του χωριού του. Κατέβαινε κρυφά από το ασκητήριό του τη νύχτα, και άφηνε έξω από τις πόρτες των σπιτιών των εγκύων γυναικών, των ασθενών και φτωχών ξύλα και χόρτα. Περιποιείτο κήπους και αμπέλια φτωχών συγχωριανών του και φύλαγε τα ζώα εκείνων που είχαν ανάγκη.
Όταν κάποτε χάθηκαν τα ίχνη του, τον αναζήτησαν οι γνωστοί του βοσκοί. Ανέβηκαν στο ασκητήριό του και εκεί τον βρήκαν μέσα στο σπήλαιό του νεκρό, εξαϋλωμένο και ευωδιάζοντα. Είχε λιώσει από την άσκηση και τη νηστεία και ευωδίαζε όλος ο τόπος. Πήγαν και άλλοι Χριστιανοί και ο ιερέας του χωριού και σήκωσαν το Άγιο λείψανό του με σεβασμό, για να το μεταφέρουν στο κοιμητήριο του χωριού για ενταφιασμό. Καθ’ οδόν, το τίμιο σκήνωμα έγινε ασήκωτο. Τόσο, ώστε να μη μπορούν πλέον να το μετακινήσουν. Ο ιερέας είπε ότι αυτό είναι σημάδι και θα πρέπει εδώ να ενταφιασθεί. Πραγματικά το ενταφίασαν στον τόπο, που είναι σήμερα κτισμένο το εκκλησάκι του Αγίου· στο δρόμο προς Γομάτι.
Αργότερα, επάνω από τον τάφο έκτισαν με ξερολιθιά ένα εκκλησάκι. Μετά κτίσθηκε ο νέος μικρός ναός.
Μετά την κοίμησή του ο Όσιος άρχισε να κάνει πολλά θαύματα, απόδειξη και αυτό της αγιότητός του. Ο Θεός έδωσε στον Άγιο ειδικό χάρισμα να θεραπεύει τον πόνο των αυτιών των μικρών παιδιών.

ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΒΑΣΙΟΣ ΓΟΜΑΤΙΟΥ
Ο Όσιος Γερβάσιος γεννήθηκε στο Γομάτι της Χαλκιδικής, αλλά ασκήτευσε ως μοναχός στην ιερά μονή Καρακάλλου του Αγίου Όρους. Έζησε περί τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνος μ.Χ. και έλαβε από τον Θεό το σπάνιο χάρισμα του διά Χριστόν σαλού. Έτσι περιερχόταν όλο το Άγιον Όρος.
Σε χειρόγραφο κώδικα του μακαριστού Δοσιθέου Κωνσταμονίτου του Λεσβίου το 1845 μ.Χ., αναφέρονται τα εξής·
«῎Ας ὑπάγωμεν καί εἰς τήν σεβασμίαν μονήν τοῦ Καρακάλλου. Καί ἐδῶ εὑρίσκομεν τόν ῞Οσιον Γερβάσιον, ὅστις ἐκατάγετο ἀπό τά πλησιόχωρα χωρία τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ἀπό ἕνα χωρίον καλούμενον Γομάτι, ἐν ἐπαρχίᾳ τοῦ ἁγίου ῾Ιερισσοῦ. Οὗτος λοιπόν ὁ Γερβάσιος, καταλιπών τόν κόσμον καί τά ἐν τῷ κόσμῳ, πηγαίνει εὐθύς εἰς τήν ἄνωθεν Μονήν τοῦ Καρακάλλου, καί κόπτει τάς τρίχας τῆς κεφαλῆς του, μέ τάς ὁποίας μαζί ἔκοψε καί ὅλα τά κοσμικά φρονήματα, καί ἐκδυθείς τά κοσμικά φορέματα, ἐνεδύθη τό ᾿Αγγελικόν Σχῆμα τῶν Μοναχῶν, ὁ ὁποῖος καθώς ἔλαβεν αὐτό τό σχῆμα, δέν ἐστάθη ἕως αὐτοῦ, καθώς κάμνουν τήν σήμερον οἱ περισσότεροι, ἀλλά καθώς ἔλαβε τό σχῆμα τό ᾿Αγγελικόν, ἐσπούδαζε μέ κάθε τρόπον καί ἠγωνίζετο, νά φυλάττῃ καί τά ἔργα τοῦ σχήματος. ῞Οθεν μιμούμενος τόν Συμεών καί ᾿Ανδρέαν τούς Σαλούς, ἔκαμε καί αὐτός τόν Σαλόν περιτριγυρίζοντας ὅλον τό ῎Ορος, ὡσάν τρελλός. ῾Οπόταν δέ ἐκοιμήθη, τότε ἐγνώρισαν τήν ἁγιότητα αὐτοῦ, ἀπό τήν θείαν χάριν καί εὐωδίαν ὁποῦ εἶχε τό ἅγιον καί σεβάσμιον λείψανόν του».
Η αναφορά αυτή του Δοσιθέου είναι μόνη πηγή από την οποία πληροφορούμεθα τα περί της ζωής του Οσίου Γερβασίου.

ΟΣΙΑ ΧΑΪΔΩ
Η Οσία Χάιδω κατήγετο από το χωριό Στανό της Χαλκιδικής και έζησε τον 19ο αιώνα μ.Χ. Μετά την επανάσταση του 1821 μ.Χ., για να αποφύγη τις ανήθικες ενοχλήσεις του Τούρκου διοικητού, αναγκάσθηκε να φύγη από το χωριό με την μητέρα της και να εγκατασταθούν στην Θάσο.
Εκεί εισήλθε σε ένα μετόχι της μονής Παντοκράτορος της Καλλιρράχης, όπου υπηρετούσε στον ναό και ζούσε βίο παρθενικό, αφιερωμένο στον Θεό. Μετά την κοίμηση της μητέρας της αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στην προσευχή και στην νηστεία και έφθασε σε πνευματική θεωρία.
Κατά την τοπική παράδοση, όταν οι Τούρκοι επέδραμαν στο μετόχι, άγγελοι άρπαξαν και διέσωσαν την οσία από την μανία των αλλοθρήσκων. Δύο ημέρες αργότερα επέστρεφε στο μετόχι και διηγήθηκε την ιστορία της στον ιερομόναχο Γεράσιμο.
Άλλη παράδοση αναφέρει ότι η οσία βασανίσθηκε σκληρά από τους Τούρκους. Κατά την κοίμηση της το ιερό της σκήνωμα ευωδίαζε εις ένδειξη της αγιότητος της.
Στη συνείδηση των χριστιανών του Στανού ήταν πάντοτε ζωντανή η μνήμη και η ζωή της Οσίας. Γι’ αυτό και αφιέρωσαν ιερά εικόνα, την οποίαν εναπέθεσαν εντός του ενοριακού ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου. Η εικόνα ιστορήθηκε από την αδελφότητα των Κυριλλαίων εις την Νέαν Σκήτην Αγίου Όρους το 1960 μ.Χ. Παριστάνεται η Αγία με την τοπικήν ενδυμασίαν της Χαλκιδικής της εποχής εκείνης.
Από το 1988 μ.Χ., ορίσθηκε η 1η Σεπτεμβρίου ως η ημέρα μνήμης και εορτασμού της Οσίας. Δε γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία της κοιμήσεώς της. Γι’ αυτό ορίσθηκε η 1η Σεπτεμβρίου κατά την οποία εορτάζει και η παλαιοτέρα Αγία Χάιδω, ανάμεσα στο χορό των 40 μαρτύρων γυναικών των εν Θράκη. Συνηθίζεται, όταν δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία αθλήσεως ή κοιμήσεώς, να τιμούμε τον άγιο στη μνήμη ομώνυμου παλαιότερου αγίου.
Εκκλησία κτίστηκε τα τελευταία χρόνια προς τιμήν της Οσίας, με πρωτοβουλία του εφημέριου Χαλκιά Νικολάου και τη συνδρομή των Στανιωτών.

ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΑΓΑΠΙΟΣ ΕΚ ΓΑΛΑΤΙΣΤΗΣ
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Αγάπιος ο εκ Γαλατίστης γεννήθηκε στην κωμόπολη Γαλάτιστα της Χαλκιδικής περί το 1710 μ.Χ. Η Γαλάτιστα την εποχή εκείνη ήταν έδρα επισκοπής. Στην πατρίδα του έλαβε την εγκύκλια μόρφωση. Την περίοδο αυτή στη Γαλάτιστα, όπως και σε άλλα μέρη της Χαλκιδικής, «έχουσι σχολεία αρκετά καλά κατηρτισμένα και προσωπικόν διδασκάλων εις την διδασκαλίαν αυτών». Αξίζει να αναφερθεί πως από την Γαλάτιστα την ίδια εποχή ήταν οι σπουδαίοι συγγενείς αγιογράφοι λεγόμενοι Γαλατσάνοι, οι οποίοι αγιογράφησαν πολλές εικόνες και τοιχογραφίες στό Άγιον Όρος, και πολλά έργα τους σώζονται στη μονή Βατοπαιδίου.
Νέος μεταβαίνει για προσκύνηση των Αγίων Τόπων στα Ιεροσόλυμα, όπου παραμένει, κείρεται μοναχός και γίνεται μέλος της Αγιοταφικής Αδελφότητος. Από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Παρθένιο (1737 – 1766 μ.Χ.), χειροτονείται ιερεύς του Παναγίου Τάφου.
Κατόπιν αποστέλλεται οικονόμος του μετοχίου του Παναγίου Τάφου στη Θεσσαλονίκη, που ήταν ο ναός της Νέας Παναγίας κοντά στον Λευκό Πύργο, όπου υπάρχει και σήμερα. Κατά την εκεί παραμονή του δίδασκε στην Αστική Σχολή Θεσσαλονίκης.
Το 1743 μ.Χ. ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Παρθένιος έστειλε τον αρχιμανδρίτη Αγάπιο στη Μόσχα για συλλογή εράνων προς εξόφληση του μεγάλου χρέους του Παναγίου Τάφου προς τους δανειστές του Πατριαρχείου. Ο Αγάπιος λόγω πολλών και διαφόρων προβλημάτων παρέμεινε στη Ρωσία ως το 1747 μ.Χ. και επέστρεψε με ένα ικανό ποσό πρός εξόφληση του χρέους.
Όταν επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη συνέχισε το διδακτικό του έργο στην εκεί σχολή. Κατόπιν δίδαξε ως καθηγητής στην Αθωνιάδα Ακαδημία, κοντά στη μονή Βατοπαιδίου. Με υπόδειξη του σοφού διδασκάλου Ευγένιου Βούλγαρη ο Άγιος διορίστηκε από το σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο Σχολάρχης της Αθωνιάδος: «Το ενδιαφέρον της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας ηυξήθη έτι περισσότερον εν τοις πρώτοις χρόνοις διά του διορισμού Εφορίας εν Κωνσταντινουπόλει και Άθωνι, επιτρόπων εν τη Ευρώπη και Σχολαρχών, ως τού Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, του εναρέτου και σοφού Αρχιμ. Αγαπίου Αγιοταφίτου του και μαρτυρικώς τελειωθέντος κατά την 18ην Αυγούστου τού 1752 εν τη Θέρμη της Θεσσαλονίκης και εν συνεχεία του θαυμασίου και σοφωτάτου Ιεροδιακόνου Ευγενίου τού Βουλγάρεως».
Ο πολύς Ευγένιος Βούλγαρης σε επιστολή του της 10 Απριλίου 1752 μ.Χ. από τα Ιωάννινα προς τον Αγάπιο τον συγχαίρει για την ανάληψη των καθηκόντων του στην Αθωνιάδα. Την επιστολή αυτή είχε στο αρχείο του ο λόγιος επίσκοπος Καμπανίας Θεόφιλος (1749 – 1795 μ.Χ.), που υπήρξε μαθητής του Βούλγαρη στα Ιωάννινα. Από τα Ιωάννινα ήταν ο Θεόφιλος, και έδρα της επισκοπής του ήταν η Κουλακιά Θεσσαλονίκης, όπου σημειώνει ο ίδιος: « Η επιστολή αύτη επέμφθη τω σοφωτάτω αρχιμανδρίτη τού Παναγίου Τάφου Κυρίω Αγαπίω, ον περ απέκτειναν έξω της Θεσσαλονίκης, κακοποιοί φονείς Γενίτζαροι, επανακάμπτοντα από Γαλατίστης της πατρίδος αυτού κατά τδ ,αψνβ΄ Αυγούστου ιη΄! Φεύ τω δυστυχεί γένει ημών διά την στέρησιν τοιούτου σοφωτάτου ανδρός. Όντως τα κρίματα τού Θεού άβυσσος πολλή».
Στις 18 Αυγούστου 1752 μ.Χ. ο ενάρετος και σοφός «Αρχιμανδρίτης τού Παναγίου Τάφου, ο Μεγάλος Διδάσκαλος τού Γένους, ο σοφώτατος Σχολάρχης της Αθωνιάδος Αγάπιος ο Αγιοταφίτης φονεύεται μαρτυρικώς έξω από την Θεσσαλονίκη, πλησίον της Θέρμης, από κακοποιούς Γενιτσάρους καθώς ερχόταν από την Γαλάτιστα προς την Θεσσαλονίκην».
Γνωρίζουμε ότι την εποχή αυτή το στράτευμα των βίαιων Γενιτσάρων στην περιοχή αυτή προέβαινε σε λεηλασίες, αρπαγές και αιματοχυσίες σε βάρος του Ορθοδόξου λαού. Μας είναι άγνωστο τι συνέβη κατά τη σύλληψη και το μαρτύριο του Αγαπίου. Όπως επίσης δεν γνωρίζουμε που ενταφιάσθηκε και τι απέγιναν τα τίμια λείψανα του.
Η πρώτη εκδήλωση πρός τιμή τού αγίου Αγαπίου έγινε το 1977 μ.Χ. στη γενέτειρα του από τον σεβασμιώτατο μητροπολίτη Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου κ.κ. Νικόδημο, με ενέργειες του πρωτοσυγκέλλου αυτής αρχιμ. Χρυσοστόμου Μαϊδώνη. Η εικόνα του Αγίου αγιογραφήθηκε από τον Αγιορείτη ιερομόναχο Βενέδικτο Νεοσκητιώτη το 1997 μ.Χ. και τοποθετήθηκε στον ιερό ναό Παναγίας Γαλάτιστας. Ανεγείρεται ναός πρός τιμή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Την ιερά ακολουθία του συνέθεσε ο υμνογράφος Χαραλάμπης Μπούσιας.
Η μνήμη του είναι άγνωστη στους συναξαριστές. Τιμάται στις 18 Αυγούστου.

ΟΣΙΟΣ ΑΚΑΚΙΟΣ ΕΚ ΝΕΟΧΩΡΙΟΥ
Ο Όσιος Ακάκιος έζησε και ανεδείχθη κατά τους σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε μάλλον λίγα χρόνια μετά το έτος 1630 μ.Χ., στο χωριό Γόλιτσα των Αγράφων, της (τότε) επαρχίας Φαναρίου και Νεοχωρίου, στη σημερινή κοινότητα Αγίου Ακακίου του νομού Καρδίτσας. Οι γονείς του, ευσεβείς και ενάρετοι Χριστιανοί, με την εργασία τους κατόρθωσαν στα δύσκολα εκείνα χρόνια να εξασφαλίσουν τα αναγκαία της ζωής τους με αυτάρκεια και στοργικά είχαν αφοσιωθεί στην ανατροφή των δύο παιδιών τους που τους χάρισε ο Θεός. Όμως ο πρόωρος θάνατος του πατέρα συγκλόνισε την οικογένεια και επισκίασε την ευτυχία τους.
Ο Αναστάσιος, αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του Οσίου, έμεινε ορφανός σε πολύ μικρή ηλικία. Η μητέρα τους με τη βαθιά χριστιανική πίστη και την ευσέβειά της αγωνίζεται αγώνα σκληρό «πρὸς τὰ τῆς χηρείας δεινά» και αναλαμβάνει μόνη της το βάρος της οικογενειακής ευθύνης. Εργάζεται αγόγγυστα για να συντηρήσει τα δύο ανήλικα παιδιά της και να τα αναθρέψει με παιδεία και νουθεσία Κυρίου.
Πολύ σύντομα στο πλευρό της γυναίκας του βρέθηκε και ο μικρός Αναστάσιος, για να αναλάβει και εκείνος ένα μέρος από τις ευθύνες για τη συντήρηση της οικογένειάς του.
Ο λόγος του Ευαγγελίου είχε συγκλονίσει από νωρίς την καρδιά του Αναστασίου και η φλόγα της θείας αγάπης θέρμαινε την παιδική του ψυχή. Ένιωθε ζωηρά και πολύ έντονα την κλίση και τον ζήλο προς τον μοναχικό βίο. Γι’ αυτό απέφευγε τον θόρυβο του κόσμου και αναζητούσε συχνά την ησυχία σε τόπους ερημικούς. Εκεί, αφοσιωμένος στον Θεό, διέθετε όλο τον χρόνο του στην προσευχή και τη νηστεία. Σύντομα αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και σε ηλικία είκοσι τριών ετών έφυγε προς τα μέρη της Ζαγοράς Βόλου. Κατέληξε στο μοναστήρι της Σουρβιάς, που είχε χτίσει ο Όσιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή της Μακρυνίτσας Βόλου και είναι αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα.
Όταν έφθασε στο μοναστήρι τον υποδέχθηκαν με καλοσύνη. Παρουσιάσθηκε στον ηγούμενο και με όλο τον σεβασμό ανέφερε τον σκοπό της επισκέψεώς του. Εκείνος τον άκουσε με προσοχή και του εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια τις δυσκολίες της μοναχικής ζωής, αλλά και το αυστηρό πρόγραμμα της μονής. Ο Αναστάσιος όμως επέμενε, δίνοντας την υπόσχεση πως με την βοήθεια του Θεού θα υπερνικήσει όλα τα εμπόδια και θα ανταποκριθεί στα καθήκοντα που όριζε η μοναχική πολιτεία. Ο ηγούμενος, ως έμπειρος πνευματικός, διέγνωσε τον ένθεο ζήλο του Αναστασίου και διαπίστωσε την αμετακίνητη και σταθερή απόφασή του να μονάσει. Έτσι τον δέχθηκε στο μοναστήρι. Εκεί ο Αναστάσιος εκάρη μοναχός με το όνομα Ακάκιος. Και την ίδια νύχτα που δέχθηκε το αγγελικό σχήμα και περιεβλήθηκε το μοναχικό ένδυμα, αξιώθηκε με θεία οπτασία. Είδε σαν να βαστούσε στα χέρια του μια αναμμένη λαμπάδα, που είχε φως υπέρλαμπρο και φώτιζε όλο τον τόπο εκείνο.
Ο νέος μοναχός με την συμπεριφορά, την εργατικότητα και την πνευματικότητά του κέρδισε την αγάπη και την συμπάθεια όλων των πατέρων της μονής. Όμως, οι ανάγκες και οι απαιτήσεις του μοναστηριού δεν τον ικανοποιούσε πλέον, διότι πολύ σύντομα είχε κατακτήσει τις μοναχικές αρετές του απλού μοναχού και η ψυχή του αναζητούσε άλλο χώρο για απόλυτη ησυχία και μεγαλύτερη άσκηση.
Έτσι, μεταξύ των ετών 1660-1670 μ.Χ., αναχωρεί για το Άγιον Όρος. Αρχικά ο Όσιος κατευθύνθηκε στην περιοχή της Μεγίστης Λαύρας και κατέφυγε σε κάποιο σπήλαιο, κοντά στη «Σκήτη του Καυσοκαλύβη», όπου ασκήτεψε για ένα χρονικό διάστημα. Το ενδιαφέρον του για την όσο το δυνατόν καλύτερη μόρφωσή του, τον οδήγησε στο να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα ασκήσεως και πνευματικής εργασίας. Χωρίς καμιά καθυστέρηση επισκέπτεται μοναστήρια και σκήτες, ερημητήρια ησυχαστών και σπήλαια ασκητών και αναζητεί, «ὡς ἐλαφρῶς διψώσα ἐπὶ τᾶς πηγᾶς τῶν ὑδάτων», τους εκλεκτούς και δοκιμασμένους μοναχούς. Υποτάσσεται πρόθυμα σε αυτούς, συνεργάζεται μαζί τους και μαθητεύει με υπομονή κοντά τους.
Ο Όσιος φθάνει τελικά στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου και μετά από σύντομη επίσκεψη σε αυτό απομακρύνεται σε ερημική τοποθεσία επάνω στο μοναστήρι, για να ησυχάσει. Εκεί έμεινε πολύ καιρό και κάθε Σάββατο κατέβαινε στο μοναστήρι και εκκλησιαζόταν.
Επόμενος σταθμός του ήταν η σκήτη του Παντοκράτορος, όπου συναντήθηκε με τον γνωστό από το μοναστήρι της Σουρβιάς γέροντα πνευματικό του, που είχε έλθει από τη Ζαγορά του Βόλου για να σπουδάσει τη βυζαντινή μουσική. Ο γέροντας χάρηκε πάρα πολύ όταν συναντήθηκε με τον Όσιο και ζήτησε να τον πάρει μαζί του ως μοναχό. Εκείνος όμως ζήτησε την ευχή του και τον παρακάλεσε να μην επιμείνει, διότι ήθελε να ασκητέψει μόνος του.
Ύστερα από την συνάντηση αυτή ο Όσιος έφυγε από τη σκήτη του Παντοκράτορος προς άγνωστη κατεύθυνση και με συμβουλή του γέροντος πνευματικού Γαλακτίωνος ήλθε στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, επάνω στη Μεταμόρφωση, για να μονάσει. Εκεί ασκητεύοντας παρέμεινε είκοσι ολόκληρα χρόνια.
Κάποτε ο Όσιος Ακάκιος είδε τον Όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλυβίτη (τιμάται 13 Ιανουαρίου), με κάτασπρη και αστραφτερή ιερατική στολή, να περιφέρεται και να θυμιατίζει όλο το ναό και ένα πλήθος μοναχών με την ίδια λευκή στολή να τον ακολουθούν. Και όταν ο Όσιος Ακάκιος ρώτησε, «ποιοι ήσαν αυτοί που τον συνόδευαν», ο Όσιος Μάξιμος απάντησε: «Είναι όλοι εκείνοι οι Όσιοι Πατέρες από την περιοχή των Καυσοκαλυβίων, οι οποίοι χάρις σε αυτόν ευρήκαν τη σωτηρία τους».
Επειδή τα χρόνια περνούσαν και η περιοχή που ασκήτευε ο Όσιος ήταν δύσβατη και άνυδρη, αναγκάσθηκε να μετακινηθεί χαμηλότερα προς τη θάλασσα, προς το ακρωτήρι της Αθωνικής Χερσονήσου, εκεί όπου βρίσκεται η σημερινή σκήτη των Καυσοκαλυβίων (Αγίας Τριάδος). Εκεί ο Όσιος αναζήτησε την κατοικία του σε ένα μικρό σπήλαιο, το οποίο μέχρι σήμερα φέρει το όνομά του. Με τις σπάνιες αρετές του αναδείχθηκε κατά τον υμνωδό «κορυφαίος των Ασκητών και Θεοφόρων Πατέρων το καύχημα».
Ο Όσιος Ακάκιος προέβλεψε και προείπε την κοίμησή του σε όλους τους υποτακτικούς που μόναζαν κοντά του. Ιδιαίτερα όμως στον μοναχό Αθανάσιο, ο οποίος έφθασε στο σπήλαιο του Οσίου από την σκήτη της Αγίας Άννης για να λάβει την ευχή του, είπε: «Εγώ τώρα Αθανάσιε, πηγαίνω στράτα μακρά και πλέον δεν θα βλέπουμε ο ένας τον άλλον. Να έχεις την ευχή της Παναγίας μας». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του. Ευλόγησε έπειτα τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και κοιμήθηκε με ειρήνη την Κυριακή των Μυροφόρων, το έτος 1730 μ.Χ. και σε ηλικία εκατό περίπου ετών.

ΑΓΙΟΙ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ, ΣΥΜΕΩΝ , ΘΕΟΔΩΡΟΣ

Η Κάρα και η δεξιά της Αγίας Ευφροσύνης βρίσκονται στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Η Κάρα του Οσίου Θεοδώρου βρίσκεται στην Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Η Κάρα του Οσίου Συμεών βρίσκεται στην Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Άγιοι που εορτάζουν: Οσιος Συμεων Κτητορας Της Ιερας Μονης Του «μεγαλου Σπηλαιου» Ο Θαυματουργος, Οσιος Θεοδωρος Κτητορας Της Ιερας Μονης Του «μεγαλου Σπηλαιου» Ο Θαυματουργος, Οσιος Ευφροσυνη Η Ποιμενιδα Η Θαυματουργος

Βιογραφία
Οι Όσιοι Συμεών, Θεόδωρος και Ευφροσύνη οι θαυματουργοί είναι άγνωστοι στους Συναξαριστές. Απ’ αυτούς ο Συμεών και ο Θεόδωρος ήταν αδέλφια μεταξύ τους και κτήτορες της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου. Γεννήθηκαν στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. και αφού ασκητικά και οσιακά έζησαν απεβίωσαν ειρηνικά. Η δε Οσία Ευφροσύνη, είναι αυτή που βρήκε την εικόνα της Θεοτόκου, που κατά την παράδοση αγιογραφήθηκε από τον απόστολο Λουκά και φυλάσσεται μέχρι και σήμερα στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στην Πελοπόννησο. Όλα αυτά βέβαια, σύμφωνα με την Ακολουθία των Αγίων, που εκδόθηκε στη Βενετία το 1706 μ.Χ., στην Αθήνα το 1840 μ.Χ. και 1911 μ.Χ.

ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΗΤΗΣ
Ο όσιος Γέρων Πορφύριος, κατά κόσμον Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906 μ.Χ., στην Εύβοια, στο χωριό Άγιος Ιωάννης της επαρχίας Καρυστίας. Οι γονείς του, Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης και Ελένη, το γένος Αντωνίου Λάμπρου, ήταν ευσεβείς και φιλόθεοι άνθρωποι. Ο πατέρας του, μάλιστα, ήταν ψάλτης στο χωριό και είχε γνωρίσει προσωπικά τον Άγιο Νεκτάριο. Η οικογένειά του ήταν πολυμελής και οι γονείς, φτωχοί γεωργοί, δυσκολεύονταν να τη συντηρήσουν. Γι’ αυτό ο πατέρας υποχρεώθηκε να φύγει στην Αμερική, όπου δούλεψε στην κατασκευή της διώρυγας του Παναμά.
Ο μικρός Ευάγγελος ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Φύλαγε πρόβατα στο βουνό και είχε παρακολουθήσει μόνο την πρώτη τάξη του δημοτικού, όταν αναγκάστηκε και αυτός λόγω της μεγάλης φτώχειας να πάει στη Χαλκίδα για να δουλέψει. Ήταν μόλις επτά χρονών. Εργάστηκε δύο τρία χρόνια σ ἕνα κατάστημα. Μετά πήγε στον Πειραιά, όπου δούλεψε δύο χρόνια στο παντοπωλείο ενός συγγενούς.
Στα δώδεκά του χρόνια έφυγε κρυφά για το Άγιον Όρος, με τον πόθο να μιμηθεί τον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη, τον οποίο είχε ιδιαίτερα αγαπήσει, όταν παλαιότερα είχε διαβάσει το βίο του. Η χάρις του Θεού τον οδήγησε στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων και στην υποταγή δύο Γερόντων, του Παντελεήμονος, ο οποίος ήταν και πνευματικός, και του Ιωαννικίου, αδελφών κατά σάρκα. Αφοσιώθηκε στους δύο Γέροντες, που κατά κοινή ομολογία ήταν ιδιαίτερα αυστηροί, με μεγάλη αγάπη και με πνεύμα απόλυτης υπακοής.
Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και πήρε το όνομα Νικήτας. Μετά από δύο χρόνια έγινε μεγαλόσχημος. Λίγο αργότερα ο Θεός του δώρισε το διορατικό χάρισμα.
Στα δεκαεννέα του χρόνια ο Γέροντας αρρώστησε πολύ σοβαρά, γεγονός που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει οριστικά το Άγιον Όρος. Επέστρεψε τότε στην Εύβοια, όπου εγκαταβίωσε στη Μονή του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών. Ένα χρόνο αργότερα, το έτος 1926 μ.Χ., σε ηλικία είκοσι ετών, χειροτονήθηκε ιερέας στον Άγιο Χαράλαμπο Κύμης από τον Πορφύριο Γ’ , Αρχιεπίσκοπο Σινά, ο οποίος του έδωσε το όνομα Πορφύριος. Στα είκοσι δύο του έγινε πνευματικός-εξομολόγος και λίγο αργότερα αρχιμανδρίτης. Για ένα διάστημα εργάστηκε ως εφημέριος στους Τσακαίους, χωριό της Εύβοιας.
Στην Εύβοια, στην Ιερά Μονή Αγίου Χαραλάμπους, έζησε δώδεκα χρόνια, διακονώντας τους ανθρώπους ως πνευματικός και εξολόγος, και τρία χρόνια στην Άνω Βάθεια, στην εγκαταλελειμμένη Μονή του Αγίου Νικολάου.
Το 1940 μ.Χ., παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γέροντας Πορφύριος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ανέλαβε καθήκοντα εφημερίου και πνευματικού στην Πολυκλινική Αθηνών. Όπως ο ίδιος έλεγε, έζησε εκεί τριάντα τρία χρόνια σαν μία μέρα, ασκώντας ακαταπόνητα το πνευματικό έργο και ανακουφίζοντας τον πόνο και την ασθένεια των ανθρώπων.
Από το 1955 μ.Χ. είχε εγκατασταθεί στα Καλλίσια, όπου είχε μισθώσει από την Ιερά Μονή Πεντέλης το εκεί ευρισκόμενο μονύδριο του Αγίου Νικολάου με την αγροτική περιοχή που το περιέβαλλε, την οποία καλλιεργούσε με μεγάλη επιμέλεια. Εδώ, παράλληλα εξασκούσε το πλούσιο πνευματικό του έργο.
Το καλοκαίρι του 1979 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στο Μήλεσι με το όνειρο να χτίσει μοναστήρι. Εκεί ζούσε στην αρχή σε ένα τροχόσπιτο κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες και μετά σε ένα απέριττο κελλάκι από τσιμεντόλιθους, όπου και υπέμενε αγόγγυστα τις πολλές δοκιμασίες της υγείας του. Το 1984 μ.Χ. μεταφέρθηκε σε κτίσμα του υπό ανέγερση μοναστηριού, για την ολοκλήρωση του οποίου ο Γέροντας, παρόλο που ήταν πολύ άρρωστος και τυφλός, εργαζόταν ακατάπαυστα και ακαταπόνητα. Με τη θεμελίωση του Καθολικού της Μονής Μεταμορφώσεως, στις 26 Φεβρουαρίου 1990 μ.Χ., αξιώθηκε να δει το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα.
Τα τελευταία χρόνια της επίγειας ζωής του άρχισε να προετοιμάζεται για την κοίμησή του. Επιθυμούσε να αποσυρθεί στο Άγιον Όρος, στα αγαπημένα του Καυσοκαλύβια, όπου μυστικά και αθόρυβα, όπως έζησε, θα έδιδε την ψυχή του στο Νυμφίο της. Πολλές φορές τον άκουσαν να λέει: «Επιδιώκω και τώρα που εγήρασα να πάω και να πεθάνω εκεί πάνω».
Πράγματι, τον Ιούνιο του 1991 μ.Χ., προαισθανόμενος το τέλος του, και μη θέλοντας να κηδευθεί με τιμές, αναχώρησε για το καλύβι του Αγίου Γεωργίου στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου είχε καρεί μοναχός πριν από περίπου 70 χρόνια και στις 4:31΄ το πρωί της 2ας Δεκεμβρίου 1991 μ.Χ. παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο, που τόσο αγάπησε στη ζωή του.
Τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν από το στόμα του ήταν από την αρχιερατική προσευχή του Κυρίου, αυτά που τόσο αγαπούσε και πολύ συχνά επαναλάμβανε: «ἵνα ὦσιν ἓν».
Στην αγιοκατάταξη του Γέροντος Πορφυρίου προχώρησε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 2013 μ.Χ., υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του
Τα κύρια χαρακτηριστικά του Γέροντος Πορφυρίου σε όλη τη ζωή του ήταν η άκρα ταπείνωσή του, η τέλεια αγάπη του στον Χριστό και τον συνάνθρωπο, η αίσθηση του ότι ανήκει στην Εκκλησία, με μία απόλυτη υπακοή σ΄ αυτήν εν Χριστώ και με μία απόλυτη ενότητα με όλους και η βίωση της αθανασίας και της ελευθερίας από τον φόβο και την κόλαση από αυτή εδώ τη ζωή. Σ΄ αυτά πρέπει να προστεθούν η αγόγγυστη υπομονή του στους αφόρητους πόνους, η σοφή διάκρισή του, η ασύλληπτη διόρασή του, η απέραντη φιλομάθειά του, η εκπληκτική ευρύτητα των γνώσεων του που ήταν καρπός της Χάρης και δώρο Θεού και όχι αποτέλεσμα σπουδής, η ανεξάντλητη φιλοπονία και εργατικότητα του, η αδιάλειπτη ταπεινή και για τον λόγο αυτόν αποτελεσματική προσευχή του, το ακραιφνώς ορθόδοξο, αλλά όχι φανατικό φρόνημά του, οι επιτυχείς συμβουλές του, η πολυμέρεια των διδαχών του, η βαθύτατη ευλάβειά του, το ιεροπρεπέστατο των ακολουθιών που τελούσε, και η μεγάλη φροντίδα του να κρατηθεί μυστική η εκτεταμένη προσφορά του.
Τα ουσιώδη
Προσπαθώντας να εμβαθύνουμε στα ουσιώδη στοιχεία που συγκροτούσαν την προσωπικότητα του Γέροντος Πορφυρίου καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι αυτά ήταν: πρώτον, η ένταξή του στην Εκκλησία κατά έναν ουσιαστικό και όχι τυπικό τρόπο, δεύτερον, η απέραντη αγάπη του στον Χριστό και δι΄ Αυτού στον συνάνθρωπο, που συνοδευόταν από αγία ταπείνωση, τρίτον, η βίωση της εν Χριστώ μυστικής χαράς και τέταρτον η βίωση της εν Χριστώ αθανασίας.
α) Η ένταξη στην Εκκλησία
Ο Γέρων Πορφύριος έλεγε μαζί με όλους τους Αγίους ότι ο Χριστός πρέπει να είναι μέσα στην Εκκλησία. Αυτό σημαίνει ενωμένος με τον Χριστό και με όλους τους ανθρώπους του Χριστού και προπαντός με τον αρχιερέα Του, που επέχει τόπο και τύπο Χριστού. Αλλά αυτό, το να είναι κανείς μέσα στην Εκκλησία δεν είναι κάτι τυπικό. Αυτό άλλωστε πρέπει να σημαίνει η διαθήκη του, στην όποια μας εύχεται να μπούμε στην επίγεια άκτιστη Εκκλησία του Θεού, παρ΄ όλον που επιφανειακά σκεπτόμενοι θα του απαντούσαμε ότι είμαστε ήδη στην Εκκλησία, αφού είμαστε βαπτισμένοι.
Πράγματι είμεθα μέσα στην Εκκλησία, αλλά τόσο μόνο όσο είναι μέσα στην Ελλάδα ο ξένος ταξιδιώτης που πέρασε τα σύνορα της κατά ένα-δύο βήματα. Αυτός, αν και είναι στην Ελλάδα τυπικά και ουσιαστικά και μπορεί να ταξιδέψει παντού σ΄ αυτήν και να τη γνωρίσει όλη, όμως είναι σαν να μην είναι, αφού μόνο δυο βήματα πέρασε στο έδαφός της και τίποτε δεν ξέρει ακόμη από Ελλάδα. Έτσι και ο Χριστιανός που μια φορά πέρασε την πόρτα της Εκκλησίας και μπήκε μέσα σ΄ αυτήν, είναι ουσιαστικά σαν να μην μπήκε, άμα δεν προχωράει διαρκώς βαθύτατα σ΄ αυτήν μέχρι να φθάσει στον θρόνο του Θεού.
Ο Γέροντας είχε δει στην πράξη ότι η Χάρη του Θεού ενεργεί μέσα στην Εκκλησία, ότι οι πιστοί πρέπει να είναι μεταξύ τους ενωμένοι σαν ένα σώμα, το σώμα του Χριστού, ότι κανείς δεν μπορεί να σωθεί όταν ζητά μόνο την ατομική του σωτηρία, ότι η ενότητα ως αίτημα, πόθος και βίωμα του πιστού είναι βασικό στοιχείο της Εκκλησίας και προϋπόθεση της σωτηρίας και ότι η αγάπη, που ωθεί την ψυχή στην ενότητα, είναι απαραίτητη, για να μπει κανείς στην κοινότητα που συνιστά την επίγεια άκτιστη Εκκλησία και να σωθεί εκεί.
β) Η αγάπη
Η κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία συμμέτοχων στην ύπαρξη και στη χαρά, για τη μετάδοση της ζωής, είναι η αγάπη. Αυτός που σκέπτεται ότι ο νέος άνθρωπος θα του στερήσει κάτι από την άνεσή του και τη χαρά του δεν σκέπτεται όπως ο Θεός, ο οποίος δημιούργησε το ανθρώπινο Γένος, παρ΄ όλον ότι αυτό Τον παρεπίκρανε (ανθρωποπαθώς μιλώντας). Η μόνη διάθεση, λοιπόν, που αρμόζει σε ανθρώπους πλασμένους εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν Θεού, είναι η αγάπη, δηλαδή το άνοιγμα της καρδιάς στο άλλο πρόσωπο, στο Σύ του Θεού και στο σύ του συνανθρώπου.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους όποιους προσπαθεί η Εκκλησία να πείσει τους ανθρώπους να βαδίσουν στον σωστό δρόμο. Όμως ο βασιλικός δρόμος της ευαίσθητης, ποιητικής και ευγενικής ψυχής που σου υπεδείκνυε ο Γέρων Πορφύριος είναι ο δρόμος της αγάπης, του θείου έρωτα προς τον Ιησού Χριστό και η ανιδιοτέλεια, δηλαδή η αδιαφορία για το αν η αγάπη σου στον Χριστό συνεπάγεται χαρές ή οδύνες. Είναι δρόμος γεμάτος αρχοντιά και ανωτερότητα, χωρίς μιζέριες, υπολογισμούς και φόβους, λεβέντικος και άξιος του θείου μεγαλείου και της απόλυτης εμπιστοσύνης στη φιλική διάθεση του Χρίστου που μας αγαπά.
Αυτό συνεπάγεται και μία ωραία μεθόδευση του πνευματικού αγώνα του χριστιανού, την οποία συχνά-πυκνά και με πολλά παραδείγματα ανέπτυσσε. Ας θυμηθούμε μερικά:
– Όταν είσαι σ΄ ένα κατασκότεινο δωμάτιο, μη χτυπάς το σκοτάδι για να το διώξεις. Δεν φεύγει έτσι. Άνοιξε το παράθυρο στο φως, δηλαδή δώσου στην αγάπη του Χριστού και τότε χωρίς κόπο φεύγει το σκοτάδι.
– Όταν έρχεται ο κακός λογισμός, η μελαγχολική σκέψη, ο φόβος, ο πειρασμός να σε καταλάβει, μην πολεμάς μαζί τους να τα διώξεις. Άνοιξε τα χέρια σου στην αγάπη του Χριστού και σε παίρνει στην αγκαλιά του και χάνονται αυτά μόνα τους.
– Όταν ο κήπος της ψυχής σου είναι γεμάτος αγκάθια (πάθη), μην προσπαθείς να τα ξεριζώσεις και βρίσκεσαι διαρκώς τραυματισμένος και μολυσμένος από την ασχολία σου μαζί τους. Δώσε όλη τη δύναμη σου στα λουλούδια της ψυχής σου, πότισέ τα, και τότε τ΄ αγκάθια θα ξεραθούν μόνα τους. Και το καλύτερο λουλούδι είναι η αγάπη σου στον Χριστό. Αν ποτίσεις αυτήν και αναπτυχθεί, όλα τα αγκάθια μαραίνονται.
γ) Η χαρά
Ο Γέρων Πορφύριος αγαπούσε όλους με την αγάπη του Χριστού που είναι μοναδική για τον καθένα. Αλλά η πλούσια καρδιά του Χριστού και όσων ομοιώθηκαν μ΄ Αυτόν, μπορεί ν΄ αγαπά με μοναδικό τρόπο τον κάθε άνθρωπο, που είναι εικόνα του αγαπημένου Χριστού. Και η αγάπη αυτή ελκύει τη Θεία Χάρη, που επιπίπτει στον αγαπώντα σαν χαρά μεγάλη και ανεξάντλητη. Αυτός που αγαπά είναι χαρούμενος, γιατί η αγάπη είναι δόσιμο και το δόσιμο συνεπάγεται τη μακαριότητα, όπως είπε ο Κύριος («μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν», Πράξ. 20,35). Έτσι ζούσε ο Γέροντας στη χαρά που κανείς, ούτε οι πόνοι ούτε οι θλίψεις, δεν αφαιρεί από εκείνον που είναι δοσμένος στην αγάπη του Χριστού. Ο Γέροντας Πορφύριος, ζώντας μέσα στην αγάπη του Χριστού είχε διαπιστώσει εμπειρικά αυτό που γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής: «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον» (Α’ Ίω. 4,18) και γι΄ αυτό λέει σε μια ηχογραφημένη συνομιλία του με έμφαση και με γεμάτη πραότητα βεβαιότητα «Ο φίλος, ο αδελφός (ο Χριστός)…! Πώς το φωνάζει αυτό όμως…! και πόσο…! Τί βάθος κρύβεται μέσα σ’ αυτό…! Πολύ βάθος! Δηλαδή είναι το θάρρος. Δεν θέλει τον φόβο ο Χριστός, δεν τόνε θέλει τον φόβο!»
δ) Η αθανασία
Η νίκη πάνω στον θάνατο, η αίσθηση και η βεβαιότητα της αθανασίας είναι ένα βίωμα κοινό σε όλους τους Αγίους και στον Γέροντα Πορφύριο. Λέγει στην προαναφερθείσα ηχογραφημένη συνομιλία του: «Ο άνθρωπος του Χριστού πρέπει ν΄ αγαπήσει τον Χριστό, κι όταν αγαπήσει τον Χριστό απαλλάττεται από τον διάβολο, από την κόλαση και από τον θάνατο». Δεν είναι αυτά λόγια ειπωμένα από κάποιον που συνέλαβε αυτή την αλήθεια με τη σκέψη του. Είναι λόγια βγαλμένα από ένα αληθινό προσωπικό βίωμα και γι΄ αυτό έχουν την αξία μαρτυρίας αυτόπτη μάρτυρα. Δεν αλλάζει το πράγμα από το γεγονός ότι ο Γέροντας Πορφύριος από ταπείνωση και βαθιά αίσθηση της ανθρώπινης ασθένειάς μας λέγει ότι δεν έχει φθάσει σε αυτή την κατάσταση. Μάλλον ενισχύεται η αξιοπιστία του, διότι δεν είναι πλέον ένας που νομίζει ότι έφθασε κάπου. «Δεν έχω φθάσει, αυτό ζητάω, αυτό θέλω. Και στη σιωπή μου και παντού προσπαθώ να ζήσω σ΄ αυτά. Δεν τα ζω όμως, …προσπαθώ. Δηλαδή, πως να σου πω, πως να σας πώ; Δεν έχω πάει σ΄ ένα μέρος, έτσι… ή πήγα μια φορά, το είδα, τώρα δεν είμαι εκεί, αλλά το θυμάμαι, το λαχταράω, το θέλω. Να τώρα, αυτή τη στιγμή, αύριο, μεθαύριο, κάθε στιγμή μούρχεται και το θέλω. Θέλω να πάω εκεί, το ζητάω. Δεν είμαι όμως εκεί… Ναι, αλλά ζω μέσα σ΄ αυτή την προσπάθεια…»
Βεβαιοί ο Άγιος Γρηγόριος ότι το ευρείν τον Θεόν έγκειται εις το αεί Αυτόν ζητείν. Δεν υπάρχει καλύτερη και εγκυρότερη επιβεβαίωση ότι ο Γέρων Πορφύριος βρήκε τον Θεό, και ότι ο δρόμος της αγάπης που μας υποδεικνύει είναι ο συντομότερος, ο ασφαλέστερος και ο καλύτερος για να μας βρει και μας ο Θεός και να περιμαζέψει τον καθένα μας, σαν το ένα απολωλός πρόβατο, με χαρά και με αγάπη και να μας οδηγήσει από αυτήν εδώ τη ζωή στην επίγεια άκτιστη Εκκλησία Του, που είναι χώρα αγάπης, χαράς, ειρήνης και αθανασίας.
Επιστολή Γέροντος Πορφυρίου προς τα πνευματικά του παιδιά
«Αγαπητά πνευματικά μου παιδιά.
Τώρα που ακόμα έχω τας φρένας μου σώας θέλω να σας πω μερικές συμβουλές. Από μικρό παιδί όλο στις αμαρτίες ήμουνα. Και όταν με έστελνε η μητέρα μου να φυλάξω τα ζώα στο βουνό, γιατί ο πατέρας μου, επειδή ήμασταν φτωχοί είχε πάει στην Αμερική για να εργαστεί στην διώρυγα του Παναμά, για εμάς τα παιδιά του, εκεί, που έβοσκα τα ζώα συλλαβιστά διάβαζα τον βίο του αγίου Ιωάννου του Καλλυβίτου και πάρα πολύ αγάπησα τον Άγιο Ιωάννη και έκανα πάρα πολλές προσευχές σαν μικρό παιδί που ήμουνα 12-15 χρονών δεν θυμάμαι ακριβώς καλά και θέλοντας να τον μιμηθώ με πολύ αγώνα έφυγα από τους γονείς μου κρυφά και ήλθα στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους και υποτάκτηκα σε δυο γεροντάδες αυταδέλφους τον Παντελεήμονα και τον Ιωαννίκιο. Μου έτυχε να είναι πολύ ευσεβείς και ενάρετοι και τους αγάπησα πάρα πολύ και γι’ αυτό με την ευχή τους τους έκανα άκρα υπακοή. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, αισθάνθηκα και μεγάλη αγάπη και προς τον Θεό και πέρασα πάρα πολύ καλά. Αλλά, κατά παραχώρηση του Θεού, για τις αμαρτίες μου αρρώστησα πολύ και οι Γεροντάδες μου μου είπαν να πάω στους γονείς μου στο χωριό μου εις τον Άγιον Ιωάννη Ευβοίας. Και ενώ από μικρό παιδί είχα κάνει πολλές αμαρτίες όταν ξαναπήγα στον κόσμο συνέχισα τις αμαρτίες οι οποίες μέχρι και σήμερα έγιναν πάρα πολλές. Ο κόσμος όμως με πήρε από καλό και όλοι φωνάζουνε ότι είμαι άγιος. Εγώ όμως αισθάνομαι ότι είμαι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος του κόσμου. Όσα ενθυμόμουνα βεβαίως τα εξομολογήθηκα, αλλά γνωρίζω ότι γι αυτά που εξομολογήθηκα με συγχώρησε ο Θεός, αλλ’ όμως τώρα έχω ένα συναίσθημα ότι και τα πνευματικά μου αμαρτήματα είναι πάρα πολλά και παρακαλώ όσοι με έχετε γνωρίσει να κάνετε προσευχή για μένα διότι και εγώ όταν ζούσα πολύ ταπεινά έκανα προσευχή για σας, αλλ’ όμως τώρα που θα πάω για τον ουρανό έχω το συναίσθημα ότι ο Θεός θα μου πεί: τι θέλεις εσύ εδώ; Εγώ ένα έχω να του πω. Δεν είμαι άξιος Κύριε για εδώ, αλλ’ ότι θέλει η αγάπη σου ας κάμει για μένα. Από εκεί και πέρα δεν ξέρω τι θα γίνει. Επιθυμώ όμως να ενεργήσει η αγάπη του Θεού. Και πάντα εύχομαι τα πνευματικά μου παιδιά να αγαπήσουν το Θεό, που είναι το πάν, για να μας αξιώσει να μπούμε στην επίγειο άκτιστο εκκλησία του. Γιατί από εδώ πρέπει να αρχίσουμε. Εγώ πάντα είχα την προσπάθεια να προσεύχομαι και να διαβάζω τους Ύμνους της Εκκλησίας, την Αγία Γραφή και τους βίους των Αγίων μας και εύχομαι και εσείς να κάνετε το ίδιο. Εγώ προσπάθησα με τη χάρη του Θεού να πλησιάσω τον Θεό και εύχομαι και εσείς να κάνετε το ίδιο. Παρακαλώ όλους σας να με συγχωρέσετε για ότι σας στεναχώρησα.

ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΕΚ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ
Ο νεομάρτυρας Χριστόδουλος γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Κασσάνδρας, που ονομαζόταν Βαλτά. Σε νεαρή ηλικία ήλθε στη Θεσσαλονίκη, όπου έκανε το επάγγελμα του ράφτη.
Όταν πληροφορήθηκε ότι κάποιος χριστιανός Βούλγαρος, ετοιμαζόταν ν’ αρνηθεί τον Χριστό προμηθεύτηκε έναν μικρό σταυρό και πήγε στο καφενείο, όπου θα γινόταν η περιτομή του αρνησίχριστου. Διέσχισε το πλήθος των γενιτσάρων, και ενώ χτυπούσαν τα τύμπανα, πλησίασε τον αρνησίχριστο, παρουσίασε τον σταυρό και του είπε: «Αδελφέ τι έπαθες, να η πίστη μας, να ο Χριστός, που σταυρώθηκε για την αγάπη μας, συ γιατί αφήνεις τον Χριστό τον σωτήρα σου και γίνεσαι Τούρκος;». Εξαγριωμένοι οι Τούρκοι, όρμησαν και συνέλαβαν τον Χριστόδουλο και με χτυπήματα τον οδήγησαν στον κριτή, όπου απαίτησαν τον θάνατο του. Στην προτροπή του κριτή ν’ αρνηθεί τον Χριστό, ο Μάρτυρας με θάρρος απάντησε: «… και συ άφησε τον μωαμεθανισμό και γίνε Χριστιανός». Αποδεικνύοντας έτσι την ακλόνητη πίστη του, παραδόθηκε στους δήμιους, οι οποίοι τον κρέμασαν κοντά στον ναό του Αγίου Μηνά στη Θεσσαλονίκη. Το λείψανο του αγίου με καρφωμένο τον σταυρό στην πλάτη του, παρέμεινε γυμνό κρεμασμένο για δύο μέρες. Κατόπιν οι Χριστιανοί, αγόρασαν το λείψανο του αντί 600 γροσιών και το έθαψαν με τιμές.
ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΕΚ ΚΟΡΗΣΟΥ
Γεννήθηκε το 1316 στην Κορησό της Καστοριάς. από μικρός πόθησε το μοναχικό σχήμα και μόλις «εφύη το γένειόν του« αναχώρησε για τον Άθωνα και υποτάχθηκε στον κατά σάρκα αδελφό του, τον άγιο Θεοδόσιο, που ήταν ηγούμενος στη μονή Φιλόθεου. Εκεί χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς, συμπλήρωσε τις γραμματικές του γνώσεις και έλαμπε σε όλη την αδελφότητα για τις αρετές του.
Ο πόθος της ησυχίας τον απομακρύνει από τη μονή του και τον φέρνει σε ένα σπήλαιο της νότιας πλευράς του Όρους, που λέγεται Μικρός Άθωνας. Εκεί έζησε ο τρισόλβιος με υπερθαύμαστη άσκηση δίχως να γευθεί τίποτε το μαγειρευμένο επί μία τριετία (1347-1350). Η φήμη της ισάγγελης βιοτής του έφερε πολλούς φιλάρετους πλησίον του. Σε όλους έγινε υπόδειγμα και παράδειγμα, πηγή ωφελείας. Η διάκριση του βοήθησε και πολλούς κοσμικούς που έρχονταν προς εξομολόγηση.
Αγρυπνώντας, είδε θείο όραμα -«θεία τις δύναμις ως καιομένη λαμπάς αυτώ καθωράτο»- και αποφάσισε την ίδρυση μονής. Για τον λόγο αυτό πήγε να συναντήσει τον αδελφό του Θεοδόσιο, που είχε γίνει μητροπολίτης Τραπεζούντος, και μαζί πήγαν στον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄τον Κομνηνό. Ο αυτοκράτορας τους υποδέχθηκε με τιμές και ευχα¬ρίστως έδωσε χρήματα, εκδίδοντας χρυσόβουλλο για τη νέα μονή (1375), με μόνη απαίτηση τη μνημόνευση του ονόματος του. Κτίσθηκε το 1380 και αφιερώθηκε στον Τίμιο Πρόδρομο, σήμερα είναι όμως γνωστή με το όνομα του κτήτορός της. Μετά από καταστροφή πειρατών, ο Διονύσιος ξαναπηγαίνει στην Τραπεζούντα για τρίτη φορά για νέες ενισχύσεις. Εκεί τον βρήκε ο θάνατος, τον όποιο είχε προγνωρίσει. Το λείψανο του τέλεσε πολλά θαύματα.
Στη μονή του οσίου, που αναδείχθηκαν αρκετοί άγιοι, βρίσκεται το αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο και η εικόνα της Θεοτόκου του Ακάθιστου, που έδωσε ο αυτοκράτορας Αλέξιος στον όσιο. Κατά την παράδοση, ενώπιον της λεγόταν ο Ακάθιστος Ύμνος.
Τον βίο του οσίου έγραψε ο ιερομόναχος Μητροφάνης. Ακολουθία του υπάρχει σε κώδικα της μονής του. Νεώτερη συνέθεσε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Ναός του υπάρχει στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Η μνήμη του τιμάται στις 25 Ιουνίου, την επόμενη της εορτής της μονής, του Γενεσίου του Τιμίου Προδρόμου. Η κοίμησή του όμως έγινε στις 25 Φεβρουαρίου.

ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΠΑΛΛΑΔΑΣ

Ο Άγιος Γεράσιμος ο Παλλαδάς γεννήθηκε το 1633 μ.Χ. γεννήθηκε στο χωριό Σκιλλούς της Πεδιάδος Κρήτης από ευγενείς και ευσεβείς γονείς. Ο πατέρας του Θεόδωρος υπήρξε πρωτοπαπάς και ιεροκήρυκας στον Χάνδακα και είναι γνωστή μία ομιλία του που εξεφώνησε στη μνήμη των Αγίων δέκα μαρτύρων των εν Κρήτη το 1633 μ.Χ. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα του. Κατόπιν μετέβη για σπουδές στην Κέρκυρα και την Βενετία. Γνώριζε ελληνικά, λατινικά και εβραϊκά· «φιλότιμος γαρ ων και δεξιάς φύσεως δια το μνημονικόν, εν λόγοις μέγας εγένετο τη μαθήσει πάντας τους κατ’ εκείνου καιρού υπερβαίνων».
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα δεν κατάφερε να μεταβεί στην Κρήτη λόγω της αλώσεως της από τους Τούρκους. Έτσι δίδασκε και κήρυττε στην Πελοπόννησο, τα Ιωάννινα, την Άρτα και την Παραμυθία. Άγνωστο πότε, εξελέγη μητροπολίτης Καστορίας, στην οποία χρημάτισε διδάσκαλος, παρέχοντας δείγματα της σοφίας και της αγιότητός του. Τον Μάϊο του 1686 μ.Χ. του δόθηκε επιτροπικώς η μητρόπολη Αδριανουπόλεως. Ο Καισάριος Δαπόντες γράφει ότι ο Μαυροκορδάτος «έκαμεν Αδριανουπόλεως τον από Καστορίας σοφώτατον Γεράσιμον».
Στις 25 Ιουλίου 1688 μ.Χ. εξελέγη πατριάρχης Αλεξανδρείας, διαδεχθείς τον αποθανόντα στο σεισμό της Σμύρνης Πατριάρχη Παρθένιο (1678 – 1688 μ.Χ.) τον από Βηθλεέμ. Κύριο μέλημά του ήταν η διάδοση του θείου λόγου. Σώζονται πολλές χειρόγραφες ομιλίες του. Λόγω μεγάλων χρεών του πατριαρχείου αναγκάσθηκε να περιέλθει τις ρου¬μανικές χώρες και τη Ρωσία διενεργώντας εράνους. Οι άρχοντες τον δέχονταν με τιμές και του προσέφεραν πλούσια δώρα, εξασφαλίζοντας τα εκεί μετόχια του πατριαρχείου. Εργάσθηκε για την επίλυση του χρονίζοντος σιναϊτικού προβλήματος και συνέταξε κανονισμό για το πτωχοκομείο της μονής Αγίου Γεωργίου Καΐρου. Ανέπτυξε πλούσια αλληλογραφία με προσωπικότητες της εποχής του, όπως τον Μέγα Πέτρο της Ρωσίας, τον πάπα Ρώμης Κλήμεντα ΙΑ΄, την Εκκλησία της Κύπρου και της Κρήτης.
Στις 20 Ιανουαρίου 1710 μ.Χ., μετά 22 ετών γόνιμη πατριαρχεία, παραιτείται λόγω ασθενείας, γήρατος και χάριν της ησυχίας υπέρ του Επισκόπου Χίου Σαμουήλ: «Γήρατι όμως ήδη κατακαμφθείσα – η μετριότητα του, όπως γράφει στην παραίτηση του ο ίδιος – και πάθεσι νοεροίς περιπεσούσα, την του σώματος δύναμιν εγνώρισεν ατονήσασαν και εις μνήμην έχουσα το τέλος της ζωής και το του θανάτου άφευκτον και άδηλον και άωρον, τοις πάσι χάριν κέκρικεν ειπείν, και μόνην της ησυχίας ασπάσασθαι, ως φίλην θεώ και την της ψυχής προξενούσαν σωτηρίαν… Τούτων δε πάντων λύπη συσχεθέντων εν δάκρυσι θερμοίς και πνεύματι συντετριμμένω ουκ εδέξαντο την αγγελίαν, αλλ’ ηξίουν ημάς μεταβαλείν τον σκοπόν και την αιτίαν του τοιούτου απροσδοκήτου αυτών απορφανισμού επυνθάνοντο μήποτε δια λύπην η παραπικρασμόν η ενόχλησίν τινος των πατέρων η των χριστιανών, προετράπημεν εις τούτο, ημείς δε παντοίοις τρόποις και λόγοις βεβαιώσεως επιστώσαμεν τους πάντας, ότι δια μόνην την ησυχίαν και την της ψυχής ημών σωτηρίαν τούτο γίνεται μόλις ουν κατένευσαν τω ημετέρω σκοπώ, ω εν ονόματι του μεγάλου θεού».
Ο πατριάρχης Γεράσιμος παρέμεινε στο Ταμιάθιο ως τον Μάϊο του 1712 μ.Χ. Κατόπιν μετέβη για εφησυχασμό, μελέτη και προσευχή στην ιερά μονή Βατοπαιδίου, όπου και ανεπαύθη οσιακώς τον Ιανουάριο του 1714 μ.Χ. Στον τάφο του υπήρχε η επιγραφή: «Εκοιμήθη ο δούλος του θεού και μακαριώτατος Πατριάρχης Αλεξανδρείας κυρ Γεράσιμος εν έτει αψιδ’΄μηνι Ιανουαρίω ιε’΄ Ινδικτιώνος». Η κάρα του φυλάγεται σε ασημένια λειψανοθήκη στο άγιο βήμα του Καθολικού της μονής.
Οσοι αναφέρονται σε αυτόν τον εγκωμιάζουν για τη λογιότητα και την αγιότητά του: Ο μοναχός Καισάριος Δαπόντες ο Ξηροποταμηνός γράφει: «Ανήρ σοφώτατος και αγιώτατος, θεολόγος, φιλόσοφος, ανιχνευτής του βάθους των θείων Γραφών, δαημονέστατος της ελληνικής, εβραϊκής και λατινικής γλώσσης εχρημάτισε…». Ο έξ Απορρήτων Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος έγραφε προς τον ίδιο: «Τον δε λειμώνα των αρετών και των χαρίτων, ώσπερ αυτώ τέθηλε και επανθεί και κοσμεί ποικίλοις καρποίς, και την αθάνατον υμίν ευωδίαν αποπνέει.. διοφρήδην έπεισιν εκείνο γε΄ ότι το της οικουμένης κριτήριον, την θεοφρούρητον ρήσιν καθέδραν των Αλεξανδρέων, εν καιροίς ιδίοις, αξιολογωτάτην ανδρών ουδέποτε κατέλιπιν έρημον η θεία πρόνοια..». Αξιοσημείωτοι είναι και οι λόγοι του Γερασίμου Μαζαράκη: «Ο Γεράσιμος πρέπει να συναριθμηθή μεταξύ των μεγάλων της Ανατολής Πατριαρχών και προμάχων της Ορθοδοξίας, ως δια του λόγου, της γραφίδος και του παραδείγματος καταπολεμήσας επιτυχώς τας προσπαθείας της Δύσεως. Μη δε τις νομίση ότι ο κίνδυνος, ον διέτρεχεν η Ανατολή, ήτο τότε μικρότερος του επί Κυρίλλου. Η Εκκλησία της Ρώμης διδαχθείσα εκ των πραγμάτων ότι ουδέν ηδύνατο να κατορθώση δια της βίας, μετεχειρίζετο νυν πολιτικήν διαλλαγής και δια ιεραποστόλων, συστάσεως σχολείων εν Ανατολή και εκδόσεως συγγραμμάτων, εξηκολούθει να επιδιώκη την πραγματοποίησιν των προαιωνίων πόθων της. Μεγάλως τότε κατερραδιουργούντο ο ημέτεροι, ιδία δε εν Παλαιστίνη και Συρία… Τας ενεργείας ταύτας επολέμησεν ο Γεράσιμος δια τε της προς τους εν Τριπόλει της Συρίας επιστολής του και του μεγάλου σεβασμού, ου παρά τοις εν Συρία και Παλαιστίνη απήλαυε».
Έργα του αγίου Γερασίμου σώζονται: θεολογικά, υμνογραφικά, φιλοσοφικά και φιλολογικά. Βιογράφος του είναι ο συνώνυμος και ένας των διαδόχων του Γεράσιμος Γ΄ ο Γηράρης (1783 – 1788 μ.Χ.), ο όποιος στις 20 Μαΐου 1785 μ.Χ. γράφει: «Βίος του εν Αγίοις Πατρός ημών Γερασίμου Πατριάρχου Αλεξανδρείας του Κρητός και Παλλαδά καλουμένου Μητροπολίτου πρότερον Καστορίας». Μεταξύ άλλων αναφέρει: «Απήλθεν εις τας αιωνίους και μακαρίους των δικαίων σκηνάς, ίνα κατατρυφά της θείας ελλάμψεως, ελλαμφθείς πρότερον εντεύθεν, ως έμαθε παρ’ αυτού του αγίου Πνεύματος, ως και ημάς εδίδαξεν. Αλλ’ ω πάτερ άγιε και σεβάσμιε, ο ελλαμπόμενος και δεχόμενος τας θείας ελλάμψεις εντελώς, δος και ημίν άπασι τοις αγαπώσι τα σα ένθεα προτερήματα, όπως διά σου χειραγωγούμενοι, φωτισθώμεν και ημείς μη ετέρως σε βλέπειν, μηδ΄εις δεξιά η αριστερά παρεκκλίνειν…».
Ακολουθία συνέθεσε ο νυν μητροπολίτης Ρόδου Κύριλλος Κογεράκης. Η επίσημη αναγνώριση του έγινε από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας στις 17 Σεπτεμβρίου 2002 μ.Χ.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΓΑΪΟΣ
Ο Άγιος Γάιος ο οποίος εορτάζεται στους Παξούς, αναφέρεται ότι ήταν ένας από τους δυο πιστούς που βάπτισε ο Απόστολος Παύλος στην Κόρινθο.
Ο Γάιος αναφέρεται αφενός στην προς Ρωμαίους επιστολή του αποστόλου Παύλου ως ο άνθρωπος που τον φιλοξένησε στην Κόρινθο[1] και αφετέρου, στην Α’ προς Κορινθίους όπου ο Απόστολος Παύλος αναφέρει ότι βάπτισε στην Κόρινθο τον Κρίσπο και τον Γάιο,[2].[3]
Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων (Πέτρου και Παύλου), στον Γάιο των Παξών. Ανατολική πλευρά στην οποία φαίνεται η επιγραφή: ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΙΣΚΕΤΑΙ Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΓΑΙΟΥ ΜΑΘΗΤΟΥ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
Η παράδοση των Παξών αναφέρει ότι ο Κορίνθιος μαθητής του Αποστόλου Παύλου Γάιος (άλλοι αναφέρουν και τον Κρίσπο) κήρυξαν το χριστιανισμό στο νησί και ότι ο Γάιος (ή και ο Κρίσπος) πέθαναν εκεί[4]. Από τον Γάιο, έλαβε το όνομά της και η πρωτεύουσα του νησιού Γάιος[3]. Αναφέρεται δε ότι ο Γάιος, είναι θαμμένος κάτω από το Άγιο Βήμα του ναού των Αγίων Αποστόλων (39°11′50″N 20°11′02″E) του Γαίου Παξών.
Στο σημαντικό έργο του Αρχιδούκα της Αυστρίας Λουδοβίκου Σαλβατόρ «Παξός και Αντίπαξος» του 1887, αναφέρεται ότι στο ναό των Αγίων Αποστόλων, αριστερά είναι «οι ξύλινοι μετά του αετώματος βωμοί των Αγίων Πέτρου και Παύλου και αριστερά των Αγίων Γαΐου και Κρίσπου, οίτινες κατά την παράδοσιν εκεί ετάφησαν».[4] Στην εικόνα των Αγίων Αποστόλων Γαΐου και Κρίσπου που βρίσκεται στο ναό, αφιερωμένη το 1858, αναφέρεται ότι ο «Απόστολος Γάιος εορτάζει τας 5 Νοεμβρίου» ενώ για τον Κρίσπο: «Ο Απόστολος Κρίσπος εορτάζει 30 Ιουλίου».
Ο Δ. Κόνταρης αναφέρει ότι η μνήμη του Αγίου Γαΐου καθιερώθηκε από το 1985 να εορτάζεται μαζί με τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο στις 29 Ιουνίου και να γίνεται λιτανεία της εικόνας του [5][6] 

ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΚΕΡΚΥΡΑΙΟΣ
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, Ἀρχιεπίσκοπος Χριστιανουπόλεως γεννήθηκε ἀπὸ Κερκυραίους γονεῖς τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Εὐφροσύνη Κορφηνοῦ περίπου τὸ 1640. Τὸ βαπτιστικὸ ὄνομά του ἦταν Ἀναστάσιος. Μεγάλωσε στὴν Καρύταινα Γορτυνίας. Τὴν μόρφωσή του ἔλαβε στὴν ἀκμάζουσα Σχολὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοσόφου. Ἀπὸ τὴν ἐφηβική του ἡλικία ἤθελε νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Θεό. Παρὰ τὴν θέλησή του οἱ γονεῖς τὸν ἀρραβώνιασαν μὲ μία νέα ἀπὸ τὴν Πάτρα. Πορευόμενος πρὸς τὸ Ναύπλιο γιὰ τὴν ἀγορὰ τῶν νυφικῶν ἐνδυμάτων καὶ προσευχόμενος μὲ τὸν Ψαλμικὸ στίχο «Γνώρισόν μοι ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσομαι» σταμάτησε σὲ ἕναν ναὸ τῆς Παναγίας. Ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἄκουσε τὴν προτροπή Της, ἡ ὁποία τὸν ἀποκάλεσε μὲ τὸ ὄνομα ποὺ ἔλαβε ὅταν ἔγινε κληρικὸς Ἀθανάσιος, νὰ πορευθεῖ πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ πραγματοποιήσει τὸν πόθο του. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἔγινε κληρικὸς καὶ μὲ ἀφοσίωση ὑπηρέτησε τὴν Ἐκκλησία. Τὸ 1681 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως (σήμερα Τριφυλίας καὶ Ὀλυμπίας). Καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Ἀρχιερατείας του φρόντισε γιὰ τὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ Ποιμνίου του περιοδεύοντας συνεχῶς, διδάσκοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τελώντας τὰ Ἱερὰ Μυστήρια, ἀνακαινίζοντας μὲ προσωπικά του ἔξοδα Ἱεροὺς Ναούς, κάνοντας ἐλεημοσύνες καὶ ἱδρύοντας Σχολεῖα διὰ τὴν νεότητα, ἀντιστεκόμενος ἰδιαιτέρως στὴν ἐξάπλωση τῶν Ἐνετῶν οἱ ὁποῖοι ἦσαν μεγαλύτερος κίνδυνος ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὁ ἴδιος ζοῦσε ἀσκητικὴ ζωὴ μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχή, μιμούμενος τοὺς Ἁγίους καὶ γενόμενος πρότυπο μιμήσεως ὅλων τῶν χριστιανῶν τῆς Μητροπόλεώς Του. Διὰ τῶν προσευχῶν Του τελοῦσε ἀλλὰ καὶ σήμερα τελεῖ πολλὰ θαύματα. Ὅταν ἱερουργοῦσε τὴν στιγμὴ ποὺ ἐκφωνοῦσε τὸ «Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ…» οἱ πιστοὶ ἔβλεπαν ἕνα φωτεινὸ ἀστέρι νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα Του. Ἐκοιμήθη ἡμέρα Κυριακὴ μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία στὶς 9 Νοεμβρίου τοῦ 1707 καὶ ἐτάφη στὸν περίλαμπρο Ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὴν Χριστιανούπολη. Τὸ ἱερὸ σκήνωμά του μεταφέρθηκε ἀργότερα ἀπὸ συγγενικό του πρόσωπο στὴν Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας. Πολλὲς φορὲς ὅταν πρόκειται νὰ συμβεῖ κάτι κακὸ (θεομηνία, λοιμός, σεισμός, πόλεμος, ἢ θάνατος μοναχοῦ κλπ.) ἀπὸ τὴν λάρνακα ἀκούγεται τριγμὸς ὡς προειδοποίηση γιὰ τὸ γεγονός. Πρὸς τιμήν Του εἶναι ἀφιερωμένος ὁ νέος Καθεδρικὸς Ἱερὸς Ναὸς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Τριφυλίας καὶ Ὀλυμπίας στὴν Κυπαρισσία ὅπου καὶ φυλάσσεται τμῆμα ἐκ τῶν σεπτῶν Αὐτοῦ λειψάνων.

ΑΓΙΟΙ 7 ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Οι Άγιοι αυτοί Μάρτυρες, ήταν στον πρότερό τους βίο ληστές. Όταν ήταν φυλακισμένοι στην Κέρκυρα, πίστεψαν στον Χριστό διά των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου. Κατόπιν μαρτύρησαν μέσα σε βρασμένη πίσσα.

ΟΣΙΟΣ ΑΝΘΙΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΟΥΚΛΗ
Ο νέος ασκητής, Ο όσιος Άνθιμος ο τυφλός Ιεραπόστολος του Αιγαίου, γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλλονιάς το 1727 μ.Χ. Ήταν δηλ. σύγχρονος με τον έτερο Μεγάλο Ισαπόστολο και εθνομάρτυρα του γένους μας, τον Άγιο Κοσμά των Αιτωλό (βλέπε 24 Αυγούστου), με τον οποίον είχε παρόμοια δράση και προσφορά!
Κατά το Άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Αθανάσιος, μα σε ηλικία επτά ετών, έχασε το φως του, χτυπημένος από την αρρώστια της ευλογιάς. Το ξαναβρήκε όμως, χάρη στην Θεία παρέμβαση αφενός, και στις ανύστακτες προσευχές της πιστής και ενάρετης μητέρας του Ατζουλέτας, καθώς και του ιδίου. Είχαν μάλιστα συμμετάσχει τότε σε σαρανταλείτουργο, το οποίο έγινε με βασικό αίτημα την θεραπεία του μικρού Αθανασίου. Πράγματι, αφού μητέρα και γιος κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων κατά την τεσσαρακοστή Θεία Λειτουργία, το παιδί φώναξε, «βλέπω, ο Ιερεύς φοράει κόκκινο φελόνι»!
Έξυπνος και μνήμων καθώς ήταν, παρακολούθησε τα μαθήματα της στοιχειώδους παιδείας, πιθανότατα κοντά στον πρώτο του δάσκαλο και πνευματικό Άνθιμο, τον ηγούμενο τότε της Ι. Μονής της Αγίας Παρασκευής Λεπέδων Ληξουρίου. Όταν έγινε 20 ετών, αποφάσισε να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, Ιωάννου Κουρούκλη, ο οποίος ήταν εμπειρότατος ναυτικός. Μαζί ταξίδεψαν σε πολλές θάλασσες, αλλά φθάνοντας κάποτε στην Κωνσταντινούπολη, ο πατέρας του Οσίου, χτυπημένος από την πανώλη, εκοιμήθη. Το 1750 μ.Χ., ο πλοίαρχος του καραβιού στο οποίον υπηρετούσε τότε ο Αθανάσιος, εκτιμώντας το υποδειγματικό και εργατικότατο του χαρακτήρος του, του πρότεινε να τον κάνει γαμβρό του. Ο Αθανάσιος δέχθηκε. Άλλες όμως ήταν οι βουλές του Κυρίου. Ξυπνώντας λοιπόν ο νέος το πρωί της ημέρας, κατά την οποία θα επισημοποιούταν ο γάμος του, συνειδητοποίησε πως είχε χάσει εντελώς το φως του. «Τώρα εκατάλαβα», είπε, «πως είμαι θεότυφλος». Η επωνυμία θεότυφλος, θα τον συνοδεύει πια, σε όλη του τη ζωή!
Αντιλαμβανόμενος λοιπόν πως αυτό ήταν το θέλημα του Κυρίου, αποτάσσεται τα του κόσμου, οπότε τυφλός και άσημος, αναχωρεί για το Άγιον Όρος, όπου κείρεται μοναχός, μετονομαζόμενος Άνθιμος, πιθανότατα στα όρια της Ιεράς Μονής Ιβήρων. Εκεί ασκήθηκε θεαρέστως, αναμίχθηκε ενεργά, όπως αποδεικνύει η μετ’ έπειτα δράση του, και στο κίνημα των Κωλυβάδων, και τελικώς, όταν εκοιμήθη ο σοφότατος γέροντάς του, απεφάσισε να βγεί στον κόσμο, να κηρύξει, και να διασώσει από την αμάθεια και των εξισλαμισμό τους Ορθοδόξους Ρωμιούς, οι οποίοι στέναζαν τότε κάτω από τον απάνθρωπο ζυγό των Τούρκων Μουσουλμάνων.
Πρώτη ιεραποστολική περιοδεία.
Πρώτος του σταθμός ήταν το νησί της Χίου, όπου κήρυξε τον Ευαγγελικό λόγο, αλλά και ασκήθηκε σκληρά, φθάνοντας σε μεγάλα μέτρα αγώνων. Έτρωγε μόνον λίγο ψωμί την ημέρα, ενώ έπινε νερό μόνον μετά την δύση του ηλίου. Κοιμόταν ελάχιστα, και ασκούσε συνεχώς την αδιάλειπτη ευχήτου Ιησού.
Κατόπιν επισκέφθηκε την Σίφνο, και παρά τις παρακλήσεις των κατοίκων του νησιού οι οποίοι εκτίμησαν τον ενάρετο τυφλό γέροντα, έπειτα από λίγο διάστημα ασκήσεως και κηρύγματος εκεί, αναχώρησε για την Πάρο. Καθώς το πλοίο που τον μετέφερε στο νησί, βρέθηκε στο μέσον περίπου αυτής της θαλάσσιας διαδρομής, έπεσε σε μεγάλη θαλασσοταραχή, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να καταποντισθεί από τα κύματα και τον αέρα. Κατόπιν λοιπόν πολλών και επιμόνων εκλύσεων των συνεπιβατών του μα και ενός εκ των Σιφνιών ιερέων που τον συνόδευαν, ο Όσιος Άνθιμος προσευχήθηκε με δάκρυα στην Παναγία, την οποίαν ιδιαιτέρως ευλαβείτο, και η θαλασσοταραχή σταμάτησε! Παρακάλεσε μάλιστα τους παρισταμένους να μην διαδώσουν το θαύμα, μα εκείνοι, μόλις έφθασαν στην Πάρο, το διαφήμισαν παντού. Τόσο αυτό, όσο και η οσιακή ζωή του, διέδωσαν την φήμη του και στα γειτονικά νησιά.
Έτσι ο επίσκοπος Παροναξίας, τον προσκάλεσε να κηρύξει και στην Νάξο, όπου, υπακούοντας, μετέβη. Μεταξύ δε των Ναξίων που τότε άκουσαν τα ζήδορα λόγια του, ήταν και ο νεαρός τότε Νικόλαος Καλιβούρσης, ο μετ’ έπειτα Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (βλέπε 14 Ιουλίου). Ακολούθως μετέβη στην Ίο, και έπειτα από λίγο, βρέθηκε προσκυνητής στους Αγίους Τόπους, όπου με θερμά δάκρυα στα άφωτα μάτια του, προσκύνησε τον Πανάγιο Τάφο και τον Ζωοπάροχο Γολγοθά, ενώ απ’ τα εκεί περιώνυμα Μοναστήρια άντλησε μεγάλη παρηγοριά και δύναμη για την επόμενη εργώδη προσπάθειά του. Έτσι ολοκληρώθηκε η πρώτη του ιεραποστολική περιοδεία.
Δευτέρα ιεραποστολική περιοδεία.
Επιστρέφοντας πιθανότατα από τους Αγίους τόπους (1759 μ.Χ.), κατευθύνθηκε στο Καστελόριζο, όπου είχε τον πόθο να ιδρύσει το πρώτο του μοναστήρι. Το νησί όμως, μαστιζόταν τότε από φοβερή λειψυδρία. Ο Όσιος προσευχήθηκε, και οι καταρράκτες του ουρανού άνοιξαν, αφήνοντας εξτατικούς όλους τους κατοίκους της Μεγίστης – Καστελορίζου. Οι ευλαβείς αυτοί άνθρωποι δε, εις ένδειξιν ευχαριστίας προς τον Θεό και το εκλεκτό Του σκεύος εκλογής, συνέβαλαν αποφασιστικά στο κτίσιμο του Ιερού ναού του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος έγινε στο ψηλότερο βουνό του νησιού. Με κέντρο αυτόν ακριβώς τον ναό, οικοδομήθηκαν ακολούθως, τα κελιά, το ηγουμενείο, οι λοιποί βοηθητικοί χώροι της μονής, και το ψηλό περιτείχισμα του μοναστηριού. Το 1761 μ.Χ. μάλιστα, με σιγίλιο του οικουμενικού Πατριάρχου Ιωανικίου του τρίτου, η μονή ανακηρύχθηκε Σταυροπηγιακή.
Από το Καστελόριζο, και με την ευχή του αρχιεπισκόπου Σίφνου Νικοδήμου, ο τυφλός Ιεραπόστολος Άνθιμος, κατευθύνθηκε στην Αστυπάλαια, όπου διέμεινε επί εννέα έτη. «Το ασκητικό του πρόσωπο που φανέρωνε την ενάρετη ζωή του, και ακτινοβολούσε την ευσέβεια του ανδρός», μαγνήτισαν τους νησιώτες! Γι’ αυτό οι ευλαβείς Αστυπαλιώτες τον ακολουθούσαν σε κάθε του βήμα, (ρουφώντας) τα γεμάτα (νέκταρ) λόγια του, όπως σημειώνει ο νέος βιογράφος του Οσίου, Κωνσταντίνος Κανέλλος.
Στο ήσυχο λοιπόν νησί της Δωδεκανήσου, ο Άγιος κατόπιν θείας Αποκαλύψεως, απεφάσισε το κτίσιμο της Ιεράς μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου της Πορταϊτησας. Οι κάτοικοι χάρηκαν με αυτή του την απόφαση, μα του διευκρίνισαν πως δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα οικοδομικά υλικά. Ο Όσιος γέρων δεν αποθαρίνθηκε. Ειδοποίησε έναν ευλαβή χριστιανό, μέλλος της οικογένειας Χουσουλίνη, να παραχωρήσει τα κτήματά του που ήταν κοντά στο χωριό, γιατί εκεί θα βρισκόταν τα απαιτούμενα υλικά. Ο άνθρωπος δέχθηκε ευχαρίστως, αν και ήξερε πως στα κτήματά του δεν είχαν υπάρξει ποτέ τέτοια υλικά. Λαμβάνοντας την άδεια ο Άγιος, υπέδειξε στους εργάτες να σκάψουν σε συγκεκριμένο σημείο, όπου και βρήκαν άφθονα οικοδομικά υλικά, κατάλοιπα παλαιού οικισμού! Κατά την ανασκαφή μάλιστα, μαζί με τις πέτρες, ανασύρθηκε και ένα πιθάρι γεμάτο χρυσσά νομίσματα. Ο Θεοφώτιστος Άνθιμος παρότρυνε τους εργάτες να μην ανακοινώσουν το γεγονός, μήπως και οι άπληστοι Μουσουλμάνοι παρέμβουν, και ματαιώσουν την ανέγερση της Ιεράς Μονής. Προσευχήθηκε στην συνέχεια, και τα χρυσσά νομίσματα μεταβλήθηκαν σε έναν σωρό κάρβουνα, αποκαλύπτοντας εντελώς το πανούργο και θεομάχο σχέδιο του Διαβόλου. Η Μονή της Πορταίτησας θεμελιώθηκε, και το 1760 μ.Χ. άρχισε η συστηματική ανέγερσή της. Στην συνέχεια ο πατήρ Άνθιμος περιήλθε διάφορα μέρη του ορθοδόξου Ελληνισμού, πιθανώς και τους Αγίους τόπους για δεύτερη φορά, για να συλλέξει χρήματα, άμφια καθώς και ιερά σκεύη, ώστε να στολίσει το μοναστήρι του.
Τότε, μετέβη και στην Ιερά Μονή των Υβύρων του Αγίου Όρους, όπου ζήτησε από γνωστό του μοναχό, αγιογράφο, να ιστορίσει ένα αντίγραφο της θαυματουργού εικόνος της Πορταϊτησσας. Εκείνος όμως αρνήθηκε, αφού και η όραση του, μα και τα χέρια του είχαν εξασθενήσει, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του. Επειδή όμως ο Όσιος Άνθιμος επέμενε, υπεχώρησε, και αφού και οι δύο προσευχήθηκαν θερμά στην Θεοτόκο, ώστε να συνεργήσει και αυτή στο εγχείρημα, έθεσαν μία κατάλληλη σανίδα κάτω από την θαυματουργό εικόνα της Πορταίτησας, αγρύπνησαν προσευχόμενοι, και το πρωί μετά την Θεία Λειτουργία, όλοι οι μοναχοί μετέβησαν στο παρεκκλήσιο της Πορταιτήσης. Ανασύροντας την σανίδα, είδαν, έκπληκτοι, αποτυπωμένη την μορφή της Θεομήτορος στην Σανίδα! Ένδακρυς ο πατήρ Άνθιμος καταφιλούσε την θαυματοποίητη νέα εικόνα της Παναγίας μας, έστω κιαν δεν την έβλεπε με τους αισθητούς οφθαλμούς του. Η μεταφορά δε της νέας θαυματουργού εικόνος της Παναγίας μας στην μονή της στην Αστυπάλαια, ήταν για το νησί, Πάσχα Κυρίου!
Τα θαυμάσια που επιτέλεσε ο Όσιος Άνθιμος με την συνέργεια της Θείας Δυνάμεως, δεν σταματούν όμως εδώ. Στο βορειοανατολικό μέρος του νησιού, εκεί που και σήμερα ακόμη οι Αστυπαλιώτες αποκαλούν το σημείο δρακοσπιλιά, φώλιαζε τότε ένα τρομερό φίδι, το οποίο φόβιζε τους κατοίκους με την ύπαρξή του, ώστε η γύρω περιοχή να παραμένει ακατοίκητη και ακαληέργητη. Ο Αγιος παρότρυνε τους ντόπιους να καλλιεργήσουν το μέρος, μα εκείνοι δίσταζαν. Τότε ο γέροντας, συνοδεία μερικών πιστών, έφθασε σε ένα ύψωμα, απέναντι από το σπήλαιο του φιδιού. Ζήτησε από τους συνοδούς του να φτιάξουν μια θιμονιά από ξύλα, και να τον αφήσουν για λίγο μόνο του. Ενώ λοιπόν αυτός προσευχόταν, το τεράστιο ερπετό βγήκε από το σπήλαιό του και κατευθύνθηκε προς το σωρό των ξύλων. Κουλουριάστηκε πάνω τους, και εκείνα υπεχώρησαν από το βάρος του! Ο Όσιος υπέδειξε τότε στους νησιώτες να βάλουν φωτιά στα ξύλα, και το ζώο κάηκε εκεί, χωρίς καμία αντίσταση! Έτσι απαλλάχθηκε ο τόπος από την πολυετή εκείνη διαβολική μάστιγα. Ο Άγιος Άνθιμος αποτελεί έκτοτε τον διώκτη και το φόβητρο των φιδιών. Λέγεται δε, πως στο σημείο όπου κάηκε το τέρας εκείνο, δεν φυτρώνουν χόρτα ακόμη και σήμερα!
Ο μισόκαλος διάβολος φθόνησε δυστυχώς τα έργα του Κυρίου δια του πιστού Του δούλου Ανθίμου. «Έπεισε» κάποιους αστυπαλιώτες να συκοφαντήσουν τον Άγιο, για αθέμιτες σχέσεις με μοναχές της Ιεράς Μονής της Πορταίτήσσης του νησιού. Στην δημόσια δίκη που ακολούθησε, αποκαλύφθηκε η σκευωρία, και οι ντόπιοι θαύμασαν για μία ακόμη φορά την αγιότητα του τυφλού Ιεραποστόλου. Εκείνος όμως κατόπιν προσευχής, απεφάσισε να φύγει από το προσφιλές του νησί, και να κατευθυνθεί προς την γενέτειρα του Κεφαλλονιά, χάριν ησυχίας.
Τρίτη Ιεραποστολική περιοδεία.
Στα τέλη του 1768 μ.Χ. φθάνει στο Ληξούρι, όπου τον υποδέχονται με σεβασμό και ενθουσιασμό. Κατευθύνεται στην Ι. Μ. της Αγίας Παρασκευής Λεπέδων, (όπου σύμφωνα με κάποιους βιογράφους του πιθανόν και να εκάρη ως μοναχός), την οποία και βρίσκουν ερειπωμένη, μετά από τους καταστροφικούς σεισμούς του 1766 μ.Χ και 1767 μ.Χ. Με την άδεια του οικείου επισκόπου Σωφρονίου, ο Όσιος αναλαμβάνει την εκ βάθρων ανακαίνιση της μονής. Οι 7 μοναχές που συνόδευσαν τον γέροντα από τα Δωδεκάνησα, απαρτίζουν τον πυρήνα της πρώτης αδελφότητος της μονής. Σύντομα όμως ο αριθμός τους θα διπλασιαστεί! Όλοι οι ευσεβείς κάτοικοι της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου, την οποία φαίνεται πως ο Άγιος επισκεπτόταν συχνά, συμβάλουν στην ανοικοδόμηση. Ο πατήρ Άνθιμος παραδίδει μάλιστα στην νεοσύστατη μονή, και Μοναχικό κανονισμό, γνωστό και ως Διαθήκη του Αγίου Ανθίμου. Η ζωή του και εδώ παρέμεινε ασκητική. Ολιγοφαγία, χαμευνία, και αγρυπνία στόλιζαν τον βίο του.
Σύμφωνα με την παράδοση, το 1777 μ.Χ., ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, αφού κήρυξε σε αρκετά χωριά της Κεφαλλονιάς, επισκέφθηκε και την Ι. Μονή της Αγίας Παρασκευής, όπου γνώρισε τον Όσιο Άνθιμο, για τον οποίον είχε ακούσει πάμπολα ως τότε!
Με επίκεντρο την Ι. Μονή της Αγίας Παρασκευής Λεπέδων, ο τυφλός Ιεραπόστολος Άνθιμος, επισκέφθηκε τα Κύθηρα, την Πελοπόννησο, την Κρήτη, την Σίφνο, ευαγγελιζόμενος τον υπόδουλο ορθόδοξο λαό, και θαυματουργώντας κατά περίπτωση. Στα Σφακιά επί παραδείγματι (1770 μ.Χ.), τρεις μάγοι αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν, ενώ αυτός κήρυττε στα πλήθη. Όταν όμως προσπάθησαν να θέσουν σε ενέργεια το πανούργο σχέδιό τους, διαπίστωσαν έντρομοι πως ενώ ο Όσιος μιλούσε, από το στόμα του έβγαιναν φλόγες! Έτσι παραιτήθηκαν του σχεδίου τους. Εκεί ήταν επίσης που ο γέροντας θεράπευσε μία τυφλή γυναίκα, έφερε με την προσευχή του βροχή σε άνυδρα χρόνια, και άλλοτε, συνόδευσε με σεισμό το θείο κήρυγμά του!
Το 1773 μ.Χ. φρόντισε να ιδρυθεί ένα νέο μοναστήρι, των γενεθλίων του τιμίου Προδρόμου, στα Κύθηρα, όπου έφθασε παρακινημένος από θεία φώτιση. Τα χρήματα μάλιστα για το κτίσιμο του καθολικού της μονής, τα πρόσφερε ένας ευλαβής καπετάνιος, αφού θαυματουργικά σώθηκε από την τρυκιμία, στις βορειοανατολικές ακτές του νησιού.
Το 1775 μ.Χ., Ιουλίου 10, ανακαίνισε και αναδιοργάνωσε την γυναικεία μονή της Παναγίας της Χρυσσοπηγής στην Σίκινο. Ήταν το έκτο και τελευταίο μοναστήρι που ανήγειρε ή ανεκαίνησε ο τυφλός Ιεραπόστολος του Αιγαίου, χωρίς ποτέ να τα έχει δει με τα σωματικά του μάτια!
Πηγαίνοντας κάποτε στην Μάνη, προσκεκλημένος από τους εκεί κατοίκους, αφού θαυματουργικά μετέστρεψε τον ληστρικό βίο χωρικών της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, έλαβε Θεία πληροφορία πως επίκειται η από του κόσμου τούτου αναχώρησης του. Διέταξε τους ναυτικούς να επιστρέψουν στα Λέπεδα, γιατί εκεί επρόκειτο να «αποθάνει». Πράγματι. Λίγο μετά, ασθένησε από ίκτερο, έδωσε την ευχή του στους Κεφαλλήνες που τον επισκέφθηκαν, άφησε τις τελευταίες παρακαταθήκες του στην θλημένη αδελφότητα της μονής, και στις 4 Σεπτεμβρίου του 1782 μ.Χ., παρέδωσε την Αγία του ψυχή στα Χέρια Του Δεσπότου Χριστού, τον οποίον ευαρέστησε με την Οσιακή του πολιτεία!
Το 1800 μ.Χ. ο εφημέριος της Ι. Μονής Λεπέδων, πατήρ Ιωάννης ο Λεπεδιώτης, πραγματοποίησε την ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του Αγίου, τα οποία ευρέθησαν Κροκοβαφή και ευωδιάζοντα. Πλήθη θαυμάτων επετελέσθηκαν τότε από τον Όσιο Άνθιμο. Σήμερα, από τα Ιερά του λείψανα, σώζεται μόνον ο δεξιός πήχης του Οσίου, ο οποίος φυλάσσεται στην Ιερά Μονή της Παναγίας της Πορταϊτήσσης στην Αστυπάλαια, της οποίας είναι και ο πολιούχος και προστάτης.
Η παρουσία ενός Αγίου στον αμαρτωλό μας κόσμο, είναι ασφαλώς Θείο δώρο και ευλογία. Ο Όσιος Άνθιμος, ο τυφλός Ιεραπόστολος του Αιγαίου κατά τον Κ. Κανέλλο, απετέλεσε για το σκλαβωμένο γένος μας κατά τον 18ο αιώνα μ.Χ., βάλσαμο παρηγοριάς, εγερτήριο σάλπισμα εκκλησιαστικής και εθνικής ζωής, φάρος Αγιασμού σε ζοφώδη χρόνια, και διηνεκής πρεσβευτής μας προς Κύριον, άχρι τερμάτων αιώνος.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διεκύρηξε την αγιότητά του, στις 30 Ιουλίου του 1974 μ.Χ.
Σημείωσις. Περισσότερα στοιχεία για τον βίο και την πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών Ανθίμου του Κεφαλλήνος, καθώς και Ιερές ακολουθίες προς τιμήν του Αγίου, μπορεί κανείς να βρει στο προαναφερθέν βιβλίο του διδασκάλου Κωνσταντίνου Κανέλλου, υπό τον τίτλο, Όσιος Άνθιμος ο εκ Κεφαλληνίας, ο τυφλός Ιεραπόστολος του Αιγαίου. 1727 – 1782. Εκδόσεις Επτάλοφος.

ΑΓΙΟΙ ΦΑΝΕΝΤΕΣ
Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η αγιοστόλιστη Κεφαλονιά έχει να προσφέρει φωτεινά παραδείγματα ομολογητών και αγωνιστών της πίστεως. Έτσι στο ανατολικό τμήμα του νησιού και συγκεκριμένα στην περιοχή της Σάμης έζησαν και κοιμήθηκαν οσιακώς οι ομολογητές Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων, οι οποίοι είναι περισσότερο γνωστοί με την προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», που τους δόθηκε λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών λειψάνων τους και της ανάδειξής τους από την αφάνεια.
Σύμφωνα με τα διασωθέντα δύο λατινικά συναξάρια του 14ου μ.Χ. αιώνα, τα οποία γράφτηκαν το μεν πρώτο από τον Βενετό Pietro Calὸ, το δε δεύτερο από τον επίσκοπο της Ακυληίας Pietro Natali, οι Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων κατάγονταν από το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπηρετούσαν ως στρατιωτικοί στον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό στρατό και διακρίνονταν για τις πολλές τους αρετές και τη βαθιά τους πίστη στον Θεό. Την εποχή όμως αυτή βρισκόταν σε μεγάλη εξάπλωση η φοβερή αίρεση του Αρειανισμού και σύμφωνα με το εκδοθέν διάταγμα του αιρετικού αυτοκράτορος Κωνσταντίου Β΄ (337 -361 μ.Χ.), θα έπρεπε όλοι οι υπήκοοι του κράτους να ασπασθούν αυτή την ανόσια αίρεση. Τότε οι τρεις ευσεβείς και ενάρετοι στρατιωτικοί, φοβούμενοι μήπως και αναγκασθούν να ασπασθούν την αιρετική κακοδοξία, εγκατέλειψαν μαζί και με άλλους έλληνες στρατιώτες τη Σικελία, όπου βρίσκονταν την εποχή εκείνη και κατέφυγαν στην Κεφαλληνία. Μόλις αποβιβάσθηκαν στο νησί του Ιονίου και πληροφορήθηκαν ότι το διάταγμα του αιρετικού Κωνσταντίου είχε τεθεί σε ισχύ στον τόπο, όπου μέχρι πρότινος υπηρετούσαν, προτίμησαν να αποχωρισθούν από τους υπόλοιπους και να παραμείνουν στην Κεφαλληνία. Ο Γρηγόριος ήταν τότε ηλικιωμένος με άσπρα μαλλιά και πλήρης σοφίας, ο Θεόδωρος ήταν περίπου τριάντα ετών, ενώ ο Λέων έλαμπε μέσα στη νιότη του. Αποφάσισαν λοιπόν να αφιερωθούν στον Θεό και γι’ αυτό άρχισαν να αναζητούν κατάλληλο τόπο για άσκηση και προσευχή.
Μία κοιλάδα, η οποία ονομάζεται Σάμη (Samos κατά τη λατινική γραφή) και βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της Κεφαλληνίας απέναντι από την Ιθάκη, αποτέλεσε τον ιδανικό τόπο για να ζήσουν αφιερωμένοι στον Θεό το υπόλοιπο της ζωής τους. Μάλιστα στον τόπο αυτό ανακάλυψαν μέσα σε ένα μικρό, αλλά πυκνό δάσος από χαμηλά δένδρα και θάμνους τα ερείπια ενός μισοκαταστρεμμένου ναού. Ο τόπος αυτός αποτέλεσε το πνευματικό τους καταφύγιο, στο οποίο αφού εγκαταστάθηκαν, έζησαν ασκητικά, προσευχόμενοι αδιάλειπτα στον Θεό και αγωνιζόμενοι ως γνήσιοι στρατιώτες Χριστού. Στον ευλογημένο αυτό τόπο της ανατολικής Κεφαλληνίας πλησίον της σημερινής κωμοπόλεως της Σάμης έζησαν το υπόλοιπο της επίγειας ζωής τους μέχρι που κάποια ημέρα, αφού γονάτισαν και προσευχήθηκαν, παρέδωσαν μετά από λίγο τις πάναγνες ψυχές τους στον Πανάγαθο Θεό, τον Οποίο τόσο πολύ αγάπησαν και υπηρέτησαν σε όλη τους τη ζωή.
Τα σώματα των τριών Αγίων έμειναν για πάρα πολλά χρόνια άγνωστα, μέχρι που η Πρόνοια του Θεού θέλησε να τα αποκαλύψει με θαυματουργικό τρόπο. Στο νησί ζούσε κάποιος επιφανής και πλούσιος κάτοικος, ο οποίος ονομαζόταν Μιχαήλ και έπασχε από μία μορφή λέπρας, την ελεφαντίαση. Ο Μιχαήλ απευθύνθηκε στους γιατρούς, δαπανώντας μάλιστα και ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του, για να μπορέσει να θεραπευτεί από την ασθένειά του, αλλά δυστυχώς δεν βρήκε πουθενά την ποθούμενη θεραπεία. Κάποιο βράδυ εμφανίσθηκαν σε όραμα στον ύπνο του τρεις άνδρες με μορφές αγγέλων και του είπαν ότι θα θεραπευτεί μόνο, εάν βρει τα άταφα σώματά τους. Όταν ο Μιχαήλ ξύπνησε, δεν γνώριζε ούτε τα ονόματα των τριών ανδρών ούτε και τον τόπο, όπου αυτά βρίσκονταν. Συνάντησε όμως έναν χοιροβοσκό, ο οποίος του διηγήθηκε ότι ακολουθώντας έναν χοίρο που είχε απομακρυνθεί από το υπόλοιπο κοπάδι, μπήκε σε ένα πυκνό δάσος και εκεί αντίκρισε τρία άταφα και άφθορα σώματα, από τα οποία αναδίδονταν μία υπέροχη ευωδία. Τότε ο Μιχαήλ κατάλαβε ότι πρόκειται για τους εμφανισθέντες στον ύπνο του τρεις Αγίους. Αμέσως ανέβηκε στο άλογό του και κατευθύνθηκε με οδηγό τον χοιροβοσκό προς το δάσος, όπου βρίσκονταν τα ιερά λείψανα των τριών Αγίων μέσα σε άπλετο φως. Αφού προσκύνησε με ευλάβεια τα τρία φεγγοβολούντα ιερά σκηνώματα και παρακάλεσε με δάκρυα τους Αγίους, αμέσως η λέπρα εξαφανίσθηκε και επέστρεψε στο σπίτι του εντελώς υγιής. Λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών λειψάνων των τριών Αγίων και της ανάδειξής τους από την αφάνεια, τους δόθηκε η προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», με την οποία μέχρι σήμερα είναι περισσότερο γνωστοί.
Αξιοσημείωτη είναι και η επιτόπια προφορική παράδοση, σύμφωνα με την οποία τρεις Άγιοι με τα ονόματα Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων έφθασαν κάποτε στη Σάμη της Κεφαλληνίας και έζησαν ως ασκητές. Πολλά χρόνια μετά την κοίμησή τους ανακαλύφθηκαν τα λείψανά τους σε ένα σπήλαιο στο όρος Αυλοχώρι και προς τιμήν τους κτίσθηκε η μονή των Αγίων Φανέντων.
Σύμφωνα με τα λατινικά συναξάρια η επ’ ονόματι των τριών ομολογητών Αγίων της Κεφαλληνίας ιστορική ιερά μονή ανεγέρθηκε στον τόπο της θαυματουργικής ανεύρεσης των ιερών τους λειψάνων με δαπάνη του θεραπευθέντος από τη λέπρα Μιχαήλ.
Η μονή των Αγίων Φανέντων είναι κτισμένη στην κορυφή της νότιας ακροπόλεως της αρχαίας Σάμης και σε υψόμετρο 226μ. Η ίδρυσή της χρονολογείται πριν το 1264 μ.Χ. και τα σωζόμενα ερείπια ανάγονται στη μεταβυζαντινή εποχή. Μετά την κατάληψη της Κεφαλονιάς από τους Νορμανδούς το 1185 μ.Χ. άρχισε η βαθμιαία παρακμή της μονής, που οφείλεται και στην αρπαγή των ιερών λειψάνων των Αγίων από τους Ενετούς και τη μεταφορά τους στη Βενετία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα στον μεγαλοπρεπή ναό του Προφήτου Ζαχαρία. Στα τέλη του 15ου μ.Χ. αιώνα έχουμε την επανασύσταση της μονής, η οποία μέχρι και τον 18° μ.Χ. αιώνα ακτινοβολεί προσελκύοντας πολλούς μοναχούς, προσκυνητές, αλλά και ξένους περιηγητές.
Η θρησκευτική πολιτική των Άγγλων στα Επτάνησα οδήγησε στις αρχές του 19ου μ.Χ. αιώνα στην ερήμωση της μονής, η οποία ολοκληρώθηκε με τους σεισμούς του 1953 μ.Χ., που κατερείπωσαν το ιστορικό μοναστήρι. Από το τέμπλο του καθολικού της ιστορικής μονής διασώθηκε η παλαιά εφέστια εικόνα των τριών Αγίων, που χρονολογείται το 1654 μ.Χ. και φυλάσσεται σήμερα στον περικαλλή ιερό ενοριακό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σάμης. Δίπλα στα ερείπια της μονής ανεγέρθηκε αργότερα παρεκκλήσιο, όπου κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων Πάντων εορτάζεται πανηγυρικά η μνήμη των τριών ομολογητών και παλαιότερων Αγίων της Κεφαλονιάς.

ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΕΝ ΠΥΔΝΗ
Ο Άγιος Αλέξανδρος, στην αρχή βρισκόταν στο σκοτάδι της πλάνης. Αργότερα όμως, έλαμψε σαν αστέρας πολύφωτος με την καλή του ομολογία. Διότι έκανε δριμύτατο έλεγχο στην πλάνη των ειδωλολατρών και καταπλήγωσε με τα λόγια του τον νοητό διάβολο. Οπότε οι πλανεμένοι ειδωλολάτρες, μη μπορώντας να υποφέρουν το θάρρος και τη δύναμη του Αγίου, προσπάθησαν να νικήσουν τη μεγαλοψυχία του με διάφορους τρόπους και κολακείες. Επειδή όμως δεν μπόρεσαν, τον αποκεφάλισαν. Ο Θεός όμως τον αντάμειψε με το ιαματικό χάρισμα, διότι το ιερό λείψανο του γιατρεύει κάθε ασθένεια εκείνων πού προστρέχουν σ’ αυτό με πίστη.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΚ ΠΕΤΡΑΣ

Ο όρος «Νεομάρτυρας» πρωτοχρησιμοποιήθηκε μετά τις εικονομαχικές έριδες στο Βυζάντιο, για να δηλώσει τους Ορθοδόξους Χριστιανούς που υπερασπίσθηκαν την ορθόδοξη διδασκαλία για τις εικόνες, θυσιάζοντας γι’ αυτήν την ίδια τους τη ζωή.
            Τα τελευταία, όμως, διακόσια χρόνια, «Νεομάρτυρες» χαρακτηρίζονται όσοι άγιοι μαρτύρησαν επί τουρκοκρατίας (1543 – 1821 περίπου), αρνούμενοι να εξισλαμισθούν. Κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, οι νεομάρτυρες και οι παλαιοί μάρτυρες δεν διαφέρουν σε αξία. Η παρουσία τους στην ιστορία έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι εμφανίζονται σε μια κρίσιμη φάση της, όπου γ κακία κυριαρχεί και έχει εκλείψει η αρετή. Το παράδειγμά τους ενδυναμώνει τους Χριστιανούς και τους αποδεικνύει ότι η Χάρις του Θεού ενεργεί πάντοτε και με τη βοήθειά της κατανικώνται η αμαρτία και τα πάθη. Οι νεομάρτυρες απετέλεσαν για την εποχή τους την ορατή παρουσία του Θεού στην ιστορία.
            Τα παραπάνω καταδεικνύουν την μεγάλη αξία που έχει για την εποχή μας η μελέτη των βίων των νεομαρτύρων.
            Για τον άγιο νεοϊερομάρτυρα Ιωάννη δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία γεννήσεώς του (η οποία πιθανολογείται περί τα τέλη του 18ου αιώνος), ούτε την καταγωγή του. Γνωρίζουμε όμως ότι η αγάπη του για τον Χριστό τον οδήγησε στην Ιερά Μονή Πέτρας Ολύμπου, όπου έζησε με πολλή άσκηση και αρετή. Λόγω της καθαρότητος του βίου του αξιώθηκε να γίνει ιερέας για να τελεί τα άχραντα μυστήρια.
            Μετά το Πάσχα του 1822 οι οπλαρχηγοί της Νάουσας ζήτησαν βοήθεια στον ιερό αγώνα τους από τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου και την πνευματική συμπαράσταση των πατέρων της Ιεράς Μονής Πέτρας Ολύμπου. Η Μονή απέστειλε, για τη δύσκολη αυτή αποστολή, τον ιερομόναχο Ιωάννη, που έσπευσε να ενθαρρύνει και να ενδυναμώσει πνευματικά τους Χριστιανούς.
            Την Πέμπτη της Διακαινησίμου ο Άγιος τελούσε αγρυπνία στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, στη Νάουσα. Είχε συμπροσευχομένους δίπλα του τους ιερείς Σακελλάριο[1] π. Δημήτριο, τον πνευματικό π. Γεράσιμο και άλλους δυο των οποίων δεν σώθηκαν τα ονόματα.
            Μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων οργισμένοι αγαρηνοί εισέβαλαν στον ναό και κατεσφαγίασαν πολλούς πιστούς και τους πέντε ιερείς, μεταξύ και των οποίων και τον Άγιο Ιωάννη. Η ψυχή του ανέβηκε στον ουρανό για να συνεχίσει να λατρεύει τον Πανάγιο Τριαδικό Θεό στο ουράνιο θυσιαστήριο και να προσεύχεται για το πλήρωμα της Εκκλησίας.
            Η  μνήμη αυτών των νεομαρτύρων (των πέντε ιερέων και των πιστών που μαρτύρησαν) τελείται την Κυριακή του Θωμά. Ιδιαίτερα, η μνήμη του Αγίου Ιωάννου τιμάται στην Ιερά Μονή Πέτρας Ολύμπου την Πέμπτη της Διακαινησίμου και στην πόλη της Κατερίνης την Κυριακή του Παραλύτου.
 
ΑΓΙΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΙΤΡΟΥ
 Άγιος Μελέτιος. ήταν επίσκοπος Κίτρους, στη Θεσσαλονίκη, Ιερομάρτυρας και Εθνομάρτυρας και μααρτύρησε το 1821 μ.Χ.

ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΣΣΗΣ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟΥ
Ο Άγιος Βλάσιος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορος Λικινίου (308 – 323 μ.Χ.). Σπούδασε ιατρική αλλά προσέφερε χωρίς χρήματα τις υπηρεσίες του, ως φιλανθρωπία, στους πάσχοντες και ασθενείς. Εκτός από την ιατρική βοήθεια χορηγούσε δωρεάν στους ασθενείς τα φάρμακα και τους έδινε τα έξοδα νοσηλείας τους. Η φιλανθρωπική δραστηριότητα εκαλλιεργείτο στην ψυχή του από την αγάπη προς τον Θεό και τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Η Εκκλησία τον δέχθηκε στις τάξεις του ιερού κλήρου και τον εξέλεξε Επίσκοπο Σεβαστείας.
Επί της βασιλείας του Λικινίου, ο έπαρχος Αγρικόλας τον συνέλαβε και τον υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια. Οι στρατιώτες, αφού τον μαστίγωσαν ανηλεώς με ραβδιά, τον κρέμασαν από ξύλο και στην συνέχεια τον οδήγησαν δεμένο στην φυλακή. Έπειτα τον έριξαν στο βυθό μιας λίμνης. Όμως ο Άγιος, μετά την θαυματουργική του επέμβαση του Θεού, διασώθηκε. Εξοργισθέντες τότε οι εχθροί της πίστεως τον αποκεφάλισαν το 316 μ.Χ.. Έτσι, ο Άγιος Ιερομάρτυς Βλάσιος έλαβε από τον Κύριο της δόξας το στέφανο του μαρτυρίου.
Η Σύναξή του ετελείτο στο Μαρτύριό του, το οποίο βρισκόταν κοντά στο Μαρτύριο του Αγίου Αποστόλου Φιλίππου.

ΑΓΙΟΣ ΜΥΡΩΝΑΣ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΑ
Ο άγιος Μύρων ήταν ένας πλούσιος άνδρας που ζούσε στην Αχαΐα όταν Αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Δέκιος (249-251 μ.Χ.), που έμεινε στην ιστορία για τους διωγμούς του κατά των Χριστιανών.
Πίνακας περιεχομένων
    1 Η ζωή του
    2 Η λατρεία του στα Αντικύθηρα
    3 Ύμνοι του Αγίου
        3.1 Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἱερομάρτυρος
        3.2 Κοντάκιον τοῦ Ἱερομάρτυρος
        3.3 Μεγαλυνάριον
    4 Βιβλιογραφία
Η ζωή του
Ο άγιος Μύρων καταγόταν από την περιοχή της Κορίνθου, από πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια. Σε νεαρή ηλικία έγινε ιερέας. Στην περιοχή που ζούσε, στρατιωτικός διοικητής των Ρωμαίων (Ανθύπατος) ήταν ένας φανατικός εχθρός των Χριστιανών, ο Αντίπατρος, ο οποίος εισέβαλε στο ναό των Χριστιανών κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας των Χριστουγέννων, με σκοπό να τους συλλάβει και να τους θανατώσει. Ο Άγιος Μύρων που ιερουργούσε δεν πτοήθηκε από την παρουσία της ρωμαϊκής φρουράς και εξύβρισε τον Αντίπατρο αποκαλώντας τον «λύκον άρπαγα». Ο Αντίπατρος τον συνέλαβε, τον οδήγησε στη φυλακή και τον κρέμασε ψηλά από τα χέρια, ενώ οι Ρωμαίοι στρατιώτες τον εξύβριζαν.
Στη φυλακή ο άγιος Μύρων υπέστη βασανιστήρια και κατόπιν εστάλη στην πόλη Κύζικο, όπου ο εκεί Ανθύπατος τον αποκεφάλισε.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 17 Αυγούστου και είναι πολιούχος των Αντικυθήρων.
Η λατρεία του στα Αντικύθηρα
Οι λιγοστοί κάτοικοι του μικρού νησιού, αλλά και οι εκατοντάδες απόδημοι Αντικυθήριοι, τόσο εντός της Ελλάδος, όσο και στο εξωτερικό (Αμερική, Αυστραλία, Χιλή), ευλαβούνται και τιμούν όλως ιδιαιτέρως τον Άγιο Μύρωνα, έναν Άγιο όχι τόσο γνωστό για τον πολύ κόσμο, Πολιούχο όμως και Προστάτη των Αντικυθήρων.
Η σχέση του Αγίου με το νησί ανάγεται στο μακρινό παρελθόν. Γνωρίζουμε ότι για σχεδόν 3 αιώνες (από το 1420 περίπου μέχρι το 1780-2) το νησί ήταν ακατοίκητο. Σε αντίποινα ληστρικής επιδρομής των κατοίκων του ενάντια σε ένα πλοίο της Βενετίας, που έπλεε ανοικτά του νησιού, η βενετσιάνικη φρουρά σκότωσε όλους τους κατοίκους και έτσι το νησί ερήμωσε, μέχρι περίπου τα τέλη του 18ου αιώνα. Ωστόσο, κατά την περίοδο αυτή, κυνηγοί από την Κρήτη μετέβαιναν στα Αντικύθηρα, με σκοπό το κυνήγι αιγοπροβάτων που τότε, όπως και σήμερα, αφθονούσαν στο νησί. Η σχετική διήγηση που υπάρχει αναφέρει το πώς βρέθηκε στα Αντικύθηρα η εικόνα του Αγίου Μύρωνος.
Σύμφωνα λοιπόν με την τοπική παράδοση, Κρήτες κυνηγοί είχαν πάει στο έρημο τότε Τσιριγότο όπως λεγόταν τα Αντικύθηρα στην Ενετοκρατία, για να κυνηγήσουν κατσίκια. Βρήκαν τότε τυχαία σε μικρό σπήλαιο ένα εικόνισμα του αγίου. Το πήραν και το έστησαν πιο πέρα, οικοδομώντας ένα πρόχειρο εικονοστάσι. Οταν ξαναγύρισαν για να χτίσουν εκκλησάκι, βρήκαν το εικόνισμα αλλού και αποφάσισαν να οικοδομήσουν εκεί το ναό. Αυτά συνέβησαν στο διάστημα 1450-1780 μ.Χ., άγνωστο πότε ακριβώς. Το χτίσιμο του ναού του Αγίου στάθηκε η αφορμή να εποικιστεί το νησί από Κρήτες, απόγονοι των οποίων είναι και οι σημερινοί κάτοικοι.
Ο αρχικά μικρός ναός επεκτάθηκε, προστέθηκαν κελιά και βοηθητικοί χώροι και για μια μεγάλη περίοδο φιλοξένησε και μοναχές. Η εορτή του Αγίου, κάθε χρόνο στις 17 Αυγούστου, αποτελεί έκτοτε τη σημαντικότερη μέρα του χρόνου για το νησί. Κατά την ημέρα αυτή, οι Αντικυθήριοι τιμούν τον Προστάτη Άγιό τους με μεγαλόπρεπες Ιερές Ακολουθίες, αλλά και με παραδοσιακή κρητική ψυχαγωγία, σε υπόμνηση της σχέσης που έχει ο χώρος με τους Κρήτες. Μάλιστα, επειδή η αφορμή για την εύρεση της εικόνας ήταν το κυνήγι των αιγοπροβάτων, προσφέρονται στους προσκυνητές βραστά αιγοπρόβατα, τα οποία προετοιμάζονται στους χώρους του Μοναστηριού από τους κατοίκους.
Ύμνοι του Αγίου

ΑΓΙΑ ΑΚΥΛΙΝΑ

Η Αγία Ακυλίνα καταγόταν από το χωριό Ζαγκλιβέρι της Θεσσαλονίκης και ανατράφηκε από γονείς ευσεβείς. Ο πατέρας της όμως, σκότωσε ένα Τούρκο, μετά από φιλονικία μαζί του. Για ν’ αποφύγει την τιμωρία του θανάτου, δέχτηκε τον μουσουλμανισμό. Αλλά η μητέρα της έμεινε σταθερή στον Χριστό και κάθε μέρα δίδασκε στην Ακυλίνα την αρετή και την πίστη. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του πατέρα της και τις απειλές των Τούρκων, η Ακυλίνα δεν αρνήθηκε τον Χριστό. Όταν την οδηγούσαν στο μαρτύριο την ακολουθούσε και η μητέρα της, που την παρότρυνε σ’ αυτό. Η Ακυλίνα ήλεγχε με θάρρος τους Τούρκους και τη θρησκεία τους, με αποτέλεσμα να πεθάνει μαρτυρικά, μετά από πολυήμερο ραβδισμό, στις 27 Σεπτεμβρίου 1764 μ.Χ. σε ηλικία 19 ετών.
Κανείς δεν γνωρίζει που εναπόθεσαν οι συντοπίτες της το τίμιο λείψανο της. Λέγεται πως οι Τούρκοι θέλησαν ακόμη και νεκρή να την κάνουν δική τους , γι’ αυτό και διέταξαν να την θάψουν στο τούρκικο νεκροταφείο που ήταν κοντά στο τζαμί για να ικανοποιήσουν έτσι τον άσβεστο εγωισμό τους. Έτσι κι έγινε. Το θεόσταλτο όμως φώς , που σαν άστρο κατέβηκε από τον ουρανό και στάθηκε πάνω από τον τάφο της , ήταν το σημείο που υποχρέωσε τους χριστιανούς συμπατριώτες της να κλέψουν το σώμα της και να το ενταφιάσουν κάπου όπου θα ήταν ασφαλές. Κατά την παράδοση , τα ονόματα των τολμηρών αυτών ανθρώπων ήταν Τσόπλας , Καλημέρης και Μπούκλας , οι οποίοι λέγεται πως έκαναν όρκο να μην μαρτυρήσουν ποτέ σε κανέναν το μυστικό , γιατί θα υπήρχε ο φόβος να βρεθεί το άγιο λείψανο της στα χέρια των Τούρκων. Χριστιανοί πολλοί έχουν φύγει έκτοτε από τη ζωή με τον καημό να προσκυνήσουν τα ιερά λείψανα της. Σήμερα έχει χτιστεί προς τιμήν της περικαλλής και μεγαλοπρε¬πής Ιερός Ναός ο οποίος, όμως, παραμένει ελλιπής χωρίς την ευλογία των αγίων της λειψάνων.
Η μνήμη της Αγίας Ακυλίνας τιμάται από το 1957 μ.Χ. στις 27 Σεπτεμβρίου, ημέρα της τελειώσεώς της. Μέχρι τότε η Ακυλίνα εορταζόταν στις 24 Απριλίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ήταν το ότι οι κάτοικοι του Ζαγκλιβερίου ήθελαν να συνδέσουν τις δύο μεγάλες πανηγύρεις του χωριού τους, του Αγίου Γεωργίου, στο όνομα του οποίου τιμώνταν ο κεντρικός ναός του χωριού, και της Αγίας τους. Από το 1957 μ.Χ. όμως η Ακυλίνα άρχισε να εορτάζεται πλέον στις 27 Σεπτεμβρίου, ενώ από το 1984 μ.Χ. και μετά, που συστήθηκε και δεύτερη ενορία στο χωριό, της Αγίας Ακυλίνας, και άρχισε η ανοικοδόμηση μεγαλοπρεπέστατου ναού προς τιμήν της, η μνήμη της και η εορτή της μετατοπίσθηκαν επισήμως την 27η Σεπτεμβρίου.
Σε κάποιο χειρόγραφο που βρέθηκε στο ναό του Αγίου Γεωργίου στο Ζαγκλιβέρι υπάρχει μία πρόσφατα εκδεδομένη Ακολουθία πρός τιμήν της Ακυλίνας, που ψαλλόταν μέχρι το 1969 μ.Χ.. Η Ακολουθία, ως κάτοχος της οποίας φέρεται ο μοναχός Πολύκαρπος Αθ. Γιακούδης Παντοκρατορινός και της οποίας ο συνθέτης είναι άγνωστος, περιλαμβάνει την Ακολουθία του Εσπερινού, του Όρθρου, τη Λειτουργία, το βίο και το Μαρτύριο της Αγίας. Το Σεπτέμβριο του 1969 μ.Χ. ο υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης, συνέθεσε Ακολουθία πρός τιμήν της, η οποία ψάλλεται από τότε στην εορτὴ της Αγίας. Μέχρι σήμερα ακολούθησαν αρκετές εκδόσεις της ίδιας Ακολουθίας, ενώ το 1980 μ.Χ. προστέθηκαν και Χαιρετισμοί και Εγκώμια στην παρθενομάρτυρα από τον ίδιο υμνογράφο.
Η πρώτη εικονογράφηση της νεομάρτυρος χρονολογείται το 1858 μ.Χ. σε κάποιο έργο του ιεροδιακόνου Ιεροθέου της Ιεράς Μονης Λογγοβάρδας και μετέπειτα επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, όπου εικονίζονται όλοι οι μετά την Άλωση νεομάρτυρες. Σ᾿ αυτήν απεικονίζεται και η Ακυλίνα μαζὶ με την Κυράννα (βλέπε 28 Φεβρουαρίου) και την Άργυρη.
Επίσης στον κεντρικό ναό του Ζαγκλιβερίου, τον Άγιο Γεώργιο, βρίσκονται τρείς από τις παλαιότερες εικόνες της Αγίας. Η πρώτη χρονολογείται το 1903 μ.Χ. και παρουσιάζει ολόσωμη την Αγία• κάτω αριστερά και δεξιά περιέχονται δύο σκηνές από το βίο της, η μαστίγωση και η κοίμησή της, ενώ επάνω αριστερά παριστάνεται ο Χριστός να ευλογεί την Αγία. Η δεύτερη εικόνα που παρουσιάζει επίσης ολόσωμη την Ακυλίνα φέρεται ως δέηση του «Πολυκάρπου ᾿Αθανασίου Γιαγκούδη Ζαγκλιβερινῷ Παντοκρατορινῷ ἐν ῾Αγίῳ ῎Ορει τῇ 1 Σεπτεμβρίου 1904”, είναι δηλαδὴ προσφορά του ίδίου προσώπου, δαπάνη του οποίου έγινε και η πρώτη Ακολουθία πρός τιμήν της νεομάρτυρος. Τέλος, η τρίτη εικόνα είναι δέηση του Παναγιώτη Αναγνώστου το 1913 μ.Χ., και εικονίζονται η Αγία Ακυλίνα μαζὶ με την Αγία Κυράννα. Και οι τρείς εικόνες έχουν αγιορειτικὴ προέλευση.
Το σπίτι της Αγίας όπου και ο τόπος του μαρτυρίου της, σώζεται μέχρι σήμερα, όχι βέβαια σε καλή κατάσταση. Ένα καντήλι που καίει νύχτα μέρα δηλώνει το σεβασμό των Ζαγκλιβερινών στην Αγία Ακυλίνα την οποία τιμούν κατά τη διάρκεια των Ακυλίνειων.

ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ Ο ΙΒΗΡΗΤΗΣ
Ο Γαβριήλ ο Ιβηρίτης ήταν μοναχός στη Μονή Ιβήρων και ασκήθηκε κοντά σε μια σπηλιά. Σύμφωνα με την παράδοση η Παναγία του εμφανίστηκε ζητώντας του να κατεβει στην κοντινή παραλία προκειμένου να μαζέψει την εικόνα της την περίφημη Πορταΐτισσα,πράγμα που έκανε. Τιμάται στις 13 Μαΐου μαζί με τους άλλους Ιβηρίτες Όσιους Ευθύμιο, Ιωάννη και Γεώργιο.[1]

ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΔΕΩΝ
Ο Άγιος Γεδεών γεννήθηκε στο χωριό Κάπουρνα της Δημητριάδος (Νομός Μαγνησίας) και κατά κόσμον ονομαζόταν Νικόλαος. Οι ευσεβείς γονείς του, ονομάζονταν Αυγερινός και Κυράτζα ενώ είχε άλλους τρεις αδελφούς και τέσσερις αδελφές.
Δώδεκα χρονών, με την οικογένειά του ήλθε στο χωριό Γιερμή και από ‘κει στο Βελεστίνο, όπου εργαζόταν κοντά στο θείο του. Τον άρπαξε όμως κάποιος Τούρκος και τον εξισλάμισε με το όνομα Ιμπραήμ. Μετά από δυο μήνες, ο Νικόλαος, κατόρθωσε και δραπέτευσε και επανήλθε στην οικογένειά του. Ο πατέρας του τον φυγάδευσε στο χωριό Κεραμίδι, όπου κοντά σε κάποιους οικοδόμους πήγε στην Κρήτη. Εκεί εξομολογήθηκε σε κάποιο Ιερέα και βρήκε άσυλο στο εξωκλήσι του.
Μετά τον θάνατο του ιερέα, ο Νικόλαος έφυγε για το Άγιον Όρος. Εκεί πάλι εξομολογήθηκε, έλαβε των αχράντων μυστηρίων και στη Μονή Καρακάλου, εκάρη μοναχός με το όνομα Γεδεών. Οι πατέρες της Μονής του ανέθεσαν το διακόνημα του Εκκλησιάρχου.
Την 6η Ιουνίου 1797 μ.Χ. ο Γεδεών με την ευλογία των Πατέρων διωρίσθηκε μετοχιάρης με τον προηγούμενο Γαβριήλ, στο Μετόχιο της Μεταμορφώσεως, στην περιοχή του Ρεθύμνου Κρήτης. Μετά από έξι έτη παραμονής στο μετόχι, επέστρεψεν στην μονή της μετανοίας του.
Με τον πόθο όμως του μαρτυρίου, ήλθε στο Βελεστίνο, στον τόπο που αρνήθηκε την πίστη του, όπου μέσα στην αγορά με θάρρος ομολόγησε τον Χριστό.
Διωκόμενος από τους Τούρκους, ήλθε στην Αγιά, όπου συνελήφθηκε. Οι Τούρκοι, αφού τον διαπόμπευσαν στους δρόμους του Τιρνάβου, κατόπιν του έκοψαν τα πόδια και τα χέρια και στη συνέχεια τον έριξαν στα αποχωρητήρια. Εκεί, μέσα σε φρικτούς πόνους, παρέδωσε το πνεύμα του στις 30 Δεκεμβρίου 1818 μ.Χ.
Η τίμια κάρα του μάρτυρα, αποθησαυρίστηκε στην αγία Τράπεζα του Μητροπολιτικού Ναού του Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.

ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΚ ΡΑΨΑΝΗΣ
Ο Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ανήκε σε ανώτερη κοινωνικά και οικονομικά οικογένεια της Ραψάνης. Ο πατέρας του ονομαζόταν Χατζηλάσκαρης και ήταν υιός του Αναστασίου Ψάλτου. Δεν είναι γνωστό όμως αν το Ψάλτου είναι επώνυμο ή ιδιότητα του Αναστασίου. Η μητέρα του Νεομάρτυρα είχε το όνομα Σμαράγδα και ήταν θυγατέρα του Θεόδωρου Σακελλαρίδου. Σε κωνικό πώμα παλαιάς – πριν το 1900 – αργυρής λειψανοθήκης, η οποία αντικατέστησε ακόμη παλαιότερη πρόχειρη και απλή κατασκευή, είναι χαραγμένα με κεφαλαία γράμματα ακριβώς τα εξής:
«Ο ΕΝΔΟΞΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘΛΗΣΑΣ ΕΝ ΤΥΡΝΑΒΩ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 1818 ΕΠΙ ΒΑΛΗ ΠΑΣΙΑ ΥΙΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΙΑ ΗΤΟΝ ΥΙΟΣ ΧΑΤΖΗ ΛΑΣΚΑΡΕΩΣ ΥΙΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΕΙΟΥ ΨΑΛΤΟΥ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΣ ΣΜΑΡΑΓΔΑΣ ΘΥΓΑΤΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΟΥ».
Δεν είναι γνωστό αν είχε ή πόσα αδέλφια είχε ο Νεομάρτυς. Όμως η παράδοση ομόφωνα παρουσιάζει τον Γεώργιο να συνδέεται συγγενικά με το λογιότατο κληρικό της Ραψάνης «παπά κυρ Χριστόδουλον» Καραζήση, που ήταν οικονόμος.
Ένα πωλητήριο έγγραφο του 1852 μ.Χ., το οποίο βρέθηκε μαζί με άλλα έγγραφα στην παλαιά βιβλιοθήκη που φυλασσόταν στην παλαιά και αρχοντική οικία Καραβασίλη, είναι αρκετά διαφωτιστικό. Σε αυτό παρουσιάζεται «ὁ ἐλάχιστος ἱερεὺς καὶ οἰκονόμος (Χριστόδουλος) υἱὸς Χατζηβασιλείου Καραζήση καὶ Κερασίνης θυγατρὸς παπὰ Ἀθανασίου Γεροπασχάλη» να πωλεί «πρὸς ἀνεψιὸν αὐτοῦ Βασίλειον Χαδούλη Γογούρα» κτήματα, τα οποία στο εξής «ὑπάρχουσιν… ἰδιοκτησίαι τοῦ ρηθέντος ἀνεψιοῦ αὐτοῦ Βασιλείου ἀναπόσπαστοι τὲ καὶ ἀναφαίρετοι παρὰ παντὸς ἑτέρου κληρονόμου αὐτοῦ καὶ τῆς μακαρίτιδος συζύγου αὐτοῦ Μαρίας Α. Χατζηλασκάρεως…».
Από αυτό συνεπάγεται το συμπέρασμα ότι ο Νεομάρτυς είχε τουλάχιστον μία αδελφή, τη Μαρία, τον δε παπά κυρ Χριστόδουλο Καραζήση, γαμπρό από την αδελφή του. Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι την εξ αγχιστείας αυτή συγγένεια συμπλήρωσε η πνευματική, γιατί ο Χριστόδουλος υπήρξε διδάσκαλος του Γεωργίου. Μόνο δεν γνωρίζουμε ακριβώς ποια υπήρξε πρώτη ή εάν η μία συγγένεια προκάλεσε την άλλη.
Ο Γεώργιος παρουσιάζεται από την παράδοση ως τρόφιμος και απόφοιτος της ανωτέρου επιπέδου Σχολής Ραψάνης, στην οποία χρημάτισε διδάσκαλος και ο κυρ Χριστόδουλος Καραζήσης. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, η ορεινή κωμόπολη της Ραψάνης άκμαζε οικονομικά τον 18ο μ.Χ. αιώνα, όπως και ο Τύρναβος και τα Αμπελάκια. Είχε βιομηχανία, έκανε εξαγωγή εξαίρετου κρασιού και αποτελούσε πόλο έλξεως για τα γύρω χωριά του κάτω Ολύμπου.
Ενώ λοιπόν υπήρχαν οι οικονομικές προϋποθέσεις, ο λογιότατος και ιδιαίτερα δραστήριος Επίσκοπος Πλαταμώνος και Λυκοστομίου Διονύσιος, ο οποίος θεμελίωσε και προστάτευσε και τη σπουδαία Σχολή στα Αμπελάκια, προέβη στην ίδρυση και της εν λόγω Σχολής στη Ραψάνη το έτος 1767 μ.Χ. Ονομαστό υπήρξε το πνευματικό αυτό Ίδρυμα. Στην ακμή του συγκρινόταν με τις Σχολές των Μηλέων, της Ζαγοράς, των Αμπελακίων, του Τυρνάβου κ.α. Σε αυτή μαθήτευσαν και ο Βασίλειος ο Ραψανιώτης, ένας από τους άριστους μαθητές στην Αθωνιάδα Ακαδημία (1753 – 1758 μ.Χ.) του Ευγενίου Βούλγαρη και ο Ιωνάς Σπερμιώτης, ένας από τους διακεκριμένους δασκάλους εκείνης της εποχής και περιζήτητος γι’ αυτό στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία και άλλοι. Κατά την Επανάσταση και λίγο πριν από αυτή, σταμάτησε να λειτουργεί η Σχολή και επαναλειτούργησε το 1830 μ.Χ.
Με το δεδομένο ότι ο Νεομάρτυς άθλησε το 1818 μ.Χ., θα πρέπει να συμπεράνουμε με ασφάλεια ότι αποφοίτησε από τη Σχολή το 1815 – 16 μ.Χ. Αφού αποφοίτησε ο Γεώργιος από τη Σχολή, ασκούσε στην γενέτειρά του το επάγγελμα του γραμματοδιδασκάλου με ζήλο ένθεο και νεανικό σφρίγος, εμπνέοντας τους νεαρούς μαθητές του και δημιουργώντας στις αδιαμόρφωτες ψυχές τους ζωηρά ιερά και εθνικά βιώματα.
Αναφέραμε πριν ότι η Ραψάνη αποτελούσε πόλο έλξεως για τα χωριά του κάτω Ολύμπου. Αυτό συνέβαινε για πολλές δεκαετίες μέχρι και τις αρχές του 20ου μ.Χ. αιώνα. Και βέβαια όχι μόνο για την υλική ευπορία και την εμπορική και βιομηχανική της κίνηση, αλλά και για την πνευματική της άνθηση και καλλιέργεια των γραμμάτων, όπως ελέχθη. Αποτελούσε αφορμή καυχήσεως για ένα γονέα να αποστέλλει για σπουδές τον υιό του στη Ραψάνη. Την εποχή εκείνη, για την οποία κάνουμε λόγο, τα παραποτάμια χωριά της περιοχής κατοικούνταν ως επί το πλείστον από Οθωμανούς, που συναλλάσσονταν, μέχρι και συνδέονταν ακόμη σε περιορισμένη βέβαια κλίμακα, με Έλληνες Χριστιανούς.
Ένας από τους Οθωμανούς, κάτοικος της κωμοπόλεως Δερελί (Γόννοι) και οικογενειάρχης, επιθυμώντας ο υιός του να τύχει αξιόλογης παιδείας, τον απέστειλε οικότροφο σε φίλο του που διέμενε στη Ραψάνη. Άρχισε έτσι το τουρκόπουλο να παρακολουθεί και να μαθαίνει τα στοιχειώδη γράμματα μαζί με τα ελληνόπουλα, στα πόδια του γραμματοδιδάσκαλου Γεωργίου.
Ο μικρός Αγαρηνός προσαρμόστηκε σύντομα στο κλίμα του σχολείου και συναγωνιζόταν τους συμμαθητές του, ενθαρρυνόμενος και από τον διδάσκαλό του, ίσως τυγχάνοντας από εκείνον και ιδιαίτερης φροντίδας.
Με το δεδομένο ότι αιώνες πριν η Ελληνική παιδεία με δυσκολία διαχωριζόταν από τη χριστιανική κατήχηση, ο μικρός αλλοεθνής, συγχρόνως προς την ελληνική εκπαίδευση, λίγο – λίγο αλλά σταθερά επηρεαζόταν από τη χριστιανική πίστη και ζωή. Σε αυτό ασφαλώς και αποφασιστικά συνέβαλε και η προσωπικότητα του δασκάλου του. Συνέβαλε όμως και η γοητεία των εκκλησιαστικών Ακολουθιών, τις οποίες ως αυτοπρόβλητος κατηχούμενος παρακολουθούσε.
Αλλά η σημειούμενη αλλαγή του μικρού Αγαρηνού, στα φρονήματα, τις πεποιθήσεις και τα ήθη, δεν ήταν δυνατόν να μείνει απαρατήρητη. Αρχικά στο οικογενειακό του περιβάλλον, κάθε φορά που μετέβαινε για διακοπές στο Δερελί, και στη συνέχεια στο συγγενικό και ευρύτερο κύκλο γινόταν αισθητή η μεταβολή, κάτι που δημιουργούσε ανησυχίες και ερέθιζε τους Οθωμανούς. Αλλά η πρόκληση έγινε μεγαλύτερη και η δυσφορία των Αγαρηνών αφόρητη, όταν με τον καιρό ο μικρός και αυθόρμητος προσήλυτος όχι μόνο εκφραζόταν με εκτίμηση για τα ιερά των Ρωμιών, αλλά και, αντιδιαστέλλοντας αυτά προς τα αντίστοιχα των ομοεθνών του, υποτιμούσε τα ιερά των Μωαμεθανών και τα περιφρονούσε.
Όπως ήταν επόμενο, όσοι εξοργίσθηκαν αναζήτησαν τον ένοχο της «προσβολής». Τον εντόπισαν στο σχολείο της Ραψάνης. Τον έσυραν δέσμιο για τα περαιτέρω στον Τύρναβο, όπου από το 1811 μ.Χ. είχε έδρα του ο διορισμένος Σατράπης της Θεσσαλίας, Βελή Πασάς, υιός του Αλή Πασά του Τεπελενλή, αφού η Υψηλή Πύλη τον μετέθεσε εκεί από την Πελοπόννησο.
Η κατηγορία εναντίων του κατηγορουμένου ήταν συγκεκριμένη, σαφής και, σύμφωνα με όσα ίσχυαν στους Οθωμανούς, βαρύτατη: απόπειρα εκχριστιανισμού μουσουλμανόπαιδος. Αυτό και μόνο, ανεξάρτητα του αποτελέσματος της προσπάθειας, συνεπαγόταν ανελέητη καταδίκη σε μαρτυρικό θάνατο.
Στον Τύρναβο είχε την έδρα του Στρατοδικείο. Δεν είναι, εν τούτοις, γνωστό αν τον Γεώργιο τον δίκασε στρατοδίκης, προσωπικά ο Βελή Πασάς, κάποιος άλλος μουλάς (δικαστής) ή δικαστήριο με πολυμελή σύνθεση, όπως και στην περίπτωση του Γεδεών, που μαρτύρησε το ίδιο έτος στον Τύρναβο.
Γνωστό είναι ότι η διαδικασία ήταν σύντομη και τελεσίδικη. Η απόφαση δεν ήταν η προβλεπόμενη και η συνηθισμένη σε παρόμοιες αφορμές: εκτέλεση διά βασανισμού. Συγκεκριμένα ο Νεομάρτυς Γεώργιος αποκεφαλίσθηκε, αφού προηγουμένως υπέστη πολλά και ποικίλα οδυνηρότατα μαρτύρια.
Τον έκλεισαν σε πυρακτωμένο λουτρό, γυμνό από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Τον τρύπησαν με σιδερένια νύχια. Του κάρφωσαν τα πόδια σε πέταλα. Τον διαπόμπευσαν σε όλο τον Τύρναβο. Τον κάρφωσαν σε τετράγωνο στύλο ίσο στο ύψος με τον Μάρτυρα και αφού τον περιτύλιξαν με σχοινιά βουτηγμένα στην πίσσα, στη νάφθα (ακάθαρτο πετρέλαιο) και σε άλλα ελαιώδη και οινοπνευματώδη υγρά, τον παρέδωσαν στη φωτιά. Όμως με τη Χάρη του Θεού, προς ενίσχυση του Αγίου, ο Μάρτυρας δεν έπαθε τίποτα.
Στις ιστορήσεις των εικόνων παρουσιάζονται συμπληρωματικά και άλλες σκηνές βασανισμών. Στραγγαλισμοί, εξαρθρώσεις, κτυπήματα με το σπαθί, μέχρι και τοποθέτηση πυρακτωμένου σιδερένιου στεφανιού πάνω στο γυμνό σώμα του Νεομάρτυρος.
Στις ιστορήσεις των εικόνων, επίσης, παρουσιάζεται ο αθλητής της πίστεως Γεώργιος, έχοντας το κεφάλι στους ώμους, να μεταφέρεται προς ενταφιασμό, παρουσία κάποιου ιερέα ονόματι Δημητρίου που θυμιάζει και ο οποίος είχε προσκληθεί και διαταχθεί ειδικά για το λόγο αυτό. Σύμφωνα με άλλη παράδοση ο Νεομάρτυς αποκεφαλίζεται προτού προλάβει να πεθάνει από τα μαρτύρια που ήδη είχαν γίνει. Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι μεταξύ των ιερών λειψάνων του Αγίου δεν υπάρχει η αγία του κάρα, αφού εξαφανίσθηκε από τους Αγαρηνούς.
Το έτος της αθλήσεως του Νεομάρτυρα Γεωργίου είναι το 1818 μ.Χ. Τότε ο Άγιος βρισκόταν στο εικοστό, τουλάχιστον, έτος της ηλικίας του.
Από τα υπάρχοντα στοιχεία υποδηλώνεται ότι η αρχή του μαρτυρίου έγινε σε κάποιο διοικητικό κτίριο στον Τύρναβο. Ίσως, όπως και του Οσιομάρτυρα Γεδεών, «εἰς τὸ τοῦ Ἡγεμόνος Παλάτιον». Ακολούθως και «ἐπειδὴ τοὶς ἀνωτέρω βασάνοις οὐκ ἐνέδωκε (ὁ Γεώργιος), δι’ ἐπιταγῆς τοῦ Βαλῆ πασιᾶ, δι’ ὤλου τοῦ Τυρνάβου πομπευθεῖς καὶ τοῦ ποταμοῦ (Τιταρησίου) περαιωθεῖς…», οδηγήθηκε στη δεύτερη και σκληρότερη φάση των βασανιστηρίων του. Γι’ αυτό και ήταν άλλοι δήμιοι εκεί, ο Αγά Σεβράνι και κάποιος Φράγκος.
Από τα παλαιότατα χρόνια μέχρι και σήμερα, από τη μεριά του Τιταρησίου (ή Σαλαμπριά αποκαλούμενου) ποταμού, υπήρχαν στρατώνες. Εκεί λοιπόν και κοντά στη μακρά γέφυρα, άθλησε και ενταφιάσθηκε ο Νεομάρτυς Γεώργιος. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το λόγο ότι και στις δύο ιστορήσεις στις άγιες εικόνες, στα πόδια του Αγίου εικονίζεται η εν λόγω γέφυρα.
Την πρώτη ήδη εκείνη νύχτα είδαν οι Τούρκοι σκοποί των στρατώνων «οὐρανομήκη» στήλη φωτός, που σημάδευε τον τάφο του Νεομάρτυρα. Την επόμενη ενημέρωσαν γι’ αυτό τους προϊσταμένους τους. Εκείνοι και με τα ίδια τα μάτια τους διαπίστωσαν την φωτοφάνεια και κατά την δεύτερη νύχτα και ανέφεραν σχετικά την επόμενη στον Βελή πασά, τον οποίο και προκαλούσαν, εάν επιθυμούσε, να διαπιστώσει και προσωπικά το εξαίσιο φαινόμενο.
Εκείνος ο υπερφίαλος, αφού απαξίωσε να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο γεγονός, διέταξε να προσκληθούν το συντομότερο στη Ραψάνη οι συγγενείς του Νεομάρτυρα, να ξεθάψουν και να παραλάβουν το ιερό σκήνωμά του, πράγμα το οποίο και έγινε.
Μετά από λίγο καιρό, με πολλή ευλάβεια και κατάνυξη, τα άγια λείψανα μετακομίσθηκαν από το κοιμητήριο της Ραψάνης, το οποίο ήταν στο χώρο γύρω από το ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στην ευρύχωρη αρχοντική οικία Καραζήση που βρισκόταν κοντά.
Εκεί βρίσκονται μέχρι σήμερα θησαυρισμένα σε ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό αφιερωμένο δωμάτιο, το οποίο φωτίζεται από άσβεστο καντήλι με ιλαρό φως και είναι προσιτό σε κάθε ευλαβή προσκυνητή.
Πραγματικά, εφαρμόστηκαν πλήρως και οι λόγοι του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, τους οποίους έγραψε στο Νέο Μαρτυρολόγιο και τους απηύθυνε προς τους Νεομάρτυρες: «Τὰ τίμια λείψανά σας θέλει δοξάσει (ὁ Θεός) ἐδῶ κάτω εἰς τὴν γῆν ἢ μὲ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Φωτός του ἢ καὶ μὲ ἄλλα σημεῖα καὶ θαύματα, καθὼς ἤθελε κρίνει ἡ θεία δικαιοσύνη Του, ἢ τὸ ὀλιγώτερον ὀλιγώτερον θέλει τὰ τιμήση μὲ τὴν παρὰ τῶν Χριστιανῶν προσκύνησιν καὶ εὐλάβειαν…»

ΑΓΙΟΣ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝΑΣ Ο Β
Γεννήθηκε το 1489 ή 1490 στις Μεγάλες Πύλες της Θεσσαλίας (σημερινή Πύλη Τρικάλων). Οι γονείς του Σωτήριος και Μαρία ήταν σχετικά εύποροι, με αποτέλεσμα ο νεαρός Βησσαρίων (το κοσμικό του όνομα αγνοείται) να λάβει τη στοιχειώδη εκπαίδευση, τα λεγόμενα «κοινά γράμματα». Όταν τελείωσε τα κοινά γράμματα, σε ηλικία δέκα ετών, μετέβη στα Τρίκαλα, όπου έδρευε η αρχιεπισκοπή Λαρίσης ήδη από τα μέσα του 14ου αιώνα. Εκεί υποτάχθηκε στον Αρχιεπίσκοπο Μάρκο (1499-1527) και έλαβε το μοναχικό σχήμα. Σύντομα η αφοσίωση και η ευλάβειά του εκτιμήθηκαν από τον μέντορά του και χειροτονήθηκε διάκονος και κατόπιν πρεσβύτερος. Επίσης ο μητροπολίτης Μάρκος φρόντισε για την περαιτέρω μόρφωση του υποτακτικού του, που παράλληλα κέρδισε την εκτίμηση και το σεβασμό των συνανθρώπων του με το έντονο φιλανθρωπικό έργο που επεδείκνυε.
Το 1516/1517 ο Μάρκος χειροτόνησε τον Βησσαρίωνα επίσκοπο για τις ανάγκες της επισκοπής Ελασσόνος και Δομενίκου. Όταν όμως ο άγιος έφτασε στην Ελασσόνα, δεν έγινε δεκτός από τους κατοίκους της, οι οποίοι θεωρώντας την εκλογή του Βησσαρίωνα αντικανονική απευθύνθηκαν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης για την αποστολή επισκόπου. Έτσι ο νεαρός επίσκοπος επέστρεψε στα Τρίκαλα όπου συνέχισε τη ζωή και τη δράση του όπως προηγουμένως.
Τέσσερα χρόνια αργότερα (1521) πέθανε ο έξαρχος της επισκοπής Σταγών (σημερινή Καλαμπάκα) και ο μητροπολίτης Μάρκος έστειλε στη θέση του τον Βησσαρίωνα, κατόπιν αιτήματος των κατοίκων της πόλης αυτής. Εκεί εργάστηκε όπως και στα Τρίκαλα δικαιώνοντας την επιλογή και τις προσδοκίες του ποιμνίου του. Δεν έλειψαν όμως και οι δυσκολίες και κυρίως η αντιπαράθεση με έναν ιερέα ονόματι Δομέτιο, που σύμφωνα με τους βιογράφους του αγίου, καταφερόταν με συκοφαντίες εναντίον του.
Το 1527 απεβίωσε ο μητροπολίτης Μάρκος και ως διάδοχός του ορίστηκε ο Βησσαρίων κατόπιν επίμονης απαίτησης του θεσσαλικού κλήρου και λαού. Από τη θέση αυτή η δράση και το έργο του Βησσαρίωνος επεκτάθηκε σ’ όλη την αρχιεπισκοπή. Φρόντισε για την διαποίμανση των χριστιανών της περιοχής, ανήγειρε ναούς, επανέφερε στην Εκκλησία την ευταξία που είχε διασαλευτεί μετά την τουρκική κατάκτηση των περιοχών (τέλη 14ου- μέσα 15ου αι.), εξαγόρασε από τους Τούρκους πολλούς χριστιανούς αιχμαλώτους, άνοιξε δρόμους στη Θεσσαλία μέχρι και την Ήπειρο και κατασκεύασε πολλές γέφυρες στα ποτάμια της περιοχής (στην τοποθεσία Κόρακας επί του Αχελώου, στην Σαρακίνα Καλαμπάκας επί του Πηνειού κ.α.). Στα γνωστότερα έργα του περιλαμβάνεται η ανέγερση της Ι.Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, περισσότερο γνωστής ως Μονή Δουσίκου, στις πλαγιές του όρους Κόζιακας, λίγα χιλιόμετρα από την Πύλη. Η μονή χτίστηκε επί των ερειπίων παλαιοτέρου βυζαντινού μοναστηριού με τη συνδρομή του αδερφού του Βησσαρίωνος Ιγνατίου, επισκόπου Καπούας και Φαναρίου (1527-1534). Το καθολικό της μονής όπου υπάρχει τοιχογραφία του αγίου, αποπερατώθηκε επί αρχιεπισκόπου Λαρίσης Νεοφύτου Β΄ (1550-1568/69), ανηψιού του αγίου.
Ο Βησσαρίων απεβίωσε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1540. Η μνήμη του τιμάται την 15η Σεπτεμβρίου λόγω των εορτών των εγκαινίων του ναού της Αναστάσεως (13 Σεπτεμβρίου) και της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου). Τιμάται ως πολιούχος στην Καλαμπάκα, όπου ο μητροπολιτικός ναός είναι αφιερωμένος στην μνήμη του, όπως επίσης ναοί και σε άλλες θεσσαλικές και ηπειρωτικές πόλεις (Τρίκαλα, Λάρισα, Φιλιππιάδα). Από τα λείψανα του αγίου σώζεται η κάρα του, η οποία φυλάσσεται στη Μονή Δουσίκου. 

ΑΓΙΑ ΜΑΥΡΑ
Μάρτυρας της χριστιανικής εκκλησίας, η μνήμη της οποίας τιμάται στις 3 Μαΐου, μαζί με του συζύγου της Τιμόθεου. Την ημέρα αυτή γιορτάζουν όσοι φέρουν το όνομα Μαύρα, Μαύρος και Μαυρουδής.
Η Μαύρα με τον Τιμόθεο ήταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι που ζούσε στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου τον 3ο αιώνα. Μαρτύρησαν με σταυρικό θάνατο, επειδή αρνήθηκαν να αποκηρύξουν την πίστη τους.
Η Αγία Μαύρα είναι πολιούχος της Λευκάδας, από την οποία πήρε το νησί το όνομά του κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας (Santa Maura).

ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΛΥΧΟΥ
Απέναντι από το κοσμοπολίτικο σήμερα Νυδρί, στη βόρεια απόληξη της χερσονήσου του Γενίου-Βλυχού, είναι χτισμένο ένα μικρό κατάλευκο εκκλησάκι. «Το εκκλησάκι του βράχου», για όσους δε γνωρίζουν ότι είναι αφιερωμένο στην Αγία Μεγαλομάρτυρα Κυριακή.
Η παράδοση αναφέρει πως οι ναυτικοί που περνούσαν από το σημείο αυτό τις νύχτες, έβλεπαν ένα φως στη σπηλιά που σχηματιζόταν ανάμεσα στους βράχους της ακτής. Στο βράχο με τη σπηλιά δεν μπορούσαν να πλησιάσουν με ευκολία, γιατί εκεί ξεσπούσε το αγριεμένο κύμα της θάλασσας. Λίγο ψηλότερα από τα βράχια που χτυπούσε το κύμα βρισκόταν μία ευρύχωρη σπηλιά. Εκεί ένας από τους ιδιοκτήτες των γειτονικών κτημάτων -Κακονάς στο επώνυμο, από το γειτονικό Βλυχό- βρήκε μία εικόνα της αγίας Κυριακής. Την πήρε και την τοποθέτησε σε άλλο, πιο ομαλό, μέρος του κτήματός του, σχεδίάζοντυας να χτίσει μικρό προσκυνητάρι. Στάθηκε όμως αδύνατο αυτό, γιατί έβρισκε ξανά την εικόνα στην σπηλιά του βράχου.
Αγνωστο το πώς βρέθηκε στο μέρος εκείνο το εικόνισμα της Αγίας. Το γεγονός είναι, πάντως, πως πλήθη πιστών -ή και περίεργων- προστρέχουν μέχρις εκεί, στις 7 Ιουλίου κάθε χρόνου, για να τιμήσουν την Μεγαλομάρτυρα και θαυματουργό Αγία Κυριακή.
Η Αγία Κυριακή γεννήθηκε στα τέλη του 3ου μ.Χ. αι.
Ο Δωρόθεος και η Ευσεβία, οι γονείς της, καθώς ήταν άτεκνοι για χρόνια παρακαλούσαν τον Θεό να τους χαρίσει παιδί. Πραγματικά, ο Θεός ευδόκησε και το χριστιανικό αυτό ζευγάρι απέκτησε μια κόρη. Γεννήθηκε την αφιερωμένη στον Κύριο ημέρα, την Κυριακή, και γι’ αυτό την ονόμασαν Κυριακή.
Κατά το διωγμό του Διοκλητιανού, οι γονείς της συνελήφθησαν και, μετά από ανάκριση, βασανίστηκαν και αποκεφαλίστηκαν με εντολή του δούκα Ιούστου.
Η νεαρή Κυριακή παραπέμφθηκε στον Καίσαρα Μαξιμιανό κι από εκεί στον άρχοντα της Βιθυνίας Ιλαριανό. Ο Ιλαριανός, γλυκομίλητος και προσπαθώντας με υποσχέσεις να τη δελεάσει, της υπενθύμισε ότι η ομορφιά της αξίζει απολαύσεις και όχι βασανιστήρια.
Εκείνη όμως αποκρίθηκε: «Ούτε στη νεότητα μου, ούτε στην ομορφιά μου δίνω την παραμικρή προσοχή. Και τα λαμπρότερα από τα επίγεια πράγματα είναι προσωρινά, όπως τα άνθη και κούφια, όπως οι σκιές. Σήμερα, έπαρχε, είμαι όμορφη, αύριομια άσχημη γριά. Να κάνω, λοιπόν, κέντρο της ζωής μου την ομορφιά μου; Νόμισες, λοιπόν, ότι θα κάνω την τερατώδη ανοησία να χάσω την αιώνια λαμπρότητα για να μείνω λίγο περισσότερο στη γη; Γι’ αυτό σ’ το ξαναλέω, έπαρχε: είμαι και θα είμαι στη ζωή και στο θάνατο».
Εξοργισμένος ο Ιλαριανός τη βασάνισε σκληρά και διέταξε να την αποκεφαλίσουν. Αλλά πριν πέσει η σπάθη, παρέδωσε προσευχόμενη το πνεύμα της στον Κύριο.

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ
Βιογραφία
Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός γεννήθηκε το 1392 μ.Χ. από ευσεβείς και πιστούς γονείς, τον αρχιδικαστή, σακελλίων και διάκονο της Μεγάλης Εκκλησίας Γεώργιο και τη Μαρία που ήταν κόρη του ευσεβούς ιατρού Λουκά. Είχε ακόμα έναν μικρότερο αδερφό που ονομαζόταν Ιωάννης. Λόγω των πολλών του πνευματικών χαρισμάτων έκανε περίλαμπρες θεολογικές και φιλοσοφικές σπουδές και μαθήτευσε στους πλέον φημισμένους διδασκάλους της εποχής του, τον Ιωάννη Χορτασμένο (κατόπιν Ιγνάτιο Μητροπολίτη Σηλυμβρίας) και τον μαθηματικό και φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα. Μεταξύ των συμμαθητών του ήταν και ο μετ’ έπειτα άσπονδος εχθρός του Βησσαρίων ο καρδινάλιος που ήταν υπέρμαχος της ένωσης.
Δίδασκε στο φροντιστήριο του πατέρα του, και αργότερα, μετά τον θάνατο αυτού, τον διαδέχθηκε στο διδασκαλικό επάγγελμα. Διακρίθηκε σαν δάσκαλος της ρητορικής και μεταξύ των μαθητών του, που διέπρεψαν αργότερα, ήταν ο Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος (ο πρώτος μετά την πτώσιν της Πόλεως Πατριάρχης), ο Θεόδωρος Αγαλλιανός, ο Θεοφάνης Μητροπολίτης Μηδείας και ο αδελφός του Ιωάννης ο Ευγενικός.
Στο 25ο έτος της ηλικίας του αποφάσισε να γίνει μοναχός και γι’ αυτό έφυγε σε μια Μονή στους Πριγκηπόνησους. Εκεί ετάχθη υπό την πνευματική επιστασία ενάρετου μοναχού, του Συμεών, ο όποιος τον έκειρε μοναχό και τον μετονόμασε από Εμμανουήλ, που ήταν το πρώτο του όνομα, σε Μάρκο. Κατόπιν από τα νησιά αυτά έφυγε και πήγε στη Μονή των Μαγκάνων, όπου χειροτονήθηκε Ιερέας. Αφού έγινε κληρικός, το 1436 μ.Χ. εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Εφέσου.
Ακολούθησε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο στη Φεράρα και τη Φλωρεντία, όπου πραγματοποιήθηκε Σύνοδος για την ένωση της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας. Εκεί ο Μάρκος ανεδείχθη ο θερμότερος και στερεότερος υπέρμαχος της Ορθοδοξίας, αρνούμενος να υπογράψει τον όρο της ψευδοενώσεως, έτσι που όταν ο πάπας Ευγένιος Δ’ (1431 – 1447 μ.Χ.) πληροφορήθηκε την απόφασή του είπε: «Μᾶρκος οὐχ ὑπέγραψε, λοιπὸν ἐποιήσαμεν οὐδέν».
Μετά την προδοτική ένωση της Φερράρας – Φλωρεντίας οι Βυζαντινοί εγκατέλειψαν την Ιταλία. Ο αυτοκράτορας παρέλαβε τον Άγιο Μάρκο στο αυτοκρατορικό πλοίο. Ύστερα από ταξίδι τρεισήμισι μηνών έφθασαν τελικά στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί οι κάτοικοι δέχθηκαν με αισθήματα εχθρικά και αποδοκίμασαν αυτούς που υπέγραψαν την ένωση, αλλά επιδοκίμασαν και τίμησαν τον Άγιο Μάρκο όπως αναφέρει ο υβριστής του γραικολατίνος επίσκοπος Μεθώνης Ιωσήφ: «ο Εφέσου είδε το πλήθος δοξάζων αυτόν ως μη υπογράψαντα και προσεκύνουν αυτώ οι όχλοι παθάπερ Μωϋσεί και Ααρών και ευφήμουν αυτόν και άγιον απεκάλουν» (PG 159, 992).
Στις 4 Μαΐου 1440 μ.Χ. ο Άγιος Μάρκος αναγκάστηκε να δραπετεύσει από την Βασιλεύουσα, διότι κινδύνευε η ζωή του, και να πάει στην Έφεσο που ήταν κάτω από τους Τούρκους. Εκεί αφού ποίμανε για λίγο το ποίμνιο του αναγκάσθηκε πάλι, τώρα από τους Τούρκους και τους ενωτικούς, να εγκαταλείψει την Έφεσο και μπήκε στο πλοίο που πήγαινε στο Άγιο Όρος, όπου είχε αποφασίσει να περάσει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Όταν όμως το πλοίον έκαμε σταθμό στη Λήμνο ο Άγιος ανεγνωρίσθει και αμέσως συνελήφθη, κατόπιν αυτοκρατορικής εντολής και φυλακίσθηκε εκεί για δύο χρόνια. Κατά την διάρκεια της φυλακίσεώς του υπέφερε πολύ, αλλά όπως έγραψε στον ιερομόναχο Θεοφάνη τον εν Ευβοία «ο λόγος του Θεού και η της αληθείας δύναμης ου δέδεται, τρέχει δε μάλλον και ευοδούται, και οι πλείονες των αδελφών τη εμή εξορία θαρρούντες βάλλουσι τοις ελέγχοις τους αλιτηρίους και παραβάτας της ορθής πίστεως…».
Από την Λήμνο ο Άγιος εξαπέλυσε την περίφημο εγκύκλιο επιστολή του προς τους απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Με αυτήν ελέγχει αυστηρώς τους Ορθοδόξους εκείνους που αποδέχθηκαν την ένωση και με αδιάσειστα στοιχεία αποδεικνύει ότι οι λατίνοι είναι καινοτόμοι και γι’ αυτό λέει: «ως αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν, και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν». Καλεί δε ο άγιος τους πιστούς να αποφεύγουν τους ενωτικούς, διότι αυτοί είναι «ψευδαπόστολοι και εργάται δόλιοι».
Μετά την αποφυλάκιση του άγιος Μάρκος λόγω της ασθενείας του δεν μπόρεσε να αποσυρθεί στο Άγιο Όρος, αλλά επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε δεκτός μετά τιμών ως άγιος και ομολογητής. Από το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων ο νέος ομολογητής διηύθυνε τον αγώνα κατά των ενωτικών, γράφοντας επιστολές στους μοναχούς και κληρικούς ενθαρρύνοντας τους να κρατούν την ορθή πίστη και να μη συνεργάζονται με τους ενωτικούς.
Οι διωγμοί, οι εξουθενώσεις και οι πιέσεις επιδείνωσαν την κατάσταση της υγείας του Αγίου Μάρκου και στις 23 Ιουνίου του 1444 μ.Χ., αφού είχε καλέσει κοντά του τα πνευματικά του τέκνα και ανέθεσε στον Γεώργιο Σχολάριο την αρχηγία του ανθενωτικού αγώνος, απεδήμησεν εις Κύριον. Ήταν μόλις 52 ετών.
Στον επικήδειο λόγο που εξεφώνησε ο Γεώργιος Σχολάριος, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο όσιος «εν ιερεύσει διέπρεψεν, εν αρχιερεύσιν διέλαμψεν, ήθλησεν υπέρ της Εκκλησίας πάνυ καλώς αδάμαντος στερεώτερος ώφθη προς την μετάθεσιν…νυν γυμνή τη ψυχή της μακαριότητος εμφορείται ήν επέγνω καλώς και λαβείν εντεύθεν εσπούδασε την εν Χριστώ κεκρυμμένην ζήσας ζωήν και σύνεστι τοις ιεροίς διδασκάλοις της πίστεως, πάντων είνεκα δίκαιος ών εκείνοις συντάττεσθαι».
Αμέσως μετά την κοίμηση του ο Μάρκος τιμήθηκε ως άγιος και ομολογητής. Αυτό μαρτυρεί με πόνο και ο σύγχρονος και άσπονδος εχθρός του Ιωσήφ, ουνίτης επίσκοπος Μεθώνης, λέγων, «ώσπερ πολλούς μεν και άλλους, και τον καλούμενον Παλαμάν, και τον Εφέσου Μάρκον, ανθρώπους ούτ’ άλλως φρενήρεις, αλλά και δοξοσοφίας εμπεπλησμένους, μηδεμίαν αρετήν ή αγιωσύνην εν εαυτοίς έχοντας, μόνον δια το λέγειν και συγγράφειν κατά Λατίνων, δοξάζετε και υμνείτε, και εικόνας εγκοσμείτε αυτοίς και πανηγυρίζοντες, στέργετε αυτούς ως αγίους και προσκυνείτε» ( PG 159, 1357).
Την πρώτη ακολουθία προς τιμήν του Αγίου Μάρκου συνέθεσε ο αδελφός του, Ιωάννης ο φιλόσοφος. Κατ’ αρχάς η μνήμη του εορταζόταν στις 23 Ιουνίου αλλά ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, το 1456 μ.Χ., όρισε διά συνοδικής πράξεως, να εορτάζεται η μνήμη του στις 19 Ιανουαρίου, ημέρα προφανώς της ανακομιδής του λειψάνου του αγίου και ταφής αυτού στην μονή του Λαζάρου στον Γαλατά.
Οι αγώνες του Μάρκου και του μαθητού του Γενναδίου αναγνωρίστηκαν από την μεγάλη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως που τελείωσε το 1484 μ.Χ. και κατέγραψε τα ονόματα τους, ως πατέρων αγίων, στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας.

ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΞ ΑΓΑΡΗΝΩΝ

Ο Άγιος Κωνσταντίνος καταγόταν από Μουσουλμάνους γονείς και γεννήθηκε στο χωριό Ψιλομέτωπο της Μυτιλήνης. Μαζί με τη μητέρα και τ’ αδέλφια του ήλθε στη Μαγνησία και αργότερα στη Σμύρνη, όπου βοηθούσε τ’ αδέλφια του στο οπωροπωλείο, πηγαίνοντας στα σπίτια των ευγενών αυτά που αγόραζαν από το μαγαζί τους.
Πηγαίνοντας όμως συχνά στη Μητρόπολη της Σμύρνης, άκουγε και έμαθε την ελληνική γλώσσα και τη χριστιανική θρησκεία. Έφυγε λοιπόν για το Άγιον Όρος, αλλά κανείς δεν τον δεχόταν. Τότε ο εκεί εξόριστος Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ (βλέπε 10 Απριλίου), στη Μ. Λαύρα, αφού τον δοκίμασε τον βάπτισε χριστιανό στα Καυσοκαλύβια, με το όνομα Κωνσταντίνος.
Ο Άγιος Κωνσταντίνος, στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, προσκύνησε τα τίμια λείψανα των νεοφανών μαρτύρων και τον κατέλαβε ο πόθος να μιμηθεί την πράξη τους. Αφού πέρασε με νηστεία και προσευχή κοντά σε πνευματικό, αποφάσισε να πάει στη Μαγνησία, για να βαπτίσει την αδελφή του χριστιανή. Μετά όμως από συμβουλή των Πατέρων, απέπλευσε από το Άγιον Όρος και αποβιβάστηκε στις Κυδωνιές.
Στις Κυδωνιές, αναγνωρίστηκε από κάποιο Τούρκο και οδηγήθηκε στον Αγά. Εκεί ομολόγησε τον Χριστό και αφού φανέρωσε την καταγωγή του, φυλακίστηκε και βασανίστηκε σκληρά. Όταν τον ανέκριναν πάλι, ο Άγιος Κωνσταντίνος έκανε μπροστά τους το σημείο του Σταυρού, αποδεικνύοντας έτσι το αμετάθετο της πίστης του. Τότε ξανά τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν με φρικτό τρόπο. Αλλά βλέποντας ο ηγεμόνας, ότι κάθε προσπάθεια του πήγαινε χαμένη, τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη. Αφού και εκεί τον υπέβαλαν σε σκληρά βασανιστήρια, τελικά τον απαγχόνισαν στις 2 Ιουνίου 1819 μ.Χ.
Χειρόγραφη Ακολουθία του βρίσκεται στην Καλύβη του Άγιου Ιωάννη του Θεολόγου στα Καυσοκαλύβια και στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα στο Άγιον Όρος.

ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΛΗΜΝΙΟΣ
εννήθηκε στην Λήμνο. Νέος ήλθε στό Άγιον Όρος στην υπακοή Γέροντος της Μεγίστης Λαύρας. Κατά την Ελληνική Επανάσταση αιχμαλωτίσθηκε, πάρθηκε στην Αίγυπτο και δουλώθηκε σε Αγαρηνό άρχοντα. Αυτός τον περιέτεμε και τον νύμφευσε με χριστιανή αιχμάλωτη.
Μετά από θείο δράμα, «δις η τρις εφάνη εις αυτόν ο εν Αγίοις μέγας Αθανάσιος», τή σύζυγό του «ωκονόμησε θεαρέστως» και αυτός «ζήλον επί ζήλου λαβών θεϊκόν» ξαναήλθε στό Άγιον Όρος και «εκαθάρισεν εαυτόν εν άκρα ασκήσει και πολλή ταπεινώσει». Παρέμεινε στό Κελλί του Αγίου Αντωνίου Καρυών, όπου σήμερα βρίσκεται η σκήτη του Αγίου Ανδρέου. Αφού αναμυρώθηκε και εξομολογήθηκε, αναχώρησε για την ιδιαίτερη πατρίδα του, ζώντας «ευσεβώς και θεαρέστως».
Συνελήφθη εκεί από τους Αγαρηνούς καί, αφού τον βασάνισαν, τον έπνιξαν στη θάλασσα του Ελλησπόντου.
Άγνωστη η μνήμη τού νεομάρτυρος στους συναξαριστές. Ο βραχύς βίος του υπάρχει σε κώδικα της αγιορείτικης μονής τού Αγίου Παντελεήμονος. Ο Άγιος Νεομάρτυς συντιμάται μετά των άλλων Αγίων της νήσου Λήμνου το δεύτερο Σάββατο τού μηνός Ιουλίου. Ακολουθία πρός τιμή τους συνέθεσε ο ιερομόναχος Αθανάσιος Σιμωνοπετρίτης. Τιμάται μετά των Οσίων Αγιορειτών Πατέρων.

ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΠΕΤΡΟΣ ΕΚ ΤΡΙΠΟΛΕΩΣ
Ο άγιος αυτός Νεομάρτυρας, καταγόταν από την Τρίπολη της Πελοποννήσου. Άγνωστο για ποιους λόγους συνελήφθη από τους Τούρκους στο Οντεμίσιο (Τέμισι) της Μικράς Ασίας το 1776 μ.Χ. και πιεζόμενος να ασπαστεί το κοράνιο στάθηκε ακλόνητος στην πίστη των πατέρων του. Γι’ αυτό τον λόγο λοιπόν τον κρέμασαν και έτσι έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.

ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Ο Άγιος Δημήτριος ο Πελοποννήσιος γεννήθηκε στο χωριό Λιγούδιστα της Αρκαδίας και σε μικρή ηλικία ήλθε μαζί με τον αδελφό του στην Τρίπολη, όπου εργαζόταν μαζί με κάποιους κτίστες. Επειδή όμως αυτοί τον βασάνιζαν, έφυγε από τη συντροφιά τους και πήγε στο σπίτι ενός Τούρκου κουρέα, ο οποίος και κατόρθωσε τον εξισλαμισμό του, ονομάζοντας τον Μεχμέτ.
Αργότερα ο Δημήτριος εγκατέλειψε την Τρίπολη, μετάνιωσε για την αποστασία του και ήλθε στο Άργος. Από το Άργος, για μεγαλύτερη ασφάλεια, πήγε στη Σμύρνη και από ‘κει στή Μονή του Προδρόμου κοντά στις Κυδωνιές, όπου βρήκε ευσεβή πνευματικό, εξομολογήθηκε και ζήτησε τις συμβουλές του. Με την προτροπή του πνευματικού αυτού ο Δημήτριος ήλθε στη Χίο, όπου έμεινε για αρκετό καιρό κοντά σε άλλο φημισμένο πνευματικό, με προσευχή και μετάνοια.
Προετοιμάσθηκε για το μαρτύριο και πήγε στο Άργος, όπου παρέμεινε κρυμμένος και χειραγωγούμενος από τον Ιερέα Αντώνιο Σακελάριο και από ‘κει έφτασε στην Τρίπολη. Παρουσιάστηκε μπροστά στον Τούρκο Διοικητή, δήλωσε ότι πιστεύει στον Χριστό και ότι είναι έτοιμος να χύσει και το αίμα του γι’ Αυτόν.
Τα βασανιστήρια πού ακολούθησαν ήταν φρικτά, αλλά ο Δημήτριος έμεινε αμετακίνητος στην πίστη του και έτσι στις 14 Απριλίου 1803 μ.Χ. τον αποκεφάλισαν στην Τρίπολη.
Το Ιερό του λείψανο διασώθηκε από τους χριστιανούς στον Ναό της Μονής του Αγ. Νικολάου Βαρσών. Στην κεντρική αγορά της Τρίπολης, μικρός ναός τιμάται στο όνομα του Νεομάρτυρα αυτού.
ΟΣΙΟΣ ΝΕΙΛΟΣ Ο ΜΥΡΟΒΛΗΤΗΣ
Ο Όσιος Νείλος καταγόταν από την Κυνουρία και ασκήτευε στη Μεγίστη Λαύρα του Αγίου Όρους. Απεβίωσε ειρηνικά και αργότερα το Ιερό του λείψανο ανέβλυσε μύρο.
Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε στις 7 Μαΐου όπου εορτάζουμε την εύρεση των τιμίων λειψάνων του.
Ιερός Ναός Αγίου Νείλου του Μυροβλύτου στο Χατζηκυριάκειο του Πειραιά
Το 1928 μ.Χ. με πρωτοβουλία της Ελένης Μαμάη το γένος Λυμπέρη, μόνιμης κάτοικος Πειραιώς με καταγωγή από το χωριό Άγιος Πέτρος στην Κυνουρία (ιδιαίτερη πατρίδα του Αγίου Νείλου του Μυροβλύτου) ιδρύθηκε ο σύλλογος «Αδελφότης Κυρίων και Δεσποινίδων ο Αγιος Νείλος ο Μυροβλήτης» με μοναδικό σκοπό την ανέγερση ναού προς τιμή του Αγίου. Το οικόπεδο όπου χτίστηκε ο ναός είναι στο Χατζηκυριάκειο του Πειραιά, κοντά στο Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο και τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, στο οικοδομικό τετράγωνο: Γεωργίου Θεοτόκη, Ηροδότου, Αντωνίου Θεοχάρη, Σπυρίδωνος Τρικούπη.
Ο ναός άρχισε να χτίζεται το 1928 μ.Χ. και τέθηκε σε χρήση προς λατρεία το 1931 μ.Χ. Αρχικά λειτουργούσε ως ιδιωτικός και το 1932 μ.Χ. με εγκύκλιο της τότε Αρχιεπισκοπής Αθηνών που υπαγόταν ο Πειραιάς έγινε εκκλησιαστική ενορία. Λόγω όμως των μικρών διαστάσεων της εκκλησίας, το 1956 μ.Χ. έγινε η επέκταση της σε μεγαλοπρεπή ναό όπου και υπάρχει ως τις μέρες μας.
Σήμερα ο ναός του Αγίου Νείλου στον Πειραιά είναι μια από τις μεγαλύτερες εκκλησίες και ενορίες της Μητροπόλεως Πειραιώς.

ΟΣΙΟΣ ΛΕΟΝΤΙΟΣ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΝ ΒΛΑΧΕΡΝΗ
Για τον βίο του Οσίου Λεοντίου δεν γνωρίζουμε πολλά. Οι κυριότερες πηγές για τα λιγοστά για τα βιογραφικά του στοιχεία είναι ο Κώδικας της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας και ο υπ’ αριθμόν 163 Κώδικας της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Σχολής της Δημητσάνας. Πολλά άλλα στοιχεία διέσωσε η προφορική παράδοση της περιοχής.
Ο Όσιος Λεόντιος έζησε πριν το 1770 μ.Χ. (ίσως το διάστημα μεταξύ 1650 – 1750 μ.Χ.). Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Στεμνίτσα Γορτυνίας και το επώνυμό του ήταν Πασωμένος. Για τους γονείς του, την ακριβή ημερομηνία γέννησής του, την παιδική και την νεανική του ηλικία, δεν γνωρίζουμε κάτι. Η μοναχική του κουρά έγινε πιθανότατα σε μία από τις πολλές Μονές που ήκμαζαν την εποχή εκείνη στην περιοχή της Στεμνίτσας.
Τα στοιχεία περί του βίου του γίνονται πιο συγκεκριμένα, όταν ο Άγιος αρχίζει την ασκητική του πορεία στην κορυφή του όρους Καστανιά, που ίσως πρόκειται για το αρχαίο όρος «Κνάκαλος» όπως το αναφέρει ο Παυσανίας, με υψόμετρο 1.200 μέτρων, ακριβώς απέναντι από το χωριό της Βλαχέρνας. Η ευρύτερη περιοχή της Βλαχέρνας και τα σπήλαια που κοσμούν τα γύρω όρη ήταν τόπος ασκήσεως αναχωρητών.
Σε ένα τέτοιο, φυσικό σπήλαιο, κατοίκησε ο Όσιος Λεόντιος. Στην πορεία του χρόνου προχώρησε στην διάνοιξη του σπηλαίου και στην κατασκευή μονυδρίου προς τιμήν της Καταθέσεως της Τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου. Αφορμή ήταν η παρουσία, της ιεράς εικόνος της Κυρίας Θεοτόκου, στην οποία αναγράφεται «ΜΗΤΕΡΑ ΘΕΟΥ η Βλαχέρνα». Από την εικόνα αυτή πήρε το σημερινό του όνομα το χωριό και από Μπεζενίκος μετονομάστηκε σε Βλαχέρνα. Η εικόνα αυτή της Θεοτόκου είχε κρυφτεί κάτω από το κελί του Οσίου Λεοντίου μέσα σε μικρή κρύπτη του βράχου, ώστε να παραμείνει προστατευμένη και να μην πέσει στα βέβηλα χέρια των τούρκων. Η εικόνα ευρέθη θαυματουργικώς μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους.
Στο σπήλαιο λοιπόν αυτό, και υπό την σκέπη της Θεοτόκου, ο Όσιος Λεόντιος έζησε χρόνους απομόνωσης και αφιέρωσης στην προσευχή και την άσκηση. Παράλληλα δεν παρέβλεψε να προσφέρει πνευματική ωφέλεια στους κατοίκους της περιοχής και σε όλους όσους περνούσαν από εκεί. Χαρακτηριστικό της αγάπης και της φιλανθρωπίας του είναι το ακόλουθο.
Το χωριό ήταν πέρασμα όσων εδιάβαιναν από την Τρίπολη προς τα Καλάβρυτα και τον Πύργο. Ο δρόμος ήταν χαραγμένος περίπου όπως η σημερινή οδική αρτηρία που ενώνει την Τρίπολη με την Βλαχέρνα και συνεχίζει για τα Καλάβρυτα και τον Πύργο. Στο τμήμα αυτό του δρόμου κοντά στην Βλαχέρνα δεν υπήρχε νερό προς ξεκούραση των οδοιπόρων.
Ο Όσιος επισημαίνοντας την ανάγκη των ανθρώπων για λίγη ξεκούραση και δροσερό νερό, μετέφερε νερό μέσα σε ασκί και το τοποθετούσε σε πιθάρι στον ίσκιο ενός δέντρου δίπλα στο δρόμο, εκεί όπου και σήμερα υπάρχει το τοπωνύμιο «δέντρος». Έτσι, οι οδοιπόροι εύρισκαν λίγη ανάπαυση στην μακρά οδοιπορία τους, κυρίως κατά τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού.
Το διακόνημα αυτό δεν ήταν μικρό. Ο Άγιος είχε μακρύ δρόμο να διανύσει κάθε φορά από την κορυφή του βουνού έως τον δρόμο για να μεταφέρει το νερό και να επιστρέψει και πάλι στο ασκητήριό του. Όμως, εκείνος συνδύαζε μέσα από το διακόνημα αυτό αγάπη για τον άνθρωπο και αγάπη για τον Θεό. Κάθε φορά που επέστρεφε, αφού είχε ήδη μεταφέρει το νερό για τους οδοιπόρους, έπαιρνε το ανηφορικό μονοπάτι προς το ασκητήριό του κουβαλώντας μία μεγάλη πέτρα κάθε φορά, ώστε να βρίσκεται συνεχώς σε σωματική άσκηση, να συγκεντρώνει υλικά για την ανοικοδόμηση του ναού προς τιμήν της Θεοτόκου της Βλαχέρνας, αλλά και την κατασκευή του τάφου του.
Δίπλα στο ασκητήριό του και τον ναό που έκτισε προς τιμήν της Παναγίας μας, κατασκεύασε μία μικρή δεξαμενή νερού και καλλιεργούσε κήπο για τις ανάγκες του.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός για να τον ανταμείψει για τον αγώνα του και την προθυμία του, που τον ακολούθησε και τον διακόνησε σε όλη του την ζωή, του έδωσε το χάρισμα να προγνωρίσει την κοίμησή του.
Ήταν Μεγάλο Σάββατο όταν ο Άγιος Λεόντιος ασθένησε, ένας φίλος του τσοπάνης της περιοχής θέλησε να τον επισκεφθεί και να του προσφέρει γάλα για να τον ανακουφίσει.
Ο Άγιος όμως δεν είχε δοχείο άδειο για να αδειάσει το γάλα, είπε έτσι στον ποιμένα να έρθει αύριο να πάρει το δοχείο του και συγχρόνως του έδωσε οδηγίες για την ταφή του εντός του σπηλαίου και στον τάφο τον οποίο ο ίδιος είχε κατασκευάσει.
Την άλλη μέρα την Κυριακή του Πάσχα πηγαίνοντας ο τσοπάνης να πάρει το δοχείο, βρήκε τον Άγιο κοιμηθέντα και αμέσως έκανε ό,τι ο Άγιος του είχε ανακοινώσει.
Ο τάφος του Αγίου σώζεται μέχρι σήμερα έχει σχήμα ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου, η στέγη του είναι θολωτή, με μικρή τρύπα στη μέση. Εκεί βρισκόταν και το ραβδάκι του Αγίου το οποίο έχει απομείνει το μισό και φυλάσσεται μέχρι σήμερα μαζί με μικρά τεμάχια του Ιερού Λειψάνου που, εδώ εις τον Ιερόν Ναό του Αγίου Αθανασίου της Βλαχέρνας, έχουν τεθεί προς προσκύνηση.
Σύμφωνα με τον κώδικα της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας, που αποτελεί πλέον την πιο έγκυρη πηγή της ζωής του Αγίου Λεοντίου, μαθαίνουμε «ότι μετά από παρέλευση ενός έτους οι χωρικοί μετά του ποιμένος εκχώσαντες το λείψανον του Οσίου, εύρον αυτό λελυμένον και ευωδίας ανάπλεων». Ένα μεγάλο δείγμα Αγιότητος, τιμής και ανταμοιβής από το Θεό προς τον Όσιο για τον αγώνα του και την οσιακή βιωτή του.
Η παράδοσις μας διασώζει ότι κάποιος τσοπάνης από το χωριό του Οσίου Λεοντίου μετά από προτροπή του Αγίου εργαζόταν στο αιγοποίμνιο του Ιωάννου Κατσούλη, κοντά στους πρόποδες του όρους του Οσίου, από εκεί μετέφερε το ιερό λείψανο του Οσίου στη Στεμνίτσα και συγκεκριμένα στην Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου.
Το 1779 μ.Χ. απόσπασμα Αλβανών πήγε στη Στεμνίτσα και έκαψε αρκετά σπίτια, πυρπόλησαν και την Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου, όπου βρήκαν την κάρα του Οσίου Λεοντίου και την πούλησαν σε χριστιανούς της Πρέβεζας.
Ένα από τα θαύματα του Οσίου, που διασώζει η παράδοση, έγινε στο ποιμνιοστάσιο που προαναφέραμε. Ο ποιμένας διαπίστωσε ότι το γάλα από μία συγκεκριμένη γίδα μοσχοβολούσε. Παρακολούθησε σε ποιο σημείο έβοσκε το συγκεκριμένο ζώο και είδε ότι έμπαινε στην σπηλιά του Οσίου και έτρωγε χόρτο που φύτρωνε στον τάφο του Αγίου. Την επόμενη ημέρα το χορτάρι είχε φυτρώσει και πάλι πάνω στον τάφο.
Ο Κώδικας της Μονής του Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας διασώζει ένα ακόμη θαύμα. Κοντά στην Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου είχε ξεσπάσει ραγδαία βροχή και χαλάζι, με διάρκεια πολλών ημερών, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα και μεταβάλλοντας την περιοχή σε χειμάρρους. Οι μοναχοί της Μονής είχαν απελπιστεί από την φυσική καταστροφή, ύψωσαν την κάρα του Οσίου Λεοντίου προς τον ουρανό και έκαναν δέηση. Αμέσως η βροχή σταμάτησε και η περιοχή σώθηκε από μεγαλύτερα δεινά.
Ο Όσιος Λεόντιος εορτάζει την Τετάρτη του Πάσχα στην Ιερά Μονή Παναγίας των Βλαχερνών (στο όρος Καστανιά).

ΑΓΙΩΝ 4 ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΜΕΓΑΡΑ
Είναι άγνωστος ο χρόνος και ο τρόπος του μαρτυρίου των Αγίων Μαρτύρων Αδριανού, Πολυεύκτου, Πλάτωνος και Γεωργίου, των οποίων οι τάφοι και τα ιερά αυτών λείψανα ανακαλύφθηκαν με τη Χάρη του Θεού στα Μέγαρα.
Τα χρόνια εκείνα της Τουρκοκρατίας, μεταξύ των ετών 1600 – 1670 μ.Χ., ένας Μεγαρεύς που ονομαζόταν Οικονόμου θέλησε να αναγείρει οικοδομή, στον τόπο όπου σήμερα βρίσκεται ο φερώνυμος ναός των Αγίων Μαρτύρων. Ενώ δε οι εργάτες έσκαβαν, ένας από αυτούς αισθάνθηκε κάτω από τα πόδια του θερμότητα τόσο αισθητή, ώστε να μην μπορεί να εργασθεί στο μέρος εκείνο. Το είπε τότε στον Οικονόμου, που βρισκόταν εκεί κοντά, ο οποίος αφού έσκαψε βαθύτερα με τα χέρια του, βρήκε μαρμάρινη πλάκα επί της οποίας ήταν χαραγμένα τα ονόματα των Αγίων. Τότε την ανέσυραν και βρήκαν κάτω από αυτήν τα σεπτά λείψανα των Αθλοφόρων.
Αλλά κάποιοι ιερόσυλοι, μόλις αποκαλύφθηκαν τα ιερά λείψανα, τα σύλησαν και αναχώρησαν κρυφά στην Πελοπόννησο. Αναζητηθέντες όμως δεν ευρέθησαν, λόγω και της αδιαφορίας των Τουρκικών αρχών.
Μετά από αυτά ο Οικονόμου μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, αφού έλαβε μαζί του και την πλάκα επί της οποίας ήταν χαραγμένα τα ονόματα των Μαρτύρων και ανέφερε στον τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τα γενόμενα στην πόλη των Μεγάρων.
Περί του πως βρέθηκαν στα Μέγαρα οι Άγιοι, δυνάμεθα να συμπεράνουμε δύο πράγματα: Ή ότι αυτοί υπέστησαν διώξεις από χριστιανομάχους στις Σέρρες και εκδιωχθέντες από εκεί κατέφυγαν στα Μέγαρα, όπου τελειώθησαν μαρτυρικά, ή ότι μαρτύρησαν στα Μέγαρα υπηρετούντες σαν στρατιώτες.
(Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Φεβρουάριος) Εκδ. Αποστ. Διακονίας)

ΟΣΙΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ
Ο Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών Μελέτιος, γεννήθηκε περί τα τέλη του 18ου αιώνα μ.Χ. στο χωριό Λάρδος της Ρόδου και ονομάστηκε κατά το άγιο Βάπτισμα Εμμανουήλ. Οι ευσεβείς γονείς του Νικόλαος και Σταματία τον ανέθρεψαν κατά την αποστολική ρήση «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίο» και εμφύτευσαν στην ψυχή του την αγάπη προς τον Θεό και τις παραδόσεις του ευσεβούς ημών Γένους. Από τη βρεφική ηλικία φαινόταν ότι ήταν «σκεῦος ἐκλογῆς» αφού αρνούνταν να θηλάσει το μητρικό γάλα κατά τις νηστίσιμες ημέρες της Τετάρτης και Παρασκευής. Αργότερα, όταν μεγάλωσε, μοίραζε αγαθά από την πατρική αποθήκη στους φτωχούς χωρίς αυτά να ελαττώνονται, γεγονός που προκάλεσε την έκπληξη των γονέων του, που τον είχαν προηγουμένως επιτιμήσει.
Από τον εφημέριο της γενέτειράς του διδάχθηκε ανάγνωση και γραφή και επιδόθηκε με ζήλο στη μελέτη των βίων των Αγίων της Εκκλησίας, τους αγώνες των οποίων προσπαθούσε να μιμηθεί σχολάζοντας στην αγρυπνία, την προσευχή και τη νηστεία. Μέσα στην ψυχή του άναψε ο θείος πόθος και προτιμούσε να αποσύρεται στο δάσος για να προσεύχεται απερίσπαστος στον Θεό, με θερμά δάκρυα, ολονύκτιες δεήσεις και γονυκλισίες. Ο συνήθης τόπος που αποσυρόταν ήταν ένα σπήλαιο στην περιοχή της ερειπωμένης τότε αρχαίας Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου του Ύψους.
Κάποια νύκτα ενώ βρισκόταν κοντά στη Μονή προσευχόμενος παρατήρησε στήλη υπέρλαμπρου φωτός να κατέρχεται από τον ουρανό και να στέκεται πάνω από ένα αιωνόβιο δένδρο ελιάς. Απόρησε βλέποντας το παράδοξο θέαμα, πλησίασε στο μέρος εκείνο που υποδείκνυε το ουράνιο φως και βρήκε μία παλαιά Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Γονάτισε με δέος, την σήκωσε στα χέρια του και την ασπάστηκε με πνευματική χαρά και αγαλλίαση ψάλλοντας ύμνους δοξολογίας στον Θεό και άσματα ευγνωμοσύνης στη Θεομήτορα για τη θαυμαστή ευδοκία της χάριτός της.
Μία από τις επόμενες νύκτες του εμφανίστηκε σε όραμα η Μητέρα του Κυρίου λέγοντάς του να ανεγείρει στον τόπο της ευρέσεως ιερό Ναό επ’ ονόματί της και να ανοικοδομήσει την κατεστραμμένη Μονή. Παράλληλα του υπέδειξε το μέρος όπου θα έπρεπε να σκάψει για να εξασφαλίσει το ποσό που απαιτούσε η οικοδομή. Ο Όσιος υπάκουσε και σκάβοντας εκεί που του υπέδειξε η Θεοτόκος ανακάλυψε κάποιο κρυμμένο θησαυρό. Έχοντας τη βεβαιότητα της παρουσίας της χάριτος της Θεομήτορος εξασφάλισε την απαιτούμενη άδεια από τις τουρκικές αρχές, οικοδόμησε τον ιερό Ναό και γύρω απ’ αυτόν κελλιά. Έλαβε το αγγελικό Σχήμα, μετονομάστηκε Μελέτιος και εγκαταστάθηκε εκεί αγωνιζόμενος με υπερβάλλοντα ζήλο τον καλό αγώνα της μοναχικής πολιτείας.
Για την υπερβάλλουσα αρετή του και την καθαρότητα της πολιτείας του ο Αρχιερεύς του τόπου τον χειροτόνησε Διάκονο και Πρεσβύτερο, του ανέθεσε το διακόνημα της πνευματικής πατρότητας και τον εγκατέστησε Ηγούμενο της επανιδρυθείσας Μονής. Η φήμη του ξαπλώθηκε σε όλο το νησί και πολλοί τον επισκέπτονταν για να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους και να ακούσουν τις πνευματικές νουθεσίες του. Συχνά επισκεπτόταν ο ίδιος τα χωριά του νησιού για να λειτουργήσει, να εξομολογήσει τους κατοίκους, να τους στερεώσει στην αληθινή πίστη και στα έργα της ευσεβείας και να ενισχύσει το φρόνημά τους στις δοκιμασίες που υφίσταντο λόγω της δουλείας. Έχοντας χάρη από τον Θεό με την προσευχή του θεράπευσε ασθενείς και ελευθέρωσε πολλούς δαιμονιζομένους από την επήρεια των ακαθάρτων πνευμάτων. Είχε στο έπακρον την αρετή της ελεημοσύνης και κανείς απ’ όσους ερχόταν και ζητούσε την αρωγή του δεν έφευγε χωρίς να λάβει τα αναγκαία. Φιλοξενούσε με αβραμιαία διάθεση τους επισκέπτες και δεχόταν στη Μονή τους καταδιωκομένους από τους οθωμανούς προσφέροντάς τους αντίληψη και προστασία. Προέτρεπε με σθένος τους Χριστιανούς να μένουν σταθεροί στην πίστη των πατέρων τους και να ζουν σύμφωνα με τον λόγο του Θεού.
Ιδιαίτερα επέμενε ο μακάριος να διδάσκει τις Χριστιανές γυναίκες να αποφεύγουν τις σαρκικές σχέσεις με τους αλλοθρήσκους και να μη συνάπτουν γάμους με αυτούς. Οι διδαχές του ενοχλούσαν τους οθωμανούς, οι οποίοι έψαχναν ευκαιρία να τον δολοφονήσουν. Αφορμή για να εκτελέσουν τα ασεβή σχέδιά τους στάθηκε η περίπτωση της αδελφής ενός Επιτρόπου της εκκλησίας της Λάρδου, η οποία είχε άνομες σχέσεις με τους οθωμανούς ζαπτιέδες της Λίνδου. Ο Όσιος, όταν το πληροφορήθηκε, συνέστησε στον αδελφό της να την παροτρύνει να σταματήσει τα αμαρτωλά έργα της. Το ίδιο έκαναν και οι δημογέροντες του χωριού. Οι συστάσεις τους έγιναν γνωστές στους οθωμανούς και προκάλεσαν την οργή τους. Πήγαν νύκτα στη Λάρδο, δολοφόνησαν δύο δημογέροντες και έπειτα πήραν τον δρόμο προς τη Μονή για να σκοτώσουν και τον Όσιο. Απέτυχαν όμως του σκοπού τους, γιατί αυτός είχε πληροφορηθεί τα σχέδιά τους και είχε αποχωρήσει έγκαιρα από το Μοναστήρι.
Έχοντας πόθο για ησυχαστική ζωή ο Όσιος αποσυρόταν συχνά σε ένα κοντινό σπήλαιο, την ύπαρξη του οποίου δεν γνώριζαν οι αλλόθρησκοι. Επιστρέφοντας κάποια ημέρα στη Μονή ένας τούρκος, ονόματι Αλής, είδε να τον συνοδεύει κάποια ωραία γυναίκα και έκανε πονηρές σκέψεις γι’ αυτόν. Τον ακολούθησε και τον είδε να εισέρχεται στον Ναό μαζί με την γυναίκα. Μετά από λίγο εισήλθε και αυτός αλλά μέσα υπήρχε μόνο ο Όσιος προσευχόμενος. Άρχισε να τρέμει και τα μέλη του παράλυσαν. Κατάλαβε ότι η γυναίκα ήταν η Θεοτόκος και έπεσε στα πόδια του ζητώντας συγχώρηση για τον πονηρό λογισμό του. Ο Όσιος τον θεράπευσε και εκείνος από ευγνωμοσύνη αφιέρωσε στην εικόνα της Παναγίας το μέχρι σήμερα σωζόμενο χρυσό περιλαίμιο. Άλλοτε πάλι ο Όσιος βρισκόταν στη Λάρδο και θέλησε να επιστρέψει στη Μονή μέσα στη νύκτα. Το ποτάμι είχε πλημμυρίσει και η διάβαση ήταν αδύνατη. Αυτός όμως δεν επέστρεψε, έκανε το σημείο του Σταυρού πάνω στα νερά, πέρασε με θαυμαστό τρόπο χωρίς να βραχεί και συνέχισε το δρόμο του, ο οποίος φωτιζόταν από ένα ουράνιο φως που κινούνταν μπροστά του καθώς πεζοπορούσε, όπως μαρτύρησαν κάποιοι βοσκοί που έγιναν αυτόπτες του παραδόξου πράγματος.
Ο Θεός επέτρεψε ο Όσιος στα τέλη της επιγείου ζωής του να δοκιμαστεί και να επαληθευτεί στο πρόσωπό του το ψαλμικό «Κύριε ἐδοκίμασάς με, καὶ ἔγνως με». Ένας Τούρκος διέφθειρε και κατέστησε έγκυο μία Χριστιανή από τη Λάρδο, ονόματι Πελαγία, η οποία έπασχε από νοητική στέρηση. Όταν έγινε γνωστή η εγκυμοσύνη της, οι τούρκοι την ανάγκασαν να υποδείξει τον Όσιο ως πατέρα του κυοφορουμένου βρέφους. Τον κατήγγειλαν στον Μητροπολίτη Ρόδου, ο οποίος τον κάλεσε σε απολογία. Ο μακάριος Μελέτιος, που βρισκόταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία, δεν μπόρεσε να αντέξει τις αιτιάσεις και εξέπνευσε μπροστά στα πόδια του Αρχιερέως. Η συκοφαντία όμως αποκαλύφθηκε όταν θέλησαν να ετοιμάσουν για την ταφή το σώμά του και ο Αρχιερεύς έδωσε εντολή να κηδευθεί το εξαϋλωμένο από τους αγώνες της εγκρατείας σκήνωμά του στον περίβολο του Μητροπολιτικού Ναού των Εισοδίων της Υπεραγίας Θεοτόκου. Όταν αργότερα ανοίχθηκε ο τάφος του βρέθηκαν ευωδιάζοντα τα λείψανά του εις μαρτύριον της αγιότητάς του. Σήμερα στην Ιερά Μονή της Υψενής φυλάσσεται η τιμία κάρα και μικρό μέρος των τιμίων λειψάνων του.
Ο Όσιος έλαβε από τον Θεό τη χάρη να ενεργεί θαύματα σε όσους με πίστη τον επικαλούνται και ζητούν την αντίληψη και προστασία του. Πολλές φορές έχει παρουσιαστεί σε ασθενείς δηλώνοντας το όνομά του και θεραπεύοντάς τους από ασθένειες. Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία ευσεβούς Χριστιανού από την Αρχάγγελο ο οποίος τον συνάντησε καθ’ οδόν έξω από το χωριό Πυλώνα, και τον μετέφερε με το αυτοκίνητό του μέχρι έξω από την Λάρδο, στη διασταύρωση του δρόμου που οδηγεί στο Μοναστήρι. Όταν ήλθε στη Μονή και προσκύνησε την Εικόνα του κατάλαβε ποιός ήταν ο ηλικιωμένος Κληρικός τον οποίο είχε συναντήσει και έφυγε διακηρύσσοντας παντού τη θαυμαστή εμφάνεια του Οσίου.
Στην αγιοκατάταξη του Οσίου Μελετίου προχώρησε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 2013 μ.Χ., υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.

ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΘΕΟΣ
 Άγιος Ιερόθεος ήταν πλατωνικός φιλόσοφος και ένας από τα εννέα μέλη του Συμβουλίου της Γερουσίας του Αρείου Πάγου. Αφού δέχθηκε και διδάχθηκε την πίστη του Χριστού από τον Απόστολο Παύλο, χειροτονήθηκε πρώτος επίσκοπος Αθηνών. Μαθητής του υπήρξε ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης (βλέπε 3 Οκτωβρίου), ο οποίος στα συγγράμματά του πλέκει εγκώμια για τον δάσκαλό του.
Εκοιμήθη εν ειρήνη σε βαθιά γεράματα, μετά από πολύχρονη ποιμαντική και συγγραφική δραστηριότητα. Η τίμια κάρα του φυλάσσεται στο ομώνυμο μοναστήρι στα Μέγαρα Αττικής. Επίσης λείψανά του σώζονται στο Άγιον Όρος (Ι. Μ. Αγ. Παύλου) καθώς και στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ανδρέα (Αρχιεπισκοπή Αθηνών).
Ο Μ. Γαλανός στο Συναξαριστή του αναφέρει ότι, είναι αδύνατο να διδάχτηκε από τον Απόστολο Παύλο ο Ιερόθεος πρώτος τη χριστιανική πίστη, διότι οι Πράξεις βεβαιώνουν ρητά ότι πρώτος πίστεψε με τη διδασκαλία του Απόστόλου Παύλου ο Διονύσιος. Αλλά και αν ακόμη ήταν Αρεοπαγίτης ή ακόμα σπουδαιότερο, πρώτος επίσκοπος της εκκλησίας Αθηνών, ήταν δυνατόν να παραλειφθεί μια τέτοια μεγάλη φυσιογνωμία για να συμπεριληφθεί απλά στη γενική έκφραση «ότι επίστευσαν και έτεροι»; Γι’ αυτό λοιπόν λογικότερο είναι – συνεχίζει ο Μ. Γαλανός – να δεχτούμε, ότι μάλλον ο Ιερόθεος πίστεψε κατόπιν του Διονυσίου και απ’ αυτόν διδάχτηκε, αφού έφυγε από την Αθήνα ο Παύλος. Αλλά όπως και αν έχουν τα πράγματα, βέβαιο είναι ότι ο Ιερόθεος ήταν άνδρας μεγάλης κοινωνικής παιδείας, έκανε πρώτος επίσκοπος Αθηνών και εργάστηκε για το ποίμνιο του με πίστη και πολύ ζήλο. Σύμφωνα μάλιστα με κάποια παράδοση, ο Ιερόθεος ήταν παρών και κατά την κοίμηση της Παναγίας στην Ιερουσαλήμ (15 Αυγούστου).

ΑΓΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΧΩΝΙΑΤΗΣ
Ο Άγιος Μιχαήλ υπήρξε ο τελευταίος μητροπολίτης Αθηνών (1182 – 1204 μ.Χ.) πριν από την φραγκική κατάκτηση. Ο λόγιος μητροπολίτης και αδερφός του ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη, λάτρης του ένδοξου παρελθόντος της Αθήνας, ήταν εκείνος που την υπερασπίστηκε όχι μόνο από τους εχθρούς και τις πολιορκίες, αλλά και από την ασυδοσία των κρατικών υπαλλήλων. Οι επιστολές του αποτελούν πλούσια πηγή πληροφοριών για την Αττική του τέλους του 12ου-αρχές του 13ου αιώνα. Στις επιστολές αυτές, διακρίνει κανείς μια επιθετική διάθεση προς την Αθήνα, ωστόσο, με προσεκτικότερη ματιά εύκολα θα διαπιστώσει μια ουσιαστική και βαθιά αγάπη, τόσο στην πόλη όσο και στο λαό της.
Το 1203 μ.Χ. υπερασπίστηκε με επιτυχία την πόλη που κινδύνευσε από τον πελοπονήσιο γαιοκτήμονα Λέοντα Σγουρό. Λίγο αργότερα, στα 1204 μ.Χ., αμέσως μετά τη φραγκική κατάκτηση, αυτοεξορίστηκε στην Κέα, μη σταματώντας και από εκεί ακόμη να υπερασπίζεται και να προστατεύει το ποίμνιό του. Αργότερα, μετέβη στη Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου κοντά στις Θερμοπύλες όπου και πέθανε, στα 1222 μ.Χ.
Την ακολουθία του Αγίου έγραψε ο Μεγάλος Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας κ. Χαραλάμπης Μπούσιας.
Επίσης, η μνήμη του αναφέρεται, μαζί με αυτή του Ανδρέα Κρήτης, στον Βατοπεδινό Κώδικα με κοινή Ακολουθία.

ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΗΛΙΑΣ Ο ΑΡΔΟΥΝΗΣ
Νεομάρτυρας της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, η μνήμη του οποίου εορτάζεται στις 31 Ιανουαρίου. Είναι ο προστάτης Άγιος των κουρέων και των κομμωτών.
Ο  Ηλίας γεννήθηκε στην Καλαμάτα και ήταν κουρέας στο επάγγελμα. Σύμφωνα με τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην Καλαμάτα και συχνά οι προεστοί τον συμβουλεύονταν για διάφορες υποθέσεις της πόλης. Όταν κάποτε ανέφεραν στον Ηλία για τα βαρύτατα χρέη και τα άλλα βάσανα που υπέφεραν οι Χριστιανοί από τους κατακτητές Τούρκους, αυτός τους απάντησε ότι θα πρέπει να φροντίσουν, ώστε να ελαφρύνουν τους Χριστιανούς από τη βαριά φορολογία, γιατί κάτω από αυτό το βάρος αυτοί κινδυνεύουν να αλλαξοπιστήσουν.
Οι προεστοί αντέτειναν ότι οι χριστιανοί δεν διατρέχουν κανένα τέτοιο κίνδυνο. Τότε αυτός, θέλοντας να τους δείξει πόσο εύκολα αλλάζει κανείς κάτω από δυσβάστακτες πιέσεις, τους λέει: «Εμένα, αν κάποιος μου δώσει ένα φέσι, αλλάζω την πίστη μου». Τότε ένας από τους προεστούς για να αστειευτεί, του φέρνει ένα φέσι. Εκείνος το φοράει και πηγαίνει στον καδή (μουσουλμάνο δικαστή) και του δηλώνει ότι ασπάζεται τον μωαμεθανισμό με το όνομα Μουσταφά.
Ο Μουσταφάς -πρώην Ηλίας- γρήγορα μετανιώνει. Αφήνει την πόλη του, την Καλαμάτα, και πηγαίνει στο Άγιο Όρο. Εκεί εξομολογήθηκε την αμαρτία του και εκάρη μοναχός. Η συνείδησή του δεν τον άφηνε να ησυχάσει, αφού συχνά έφερνε στο νου του τον λόγο του Κυρίου: «Όστις δ’ αν αρνησηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθαίου Ι΄, 33). Ο Ηλίας αναφέρει τις ανησυχίες του στον πνευματικό του, ο οποίος τον συμβουλεύει να επιστρέψει στην Καλαμάτα και να ομολογήσει με παρρησία την πίστη του στον Χριστό.
Πράγματι, ο Ηλίας επιστρέφει στην Καλαμάτα και μια μέρα παρουσιάζεται στην αγορά. Εκεί, κάποιοι μουσουλμάνοι καταστηματάρχες τον αναγνωρίζουν: «Δεν είσαι εσύ ο Μουσταφάς Αρδούνης;» του λέγουν. «Εγώ είμαι, πλην όχι Μουσταφάς, αλλά Ηλίας και Χριστιανός Ορθόδοξος» και αμέσως αρχίζει να ονειδίζει τη θρησκεία τους. Αυτοί του επιτίθενται με άγριες διαθέσεις και τον σύρουν ενώπιον του καδή, ο οποίος τον κλείνει στην φυλακή. Λίγες μέρες αργότερα διατάζει να ριφθεί στην πυρά και να καεί με χλωρά ξύλα. Σύμφωνα με τον διδάσκαλο Διονύσιο τον Ποδάρο, τη μαρτυρία του οποίου επικαλείται ο Συναξαριστής, κατά την πορεία του Ηλία προς τον τόπο του μαρτυρίου, ένας από τους δήμιους του κατέκοψε την πλάτη με το ξίφος του. Όταν έφθασαν στον τόπο του μαρτυρίου στις 31 Ιανουαρίου 1686 έρριψαν αυτόν στην πυρά και ω του θαύματος! ούτε τα ρούχα, ούτε τα γένια του κάηκαν τελείως, αλλά η πυρκαϊά έσβησε χωρίς να βλαβεί διόλου το μαρτυρικό σώμα του. Το βράδυ, οι φρουροί του λειψάνου του, είδαν ένα ουράνιο φως, που κατέβηκε και περικύκλωσε το σώμα του.
Στον τόπο του μαρτυρίου και της ταφής του, οι χριστιανοί της Καλαμάτας έκτισαν Ναό προς τιμήν των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, καθώς για τον φόβο των Τούρκων δεν έδωσαν το όνομα του μάρτυρα Ηλία. Η κάρα του Αγίου φυλάσσεται στην Ιερά Μονή του Βουλκάνου (μεταξύ Αρχαίας Μεσσήνης και Βαλύρας) στη Μεσσηνία. Επειδή ο εορτασμός της μνήμης του Αγίου συμπίπτει με τη μεγάλη εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου, που τιμάται με ιδιαίτερη λαμπρότητα στην Καλαμάτα, αυτός μεταφέρεται την Κυριακή των Μυροφόρων (τη δεύτερη Κυριακή μετά το Πάσχα).

ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΕΚ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
ύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο Όσιος αυτός γεννήθηκε κατά το έτος 1686 μ.Χ. στην Καλαμάτα της Πελοποννήσου, από γονείς πλούσιους και ευσεβείς, τον Δήμο και την Ασημίνα. Ασκήτευσε στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, έκανε πολλά θαύματα και απεβίωσε ειρηνικά το 1745 μ.Χ.
Ο Σ. Ευστρατιάδης όμως στο Αγιολόγιό του γράφει: «Τοῦτον τὸν ὅσιον κατέταξεν εἷς τὸ Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας ὁ Νικόδημος, εὕρων φανταστικὸν αὐτοῦ βίον (ἰδὲ Νέον Ἐκλόγιον) μετὰ θαυμάτων συνοδευόμενον, γραφέντα ὑπὸ φανατικοῦ φίλου τοῦ Ἰεροθέου».
ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΞΕΝΙΑ Η ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΗ
 Αγία Ξενία γεννήθηκε στην Καλαμάτα της Πελοποννήσου το 291 μ.Χ. Οι γονείς της ονομάζονταν Νικόλαος και Δέσποινα, ήταν ευσεβείς χριστιανοί και κατάγονταν από τα ανατολικά μέρη της Ιταλίας. Εξ αιτίας όμως των συνεχών και σκληρών διωγμών κατά των Χριστιανών στα χρόνια εκείνα, κατέφυγαν στην Καλαμάτα και εγκαταστάθηκαν σε κάποιο αγρόκτημα, έξω από την πόλη, διότι ο πατέρας της ήταν γεωργός.
Από μικρή η Ξενία στόλιζε την ψυχή της με νηστείες, εγκράτεια, σιωπή, τακτική προσευχή, σεμνότητα ομιλίας, δάκρυα και αγρυπνίες. Επίσης βοηθούσε με όλη της τη δύναμη τους φτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά.
Ο έπαρχος της Καλαμάτας Δομετιανός, όταν κάποτε τη συνάντησε τυχαία, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και θέλησε να την κάνει γυναίκα του. Αλλά η Ξενία αρνήθηκε σθεναρά ν’ αλλάξει την πίστη της και να γίνει γυναίκα ειδωλολάτρη άρχοντα. Τότε ο Δομετιανός τη βασάνισε με τον πιο φρικτό τρόπο, και όταν είδε ότι δεν μπορούσε να αλλάξει το φρόνημα της, τελικά την αποκεφάλισε στις 3 Μαΐου του έτους 318 μ.Χ.
Μετά τον θάνατο της η Αγία – με τη χάρη του Θεού – επετέλεσε πολλά θαύματα.
Το 1993 μ.Χ. ανηγέρθει Ιερός Ναός προς τιμήν της, ο οποίος βρίσκετε στα δυτικά της πόλης της Καλαμάτας και υπάγετε ως Παρεκκλήσιο στον Ενοριακό Ναό Αγίας Τριάδας Καλαμάτας.

ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠ. ΜΗΘΥΜΝΗΣ
Ο Άγιος Ιγνάτιος γεννήθηκε το 1492 μ.Χ. στο χωριό Φάραγγα της Μυτιλήνης (κοντά στην Καλλονή) και επονομαζόταν Αγαλλιανός. Ο πατέρας του Εμμανουήλ Αγαλλιανός ήταν ιερέας στη Μυτιλήνη.
Ο Ιωάννης (αυτό ήταν το πρώτο του όνομα), σε νεαρή ηλικία παντρεύτηκε και έγινε κι αυτός Ιερέας. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του και των παιδιών του, έκτος από ένα τον Μεθόδιο, από κάποια επιδημική αρρώστια, αποσύρθηκε στον Ταξιάρχη του Λειμώνα, ασχολούμενος με μελέτη, προσευχή και την καλλιέργεια του πατρικού κτήματος.
Στα χρόνια της Τούρκικης κατοχής του νησιού, πρόσφερε μεγάλες και σημαντικές υπηρεσίες στα εκεί μοναστήρια και στους υπόδουλους χριστιανούς. Για όλα αυτά, καθώς και για την αγιότητα της ζωής του, έγινε επί Ιερεμίου του Β’ το 1531 μ.Χ. Μητροπολίτης Μηθύμνης.
Και στο νέο του πόστο ο Ιγνάτιος αναδείχτηκε άριστος ποιμένας και έτσι θεάρεστα αφού ποίμανε το ποίμνιο του Χριστού, απεβίωσε ειρηνικά το 1566 μ.Χ.
Λίγα λόγια για την εικόνα του Αγίου
Η πρώτη εικόνα που σας παρουσιάζουμε, αποτελεί την παλαιότερη εικόνα του Αγίου Ιγνατίου. Φιλοτεχνήθηκε πιθανόν κατά τη διάρκεια της ζωής του, όπως φαίνεται από το ότι δεν καταγράφεται το όνομα του αγίου, αλλά μόνο η επιγραφή «ο κτύτωρ». Το χαρακτηριστικό μάλιστα της επιγραφής είναι ότι, ενώ ο άγιος Ιγνάτιος είναι και κτήτωρ (= ιδιοκτήτης) και κτίτωρ (= ιδρυτής) της Μονής, ο αγιογράφος τον ονομάζει «κτύτορα» (με ύψιλον), μη μπορώντας ίσως να δώσει απάντηση στο δίλημμα αν θα επιγράψει την εικόνα ως «ο κτήτωρ» ή «ο κτίτωρ».
H δεύτερη εικόνα είναι λιθογραφία του 1858 μ.Χ., στην οποία εικονίζεται ο άγιος Ιγνάτιος. Η λιθογραφία φέρει τον τίτλο «Ο άγιος Ιγνάτιος Επίσκοπος Μεθύμνης». Στο κάτω μέρος της υπάρχει η επιγραφή: «Ο ιερός των μοναστών χορός των Λειμωναίων, του Ιγνατίου μάκαρος κλέους των Μηθυμναίων προσφέρει τοις προσκυνηταίς θαυματουργόν εικόνα, βρίθουσαν χάριν δαψελή και θείαν λαμπηδόνα».

ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΕΠΙΣ. ΖΗΛΩΝ
Ο Εθνομάρτυρας Επίσκοπος Ζήλων-Αμασείας Ευθύμιος (Αγριτέλλης) γεννήθηκε στα Παράκοιλα της Λέσβου το 1876. Το βαφτιστικό του όνομα ήταν Ευστράτιος (Στρατής).
Τα πρώτα γράμματα έμαθε στο σχολείο του χωριού του. Σε ηλικία εννιά χρονών πήγε κοντά στο νονό του, Άνθιμο Γεωργέλλη, ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγίου Ιγνατίου. Εκεί έμεινε σαν «καλογεροπαίδι».
Αργότερα γράφτηκε στη Λειμωνιάδα Σχολή, η οποία λειτουργούσε στην περιοχή «άγιος Ισίδωρος» κοντά στο νεκροταφείο της Καλλονής μέσα σε ιδιόκτητο κτήμα του μοναστηριού σαν Σχολαρχείο.
Παρακολούθησε τα μαθήματα έντεκα χρόνια και αποφοίτησε το 1892.
Ζώντας μέσα στο μοναστήρι θέλησε να γίνει Mοναχός. Πήρε το όνομα Ευθύμιος, αναλαμβάνοντας το διακόνημα του εκκλησιάρχου.
Με δαπάνη του μοναστηριού αφού είχε τελειώσει το Σχολαρχείο με Άριστα γράφεται το 1900 στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Με απαράμιλλο ζήλο κρατάει σημειώσεις από τους καθηγητές του.
Πολλές από αυτές βρίσκονται στη βιβλιοθήκη χειρογράφων της Ιεράς Μονής Λειμώνος.
Υπάρχει εργασία του πάνω σε κάποιο χωρίο του Πλούταρχου: «Η των γεγεννημένων πράξεων μνήμη της περί των μελλόντων ευβουλίας γίγνεται παράδειγμα».
Το 1906, σε ηλικία 34 ετών, χειροτονήθηκε Διάκονος στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Χάλκης από τον Μητροπολίτη Γρεβενών Αγαθάγγελο.
Αποφοίτησε από τη Σχολή αριστούχος το 1907 υποβάλλοντας την απαραίτητη για το πτυχίο του διατριβή με τίτλο: «Σκοπός του μοναχικού βίου εν τη Ανατολή μέχρι του θ’ αιώνος». Μετά επέστρεψε στη Λέσβο.
Μόλις επέστρεψε στη Μονή Λειμώνος διορίστηκε ιεροκήρυκας της επαρχίας Μηθύμνης από τον τότε Μητροπολίτη Στέφανο Σουλίδη.
Από τη θέση αυτή διακρίθηκε για τη ρητορική και επιβλητική φωνή του και το πλούσιο περιεχόμενο του λόγου του.
Πάνω στο άλογο του γύριζε όλες τις κωμοπόλεις και τα χωριά της επαρχίας και μιλούσε για τον Χριστό, κήρυτε την αγάπη αλλά και την ανάγκη της απελευθέρωσης της πατρίδας.
Στις 10 Αυγούστου 1907 μετά από πρόταση του Μητροπολίτη Στέφανου Σουλίδη και με ομόφωνη απόφαση της Εφορείας Λειμωνιάδος Σχολής διορίστηκε Σχολάρχης και Διευθυντής της.
Πολλοί από τους μαθητές του αναφέρουν ότι ήταν πολύ καλός σαν δάσκαλος και εφάρμοζε την επαγωγική μέθοδο.
Άρτιος και σοβαρός επιστήμονας, μειλίχιος δάσκαλος, οξυδερκής διευθυντής απέσπασε το θαυμασμό όλων.
Δύο σχολικά έτη εδίδαξε ο Εθνομάρτυρας και διεύθυνε την Σχολή. Τον Σεπτέμβριο του 1908 προσελήφθη από τον Μητροπολίτη της Μυτιλήνης και διορίστηκε Σχολάρχης εις τον Σκόπελο της Γέρας.
Επέστρεψε όμως και πάλι στη Μονή Λειμώνας και ανέλαβε ξανά τα καθήκοντα του Ιεροκήρυκα της επαρχίας Μηθύμνης.
Το Σεπτέμβριο του 1909 έγινε πρεσβύτερος και πρωτοσύγκελος. Έδειξε ήθος σεμνότατο, ακαταπόνητη εργατικότητα και μεγάλη ευστροφία.
Τον Ιούλιο του 1911 απομακρύνεται από τη θέση του βοηθού επισκόπου Αμασείας της Ιεράς Μητροπόλεως του Πόντου, ο επίσκοπος Ευγένιος. Η φήμη του Ευθυμίου από τα φοιτητικά του ακόμα χρόνια είχε διαδοθεί και είχε φτάσει στα αυτιά του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’.
Η δράση του σαν κληρικού είχε εκτιμηθεί από τον Μητροπολίτη Αμασείας-Πόντου, Γερμανό Καραβαγγέλη. Έτσι στις 27 Ιουνίου 1912 κλήθηκε ο Ευθύμιος να χειροτονηθεί στην Κων/πολη βοηθός Επίσκοπος του Μητροπολίτη Αμασείας του Πόντου.
Λέγεται ότι όταν του ακοινώθηκε η θέση αυτή δεν είχε δεκάρα για να αγοράσει τα άμφια του και για το λόγο αυτό ζήτησε δανεικά από το Μοναστήρι.
Πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη και από τα χέρια του Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ’ παίρνει τον τίτλο του Επισκόπου της παλιάς γνωστής Επισκοπής της πόλης Ζήλε του Πόντου και χειροτονείται Επίσκοπος Ζήλων.
Η Μητρόπολη Αμασείας είχε έδρα την Αμισό (Σαμψούντα) και όχι την Αμάσεια, γιατί στην περιοχή αυτή ήταν συγκεντρωμένος ο περισσότερος Ελληνικός και Χριστιανικός πληθυσμός. Έτσι ο Επίσκοπος Ευθύμιος έρχεται στις 6 Αυγούστου 1912 στην Αμισό και αναλαμβάνει τα καθήκοντα του.
Επειδή ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, σαν συνοδικός, απουσίαζε πολύ συχνά, στους ώμους του Ευθυμίου έπεφτε όλο το βάρος και η ευθύνη των 340 περίπου ενοριών και των 150.000 Ελλήνων – Χριστιανών.
Μέρα και νύχτα επισκεπτόταν όλες τις ενορίες δίνοντας θάρρος στους Έλληνες. Όλοι έβλεπαν στο πρόσωπο του Ευθυμίου το σοφό δάσκαλο, το φιλόστοργο πατέρα και τον μεγαλύτερο αδερφό. Του έλεγαν όλα τα προβλήματα του και τις προσδοκίες τους.
Τον υποδέχονταν με σεβασμό και αγάπη και ήταν έτοιμοι να ανταποκριθούν σε όλες τις προτάσεις και εντολές του.
Στις 14 Ιανουαρίου του 1913 τοποθετείται ο Ευθύμιος Επίσκοπος Πάφρας ή Αλύας. Λεγόταν έτσι από τον ποταμό που βρίσκεται κοντά (Άλυς Κιζίλ Ιρμάκ) που εκβάλει στον Εύξεινο Πόντο.
Η επισκοπή της Πάφρας είχε καταργηθεί το 1461 όταν ο Μωάμεθ Β’ ο εκπορθητής κατέλαβε την Τραπεζούντα και ολόκληρο τον Πόντο.
Ο Επίσκοπος Πάφρας Ευθύμιος έχει αναλάβει τώρα διπλή ευθύνη. Να αναπληρώνει τον συχνά απουσιάζοντα από την έδρα του Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη και να είναι Επίσκοπος της Πάφρας.
Στην περιοχή αυτή της Πάφρας εργάστηκε περίπου 10 χρόνια.
Βοήθησε σε μεγάλο βαθμό την παιδεία και την κοινοτική οργάνωση. Επισκέπτεται όλα σχεδόν τα χωριά της περιοχής Πάφρας τα οποία ανέρχονται σε 130 και είναι όλα αμιγή ελληνικά.
Υπάρχουν βέβαια και 80 αμιγή τουρκοχώρια. Ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός της Πάφρας, κατά τα επίσημα στατιστικά στοιχεία του Πατριαρχείου, είναι 58.000 ψυχές.
Αρχίζει να κτίζει μέσα στην πόλη της Πάφρας διάφορα σχολεία, αρρεναγωγεία και παρθεναγωγεία και φροντίζει για την τοποθέτηση σ’ αυτά των κατάλληλων δασκάλων.
Κτίζει το κτίριο της Επισκοπής που σώζεται μέχρι σήμερα. Εκεί η τουρκική κυβέρνηση του Κεμάλ εγκατέστησε πρόσφυγες Τούρκους με την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Κοντά στην επισκοπική έδρα ήταν κτισμένη η Μητρόπολη της Πάφρας η Αγία Μαρίνα, την οποία οι Τούρκοι αρχικά (μέχρι το 1928) χρησιμοποίησαν σαν θέατρο (αίθουσα) και αργότερα κατεδάφισαν με την ελπίδα μήπως και βρουν στους τοίχους κρυμμένο θησαυρό των πλουσίων εμπόρων της Πάφρας.
Ο Δεσπότης Ευθύμιος, όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν, έκτισε σε 40 περίπου χωριά εκκλησίες και χειροτόνησε δεκάδες Ιερείς.
Ήθελε να μη στερείται και το μικρότερο χωριό το δάσκαλο και τον παπά, που θεωρούσε ότι ήταν πρωτεργάτες στην εθνική και πνευματική ανάπτυξη της περιοχής.
Με κάθε τρόπο προσπαθούσε να ξεσηκώσει τους Έλληνες ώστε μέσα στις εσχατιές της απέραντης εχθρικής αυτοκρατορίας να διεκδικήσουν την ελευθερία τους.
Η δράση του
Είναι η εποχή των Νεότουρκων και ακολουθεί η εποχή των Κεμαλικών. Τότε κηρύσσεται διωγμός κατά των Ελλήνων.
Γενοκτονία φοβερή ξεσπά ενάντια των Χριστιανών του Πόντου με ιδιαίτερη βαρβαρότητα στην περιοχή Πάφρας – Σαμψούντας.
Η δράση του Ευθυμίου μεταβάλλεται από προσπάθεια ανάπτυξης σε προσπάθεια περισυλλογής. Κινδυνεύοντας, επισκέπτεται όλες τις περιοχές για να προσφέρει βοήθεια σε όσους βρίσκονται σε απόγνωση από τους διωγμούς.
Το 1917 αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο σε ένοπλες ομάδες ανταρτών. Επισκέπτεται συχνά τον περίφημο γενικό αρχηγό του Δυτικού Πόντου Αντών Πασά ή Αντών Καραμπέγ (δηλ. Ελευθερίου Αντώνη) στο βουνό Νεπιέν Νταν.
Μαζί με όλους τους άλλους οπλαρχηγούς κατευθύνει τις επιχειρήσεις των ανταρτών κατά του τακτικού τουρκικού στρατού και των ενόπλων που δρούσαν σαν έμμισθοι των Τούρκων κατά των Ελλήνων.
Στις επισκέψεις του στα χωριά όπως αφηγούνται δεκάδες Παφρηνοί έλεγε: «Ξυπνάτε, ραγιάδες, να βρείτε λευτεριά».
Την περίοδο 1914 με 1916 αλλά και 1918 με 1919 με την υπογραφή της ανακωχής παρότρυνε όλα τα Δημοτικά Σχολεία, τα Αστικά Γυμνάσια καθώς και το λαό να παραστούν σύσσωμοι στην αναπαράσταση της αυτοκτονίας των 30 νεαρών κοριτσιών του Ασάρ Πάφρας που πέσανε ψηλά από το Κάστρο του Άλυ και αυτοκτόνησαν για να μην πέσουν στα χέρια του Τερέμπεη Χασάν Αλήμπεη το 1680, που γινόταν στις 25 Μαρτίου.
Από τις δραστηριότητες του δεσπότη Ευθυμίου και την αύξηση του αριθμού των ανταρτών στα βουνά οι Τούρκοι ανησύχησαν.
Αποφάσισαν να στείλουν μια επιτροπή από Έλληνες διανοουμένους και εμπόρους της Πάφρας στον αρχηγό Αντών Πασά και να ζητήσουν με όρους τη διάλυση των αντάρτικων ομάδων.
Ήταν μια εποχή που οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να διαλύσουν τους αντάρτες και για να κερδίσουν χρόνο έκαναν αυτόν τον ελιγμό.
Ζήτησαν από το Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη να συγκροτήσει μια επιτροπή.
Για να μη θεωρηθεί ότι ο Μητροπολίτης Γερμανός είχε σχέση με τους αντάρτες η επιτροπή έγινε και αποτελείτο από: Το δεσπότη της Πάφρας Ευθύμιο, σαν Πρόεδρο, τον καπνέμπορα της Πάφρας Πλάτωνα Χ” ψιάννη, τον Αλέξανδρο Ααρών, γιατρό, τον έμπορο Λάζαρο Εφραίμογλου.
Η επιτροπή μετέφερε τις προτάσεις των Τούρκων στον αρχηγό των ανταρτών, ο οποίος τις απέρριψε και γύρισαν άπρακτοι.
Από αφηγήσεις συνεργατών του μαθαίνουμε πως μέσα στο επισκοπικό του μπαστούνι υπήρχε τρύπα, μέσα στην οποία είχε φυλαγμένα σχέδια και εντολές για δράση των ανταρτών κατά των Τούρκων.
Όπως υποστηρίζουν πολλοί Παφρηνοί ένας από τους λόγους που τον ήθελαν οι Τούρκοι ήταν ο ηγετικός του ρόλος μέσα στους αντάρτες του Δυτικού Πόντου, οι οποίοι τον υπάκουαν τυφλά και τον σεβόντουσαν.
Το 1920 επισκέπτεται όλους τους εμπόρους της Πάφρας, της Σαμψούντας και του Αλατζάμ και ζητά να βοηθήσουν οικονομικά τους αντάρτες για να προμηθευτούν όπλα και σφαίρες.
Δυστυχώς αυτοί αρνούνται για να μην τα χαλάσουν με τους Τούρκους γιατί νομίζουν πως έτσι θα σωθούν.
Εκείνο τον καιρό (30 Μαΐου 1920) τον επισκέπτεται στο επισκοπικό του γραφείο ο απεσταλμένος του Στρατηγείου της Μικράς Ασίας Λοχαγός Χρυσόστομος Καραΐσκος για να εξετάσουν τη δυνατότητα ενίσχυσης των ανταρτών του Πόντου από την ελληνική κυβέρνηση.
Η ενίσχυση όμως αυτή ποτέ δεν ήρθε και οι αντάρτες αφέθηκαν στην τύχη τους.
Ο δεσπότης της Πάφρας άρχισε να παρακολουθείται στενά από Τούρκους αστυνομικούς αλλά και από πολίτες, γι’ αυτό και οι επισκέψεις του στα λημέρια των ανταρτών γίνονταν με μεγάλη μυστικότητα.
Στις 6 Ιανουαρίου 1921, ημέρα των Θεοφανίων, οι Τούρκοι δεν μπορούν να εμποδίσουν τους Έλληνες Χριστιανούς να πάνε στην εκκλησία.
Βρίσκουν την ευκαιρία οι υπεύθυνοι των ανταρτών να ‘ρθουν στο Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Μαρίνας και μπαίνουν στο Ιερό.
Μέσα εκεί στο Ιερό και παρά την παρακολούθηση των μυστικών πρακτόρων γίνεται σύσκεψη και παίρνουν την απόφαση μια δύναμη από 600-800 άνδρες να πάει να συναντήσει τον Ελληνικό Στρατό στην περιοχή του Σαγγάριου για να υπάρχει άμεση επαφή μεταξύ των ανταρτών και του προελαύνοντας ελληνικού στρατού.
Μετά από αυτή τη σύσκεψη ο Ευθύμιος πήγε στην έδρα της Μητροπόλεως την Αμισό (Σαμψούντα) γιατί όπως είπαμε αναπλήρωνε τον Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε εξορισθεί και είχε φύγει από τον Πόντο στην Κωνσταντινούπολη μαζί με άλλους πέντε Μητροπολίτες.
Με απόφαση της κεμαλικής κυβέρνησης όφειλαν όλοι οι Μητροπολίτες, οι επίσκοποι και οι αρχιμανδρίτες του Πόντου να εγκαταλείψουν το έδαφος του Πόντου.
Από όλους τους παραπάνω οι μόνοι που παράκουσαν την κυβερνητική απόφαση των Τούρκων ήταν: ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος, ο επίσκοπος Πάφρας Ευθύμιος Αγριτέλλης, ο Αρχιμανδρίτης της Μητρόπολης Αμασείας – Αμισού Πλάτων Αϊβαζίδης.
Όπως ήταν φυσικό για τη μεγάλη και εκπληκτική του δράση και την αγάπη του για το ποίμνιο του, έπεσε στα χέρια των Κεμαλικών, όταν στις 21 Ιανουαρίου 1921 μπήκαν στην Μητρόπολη Αμασείας και τον συνέλαβαν μαζί με προύχοντες της πόλης και τον Αρχιμανδρίτη Πλάτωνα Αϊβατζίδη.
Οδηγήθηκε στις φυλακές Σούγια της Αμασείας όπου βασανίστηκε.
Μέσα στις φυλακές, μαζί με τους άλλους συμπατριώτες του, δεχόταν τη μεγαλύτερη ταπείνωση, αλλά δεν έπαυε να ενδιαφέρεται για τους πιστούς του.
Με επιστολή του στην κυβέρνηση της Άγκυρας αναλάμβανε όλες τις ευθύνες προσωπικά για την αντίσταση και την οργάνωση των Ελλήνων κατά των Τούρκων. Ήθελε να απαλλάξει από κάθε ευθύνη τους συγκατηγορούμενούς του.
Στη φυλακή οι Τούρκοι προσπαθούσαν να βρουν ευκαιρία να τον τιμωρήσουν.
Έτσι, το Πάσχα (18 Απριλίου 1921) όταν βγήκε στο προαύλιο των φυλακών, τον είδαν εκεί και για να τον τιμωρήσουν τον οδήγησαν στα ανήλια και σκοτεινά υπόγεια μπουντρούμια των φυλακών.
Μέσα σ’ αυτό το κολαστήριο τον άκουγαν να ψάλλει την Παράκληση της Παναγίας και τη νεκρώσιμη Ακολουθία κηδεύοντας τον εαυτό του.
Οι Τούρκοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να συντομεύσουν το θάνατο του, γιατί φοβόνταν μήπως επέμβει κάποια μεγάλη δύναμη και μέσα από το Πατριαρχείο τον ελευθερώσουν. Γι’ αυτό τον βασάνιζαν.
Μη μπορώντας να αντέξει ο Ευθύμιος παρέδωσε την ψυχή του στις 29 Μαΐου 1921.
Οι Τούρκοι διέδωσαν ότι πέθανε γιατί προσβλήθηκε από τύφο. Τον έθαψαν στον περίβολο της εκκλησίας που ήταν κοντά.
Σαν ειρωνεία της τύχης μετά το θάνατο του ήρθε η απόφαση του Υπάτου δικαστηρίου που τον καταδίκαζε «εις τον δι’ αγχόνης θάνατον».
Έτσι πέθανε ο ηρωικός και γενναίος αυτός πατριώτης.
«Κι έγινε σίφουνας κι οργή το πέρασμα σου,
το ράσο σαν τρομάρα και απειλή,
το αποστολικό και θείο κήρυγμα σου,
αστροπελέκι στον εχθρού τη κεφαλή».
ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΡΤΕΜΙΣΙΑΣ ΣΑΡΑΦΟΓΛΟΥ – δασκάλας στο Παρθεναγωγείο Πάφρας (Αρχείο Γ. Θ. Αντωνιάδη).
«…Ήμουν δασκάλα στο Παρθεναγωγείο της Πάφρας και το σπίτι μας ήταν κοντά στην Επισκοπική Εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας. Εκεί γνώρισα τον Επίσκοπο Ευθύμιο Αγριτέλλη. Πολλές φορές έφευγε από την Πάφρα και πήγαινε στη Σαμψούντα αλλά και πολύ συχνά επισκεπτόταν τα χωριά της Επαρχίας του και εμψύχωνε τους Ελληνορθόδοξους και τους συμπαραστεκόταν…
…Θα χρειαζόμουν πολύ χαρτί και μελάνι για να καταγράψω με κάθε λεπτομέρεια τη δράση και τον πατριωτισμό αυτού του ρασοφόρου.
…Με πρωτοβουλία του Επισκόπου Πάφρας Ευθυμίου, επαναλήφθηκαν την περίοδο 1913-1915 και 1918-1919 οι τελετές που εγίνοντο και είχαν διακοπεί για να τιμήσουν τις 30 κοπέλες των χωριών Ασάρ.
Μας κάλεσε όλα τα Σχολεία τα Ελληνικά, να πάμε τους μαθητές μας στο Κιζ Καλεσί (Κάστρο Κοπέλας), που απείχε από την Πάφρα 20 χιλιόμετρα για να παρακολουθήσουμε την αναπαράσταση της αυτοκτονίας.
Στη διάρκεια της αναπαράστασης έβγαζε πύρινους και φλογερούς εθνικούς λόγους που έκανε όλους εμάς να κλάψουμε…
…Για τη σύλληψη του Δεσπότη μας Ευθυμίου στη Μητρόπολη της Σαμψούντας μάθαμε την επομένη της συλλήψεως του και εμείς που διαμέναμε στην πόλη της Πάφρας δεχτήκαμε την είδηση μουδιασμένοι και απογοητευμένοι. Υποχρεωθήκαμε κι εμείς να καταφύγουμε στα γύρω βουνά και ν’ ακολουθήσουμε τους αντάρτες.
…Τον επίσκοπο Πάφρας Ευθύμιο εμείς οι Παφραίοι τον λατρεύαμε σα Θεό. Όλοι οι καπεταναίοι και οι αντάρτες όταν τον έβλεπαν εκδήλωσαν την αγάπη και τόσο σεβασμό στο πρόσωπο του. Θυμάμαι ένα περιστατικό που έγινε με τον καπετάνιο Ακ Τεκελί Αλέκο, ο οποίος κάπνιζε και όταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά του ο Δεσπότης έκρυψε το αναμμένο τσιγάρο του στην τσέπη του σακακιού του και λίγο έλειψε να καεί.
Υπήρχε μεγάλος σεβασμός στο πρόσωπο του και ενώ αυτός έφερνε τσιγάρα για τους καπεταναίους και τους αντάρτες στα βουνά, κανένας τους δεν κάπνιζε μπροστά του γιατί το θεωρούσαν ασέβεια και ντροπή.

ΟΣΙΟΣ ΗΛΙΑΣ Ο ΝΕΟΣ
Ο Άγιος Ηλίας γεννήθηκε στην Καλαμάτα από γονείς ευσεβείς. Έκανε το επάγγελμα του κουρέα και είχε μεγάλη υπόληψη από τους προεστούς της Καλαμάτας.
Μιλώντας κάποτε σ’ αυτούς, τους προέτρεψε να ενεργήσουν για να ελαφρυνθούν οι φόροι που επιβάλλουν οι Τούρκοι στους χριστιανούς, διότι αλλιώς κινδυνεύουν να αρνηθούν την πίστη των πατέρων τους. Οι προεστοί διαφωνούσαν μαζί του λέγοντας ότι οι Χριστιανοί δεν κινδυνεύουν ν’ αρνηθούν την πίστη τους. Τότε εκείνος τους λέει, εμένα αν κάποιος μου δώσει ένα φέσι γυρίζω το φύλλο. Τότε ένας προεστός, για αστείο, έστειλε και του αγόρασε ένα φέσι. Εκείνος πήγε αμέσως στον δικαστή και έγινε μουσουλμάνος, γεγονός που λύπησε όλους τους Χριστιανούς.
Μετά από λίγο καιρό συναισθάνθηκε το σφάλμα του, έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στο Άγιο Όρος. Εκεί εξωμολογήθηκε με μεγάλη συντριβή το λάθος του, έκανε τον κανόνα του και μυρώθηκε με το Άγιο Μύρο. Έγινε μάλιστα και μοναχός στο Άγιο Όρος, όπου παρέμεινε οκτώ χρόνια, ασκούμενος στην αρετή, την προσευχή και την προετοιμασία για το μαρτύριο.
Επανήλθε λοιπόν στην Καλαμάτα, παρουσιάστηκε στον κριτή και ομολόγησε μπροστά του τη χριστιανική πίστη. Παρά τις κολακείες και τα φρικτά βασανιστήρια, ο Ηλίας έμεινε ακλόνητος στην πίστη του. Ο δικαστής τότε διέταξε να τον κάψουν με χλωρά ξύλα. Τον άρπαξαν οι δήμιοι και τον οδηγούσαν στον τόπο της καταδίκης.
Στο δρόμο κάποιος του κατέβασε κυριολεκτικά την πλάτη με μια σπαθιά. Ο άγιος χωρίς να δειλιάσει, χαρούμενος, με περισσότερο θάρρος, προχωρούσε ψάλλοντας τους ψαλμούς του Δαυίδ. Όταν έφθασαν στον τόπο της καταδίκης, τον έριξαν στη φωτιά. Το θαυμαστό είναι ότι, ενώ παρέδωσε την αγία του ψυχή μέσα στην πυρά, όταν έσβησε η φωτιά το άγιο λείψανό του είχε μείνει άθικτο. Δεν είχαν καεί ούτε τα ράσα του ούτε τα γένια ούτε τα μαλλιά του. Τη νύχτα, οι φρουροί έβλεπαν το ουράνιο φως που κατέβαινε και περικύκλωνε το τίμιο λείψανο του μάρτυρος και έλεγαν επειδή δεν τον έκαψε η φωτιά, έστειλε ο Θεός φωτιά από τον ουρανό για να τον κάψει.
Οι Χριστιανοί πήραν το άγιο λείψανο του μάρτυρος και το έθαψαν δίνοντας πολλά χρήματα. Όταν, αργότερα, έκαναν την ανακομιδή μια καταπληκτική ευωδία γέμιζε τον τόπο.
Η τίμια κάρα του νεομάρτυρα αυτού, είναι θησαυρισμένη στην Ιερά Μονή Βουλκάνου της Μεσσηνίας.
Να σημειώσουμε τέλος ότι το έτος μαρτυρίου του Αγίου μάλλον δεν είναι το 1686 μ.Χ., όπως πρώτος αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και επαναλαμβάνουν λανθασμένα όλοι οι Συναξαριστές. Η Καλαμάτα ελευθερώθηκε από τους Τούρκους στις 14 Σεπτεμβρίου 1685 μ.Χ. με την βοήθεια των Βενετών, οι οποίοι παρέμειναν στην πόλη μέχρι το 1715 μ.Χ. Συνεπώς, ο Άγιος Ηλίας μαρτύρησε πριν από τις 14 Σεπτεμβρίου 1685 μ.Χ. όταν ήταν οι Τούρκοι στην Καλαμάτα. Δηλαδή, το πιθανότερο, στις 31 Ιανουαρίου 1685 μ.Χ.

ΑΓΙΟΙ ΠΕΝΤΕ ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΕΣ
Αν και τα ονόματά τους και το έτος του μαρτυρίου του δεν μας είναι γνωστά, γεγονός είναι ότι κατάγονται από τη Λέσβο, αλλά και μαρτύρησαν σ’ αυτή διά ξίφους.
Η τοπική αγιολογική παράδοση αναφέρει ότι κατοικούσαν στο Γαβαθά κοντά στην Άντισσα, και ότι στον όρος Όρδυμνος υπήρχε Μονή αφιερωμένη σ’ αυτές η οποία και περί το 1331 μ.Χ. ήκμαζε μαζί με δύο ακόμη Μονές, αυτές του αγίου Ιωάννου Θεολόγου και της αγίας Θεοφανούς. Παρεκκλήσιο παλαιό αφιερωμένο στη μνήμη τους υπάρχει στην κοινότητα Πτερούντας.

ΟΣΙΟΣ ΔΑΥΙΔ
Ο Όσιος Δαυίδ γεννήθηκε στη Γαρδενίτσα (τέως κτηματική περιφέρεια της κοινότητας Κυπαρισσίου) του Νομού Φθιώτιδας, πιθανότατα το τελευταίο τέταρτο του 15ου αιώνα (περί το 1490 συμπεραίνει ο Χ. Γ. Πετρινέλης, άλλοι συγγραφείς περί το 1485, ενώ ο Μητροπολίτης Γόρτυνας και Μεγαλουπόλεως, κ. Θεόφιλος Καναβός, περί το 1519) και έζησε περίπου ως το πρώτο μισό του 16ου αιώνα.
Διετέλεσε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Παναγίας Βαρνάκοβας, το χρονικό διάστημα από το 1520 έως το 1532, και κατόπιν μετέβη στη Βόρεια Εύβοια, στις Ροβιές του σημερινού Δήμου Ελυμνίων. Εκεί ίδρυσε μοναστήρι, το οποίο απέκτησε φήμη και, πλέον, φέρει το όνομά του. Υπήρξε ένας από τους φωτισμένους διδάσκαλους του Γένους, προσφέροντας πολλά στην παιδεία των υποδουλωμένων Ελλήνων, αλλά και Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στον οποίο αποδίδεται πλήθος θαυμάτων.
Αναφέρεται ότι σε ηλικία τριών ετών είδε σε όραμα τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ο οποίος τον παρότρυνε να τον ακολουθήσει.
Σε ηλικία δεκαπέντε ετών έφυγε από την πατρίδα του για να υπηρετήσει σε μοναστήρι στη Μαγνησία, μαζί με τον ιερομόναχο Ακάκιο, όπου παρέμεινε για πέντε χρόνια. Στη συνέχεια, οι Δαυίδ και Ακάκιος εγκατέλειψαν το συγκεκριμένο μοναστήρι για να μεταβούν στο μοναστήρι του Κομνηνείου, στην περιοχή της Όσσας, όπου ο Όσιος δέχτηκε το αξίωμα της διακονίας.
Όχι πολύ καιρό μετά, ο Ακάκιος και ο Όσιος επισκέφτηκαν το Άγιο Όρος, τη Λαύρα του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, προκειμένου να προσκυνήσουν τα ιερά κοινόβια. Κατόπιν, ο Όσιος Δαβίδ ακολούθησε τον Ακάκιο, ο οποίος είχε χειροτονηθεί Αρχιερέας της «Αγιοτάτης Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Άρτης», στην επισκοπή του, όπου σύντομα τον χειροτόνησε Ιερέα και Λειτουργό των Αγίων του Θεού Μυστηρίων.
Μετά τη θητεία του ως ηγούμενου στη Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας, στο Ευπάλιο Φωκίδας (1520-1532), μετέβη στο όρος Στείρι, ανάμεσα στον Ελικώνα και τον Παρνασσό, όπου ίδρυσε ένα νέο, μικρό μοναστήρι. Κάποια στιγμή, όμως, κατηγορήθηκε ότι αποτέλεσε την αιτία φυγής μερικών σκλάβων κάποιου Αγαρηνού άρχοντα της Λιβαδειάς, και για τον λόγο αυτό συνελήφθη, βασανίστηκε και φυλακίστηκε. Όταν, όμως, ελευθερώθηκε δεν επέστρεψε στο Στείρι αλλά, στην αναζήτησή του για έναν τόπο όπου θα μπορούσε να ασκητέψει, βρέθηκε στην Εύβοια. Εγκαταστάθηκε εκεί που σήμερα βρίσκεται το προς τιμήν του αφιερωμένο μοναστήρι, όπου, τότε, υπήρχε ένα ερειπωμένο εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, πάνω από τις Ροβιές Ευβοίας.
Καθώς η φήμη του Οσίου εξαπλώνονταν, όλο και περισσότεροι Χριστιανοί προσέτρεχαν κοντά του για να τον επισκεφτούν και να τον γνωρίσουν, με συνέπεια να προκύψει έντονη η ανάγκη να κτισθεί στον τόπο εκείνο ένα μοναστήρι. Ως εκ τούτου, ο Όσιος έφυγε προσωρινά από το μέρος, προκειμένου να διενεργήσει εράνους μεταξύ των διαφόρων χριστιανικών κοινοτήτων (έφτασε μέχρι τη Ρωσία) ώστε να καταφέρει να συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρήματα για την ανέγερση του μοναστηριού. Κάτι που τελικά κατάφερε λίγα χρόνια αργότερα, με το νεοαναγερθέν μοναστήρι να αφιερώνεται στη δόξα της Μεταμορφώσεως του Δέσποτα Χριστού. Ο Όσιος παρέμεινε εκεί μέχρι την κοίμησή του, σε προχωρημένη ηλικία.
Η μνήμη του Οσίου Δαυίδ τιμάται κάθε χρόνο την 1η Νοεμβρίου. 

ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΣΤΥΛΙΤΗΣ

Ο Συμεών ο Στυλίτης ο Λέσβιος (765/766 – 844) ήταν μοναχός, που επέζησε θαυματουργικά μετά από δύο απόπειρες κατά της ζωής του και της δίωξής του κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας. Ακολούθησε το πρότυπο του Αγίου Συμεών του Στυλίτη: ανέβηκε σε στύλο και έζησε με φοβερή άσκηση, νηστεία, σκληραγωγία και προσευχή. Τιμάται μαζί με τα αδέλφια του, Άγιο Γεώργιο Αρχιεπίσκοπο Μυτιλήνης και Άγιο Δαβίδ τον Μοναχό.
Ιστορία
Στις αρχές του ογδόου αιώνος ζούσε στη Μυτιλήνη ο Αδριανός και η Κωνσταντώ, που απέκτησαν επτά παιδιά, από τα οποία τα πέντε έγιναν μοναχοί. Τρία από αυτά ήταν ο Δαβίδ, ο Συμεών και ο Γεώργιος.
Πρωτότοκος ήταν ο Δαβίδ, που γεννήθηκε το έτος 717 ή 718. Έμαθε λίγα γράμματα και σε ηλικία 16 ετών, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πατέρα του, σε ώρα μεγάλης καταιγίδας, είδε σε όραμα τον άγιο Αντώνιο να τον καλεί στο μοναχικό βίο και συγκεκριμένα να του δίνει εντολή να μεταβεί στη Μικρά Ασία στο όρος Ίδη, που είναι αντίκρυ από τη Λέσβο και λίγο βορειότερα, για να μονάσει εκεί. Ο Δαβίδ με μεγάλη προθυμία και χαρά δέχτηκε τη συμβουλή του Μεγάλου Αντωνίου και πήγε στη Μικρά Ασία, όπου έζησε στο όρος Ίδη μέσα σε μια σπηλιά με μεγάλη άσκηση, τρώγοντας άγρια χόρτα. Εκεί έζησε τριάντα χρόνια. Πάλι με όραμα πήρε την εντολή να έλθει στον επίσκοπο Γάργαρων για να χειροτονηθεί από αυτόν διάκονος και αργότερα πρεσβύτερος. Επέστρεψε και πάλι στο όρος Ίδη, όπου με υπόδειξη ενός αγγέλου, που είδε σε όραμα, χτίζει ναό των αγίων Κηρύκων και Ιουλίττης και μοναστήρι, στο οποίο πολύ σύντομα μαζεύτηκαν πολλοί μοναχοί.
Έπειτα από δέκα χρόνια και αφού πέθανε ο πατέρας του, ήρθε η μητέρα του να τον ιδεί, έχοντας μαζί της το μικρότερο από τα παιδιά της, τον Συμεών, που ήταν τότε οκτώ χρονών. Είχε γεννηθεί το 765 ή 766.
Ο Συμεών έμεινε κοντά στον αδελφό του, η μητέρα του δε, έπειτα από λίγες ήμερες, επέστρεψε στη Μυτιλήνη και σε λίγο απέθανε. Ο Συμεών έμαθε γράμματα παραμένοντας στο μοναστήρι του αδελφού του, όπου σε ηλικία είκοσι δύο ετών έγινε μοναχός και σε ηλικία 28 ετών χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Γάργαρων Ιερεύς. Δυο χρόνια αργότερα πέθανε ο Δαβίδ σε ηλικία εξήντα έξι ετών, αφού προείδε το θάνατο του και συνέστησε στον αδελφό του Συμεών να επιστρέψει στη Μυτιλήνη. Ο Συμεών συμμορφώθηκε με την εντολή του αδελφού του και επέστρεψε στη Μυτιλήνη στο ναό της Παναγίας, που ήταν στο βόρειο λιμάνι της πόλεως, στην «Άνω Σκάλα». Εκεί για να μιμηθεί την άθληση του παλαιού αγίου Συμεών του Στυλίτη, ανέβηκε σε στύλο και έζησε με φοβερή άσκηση, νηστεία, σκληραγωγία και προσευχή.
Στη συνέχεια πήρε κοντά του και τον αδελφό του Γεώργιο, μοναχό και αυτόν, που γεννήθηκε το έτος 763. Χειροτονήθηκε και αυτός ιερεύς και μαζί με τον αδελφό του και την αδελφή τους, μοναχή και αυτή, Ιλαρία και άλλους μοναχούς έκτισαν Μοναστήρι στο όποιο κατέφθαναν πλήθη χριστιανών, πού διψούσαν να ακούσουν λόγο Θεού και να ζητήσουν την ευλογία των αγίων μοναχών. Ο Γεώργιος έγινε επίσκοπος Μυτιλήνης.
Όμως την ησυχία του μοναστηριού και της Εκκλησίας, γενικότερα, τάραξε και πάλι η μανία των εικονομάχων. Ο Αυτοκράτωρ Λέων Ε΄ ο Αρμένιος (813-820) κήρυξε πάλι διωγμούς κατά των χριστιανών. Ο επίσκοπος της Μυτιλήνης Γεώργιος εξορίζεται και τοποθετείται επίσκοπος Μυτιλήνης κάποιος Λέων, εικονομάχος, ο οποίος αμέσως στράφηκε κατά του Συμεών και των μοναχών του Μοναστηριού του.
Με τις ενέργειες του εικονομάχου αυτού επισκόπου καταδικάζεται σε θάνατο δια πυρός ο Συμεών, αλλά με θαύμα διασώζεται και παραμένει για ένα διάστημα ανενόχλητος πάνω στο στύλο του, μέχρι που αναγκάζεται πάλι από τον είκονομάχο επίσκοπο να εγκαταλείψει τη Μυτιλήνη και να αποσυρθεί, μαζί με τους μοναχούς, στο μικρό νησάκι, το γνωστό με το όνομα Άγιος Ισίδωρος, που βρίσκεται στον κόλπο Γέρας προς το μέρος της Κουντουρουδιάς, των Λουτρών.
Αργότερα, ο εικονομάχος επίσκοπος κατόρθωσε να αποσπάσει από τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Β΄ τον Τραυλό (820-829) διαταγή, με την οποία εξορίζεται ο Συμεών στη «Λαγούσα», νησί ακατοίκητο απέναντι από τα μέρη της Τροίας. Εκεί πήγε ο Συμεών με τη συνοδεία επτά μαθητών του και παρέμεινε και εκεί επάνω σε στύλο 10 μέτρων, ενώ ο αδελφός του Γεώργιος παρέμεινε στη Μυτιλήνη, φροντίζοντας το μοναστήρι.
Αργότερα ο Άγιος Συμεών έφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατάλαβε ότι θα προσέφερε απαραίτητες στην Εκκλησία υπηρεσίες και εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Νικήτου του Μηδικίου. Με κέντρο το μοναστήρι αυτό περιόδευε από τον Ελλήσποντο μέχρι τα νησιά του Αιγαίου και μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα στηρίζοντας με το λόγο του τους χριστιανούς και παρηγορώντας τους διωκόμενους πατέρες, που βρισκόταν εξόριστοι σε διάφορα μέρη από τους εικονομάχους. Στις περιοδείες του αυτές εργαζόταν σαν ψαράς, όπου στάθμευε, για να εξοικονομεί ό,τι χρειαζότανε όχι τόσο για τον εαυτό του, αλλά για να βοηθά όσους είχανε ανάγκη βοηθείας. Περιοδεύοντας δεν δίδασκε μόνο, αλλά με τη χάρη του Θεού θεράπευε αρρώστους και ίδρυσε και γυναικείο μοναστήρι, στο οποίο μαζεύτηκαν πολλές μοναχές.
Μετά το θάνατο του Μιχαήλ Β΄ του Τραυλού, ο εικονομάχος διάδοχός του Θεόφιλος κήρυξε πάλι άγριο κατά της Εκκλησίας διωγμό, κατά τον όποιο συνέλαβε τον Συμεών και τη συνοδεία του με σκοπό να τους κλείσει σε φυλακή και να τους εξαφανίσει. Σώθηκε και από αυτόν τον κίνδυνο με την επέμβαση της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας, αλλά δεν απέφυγε την τιμωρία εκατόν πενήντα ραβδισμών, που διέταξε ο Αυτοκράτωρ και την εξορία στην Αφουσία νήσο της Προποντίδος, όπου πήγε μαζί με άλλους διακεκριμένους κήρυκες της Ορθοδοξίας, όπως ήταν ο Θεοφάνης και Θεόδωρος, οι λεγόμενοι Γραπτοί, και άλλοι πατέρες. Και σ’ αυτόν τον τόπο της εξορίας ο Συμεών έχτισε ναό της Παναγίας και μοναστήρι, μαζεύοντας σ’ αυτό όλους τους καταδιωκώμενους από τους εικονομάχους, πατέρες.
Ο Γεώργιος που παρέμεινε στη Μυτιλήνη, είχε και αυτός αρκετές ταλαιπωρίες. Ο εικονομάχος επίσκοπος Λέων τον καταπίεζε με διάφορους τρόπους και τελικά τον έδιωξε από τη Μυτιλήνη, αφού κατέλαβε παρανόμως και πούλησε το μοναστήρι και ό,τι ανήκε σ’ αυτό. Ο Γεώργιος αναγκάζεται να φύγει με τους μοναχούς του μοναστηριού σε ένα «ευτελές και βραχύτατον χωρίον» που το έλεγαν «Μυρσίνα». Αλλά και εκεί ερχότανε και τους εύρισκαν χριστιανοί και εκεί δίδασκε ο Γεώργιος και έκαμε πολλά θαύματα.
Όταν πέθανε ο εικονομάχος Θεόφιλος (842), η Βασίλισσα Θεοδώρα ανακάλεσε από την εξορία όλους τους εξόριστους πατέρες, όπως και τους Συμεών και Γεώργιο. Οι δύο αυτοί μαζί με τον μετέπειτα Πατριάρχη Μεθόδιο τον ομολογητή, έγιναν οι πιο έμπιστοι σύμβουλοι της Θεοδώρας. Όταν κατά το έτος 843 με την υπόδειξη του Συμεών έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Μεθόδιος, ο Συμεών μαζί με τους μαθητές του εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι των Αγίων Σεργίου και Βάκχου.
Ο Γεώργιος προτείνεται από τη Βασίλισσα να γίνει επίσκοπος Εφέσου, θέση όμως που δεν δέχτηκε ο Γεώργιος, με πρόφαση την ηλικία του. Ήταν τότε ογδόντα χρόνων. Τέλος, έπειτα από πολλές πιέσεις, δέχτηκε να χειροτονηθεί επίσκοπος για τη Μητρόπολη Μυτιλήνης. Σύντομα χειροτονήθηκε και αφού πήρε και από τη Βασίλισσα και από τον Πετρωνά και τον Βάρδα πολλά δώρα για τους φτωχούς του νησιού, έρχεται με βασιλικό καράβι -δρόμωνα- στη Μυτιλήνη, συνοδευόμενος από στρατηγούς και αυλικούς της Θεοδώρας.
Η Μυτιλήνη τον υποδέχτηκε με ενθουσιασμό και χαρά μεγάλη. Ξαναπήρανε τότε στα χέρια τους το μοναστήρι τους οι άγιοι και γιόρτασαν σ’ αυτό, υστέρα από τόσα χρόνια διωγμών, τη γιορτή της Γεννήσεως της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου 843) και έπειτα από λίγες ημέρες έγινε η ενθρόνιση του Γεωργίου στο ναό της Αγίας Θεοδώρας, που ήταν ο Μητροπολιτικός ναός, την 14η Σεπτεμβρίου, εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Ένα χρόνο αργότερα (844 μ.Χ.) πέθανε ο Συμεών και τον έθαψαν στο μοναστήρι της Παναγίας. Τον χειμώνα, τον ίδιο χρόνο, ο Γεώργιος ταξίδευσε στη Γοτθογραικία για να επισκεφθεί άρρωστο φίλο του, τον όποιον με τη δύναμη του Θεού θεράπευσε, προφητεύοντας ότι θα αποθάνει έπειτα από επτά χρόνια, όπως και έγινε. Επέστρεψε στη Μυτιλήνη και συνέχισε με ελεημοσύνες, διδασκαλίες και θαύματα το έργο του καλού ποιμένος.
Αποφασίζει, και μάλιστα χειμώνα καιρό, ένα ταξίδι για τη Σμύρνη, όπου ήθελε να ιδεί πνευματικά του παιδιά και μοναστήρια, τα οποία εκείνος ίδρυσε σε οικόπεδα, που του είχαν χαρίσει μαθητές του. Στη Σμύρνη όμως παρέμεινε λίγες ημέρες, διότι εμφανίζεται Άγγελος Θεού μπροστά του και προλέγει το θάνατό του. Επιστρέφει σύντομα στη Μυτιλήνη, όπου περνά όλη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, κάνοντας και τη λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης. Καταλαβαίνει ότι ήρθε το τέλος του. Δίνει με συγκίνηση τις τελευταίες συμβουλές και ευχές στα πνευματικά του παιδιά και παραδίνει το πνεύμα του στον Κύριο το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 845 ή 846. Τον ενταφίασαν με μεγάλες τιμές στον τάφο του αδελφού του Συμεών. 

ΟΣΙΑ ΘΩΜΑΙΣ
Η Αγία Θωμαΐς ήταν άγνωστη σαν αγία στην Λέσβο, την πατρίδα της. Μόλις το 1961 μ.Χ. έγινε γνωστή με σειρά άρθρων, που δημοσίευσε γι’ αυτήν, έπειτα από επιστημονική έρευνα, ο καθηγητής κ. Ιωάννης Μ. Φουντούλης.
Η Αγία Θωμαΐς γεννήθηκε στη Λέσβο μεταξύ των ετών 910 – 913 μ.Χ. Οι γονείς της, Μιχαήλ και Καλή, ήταν ευσεβέστατοι, έντιμοι και ευκατάστατοι. Τη στέρηση παιδιού την αντιμετώπιζαν «πενθοῦντες καὶ σκυθρωπάζοντες», αλλά και με την ελπίδα ότι θα αποκτούσαν παιδί και για τούτο δεν έπαυαν να προσεύχονται. Τέλος, η Παναγία με θείο όνειρο προειδοποίησε την Καλή ότι όχι μόνο θα αποκτούσε παιδί, αλλά ότι τούτο θα ξεχώριζε σε πλούτο χαρισμάτων και αγιότητα.
Πραγματικά, απόκτησαν κόρη, που την ονόμασαν Θωμαΐδα, που καθώς μεγάλωνε ξεχώριζε για τα χαρίσματα που είχε και την ομορφιά της. Αν και δεν είχε καμιά διάθεση για γάμο αλλά απ’ εναντίας θαύμαζε τη μοναστική ζωή, πειθαρχώντας στη θέληση και επιθυμία των γονιών της, πανδρεύτηκε, μεταξύ των ετών 934 – 937 μ.Χ., σε ηλικία 24 ετών, κάποιον Στέφανο, που έγινε γι’ αυτήν «ἀκάνθινος στέφανος» για όλη τη ζωή της. Ενώ αυτή ήταν τόσο καλή, τόσο ενάρετη, ώστε την ήξεραν όλοι σαν υπόδειγμα συζύγου, υπέφερε φοβερά από τη βάναυση συμπεριφορά του βαρβάρου συζύγου της, που καθημερινά εύρισκε ευκαιρία να την πληγώνει στο σώμα και στην ψυχή με ξυλοδαρμούς, ραπίσματα, κλωτσιές ακόμα και στο στόμα της, να την καίει, να της ανοίγει πληγές σ’ όλο της το σώμα.
Από τη Μυτιλήνη έφυγαν και κατοίκησαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου φαίνεται, για να ακολουθήσουν την κόρη τους, μετακόμισαν και οι γονείς της, εγκαταλείποντας εδώ τη μεγάλη περιουσία τους και αντιμετωπίζοντας εκεί πολλές στερήσεις. Μετά το θάνατο του πατέρα της, η μητέρα της πήγε στο μοναστήρι, το γνωστό με το όνομα «τὰ Μικρὰ Ρωμαίου» ή «τὰ Ρωμαίου», το οποίο εκείτο μεταξύ της πύλης της Σηλυβρίας και της πύλης του Πολυανδρίου επί του εβδόμου λόφου της Κωνσταντινούπολης και έγινε μοναχή και αργότερα έγινε και ηγουμένη.
Το δράμα της Θωμαΐδος κορυφώθηκε. Η συμπεριφορά του συζύγου της γινότανε από μέρα σε μέρα χειρότερη. Και η Θωμαΐς αντιμετώπιζε όλη αυτή τη μαρτυρική κατάσταση με την προσευχή, την υπομονή και την αγαθοεργία.
Πολύ σύντομα η πίστη και η αγιότητα της Θωμαϊδος ευλογήθηκε από το Θεό, που της έδωκε τη χάρη να κάνει και θαύματα, όταν ζητούσε με τις θερμές προσευχές της τη βοήθειά Του για ανθρώπους που υπέφεραν. Αναφέρονται δεκατέσσερα θαύματα που έγιναν με την προσευχή της αγίας Θωμαΐδος στην Κωνσταντινούπολη. Θεραπεύει έναν δαιμονιζόμενο, έναν παράλυτο, έναν άρρωστο με καρκίνο και άλλους.
Έπειτα από δέκα τριών ετών μαρτυρική συζυγική ζωή, απέθανε η Θωμαΐς σε ηλικία τριάντα οκτώ ετών και ενταφιάσθηκε στην γυναικεία Μονή, την καλουμένη «τὰ Μικρὰ Ρωμαίου» ή «τὰ Ρωμαίου» όπου είχε μονάσει και ταφή και η μητέρα της. Σαράντα ημέρες μετά την ταφή της, το ιερό λείψανο αυτής ανακομίσθηκε και αποτέθηκε σε πολυτελή λάρνακα εντός του Ναού της Μονής. Αυτό ήταν ακέραιο και στα τίμια χέρια της διακρίνονταν οι αικισμοί του συζύγου της.
Ο τάφος της και το σεπτό λείψανό της έγιναν πηγή θαυμάτων. Κάποιος διαμονιζόμενος Κωνσταντίνος, που πλησίασε τον τάφο της, θεραπεύεται. Κάποιος παράλυτος Ευτυχιανός ονομαζόμενος, που προσευχήθηκε και άγγισε τον τάφο της στάθηκε στα πόδια του. Κάποια μοναχή με φοβερούς πόνους στο κεφάλι θεραπεύεται και άλλος με επιληψία επίσης βρίσκει την υγεία του. Κάποιος ψαράς βρίσκει τα χαμένα δίχτυα του στη θάλασσα γεμάτα ψάρια. Κάποια γυναίκα με φοβερούς πόνους στα σπλάγχνα της θεραπεύεται και από ευγνωμοσύνη χτίζει πάνω στον τάφο της αγίας μεγαλοπρεπή αψίδα. Σαν τελευταίο θαύμα αναφέρεται η θεραπεία του συζύγου της, που μετά το θάνατό της «προσέκρουσε δαίμονι χαλεπώ», έγινε, δηλαδή, δαιμονιζόμενος. Τον έδεσαν με αλυσίδες και τον οδήγησαν στον τάφο της αγίας και θεραπεύτηκε.
Το τίμιο σκήνωμά της απωλέσθηκε πιθανόν κατά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους το 1204 μ.Χ.
Αρχικά η μνήμη της εορταζόταν την 1η Ιανουαρίου, αλλά από το 10ο αιώνα μ.Χ. ο εορτασμός της μνήμης της μετατέθηκε στις 3 Ιανουαρίου, διότι η ημέρα της κοιμήσεώς της, που συνέπιπτε με την εορτή της Περιτομής του Κυρίου και την εορτή του Μεγάλου Βασιλείου, δεν ήταν πρόσφορη για τον πανηγυρισμό αυτής.
Ακολουθία της αγίας συνέταξε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, Υμνογράφος της Μ. του Χριστού Εκκλησίας στο Άγιο Όρος, το έτος 1967 με τη μέριμνα του αειμν. Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιακώβου Κλεομβρότου και δημοσιεύθηκε στο «Λεσβιακό Μηναίο».

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΣΣΟΥ
Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στο χωριό Ακόρνη της Λέσβου από ευσεβείς και πιστούς γονείς, τον Γεώργιο και την Μαρία, οι οποίοι για χρόνια παρακαλούσαν θερμά τον Θεό να τους χαρίσει ένα παιδί. Ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές τους και τους χάρισε υιό, που τον ονόμασαν Γεώργιο, τον οποίο μεγάλωσαν με τα νάματα της ορθοδόξου πίστεως και αλήθειας. Όταν ο Γεώργιος επισκέφθηκε την Βασιλεύουσα για να συμπληρώσει τις σπουδές του, γνώρισε τον Ιερομόναχο Αγάθωνα, τον οποίο ακολούθησε σε κάποιο μοναστήρι της Ανατολής, όπου ήταν ηγούμενος και παρέμεινε εκεί για τρία χρόνια. Αργότερα, επισκέφθηκε για προσκύνημα τα Ιεροσόλυμα, όπου σε κάποιο ησυχαστήριο του Ιορδάνη ποταμού εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος με το όνομα Γρηγόριος.
Κατόπιν συστάσεως του Αγάθωνος, εξελέγη Επίσκοπος Άσσου της Μυσίας. Η Γρηγόριος ανέλαβε τα καθήκοντα του Επισκόπου με πολύ ζήλο και επιτέλεσε σπουδαίο έργο, ως πολίτης άνω Σιών. Κατέληξε στο όρος Πρίαντος (Πριγιάμι) της Λέσβου, όπου ίδρυσε μονή στην οποία και κοιμήθηκε οσιακά. Ο Άγιος πέθανε σε μεγάλη ηλικία το έτος 1150 μ.Χ. (ή το 1185 μ.Χ.). Το έτος 1935 μ.Χ. έγιναν υπό του Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιακώβου (Κλεομβρότου) ανασκαφές στον χώρο της αρχαίας μονής και αποκαλύφθηκε ο δικιόνιος βυζαντινός ναός με τον ευρύχωρο νάρθηκα, η τράπεζα της μονής και οι θεμέλιοι άλλων κτισμάτων.
Η ανεύρεση των λειψάνων και του τάφου του Αγίου έδωσαν νέα ώθηση στην τιμή του Αγίου. Στις 16 Νοεμβρίου του 1935 μ.Χ. τα ιερά λείψανα ανεκομίσθησαν και απετέθησαν στο ναό του Αγίου Γεωργίου Σκοπέλου της νήσου Λέσβου.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας τιμά την ιερά μνήμη του στις 10 Ιουλίου, στην παλαιά μονή και το γεγονός της μετακομιδής των ιερών λειψάνων αυτού την πρώτη Κυριακή μετά τις 10 Νοεμβρίου.
ΑΓΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
Οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη συγκαταλέγονται στη χορεία των Νεοφανών Αγίων και μάλιστα εκείνων που μαρτύρησαν σχεδόν αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Σχετικά με τον βίο τους γνωρίζουμε λίγα πράγματα. Οι πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξη των Αγίων ιστορούνται με θαυματουργικό και αποκαλυπτικό τρόπο από το έτος 1959 μ.Χ. Από μία ανασκαφή που έγινε στη Θερμή της Λέσβου, ανακαλύφθηκε ο τάφος ενός αγνώστου προσώπου, που όπως αποκαλύφθηκε σε συνεχή οράματα, ανήκε στον Άγιο Ιερομάρτυρα Ραφαήλ, ο οποίος μαρτύρησε μαζί με τον Άγιο Οσιομάρτυρα Νικόλαο και την Αγία Ειρήνη. Ο τάφος και το λείψανο του Αγίου Νικολάου ανακαλύφθηκε στις 13 Ιουνίου 1960 μ.Χ.
Ο Άγιος Ραφαήλ καταγόταν από τους Μύλους της Ιθάκης και γεννήθηκε το έτος 1410 μ.Χ. Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Λάσκαρης ή Λασκαρίδης και ο πατέρας του ονομαζόταν Διονύσιος. Πριν γίνει κληρικός είχε σταδιοδρομήσει στο βυζαντινό στρατό και έφθασε μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Σε ηλικία τριάντα πέντε ετών γνώρισε ένα ασκητικό και σεβάσμιο γέροντα, τον Ιωάννη, ο οποίος τον προσείλκυσε στην εν Χριστώ ζωή. Κάποια Χριστούγεννα ο γέροντας κατέβηκε από τον τόπο της ασκήσεώς του, για να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τους στρατιώτες και κήρυξε τον λόγο του Θεού. Τότε ο αξιωματικός Γεώργιος, όταν ο γέροντας κατέβηκε πάλι τα Θεοφάνεια, αποχαιρέτισε τους στρατιώτες και τον ακολούθησε.
Μετά την κουρά του σε μοναχό, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, αλλά τιμήθηκε και με το οφίκιο του αρχιμανδρίτη και του πρωτοσύγκελου. Μαζί δε με τις άλλες αποκαλύψεις, ο Άγιος Ραφαήλ αποκάλυψε ότι απεστάλη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Εσπερία, στην πόλη της Γαλλίας που ονομάζεται Μορλαί, για να εκπληρώσει την εντολή που του ανατέθηκε. Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα λίγο πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Ακόμη απεκάλυψε ότι κήρυξε τον λόγο του Ευαγγελίου στην Αθήνα, στο λόφο που είναι το μνημείο του Φιλοπάππου.
Λίγα χρόνια πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, περί το έτος 1450 μ.Χ., ο Άγιος βρέθηκε μετά από περιπλανήσεις στην περιοχή της Μακεδονίας και μόναζε εκεί.
Κοντά στον Άγιο Ραφαήλ βρισκόταν εκείνο το διάστημα ο Άγιος Νικόλαος ως υποτακτικός. Ο Νικόλαος εκάρη μοναχός και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος. Θεωρείται Θεσσαλονικεύς στην καταγωγή, αν και αναφέρεται ότι γεννήθηκε στους Ράγους της Μηδίας της Μικράς Ασίας. Ωστόσο μεγάλωσε και ανδρώθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Μόλις έπεσε η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι εισέβαλαν ορμητικά στη Θράκη και καταλύθηκε οριστικά η βυζαντινή αυτοκρατορία, ο φόβος για γενικούς διωγμούς κατά των Χριστιανών στάθηκε ως αφορμή να καταφύγει ο Άγιος Ραφαήλ με την συνοδεία του από το λιμάνι της Αλεξανδρουπόλεως, στη Μυτιλήνη. Εκεί εγκαταστάθηκε μαζί με άλλους μοναχούς στην παλαιά μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου, η οποία στο παρελθόν ήταν γυναικεία και ήταν χτισμένη στο λόφο Καρυές, κοντά στο χωριό Θέρμη. Ηγούμενος της μονής εξελέγη στην συνέχεια ο Άγιος Ραφαήλ.
Έπειτα από μερικά χρόνια, το έτος 1463 μ.Χ., η Λέσβος έπεσε στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι σε μια επιδρομή τους στο μοναστήρι, συνέλαβαν τον Άγιο Ραφαήλ και τον Άγιο Νικόλαο, τη Μεγάλη Πέμπτη του ιδίου έτους. Ακολούθησαν σκληρά και ανηλεή βασανιστήρια και ο Άγιος Ραφαήλ μαρτύρησε διά σφαγής με πολύ σκληρό τρόπο. Τον έσυραν βιαίως τραβώντας τον από τα μαλλιά και την γενειάδα, τον κρέμασαν από ένα δένδρο, τον χτύπησαν βάναυσα, τον τρύπησαν με τα πολεμικά τους όργανα, αφού προηγουμένως τα πυράκτωσαν σε δυνατή φωτιά και τελικά τον έσφαξαν πριονίζοντάς τον από το στόμα.
Σε μερικές εμφανίσεις του ο Άγιος Ραφαήλ φαίνεται να συνοδεύεται από πολλούς, δορυφορούμενους τρόπον τινά, οι οποίοι διάνυσαν πριν από αυτόν τον ασκητικό βίο στη μονή των Καρυών, όπως είπε σε εκείνους που τα έβλεπαν αυτά. Αποκάλυψε επίσης, ότι η μονή αυτή, η οποία είναι γυναικεία, υπέστη επιδρομή από τους αιμοχαρείς πειρατές κατά το έτος 1235 μ.Χ. Κατά την επιδρομή εκείνη αγωνίσθηκε μαζί με τις άλλες μοναχές τον υπέρ του Χριστού καλό αγώνα η καταγόμενη από την Πελοπόννησο ηγουμένη Ολυμπία και η αδελφή της Ευφροσύνη. Η Ολυμπία τελειώθηκε αθλητικώς στις 11 Μαΐου του έτους 1235 μ.Χ., εμφανίσθηκε δε μαζί με τον μεγάλο και θαυματουργό Άγιο Ραφαήλ.
Ο Άγιος Νικόλαος πέθανε μετά από βασανισμούς, από ανακοπή καρδιάς, δεμένος σε ένα δένδρο.
Μαζί με τους Αγίους συνάθλησε και η μόλις δώδεκα χρονών νεάνιδα Ειρήνη, θυγατέρα του Βασιλείου, προεστού της Θέρμης, η οποία και εμφανίζεται μαζί τους. Αυτή μαρτύρησε ως εξής: Οι ασεβείς αλλόθρησκοι της απέκοψαν το ένα χέρι και ακολούθως την έβαλαν σε ένα πιθάρι και κατέκαυσαν την αγνή αυτή παρθένο, υπό τα βλέμματα των δύστυχων γονέων της, οι οποίοι και θρηνούσαν γοερά για τον φρικτό θάνατο του παιδιού τους.
Με τους Αγίους συνεμαρτύρησαν ο μνημονευθείς πατέρας της Αγίας Ειρήνης, Βασίλειος, η σύζυγός του Μαρία, το μόλις πέντε ετών παιδί τους Ραφαήλ, η ανεψιά τους Ελένη, ο δάσκαλος Θεόδωρος και ο ιατρός Αλέξανδρος, των οποίων τα οστά βρέθηκαν κοντά στους τάφους των Αγίων, μέσα σε ξεχωριστούς τάφους. Το μαρτύριό τους συνέβη την Τρίτη της Διακαινησίμου, στις 9 Απριλίου του έτους 1463 μ.Χ.
Έπειτα από θαυματουργικές υποδείξεις των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, έγινε γνωστή η ύπαρξη των λειψάνων τους και υποδείχθηκαν τα σημεία όπου βρίσκονταν οι τάφοι τους.

ΑΓΙΟΣ ΔΟΥΚΑΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ
Νεομάρτυρας, που θανατώθηκε από τους Τούρκους. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Απριλίου, ημέρα του φρικτού μαρτυρίου του το 1564. Την ημέρα αυτή γιορτάζουν όσοι φέρουν το όνομα Δούκας και Δούκισσα.
Ο Δούκας καταγόταν από τη Μυτιλήνη κι εργαζόταν ως ράπτης σε ραφείο της Κωνσταντινούπολης. Όταν κάποτε πήγε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο σπίτι ενός τούρκου μεγιστάνα, δέχθηκε ερωτική πρόταση από τη γυναίκα του, αλλά μπόρεσε να αποκρούσει τον πειρασμό κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του.
Τότε, η ζωηρή Τουρκάλα, θιγμένη από την άρνηση του Δούκα, τον συκοφάντησε  στον Βεζίρη, ισχυριζόμενη ότι προσπάθησε να τη βιάσει στο σπίτι της. Ο έπαρχος αμέσως συνέλαβε το Δούκα και τον οδήγησε μπροστά στο Βεζίρη, ο οποίος με κολακείες και υποσχέσεις προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί το Χριστό και να γλιτώσει τη ζωή του, όπως ήταν το θέλημα της γυναίκας του πάμπλουτου Τούρκου.
Ο Δούκας πεισματικά αρνήθηκε και υπέστη φρικτά βασανιστήρια. Τελικά, τον έγδαραν ζωντανό κι έριξαν το δέρμα του στη θάλασσα στις 24 Απριλίου 1564 στην Κωνσταντινούπολη. 

ΑΓΙΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΟΙΚΟΥΜ. ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

Μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη στις 24 Μαρτίου το 1657. Σάββατο του Λαζάρου.
Ο Άγιος καταγόταν από τη Μυτιλήνη, από ευσεβείς γονείς,οι οποίοι τον ανέθρεψαν με ευσέβεια και φρόντισαν να μάθει τα ιερά γράμματα. Μεγαλώνοντας προχώρησε και σε ανώτερα μαθήματα και έγινε ένας από τους σοφούς της εποχής του. Παράλληλα ήταν και ευλαβής και φιλακόλουθος και στράφηκε στον ιερό κλήρο. Χειροτονήθηκε κατά τάξιν αναγνώστης, διάκονος και ιερέας και αξιώθηκε να αναδειχθεί και μητροπολίτης Χίου. Το 1656 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης.
Την εποχή εκείνη ο ηγεμόνας των Τατάρων, Ταταρχάνης, έστειλε ένα πρέσβη στον Καζακίας Χάτμανον, ο οποίος κατά την επίσκεψή του είδε ένα μητροπολίτη πρώην Νικαίας, να κάθεται τιμητικά με τον ηγεμόνα και να έχει πολλή επιρροή στους εκεί άρχοντες. Επιστρέφοντας στον ηγεμόνα του συκοφάντης από φθόνο τον εν λόγω μητροπολίτη, πως είναι σταλμένος από τον Πατριάρχη σίγουρα και ότι είναι προδότης και επιβουλεύεται την εξουσία των Τούρκων.
Ο ηγεμόνας των Τατάρων χωρίς να χάσει καιρό έγραψε γράμμα στον Βεζύρη, στον οποίο ανακοίνωσε όσα του είπε ο πρέσβης του. Ο Βεζύρης τότε διέταξε να παρουσιαστεί μπροστά του ο Πατριάρχης Παρθένιος και αφού ήλεγξε με κάθε επιμέλεια κατά πόσον αληθεύουν τα γραφόμενα του Χάνη, έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο Πατριάρχης ήταν αθώος. Όμως για να μη προσβάλει τον Ταταρχάνη, ότι λέει ψέμματα, είπε στον Πατριάρχη ότι ή θα έπρεπε να τον θανατώσει ως προδότη ή θα μπορούσε να του χαρίσει τη ζωή, αν δεχόταν να αλλαξοπιστήσει, οπότε θα φαινόταν πως είναι ένα με τους Τούρκους και συνεπώς υπεράνω πάσης υποψίας.
Τον πήρε δε ο έπαρχος της πόλεως και τον παρακινούσε να γίνει τούρκος όχι μόνο για να γλυτώσει τη ζωή του αλλά και για να απολαύσει τιμές, πλούτη, αξιώματα. Μόλις τ’ άκουσε αυτά ο Άγιος του απάντησε :
Το ότι δεν είμαι προδότης, ούτε έχω σχέση με αυτήν την κατηγορία το ξέρετε πολύ καλά. Όσον αφορά το να αρνηθώ την πίστη μου για να γλυτώσω τον θάνατο, δεν πρόκειται ποτέ με κανένα τρόπο να αρνηθώ τον γλυκύτατό μου δεσπότη και Θεό Ιησού Χριστό. Ακόμα και μύριους θανάτους θα δεχόμουνα για το όνομά Του το Άγιο με χαρά και αγαλλίαση. Τις δε τιμές σας και τα αξιώματα ούτε να τ’ ακούσω δεν θέλω.
Ο έπαρχος άρχισε τότε να βασανίζει αλύπητα τον Άγιο, ελπίζοντας να τον καταφέρει ν’ αρνηθεί τον Χριστό. Ο Άγιος τα υπέμενε όλα με πολλή καρτερία, ευχαριστώντας τον Χριστό γιατί τον αξίωνε να πάσχει για το όνομά του το Άγιο και τον παρακαλούσε να του δίνει υπομονή μέχρι τέλους.
Βλέποντας ο Βεζύρης ότι τίποτε δεν κατορθώνει, διέταξε να τον απαγχονίσουν στο Παρμάκ καπί το Σάββατο του δικαίου Λαζάρου.
Το τίμιο λείψανό του παρέμεινε, κατά τη συνήθεια, τρεις μέρες κρεμασμένο και φρουρούμενο. Κάθε νύχτα ουράνιο φως άστραφτε γύρω από την αγία του κεφαλή.
Την τρίτη μέρα το ξεκρέμασαν οι Τούρκοι και το έριξαν στη θάλασσα. Οι Χριστιανοί το βρήκαν, το ανέσυραν κρυφά και το ενταφίασαν με πολλή ευλάβεια.

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ
Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος μαρτύρησε στις 31 Οκτωβρίου 1754 μ.Χ. και ώρα έκτη, στη θέση Βουνάκι της Χίου.
Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στις Καρυές της Χίου από γονείς ευσεβείς χριστιανούς, τον Πέτρο και την Σταματού. Από μικρό παιδί ήταν χαριτωμένος όχι μόνο στο σώμα αλλά και στην ψυχή. Ζούσε χριστιανικά με πολλή ευλάβεια και εγκράτεια, παρόλο που μεγάλωνε χωρίς νουθεσίες, καθώς ήταν ορφανός από πατέρα. Πάνω απ’ όλα ήταν απλός, άκακος και όλοι θαύμαζαν την υπομονή του.
Σε ηλικία είκοσι ετών συμφώνησε μ’ ένα συμπατριώτη του χτίστη να πάνε μαζί στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, να εργαστούν. Εκεί στη Μαγνησία ο Άγιος συνέχιζε τον χριστιανικό τρόπο ζωής και πρόκοβε στην αρετή.
Κάποια μέρα όμως σαν κάτι να έπαθε ο νους του και έμεινε παραλογισμένος, χωρίς ωστόσο να κάνει τρελά πράγματα. Βλέποντάς τον οι Τούρκοι σ’ αυτή την κατάσταση τον έφεραν στους αρχηγούς τους με σκοπό να τον εξισλαμίσουν. Όταν εκείνοι τον εξέταζαν ο Άγιος δεν τους αποκρινόταν αλλά έμενε σιωπηλός, σαν να μην άκουγε τι του έλεγαν. Οπότε οι αγάδες αγανακτισμένοι, χτυπώντας τον, τον έδιωξαν ως τρελλό και ήλεγξαν εκείνους που τους τον πήγαν.
Οι συμπατριώτες του, βλέποντας την κατάστασή του, φοβήθηκαν μη διαταραχθεί ψυχικά και τον πήγαν στη Χίο, στην αδελφή του, στην οποία και είπαν τα καθέκαστα. Εκείνη, από αφροσύνη, δεν τα φύλαξε μυστικά και κυκλοφόρησε φήμη ότι ο Νικόλαος είχε εξισλαμισθεί. Τα έμαθαν οι αγάδες του νησιού και τον πήραν, τον ονόμασαν Μεϊμέτη (Μεχμέτ) και τον έντυσαν τούρκικα, χωρίς να του κάνουν όμως περιτομή. Για να ζήσει έβοσκε τα ζώα των χασάπηδων.
Εκεί, στα βουνά της Αγίας Υπομονής, τον συνάντησε κάποιος αρχιμανδρίτης που ονομαζόταν Κύριλλος. Συζήτησε μαζί του, είδε την απλότητά του και του έδωσε κάποιες συμβουλές. Αυτό ήταν και η αρχή της αλλαγής του Νικολάου.
Κάποια νύχτα κοιμήθηκε σ’ ένα μισογκρεμισμένο ναό της Αγίας Άννης και εκεί είδε στο όνειρό του μια ωραιότατη κόρη που του είπε: να πας στον ιερέα του ναού του Υιού μου να σε λούσει, να γίνεις καλά για να σε πάρω γαμπρό.
Σηκώθηκε και έτρεξε στην αδελφή του και της διηγήθηκε το όνειρο. Πήγαν μαζί στον ιερέα του χωριού αλλά εκείνος δεν τους έδωσε σημασία. Τότε προσέτρεξαν στον ναό του Σωτήρος, όπου εφημέρευε ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος, ο οποίος του έκανε αγιασμό, του διάβασε τις σχετικές ευχές και ο νέος ήρθε στα συγκαλά του. Ύστερα τον κατήχησε και τον δίδαξε. Από τότε ο Νικόλαος άρχισε να ζει με μεγάλη μετάνοια, με προσευχή, αγρυπνία και αυστηρή νηστεία. Επειδή όμως είχε ακουστεί ότι είχε τουρκέψει, οι συγχωριανοί του φοβόντουσαν την οργή των Τούρκων και δεν τον δέχονταν στην εκκλησία, παρόλα τα δάκρυα και την διαμαρτυρία του.
Πράγματι κάποια μέρα έφτασαν απεσταλμένοι από τον δικαστή και τον συνέλαβαν σαν να ήταν ληστής. Μαζί του συνέλαβαν και τον ιερέα του χωριού με δύο προεστούς. Εκείνον τον οδήγησαν στον δικαστή ενώ τους άλλους απλώς τους φυλάκισαν. Ο δικαστής τον ρώτησε γιατί, ενώ προηγουμένως ήταν μουσουλμάνος, τώρα έγινε πάλι χριστιανός. Ο άγιος απάντησε: Επειδή εγώ από Χριστιανούς γεννήθηκα και Χριστιανός ανατράφηκα και είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου ποτέ δεν Τον αρνήθηκα ούτε έγινα μουσουλμάνος ούτε πρόκειται να Τον αρνηθώ ποτέ αλλά Χριστιανός πρόκειται να πεθάνω.
Ο δικαστής και οι δικοί του προσπαθούσαν με κολακείες και διάφορες υποσχέσεις να τον πείσουν να εξισλαμιστεί. Δεν κατάφεραν τίποτε παρά να ανάψουν τον ζήλο του. Χωρίς να φοβηθεί το πλήθος των Τούρκων, ήλεγξε την αμάθειά τους και την πλάνη τους χωρίς να μπορέσει κάποιος να αντιτάξει κάποιο αντιρρητικό λόγο. Επειδή λοιπόν εκείνοι ντροπιάστηκαν από ένα απλό και αγράμματο νεαρό Ρωμιό, άλλαξαν στάση, άρχισαν τις απειλές και τον έδειραν σκληρότατα, με πεντακόσιους ραβδισμούς στα πόδια. Στη συνέχεια τον έριξαν στη φυλακή σφίγγοντας τα καταπληγιασμένα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. Σαν να μην έφταναν τα βασανιστήρια, είχε και τους συμπατριώτες του και μάλιστα τον ιερέα που τον παρακινούσαν να τουρκέψει για να απαλλαγούν από τη φυλάκιση λέγοντάς του ότι μ’ ένα Χριστιανό λιγότερο δεν κινδυνεύει η Χριστιανοσύνη.
Μετά από κάποιες ημέρες τον οδήγησαν και πάλι στο δικαστήριο. Εκεί άρχισαν πάλι τις κολακείες, τις προτάσεις για αξιώματα, πλούτη και τιμές αλλά και τις απειλές για βάσανα και θάνατο. Ο άγιος και πάλι με γενναιότητα και θάρρος τους απάντησε: Ούτε τις κολακείες σας δέχομαι ούτε τις τιμωρίες και το θάνατο φοβούμαι. Χριστιανός είμαι και από την αγάπη του Χριστού τίποτα δεν θα με χωρίσει. Όμως αν με ακούσετε εσείς πρώτα σε κάτι που θα σας ζητήσω, θα σας υπακούσω κατόπιν και εγώ.
Μη γνωρίζοντας τι θα τους ζητήσει του απάντησαν ναι, μετά χαράς. Λοιπόν τους λέει δεχθείτε εσείς πρώτα να σας βαπτίσω εγώ Χριστιανούς και κατόπιν κάντε με κι εσείς ό,τι θέλετε. Τόσο πολύ θύμωσαν ώστε επινόησαν δεινά βασανιστήρια. Έχυσαν στη φυλακή νερά, έβαλαν ύστερα κάτω μια σανίδα με καρφιά και ξάπλωσαν επάνω τον μάρτυρα και τοποθέτησαν πάνω στο στήθος και την κοιλιά του μια βαριά πλάκα. Έδεσαν τον λαιμό του με αλυσίδα και τα πόδια του πάντα στο τιμωρητικό ξύλο. Ο άγιος τα δεχόταν όλα υπομονετικά δοξάζοντας τον Θεό.
Τη νύχτα έγινε σεισμός, έπεσε η πλάκα από πάνω του και διαπιστώθηκε ότι ούτε του είχε σπάσει τα κόκαλα ούτε τα καρφιά είχαν μπηχτεί στη ράχη του. Η φυλακή δε είχε πλημμυρήσει από ευωδία. Όλοι οι φυλακισμένοι εξεπλάγησαν και φώναζαν ότι είναι άγιος ο άνθρωπος, ο δε ιερέας του ζητούσε συγγνώμη για τα βλάσφημα λόγια του.
Ύστερα απ’ όλα αυτά αποφυλάκισαν τους συγχωριανούς του αγίου, για να μη βλέπουν και διαδώσουν τα θαύματα, τον ίδιο δε τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον έριξαν στον σταύλο των αλόγων, για να μην τον βλέπουν οι άλλοι φυλακισμένοι και επηρεάζονται αλλά και για να τον σκοτώσουν τα άλογα καταπατώντας τον. Ο άγιος όμως με τη χάρη του Θεού διαφυλάχτηκε σώος και αβλαβής, όπως και ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων. Όλες τις ημέρες στον σταύλο νήστευε, σχεδόν άσιτος και προσευχόταν.
Αντιλαμβανόμενοι οι Τούρκοι ότι δεν κατάφερναν τίποτε τον καταδίκασαν σε θάνατο. Τον οδήγησαν έξω από τα τείχη της Σούδας του κάστρου όπου τον ρώτησαν ξανά αν τουρκεύει κι εκείνος ο μακάριος εξουθενωμένος τους απάντησε όχι, μόνο με κίνηση της κεφαλής. Τότε ο δήμιος τον γονάτισε και του έδωσε μια μπηχτή μαχαιριά στην πλάτη, ύστερα τον σήκωσε και τον ρώτησε αν τουρκεύει και στην αρνητική απάντησή του τον γονάτισε δεύτερη φορά και τον έκοψε λίγο στο λαιμό. Τον σήκωσε πάλι επάνω και τον ρώτησε αν τουρκεύει, λέγοντάς του: μη στεναχωριέσαι οι πληγές σου γιατρεύονται. Ο άγιος μεγαλομάρτυρας από τον μεγάλο του πόθο να μαρτυρήσει έτρεξε και γονάτισε φωνάζοντας τρεις φορές: Παναγία, βοήθει μοι. Τότε ο δήμιος τον χτύπησε με όλη του την δύναμη, ξανά και ξανά, για να τον αποκεφαλίσει αλλά η πάντιμη κεφαλή δεν κοβόταν, οπότε πιάνοντάς τον από τα μαλλιά τον έσφαξε σαν το πρόβατο.
Τότε συνέβη ένα συγκλονιστικό φαινόμενο. Ενώ ήταν μεσημέρι, πυκνότατο σκοτάδι κάλυψε όλο το νησί, σε σημείο που ο ένας δεν έβλεπε τον άλλο ούτε τον δρόμο για να πάνε στα σπίτια τους. Στο υπόλοιπο νησί όπου οι κάτοικοι δεν γνώριζαν την αιτία έλεγαν ότι σίγουρα είναι οργή Θεού. Μέχρι και σήμερα διηγούνται για το φοβερό εκείνο σκοτάδι. Και ενώ παντού επικρατούσε σκοτάδι το πρόσωπο του αγίου μάρτυρος έλαμπε σαν τον ήλιο. Ουράνιο δε φως έλουζε τρεις νύχτες το άγιο λείψανο. Μη υποφέροντας οι Τούρκοι τα θεϊκά αυτά σημεία έλεγαν ότι ο Θεός ρίχνει φωτιά να τον κάψει και πήγαν με δαδιά και μαύριζαν το πρόσωπο του αγίου για να μη φαίνεται λαμπρό. Πολλοί Χριστιανοί δωροδοκούσαν τους φύλακες να τους δώσουν κομμάτια από τα ρούχα του ή χώμα βρεγμένο από το αίμα του ή να του κόψουν κάποιο από τα δάχτυλά του. Τα μαρτυρικά του λείψανα του στη συνέχεια έκαναν παράδοξα θαύματα, όπως αναφέρει το συναξάρι του.
Τέλος για να μην πάρουν οι Χριστιανοί το λείψανό του και το τιμήσουν το έριξαν οι ασεβείς στη θάλασσα και κανείς δεν έμαθε που έφτασε.

ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΧΑΤΖΗΣ
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Χατζής, γεννήθηκε στους Πύργους Θερμής της Λέσβου. Έζησε τον 18ο αιώνα μ.Χ., κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας.
Στον οικισμό των «Κάτω Πύργων», δίπλα στον επαρχιακό δρόμο, πίσω από μία πολύχρονη πέτρινη βρύση, υπάρχουν σήμερα γκρεμισμένα τα τείχη ενός πυργόσπιτου, που οι πέτρες του μεταφέρθηκαν επί γερμανικής κατοχής στον Καρά-τεπέ της Μυτιλήνης για να χτιστούν σπίτια. Σ’ αυτό το παλαιό πυργόσπιτο γεννήθηκε ο Άγιος Θεόδωρος. Εκ προγόνων Χριστιανός, όταν ανδρώθηκε, παντρεύτηκε ευσεβή γυναίκα, αποκτώντας δύο παιδιά.
Ο μεγάλος ποιητής Οδυσσέας Ελύτης κατέθεσε στον βιογράφο του Ιταλό Μάριο Βίττι την πληροφορία ότι η οικογένειά του κατάγεται απ’ τον Άγιο Θεόδωρο τον οποίο μάλιστα τοποθετεί και ως αρχή του γενεαλογικού του δέντρου.
Σύμφωνα με τοπική παράδοση των Παμφίλων (γειτονικού χωριού των Πύργων Θερμής) ο Άγιος Θεόδωρος διέμενε κάποιο διάστημα σε πυργόσπιτο στην περιοχή «Βουναράκι», στη θέση του οποίου υπάρχει σήμερα η κατοικία του Θεοδώρου Πετρέλλη. Ενδέχεται αυτό να ήταν το σπίτι που κρυβόταν ο Άγιος πριν συλληφθεί απ’ τους Τούρκους, δηλαδή το σπίτι του εκ Παμφίλων Μητροπολίτη Δράμας, γι’ αυτό και σήμερα υπάρχει μεγάλο εξωκλήσι του Αγίου Θεοδώρου στην Δράμα. Ο μεγάλος αριθμός των ανδρών με το όνομα Θεόδωρος στην γύρω περιοχή των Παμφίλων οφείλετε σύμφωνα με την παράδοση στον Νεομάρτυρα Θεόδωρο.
Ο Άγιος εργαζόταν ως υποδηματοποιός διατηρώντας εργαστήρι επί της κεντρικής αγοράς της Μυτιλήνης, στο Μπας-φανάρι (σήμερα το πρώην μαγαζί του Αγίου Θεοδώρου είναι στη γωνία των οδών Αιγαίου και Ερμού 110). Κάποτε βρέθηκε σε κατάσταση οργής και έγινε Μωαμεθανός. Συνήλθε όμως, συναισθάνθηκε το αμάρτημα του και πήγε στο Άγιον Όρος. Εκεί έζησε για αρκετό χρονικό διάστημα, κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και προετοιμάστηκε για το μαρτύριο.
Επανήλθε λοιπόν στη Μυτιλήνη, παρουσιάστηκε στον κριτή, με τόλμη ομολόγησε τον Χριστό και δήλωσε ότι η μουσουλμανική θρησκεία είναι ψεύτικη. Ο κριτής αμέσως εξέδωσε απόφαση, να θανατωθεί ο μάρτυρας με αγχόνη και κατόπιν τον παρέδωσε σ’ άλλον άρχοντα, τον Ναζίρ Ομέρ αγά, που προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις να τον μεταπείσει. Ο Άγιος όμως πρόβαλλε ακατάβλητο φρόνημα και μετά από φρικτά βασανιστήρια, οδηγήθηκε στον τόπο της εκτέλεσης, όπου αφού πρώτα φίλησε το σχοινί της αγχόνης, προσευχήθηκε στον Θεό και έτσι δέχτηκε το στεφάνι της νίκης στις 30 Ιανουαρίου 1785 μ.Χ.
Το τίμιο λείψανο του ρίχτηκε στη θάλασσα, αλλά κατ’ οικονομία Θεού εκβράσθηκε στα νότια της πόλης της Μυτιλήνης. Οι Χριστιανοί, περισυνέλλεξαν το σκήνωμα του Αγίου και το ενταφίασαν χωρίς να αφήσουν ίχνη τάφου, επί σκοπό διαφυλάξεώς του, κάτω από το δάπεδο του παρακείμενου εξωκλησιού του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στην τοποθεσία Μόθωνας, αποκρύπτοντας το ιερό λείψανο από τα βέβηλα μάτια των τούρκων.
Εκεί έμεινε ενταφιασμένος 183 έτη, μέχρι την ευλογημένη ημέρα της 4ης Σεπτεμβρίου 1967 μ.Χ., που βρέθηκαν τα Άγια λείψανά του, βάσει μαρτυριών του διαπρεπούς Εκκλησιαστικού συγγραφέως Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη (βλέπε 14 Ιουλίου) και άλλων συγγραφέων. Τα λείψανά του φυλάσσονται στον Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής Βαρειάς.
Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1985 μ.Χ., ο εφημέριος Πύργων Θερμής π. Μιχαήλ Βουλγαρέλλης παραλαμβάνει τμήμα των αγίων λειψάνων του Αγίου Θεοδώρου και τελείται η μετακομιδή του στην γενέτειρα του Αγίου. Δωρείται έτσι, η ευλογία για να τιμάται από τούς Χριστιανούς στο εξωκκλήσι του Αγίου πού είχε χτιστεί το 1980 μ.Χ. στους Πύργους Θερμής, μερίμνει του Ιερομονάχου π. Παχωμίου Σούγιουλτζη και συνδρομές πιστών.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΠΕΓΙΑΖΗΣ Κ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΝΕΡΑΣ
Οι καλλίνικοι αυτοί Άγιοι Νεομάρτυρες του Χριστού, ο μεν Αναστάσιος, ηλικίας 20 χρονών, καταγόταν από τους Ασωμάτους, ο δε Δημήτριος, 18 χρονών, από την Αγιάσο του νησιού Λέσβου. Μαρτύρησαν και οι δύο για την Αγία Πίστη του Χριστού στον Κασαμπά της Μικράς Ασίας, το έτος 1816 ή 1819. Οι νεομάρτυρες αυτοί, έκαναν στον Κασαμπά το επάγγελμα του καλαθοποιού, πιθανώς μάλιστα να ήταν και συγγενείς. Αλλά συγχρόνως με την εξάσκηση του επαγγέλματός τους, κήρυτταν το Ευαγγέλιο στους Χριστιανούς, που ήταν κάτω από τον Τούρκικο ζυγό. Γι’ αυτό το λόγο οι Τούρκοι τους συνέλαβαν, τους φυλάκισαν και τους βασάνισαν φρικτά. Επειδή όμως συνέχιζαν να ομολογούν και να κηρύττουν την πίστη τους, τους απαγχόνισαν κάτω από έναν πλάτανο. Στο όνομα και των δύο Αγίων, ανεγέρθηκε στην Αγιάσο μεγαλοπρεπής ναός, όπου και γιορτάζεται η μνήμη τους 11 Αυγούστου.

ΑΓΙΟΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ
Ο Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης Δαμασκηνός είναι εξέχουσα μορφή αγίου Ιεράρχου όχι μόνον του 16ου αιώνος μ.Χ., αλλά όλων των χρόνων της δουλείας, και ως εκ τούτου αποτελεί πνευματικό φάρο που κατέλαμψε το τότε πνευματικό σκότος του Γένους, δοξάζοντας και την περίφημη Επισκοπή Λητής και Ρεντίνης, η οποία κατέστη παγκοσμίως γνωστή χάρις σε αυτόν.
Γεννημένος περί το 1520 μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη όπου έλαβε άριστη μόρφωση, ο άγιος μας – κατά κόσμον ίσως Δημήτριος – μετέβη νέος στην Κωνσταντινούπολη, όπου πριν το 1546 μ.Χ. έγινε Μοναχός της Αδελφότητος «τῶν Στουδιτῶ», λαμβάνοντας το όνομα Δαμασκηνός και την προσωνυμία «Στουδίτης»· ήδη ως υποδιάκονος, σπουδάζοντας στην περίφημη Πατριαρχική Ακαδημία, υπήρξε και περιφανής ιεροκήρυκας της Βασιλεύουσας, σπείροντας λόγους πλήρεις ωφελείας, οι οποίοι αργότερα αποτέλεσαν το υλικό για το βιβλίο του «Θησαυρός».
Μεταξύ των ετών 1550 μ.Χ. και 1558 μ.Χ. ο Άγιος Δαμασκηνός δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή των Τρικάλων, πιθανότατα ως Διδάσκαλος της εκεί Σχολής, και πριν το 1558 μ.Χ. έλαβε την Ιερωσύνη. Στο ίδιο διάστημα μετέβη και στην Βενετία για να τυπώσει τον δημοφιλή «Θησαυρό».
Το 1560 μ.Χ. στο Ναό των Αρχαγγέλων («Ροτόντα») της Θεσσαλονίκης ο Ιερομόναχος Δαμασκηνός χειροτονήθηκε Επίσκοπος «Λητῆς καὶ Ρενδίνης» από τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεωνά (τον προ του 1560 – 65 μ.Χ.· δεν πρόκειται περί του γνωστού αγίου).
Παρά το ότι ο Άγιος Δαμασκηνός ήταν μόνον Επίσκοπος, ωστόσο δεν έπαυσε να διαλάμπει με τον συνδυασμό της λαμπρής παιδείας του και της άμετρης ταπεινοφροσύνης του. Ο Γερμανός θεολόγος Στέφαν Γκέρλαχ (1546 – 1612 μ.Χ.), μολονότι εχθρικός προς την Ορθοδοξία, επιβεβαιώνει ότι ο Λητής και Ρεντίνης Δαμασκηνός ήταν ένας από τους τρείς πιο μορφωμένους Ορθοδόξους Κληρικούς της εποχής του και από αυτούς ήταν ο πιο επαινετός «λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας μετριοφρο-σύνης, ὀλιγαρκείας καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν του».
Λόγω των χαρισμάτων του αυτών ο Άγιος απέλαυε της εμπιστοσύνης των Πατριαρχών για σημαίνουσες αποστολές ως Έξαρχος, όπως στο Άγιον Όρος (1567 μ.Χ.), αλλά και στη Μικρά Ρωσία (Ουκρανία), όπου στα έτη 1565 – 1572 μ.Χ. ο Δαμασκηνός συνετέλεσε αποφασιστικά στην κατανίκηση της αιρετικής ρωμαιοκαθολικής προπαγάνδας. Αργότερα, κατά την Πατριαρχία του Ιερεμίου Β΄ του Τρανού (†1595 μ.Χ.), ο οποίος ήταν μαθητής του Αγίου, ο Δαμασκηνός έλαβε μέρος στην σύνταξη της πατριαρχικής δογματικής απαντήσεως (1572 – 73 μ.Χ.) στους Λουθηρανούς Προτεστάντες της Τυβίγγης, διετέλεσε δε και τοποτηρητής του Θρόνου στην Κωνσταντινούπολη επί αρκετούς μήνες, κατά την απουσία του Πατριάρχου.
Το 1574 μ.Χ., ο Άγιος μας προβιβάσθηκε σε «Μητροπολίτην Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης καὶ Ἔξαρχον πάσης Αἰτωλίας» ως Δαμασκηνός Γ’ ο Στουδίτης, θρόνο που υπηρέτησε επί δύο περίπου έτη, μέχρι το 1576 μ.Χ., όταν συγκαταλέχθηκε μεταξύ των λογίων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Λίγο αργότερα, το σωτήριον έτος 1577 μ.Χ., εκοιμήθη εν Κυρίω και ετάφη στη μητροπολιτική του περιφέρεια, στη Ναύπακτο ή την Άρτα. Επίγραμμα αναφερόμενο στον Άγιο, πλέκει τον έπαινό του, χαρακτηρίζοντας τον Δαμασκηνό ως «σοφία τῶν Ἑλλήνων» και τον θάνατό του ως κακή στιγμή, η οποία άφησε τους φιλέλληνες ορφανούς: «Ἑλλήνων μὲν τὴν σοφίαν βαρὺς ὤλεσεν αἰών. Ὃς δὲ φιλέλληνας πάντας ἀπωρφάνισεν».
Στα συγγράμματά του, εκτός από το βιβλίο «Θησαυρός», το οποίο εκδόθηκε πάμπολλες φορές (51 περίπου φορές μέχρι το 1926 μ.Χ.) και που μαρτυρεί τα γνήσια μοναχικά του βιώματα και το σέβας στην Ορθοδοξία και τους Αγίους Πατέρες, συμπεριλαμβάνονται διάφορα κείμενα, όπως Κανόνες προς τιμή του Νεομάρτυρος Νικολάου (†1554 μ.Χ.) (βλέπε 14 Φεβρουαρίου), ποιήματα προς τιμήν της Παναγίας σε ομηρική γλώσσα, μία Παραίνεσις προς Μοναχούς, και άλλα, όπως σύγγραμμα ζωολογίας και έτερο μετεωρολογίας, που πιστοποιούν την ευρεία παιδεία του. Ο Άγιος Δαμασκηνός πρέπει να υπήρξε διδάσκαλος και ενός από τους τελευταίους Στουδίτες, του Οσίου Διονυσίου του «Ρήτορος» (†1606 μ.Χ.) (βλέπε 9 Ιουλίου), μετέπειτα ασκητού στη Μικρά Αγία Άννα του Αγίου Όρους.
Παρά τη λιπαρή του παιδεία, χάρις στην οποία κατείχε άριστα την ομηρική και την αττική διάλεκτο, ο Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης, Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης, έγραφε και σε απλή και καθαρή Ελληνική γλώσσα για τον απλό λαό της εποχής του, που είχε πολλή ανάγκη της «στερεᾶς τροφῆς» του λόγου του Θεού. Ο «Θησαυρός» του Δαμασκηνού υπήρξε το πιο διαδεδομένο στον τομέα του βιβλίο και ενίσχυσε το δούλο Γένος στις θλίψεις και τα μαρτύρια. Η προσφορά του επεκτάθηκε όταν μεταφράσθηκε και στα τουρκικά (1731 μ.Χ.), για τους τουρκόφωνους Ρωμηούς, στα σερβικά (1580 μ.Χ.) και τα ρωσικά (1656, 1715 μ.Χ.). Ιδιαιτέρως στη Βουλγαρία θεωρείται ότι η μετάφρασή του (Δαμασκηνάρια) απέτρεψε τον εκτουρκισμό των Ορθοδόξων Βουλγάρων.

ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΥΛΑΚΙΩΤΗΣ

Ο Άγιος Αθανάσιος καταγόταν από μια κωμόπολη της Θεσσαλονίκης την Κουλιακιά (σημερινή Χαλάστρα), άλλοτε έδρα της επισκοπής Καμπανίας, η οποία υπήχθει το 1930 μ.Χ. στη Μητρόπολη Βεροίας και Ναούσης. Ο πατέρας του ήταν προεστός της χώρας εκείνης και ονομαζόταν Πολύχρους, η δε μητέρα του Λούλουδα. Ήταν δε και οι δύο ευσεβείς χριστιανοί.
Στην αρχή ο Αθανάσιος παρακολούθησε μαθήματα στο Ελληνικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης και αργότερα μαθήτευσε κοντά στον Αθανάσιο τον Πάριο (βλέπε 24 Ιουνίου). Αργότερα φοίτησε στη Σχολή του Βατοπεδίου στον Άθω, κοντά στον Παναγιώτη Παλαμά. Ύστερα ήλθε στην Κωνσταντινούπολη, για να επιστρέψει και πάλι στο Άγιο Όρος και μετά επανήλθε στην πατρίδα του, Κουλιακιά.
Εκεί κατηγορήθηκε ψευδώς, ότι ομολόγησε τη μουσουλμανική θρησκεία και έτσι τον πίεζαν καθημερινά ν’ αρνηθεί το Χριστιανισμό. Ο Αθανάσιος όμως, έμεινε ακλόνητος στη Χριστιανική πίστη και φυλακίστηκε. Μετά από διάφορες προσπάθειες των Τούρκων, κατά την πολυήμερη φυλάκιση του, να εξισλαμιστεί, ο μάρτυρας ομολόγησε τον Χριστό σαν αληθινό Θεό. Έτσι τον απαγχόνισαν έξω από τη Θεσσαλονίκη στις 8 Σεπτεμβρίου 1774 μ.Χ.

ΟΣΙΟΣ ΑΚΑΚΙΟΣ ΑΣΒΕΣΤΟΧΩΡΙΟΥ
Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Ακάκιος, κατά κόσμον Αθανάσιος, καταγόταν από το Νεοχώρι, σημερινό Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης και γεννήθηκε το 1792 μ.Χ. Οι γονείς του είχαν αναγκασθεί για βιοποριστικούς λόγους να μετακομίσουν το 1805 μ.Χ. στις Σέρρες, όπου παρέδωσαν τον εννιάχρονο Αθανάσιο σε κάποιον υποδηματοποιό, για να του διδάξει την τέχνη του. Όμως η σκληρή συμπεριφορά του και η κακομεταχείριση, εξώθησαν τον Αθανάσιο σε άρνηση της πίστης του, για να απαλλαγεί από τα βάσανα. Στην πράξη του αυτή τον προέτρεψαν και δύο Οθωμανές, οι οποίες παρακολουθούσαν την απάνθρωπη συμπεριφορά του αφεντικού του και υποσχόμενες μια καλύτερη ζωή στον μικρό Αθανάσιο, τον έπεισαν την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής να αλλαξοπιστήσει. Μωαμεθανός, πλέον, ο Αθανάσιος δέχθηκε την πονηρή επίθεση της μητριάς του, η οποία, καθώς έβλεπε τον Αθανάσιο να μεγαλώνει και να ανδρώνεται, τον ερωτεύθηκε, όπως στην Παλαιά Διαθήκη ερωτεύθηκε τον Ιωσήφ η γυναίκα του Πετεφρή. Επειδή όμως αυτός δεν υποχώρησε και δεν υπέκυψε στο πάθος της μητριάς του, συκοφαντήθηκε από αυτήν στον θετό πατέρα του, με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί από αυτόν. Εκμεταλλευόμενος αυτήν την ευκαιρία κατέφυγε στην Θεσσαλονίκη κοντά στους γονείς του, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τις Σέρρες, μόλις πληροφορήθηκαν την αρνησιθρησκεία του.
Στην συνέχεια, ακολουθώντας τις συμβουλές των γονέων του, μετέβη στο Άγιον Όρος, όπου, αφού περιπλανήθηκε σε αρκετές μονές, κατέληξε τελικά στην Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, στην συνοδεία του Γέροντα Νικηφόρου, ο οποίος τον παρέδωσε ως υποτακτικό στον Γέροντα Ακάκιο, για να τον προετοιμάσει για το μαρτύριο, όπως είχε κάνει και προηγουμένως με τους Οσιομάρτυρες Ευθύμιο και Ιγνάτιο.
Μετά από ένα διάστημα συνεχούς ασκήσεως και αδιάλειπτης προσευχής, ο Αθανάσιος, ο οποίος εκάρη μοναχός και μετονομάσθηκε Ακάκιος, έχοντας τις ευλογίες των λοιπών γερόντων ξεκίνησε, συνοδευόμενος από τον μοναχό Γρηγόριο, ο οποίος είχε συνοδεύσει νωρίτερα και τους δύο παραπάνω Οσιομάρτυρες, για την Κωνσταντινούπολη στις 10 Απριλίου. Ο Άγιος βάδιζε με χαρά προς το μαρτύριο.
Λίγο πριν την αναχώρησή του, πλήρης Πνεύματος Αγίου, έγραψε την ακόλουθη επιστολή προς τον γέροντα και τους αδελφούς μοναχούς:
«Πανοσιώτατε μοι καὶ πνευματικέ μου πάτερ δουλικῶς σοῦ προσκυνῶ καὶ τὴν ἁγίαν δεξιάν σου ἀσπάζομαι.
Τὸ παρόν μου ταπεινὸ γράμμα δὲν εἰν’ εἰς ἄλλο τί εἰ μὴ εἰς τὸ νὰ ζητήσω τὴν εὐχήν σας καὶ διὰ νὰ μάθετε καὶ τὸ καλό μας κατεβώδιο μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καὶ μὲ τὶς ἐδικές σας ἁγίες εὐχές. Κατευωδωθήκαμεν εἰς τὴν βασιλεύουσαν τὴ 24η τοῦ Ἀπριλίου μηνὸς [καὶ ἐμπήκαμεν μαζὶ μὲ τὸν γέροντά μου εἰς τὰ ἐργαστήρια τὰ χαβιαρτζίδικα, ὅπου καὶ ἄλλην φορὰ ἐμπῆκεν ὁ γέροντάς μου], καὶ ἐλπίζω μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καὶ τῆς Κυρίας μου Βασίλισσας καὶ μὲ τὶς ἐδικές σου θερμὲς δεήσεις πρὸς τὸν Κύριον καὶ τῶν συναδέλφων μου νὰ λάβη τέλος κι ἡ ὑπόθεσίς μας.
Τοὺς συναδέλφους μου πολὺ τοὺς παρακαλῶ καὶ τοὺς χαιρετῶ, νὰ μὴν μὲ λησμονήσουν καὶ ἀκούγοντας τὸ μακάριόν μου τέλος νὰ εὐχαριστήσετε τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν Κυρίαν μου Βασίλισσα καὶ νὰ δοξολογήσετε καὶ νὰ καταλύσετε ὅλη τὴν ἑβδομάδα ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει ψυχῆς. Διὰ τοὺς κόπους ποὺ ἐδοκιμάσατε δι’ ἐμὲ μέχρι σήμερα ἐγὼ δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ σᾶς εὐχαριστήσω, μόνον ὁ ἐπουράνιος βασιλεύς μου νὰ σᾶς ἀντιβραβεύση ἐν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση ὁ Κύριος νὰ συγκατοικήσουμε ὁμού. Καὶ ὅσοι ἀκόμη συνέδραμαν καὶ βοήθησαν εἰς αὐτὸ τὸ ἔργο ἂς λάβουν τὸν μισθό τους ἀπὸ τὸν ἐπουράνιον βασιλέα μου.
Ἀκόμη ὅλους τοὺς ἁγίους πατέρας τῆς ἱερᾶς σκήτεώς μας εὐλαβῶς τοὺς προσκυνῶ, τὸν διδάσκαλό μου, τὸν γέροντα Ὀνούφριον τὸν ἀσπάζομαι, καὶ τοὺς συναδέλφους μου γέροντες, Ἀκάκιον, Ἰάκωβον καὶ Καλλίνικον. Χαιρετίσματα καὶ εἰς τὸν διδάσκαλον Γαβριήλ. Προσκυνήματα καὶ εἰς τὸν παπὰ Ἀγαθάγγελον, ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν του. Τὸν παπὰ Δοσίθεον μετὰ τοῦ γέροντός του καὶ τῆς συνοδίας του προσκυνῶ, ὡς καὶ τὸν γείτονά μας τὸν Νεόφυτον μὲ τὴν συνοδία του. Ἀσπάζομαι ὁμοίως καὶ τὸν γέροντα Μιχαὴλ καὶ τὴν συνοδίαν του. Ταῦτα γράφω ἐν συντομίᾳ γέροντά μου καὶ πνευματικέ μου. Αὔριο λοιπὸν Παρασκευὴ 28 Ἀπριλίου μέλλω νὰ κινήσω εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀθλήσεως καὶ εἴθε οἱ ἅγιες εὐχές σας νὰ μὲ βοηθήσουν. Ἀμήν».
Ο πλοίαρχος, άνθρωπος ευλαβής, όταν έμαθε τον σκοπό του ταξιδιού του Ακακίου, υποσχέθηκε στον Γρηγόριο να μεριμνήσει για την εξαγορά του λειψάνου του μετά το μαρτυρικό του τέλος και να το επανακομίσει ο ίδιος στο Άγιον Όρος. Ύστερα από δεκατρείς ημέρες έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου φιλοξενήθηκαν από κάποιον παντοπώλη, γνώριμο του Γρηγορίου. Το Σάββατο 29 Απριλίου, ο Άγιος Ακάκιος, αφού προετοιμάσθηκε κατάλληλα λαμβάνοντας τα Άχραντα Μυστήρια, ενδύθηκε με ρούχα τουρκικά και με την καθοδήγηση του αδελφού του καπετάνιου έφθασε στο κριτήριο, όπου ομολόγησε ενώπιον όλων των παρισταμένων την επάνοδό του στην πατρώα πίστη. Εξαιτίας αυτής του της ομολογίας κλείσθηκε φυλακή. Καθ’ όλη την διάρκεια της φυλακίσεώς του προσπάθησαν επανειλημμένα είτε με κολακείες και υποσχέσεις, είτε με βασανιστήρια και εκφοβισμούς να τον μεταπείσουν. Όλα αυτά όμως δεν κατάφεραν να τον κλονίσουν. Ιδιαίτερα μάλιστα ενισχύθηκε και προετοιμάσθηκε για να αντιμετωπίσει το μαρτύριο, όταν έλαβε τη Θεία Κοινωνία που του μετέφερε κρυφά στην φυλακή ο αδελφός του καπετάνιου με την ευλογία του μοναχού Γρηγορίου από το ναό της Παναγίας της Καταφιανής. Οι Τούρκοι προύχοντες, βλέποντας το σταθερό φρόνημα του Ακακίου, κατάλαβαν πως μάταια κοπιάζουν, γι’ αυτό και αποφάσισαν την θανάτωσή του.
Έτσι,«εἰς τόπον καλούμενον Δακτυλόπορταν», ο Άγιος Νεομάρτυρας Ακάκιος παρέδωσε το πνεύμα του διά του ξίφους το 1816 μ.Χ. Την τρίτη ημέρα, σύμφωνα με την επικρατούσα συνήθεια, ο μοναχός Γρηγόριος εξαγόρασε το λείψανο του Μάρτυρος με χρήματα που συγκέντρωσε από τους παντοπώλες του Γαλατά και το μετέφερε στη νήσο Πρίγκηπο, όπου επιβιβάστηκαν στο πλοίο με το οποίο είχαν έλθει στην Κωνσταντινούπολη, με προορισμό το Άγιον Όρος. Στις 9 Μαΐου αποβιβάσθηκαν στο λιμενίσκο της μονής Ιβήρων και από εκεί μετέφεραν το τίμιο λείψανο στην Καλύβη του Αγίου Νικολάου, όπου το ενταφίασαν στο παρεκκλήσι των οσιομαρτύρων Ευθυμίου και Ιγνατίου μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, σύμφωνα με την επιθυμία του Οσιομάρτυρα.
Μαρτύριο του Αγίου συνέγραψε ο Καισαρείας Μελέτιος. Ακολουθία κοινή με τους συνασκητές του Αγίου, δηλαδή τον Ευθύμιο από τη Δημητσάνα και τον Ιγνάτιο από την παλαιά Ζαγορά, που μαρτύρησαν στην Κωνσταντινούπολη το 1814 μ.Χ., συνέγραψε ο Ιβηρίτης Ονούφριος, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1862 μ.Χ. Η μνήμη των τριών αυτών Νεομαρτύρων τελείται στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου την 1η Μαΐου.
Λεπτομέρειες για τον βίο του Οσιομάρτυρα Ευθυμίου βλέπε στις 22 Μαρτίου ενώ για τον Οσιομάρτυρα Ιγνάτιο τον Νέο βλέπε στις 8 Οκτωβρίου.

ΑΓΙΟΣ ΑΡΓΥΡΙΟΣ Ο ΕΠΑΝΟΜΙΤΗΣ
Ο Άγιος Νεομάρτυς Αργύριος γεννήθηκε το 1788 στην Επανωμή της Θεσσαλονίκης από τον Αστέριο και τη Βασιλική, το γένος Ντουγιούδη. Σε νεαρή ηλικία ήλθε στην Θεσσαλονίκη, όπου προσλήφθηκε από κάποιον ράπτη ως υπηρέτης.
Κατά τις ημέρες εκείνες κάποιος Χριστιανός από τη Σοχό βρισκόταν κλεισμένος στη φυλακή του πασά της Θεσσαλονίκης για κάποιο έγκλημα που είχε κάνει. Μην έχοντας να πληρώσει τα χρήματα που του ζητούσε ο πασάς, τον απειλούσε ότι θα τον κρεμάσει. Μπροστά στην απειλή του θανάτου ο φυλακισμένος αποφάσισε να αλλαξοπιστήσει. Το γεγονός αυτό χαροποίησε τους Αγαρηνούς, οι οποίοι αμέσως τον έβγαλαν από την φυλακή και τον πήγαν σε ένα καφενείο στην τοποθεσία Ταχτάκαλα με σκοπό να τον μυήσουν στη μουσουλμανική θρησκεία.
Ο Αργύριος, που είχε πληροφορηθεί το γεγονός, εισήλθε και αυτός στο καφενείο και άρχισε να τον ελέγχει για το παράπτωμά του και ταυτοχρόνως να τον παρακινεί, για να επιστρέψει και πάλι στην Ορθόδοξη πίστη. Η στάση του αυτή προκάλεσε τόσο πολύ τους Γενίτσαρους, που όρμησαν επάνω του και άρχισαν να τον γρονθοκοπούν τόσο άγρια, ώστε θα τον σκότωναν, εάν δεν ανέστελλε την οργή τους η ελπίδα μήπως και μπορέσουν να τον προσελκύσουν στην δική τους πίστη. Προσπάθησαν, λοιπόν, απειλώντας τον ότι θα τον σκοτώσουν, να τον αναγκάσουν να αλλαξοπιστήσει. Σα βροντή ακούσθηκε η φωνή του Νεομάρτυρα: «Είμαι Χριστιανός και δεν αρνιέμαι την πίστη μου. Δόξα και τιμή μου ο Σταυρός του Χριστού. Επιθυμία μου είναι να αποθάνω για την πίστη και την αγάπη του Χριστού».
Οι Αγαρηνοί τότε οδήγησαν τον Αργύριο στον κριτή, ενώπιον του οποίου προσπάθησαν και πάλι να τον μεταπείσουν μεταχειριζόμενοι πότε απειλές και πότε κολακείες και υποσχέσεις για δώρα και αξιώματα. Μετά από δύο ημέρες, οι Γενίτσαροι, επανέλαβαν και πάλι τις προσπάθειές τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ζήτησαν λοιπόν από τον κριτή να διατάξει την εκτέλεσή του. Αυτός όμως, βλέποντας ότι ο Αργύριος δεν είχε διαπράξει κάποιο αδίκημα άξιο θανάτου, προσπάθησε να κατευνάσει την οργή των εξαγριωμένων Τούρκων και να τους πείσει πως δεν είναι δίκαιο να σκοτώσουν έναν αθώο άνθρωπο. Εκείνοι ταράχθηκαν και εξαγριώθηκαν εναντίον του και έτσι ο κριτής διέταξε την διά απαγχονισμού θανάτωσή του.
Έτσι, σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ ετών, το 1806 και ημέρα Παρασκευή, ο Άγιος Νεομάρτυς Αργύριος οδηγήθηκε σε ένα τόπο λεγόμενο Καμπάν (σημερινό Καπάνι), στην κεντρική αγορά της πόλεως, όπου και απαγχονίσθηκε και επισφράγισε την ομολογία του στον Χριστό με τη θυσία του αίματός του.

ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΕΝ ΚΡΗΝΗ
Ο Νεομάρτυρας Γεώργιος γεννήθηκε στα μέρη της Αττάλειας από γονείς πλούσιους και ευσεβείς. Νήπιο ακόμα, ο Γεώργιος, αρπάχτηκε από τον Αγά Προύσαλη, κατά τις συνηθισμένες αρπαγές χριστιανόπουλων από τους Τούρκους, εξισλαμίστηκε και ονομάστηκε Μεχμέτ.
Όταν ήλθε σε ηλικία γάμου, παντρεύτηκε την κόρη του Αγά αυτού. Με την προτροπή των θεοσεβών γονέων, μια χριστιανή υπηρέτρια του Γεωργίου, ονομαζόμενη Μαρία, αποκάλυψε σ’ αυτόν για την καταγωγή του και τον τρόπο του εξισλαμισμού του. Με την πρόφαση ότι θα πήγαινε για προσκύνημα στη Μέκκα, ο Γεώργιος μαζί με τη Μαρία, ήλθε στους Αγίους Τόπους, όπου παρέμεινε για δυο χρόνια. Κατόπιν έφτασε στην πόλη Κρήνη της Μικράς Ασίας, όπου παντρεύτηκε την Ελένη Μαυρογιάννη.
Επιζητώντας το μαρτύριο ο Γεώργιος, πήγε στο Διοικητήριο και βοήθησε να κατέβει από το άλογο, ο διερχόμενος από την Κρήνη, πρώην πενθερός του, στον όποιο μετά από λίγο ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό.
Τότε οι Τούρκοι τον έριξαν στη φυλακή, όπου τον έδειραν σκληρά και έβαλαν στα πόδια του φάλαγγα, και στη συνέχεια πυρακτωμένο χάλκινο σκεύος στο κεφάλι του. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1823 μ.Χ., τον κρέμασαν στον τοίχο του σπιτιού του επισήμου Παντελάκη Φαρμάκη και τον απαγχόνισαν.

ΑΓΙΟΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ
Ο Άγιος Πολύκαρπος γεννήθηκε περί το 80 μ.Χ. από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς, τον Παγκράτιο και τη Θεοδώρα, που είχαν εγκλειστεί στη φυλακή για την πίστη του Χριστού, και βαπτίσθηκε Χριστιανός σε νεαρή ηλικία. Υπήρξε μαζί με τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο (βλέπε 20 Δεκεμβρίου) μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Λίγο πριν αναχωρήσει από τον πρόσκαιρο αυτό βίο ο Άγιος Βουκόλος, Επίσκοπος Σμύρνης (βλέπε 6 Φεβρουαρίου), χειροτόνησε μετά των Αγίων Αποστόλων, ως διάδοχό του, τον Άγιο Πολύκαρπο και μετά κοιμήθηκε με ειρήνη.
Ο Άγιος παρακολούθησε με αγωνία και προσευχή τη σύλληψη του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, Επισκόπου Αντιοχείας και τα μαρτύρια αυτού. Η αγάπη του προς τον θεοφόρο Πατέρα μαρτυρείται και από την Επιστολή την οποία έγραψε προς τους Φιλιππησίους. Σε αυτή την επιστολή τους συγχαίρει για την φιλοξενία, την οποία παρείχαν στον Άγιο Ιγνάτιο, όταν αυτός διήλθε από την πόλη τους. Το κείμενο αυτό του Αγίου Πολυκάρπου διακρίνεται για τον αποστολικό, θεολογικό και ποιμαντικό χαρακτήρα του.
Ο Άγιος Πολύκαρπος, διακρινόταν για την σωφροσύνη, τη θεολογική κατάρτιση και την αφοσίωση στη διδασκαλία του Ευαγγελίου, καθώς μιλούσε πάντα σύμφωνα με τις Γραφές. Ήταν ο γνησιότατος εκπρόσωπος της αποστολικής διδασκαλίας σε όλες τις Εκκλησίες της Ασίας. Ο Άγιος Ειρηναίος (βλέπε 23 Αυγούστου) παρέχει την πληροφορία ότι ο Άγιος Πολύκαρπος μετέστρεψε πολλούς από τις αιρέσεις του Βαλεντίνου και του Μαρκίωνος στην Εκκλησία του Θεού. Διηγείται μάλιστα και ένα επεισόδιο αναφερόμενο στη στάση του Αγίου Πολυκάρπου έναντι του Μαρκίωνος. Όταν ο αιρεσιάρχης αυτός τον πλησίασε κάποτε και του απηύθυνε την παράκληση: «ἐπεγίνωσκε ἠμᾶς», δηλαδή αναγνώρισέ μας, ο Άγιος απάντησε: «ἐπιγινώσκω, ἐπιγινώσκω σὲ τὸν πρωτότοκον τοῦ Σατανᾶ».
Ένα άλλο επεισόδιο ανάγεται στη γεροντική ηλικία του Αγίου Πολυκάρπου. Όπως είναι γνωστό, οι Εκκλησίες της Μικράς Ασίας εόρταζαν το Πάσχα στις 14 του μηνός Νισσάν, σε οποιαδήποτε ημέρα και αν τύχαινε αυτό. Αντίθετα οι άλλες Εκκλησίες δεν εόρταζαν καθόλου το Πάσχα, αλλά αρκούνταν στον εβδομαδιαίο κατά Κυριακή εορτασμό της Αναστάσεως, τονίζοντας ασφαλώς περισσότερο τον εορτασμό της πρώτης Κυριακής μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. Επειδή λόγω της διαφοράς αυτής η Εκκλησία της Ρώμης τηρούσε αυστηρή στάση έναντι των Μικρασιατών, ο Άγιος Πολύκαρπος αναγκάσθηκε να μεταβεί στη Ρώμη, για να διευθετήσει το ζήτημα και άλλα δευτερεύοντα θέματα, με τον Επίσκοπο Ρώμης Ανίκητο (βλέπε 17 Απριλίου).
Μετά την επιστροφή του από την Ρώμη, υπέργηρος πλέον, συνέχισε την αποστολική δράση του με τόση επιτυχία, ώστε προκάλεσε την οργή των ειδωλολατρών. Αυτή η προδιάθεση ήταν φυσικό να προκαλέσει το μαρτύριό του, που ακολούθησε την εξής πορεία. Ο Κόιντος, ζηλωτής Χριστιανός, ο οποίος ήλθε στη Σμύρνη από τη Φρυγία, παρακίνησε ομάδα Φιλαδελφέων Χριστιανών να προσέλθουν στον ανθύπατο Στάτιο Κοδράτο, για να δηλώσουν σε αυτόν την ιδιότητά τους και την πίστη τους στον Χριστό, πράγμα το οποίο φυσικά προοιώνιζε θάνατο. Τελικά μαρτύρησαν όλοι, εκτός από τον Κόιντο, ο οποίος δειλιάσας την τελευταία στιγμή, θυσίασε στα είδωλα. Ο όχλος, αν και θαύμασε την γενναιότητα των Μαρτύρων, απαιτούσε να εκτελεσθούν οι «άθεοι» και να αναζητηθεί ο Άγιος Πολύκαρπος, ο οποίος πιεζόμενος από τους Χριστιανούς είχε αναχωρήσει σε κάποιο αγρόκτημα. Τελικά ο Άγιος συνελήφθη το έτος 167 μ.Χ. και οδηγήθηκε ενώπιον του ανθυπάτου.
Ο γηραιός Επίσκοπος δεν ταράχθηκε. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο και λαμπερό. Ο αστυνόμος Ηρώδης και ο πατέρας του Νικήτας προσπάθησαν να πείσουν τον Άγιο να αρνηθεί τον Χριστό. Ο Άγιος όμως, με πνευματική ανδρεία απάντησε ότι υπηρετεί τον Χριστό επί 86 έτη χωρίς καθόλου να Τον εγκαταλείψει. Πως μπορούσε λοιπόν τώρα να Τον βλασφημήσει και να Τον αρνηθεί; Ο ανθύπατος τότε διέταξε να τον ρίξουν στην φωτιά. Ο Γέρων Πολύκαρπος αποδύθηκε μόνος τα ιμάτιά του και περίμενε προσευχόμενος λέγοντας: «Κύριε, ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ, ὁ τοῦ ἀγαπητοῦ καὶ εὐλογητοῦ παιδός Σου Ἰησοῦ Χριστοῦ Πατήρ, δι’ Οὐ τὴν περὶ Σοῦ ἐπίγνωσιν εἰλήφαμεν, ὁ Θεὸς τῶν ἀγγέλων καὶ δυνάμεων, καὶ πάσης τῆς κτίσεως, καὶ παντὸς τοῦ γένους τῶν δικαίων, οἱ ζώσιν ἐνώπιόν Σου, εὐλογῶ Σε, ὅτι ἠξίωσας μὲ ἧς ἡμέρας καὶ ὥρας ταύτης τοῦ λαβεῖν μὲ μέρος ἐν ἀριθμῷ τῶν μαρτύρων Σου, ἐν τῷ ποτηρίῳ τοῦ Χριστοῦ Σου, εἰς ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου, ψυχῆς τε καὶ σώματος, ἐν ἀφθαρσίᾳ Πνεύματος Ἁγίου, ἐν οἲς προσδεχθείην ἐνώπιόν Σου σήμερον ἐν θυσίᾳ πίονι καὶ προσδεκτή, καθὼς προητοίμασας καὶ προσεφανέρωσας καὶ ἐπλήρωσας ὁ ἀφευδὴς καὶ ἀληθινὸς Θεός. Διὰ τοῦτο καὶ περὶ πάντων αἰνῶ Σε, εὐλογῶ Σε, δοξάζω Σε, σὺν τῷ αἰωνίῳ καὶ ἐπουρανίω Ἰησοῦ Χριστό….».
Η φωτιά σχημάτισε γύρω από το σώμα του Αγίου Πολυκάρπου καμάρα χωρίς να τον αγγίζει. Τότε στρατιώτης εκτελεστής τελείωσε τον Άγιο Μάρτυρα διά του ξίφους. Έπειτα το Ιερό λείψανο ρίφθηκε στην φωτιά, οι δε πιστοί συνέλεξαν τα ιερά λείψανα αυτού.
Η Σύναξη του Αγίου Πολυκάρπου ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησ

ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΑΛΚΙΣΩΝ
Στα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Αναστασίου Ά (491-516) στη μητρόπολη της αποστολικής Εκκλησίας της Νικοπόλεως (Πρέβεζα) αρχιεράτευε ο Αλκίσων, ένας από τούς πλέον διακεκριμένους ιεράρχες της εποχής. Ήταν στολισμένος με τις χάριτες του Αγίου Πνεύματος και ποίμαινε τούς χριστιανούς του με μοναδικό γνώμονα την εν Χριστώ σωτηρία τους. Στα πλαίσια αυτά μερίμνησε και για την ανέγερση μεγάλης βασιλικής (ναού) πού μέχρι σήμερα φέρει το όνομά του.
Δυστυχώς όμως επρόκειτο να δοκιμαστεί στη ζωή του. Διότι συνέβη ό αυτοκράτορας Αναστάσιος, παρά τις άλλες ικανότητές του, να παρεκκλίνει από την ορθόδοξη Πίστη, ακολουθώντας τούς αντιχαλκηδονίους αποσχιστές Σεβήρο και Φιλόξενο. Με το διάταγμά του (γνωστό στην εκκλησιαστική Ιστο¬ρία ως «Τύπος του Αναστασίου» δεν δεχόταν την Δ οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (481) και εξαπέλυε διωγμό εναντίον των ορθοδόξων επισκόπων. Μεταξύ εκείνων πού υποτάχθηκαν στα κελεύσματα του «Τύπου» ήταν και ο Θεσσαλονίκης Δωρόθεος, έξαρχος του Ιλλυρικού και εκκλησιαστικός προϊστάμενος και του Αλκίσωνος. Έτσι ό μητροπολίτης Νικοπόλεως κλή¬θηκε εκ των πραγμάτων να αντιμετωπίσει τις απειλές του βασιλιά και τις «συστάσεις» τού Θεσσαλονίκης. Αν έλαβε λοιπόν πρωτοβουλίες για την προάσπιση της ορθοδόξου πίστεως, με συμμά¬χους μερικούς επισκόπους του Ιλλυρικού και τον πάπα Ρώμης Ορμίσδα (πού όμως ήταν υπόδουλος στους Γότθους και λίγα πράγματα μπορούσε να κάνει).
Συγκάλεσε λοιπόν στη Νικόπολη (το 512) Σύνοδο, στην οποία έλαβαν μέρος 40 επίσκοποι τού Ιλλυρικού και με αποφασιστικότητα καταδίκασαν τον «Τύπο του Αναστασίου», μη λαμβάνοντας υπόψη τις απειλές του ιδίου και του Θεσσαλονίκης Δωροθέου. Ή στάση του Αλκίσωνα έδωσε θάρρος σε πολλούς ορθοδό¬ξους ποιμένες και μοναχούς σε όλη την αχανή αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα να αξιώσουν από τν αυτοκράτορα τη σύγκληση νέας Συνόδου για να βρε¬θεί λύση. Αυτή συγκλήθηκε το έτος 516 στην Ηράκλεια της Θράκης παρου¬σία περισσότερων από 200 αρχιερέων, με διακρινόμενο και εκεί τον Αλκίσωνα. Πλην όμως ο δόλιος βασιλιάς, φοβούμενος τις αποφάσεις της, όχι μόνο δεν επέτρεψε να συνεδριάσουν, αλλά συνέλαβε τούς αρχιερείς και τούς υπέβαλε σε κακουχίες, εκδηλώνοντας εντονότερη την οργή του κατά του Αλκίσωνος, τον όποιο φυλάκισε στην ΚΠολη επί πέντε μήνες! Εκεί δοκίμασε ποικίλες πιέ¬σεις, βασανισμούς, μαστιγώσεις, δείχνοντας υπομονή και καρτερία. Αλλά λόγω και της γεροντικής του ηλικίας δεν άντεξε περισσότερο. Και το επόμενο έτος (517) παρέδωσε στη φυλακή το πνεύμα του στον Κύριο, αναδειχθείς φλογερός ομολογητής της ορθοδόξου Πίστεως και μέγας αγωνιστής. Αμέσως μετά την κοίμησή του οι επίσκοποι και ιερείς της Μητροπόλεώς του τον ονόμασαν «εν αγίοις πατέρα» τους σε επιστολή προς τον πάπα Ρώμης

ΑΓΙΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΕΚ ΠΡΕΒΕΖΗΣ
Αν και ναυτικός στο επάγγελμα, ο Άγιος Χρήστος, καθόλου δεν αποξενώθηκε από την χριστιανοπρεπή διαγωγή του. Όταν κάποτε το πλοίο στο όποιο δούλευε έφτασε από την Κρήτη στο λιμάνι της Κω, ο Χρήστος αμέσως έτρεξε στην Εκκλησία, προσευχήθηκε, βρήκε πνευματικό και εξομολογήθηκε.
Μετά από μέρες, όταν πήγαινε για το πλοίο του, συναντήθηκε με γενίτσαρους, που άρχισαν να του βρίζουν την πίστη και το άγιο βάπτισμα. Ο Χρήστος δεν φοβήθηκε και απάντησε στους Τούρκους, ότι ο Μωάμεθ είναι ο κολασμένος αντίχριστος. Γεμάτοι θυμό οι γενίτσαροι, όρμησαν επάνω του και με άγρια χτυπήματα του είπαν ν’ αρνηθεί την πίστη του για να σωθεί. Ο Χρήστος απάντησε απαγγέλλοντας το σύμβολο της πίστης. Τότε αυτοί, τον έβγαλαν έξω από την πόλη και τον έκαψαν ζωντανό.
Οι άπιστοι άφησαν το σώμα του άταφο για ένα μήνα. Αλλά το λείψανο του Αγίου έμεινε αναλλοίωτο και στις πρώτες νύχτες το σκέπαζε κάποιο γλυκό φως, που προερχόταν από τον ουρανό. Μάλιστα, κατά το διάστημα αυτό έκανε και πολλά θαύματα. Όλα αυτά έγιναν στις 5 Αυγούστου 1668 μ.Χ.

ΑΓΙΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ο ΕΝ ΚΟΡΩΝΗΣΙΑ
Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για τον Άγιο Ονούφριο κι αυτές διασώζονται από τους κατοίκους της Κορωνησίας. «Θεοσεβέστατος και ταπεινός» μόνασε σ’ ένα μοναστήρι του «Γενεθλίου της Θεοτόκου» στην Κορωνησία.Η ταπεινότητά του ήταν τέτοια που δυστυχώς οι άλλοι μοναχοί μη μπορώντας να κατανοήσουν την αγιότητά του, τον περιγελούσαν. Η εμφάνιση όμως δύο θαυμάτων από τον Άγιο άλλαξε αμέσως την εικόνα που είχαν οι άλλοι γι’αυτόν. Σύμφωνα με το πρώτο θαύμα έγινε αντιληπτός από τους συμμοναχούς του όταν επέστρεψε στο μοναστήρι από ένα νησάκι, που λέγετε Βουβάλα, που μάζευαν ξυλεία όπου για αστείο τον είχαν άφησαν οι άλλοι μοναχοί και αυτός μετά από προσευχή έριξε το ράσο του στην θάλασσα και ταξίδεψε επάνω του μέχρι το νησί χρησιμοποιώντας το ως βάρκα. Κατά το δεύτερο θαύμα, έπειτα από προσευχή του απέκτησε γενειάδα μέχρι το έδαφος παρά το γεγονός ότι ήταν σπανός.
Δεν είναι ακριβής ο χρόνος της κοίμησής του. Πάνω από το τάφο του έκτισαν ναό προς τιμήν του. Η μνήμη μου εορτάζεται στις 12 Ιουνίου μαζί με τον συνονόματο του Άγιο Ονούφριο της Αιγύπτου.
(Αποσπάσματα από το βιβλίο «ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ» του Κων/νου Ηρ.Δεσπότη-Εκδόσεις Παρακαταθήκη-Θεσσαλονίκη 2009- β΄ έκδοση)
Το παρεκκλήσιο του Αγίου Ονουφρίου
Πρόκειται για πολύ μικρή θολωτή βασιλική της οποίας τα αετώματα στην ανατολική και δυτική πλευρά υπερυψώνονται απ’ τη δικλινή κεραμωτή στέγη για λόγους αισθητικής. Τιμάται στη μνήμη του μοναχού Ονουφρίου που ασκήτεψε εκεί ως την κοίμηση του (μάλλον περί το 1780 μ.Χ.) και ενταφιάστηκε στο εσωτερικό του ναΐσκου.
Ως προς το χρόνο κατασκευής του παρεκκλησίου δε γνωρίζουμε αν το ίδρυσε ο ίδιος ο Όσιος Ονούφριος ή αν πρόκειται για παλαιότερο κτίσμα, το οποίο επειδή συνδέθηκε με τη ζωή του Οσίου πήρε και το όνομά του. Πιθανότερη είναι η δεύτερη εκδοχή και μάλιστα χωρίς να αποκλείεται η βυζαντινή προέλευσή του. Στην τοιχοποιία του χρησιμοποιήθηκαν ακανόνιστοι λίθοι και πλίνθοι με μόνη εξωτερική διακόσμηση μια οδοντωτή ταινία στα γείσα των αετωμάτων. Το κιονοστήρικτο υπόστεγο είναι σύγχρονη κατασκευή Εσωτερικά το εκκλησάκι είναι κατάμεστο από τοιχογραφίες με εμφανή τα τραύματα όχι τόσο του χρόνου όσο της κακοήθειας μερικών νεοελλήνων που χάραξαν πάνω στις εικόνες ονόματα και χρονολογίες, αυτοσυστήνοντας μ’ αυτό το τρόπο τον βανδαλισμό τους. Οι τοιχογραφίες φέρουν τη συνηθισμένη στα χρόνια της τουρκοκρατίας διάταξη σε ζώνες, όπου, κάτω εικονίζονται ολόσωμοι άγιοι, στη μέση στηθάρια αγίων και πάνω σκηνές απ’ το εορτολόγιο. Δε γνωρίζουμε το χρόνο κατασκευής τους, αλλά πιθανότατα έγιναν συγχρόνως με την ιστόρηση του κεντρικού ναού της Παναγίας, δηλαδή το 17ο αιώνα μ.Χ., γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι το παρεκκλήσι προϋπήρχε του Οσίου Ονουφρίου.
Το παρεκκλήσι του Οσίου Ονουφρίου συνδέθηκε άρρηκτα με τη ζωή και την ιστορία του γειτονικού παλαιού βυζαντινού μνημείου και γι’ αυτό θεωρείται αναπόσπαστο οργανικό του μέλος. Κλείνοντας την παρουσίαση του ναού της Παναγίας της Κορωνησίας, θα λέγαμε ότι το μνημείο αυτό μπορεί να μη διαθέτει την επιβλητικότητα άλλων βυζαντινών μνημείων, διατηρεί όμως – παρά τις αλλαγές που συντελέστηκαν τόσο στο ίδιο το κτίσμα όσο και στο χώρο που το περιβάλλει – την παλιά του υποβλητικότητα και τη μυσταγωγική του ατμόσφαιρα.
Στην εκκλησία υπάρχει και ένα πηγάδι, που το έσκαψε μέσα σε βράχο ένας μοναχός με όνομα Ονούφριος που από εκεί υδρεύετε το νησί ακόμα και σήμερα (του 18ου αιώνα μ.Χ.). Ο μοναχός αυτός (λέει ο μύθος) για αστείο τον άφησαν οι άλλοι μοναχοί σε νησάκι που μάζευαν ξυλεία και αυτός μετά από την προσευχή του έριξε το ράσο του στην θάλασσα και ταξίδεψε επάνω του μέχρι το νησί. Ο μοναχός αυτός με τα πολλά καλά που έκανε στο νησί έγινε όσιος και φτιάχτηκε εκκλησάκι που γιορτάζει στις 12 Ιουνίου και είναι ο μόνος προστάτης του νησιού.

ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΠΕΡΙΘΕΩΡΙΟΥ
Ο Άγιος Θεοφάνης χρημάτισε ηγούμενος της ιεράς μονής Βατοπαιδίου. Συνδεόταν με τον Όσιο Μάξιμο Καυσοκαλύβη (βλέπε 13 Ιανουαρίου), του οποίου υπήρξε βιογράφος.
Ο Άγιος Θεοφάνης φαίνεται ήταν καλός γνώστης της ευρύτερης περιοχής των Καυσοκαλυβίων, αφού γνώριζε καλά τα τοπωνύμια, τους συνασκητές του οσίου Μαξίμου, αλλά και τους άλλους ενάρετους Γέροντες, σπουδαίους ησυχαστές του 14ου αιώνος μ.Χ., τους οποίους κατονομάζει, αναφέροντας τους τόπους τους και πιθανόν συνδεόταν μαζί τους, όπως διαφαίνεται στην ωραία βιογραφία του. Η βιογραφία του Θεοφάνη αποτέλεσε πηγή για όλους τους μετέπειτα βιογράφους και υμνογράφους του οσίου Μαξίμου.
Κατά την προφητεία του οσίου Μαξίμου ο άγιος Θεοφάνης, που διετέλεσε μαθητής του, έγινε αργότερα ηγούμενος της ιεράς μονής Βατοπαιδίου και κατόπιν επίσκοπος Περιθεωρίου Ξάνθης. Αναφέρεται ως επίσκοπος Περιθεωρίου περί το 1350 μ.Χ. Πλησίον του Περιθεωρίου ήταν το όρος Παπίκιο, γνωστό για τις μονές και τους ασκητές του, στο οποίο είχε ασκηθεί ο όσιος Μάξιμος, και είχε βρει εκεί αρκετούς ενάρετους μοναχούς, όπως αναφέρει ο βιογράφος του Θεοφάνης. Το Περιθεώριο ήταν πόλη πλησίον της σημερινής Ξάνθης, που είχε κτισθεί στα ερείπια της Αναστασιούπολης στις αρχές του 14ου αιώνος μ.Χ.
Αν ο Άγιος Θεοφάνης υπάκουσε στον όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλύβη να γράψει περί αυτού μετά την κοίμησή του, τότε ο βίος που έγραψε κυκλοφόρησε πιθανόν μετά το 1365 μ.Χ., όπου ορίζεται ως έτος της κοιμήσεως του οσίου Μαξίμου. Ο Άγιος Θεοφάνης τότε εκοιμήθη στα τέλη του 14ου αιώνος μ.Χ.
Με ενέργειες του σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Ξάνθης και Περιθεωρίου κ. Παντελεήμονος και της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου διά της υπ’ αρ. 3401 της 11.4.2000 Πράξεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου έγινε η αγιοκατάταξη του αγίου Θεοφάνη και διά της Εγκυκλίου 2692 της 18.5.2000 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος έγινε γνωστή η ένταξή του στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας.
Πρόσφατα αγιογραφήθηκαν εικόνες του αγίου και συντάχθηκε ιερά ακολουθία του.

ΑΓΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΕΚ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ
Μια μέρα του Ιουνίου ο Αναστάσιος με άλλους Χριστιανούς και με την αδελφή του πήγαν στα χωράφια να θερίσουν. Όπως θέριζαν, πέρασε από εκεί ο γιος του πασά ονόματι Μουσάς,με άλλους τούρκους, είδαν την όμορφη αδελφή του Αγίου με ακόλαστη επιθυμία και έσπευσαν να ικανοποιήσουν την ασέλγειά τους. Ο Άγιος όμως με τους άλλους Χριστιανούς ήρθαν στα χέρια μαζί τους δίνοντας έτσι χρόνο στην αδελφή του να φύγει.
Οι Αγαρηνοί προσβεβλημένοι πήγαν στον πασά και είπαν πράγματα διαφορετικά, ότι τάχα ο Αναστάσιος τους είχε δώσει λόγο να γίνει μωαμεθανός και τώρα αρνείται. Ο πασάς έστειλε αμέσως και έφεραν δέσμιο μπροστά του τον αθώο Αναστάσιο. Βλέποντάς τον νέο, ωραίο και ρωμαλέο σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα κατάφερνε να τον εξισλαμίσει.
Ο Άγιος, όταν άκουσε τις συκοφαντίες των κατηγόρων περί δήθεν εξομώσεώς του, με θάρρος είπε στον πασά :
Εγώ ουδέποτε είπα τέτοια κουβέντα. Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα πεθάνω, με τη βοήθεια του Χριστού μου. Όσο για τα αγαθά που μου υπόσχεσαι, δεν ενδιαφέρομαι καθόλου, γιατί έχω πολλά αγαθά αιώνια στους ουρανούς, που δεν συγκρίνονται με τα παρόντα.
Οι συκοφάντες του τότε επανέλαβαν και πάλι :
Δεν είσαι εσύ που έταξες τότε να γίνεις μουσουλμάνος; Γιατί τώρα αρνείσαι και δεν θέλεις να εκπληρώσεις την υπόσχεσή σου;
Ο Άγιος τους αποκρίθηκε :
Όχι μόνο δεν είπα τέτοιο λόγο αλλά ούτε καν σκέφτηκα κάτι τέτοιο. Δεν αρνούμαι την αγία πίστη μου, για την οποία είμαι έτοιμος να πεθάνω. Όλα αυτά είναι συκοφαντίες και ψέμματα. Εγώ Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα πεθάνω.
Τότε ο πασάς έδωσε διαταγή να τον δείρουν και να τον κλείσουν στη φυλακή. Μετά από λίγες ημέρες επισκέφτηκε τον πασά κάποιος φίλος του και μαθαίνοντας για την υπόθεση συμβούλεψε τον πασά τι να κάνει λέγοντάς του :
Αυτοί οι Χριστιανοί είναι πολύ σκληροί και πεισματάρηδες και δεν αρνούνται την πίστη τους ακόμη κι αν κάποιος τους κάνει τις πιο φοβερές τιμωρίες. Ακόμη κι αυτόν τον θάνατο τον δέχονται για την πίστη τους με μεγάλη προθυμία Εάν θέλεις λοιπόν να τον καταφέρεις, μην τον τιμωρήσεις πλέον αλλά να τον βγάλεις από την φυλακή και με καλό τρόπο να του υποσχεθείς πλούτη, δώρα και αξιώματα και έτσι θα τον καταφέρεις.
Ακούγοντας ο πασάς τις συμβουλές του φίλου του έβγαλε τον Άγιο μάρτυρα από τη φυλακή και άρχισε να τον κολακεύει και να του υπόσχεται πολλά υλικά αγαθά και ότι τελικά θα τον υιοθετήσει, αν ακούσει ό,τι του λέει. Ο φίλος μάλιστα του πασά που στεκόταν εκεί πρόσθεσε πως είχε μια κόρη πολύ όμορφη που θα μπορούσε να του δώσει για γυναίκα του, μαζί με άλογα, χρυσά και πολλά άλλα. Αρκεί να γινόταν μουσουλμάνος.
Ο γενναίος μάρτυς του Χριστού τα άκουγε όλ’ αυτά με φρίκη, βδελυγμία και αποστροφή και με παρρησία τους απάντησε:
Εγώ έχω στους ουρανούς αγαθά, όχι σαν τα δικά σας αλλά ασύγκριτα καλύτερα, πολυτιμότερα και ατέλειωτα. Δεν δέχομαι τα δικά σας τα φθαρτά και τα μάταια,για να μη χάσω εκείνα τα αιώνια. Έτσι λοιπόν την πίστη μου δεν την αρνούμαι με κανένα τρόπο. Μη γένοιτο.
Οι δύο πασάδες έμειναν εμβρόντητοι από την απάντηση του Αγίου και διέταξαν να φυλακιστεί μέχρι να ιδούν τι θα κάνουν.
Ο γιος του πασά, ο Μουσάς, ο οποίος ήταν παρών στην ανάκριση, σκεφτόταν συνετά και αναρωτιόταν : Ποια να είναι άραγε αυτή η πίστη των Χριστιανών, ώστε όχι μόνο δεν υπολογίζουν τα αγαθά του κόσμου αλλά υπομένουν κάθε κακουχία και επώδυνο θάνατο ακόμη για χάρη της; Αυτός ο άνθρωπος μολονότι είναι φτωχός απέρριψε όλα τα αγαθά που του πρότειναν, τα οποία και εγώ, που είμαι τόσο πλούσιος, πεθύμησα,ενώ αυτός τα αρνείται, για να μη χάσει την πίστη του. Ποια να είναι αυτή η πίστη των Χριστιανών την οποία φυλάττουν με τόση ακρίβεια;
Επιθυμώντας να διαφωτιστεί για την χριστιανική πίστη πήγε κρυφά στη φυλακή να συνομιλήσει με τον Αναστάσιο. Εκεί ο Θεός βλέποντας την αγαθή προαίρεση του Μουσά επέτρεψε να δει κάτι θαυμαστό.
Μπαίνοντας στο κελί του Αγίου, τον βλέπει μέσα σε φως και, δεξιά και αριστερά του, δύο αστραπόμορφοι νέοι, άγγελοι και, μη υποφέροντας τη λάμψη, έπεσε κάτω. Ο Άγιος έκανε νόημα στους αγγέλους να φύγουν. Σηκώθηκε τότε ο Μουσάς, πλησίασε και άρχισε τις ερωτήσεις. Ο Άγιος του είπε πως αυτοί είναι άγγελοι και πως εμείς οι Χριστιανοί έχουμε από έναν, ο οποίος μας φυλάει όσο καιρό είμαστε σ’ αυτή τη ζωή και όταν πεθαίνουμε παίρνει την ψυχή μας στον Παράδεισο. Εσείς όλα τα άλλα έθνη έχετε από ένα. Όσο για το ότι περιφρόνησα τα αγαθά που μου πρότεινε ο πατέρας σου, το έκανα διότι εμείς οι Χριστιανοί έχουμε πλούτη στους ουρανούς ανεκλάλητα και αιώνια, με τα οποία συγκρινόμενα όλου του κόσμου τα αγαθά είναι σκιά και μηδέν.
Όταν τ’ άκουσε αυτά ο Μουσάς έπεσε στα πόδια του Αγίου και με την φώτιση του Αγίου Πνεύματος του ζήτησε να τον κάνει Χριστιανό. Ο Αναστάσιος όμως του είπε :
Αυτό δεν μπορεί να γίνει τώρα,γιατί ο πατέρας σου θα εξοντώσει όλους τους Χριστιανούς. Μόνο πίστεψε κρυφά στον Χριστό και να τον παρακαλείς να σε αξιώσει γι’ αυτό που επιθυμείς και ασφαλώς θα οικονομήσει το συμφέρον σου. Του έδειξε δε πως να κάνει τον σταυρό του και πως να προσεύχεται.
Ο πασάς, βλέποντας ωστόσο πως ούτε με κολακείες ούτε με τη βία κατόρθωνε τίποτα, διέταξε να αποκεφαλιστεί ο Άγιος έξω από την πόλη και να μείνει το σώμα του άταφο. Τη νύχτα οι Χριστιανοί έβλεπαν φως να κατεβαίνει από τον ουρανό στο Άγιο λείψανο αλλά δεν τολμούσαν να πλησιάσουν. Ο Άγιος τη νύχτα εμφανίστηκε στο όνειρο του πασά και με απειλητικό τρόπο του ζήτησε να δώσει το λείψανό του στο κοντινό μοναστήρι γα ενταφιασμό. Έντρομος εκείνος ειδοποίησε τους μοναχούς να το παραλάβουν. Πήγαν οι μοναχοί και με λαμπάδες και θυμιατά σήκωσαν το σεπτό λείψανο και το ενταφίασαν με τιμές και ευλάβεια.
Μετά το ένδοξο μαρτύριο του Αγίου Αναστασίου ο Μουσάς ήταν περίλυπος, αποστρεφόταν όλα τα γήινα και παρακαλούσε νυχθημερόν τον Θεό να πραγματοποιηθεί ο πόθος του, δια πρεσβειών του Αγίου. Μια μέρα πηγαίνοντας σε κάποιο γάμο, βρήκε ευκαιρία και περνώντας από τον τάφο του Αγίου προσευχόταν με δάκρυα. Είδε τότε τον Άγιο μάρτυρα λαμπροφορεμένο, με συνοδεία δύο αγγέλων, να του λέει : Μη λυπάσαι, αδελφέ, και θα λάβεις το ποθούμενο.
Έφυγε περιχαρής από το μοναστήρι και πήγε, κατά την εντολή του πατέρα του στους γάμους. Τη νύχτα αστραπόμορφος άγγελος Κυρίου τον ξύπνησε, τον έβγαλε από το σπίτι, όπου εφιλοξενείτο, χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας, καθώς οι πόρτες άνοιγαν μόνες τους, και,μετά πολύ δρόμο,τον οδήγησε σε ένα ασκητή που καθόταν κοντά σε μια βρύση. Σε αυτόν παρέδωσε τον Μουσά ο άγγελος του Κυρίου λέγοντάς του : Αυτόν ν’ ακολουθήσεις και αυτός θα σε οδηγήσει σε ό,τι επιθυμείς. Και έφυγε. Ακολούθησε τον ασκητή και οδοιπορώντας έφτασαν στην Πελοπόννησο. Βρίσκοντας μια εκκλησία σε ένα έρημο τόπο προσκύνησαν εκεί. Ο Μουσάς, καταπονημένος από τους κόπους και την στέρηση, είχε αρχίσει να λυπάται αφόρητα και να πολεμείται από τον πειρασμό με την ενθύμηση των γονέων του και της απολαυστικής ζωής. Ο ασκητής βλέποντάς τον σε τέτοια ανάγκη του είπε να μπει πάλι στην εκκλησία να προσευχηθεί. Προσκυνώντας την εικόνα της Παναγίας άκουσε φωνή να του λέει :
Μη λυπάσαι, παιδί μου, για τα πρόσκαιρα αγαθά που άφησες,γιατί ο Υιός μου και Θεός πολλά έπαθε για η σωτηρία του κόσμου. Να χαίρεσαι μάλλον διότι θα αξιωθείς πολλών αγαθών στη Βασιλεία του Θεού.
Επίσης άκουσε φωνή και από την εικόνα του Χριστού. Βγαίνοντας από την εκκλησία πλημμυρισμένος από άπειρη χαρά και έχοντας λησμονήσει κάθε κακοπάθεια ρώτησε τον ασκητή αν μιλούν πάντοτε οι άγιες εικόνες και εκείνος του απάντησε :Όχι πάντα, μόνο όταν υπάρχει ανάγκη.
Από το λιμάνι της Πάτρας, με συστατικά γράμματα του γέροντα και μια θαυματουργή εικόνα της Παναγίας,ο Μουσάς πέρασε στη Βενετία. Εκεί βαφτίστηκε Χριστιανός και ονομάστηκε Δημήτριος.
Μετά από λίγο καιρό πήγε στην Κέρκυρα να προσκυνήσει το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος. Στην Κέρκυρα έγινε μοναχός με το όνομα Δανιήλ. Από την Κέρκυρα πήγε στην Κωνσταντινούπολη με σφοδρή επιθυμία να μαρτυρήσει. Εκεί είχε και θαυμαστή οπτασία, όπου του απεκαλύφθη η απελευθέρωση των Χριστιανών από τους Τούρκους, την οποία και συνέγραψε. Όμως οι Χριστιανοί τον απέτρεψαν από το μαρτύριο, για να μη προκληθεί διωγμός εναντίον τους. Τελικά επέστρεψε στην Κέρκυρα,όπου και εκοιμήθη, αφού πρώτα έχτισε ναό προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου στη Μυρτιά.

ΑΓΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ο ΕΚ ΒΛΑΣΙΟΥ Ο ΓΟΥΝΑΡΑΣ
Ο ένδοξος ιερομάρτυς του Χριστού Αναστάσιος γεννήθηκε περί τα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αιώνος μ.Χ. Κατάγονταν από το χωριό Άγιος Βλάσιος (Σούβλιαση η παλαιότερη ονομασία) της Θεσπρωτίας, κοντά στην πόλη της Ηγουμενίτσας. Οι πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτόν προέρχονται από τον Βίο του που σώζεται στο έργο «Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», όπου κυρίως αναφέρεται το μαρτυρικό του τέλος. Δεν γνωρίζουμε κάτι σχετικό με την παιδική και νεανική του ηλικία, εύκολα όμως μπορούμε να υποθέσουμε, ότι μέσα στα δύσκολα χρόνια που έζησε, έλαβε από την οικογένειά του ευσεβή ανατροφή «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου». Η ευσεβής του ανατροφή και η κλήση του Θεού οδήγησαν αργότερα τον μακάριο Αναστάσιο στην απόφαση να ενταχθεί στον Ιερό Κλήρο και να διακονήση τον Θεό και τον λαό Του ως πρεσβύτερος.
Σε κάποια χρονική στιγμή της ιερατικής του ζωής και ενώ εφημέρευε σε κάποιο Ναό έξω από την βασιλεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, αρχίζει την εξιστόρησή του ο Συναξαριστής. Συνέβη τότε το μαρτύριο του Αγίου Κωνσταντίου του Ρώσσου (βλέπε 21 Μαΐου) και ο Άγιος Αναστάσιος ένιωσε μέσα του να ανάβει ο πόθος του μαρτυρίου και παρακαλούσε κάθε μέρα τον Θεό να τον αξιώση να δώση κι αυτός το αίμα του για την πίστη του Χριστού.
Εκείνη την εποχή στην Κωνσταντινούπολη ζούσε κι ένας Κύπριος ιερομόναχος ο οποίος λόγω της αμαρτωλής ζωής που ζούσε, εγκαταλείφθηκε από την χάρη του Θεού και στα εβδομήντα του χρόνια, έχοντας χάσει και το φως του, αρνήθηκε τον Χριστό και ασπάστηκε την πίστη του Μωάμεθ. Οι Τούρκοι, όπως συνήθιζαν σε τέτοιες περιπτώσεις, του προσέφεραν πολλά δώρα και τιμές και εκείνος, τυφλωμένος περισσότερο πνευματικά από ότι σωματικά, έφθασε να μεταβαίνει μαζί με τους Σέχηδες στο Γενί-Τζαμί και να κηρύττει στα σκαλοπάτια του, διδάσκοντας στους εισερχόμενους μουσουλμάνους τους μύθους της θρησκείας των, λαμβάνοντας από αυτούς και χρήματα.
Μία μέρα ενώ ο Άγιος μετέβαινε στην αγορά, πέρασε έξω από το Γενί-Τζαμί και βλέποντας στα σκαλοπάτια τον εξομώτη, πρώην ιερομόναχο, να διδάσκη τους Τούρκους, πόνεσε με την καρδιά του και στάθηκε εκεί παρατηρώντας τον αναλογιζόμενος από ποιό ύψος της αληθείας του Χριστού εξέπεσε και κατακρημνίσθηκε σε τέτοιο βάθος σκοτισμού, όπως ο πατέρας του κακού, ο Εωσφόρος. Βλέποντας τον Αναστάσιο να στέκεται σκεπτικός, οι διερχόμενοι Τούρκοι, του είπαν με την συνηθισμένη τους βαρβαρότητα. «Μπρε, παππά, βλέπεις αυτόν τον Σέχη; Και αυτός παππάς ήταν και γνώρισε την πίστη μας και έγινε Τούρκος. Έλα κι εσύ να γίνης Τούρκος για να κερδίσης τον Παράδεισο. Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγαν οι Αγαρηνοί. Ο δε Άγιος Αναστάσιος άνοιξε το ευλογημένο του στόμα και τους απάντησε με λόγια σκληρά όμως αληθινά. «Ω τυφλοί και πλανεμένοι, τι τον ακούτε; Αυτά που σας λέει είναι όλα ψέματα. Εσείς, που είστε Τούρκοι από τους προγόνους σας, αυτόν τον σαπρόγερο βάλατε να σας διδάξη την πίστη; Αυτόν που τον εγκατέλειψε ο Θεός για την πολλή του κακία και αρνήθηκε την πίστη του, τώρα στα γεράματα; Που γνωρίζει την πίστη σας αυτός που ακόμη δεν γιατρεύτηκε από το σουνέτισμα; Κρίμα στη γνώση σας και λέτε ότι έχετε και πίστη».
Αφού είπε αυτά και ακόμη περισσότερα με μεγάλη τόλμη και θάρρος στην τουρκική γλώσσα, ο Άγιος, σιώπησε. Οι δε Αγαρηνοί ακούγοντάς τα, όρμησαν καταπάνω του με μίσος και αρπάζοντάς τον, τον παρουσίασαν στον Κατή, δηλαδή τον ιεροδικαστή των μουσουλμάνων και από εκεί στον Βεζύρη. Ο δε Μάρτυς είπε και σ’ αυτούς τα ίδια λόγια γι’ αυτό και απεφάσισαν να εξορισθή στο νησί της Χίου. Όταν λοιπόν επρόκειτο να τον ανεβάσουν στο πλοίο για την εξορία, ο Άγιος, φλεγόμενος από τον πόθο του μαρτυρίου, με φρόνιμο τρόπο τους ξεγέλασε και τον έφεραν πάλι μπροστά στον Βεζύρη, στον οποίο είπε τα εξής: «Ενδοξότατε αφέντη, για ποιό λόγο με στέλνεις στην εξορία; Επειδή σου είπα την αλήθεια; Μάλλον να με τιμήσης θα έπρεπε και όχι να με εξορίσης. Αλλά εσείς δεν θέλετε να ακούσετε την αλήθεια, γι’ αυτό και έχετε αυτούς τους τυφλούς και πλανεμένους να σας διδάσκουν». Τόσο έντονα και με θάρρος εχλεύασε την θρησκεία των Τούρκων και εκύρηξε την πίστη των Χριστιανών, ομολογώντας έτσι τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν Θεόν αληθινόν, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα και όλη την ένσαρκον Αυτού οικονομίαν, ώστε όλοι που τον άκουγαν να μείνουν άφωνοι. Μη μπορώντας να αντέξουν τον έλεγχο αυτής της φωνής της αληθείας, κατά διαταγή του Μουφτή, έστειλαν και τον απεκεφάλισαν μπροστά στο Γενί-Τζαμί. Έτσι ο τρισμακάριστος Αναστάσιος έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου, που με τόση λαχτάρα ποθούσε και η αγία του ψυχή πέταξε για να μεταβή κοντά στον Σωτήρα Χριστό, που από την παιδική του ηλικία αγάπησε. Ήταν η 8η Ιουλίου του 1743 μ.Χ.
Μετά την αποτομή της τιμίας αυτού κεφαλής, φως ουράνιο παρουσιάστηκε τη νύκτα πάνω από το Άγιο λείψανο του ιερομάρτυρος και έγινε αντιληπτό από τους φρουρούς που το εφύλαγαν, καθώς και από όσους πέρασαν από εκεί, Χριστιανούς και Τούρκους και όλοι εθαύμασαν για το παράδοξο θέαμα. Οι μεν Αγαρηνοί καταισχύνθηκαν από την θεοσημεία, οι δε Χριστιανοί εδόξασαν τον Θεό, που αντιδοξάζει τους πιστούς Του δούλους. Στη συνέχεια το Άγιο Λείψανο, παραδόθηκε στους χριστιανούς για να ταφή. Δυστυχώς όμως, η παράδοση δεν διέσωσε τον τόπο της ταφής του μαρτυρικού σώματος, ούτε άλλη πληροφορία σχετικά με τον Άγιο Ιερομάρτυρα, μετά το θάνατό του.

ΑΓΙΟΣ ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ
Τον Άγιο Διάδοχο, δεν τον αναφέρουν οι Συναξαριστές. Συναντάται στον Λαυριωτικό Κώδικα Δ 34 φ. 68α, μαζί με τον πρεσβύτερο Μάρκο τον μεγάλο ασκητή (+5 Μαρτίου), όπου υπάρχει και κοινός Κανόνας των δύο μη ολοκληρωμένος.
Ο Άγιος Διάδοχος, επίσκοπος Φωτικής της Παλαιάς Ηπείρου, έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ. και είχε το χάρισμα της ευγλωττίας, αλλά και της συναρπαστικής συγγραφής. «Τα Εκατό γνωστικά ασκητικά κεφάλαια» πού έγραψε, διαβάζονταν με απληστία από τους μοναχούς. Επίσης έγραψε και αλλά, όπως την «Όραση» και «Λόγος στην Ανάληψη του Κυρίου».
Στα «Εκατό γνωστικά κεφάλαια» ο Άγιος Διάδοχος στο προοίμιο του βιβλίου εκθέτει τους «δέκα όρους», που είναι κατά κάποιο τρόπο τα κύρια σημεία του βιβλίου και θα μπορούσαμε κατ’ επέκταση να ισχυρισθούμε ότι είναι οι δέκα όροι της πνευματικής ζωής. Συγκεκριμένα γράφει:
Πρώτος όρος της πίστεως: Έννοια περί Θεού απαθής.
Δεύτερος όρος της ελπίδος: εκδημία του νου εν αγάπη προς τα ελπιζόμενα.
Τρίτος όρος της υπομονής: Τον αόρατον ως ορατόν ορώντα τοις της διανοίας οφθαλμοίς αδιαλείπτως καρτερείν.
Τέταρτος όρος της αφιλαργυρίας: Ούτω θέλειν το μη έχειν ως θέλειν τις το έχειν.
Πέμπτος όρος της επιγνώσεως: Αγνοείν εαυτόν εν τω εκστήναι τον Θεόν.
Έκτος όρος της ταπεινοφροσύνης: Λήθη των κατορθουμένων προσευχής.
Έβδομος όρος της αοργησίας: Επιθυμία πολλή του μη οργίζεσθαι.
Όγδοος όρος της αγνείας: Αίσθησις αεί κεκολλημένη Θεώ.
Ένατος όρος της αγάπης: Αύξησις φιλίας προς τους υβρίζοντας.
Δέκατος όρος της τελείας αλλοιώσεως: Εν τρυφή Θεού χαράν ηγείσθαι το στυγνόν του θανάτου.

ΑΓΙΟΣ ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΣ Ο ΠΑΤΡΕΥΣ
Σύμφωνα με την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο Σωσίπατρος γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Πάτρα. Εκεί ασπάστηκε τον χριστιανισμό από τον Απόστολο Ανδρέα του οποίου έγινε και μαθητής. Αργότερα προσκλήθηκε στην Ρώμη από τον Απόστολο Παύλο (Ρωμ. ιστ΄ 21) και χειροτονήθηκε επίσκοπος Ικονίου. Αφού καθοδήγησε για μεγάλο χρονικό διάστημα την εκεί χριστιανική κοινότητα, αποφάσισε πως δεν είχε πια τίποτα άλλο να προσφέρει και έτσι έφυγε για την δύση μαζί με τον φίλο του Ιάσονα για να διδάξουν τον χριστιανισμό. Φτάνοντας στην Κέρκυρα κήρυξαν στους ειδωλολάτρες κατοίκους της το Ευαγγέλιο και έκτισαν και έναν ναό αφιερωμένο στον Άγιο Στέφανο. Μαθαίνοντας όλα αυτά ο βασιλιάς του νησιού, που ήταν ειδωλολάτρης, τον φυλάκισε. Στη φυλακή, επτά κρατούμενοι ληστές έγιναν χάρη στους δυο αγίους χριστιανοί. Αργότερα έγινε χριστιανός και ο δεσμοφύλακάς τους ο Αντώνιος. Η παράδοση αναφέρει ότι οι άγιοι αφέθηκαν ελεύθεροι όταν φωτιά που κατέβηκε από τον ουρανό έκαψε τους δύο γιους και την γυναίκα του βασιλιά, ο οποίος για να τους εκδικηθεί τους βασάνισε μέχρι θανάτου. Όταν πέθαναν τα σώματά τους κάηκαν στον τόπο του μαρτυρίου τους και σκορπίστηκε η στάχτη τους εκεί. Ο χώρος εκείνος μυροβολούσε και γι’ αυτό οι πρώτοι χριστιανοί της Κέρκυρας έκτισαν στο σημείο εκείνο τον σημερινό ναό των Αγίων στη Γαρίτσα.
Στην Πάτρα υπάρχει εικόνα του στον Αγ. Γεώργιο του Λάγγουρα στον ναό της Αγίας Σκέπης και στο Μητροπολιτικό ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου οπου υπάρχουν Ιερά Λείψανα του Αγίου[εκκρεμεί παραπομπή].
Εορτασμός
Ο άγιος Σωσίπατρος είναι ένας από τους 70 Αποστόλους. Η μνήμη του γιορτάζεται από την Ορθόδοξη εκκλησία στις 29 Απριλίου (Ιάσονος και Σωσιπάτρου). 

ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΠΑΤΡΕΥΣ
Ο Άγιος Παύλος ο Πατρεύς είναι άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ήταν ηγούμενος σε παραλιακή Λαύρα που ανήκε στην Μονή Σινά στην έρημο της Ραϊθούς. Σφαγιάστηκε από Αιθίοπες Σαρακηνούς μαζί με άλλους 32 πατέρες. Έζησε στο τέλος του 3ου αιώνα επί αυτοκρατόρων Ουλεντιανού και Ουάλη, η μνήμη του τιμάται στις 14 Ιανουαρίου.
Ο μαρτυρικός θάνατός του αναφέρεται στο Ιερό Συναξάρι σε περιγραφή του Αιγύπτιου μοναχού Αμμώνιου[1].
Αν και ο οσιομάρτυρας Παύλος ο Πατρέας ήταν μέχρι τότε άγνωστος, το 1947, ο πρωτοσύγκελος και αρχιμανδρίτης Ευστάθιος Ευσταθόπουλος, μετέπειτα Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως, φρόντισε να τυπώσει την Ακολουθία των «Αγίων Οσιομαρτύρων Αββάδων, των εν Σινά και Ραϊθώ αναιρεθέντων» (ανατυπώνοντας κείμενο που βρήκε σε παλαιό βιβλίο το 1940 στην Κεφαλλονιά, όπου υπηρετούσε ως καθηγητής) και να ορίσει την φιλοτέχνηση σχετικής εικόνας με την επιγραφή «ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΥΛΟΣ, ο εκ ΠΑΤΡΩΝ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ». Η εικόνα φιλοτεχνήθηκε το 1952 από το ζωγράφο Τάκη Πριονά. Στη συνέχεια ο αρχιμανδρίτης καθιέρωσε τον εορτασμό του Αγίου κατά τη δεκαετία του 1960 με πανηγυρικό εορτασμό και Θεία Λειτουργία[2].

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΥΛΟΣ

Ο Άγιος Παύλος γεννήθηκε στο χωριό Σοποτό της Επαρχίας Καλαβρύτων και ανατράφηκε με χριστιανοπρέπεια από γονείς φτωχούς μεν, αλλά ενάρετους ορθόδοξους χριστιανούς. Το πρώτο του όνομα ήταν Παναγιώτης.
Σε μικρή ηλικία ήλθε στην Πάτρα, όπου έμαθε την τέχνη του σανδαλοποιού και παρέμεινε εκεί εργαζόμενος έντιμα, για 14 χρόνια. Κατόπιν έφυγε από την Πάτρα και ήλθε στα Καλάβρυτα, όπου για την εξάσκηση του επαγγέλματος του, νοίκιασε ένα εργαστήριο. Οι ιδιοκτήτες όμως του εργαστηρίου, απαίτησαν από τον Παναγιώτη περισσότερο νοίκι απ’ ότι συμφώνησαν και τον έκλεισαν στη φυλακή, όπου πιεζόμενος ο μάρτυρας και επάνω στον θυμό του είπε: «Τούρκος να γίνω αν δώσω περισσότερα». Τελικά τους έδωσε το νοίκι που ζητούσαν και αφού βγήκε από τη φυλακή, έφυγε από τα Καλάβρυτα και πήγε στην Τρίπολη, όπου διασκέδαζε στα περίχωρα της με δύο άλλους φίλους του, λέγοντας ότι ήταν Τούρκος.
Η συνείδηση του όμως τον ήλεγξε και έφυγε για το Άγιον Όρος. Εκεί πήγε στην Ιερά Λαύρα του Αγίου Αθανασίου, κοντά σ’ ένα σοφό Πελοποννήσιο γέροντα τον Τιμόθεο, στον όποιο εξομολογήθηκε και έτυχε πνευματικής παρηγοριάς. Αργότερα έγινε μοναχός με το όνομα Παύλος. Μετά με τον γέροντα του Τιμόθεο ήλθε σε Ρώσικο κοινόβιο του Αγίου Όρους, όπου έμεινε τρία χρόνια. Εκεί άναψε και ο πόθος του μαρτυρίου μέσα του.
Σε ηλικία 25 ετών πήγε στη Σκήτη της Αγίας Άννας και υποτάχθηκε στον πνευματικό πατέρα Ιερομόναχο Ανανία, στον όποιο εξομολογήθηκε τον πόθο του για το μαρτύριο. Εκεί δοκιμάστηκε για 40 ήμερες πήρε την ευλογία των Πατέρων και αναχώρησε για το μαρτύριο. Έφθασε στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, όπου αγωνίστηκε με νηστεία και προσευχή για 40 ολόκληρες ήμερες. Κατόπιν αναχώρησε για τα Καλάβρυτα και από εκεί πήγε στην Τρίπολη.
Πληροφορήθηκε ότι στο Ναύπλιο βρισκόταν ένας εξάδελφος του εξωμότης και έτσι αναχώρησε για την πόλη αυτή, προκειμένου να διορθώσει τον εξάδελφο του. Παρέλαβε τον εξωμότη αυτόν σαν συνοδίτη, επανήλθε στην Τρίπολη και παρουσιάστηκε στον Μουφτή της πόλης, από τον όποιο έλαβε έγγραφη διαταγή να παραστεί μπροστά στον κριτή, την ήμερα μεγάλης σύναξης πολλών προκρίτων χριστιανών και Αρχιερέων.
Στή σύναξη λοιπόν αυτή, ο Παύλος, μπροστά σ’ όλους κήρυξε τη Θεότητα του Χριστού και έκανε δριμύτατο έλεγχο της μουσουλμανικής θρησκείας. Ο κριτής, μπροστά στην αμετάθετη γνώμη του μάρτυρα, τον καταδίκασε να καεί ζωντανός. Κάποιοι Τούρκοι όμως, είπαν ότι ενδέχεται οι χριστιανοί να πάρουν την στάχτη και τα λείψανα του μάρτυρα, ο κριτής μετέβαλε την απόφαση του και έτσι τον αποκεφάλισαν στις 22 Μαΐου 1818 μ.Χ. στην Τρίπολη σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών. Το τίμιο λείψανο του το πέταξαν στο χώρο ακαθαρσιών του σπιτιού ενός Τούρκου ηγεμόνα. Το παρέλαβαν όμως κρυφά οι χριστιανοί και αφού το καθάρισαν στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών, το ενταφίασαν.
Το μαρτύριο του συνέγραψε ο Ιερομόναχος Ιάκωβος Βερτσάγιας ο Ζακυνθινός, Αγιορείτης του Ρώσικου κοινοβίου. Ναός του Αγίου βρίσκεται στην Τρίπολη και εικόνα του στον ναό των Είσοδίων της Θεοτόκου στην Αθήνα (Καπνικαρέα).
Ορισμένοι Συναξαριστές, αυτή τη μέρα και μαζί με τη μνήμη του νέου οσιομάρτυρα Παύλου, αναφέρουν και τη μνήμη του αγίου νεομάρτυρα Μήτρου ή Δημητρίου του Πελοποννήσιου, που η κυρίως μνήμη του είναι την 28η Μαΐου, όπου και η ήμερα του μαρτυρίου του. Αυτό γίνεται, προφανώς διότι και οι δύο τιμώνται στην ίδια πόλη την Τρίπολη της Αρκαδίας, όπου βρίσκονται και τα Ιερά λείψανα τους.

ΑΓΙΟΣ ΜΥΡΩΝ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ
Ο Άγιος Μύρων μαρτύρησε όταν αυτοκράτωρ ήταν ο Δέκιος, το 250 μ.Χ. Καταγόμενος από πλούσια οικογένεια, θα μπορούσε να ζήσει άνετα, με όλα τα επίγεια αγαθά που θα επιθυμούσε. Όμως η μεγάλη του αγάπη προς το Χριστό, έκανε το Μύρωνα να χειροτονηθεί Ιερέας. Αφιερώθηκε, λοιπόν, ολοκληρωτικά στο ποιμαντικό του καθήκον και δίδασκε, νουθετούσε και βοηθούσε το κάθε ένα μέλος του ποιμνίου του. Μεριμνούσε καθημερινά για τους φτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά. Κάποτε, ο έπαρχος Αχαΐας Αντίπατρος πήγε στον τόπο όπου λειτουργούσε ο Μύρων και συνέλαβε πολλούς χριστιανούς. Για να εκβιάσει λοιπόν το Μύρωνα, να αλλαξοπιστήσει, έφερε μπροστά του το ποίμνιο του και του είπε ότι, αν αυτός αρνηθεί το Χριστό, θα τους αφήσει όλους ελεύθερους. Ο Μύρων μειδίασε και απάντησε: «Αν ήταν για τη σωτηρία των πνευματικών μου παιδιών, πρόθυμα θα έδινα τη ζωή μου. Τώρα όμως δεν πρόκειται γι’ αυτό. Ας δώσουν λοιπόν οι ίδιοι απάντηση». Τότε όλοι μαζί φώναξαν: «Όχι. Μια ανθρώπινη ψυχή είναι ασύγκριτα πολυτιμότερη από μύρια σώματα και από τον κόσμο όλο. Ποιος λοιπόν από μας θέλει να δεχθεί, ώστε να χάσει την ψυχή του ο πνευματικός μας πατέρας, για να ζήσουν λίγο περισσότερο στον πρόσκαιρο αυτό κόσμο οι δικές μας σάρκες;». Ο έπαρχος, εξοργισμένος από την απάντηση, αφού βασάνισε με φρικτό τρόπο το Μύρωνα, τελικά τον αποκεφάλισε.

ΑΓΙΟΙ ΠΕΝΤΕΚΑΙΔΕΚΑ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ
Κιλκίς
Ιερά Λείψανα: Η δεξιά του Αγίου Πέτρου βρίσκεται στη Μητρόπολη Πολυανής και Κιλκισίου.
Άγιοι που εορτάζουν: Αγιος Τιμοθεος Ο Επισκοπος (; – 363), Αγιος Θεοδωρος Ο Επισκοπος (; – 363), Αγιος Πετρος Ο Ιερεας (; – 363), Αγιος Ιωαννης Ο Ιερεας (; – 363), Αγιος Σεργιος Ο Ιερεας (; – 363), Αγιος Θεοδωρος Ο Ιερεας (; – 363), Αγιος Νικηφορος Ο Ιερεας (; – 363), Αγιος Βασιλειος Ο Διακονος (; – 363), Αγιος Θωμας Ο Διακονος (; – 363), Αγιος Ιεροθεος Ο Μοναχος (; – 363), Αγιος Δανιηλ Ο Μοναχος (; – 363), Αγιος Χαριτων Ο Μοναχος (; – 363), Αγιος Σωκρατης Ο Μοναχος (; – 363), Αγιος Κομασιος Ο Μοναχος (; – 363), Αγιος Ευσεβιος Ο Μοναχος (; – 363), Αγιος Ετιμασιος (; – 363)

Αγία Θεοδώρα
Η Οσία Θεοδώρα γεννήθηκε περί το έτος 1210 μ.Χ. πιθανότατα στην Θεσσαλονίκη και υπήρξε γόνος της μεγάλης και αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας Πετραλείφα (νορμανδικής καταγωγής), η οποία εγκατεστημένη αρχικά στο Διδυμότειχο προσέφερε πολλές και σημαντικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία και τιμήθηκε με υψηλά αξιώματα. Ο πατέρας της Ιωάννης είχε τον τίτλο του σεβαστοκράτορος και ήταν διοικητής Θεσσαλίας και Μακεδονίας.
Κοντά στους ευσεβείς και ενάρετους γονείς της ανατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου» αντλώντας από την ζωή τους το πρώτο φωτεινό παράδειγμα ενάρετης ζωής, παράδειγμα που θα χαραχθεί ανεξίτηλα και στην δική τους ζωή.
Ο πατέρας της πέθανε γρήγορα αφήνοντας τη Θεοδώρα σε μικρή ακόμα ηλικία, ορφανή. Την προστασία της οικογένειας ανέλαβε ο Δούκας της Ηπείρου Θεόδωρος (θείος της), ο οποίος την εποχή αυτή είχε καταλάβει την Θεσσαλονίκη και επέκτεινε το κράτος του μέχρι την Αδριανούπολη.
Η Θεοδώρα έζησε και μεγάλωσε στα Σέρβια της Κοζάνης, μια σημαντική πόλη με στρατηγική θέση την εποχή αυτή. Ανατρέφεται μαζί με τα αδέλφια της από την ευσεβή μητέρα της Ελένη και μαθαίνει καλά για τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου, που δεν είναι άλλος παρά η αγιότητα και η «κατὰ Θεὸν ὁμοίωσις». Γνωρίζει και πιστεύει ότι το αληθινό νόημα της σύντομης ζωής μας κρύβεται στην επιτυχία της αιώνιας ζωής και Βασιλείας του Θεού. Διδάσκεται από την αγαθή μητέρα της ότι τα αληθινά κοσμήματα που πρέπει να στολίζουν την γυναίκα, είναι η αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο, η ταπεινοφροσύνη, η πραότητα, η ευσπλαχνία, η ελεημοσύνη, η προσευχή και η αληθινή πίστη, που με τον δικό της αγώνα και τη Χάρη του Θεού μπορούν να πραγματοποιηθούν και να φανερωθούν και στη δική τους ζωή.
Η πνευματική καλλιέργεια και ωριμότητα της νεαρής Θεοδώρας, καθώς επίσης και το κάλλος της εντυπωσιάζουν τον Μιχαήλ Β’, που στον δρόμο του για την Άρτα την συναντά στα Σέρβια, ενώ βρισκόταν υπό την προστασία του θείου της Θεοδώρου.
Την ζητά αμέσως σε γάμο, ο οποίος και τελείται με κάθε μεγαλοπρέπεια και επισημότητα στα Σέρβια το έτος 1230 μ.Χ. με λαμπρή και μεγάλη συνοδεία, φτάνουν στην Άρτα, την πρωτεύουσα του κράτους της Ηπείρου, στην οποία ο Μιχαήλ Β’ ανακηρύσσεται μετά από λίγο Δεσπότης.
Ο Μιχαήλ, ισχυρή προσωπικότητα, πνεύμα ανήσυχο και φιλόδοξο, αρχίζει να φροντίζει για την εδραίωση και εξάπλωση του κράτους του. Η νεαρά δούκισσα Θεοδώρα αναδεικνύεται πρώτη κυρία του Δεσποτάτου. Στην μεγάλη αυτή και ένδοξη θέση που ανέβηκε η Θεοδώρα, δεν παρασύρθηκε από την δόξα και το μεγαλείο του αξιώματός της, ούτε, παρά τη νεότητά της, τράπηκε σε υλιστικές απολαύσεις και τρυφηλή ζωή. Και όπως μας πληροφορεί ο βιογράφος της Ιώβ μοναχός, τώρα πιο πολύ κατάλαβε ότι πρέπει να φροντίζει να ζει με πιο πολλή αρετή και σωφροσύνη, με ταπεινοφροσύνη και αγάπη, με αοργησία και συμπάθεια, με ελεημοσύνη και πραότητα και γενικά, ολόψυχα να δίδεται και να υπηρετεί τον Θεό και τους ανθρώπους.
Με την ζωή αυτή η Θεοδώρα αναδείχθηκε αληθινά κατά τον λόγο του Κυρίου, λύχνος φωτεινός επάνω στην λυχνία που φωτίζει και καθοδηγεί και την ζωή των άλλων ανθρώπων στον Χριστό.
Λίγες ήταν οι ευτυχισμένες στιγμές του ζευγαριού. Ο μισόκαλος διάβολος φθονώντας την ευτυχία τους και την αρετή της Θεοδώρας και μην μπορώντας να υποτάξει την ίδια, ρίχνει τα φαρμακερά βέλη του εναντίων της με άλλον τρόπο: «θηλυμανίας τὸν ἄνδρα καταμαλάξας , πειρασμὸν τὴ μακαρία ἐγείρει δεινώτατον». Ο Μιχαήλ παρασύρεται σε πορνεία και ακολασία από μία Αρτινή αρχόντισσα, την Γαγγρινή. Αυτή με την βοήθεια του διαβόλου κατορθώνει να σκλαβώσει ψυχικά τον Μιχαήλ και να βάλει μίσος άσπονδο στην καρδιά του, εναντίων της καλής και Αγίας συζύγου του. Με την εντολή του προς όλους απαγορεύει κάθε βοήθεια και συμπαράσταση προς την Αγία και ορίζει αυστηρά να μην κάνουν λόγο γι’ αυτήν στα ανάκτορα, ούτε το όνομά της καν να προφέρουν στα χείλη τους.
Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές της ζωής της, φάνηκαν οι καρποί της αληθινής πνευματικής καλλιέργειας της Θεοδώρας. Όπως μέσα στην δόξα και την καλοπέραση του παλατιού δεν παρασύρθηκε και δεν αλλοιώθηκε, έτσι και τώρα μέσα στην φουρτουνιασμένη συζυγική ζωή η Θεοδώρα δεν κάμφθηκε και δεν λιποψύχησε, αλλά φάνηκε πιο πολύ ο αδαμάντινος χαρακτήρας της και η ακεραιότητα της πίστεώς της.
Στην αυθαιρεσία του άνδρα της αντέταξε την υπομονή και το ταπεινό της φρόνημα. Παρά τις συκοφαντίες και τον διωγμό της από τα ανάκτορα, λαμπρύνθηκε με την σιωπή και την εκούσια μόνωσή της.
Χωρίς καμιά ανθρώπινη βοήθεια, οπλισμένη όμως με την ακαταίσχυντη ελπίδα στον Θεό, εγκαταλείπει – έγκυο ήδη – τα ανάκτορα. Πέντε χρόνια μαζί με τον πρωτότοκο υιό της, το Νικηφόρο, που γεννήθηκε στην εξορία, ταλαιπωρείται στο κρύο και στην ζέστη, στην πείνα και τη δίψα, στην εγκατάλειψη και την μοναξιά. Άγνωστη, πικραμένη και κακοντυμένη περνούσε λόφους και γκρεμούς αποφεύγοντας την μανία του άνδρα της.
Στην μεγάλη αυτή δοκιμασία βρίσκει λίγη παρηγοριά κοντά στον ιερέα της Πρένιστας. Μια μέρα που μάζευε λάχανα, για να φάει αυτή και το μικρό της παιδί, την συναντά ο ιερέας και μετά από επίμονη προσπάθεια να μάθει ποια είναι, η Θεοδώρα του φανερώνεται. Έτσι για λίγο διάστημα βρίσκει προστασία στο σπίτι του καλού αυτού ιερέως.
Η αλήθεια όμως και η αρετή όσο κι αν σπιλώνονται, όσο και αν παραθεωρούνται, δεν αργούν να φανούν. Οι ευγενείς άρχοντες της Άρτας αγανακτισμένοι από την έκλυτη ζωή του Δούκα Μιχαήλ και την αλαζονεία της πόρνης Γαγγρινής αντιδρούν δυναμικά: διώχνουν την Γαγγρινή από τα ανάκτορα και απαιτούν από τον βασιλέα να αλλάξει ζωή.
Ο Μιχαήλ συγκλονίζεται, «ἔρχεται εἰς ἐαυτόν» και αμέσως στέλνει έμπιστους ανθρώπους να βρουν και να φέρουν πίσω την Θεοδώρα.
Πράγματι με πολλή μετάνοια και αγάπη, με επισημότητα και λαμπρότητα υποδέχεται τη νόμιμη και μόνη κυρία και βασίλισσα στα ανάκτορα και στη ζωή του.
Ο Μιχαήλ, σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού και σε ένδειξη της μετάνοιάς του, ανεγείρει την σεβάσμια και περικαλλή μονή της Κάτω Παναγιάς. Στη βόρεια καμάρα εξωτερικά υπάρχει χαραγμένη η επιγραφή της μετάνοιάς του, την οποίας το πανομοιότυπο και τη μεταγραφή έδωσε ο Αναστάσιος Ορλάνδος:
«Πύλας ἠμὶν ἄνοιξον, ὢ Θ(ε)οὗ μ(η)τέρ, τῆς μετανοίας, τοῦ φωτὸς οὖσα πύλη.
Δ(εσπότη) Μ(ιχαήλ) π(αράσχου) ἁμαρτημάτων»
Κατά την παράδοση και σε ανάμνηση του ίδιου γεγονότος κτίζει, επίσης, τη μονή Παντανάσσης, κοντά στην Φιλιππιάδα και τη μονή του Σωτήρος στο Γαλαξείδι, όπως αναφέρεται στο «Χρονικὸν τοῦ Γαλαξειδίου».
Με την ίδια διάθεση ο Μιχαήλ χαρίζει προνόμια και απαλλάσσει από φορολογία ναούς και μονές του κράτους του καθ’ όλη την διάρκεια της βασιλείας του. Έτσι π.χ. με χρυσόβουλλο του Ιανουαρίου του έτους 1246 μ.Χ. απαλλάσσει «πάσης ἀγγαρείας καὶ παραγγαρείας» τους 32 πρεσβυτέρους της πόλεως της Κερκύρας και με άλλο χρυσόβουλλο του Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, δίνει προνόμια στους 33 πρεσβυτέρους των αγρών της νήσου. Με χρυσόβουλλο επίσης, αποκαθιστά τη νόμιμη δικαιοδοσία του Κωνσταντίνου Μαλιασηνού το μοναστήρι του κυρ-Ιλαρίωνος, που βρισκόταν στην χώρα του Αλμυρού κάτω από «τὸ Ρωμαιοβόρον φῦλον τῶν Λατίνων».
Αποστέλλει πλούσια δώρα σε πολλές μονές και εκτός του κράτους του, όπως π.χ. στις Αγιορείτικες μονές του Δοχειαρίου και του Αγίου Παύλου. Η πόλη και το κράτος λαμπρύνονται με έργα πίστεως και φιλανθρωπίας για χάρη του αγαπητού λαού της Θεοδώρας. Άλλα τέσσερα παιδιά έρχονται στην ζωή: ο Ιωάννης, ο Δημήτριος (Μιχαήλ), η Ελένη και η Άννα.
Δυναμωμένη από τη δοκιμασία και ενισχυμένη από την Χάρη του Θεού, η Θεοδώρα γίνεται οδηγός ψυχικής σωτηρίας του άνδρα της και μετέχει ενεργά πλέον στην διακυβέρνηση του κράτους, βοηθώντας τον στα πολλά και ποικίλα εσωτερικά και εξωτερικά κυρίως προβλήματα του Δεσποτάτου και βάζοντας την προσωπική της σφραγίδα στην πολιτική του. Συμπαραστέκεται στα έργα ειρήνης, αλλά και ακολουθεί τις πολεμικές περιπέτειες και αποτυχίες του συζύγου της. Το έτος 1234 μ.Χ. ενισχύουν την παιδεία του Δεσποτάτου με την ίδρυση ανώτερης σχολής. Το 1259 – 60 μ.Χ., με την ήττα των στρατευμάτων του Μιχαήλ Β’ στην μάχη της Πελαγονίας, καταφεύγουν στην Βόνιτσα, Λευκάδα και Κεφαλονιά, διωγμένοι από τα στρατεύματα του αυτοκράτορα της Νίκαιας, Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282 μ.Χ.).
Πρώτο μέλημα της Αγίας ήταν η διαφύλαξη της εδαφικής, κυρίως όμως της πνευματικής ακεραιότητας και υποστάσεως του κράτους. Έτσι μεγάλη της φροντίδα στάθηκε η διαφύλαξη της Ορθοδόξου πίστεως, που την εποχή αυτή απειλείτο από τον παπισμό και την λατινική προπαγάνδα, η οποία είχε ως στόχο την «ένωση» των Εκκλησιών. Η Αγία αντιτάχθηκε σ’ αυτή την προοπτική. Το Δεσποτάτο, που από το 1204 μ.Χ. είχε δεχθεί ως πρόσφυγες σημαντικές προσωπικότητες από την Κωνσταντινούπολη και είχε κρατήσει αυστηρή ορθόδοξη πολιτική επί Θεοδώρου Δούκα και Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Άρτης Ιωάννου Απόκαυκου, έγινε τελικά καταφύγιο όλων των ζηλωτών Ορθοδόξων της πρώην ενιαίας Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Σε αντίθεση με την φιλενωτική πολιτική της αυτοκρατορίας της Νίκαιας – και αργότερα της επανακτημένης Κωνσταντινουπόλεως – η πολιτική του Δεσποτάτου παρέμεινε καθαρά και αυστηρά Ορθόδοξη. Όταν δε το έτος 1275 μ.Χ. γίνεται Οικουμενικός Πατριάρχης ο ενωτικός Ιωάννης ΙΑ’ Βέκκος (1275 – 1282 μ.Χ.), πολλοί ορθόδοξοι κληρικοί και μοναχοί βρίσκουν προστασία στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Σαν αντιστάθμισμα της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του έτους 1276 μ.Χ. και της καταδίκης όλων των ανθενωτικών, το έτος 1277 μ.Χ. γίνεται Σύνοδος στις Νέες Πάτρες (σημερινή Υπάτη), όπου καταδικάζονται και αφορίζονται όλοι οι ενωτικοί και ο Πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος.
Για τον ίδιο σκοπό – την διαφύλαξη δηλαδή της Ορθοδοξίας – η Αγία προχωρεί με οξυδέρκεια, πέρα βέβαια και από τις ποικίλες πολιτικές σκοπιμότητες που υπεισέρχονται σε ανάλογες περιπτώσεις, στον γάμο των δύο θυγατέρων της. Έτσι την Άννα την νυμφεύει με τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο (1258 μ.Χ.) και την Ελένη με τον Μεμφρέδο, βασιλέα της Σικελίας και φανατικό εχθρό του Πάπα. Με τον τρόπο αυτό η Θεοδώρα προσπαθεί να θέσει φραγμό στα σχέδια των παπικών για υποταγή των Ορθοδόξων, αλλά και με τους συγγενικούς δεσμούς που έγιναν, να υποχωρήσουν οι κατακτητικές διαθέσεις των Δυτικών εναντίων του κράτους της Ηπείρου.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι η Ελένη μετά τον θάνατο του συζύγου της, το έτος 1266 μ.Χ., δέχθηκε όλο το μίσος του Πάπα Κλήμεντος Δ’ (1265 – 1268 μ.Χ.). Φυλακίζεται αυτή και τα παιδιά της για αρκετά χρόνια στο υγροσκότεινο και απομονωμένο φρούριο της Βουκερίας. Η Ελένη παραμορφωμένη από τις κακουχίες – διατηρώντας όμως την ευγένεια και την αγιότητα της Βυζαντινής αρχόντισσας, έτσι όπως ακριβώς τα διδάχθηκε και τα παρέλαβε από την Αγία της μητέρα – βγαίνει από την φυλακή και πεθαίνει σε ηλικία περίπου τριάντα ετών.
Οι προσπάθειες που έγιναν για την απελευθέρωσή της από τους γονείς της Μιχαήλ Β’ και Θεοδώρα, απέτυχαν. Μια τελευταία προσπάθεια που επιχειρήθηκε, να δοθεί δηλαδή ως σύζυγος στον υιό του Φερδινάνδου Γ’ της Ισπανίας, τον Ερρίκο, βρήκε την Ελένη αντίθετη, καθώς δεν επιθυμούσε ούτε να προδώσει την μνήμη του συζύγου της παίρνοντας σύζυγο κάποιον από τους αντιπάλους του, ούτε με την συγκατάθεσή της σε τέτοιον γάμο να ενισχύσει τα μεγαλεπήβολα σχέδια του ανίερου συνασπισμού Πάπα και Καρόλου του Ανδεγαυού εναντίων των Ελληνικών χωρών και της Ορθοδοξίας.
Δεύτερος σημαντικός στόχος της Αγίας ήταν η ειρήνη μεταξύ των Ελληνικών κρατών της εποχής (Φραγκοκρατία) και η συνεργασία τους – πέρα από τις ατομικές φιλοδοξίες των ηγεμόνων και την κοντόφθαλμη πολιτική τους – για την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως και την ανασύσταση της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων. Το επιχείρημα αυτό στάθηκε δύσκολο, αν λάβουμε υπ’ όψιν, ότι τα δύο σημαντικά κράτη, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η αυτοκρατορία της Νίκαιας, βρίσκονταν πάντοτε σε αντιζηλία, εχθρότητα, προστριβές και πόλεμο μεταξύ τους.
Έτσι, το έτος 1249 μ.Χ., ταξιδεύει στη Νίκαια με τον υιό της Νικηφόρο, τον οποίο μνηστεύει με την Μαρία, εγγονή του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννου Γ’ Βατάτζη (1222 – 1254 μ.Χ.). Μετά από κάποιες περιπέτειες και υπαναχωρήσεις η Αγία Θεοδώρα ταξιδεύει πάλι μέχρι τον Έβρο και τελικά τον Οκτώβριο του 1256 μ.Χ. γίνονται με λαμπρότητα στη Θεσσαλονίκη οι γάμοι του Νικηφόρου και της Μαρίας από τον Πατριάρχη Αρσένιο Αυτωρειανό (1255 – 1260 μ.Χ.). Μια άλλη πληροφορία αναφέρει ότι η Θεοδώρα με τον υιό της Νικηφόρο έρχονται στο Βολερό, «εἰς τὴν χώραν τοῦ Λετζᾶ», (νότια της Αδριανουπόλεως), όπου συναντώνται με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Β’ Λάσκαρη (1254 – 1258 μ.Χ.) τον Σεπτέμβριο του 1256-7 μ.Χ.
Εκεί έμειναν τρεις μέρες και αφού εόρτασαν την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού – πιθανότατα στον περίλαμπρο ναό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερρών (Έβρου) – ξεκίνησαν για την Θεσσαλονίκη, όπου έγιναν οι γάμοι του Νικηφόρου και της Μαρίας από τον Πατριάρχη Αρσένιο, ο οποίος ήλθε για τον λόγο αυτό από τη Νίκαια.
Μέσα όμως σε σύντομο χρονικό διάστημα και μετά τον ερχομό τους στην Άρτα, η Μαρία πέθανε.
Μια νέα προσπάθεια ειρήνης και συμφιλιώσεως με την ανορθωμένη πλέον Βυζαντινή αυτοκρατορία γίνεται καρποφόρα, όταν ο Νικηφόρος νυμφεύεται την ανεψιά του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282 μ.Χ.), Άννα. Η Άννα Παλαιολογίνα είναι η Τρίτη θυγατέρα του Ιωάννου Καντακουζηνού και της Ειρήνης ή Ευλογίας, της αγαπημένης αδελφής του Μιχαήλ Η’. Στις αρχές του έτους 1265 μ.Χ. ο αυτοκράτορας στέλνει την ανεψιά του με λαμπρή συνοδεία στην Άρτα, όπου το ίδιο έτος γίνονται και οι γάμοι.
Πέρα όμως από αυτό, πολλές ήταν οι ενέργειες της Αγίας για την ειρήνη της περιοχής και την ειρηνική συνύπαρξη των Ελληνικών κρατών. Ανάλωσε την ζωή της στην προσπάθεια να ξεπεραστούν τα εμπόδια για την ανασύσταση της αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό δίκαια ονομάσθηκε η Θεοδώρα «Εἰρηνοποιὸς Ἁγία».
Μετά από σαράντα περίπου χρόνια έγγαμου βίου, ο Δεσπότης Μιχαήλ Β’, «καλῶς καὶ θεοφιλῶς βιώσας», κοιμήθηκε εν Κυρίω.
Η Θεοδώρα αμέσως έτρεξε στο μοναστήρι. Δέκα περίπου χρόνια ζει ως μοναχή στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (σημερινή μονή Αγίας Θεοδώρας). Η ζωή της ασκητική και το πολίτευμά της αγγελικό. Για το διάστημα αυτό του βίου της γράφει ο βιογράφος της, ότι ζούσε σηκώνοντας το βάρος των πόνων και της ασκήσεως, αυξάνοντας τους καρπούς των αρετών της, παραμένοντας νύχτα και ημέρα στην αδιάλειπτη νοερά προσευχή και συνομιλία με τον Θεό με ψαλμούς και ύμνους, εξαγνίζοντας το σώμα της με νηστεία και υπηρετώντας με προθυμία τις αδελφές μοναχές. Ήταν ο προστάτης των αδικουμένων και το στήριγμα των χηρών και ορφανών, βοηθούσε τους πτωχούς, παρηγορούσε τους θλιβομένους. Φροντίζει για την ανέγερση νέων ναών και μοναστηριών και ενδιαφέρεται για την ζωή των μοναχών. Έχει μεγάλη ευλάβεια στους Οσίους ασκητές της περιοχής προς τους οποίους τρέφει ιδιαίτερη τιμή, όπως φανερώνεται στον βίο του Αγίου Ανδρέου του Ερημίτου (τιμάται 15 Μαΐου). Ο Όσιος Ανδρέας ασκήτεψε την εποχή αυτή σε ένα σπήλαιο στην περιοχή των σημερινών Χαλκιόπουλων. Όταν ο Όσιος κοιμήθηκε με θαυμαστό τρόπο περί τα έτη 1281-2 μ.Χ., η βασίλισσα μοναχή με όλη την Σύγκλητο πήγε στο ασκητήριο του Αγίου, προσκύνησε το αγιασμένο του λείψανο και με εντολή της κτίσθηκε στο σπήλαιο του Αγίου, λαμπρός ναΐσκος και λάρνακα προς τιμήν του.
Ο ναός και ο τάφος του Αγίου σώζονται μέχρι σήμερα εντυπωσιάζοντας με τις θαυμασίας τέχνης αγιογραφίες του (τέλη 13ου αιώνος μ.Χ.) και τις λόγιες επιγραφές του, προερχόμενες πιθανότατα από λόγιους ανθρώπους του κύκλου της Αγίας Θεοδώρας και των ανακτόρων.
Έφθασε όμως και για την Αγία Θεοδώρα το τέλος της επίγειας ζωής και η αρχή της απολαύσεως της άνω ζωής. Στην Οσία αποκαλύπτεται η ημέρα του θανάτου της, όπως συμβαίνει σε πολλούς Αγίους. Θερμά παρακαλεί την Κυρία Θεοτόκο και τον μεγαλομάρτυρα Άγιο Γεώργιο να μεσιτεύουν προς τον Κύριο να της δοθεί παράταση ζωής έξι μηνών «πρὸς τὴν τοῦ ναοῦ τελείαν ἀπάρτισιν». Έτσι κι έγινε.
Και όταν έφθασε πλέον η ώρα να παραδώσει την Αγία της ψυχή στον Κύριο, συγκεντρώνει τις αδελφές μοναχές. Για τελευταία φορά τις συμβουλεύει με αγάπη και τις καθοδηγεί πώς να ζουν και να αγωνίζονται εν Αγίω Πνεύματι, αυτή που ήταν το ζωντανό παράδειγμα μιας άλλης βιοτής. Προσεύχεται για την σωτηρία τους και δίνοντας τις τελευταίες εντολές της «χαίρουσα, τὸ πνεῦμα εἰς χεῖρας Θεοῦ παρέθετο» σε ηλικία περίπου 70 ετών. Δεν γνωρίζουμε δυστυχώς τον χρόνο του θανάτου της Αγίας, τοποθετείται όμως στο χρονικό διάστημα από το 1281-1285 μ.Χ.
Το άγιο και χαριτόβρυτο σώμα της ενταφιάσθηκε στο νάρθηκα του καθολικού της μονής της, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται σε ευλογία όλων των πιστών ο σεπτός της τάφος.

ΑΓΙΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΡΑΔΟΒΥΣΔΙΟΥ
Ο νεοφανής αυτός Άγιος της Εκκλησίας καταγόταν από το χωριό Βατσουνιά της Θεσσαλίας. Από μικρός είχε την Ιερατική κλίση και επάξια δια της θείας χάριτος, έγινε επίσκοπος Ραδοβυσδίου (νομός Άρτας).
Υπήρξε άριστος ποιμενάρχης και δια της θερμής του αγάπης και δια του αγίου παραδείγματος του, στήριζε το ποίμνιό του σε κάθε του ανάγκη. Τακτικά μάλιστα έβγαινε στους αγρούς και ευλογούσε τα ζώα των κτηνοτρόφων. Έτσι οσιακά και δίκαια αφού έζησε, παρέδωσε τη μακαριά ψυχή του στον Θεό την 21 Ιουλίου 1777 μ.Χ.
Κατά την ήμερα της ανακομιδής των αγίων λειψάνων του, αυτά ευωδίαζαν ουράνιο άρωμα. Μέρος από τα οστά των χεριών του, βρίσκεται στην Ιερά Μονή Δουσίκου – Τρικάλων. Λέγεται ότι ο Άγιος Παρθένιος υπήρξε ιδιαίτερα θαυματουργός στη θεραπεία ασθενειών των ζώων.
ΑΓΙΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ
Ο Νεομάρτυς Ζαχαρίας καταγόταν από τα μέρη της Άρτας. Σε μικρή ηλικία εξισλαμίσθηκε και ήρθε στις Παλαιές Πάτρες όπου εξασκούσε την τέχνη του γουναρά. Όμως μετανόησε που αλλαξοπίστησε. Έτσι, αφού ήλθε σε μετάνοια, βρήκε κάποιο πνευματικό στον οποίο εξομολογήθηκε το αμάρτημα της εξωμοσίας του και ζήτησε την ευλογία να πορευθεί προς το μαρτύριο.
Ο πνευματικός, φοβούμενος μήπως ο Μάρτυρας δειλιάσει κατά την διάρκεια των βασανιστηρίων, τον απέτρεπε. Τότε ο Άγιος αποκρίθηκε στον πνευματικό και του είπε: «Έχω τόση δίψα να βασανισθώ για τον Χριστό, όπου επιθυμώ να λάβω, αν ήταν δυνατόν, και περισσότερα βασανιστήρια, από αυτά που μου ανέφερες». Προ των λόγων αυτών της δυνάμεως της πίστεως και της αγάπης στον Χριστό, πνευματικός μετέδωσε τα Άχραντα Μυστήρια στον Άγιο και τον ευλόγησε.
Ο Άγιος πήγε στο εργαστήριό του, πούλησε όλα του τα υπάρχοντα τα οποία έδωσε ελεημοσύνη στους πτωχούς και παρουσιάσθηκε στον κριτή, ενώπιον του οποίου ομολόγησε στην πίστη του στον Χριστό. Παρά τις κολακείες, εκείνος επέμενε σθεναρά στην ομολογία του. Έτσι τον έκλεισαν στην φυλακή και τον βασάνισαν επί πολλές ημέρες. Εκείνος υπέμεινε τα φρικτά μαρτύρια με πνευματική ανδρεία και αξιοθαύμαστη καρτερία, για να παραδώσει το πνεύμα του το 1782 μ.Χ.
Η τοπική Εκκλησία της Άρτας εορτάζει την μνήμη του και εικόνα του φυλάσσεται στην ιερά μονή Κάτω Παναγιάς Άρτας. Την μνήμη του πανηγυρίζει επίσης και η τοπική Εκκλησία των Πατρών, αφού ο Άγιος εργάσθηκε εκεί.
ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΓΡΑΙΚΟΣ
Ο Άγιος Μάξιμος γεννήθηκε στην Άρτα το 1470 μ.Χ., αλλά η καταγωγή του ήταν από τον Μωρία και το κοσμικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Τριβώλης. Μαθήτευσε κοντά στον Ιωάννη Μόσχο και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ιταλία. Επίσης, μαθήτευσε στην Ελληνική σχολή της Βενετίας και κατόπιν σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Πάδοβας, της Φλωρεντίας και του Μιλάνου έχοντας επιφανείς Έλληνες δασκάλους, όπως ο Ιανός Λάσκαρης, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης κ.ά. Το 1505-6 μ.Χ. πήγε στο Άγιον Όρος, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Μάξιμος. Αργότερα ο Άγιος, μετά από παράκληση του τσάρου της Ρωσίας Βασιλείου Ιβάνοβιτς, το 1516 μ.Χ., πήγε στη Ρωσία προκειμένου να μεταφράσει διάφορα λειτουργικά και θεολογικά βιβλία στη σλαβωνική. Εκεί όμως συκοφαντήθηκε άγρια από τον ισχυρό ηγούμενο της Μονής Βολοκαλάμσκ Δανιήλ και έτσι ο Μάξιμος ταλαιπωρήθηκε επί σειρά ετών με εξορίες, στέρηση θείας κοινωνίας, φυλακίσεις σιδηροδέσμιος και άλλα βάσανα. Τελικά το 1551 μ.Χ. μεταφέρθηκε στή Λαύρα του Αγίου Σεργίου, όπου ο ηγούμενος τον περιέβαλε με πολλή αγάπη, εκτιμώντας το πνευματικό του έργο. Εδώ άφησε και την τελευταία του πνοή στις 21 Ιανουαρίου του 1556 μ.Χ., αφού συνέγραψε πολλά απολογητικά και ερμηνευτικά έργα. Αγιοκατατάχθηκε στις 31 Μαίου 1988 μ.Χ.

ΑΓΙΩΝ ΑΥΤΆΔΕΛΦΩΝ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Σε κάθε εποχή ο Θεός αναδεικνύει αγίους ανθρώπους οι οποίοι αν και ζουν στις ίδιες συνθήκες ζωής με όλους τους άλλους συνανθρώπους τους, οι ίδιοι «αγωνιζόμενοι τον καλόν αγώνα της πίστεως», φωτίζουν ως πνευματικοί φάροι τον κόσμο τον οποίο και διακονούν εν ονόματι του Κυρίου μας.
Σε μια εποχή δύσκολη για όλο το γένος μας (τέλος του 18ου αρχές του 19ου αιώνα μ.Χ.) ο Θεός έδωσε την ευλογία Του στην πόλη της Άρτας να γεννηθούν, να ζήσουν, να ασκηθούν, να διδάξουν και να αγιάσουν δύο κατά σάρκα αδέλφια οι όσιοι Θεοχάρης και Απόστολος.
Οι Όσιοι αυτάδελφοι Θεοχάρης και Απόστολος ήταν παιδιά του ευσεβή ιερέα Γεωργίου Ντούϊα, εφημέριου του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας Άρτας, και της ενάρετης πρεσβυτέρας Φωτεινής. Ο Θεός τους χάρισε τρεις γιους (ο τρίτος λεγόταν Κωνσταντίνος), τους οποίους ανάθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου».
Φρόντισαν πρώτα απ’όλα να γίνουν άνθρωποι του Θεού και η πορεία της επίγειας ζωής τους να είναι και πορεία προς τον ουρανό και τον αγιασμό τους. Παράλληλα ενδιαφέρθηκαν να μορφώσουν τα παιδιά τους με την όποια καλύτερη παιδεία υπήρχε στην πόλη την εποχή εκείνη.
Ο μεγαλύτερος γιος τους ο Θεοχάρης (γεννήθηκε γύρω στα 1760 μ.Χ.) διέθετε μεγάλη έφεση για τα γράμματα. Διδάχθηκε την «θύραθεν σοφία» στην περίφημη τότε σχολή της Άρτας, τη σχολή Μανολάκη Καστοριώτη. Εκεί την εποχή εκείνη δίδασκε ο μεγάλος δάσκαλος και ιεροψάλτης, Δημήτριος Οικονομόπουλος Βενδραμής από το Μεσολλόγι. Στη σχολή διδάσκονταν ο όσιος Θεοχάρης, αλλά ο ίδιος με την αγία του ζωή και τις θεόπνευστες παραινέσεις δίδασκε τους συμμαθητές του, πολλοί από τους οποίους παρακινήθηκαν και έγιναν ιερείς και μοναχοί. Από την ηλικία αυτή φανερώθηκε η δύναμη και η πειθώ του λόγου του Αγίου, αφού έβγαινε φυσικά από μια καρδιά που τη φλόγιζε η αγάπη του Θεού.
Τον δε «ἁπλὸ καὶ ἀκέραιον στὴν ψυχὴ» Απόστολο ανέλαβε ο ίδιος ο πατέρας του.
Τα δύο αδέλφια ο Θεοχάρης και ο Απόστολος είχαν ιδιαίτερη έφεση και αγάπη προς την εκκλησιαστική ζωή και με ιδιαίτερη ταπείνωση και επιμέλεια διακονούσαν τον ιερέα πατέρα τους στα λειτουργικά του καθήκοντα. Παράλληλα όλη η οικογένεια ήταν ανεξάντλητη πηγή αγάπης και προσφοράς, υλικής και πνευματικής προς τους συνανθρώπους και τους ενορίτες τους.
Η χαρά των γονιών ήταν μεγάλη για την πρόοδο και την καλλιέργεια των παιδιών τους. Η καρδιά του ευλαβέστατου ιερέα σκιρτούσε από την επιθυμία και την προσδοκία να δει και να απολαύσει τους δυο γιους του λειτουργούς στο άγιο και υπερουράνιο θυσιαστήριο. Τέτοια άγια φιλοδοξία είχε ο ενάρετος ιερέας! Πραγματικά με πολλή προσοχή έκανε την πρόσκληση στα δυο του παιδιά να γίνουν ιερείς ό,τι πιο ευλογημένο και άγιο μπορεί να υπάρξει επί της γης. Πλήρωσε μάλιστα και τα εμβατίκια (χρηματικά ποσά προς τον Αρχιερέα, για την χειροτονία και τοποθέτηση σε ιερέα σε συγκεκριμένο ναό) στην Μητρόπολη Άρτης για να χειροτονηθούν τα παιδιά του ιερείς στον ναό της Αγίας Σοφίας που και ο ίδιος ιερουργούσε.
Η απάντηση των σοφών νέων ήταν: «Μη βιάζεσαι πατέρα. Έχει ο Θεός».Έβλεπαν οι Άγιοι το ύψος και το μεγαλείο της Ιερωσύνης του Χριστού και δεν έσπευδαν, αλλά όπως και οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας μας απέφευγαν με δέος και ευλάβεια τη μεγάλη αυτή τιμή.
Ο ευλογημένος ιερέας ήθελε ο πρώτος γιος του ο Θεοχάρης να νυμφευθεί πρώτα και μετά να ιερωθεί. Ο Θεός όμως είχε άλλα αποφασίσει γι’ αυτόν. Ο Θεοχάρης είχε ήδη πάρει την απόφαση να ακολουθήσει το αγγελικό πολίτευμα, δηλαδή το δρόμο της ασκήσεως και της μοναχικής πολιτείας και αντέλεγε με πολύ σεβασμό: «επιθυμώ όταν τελειοποιήσω τις σπουδές μου και έλθω στη νόμιμη ηλικία, εκείνο το οποίο η Θεία Πρόνοια με φωτίσει, εκείνο και θα πράξω».
Μαζί με τους γονείς καμάρωνε και ο Μητροπολίτης την πρόοδο των νέων αυτών και προσδοκούσε να λαμπρύνουν την τοπική Εκκλησία με την απόφασή τους να ιερωθούν.
Όταν τελείωσε τις σπουδές του ο Θεοχάρης, η οικογένεια του σεβαστού Ιερέα Γεωργίου Ντούϊα, κατά παραχώρηση Θεού, δοκιμάστηκε. Εκοιμήθησαν εν Κυρίῳ και οι δύο γονείς, ο ιερέας Γεώργιος και η πρεσβυτέρα Φωτεινή. Έφυγαν όμως ειρηνικοί απ’ τον κόσμο αυτό γιατί όσο μπόρεσαν έκαναν το χρέος τους προς τον Θεό και τους συνανθρώπους τους αφήνοντας πίσω στα παιδιά τους μια σημαντική περιουσία και κληρονομιά.
Και η περιουσία αυτή, που μπόρεσαν και μετέδωσαν στα παιδιά τους, ήταν η αληθινή και γνήσια πίστη τους, η αγία ζωή τους και η κατά Θεόν πορεία πάνω στις αξίες της πίστεως και της πατρίδας.
Ο Θεοχάρης και ο Απόστολος, σαν μεγαλύτεροι αδελφοί, μετά τον θάνατο των γονέων τους φρόντισαν τον μικρότερο αδελφό τους Κωνσταντίνο. Όταν ανδρώθηκε φρόντισαν να νυμφευθεί. Από το γάμο αυτό με την Σωσσάνη απέκτησε δύο γιους, τον Γεώργιο και τον Θεοχάρη. Οι ίδιοι, αφού αποκατέστησαν τον αδελφό τους Κωνσταντίνο στο πατρικό τους σπίτι, αποσύρθηκαν σε ένα μικρό σπιτάκι κοντά στο ναό της Αγίας Σοφίας «απαρνηθέντες τα εγκόσμια».
Τα δύο αδέλφια απερίσπαστα πια από τα του κόσμου, ρίχνονται με θάρρος και γενναιότητα σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες. Η αδιάλειπτη προσευχή, η μελέτη του λόγου του Θεού, η ολονύκτια στάση, η ψυχοτρόφος νηστεία, η σιωπή και η εγκράτεια, η μετάνοια και η ολόθερμη αγάπη προς τον Θεό ήταν η καθημερινή τους πράξη και ζωή.
Η τροφή τους ήταν λιτή αποτελούμενη από ψωμί και νερό που έπιναν μετά τη δύση του ηλίου. Μερικές φορές έτρωγαν και λίγα φρούτα. Ο πρώτος βιογράφος τους, αρχιμανδρίτης Κωνστάντιος ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κάτω Παναγιάς, αναφέρει ότι το ψωμί το έβαζαν σε ένα πήλινο σκεύος με μικρό άνοιγμα (ίσα που να χωρεί το ένα χέρι) για να υπογραμμίσει το λιτόν της τροφής τους. Αλλά και όταν κάποιοι ευσεβείς και ελεήμονες χριστιανοί τους πήγαιναν φαγητά, αυτοί με ευχαρίστηση, ευγένεια και πολλές ευχές τα δέχονταν, όχι για να τα γευτούν οι ίδιοι – ούτε κατ΄ελάχιστον – αλλά για να ελεήσουν πολλούς συνανθρώπους τους που βρίσκονταν σε ανέχεια και δύσκολη θέση. Μάλιστα για να τους πείσουν να τα πάρουν τους έλεγαν ότι αυτοί έφαγαν αρκετά και αυτά που τους προσφέρουν ήταν τα υπόλοιπα. Φυσικά όλους τους υποχρέωναν να μην αναφέρουν πουθενά την πράξη τους αυτή.
Ενώ δεν είχαν μοναχικό σχήμα και δεν είχαν καρεί μοναχοί έκαναν και τηρούσαν με ακρίβεια τον κανόνα του μεγαλόσχημου μοναχού. Κοινωνούσαν των αχράντων μυστηρίων μία φορά την εβδομάδα και ακολουθούσαν τη ζωή και το παράδειγμα των πατέρων και ασκητών της εποχής τους το πνεύμα των οποίων πέρασε σ’ αυτούς και με τη διδασκαλία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
Από το μικρό σπιτάκι τους δεν έβγαιναν παρά μόνο όταν είχαν απόλυτη ανάγκη και όταν η αγάπη προς τον πλησίον τους, υποχρέωνε σε διακονία και προσφορά. Έτσι ο Θεοχάρης δίδασκε τα πρώτα γράμματα στα Αρτηνόπουλα στο μικρό και χαριτωμένο εκκλησάκι της Παναγίας της Κασσοπίτρας (Κασσιόπης) μέχρι το 1818 μ.Χ. Εκεί δεν τους μάθαινε μόνο ξερά γράμματα και δεν τους μετέδιδε μονάχα στείρες γνώσεις αλλά έπλαθε κυρίως την ψυχή τους ποτίζοντάς τα με το καθάριο νερό της πίστεως και του Ευαγγελίου και ανάβοντας μέσα τους την αγάπη προς την έρμη και δούλα πατρίδα. Δεν είναι τυχαίο ότι απ΄αυτόν τον δάσκαλο βγαίνει σπουδαίος μαθητής, ο εθνεγέρτης και αρχηγός της Φιλικής Ετερείας, ο εκ Κομποτίου Νικόλαος Σκουφάς. Αλήθεια ποιος μπορεί να μετρήσει τους παλμούς της καρδιάς δασκάλου και μαθητή μέσα στη διαδικασία μετάγγισης ζωής; Ποιος μπορεί να σκιαγραφήσει, έστω και κατ΄ολίγον, τι συνέβαινε στην ψυχή του νεαρού Σκουφά, ακούγοντας το φλογερό δάσκαλο;
Σημαντικό το έργο του οσίου Θεοχάρη και μεγάλη η πνευματική ωφέλεια του Αρτηνού λαού από τις θεόπνευστες επίσης ομιλίες του στο μονύδριο των Αγίων Αναργύρων.
Ο Όσιος Θεοχάρης προσέφερε αφιλοκερδώς και ακούραστα τις υπηρεσίες του στην Μητρόπολη Άρτης όταν Αρχιερατικός επίτροπος ήταν ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Θεοτοκίου Βενέδικτος «ο μεγαλοπρεπής και ελεήμων». Ο Βενέδικτος εκτιμώντας την μεγάλη αυτή και αγία προσωπικότητα τον κάλεσε να εργαστεί ως γραμματέας του. Ο Θεοχάρης παρά το φόρτο και τον κόπο της εργασίας αυτής ουδέποτε παραπονέθηκε και αρνήθηκε κάτι, παρά μόνο σε περιπτώσεις διαζυγίου, αφωρισμού και τιμωρίας ιερέα. Η αγία του ψυχή και η συνείδησή του δεν το άντεχε, γι’ αυτό προσποιούνταν τον άρρωστο και κατέφευγε στο αγαπητό του κελλί όπου έβρισκε παρηγοριά στην προσευχή του Ιησού και στις πολυάριθμες μετάνοιες.
Ο Βενέδικτος μετά από πολλές παρακλήσεις του Αγίου, κατάλαβε ότι ο Θεοχάρης δεν ήταν γι’ αυτή τη δουλειά και τον απάλλαξε από τα καθήκοντά του δίνοντας το χρόνο όλο για προσευχή και μελέτη του λόγου του Θεού και των αγίων Πατέρων.
Στην ασκητική αυτή πορεία, συνοδοιπόρος και συνασκητής ο άγιος Απόστολος αδελφός κατά σάρκα και πνεύμα του Οσίου Θεοχάρη.
Οι Αυτάδελφοι όσιοι αγάπησαν πλήρως τώρα τον μονήρη βίο. Μόνο ο Απόστολος έβγαινε από το μικρό ασκηταριό που βρίσκονταν στην καρδιά της πόλης για να ψωνίσει τα αναγκαία και να καλλιεργήσει το μικρό αμπέλι τους.
Αναφέρεται επίσης ότι οι άγιοι είχαν δύο στάμνες (πήλινα δοχεία) για νερό. Κατά τη νύκτα πήγαιναν τη μία στάμνα στο πηγάδι που τη γέμιζαν οι γυναίκες την ημέρα. Το βράδυ πήγαινε ένας απ΄αυτούς την έπαιρνε και άφηνε για γέμισμα την άλλη στάμνα. Κι αυτό το έκαμαν γιατί ήταν εραστές της ησυχίας και της προσευχής. Με αυτή τους τη στάση και προσευχή συμπαραστάθηκαν δυναμικά στο λαό της πόλης κατά τη διάρκεια των μεγάλων και θανατηφόρων επιδημιών πανώλης (πανούκλας) που ενέσκυψαν στην Άρτα, η πρώτη στις 2 Μαΐου του 1816 μ.Χ. και η δεύτερη το 1823 μ.Χ.
Οι δύο αδελφοί δεν απομακρύνθηκαν από την πόλη αλλά νυχθημερόν κλεισμένοι στο ερημητήριό τους προσεύχονταν μέχρι που ο Θεός και διά πρεσβειών του Αγίου Βησσαρίωνος, του οποίου την κάρα έφεραν και λιτάνευσαν οι Αρτηνοί, απομάκρυναν το θανατικό και ο λαός ξαναγύρισε στα σπίτια τους. Με τη στάση τους αυτοί οι άγιοι αυτάδελφοι έδωσαν δύναμη και κουράγιο στους κατοίκους της πόλης οι οποίοι πλέον με πολύ σεβασμό τιμούσαν αυτούς.
Οσίας και φιλόθεας ζωής και το τέλος οσιακό και ειρηνικό έρχεται.
Ο Θεοχάρης προγνωρίζει την ώρα του θανάτου και παρακαλεί τον αυτάδελφό του και συναθλητή Απόστολο να ειδοποιήσει τον ιερέα να έλθει να τον κοινωνήσει την δωδεκάτη μεσημβρινή ώρα της Μεγάλης Παρασκευής. Ο ιερέας με θλίψη και σεβασμό έρχεται στο μικρό σπιτάκι όπου ο όσιος Θεοχάρης με ιδιαίτερη ευλάβεια κοινωνεί για τελευταία φορά τα Άχραντα Μυστήρια. Μετά δίνει τις τελευταίες οδηγίες και επιθυμίες στον «ἁπλοῦν καὶ ἀκέραιον τῇ ψυχῇ Ἀπόστολον».
Τον παρακαλεί πρώτα πρώτα να συνεχίσει με τον ίδιο ζήλο την ίδια φιλόθεη και φιλάνθρωπη ασκητική ζωή. Επιθυμία του είναι στην κηδεία του να παραστεί ο Μητροπολίτης Άρτης, να ενταφιασθεί στον ναό των Αγίων Αναργύρων και ουδέποτε να γίνει ανακομιδή των λειψάνων του. Την οικεία του τέλος δωρίζει στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας όπου εφημέρευε ο πατέρας του και όπου εκεί ο ίδιος είχε τις πρώτες και σημαντικές πνευματικές εμπειρίες.
Η αγγελία του θανάτου του την Μεγάλη Παρασκευή του 1828 μ.Χ. προκάλεσε οδύνη και θλίψη στον αρτηνό λαό που με σεβασμό και ευλάβεια έτρεξαν άπαντες στην εξόδιο ακολουθία του στην οποία χοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Άρτης Νεόφυτος. Ο Νεόφυτος με λόγια απλά και συγκινητικά εκφώνησε επικήδειο λόγο, ανέφερε τις αρετές, την πίστη και την ασκητική ζωή του Θεοχάρους και προέτρεψε τους πιστούς να μιμηθούν την αγία του ζωή. Ο ίδιος ευχήθηκε για τον εαυτό του να τύχει τέτοιας μεγάλης ευλογίας και να πεθάνει τέτοια μεγάλη μέρα. Πραγματικά την άλλη χρονιά, το 1829 μ.Χ., την Μεγάλη Παρασκευή εξεδήμησε προς Κύριον και ο σεμνός αυτός Ιεράρχης.
Στην κηδεία του Οσίου συνέβησαν «εξαίσια και μεγάλα θαύματα». Οι τέσσερις λαμπάδες του νεκροκρέβατου κατά την νεκρική πομπή ενώ ήταν σβησμένες, άναψαν, και άρρητη ευωδία σκόρπισε το άγιο σκήνωμά του. Η ευωδία αυτή πλημμύρισε και το ναό των αγίων Αναργύρων αλλά και το μικρό σπιτάκι που ζούσε ο Άγιος. Άλλη μαρτυρία επίσης αναφέρει, ότι κατά την ώρα της εξοδίου ακολουθίας, άναψαν από μόνα τους τα κεριά του πολυελαίου των Αγίων Αναργύρων, θαύμα και πιστοποίηση από το Θεό της αγίας και φωτεινής ζωής του.
Ο Άγιος ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο των Αγίων Αναργύρων, στο χώρο μπροστά από την είσοδο της νότιας πλευράς του ναού.
Κατά το 1866 μ.Χ. όταν ηγούμενος του μονυδρίου ιερομόναχος Κορνήλιος, ανακαίνισε το μονύδριο, βρήκε στο χώρο αυτό κάτω από μια πλάκα σκεπασμένη την «χαριτόβρυτον αὐτοῦ κάραν πνέουσαν ἄρρητον εὐωδίαν». Αφού την προσκύνησε ευλαβικά την κάλυψε όπως αρχικά ήταν, σεβόμενος την επιθυμία του Αγίου. Έτσι ο χώρος της ταφής του αγίου παραμένει μέχρι σήμερα απείρακτος.
Ο Απόστολος συνέχισε να ζει σύμφωνα με τις τελευταίες υποθήκες του μεγαλυτέρου αδελφού του. Μοναχικά, ασκητικά, φιλάνθρωπα και εκκλησιαστικά. Καθημερινά φρόντιζε να συμπαρίσταται στους πάσχοντας συναθρώπους και η ελεημοσύνη προς όλους ήταν υποδειγματική. Κοντά του οι κατατρεγμένοι, τα ορφανά και οι φτωχοί έβρισκαν παρηγοριά και ελπίδα.
Δεκαεπτά χρόνια ζει μετά την κοίμηση του αγίου αυταδέλφου του Θεοχάρη, κοντά στον άλλο τους αδελφό Κωνσταντίνο την ίδια θεοφιλή ζωή.
Όταν και ο ίδιος προείδε το τέλος του παρακάλεσε τον αδελφό του να ταφεί χωρίς τιμές στο κοιμητήριο της Αγίας Σοφίας. Πραγματικά όταν παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο κατά το έτος 1845 μ.Χ., το λέιψανό του ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Σοφίας στο χώρο πίσω από το ιερό Βήμα του ναού. Τρεις μέρες μετά το θάνατο του Οσίου Αποστόλου ευσεβείς γυναίκες πήγαν στον τάφο – όπως είναι συνήθεια μέχρι σήμερα – να ρίξουν νερό και να τον καλλωπίσουν. Έκπληκτες βρέθηκαν μπροστά σ΄ένα απρόσμενο θέαμα. Βρήκαν «ἐκφυὲν εἰς τὸ μέσον τοῦ τάφου πρωτοφανὲς θαυμάσιον ἄνθος ἐκπέμπον ἄρρητον εὐωδίαν», πράγμα που φανέρωνε εκ Θεού την αγιότητα του οσίου Αποστόλου.
Η μνήμη των οσίων αυταδέλφων παρέμεινε ανεξάληπτη στους κατοίκους της πόλεως της Άρτας οι οποίοι από την ημέρα του θανάτου τους, τους τιμούσαν ως Αγίους μνημονεύοντάς τους κατά την Τετάρτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος (Πάσχα).
Με τις ενέργειες του αειμνήστου ιερέως Σταύρου Παπαχρήστου, Εφημερίου του ιερού ναού της Αγίας Σοφίας, καθιερώθηκε επίσημα η γιορτή τους.
Η μνήμη τους σήμερα τελείται πάνδημα και μεγαλόπρεπα την Κυριακή των Μυροφόρων στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας.

ΌΣΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ο ΝΕΟΣ
Ο Όσιος Αντώνιος καταγόταν από ευσεβείς και πλούσιους γονείς και έζησε κατά τον 9ο μ.Χ. αιώνα. Νέος ακόμα, έγινε μοναχός στην σκήτη της Βέροιας, κοντά στην κοιλάδα του ποταμού Αλιάκμονα. Οι πνευματικοί του αγώνες κράτησαν είκοσι χρόνια στην σκήτη. Πνευματικά ώριμος, με την ευχή του ηγουμένου της Σκήτης, αποσύρθηκε σε σπήλαιο, όπου έζησε ακόμα πενήντα τέσσερα χρόνια ασκητικών γυμνασμάτων. Η Εκκλησία τιμώντας τον θεώρησε Μέγα και γι’ αυτό τον ονόμασε Νέο σε σχέση με τον παλαιότερο διδάσκαλο της ερήμου Άγιο Αντώνιο τον Μέγα. Ο Όσιος Αντώνιος κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία 94 ετών.
Μοναδικές απολαύσεις του ήταν η εγκράτεια και η εξαντλητική νηστεία, με την οποία κατανικούσε τα πάθη του σώματος. Έτρωγε μόνο μία φορά την εβδομάδα τα λίγα χόρτα που φύτρωναν γύρω από το σπήλαιό του, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό την υπερηφάνεια, με την οποία προσπαθούσε ο διάβολος να τον παρασύρει στην πτώση.
Προσπαθώντας λοιπόν ο πονηρός να πραγματοποιήσει τον στόχο του εμφανιζόταν στον όσιο πολλές φορές, άλλες φορές για να τον τρομάξει και να σταματήσει τους πνευματικούς του αγώνες και άλλοτε καλοπιάνοντάς τον και επαινώντας τον για να τον ρίξει στην υπερηφάνεια. Έτσι λοιπόν μία φορά, ο διάβολος εμφανίστηκε και πάλι κατά τη διάρκεια της νύκτας μέσα στο σπήλαιο που έμενε ο όσιος, ως άγγελος φωτός επαινώντας τον για τις αρετές του. Έχοντας πείρα ο όσιος από τις πονηρίες του διαβόλου τον απέκρουσε για πολλοστή φορά, κι ενώ αυτός διαλυόταν με ισχυρό θόρυβο, θείο φως κάλυψε τον όσιο και πλημμύρισε το σπήλαιο. Η χάρη του Θεού σκέπασε από τότε τον εκλεκτό ασκητή και η φήμη του διαδόθηκε τόσο πολύ, ώστε πλήθη λαού προσέτρεχαν προς αυτόν για να απολαύσουν την ευλογία του.
Ο όσιος όμως επιθυμούσε και επεδίωκε να απολαύσει την απόλυτη ησυχία, αυτή που ανεβάζει τον άνθρωπο προς τον Θεό. Θέλοντας, λοιπόν, να αποφύγει τους πολλούς επισκέπτες που του στερούσαν την γλυκύτητα της ησυχίας και της απρόσκοπτης αφοσιώσεως στον Θεό, εγκατέλειψε το σπήλαιό του και αποσύρθηκε σε έναν ερημικό τόπο κοντά στο ποτάμι. Εκεί ζούσε μέσα στις λόχμες υπομένοντας για χάρη του Θεού τον καύσωνα της ημέρας και το ψύχος της νύκτας.
Η ταλαιπωρία της μακροχρόνιας και αυστηρής ασκήσεως τον καταπόνησαν τόσο, ώστε αναγκάσθηκε να επιστρέψει στο σπήλαιο, στο οποίο είχε ζήσει τα πρώτα χρόνια, και εκεί δεχόταν μέχρι τα βαθιά του γηρατειά τις επισκέψεις των πιστών.
Όταν κατάλαβε ότι εγγίζει το τέλος του, λίγο πριν από την εορτή των Χριστουγέννων, παρακάλεσε τους ευσεβείς χριστιανούς που τον επισκέπτονταν να τον αφήσουν μόνο του και ειδοποίησε έναν ιερέα, για να του μεταδώσει τα άχραντα μυστήρια για τελευταία φορά ως εφόδιο Ζωής Αιωνίου.
Την πρώτη Ιανουαρίου ξάπλωσε στο έδαφος και αφού έψαλε επίκαιρους ύμνους, σταύρωσε τα χέρια του και παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού.
Δεκαέξι ημέρες παρέμεινε ο όσιος νεκρός μέσα στο σπήλαιο και μία υπερφυσική λυχνία έκαιε πάνω από το λείψανό του, μέχρις ότου ένας πλούσιος Βεροιεύς ανέβηκε με μεγάλη συνοδεία στο βουνό, όπου ήταν το σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, για να κυνηγήσει. Οδηγούμενοι από τα γαυγίσματα των σκύλων και από ένα χέρι που φαινόταν επάνω από το σπήλαιο και τους καλούσε προς το μέρος του, ανακάλυψαν οι κυνηγοί τον όσιο πλημμυρισμένο από το θείο φως, αλώβητο και γεμάτο από ευωδία.
Κάποιοι από τους κυνηγούς ειδοποίησαν τότε τον αρχιερέα της πόλης, ο οποίος συγκέντρωσε κλήρο και λαό και με λαμπάδες και μύρα έφθασαν στο σπήλαιο. Επειδή υπήρχε διαφωνία για το που θα έπρεπε να ενταφιαστεί, το τίμιο λείψανό του το τοποθέτησαν πάνω σε ένα κάρο το οποίο το σέρνανε βόδια και το άφησαν ελεύθερο ώστε ο άγιος να αποφασίσει που θέλει να ενταφιαστεί.
Έτσι λοιπόν άρχισε το κάρο αυτό με το λείψανο του αγίου να περιδιαβαίνει τα πλησιόχωρα χωριά της Βέροιας (Κουλούρα, Διαβατός, Ραψομανίκη, Ξεχασμένη, Σταυρός) τα ονόματα των οποίων σχετίζονται με το πέρασμα του αγίου.
Το κάρο τελικά σταμάτησε στον προαύλιο χώρο του ιερού ναού Παναγίας Καμαριωτίσσης στην Βέροια, εκεί που βρισκόταν και η πατρική οικία του οσίου Αντωνίου (στην μουριά). Εκεί λοιπόν ο όσιος πατήρ ημών Αντώνιος ο Νέος ετάφη. Μετά την ανακομιδή του λειψάνου του, τοποθετήθηκε σε λάρνακα μέσα στον ιερό ναό Παναγίας Καμαριωτίσσης όπου άρχισε να τιμάται ο όσιος ως πολιούχος της Βέροιας. Κατά τα μέσα του 19ου μ.Χ. αιώνα στην θέση του ναού της Παναγίας Καμαριωτίσσης η ευσέβεια των Βεροιέων ανήγειρε τον περιφανή ναό του Οσίου Αντωνίου του Νέου.
Η μνήμη του εορτάζεται την 17η Ιανουαρίου και την 1η Αυγούστου.

ΌΣΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΝΑΟΥΣΗΣ
Ο Όσιος Θεοφάνης γεννήθηκε στα Ιωάννινα, στις αρχές του 16ου αιώνα μ.Χ. Από νέος έφυγε για το Άγιον Όρος και κατατάχθηκε στην συνοδεία της Μονής του Δοχειαρίου, από τα πρώτα παραθαλάσσια μοναστήρια που αντικρίζει κανείς.
Διατηρώντας όσο περισσότερο μπορούσε καθαρό τον νου του από τις διαστροφές του δαίμονα, γλύκανε την ψυχή του με την Χάρη του Θεού, μεριμνώντας περισσότερο πως να σώσει την ψυχή του, παρά το τι θα φάει και θα πιει. Κι η αρετή αυτή που σχεδόν πάντα, όσο αποζητάς να κρυφτείς τόσο σε φανερώνει, τον φανέρωσε στους αδελφούς που τον κατέστησαν ηγούμενό τους μετά την κοίμηση του προηγουμένου γέροντά τους. Ο Άγιος τούτος, και σαν ηγούμενος, έλαμπε λες, από την εφαρμογή της αρετής και του θείου θελήματος. Πιστός στη δικαιοσύνη και την στοργική πατρική αγάπη πρός όλα τα τέκνα που του έδωσε ο Θεός για να τα βάλει στον Παράδεισο!
Σε κάποια από εκείνα τα ευλογημένα χρόνια, η αδελφή του Αγίου, έστειλε γράμμα διηγούμενη τη συμφορά που την βρήκε. Οι Τούρκοι είχαν αρπάξει τον γιό της και τον είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό βέβαια να τον κάνουν γενίτσαρο. Τότε ο Άγιος, ανησυχώντας για τον ανιψιό του, μπήκε στον κόπο και πήγε στην Πόλη. Πράγματι εκεί τον βρήκε, ευτυχώς προτού τον αλλαξοπιστήσουν. Έκαμε μεγάλες προσπάθειες και τελικά κατόρθωσε να τον ελευθερώσει και να τον πάρει μαζί του.
Έτσι γύρισαν στο Άγιον Όρος και αφού κράτησε τον ανιψιό του σε δοκιμασία, τον κούρεψε μοναχό. Η αδελφότητα της Μονής έδειχνε να ενοχλείται για τον ανιψιό του Αγίου, φοβούμενοι πως οι Τούρκοι θα έκαναν εκδίκηση. Έτσι ξεκίνησε διχόνοια στη συνοδεία, μισοί το αφήναν στο θέλημα του Θεού κι άλλοι μισοί φοβόντουσαν τους Τούρκους! Ο Άγιος αποφάσισε να βάλει τέλος στο πρόβλημα. Πήρε τον ανιψιό του κι έφυγαν για τη Θεσσαλονίκη κι από ‘κεί στη Βέροια, πιθανότατα με σκοπό να πάνε στα Γιάννενα, απ’ όπου κατάγονταν.
Στη Βέροια συγκινήθηκαν με όσα άκουσαν για τη Σκήτη κι αποφάσισαν να την επισκεφτούν. Διέμειναν στην Μονή του Προδρόμου, και καθώς ευαρεστήθηκαν, αποφάσισαν να μείνουν. Έγιναν γρήγορα αγαπητοί, Έτσι που τους δέχθηκαν οι πατέρες και σύντομα τους έδωσαν ευλογία να κτίσουν ένα κάθισμα – δηλαδή μονύδριο – κοντά τους για να τους απολαμβάνουν και να ωφελούνται πνευματικά. Δέκα λεπτά πιο χαμηλά, από τη Μονή Προδρόμου προς το ποτάμι, έκτισε ο Άγιος Θεοφάνης το κάθισμα στο όνομα της Παναγίας. Μαζί του βρισκόταν κι ο ανεψιός του, αλλά σύντομα μαζεύτηκαν κι άλλοι υποτακτικοί. Επειδή είχαν αυξηθεί αρκετά, έπρεπε να βρουν κάποιο μεγαλύτερο χώρο να στεγαστούν. Η Σκήτη όμως της Βέροιας ήταν γεμάτη – 50 αδελφότητες κοσμούσαν την κοιλάδα και όλα τα σημεία ήταν κατειλημμένα.
Ο Άγιος διαπίστωσε πως υπάρχει κατάλληλο μέρος κοντά στη Νάουσα και πηγαίνοντας εκεί ανέγειρε την Μονή των Ταξιαρχών. Πηγαινοέρχονταν μια στη Σκήτη μια στη Νάουσα. Κατά το κτίσιμο, ο πρωτομάστορας δεν ενέκρινε τον τόπο οικοδομής της Μονής. Αλλά ο Άγιος ζήτησε σημάδι από τους Αρχαγγέλους και το έλαβε. Τοποθέτησαν τα σχέδια σ’ ένα σημείο κι είπαν πως όπου τα μεταθέσουν οι Αρχάγγελοι, εκεί να κτισθεί και το μοναστήρι. Κι όντως τα σχέδια βρέθηκαν στο σημείο που πρότεινε ο Άγιος Θεοφάνης. Μιαν άλλη φορά μια αρκούδα κατασπάραξε το γαϊδουράκι που κουβαλούσε τα υλικά για το κτίσιμο. Κι ο Άγιος, τόσο σπουδαίος ήταν, έζεψε την αρκούδα στη θέση του υποζυγίου. Ενόσω ο Άγιος έκτιζε το μοναστήρι, είχε χειροθετήσει ηγούμενο στην Μονή του Προδρόμου τον ανεψιό του.
Έτσι πέρασε τα επόμενα χρόνια της ζωής του πάντα πηγαινοερχόμενος στη Σκήτη και στην Μονή των Αρχαγγέλων της Νάουσας. Όταν γέρασε αρκετά, απομονώθηκε στο κάθισμα της Παναγίας στη Σκήτη. Εκεί εξέπνευσε από τον μάταιο τούτο και απατηλό κόσμο και ανήλθε πανηγυρικά στα Ουράνια στις 19 Αυγούστου και ετάφη κατά τα έθη της μοναχικής τάξεως. Μετά την εκταφή του κι έχοντας, οι Πατέρες, βεβαιότητα για την οσιότητά του βίου του, εκόσμησαν την κάρα του με αργυρή περίτεχνη θήκη και την τοποθέτησαν μαζί με τα άλλα ιερά λείψανα της Μονής του Προδρόμου. Τα υπόλοιπα οστά ξανατάφηκαν και επάνω τους κατασκευάστηκε ένα προσκυνηματικό μνημείο.
Όταν μετά από αιώνες οι Τούρκοι κατέστρεψαν τη Σκήτη, γκρεμίστηκε το κάθισμα της Παναγίας, αλλά και το μνήμα του Αγίου παραχώθηκε μέσ’ τα συντρίμμια. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, η κάρα του Αγίου κλάπηκε από Ναουσαίους που ήθελαν να την έχουν στη πόλη τους. Το μνήμα του Αγίου ανοίχθηκε το 1926 μ.Χ. και τα οστά του (περίπου 60 τμήματα) τοποθετήθηκαν στο Άγιο Βήμα της Μονής Προδρόμου. Σήμερα σώζονται μόνον λίγα τεμάχια.
ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ
Ο Άγιος ιερομάρτυρας Αρσένιος Βεροίας έζησε τον 14ο προς 15ο αιώνα μ.Χ. Στην πολιορκία της πόλης της Βέροιας συνελήφθει να λειτουργεί στην Παλαιά Μητρόπολη, που σώζεται ακόμη και σήμερα, και σφαγιάσθηκε ή απαγχονίστηκε.
Η μνήμη του στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας έπεσε σε λήθη, έως ότου ο ιστορικός της Βέροιας Χιονίδης Γεώργιος βρήκε στα Μετέωρα μια φυλλάδα με ακολουθία προς αυτόν. Πιο μπροστά τιμώνταν μεν ο Άγιος με άγνωστο όνομα ή κατά συγκατάβαση με το όνομα Καλλίνικος, από επιθυμία του Μητροπολίτου Βεροίας κ. Καλλινίκου Χαραλαμπάκη. Το σπουδαίο που αναφέρεται στην ακολουθία του Αγίου Αρσενίου είναι ότι τάφηκε στο ναό του Μεγαλομάρτυρος και εικάζεται πως το άγιο λείψανό του βρίσκεται στο ναό του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου της περιοχής του νέου Μητροπολιτικού ναού.
Η μνήμη του τιμάται στο Μητροπολιτικό ναό Βεροίας στις 28 Μαΐου.

ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΒΕΡΟΙΕΥΣ
Ο Άγιος Νικόδημος καταγόταν από πλούσια και αρχοντική οικογένεια της Βέροιας. Έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου και ασκήτευσε στη μονή Φιλοκάλλους στη Θεσσαλονίκη.
Ο Άγιος βοηθούσε τις πόρνες να ξεφύγουν από την αμαρτία και για το λόγο αυτό βρισκόταν τακτικά στα καταγώγια όπου εργάζονταν. Οι μοναχοί της Μονής του δεν αντιλαμβάνονταν την πνευματική του καλλιέργεια και του συμπεριφέρονταν ως μέθυσο και πόρνο. Οι προαγωγοί των πορνών των φθόνησαν για την πνευματική του εργασία και τον μαχαίρωσαν. Αιμόφυρτος μεταφέρθηκε στη Μονή όπου δεν του επετράπη η είσοδος και ξεψύχησε προ των πυλών. Το σώμα του ρίχθηκε σε μέρος δυσώδες.
Μετά παρέλευση δεκαετίας ανέβλυσε μύρο και τότε διαπιστώθηκε η αγιότης του. Όταν ηγουμένευσε στη Μονό, ο μαθητής του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, ο Όσιος Φιλόθεος ο Κόκκινος (βλέπε 11 Οκτωβρίου), συνέγραψε το βίο του. Οι αλλεπάλληλες καταστροφές των τόπων δε διέσωσαν το λείψανό του, αλλά ούτε και την ακριβή θέση της Μονής Φιλοκάλλους. Η μνήμη του Αγίου μετά την ανάσυρση από τη λήθη των αγώνων του τοποθετήθηκε από τον Μητροπολίτη Βεροίας κ. Παύλο Γιαννικόπουλο στις 24 Νοεμβρίου, επέτειο χειροτονίας εις αρχιερέα του μακαριστού επισκόπου.

ΑΓΙΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ Ο ΒΕΡΟΙΕΥΣ
Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Τιμόθεος συναριθμείται και αυτός μαζί με τους μοναχούς Βενέδικτο, Συνέσιο και Παύλο της ιεράς μονής Κωνσταμονίτου που μαρτύρησαν στις 12 Ιουνίου (βλέπε ίδια ημέρα). Εκτενείς πληροφορίες για το βίο και το μαρτύριο του Οσιομάρτυρα Τιμοθέου μας παραθέτει ο μοναχός Δοσίθεος Κωνσταμονίτης στο έργο του «Νέον Υπόμνημα των νεοφανών Ιερομαρτύρων και Οσιομαρτύρων».
Ο Οσιομάρτυς Τιμόθεος καταγόταν από τα χωριά της Βεροίας και συγκεκριμένα την περιοχή που υπαγόταν εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία του Μητροπολίτου Βεροίας, όπως παραθέτει χαρακτηριστικά ο βιογράφος Δοσίθεος Κωνσταμονίτης. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε είναι εξαιρετικά λιγοστές. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι, όταν ο Τιμόθεος ήταν νέος, νυμφεύθηκε. Μετά το θάνατο όμως της συζύγου του, ήλθε στο Άγιον Όρος και τα κελλιά των Καρυών. Επέλεξε τη μονή Κωνσταμονίτου, όπου όμως ο κοινοβιακός βίος της αδελφότητος ήταν σκληρός και εκεί τελικά εκάρη μοναχός και έζησε στην ησυχία για αρκετό χρονικό διάστημα.
Όταν ο Τιμόθεος συνελήφθη μαζί με τους άλλους πατέρες της Μονής και οδηγήθηκε με τη βία στη Θεσσαλονίκη, όπου φυλακίσθηκε, ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία (πάνω από εξήντα ετών). Βασανίσθηκε και μαρτύρησε επί Ρουμπούτ πασά, πιθανώς το 1822 μ.Χ. Έτσι αξιώθηκε του στεφάνου του μαρτυρίου.

ΑΓΙΟΣ ΘΕΩΝΑΣ
Ο Άγιος Θεωνάς Α’, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, μαθητής του Αγίου Ιακώβου του Νεομάρτυρα, «τίνα μὲν εἶχε πατρίδα ἐπὶ τὴ γῆ, ἢ τίνας γονεῖς, ἢ μὲ ποὶον τρόπον ἐγένετο ἀρχιερεὺς τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ ἱστορίαν ἔγγραφον ἢ παραδοσὶν τινά, δὲν ἐμάθομεν» μαρτυρεί ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, συγγραφέας του Βίου του Αγίου. Μια παράδοση θέλει τον Άγιο Θεωνά Μυτιληναίο και γι’ αυτό πολλοί νεότεροι ερευνητές τον αποκαλούν Λέσβιο, είτε γιατί καταγόταν από την Λέσβο, είτε γιατί παρέμεινε εκεί ως πνευματικός, στο Πλωμάρι.
Ο Άγιος Θωνάς ίσως να γεννήθηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του 15ου αιώνα μ.Χ. Αγνοούνται όλα τα σχετικά με την ζωή του πριν από την μετάβασή του στο Άγιον Όρος. Κατ’ αρχήν ασκήτεψε στη Μονή Παντοκράτορος, ως Πρεσβύτερος. Αργότερα όμως εγκατέλειψε, για να συγκαταριθμηθεί στη συνοδεία του Αγίου Ιακώβου του Νεομάρτυρα (τιμάται 1 Νοεμβρίου), ο οποίος μόναζε σε μία τοποθεσία πάνω από τη Μονή Ιβήρων, στο μονύδριο του Τιμίου Προδρόμου. Κατά το έτος 1518 μ.Χ. ο Άγιος Ιάκωβος με την συνοδεία έξι μαθητών του, μεταξύ αυτών και του Θεωνά, εγκατέλειψε την Σκήτη του Προδρόμου και κατέφυγε στα ενδότερα του Άθωνος, αλλά μετά από μία οπτασία ο Γέροντας αποφάσισε να εξέλθουν από το Άγιον Όρος. Έτσι την Παρασκευή της Διακαινησίμου του έτους 1518 μ.Χ., ο Άγιος Ιάκωβος και η συνοδεία του εγκατέλειψαν το Άγιον Όρος. Αφού διήλθαν από την περιοχή της Θεσσαλονίκης και ακολούθησαν την οδό προς την Θεσσαλία, πέρασαν από το κάστρο της Πέτρας (Πλαταμώνος) και τα Μετέωρα και εγκαταστάθηκαν στη μονή του Τιμίου Προδρόμου, στη Δερβεκίστα (Ανάληψη) της Αιτωλίας, όπου και διέμειναν επί ένα έτος.
Ο Άγιος Θεωνάς ήταν ο πιστότερος και καλύτερος μαθητής του Ιακώβου. Για τον λόγο αυτό εστάλη προς τον Επίσκοπο Άρτας, Ακάκιο, προκειμένου να εξασφαλίσει ενταλτήριο γράμμα για την απρόσκοπτη πνευματική εργασία στους Χριστιανούς της περιοχής. Επειδή όμως ο Άγιο Ιάκωβος σύντομα κατέστη λαοφιλής και σημειοφόρος, ο Επίσκοπος Άρτας Ακάκιος τον φθόνησε. Έτσι αποδέχθηκε τις συκοφαντίες κάποιων ψευδομοναχών και διέβαλε τον Άγιο Ιάκωβο στους Τούρκους ως επαναστάτη. Ο μπέης των Τρικάλων απέστειλε στρατιώτες, οι οποίοι συνέλαβαν τον Ιάκωβο και δύο μαθητές του, τον διάκονο Ιάκωβο και τον μοναχό Διονύσιο και τους μετέφεραν στα Τρίκαλα, όπου παρέμειναν στη φυλακή για σαράντα ημέρες. Εκεί επισκέφθηκαν τον Ιάκωβο και δύο άλλοι μαθητές του, ο Θεωνάς και ο Μαρκιανός και τον ρώτησαν για την τύχη της μονής και των αδελφών μετά τον θάνατό του. Τότε ο Ιάκωβος προφήτευσε ότι αυτοί θα εγκαταλείψουν τη μονή και θα συγκεντρωθούν σε κάποιο μοναστήρι κοντά στην Θεσσαλονίκη. Απέστειλε μάλιστα και επιστολή στους μαθητές του, με την οποία όριζε τον Άγιο Θεωνά ως διάδοχο και ηγούμενο της μονής Προδρόμου.
Την 1η Νοεμβρίου του έτους 1519 μ.Χ. ο Άγιος Ιάκωβος και οι δύο μαθητές του, Ιάκωβος και Διονύσιος, αφού βασανίσθηκαν φρικτά στο Διδυμότειχο και στην Αδριανούπολη αντίστοιχα, απαγχονίστηκαν. Τα ιερά σκηνώματα των τριών Νεομαρτύρων αγοράσθηκαν από τους Χριστιανούς και ενταφιάσθηκαν στο χωριό Αρβανιτοχώρι, πέντε χιλιόμετρα έξω από την Αδριανούπολη.
Σύμφωνα με την προφητεία του Αγίου Ιακώβου, μετά τον θάνατό του, ο Άγιος Θεωνάς και η συνοδεία της Δερβεκίστας εγκατέλειψαν το επόμενο έτος τη μονή και μετέβησαν στο Άγιον Όρος, στη μονή της Σιμωνόπετρας. Από κάποιο Αρτινό ιερέα πληροφορήθηκαν για τους τάφους των Αγίων και φρόντισαν για την ανακομιδή των ιερών λειψάνων τους. Μετά από λίγο, το έτος 1522 μ.Χ., «οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἁγίου καὶ διὰ τὴν ἔνδειαν τῶν ἀναγκαίων, καὶ μᾶλλον διὰ τὴν προφητείαν τοῦ Ἁγίου ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν Σιμωνόπετραν», μαζί με τα άγια λείψανα των τριών Νεομαρτύρων και ήλθαν στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Εγκαταστάθηκαν στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας, «τὸ ὁποῖον ἦτο τότε, μονύδριον μικρότατον, παλαιότατον καὶ σεσαθρωμένον, ἀνοικοδόμησαν ἐκ βάθρων καὶ ἱκανὰ κελλία ἔκτισαν διὰ τοὺς ἀδελφούς, χάριτι Θεοῦ συνήχθησαν ἕως ἑκατὸν πεντήκοντα ἀδελφοί, οἵτινες διῆγον κοινοβιακὴν ζωήν».
Ως ηγούμενος της μονής της Αγίας Αναστασίας μαρτυρείται ο Άγιος Θεωνάς σε διάφορες πηγές, μέχρι το 1535 μ.Χ. Η ανάρρηση του Αγίου στο μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης θα πρέπει να συνέβη μετά το έτος αυτό, διότι μέχρι το 1535 μ.Χ. Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ήταν ο Ιωάσαφ και σε έγγραφο του έτους 1538 μ.Χ. αναφέρεται ο Άγιος Θεωνάς ως Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
Η παρουσία του Αγίου στο θρόνο της Θεσσαλονίκης δεν ήταν πολύχρονη, διότι μαρτυρείται ως Μητροπολίτης το Μάιο του 1541 μ.Χ., ενώ τον Απρίλιο του 1542 μ.Χ. αναφέρεται ως κεκοιμημένος πλέον. Συνεπώς θα πρέπει αν κοιμήθηκε περί τα μέσα του έτους 1541 μ.Χ.
Το ιερό λείψανο του Αγίου Θεωνά, αμέσως μετά την κοίμησή του, μεταφέρθηκε με τρόπο θαυμαστό και ενταφιάσθηκε στη μονή της Αγίας Αναστασίας. Το έτος 1821 μ.Χ. μεταφέρθηκε στη Σκόπελο και από εκεί στη μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους και εκ νέου στη μονή της Αγίας Αναστασίας, όπου φυλάσσεται με ευλάβεια μέχρι σήμερα. Η μνήμη του στη μονή της Αγίας Αναστασίας εορτάζεται την Δ’ Κυριακή των Νηστειών.

ΟΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΤΕΩΡΙΤΗΣ
Ο Όσιος Αθανάσιος, κατά κόσμον Ανδρόνικος, γεννήθηκε στη Νέα Πάτρα, τη σημερινή Υπάτη, κοντά στο όρος Μολύβιον, το 1305 μ.Χ. (ή σύμφωνα με άλλες πηγές το 1303 μ.Χ.) από γονείς επιφανείς και πλούσιους. Μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα και παραδόθηκε στην επιμέλεια του θείου του. Αλλά όταν κατέλαβαν την πατρίδα του οι Φράγκοι το 1319 μ.Χ., αναχώρησε στη Θεσσαλονίκη και από ‘κει στο Άγιο Όρος.
Στην μεγάλη μοναχική μητρόπολη όμως, τηρούσαν μια ευλαβή συνήθεια, και δεν δέχονταν αγένειους νέους, προς αποφυγήν του σκανδαλισμού των πατέρων και βέβαια για την πλήρη ωρίμανσή των. Με απογοήτευση τότε αναχώρησε ο Αθανάσιος και περιπλανήθηκε σε πολλά μέρη. Πήγε και στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνώρισε τον περίφημο Γρηγόριο τον Σιναΐτη, κι αργότερα μετέβηκε στην Κρήτη, κι όταν απέκτησε ηλικία, στα 30 του χρόνια, ξαναγύρισε για να μείνει στο Όρος. Διέμεινε σε μια περιοχή που ανήκει στην Μονή Ιβήρων. Από εκεί, τον κάλεσαν οι πατέρες Γρηγόριος ο Πολίτης και Μωυσής, και του μετέδωσαν το μοναχικό και αγγελικό σχήμα.
Την εποχή εκείνη έκαμαν πολλές επιδρομές στο Άγιον Όρος οι Τούρκοι. Πολλοί μοναχοί αισθάνθηκαν ανασφάλεια και κατέφυγαν στα ενδότερα της ηπειρωτικής χώρας για προστασία. Το ίδιο συνέβη την ίδια περίπου εποχή με τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Ανάμεσα στους μοναχούς που αποφάσισαν να αυτοεξοριστούν υπήρξαν κι ο Γρηγόριος ο Πολίτης με μαθητές του τον Άγιο Αθανάσιο και τον Γαβριήλ. Έτσι η σεπτή αυτή τριάδα με ιδιάζουσα πνευματικότητα κατευθύνθηκαν δυτικά, πέρασαν την Θεσσαλονίκη και την Βέροια κι ανέβηκαν ευλαβικά για προσκύνημα στη Σκήτη.
Το ακριβές μέρος της παραμονής τους δεν είναι γνωστό. Σκήτη Βεροίας ονομάζεται όλη η κοιλάδα του Αλιάκμονα, η οποία αριθμούσε πολλές μονές. Καταχρηστικώς βεβαίως αναφέρεται ως τόπος διαμονής η Μονή του Προδρόμου, η οποία εκείνη την εποχή ίσως να μην υφίστατο ακόμη.
Κατά την μαρτυρία του Γέροντα του Αγίου, του Γρηγορίου του Πολίτου, ο Αγιος Αθανάσιος λάτρευε την ησυχία κι αποστρέφονταν την ταραχή της πόλεως. Έτσι αν και πάρα πολλοί τους κατέτρεχαν για να τους κρατήσουν στην διακονία της πόλης, αυτοί έψαχναν μέρη να ησυχάσουν. Στη Σκήτη έφθασαν το 1340, τέσσερα-πέντε χρόνια μετά την αναχώρηση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Η παράδοση μας διασώζει πως εδώ, διέτριψαν τρία χρόνια. Αλλά η καρδιά του Αγίου Αθανασίου ετρώθη και εστερεώθη ακραιφνώς πλέον στην αναζήτηση της ησυχίας. Όχι της απλής ησυχίας, αλλά της απόλυτης μόνωσης και ανύψωσης στους πνευματικούς ουρανούς. Για τον λόγο αυτό σκίρτησε η καρδιά του Αγίου όταν άκουσε από τα χείλη του Επισκόπου Σερβίων Ιακώβου πως νοτιότερα υπήρχαν βράχια πανύψηλα που ούτε αετοί δεν φώλιαζαν. Εκεί είχε δει ασκητές να μην μιλούν σε κανένα και να κρύβονται όσο πιο απόμερα γίνεται.
Σχεδόν αμέσως ο Άγιος έβαλε μετάνοια στους αδελφούς, άφησε τη Σκήτη Βεροίας και κατέφυγε στους Σταγούς (Καλαμπάκα). Εκεί επάνω στα πανύψηλα βράχια και συγκεκριμένα επάνω σε μια πέτρα την λεγόμενη Στύλο, κατοίκησε με δύο μαθητές του και έκτισε ναό. Την πέτρα εκείνη ονόμασε Μετέωρο. Επειδή όμως οι προσερχόμενοι για άσκηση πολλαπλασιάσθηκαν, ίδρυσε κοινόβιο με Ναό στο όνομα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα Χριστού.
Εκεί λοιπόν πέρασε ασκητικά τα χρόνια του, και αφού έζησε 78 ετών, απεβίωσε ειρηνικά το 1383 μ.Χ. (κατά άλλους το 1373 μ.Χ.).

ΟΣΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΕΝ ΟΛΥΜΠΩ
Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε λίγο πριν το 1500 μ.Χ. στο ορεινό χωριό Σκλάταινα της Καρδίτσας, την σημερινή Δρακότρυπα. Το όνομά του ήταν Δημήτριος και από παιδί επέδειξε ζήλο για την αγάπη του Χριστού και την ασκητική ζωή.
Σε ηλικία 18 ετών μόνασε στα Μετέωρα λαμβάνοντας το όνομα Δανιήλ.
Τρία χρόνια αργότερα, αναζητώντας πιο απομονωμένο τόπο και επειδή δεν του έδιναν την ευκαιρία ν’ αναχωρήσει, πήδηξε ως δια θαύματος κάτω από το βράχο των Μετεώρων και μετέβη στις Καρυές του Αγίου Όρους. Εκεί γίνεται ιερεύς και μεγαλόσχημος μοναχός, μετονομασθείς σε Διονύσιο.
Αργότερα εγκαθίσταται στην σκήτη Καρακάλου όπου έζησε ερημικά για δέκα έτη με αυστηρή άσκηση, προσευχή και νηστεία, βιώνοντας πολλές θαυματουργικές ενέργειες του Θεού. Η ισάγγελη ζωή του στάθηκε αιτία της εκλογής του ως ηγουμένου της βουλγαρικής, τότε, μονής Φιλοθέου. Συναντώντας μεγάλες αντιδράσεις για τον τρόπο ζωής που θέλησε να εφαρμόσει στην μονή εγκατέλειψε το Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκε γύρω στο 1524 μ.Χ. στην μονή Τιμίου Προδρόμου στη Βέροια.
Θέλοντας ν’ αποφύγει την εκλογή του σε επίσκοπο που επεδίωκαν οι κάτοικοι της περιοχής, αναχώρησε κρυφά και μετέβη στον Όλυμπο. Εκεί ασκήτευσε σ’ ένα σπήλαιο που σώζεται μέχρι και σήμερα. Συκοφαντούμενος όμως εκδιώχθηκε από το ασκητήριό του και αναχώρησε για το Πήλιο, όπου το 1542 μ.Χ. ίδρυσε τη μονή της Αγίας Τριάδος Σουρβίας έπειτα από θαυματουργική υπόδειξη του Θεού.
Μετά από τρία έτη και λόγω της παντελούς ανυδρίας που έπληξε τον τόπο των διωκτών του, επέστρεψε επισήμως με πρόσκληση του διώκτη του Αγά Σάκου. Με την αγγελική βιωτή του γρήγορα προσείλκυσε πλήθος μοναχών, ο ίδιος όμως χρησιμοποιούσε τα πλησιόχωρα σπήλαια για προσευχή και ησυχία, όπου ζούσε στο γνόφο της νοερής προσευχής. Δεν παρέλειπε, ωστόσο, να περιέρχεται τα γύρω χωριά για να κηρύξει, να εξομολογήσει και να στηρίξει τους σκλαβωμένους Έλληνες. Είχε απέραντη αγάπη για το λαό.
Εκοιμήθη εν ειρήνη, αφήνοντάς μας για ανεκτίμητο θησαυρό τα χαριτόβρυτα λείψανά του.
Σημείωση: Στη Δρακότρυπα η εορτή του πανηγυρίζεται επίσης την τελευταία Κυριακή του Ιουλίου.

ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΑΝΩΡ ΤΗΣ ΖΑΡΒΟΔΑΣ
Ο Όσιος Νικάνωρ γεννήθηκε στα 1491 μ.Χ. στην Πρωτεύουσα της Μακεδονίας την Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του Ιωάννης και Μαρία ήταν ευσεβείς και κατοικούσαν στην συνοικία του Αγίου Μηνά. Όλη η πόλη των Θεσσαλονικέων καλοτύχιζε και επαινούσε τους γονείς του Αγίου τόσο για τον πλούτο τους όσο και την ευγένεια τους, αλλά κυρίως για την πίστη και την αρετή που τους διέκρινε. Ήταν ελεήμονες και σπλαχνικοί και η ζωή τους έργο αγάπης προς τους πάσχοντες αδελφούς. Όμως ο Θεός ήθελε να τους δοκιμάσει με προσωρινή ατεκνία. Στείρα σαν την Αγία Άννα η μητέρα του οσίου Νικάνορα. Κάθε μέρα προσευχόταν στην εκκλησία του Αγίου Μηνά να τους δώσει ο Θεός ένα παιδί για παρηγοριά. Οι προσευχές, οι νηστείες, οι αγρυπνίες των γονέων του εισακούσθηκαν από τον Κύριο μας και Θεό μας και κατά την ώρα που η ευσεβής γυναίκα προσευχόταν στο Θεό στο Ναό του Αγίου Μηνά της απεκαλύφθη το θέλημα του Κυρίου: «Εισήκουσε ο Θεός τας δεήσεις σου ω γυνή ως ποτέ της χήρας Άννης και έλυσε τα δεσμά της στειρώσεως σου μόνο πορεύου εις τον οίκον σου και θέλεις συλλάβεις και γεννήσεις Υιών όστις θέλει γίνει δοχείον καθαρόν του Παναγίου Πνεύματος και πολλούς θέλει εισάγει εις τον Κύριον δια της αγγελικής αυτού και εναρέτου διαγωγής». Έτσι, ως Θείο δώρο ήρθε στον κόσμο ο Νικόλαος (αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του αγίου) και οι γονείς του τον παρέδωσαν σ΄ ένα ευσεβή δάσκαλο να του μάθει τα Ιερά γράμματα.
Ο νεαρός Νικόλαος ευφυής στο νου σε λίγο χρονικό διάστημα απέκτησε μεγάλη ευχέρεια περί τα εκκλησιαστικά και αγάπη για την εκκλησία του Χριστού όπως όλοι οι άγιοι. Από μικρός κατάλαβε την κλήση του Θεού μοναδικός του πόθος ήταν να μονάσει και να γίνει μιμητής των οσίων πατέρων της εκκλησίας μας. Ήθελε σ’ όλη του τη ζωή να υπηρετήσει ολοκληρωτικά ψύχη τε και σώματι τον Κύριο. Γι’ αυτό περνούσε τη ζωή του με νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές. Σε μικρή ηλικία χάνει τον προσφιλή πατέρα του και μένει με τη μητέρα του. Η ευσεβής του μητέρα μη γνωρίζοντας τον πόθο του παιδιού της ήθελε να τον παντρέψει με κάποια ενάρετη κοπέλα και ενώ από τη μια μεριά ο όσιος ποθούσε να εγκαταλείψει κάθε τι εγκόσμιο και να μονάσει, να αφιερωθεί εξολοκλήρου στον Θεόν. Από την άλλη όμως δεν ήθελε να στενοχωρήσει και τη μητέρα του, γι αυτό ανέβαλε συνεχώς την πραγματοποίηση της επιθυμίας του να γίνει μοναχός.
Ο Θεός που προνοεί τα πάντα ύστερα από ορισμένο χρονικό διάστημα πήρε την μητέρα του από τον κόσμο και έτσι άνοιξε ο δρόμος για ν’ ακολουθήσει ο Νικόλαος τη μοναχική ζωή. Χωρίς να χάσει καιρό μοίρασε την πατρική του περιουσία στους φτωχούς και τα ορφανά και ενώ μπορούσε να λάβει αξιώματα λόγω της επιφανούς θέσεως των γονέων του, τα θεώρησε όλα αυτά σκύβαλα μπροστά στη μεγάλη του αγάπη προς το Χριστό. Ελεύθερος πλέον από κάθε φροντίδα του κόσμου γίνεται μοναχός με το όνομα Νικάνωρ. Ως μοναχός πολλαπλασίασε τα χαρίσματα που του δώσε ο Θεός.
Η φήμη που απέκτησε έφθασε στον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ο οποίος τον χειροτόνησε διάκο και πρεσβύτερο με σκοπό να τον κάνει διάδοχο του. Ως κληρικός της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης ο Νικάνωρ επέδειξε μεγάλο ζήλο και η προσφορά του ήταν αξεπέραστη. Η ώρα όμως είχε φθάσει για εκείνο που τον είχε προορίσει ο Θεός. Σε μια από τις νυχτερινές του προσευχές και ενώ ικέτευε με θερμά δάκρυα τον Θεό άκουσε φωνή από τον ουρανό να του λέγει: «Νικάνωρ έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και πορεύου εις το Καλλίστρατου όρους και αγωνίσου εκεί καλώς και εγώ θα είμαι μαζί σου να σε διαφυλάττω όλες τις ημέρες της ζωής σου και θα κάνω το όνομα σου ξακουστό και θα σε δοξάσω εις πάντας τους αιώνας». Ύστερα απ’ αυτή τη Θεϊκή εντολή ο Άγιος έφυγε από την Θεσσαλονίκη σε σχετικά νεαρή ηλικία περίπου 27 ετών και τράβηξε να πάει εκεί όπου τον είχε καλέσει ο Θεός. Στο δρόμο, στα χωριά που συναντούσε δίδασκε ως άλλος απόστολος τους απελπισμένους χριστιανούς να φυλάγουν την πίστη τους.
Φθάνοντας ο Άγιος Νικάνωρ στο όρος Καλλίστρατου και βλέποντας το ήσυχο μέρος ο άγιος έλαβε εσωτερική πληροφορία από τον Κύριο ότι εδώ θα είναι η ασκητική του παλαίστρα. Δόξασε τον Θεόν και άρχισε να επιδίδεται σε ασκητικούς αγώνες. Πέρασαν 16 ολόκληρα χρόνια σκληρού αγώνα με την σάρκα και τους δαίμονες. Αγρυπνίες, νηστείες, κόπους για την αγάπη του Χριστού. Σιωπή, έλλειψη ανθρώπινης παρηγοριάς τον έκανα δοχείο του Άγιου Πνεύματος. Κατόπιν ίδρυσε τη Μονή μεταμορφώσεως του Σωτήρα Χριστού ή Ζάβορδας.
Το ασκηταριό του σώζεται μέχρι σήμερα.
Την Ιερά Μονή ίδρυσε εξ αποκαλύψεως του ιδίου του Χριστού αφού βρήκε εικόνα του Σωτήρος Χριστού κρυμμένη από την εποχή της εικονομαχίας.
Η φήμη του απλώθηκε παντού όπως του είχε πει ο Κύριος. Πλήθος ανθρώπων από τη γύρω περιοχή έτρεχε στο μοναστήρι να ευλογηθεί από τον άγιο ν΄ ακούσουν την ψυχοσωτήρια διδασκαλία το και να θεραπευτούν αφού πολλά ήταν τα θαύματα που έκανε ο όσιος. Ό Άγιος αφού έζησε ενάρετα και αγγελικώς ήρθε ο καιρός να μεταβεί στην άλλη ζωή την αιώνια και αληθινή. Προγνώρισε το θάνατό του και κάλεσε γύρω του μοναχούς και λαϊκούς τους ευλόγησε τους συμβούλεψε και παρέδωσε το πνεύμα του στο Λυτρωτή μας Χριστό στις 7 Αυγούστου 1549 μ.Χ. Οι μοναχοί της Μονής θρήνησαν τον άγιο που τους παρηγορούσε και τον έθαψαν σε παρεκκλήσι της Μονής. Από τότε το αγιασμένο Λείψανο του τελεί ως τα σήμερα πολλά θαύματα.

ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ Ο ΒΕΡΟΙΕΥΣ
Ο άγιος Καλλίνικος γεννήθηκε στη Βέροια γύρω στο 1790. Σπούδασε αρχικά στο Ιάσιο και την Κρήτη. Χειροτονήθηκε διάκονος, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και εργάσθηκε ως διδάσκαλος στην Ιερά Μητρόπολη Κυδωνίας. Ἦταν στενός συνεργάτης του Μητροπολίτου Κυδωνίας Καλλινίκου, τον οποίο και μύησε το 1820 στη Φιλική Εταιρεία. 
Τον Μάιο του 1821 οι Τούρκοι τον συνέλαβαν με την κατηγορία ότι γύμναζε τους μαθητές του με στρατιωτικές ασκήσεις, προετοιμάζοντάς τους για τον αγώνα εναντίον τους. Ο νεαρός κληρικός φυλακίσθηκε μαζί με τον Μητροπολίτη Κισάμου Μελχισεδέκ και υπέμεινε με αξιοθαύμαστη καρτερία τα βασανιστήρια και τους εξευτελισμούς. Στις 19 Ιουνίου του 1821, εορτή της Αναλήψεως, κρεμασμένος στην πλατεία Σπλάτζιας των Χανίων, παρέδωσε μαζί με τον Μητροπολίτη Μελχισεδέκ το πνεύμα του στόν Θεό.
Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη τον κατέταξε στις 21 Σεπτεμβρίου 2000 στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας και θέσπισε την 23η Ιουνίου, ημέρα του μαρτυρίου των λοιπών Κρητών Αρχιερέων, ως ημέρα μνήμης και του αγίου νεομάρτυρος Καλλινίκου του Βεροιέως.

ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ
Ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1322 μ.Χ. και ήταν ανεψιός του Νείλου Καβάσιλα, ο οποίος χρημάτισε Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Το πατρικό του επώνυμο ήταν Χαμαετός, κράτησε όμως το μητρικό επώνυμο Καβάσιλας προφανώς λόγω της ισχυρής παρουσίας του Θείου του. Έκανε λαμπρές σπουδές ρητορικής, Θεολογίας, φιλοσοφίας και φυσικών επιστημών στη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Για ένα διάστημα διετέλεσε σύμβουλος του Κατακουζινού ο οποίος στα τελευταία χρόνια της ζωής του, εκάρη μοναχός και διέμενε στην περιώνυμη Μονή των Μαγγάνων.
Ο Άγιος ασπάσθηκε τις απόψεις και ιδέες του Γρηγορίου Παλαμά για τον ανατολικό μυστικισμό και το ησυχαστικό πνεύμα. Υπήρξε πολυγραφότατος και πληθωρικός συγγραφέας αξιολογότατων Θεολογικών, ερμηνευτικών, λειτουργικών, ασκητικών και διδακτικών έργων, ως και περίφημων πανηγυρικών λόγων, επιστολών, επιγραμμάτων και κειμένων πολιτικού και κοινωνικού περιεχομένου.
Μετά από πολλές περιπέτειες για τις απόψεις του περί ορθοδόξου μοναχισμού και δη κατά των Βαρλαάμ και Ακινδύνου, εκοιμήθη ειρηνικά λίγο μετά το 1391 μ.Χ.. Η Αγιοκατάταξη του έγινε στις 19 Ιουλίου του 1983 μ.Χ.

ΕΝ ΝΑΟΥΣΗ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ
Μετά την κατάλυση την επανάστασης των Ναουσαίων από τους Τούρκους (1822 μ.Χ.), ακολούθησαν πολλά φρικιαστικά μαρτύρια. Μεταξύ των άλλων, 1241 νεομάρτυρες αρνήθηκαν να εξομώσουν και δέχθηκαν τον δι’ αποκεφαλισμού θάνατο. Οι Τούρκοι θα είχαν σφάξει και άλλους Ναουσαίους, αν ένα ακέφαλο σώμα κάποιου νεομάρτυρα δεν είχε σηκωθεί όρθιο και δεν κατευθυνόταν απειλητικά προς τη σκηνή του Διοικητή του τούρκικου στρατού, σκορπώντας τον τρόμο στο στράτευμα.

ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε
Γεννήθηκε το 1746 στη Δημητσάνα από φτωχή οικογένεια και το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Αγγελόπουλος. Γονείς του ήταν ο βοσκός Ιωάννης και η Ασημίνα Αγγελοπούλου. Μετά τις βασικές σπουδές στο χωριό του, το 1765 πήγε στην Αθήνα για δύο χρόνια όπου μαθήτευσε παρά τον Δημήτριο Βόδα, ιεροκήρυκα από τα Ιωάννινα. Το 1767 μετέβη στη Σμύρνη όπου ένας θείος του που υπηρετούσε νεωκόρος στο ναό του Αγίου Γεωργίου της Σμύρνης, τον βοήθησε να σπουδάσει στο περιώνυμο Γυμνάσιο της πόλης για πέντε χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ο Γεώργιος Αγγελόπουλος είχε σχέση με τη Μονή Φιλοσόφου της Αρκαδίας, μέσω της οποίας ενισχύθηκε ο έμφυτος ασκητισμός του. Έτσι, αποσύρθηκε στις Στροφάδες και στην εκεί Μονή του Αγίου Διονυσίου εκάρη μοναχός λαμβάνοντας το ιερατικό του όνομα Γρηγόριος.
Στη συνέχεια ο Γρηγόριος αφού σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στην Πατμιάδα Σχολή, υπό τους Δανιήλ Κεραμέα και Βασίλειο Κουταληνό επέστρεψε στη Σμύρνη, κατόπιν πρόσκλησης του τότε Μητροπολίτη Σμύρνης Προκόπιου, όπου και χειροτονήθηκε διάκονος και αρχιδιάκονος. Γρήγορα χειροτονήθηκε ιερέας και κατόπιν ανέλαβε πρωτοσύγκελος Σμύρνης, θέση που διατήρησε μέχρι το 1785.
Κατά την περίοδο της Διακονίας και Αρχιδιακονίας του στη Σμύρνη, ο Γρηγόριος διατηρούσε αλληλογραφία με τον εκ Δημητσάνας επίσκοπο Μεθώνης Άνθιμο Καράκολο, γνωστό υποκινητή της περιοχής στην ανεπιτυχή επανάσταση των Ελλήνων στα Ορλωφικά.
Η Σμύρνη σε γκραβούρα του 1876
Από την αλληλογραφία εκείνη σώθηκε μια πολύτιμη ιστορικά επιστολή του με ημερομηνία 4 Αυγούστου του 1778 όπου θλιμμένος από την ατυχή έκβαση εκείνης της εξέγερσης ενημερώνει τον Άνθιμο ότι 60.000 περίπου Έλληνες από την Πελοπόννησο, μετά τις εκτεταμένες καταστροφές που τους προξένησαν Αλβανοί, έχουν καταφύγει πρόσφυγες στη Σμύρνη και στις γύρω περιοχές οι οποίοι και έγιναν πρόθυμα δεκτοί από τους Αγάδες ως εργάτες, επιτρέποντάς τους να δημιουργήσουν οικισμούς, εκκλησίες κ.λπ. και παράλληλα, απαλλαγή φόρων για μια δεκαετία. Πολλοί δε εξ αυτών άρχισαν ν΄ αναπτύσσουν εμπόριο και μέσα στη Σμύρνη [εκκρεμεί παραπομπή].
Το 1785 ο Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης, οπότε ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε επίσκοπος και τον διαδέχθηκε στη Μητρόπολη Σμύρνης. Από αυτή τη θέση ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα, η οποία τον έκανε ευρύτερα γνωστό. Έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο κήρυγμα και την κοινωνική δράση, ασχολούμενος ιδίως με την παιδεία του ποιμνίου του. Την 1η Μαΐου του 1797, παραιτούμενος ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Γεράσιμος Γ΄ (1791-1797) λόγω γήρατος διάδοχός του εξελέγη ομόφωνα ο από Σμύρνης μητροπολίτης Γρηγόριος, όπου και ανέλαβε στις 9 Μαΐου 1797 ως Γρηγόριος Ε΄.
Η πατριαρχία του συνέπεσε σε μια δύσκολη περίοδο και δεν ήταν καθόλου ανέφελη. Τα κηρύγματα του Ρήγα Φεραίου άρχιζαν να καλλιεργούν επαναστατικές δράσεις. Παρά ταύτα ο Γρηγόριος αντιμετωπίζοντας με φρόνηση την κατάσταση ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την κοινωνική δράση προς ανόρθωση της Εκκλησίας και της χριστιανικής κοινωνίας, προχωρώντας και στον έλεγχο κάποιων επισκόπων. Εκτός από τα κηρύγματα του Θείου Λόγου, που επιδιδόταν ο ίδιος, μερίμνησε για την παιδεία, ίδρυσε σχολεία, καθώς και το Πατριαρχικό Τυπογραφείο από το οποίο και εξέδωσε πλείστα βιβλία. Ο Πατριάρχης τέθηκε επικεφαλής εκστρατείας εναντίον των διαφωτιστικών ιδεών αφορίζοντας πρόσωπα όπως ο Ρήγας Φεραίος, καταδικάζοντας τα νεωτερικά ρεύματα ιδεών και απειλώντας με αφορισμό όσους διάβαζαν ύποπτα βιβλία.[1]
Κατά το έτος της εκλογής του, ο Μέγας Ναπολέων είχε καταλάβει τα Επτάνησα (Γαλλοκρατία των Επτανήσων) και ετοίμαζε την εκστρατεία στην Αίγυπτο. Στην εξέλιξη εκείνη ο Τσάρος Παύλος Α΄ της Ρωσίας συμμάχησε με τον Σουλτάνο επί μια διετία (1798-1799). Τότε ο Γρηγόριος απέστειλε εγκύκλιο στους κατοίκους των Ιονίων με την οποία κατηγορούσε τους Γάλλους για αθεΐα και κακή διοίκηση, ενώ τους συμβούλευε να υποστηρίξουν τις ενωμένες ρωσικές, αγγλικές και οθωμανικές δυνάμεις που θα φτάσουν. Η εγκύκλιος αυτή του 1797, πιστεύεται ότι γράφτηκε με διαταγή του σουλτάνου Σελίμ, ο οποίος φοβόταν την επέκταση της Γαλλίας στην ηπειρωτική Ελλάδα.[2] Με μια τέτοια εγκύκλιο είχε εφοδιασθεί και ο Ρώσος ναύαρχος Θεόδωρος Ουσάκωφ στην κατάληψη των Επτανήσων, που τα κατέλαβε το 1799. Το 1798 οι Γάλλοι προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν τα παράλια της Ηπείρου σε επανάσταση. Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων πληροφόρησε σχετικά την Πύλη προθυμοποιούμενος να καταστείλει ο ίδιος την επανάσταση. Η Πύλη, γνωρίζοντας τους σκοπούς του Αλή, ετοίμασε στρατό από την Κωνσταντινούπολη να μεταβεί στην Δυτική Ελλάδα. Ο Γρηγόριος έμαθε τις σχετικές ετοιμασίες από τους ομογενείς και ζήτησε από την Πύλη να μεσολαβήσει ο ίδιος για να σταματήσει τις φημολογούμενες ταραχές. Η Πύλη συμφώνησε και ο Γρηγόριος έστειλε για το σκοπό αυτό στην Άρτα τον πρωτοσύγγελο Ιωαννίκιο Βυζάντιο ο οποίος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη φέροντας και αναφορά (ιλάμι) του Μουλά της Άρτας που διαβεβαίωνε ότι δεν υπάρχει εξέγερση. Έτσι σώθηκε η Αμβρακία από την εκστρατεία του οθωμανικού στρατού.[3]
Παράλληλα όμως, προς την καταστολή του γενικότερου επαναστατικού οργασμού των Ελλήνων, συνελήφθη ο Ρήγας Φεραίος και θανατώθηκε. Ακολούθως, μετά και την αποτυχία του Βοναπάρτη, η Ρωσία διέκοψε τη φιλική στάση της προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία με συνέπεια ο Γρηγόριος να φανεί έκθετος επί του συνεχιζόμενου αναβρασμού.[εκκρεμεί παραπομπή]
Επωφελούμενοι της κατάστασης εκείνης οι επίσκοποι που είχαν προηγουμένως ελεγχθεί αυστηρά από τον Γρηγόριο για πειθαρχικά θέματα, καθώς και πολιτικοί, διέβαλαν αυτόν στον Σουλτάνο Σελίμ Γ΄ ως υποκινητή ταραχών, γεγονός που εξανάγκασε τον τελευταίο να διατάξει την καθαίρεση και εξορία του Γρηγορίου στη Χαλκηδόνα. Το βεζυρικό διάταγμα της απομάκρυνσής του ανέφερε ότι ήταν άνθρωπος βίαιος και ανίκανος να διατηρήσει τον λαό σε υποταγή.[4] Έτσι το 1798 εκθρονίστηκε, (ο ίδιος κατά τους τύπους παραιτήθηκε) και εξορίστηκε, αρχικά στη Χαλκηδόνα μετά από μερικούς μήνες στη Δράμα Μακεδονίας για να καταλήξει στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, όπου και παρέμεινε επί μια επταετία. Στη δε θέση του, Πατριάρχης ανέλαβε ο προηγουμένως εκδιωχθείς Νεόφυτος Ζ΄.
Άποψη της Μονής Ιβήρων
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Άγιο Όρος, ο Γρηγόριος επιδόθηκε στη μελέτη ιερών κειμένων και επισκεπτόμενος τις διάφορες Μονές δίδασκε τους μοναχούς, παρακολουθώντας όμως και τα διάφορα γεγονότα που συνέβαιναν τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Κωνσταντινούπολη που διαμόρφωναν νέες εξελίξεις, ιδιαίτερα το 1805, κατά την ένταση του Ρωσο-Γαλλικού ανταγωνισμού.
Με την παρέμβαση αυτού αντικαταστάθηκαν το 1806, ως ρωσόφιλοι, οι Ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας Αλέξανδρος Μουρούζης και Κωνσταντίνος Υψηλάντης και στη θέση τους ανέλαβαν οι Φαναριώτες (γαλλόφιλοι) Αλέξανδρος Ν. Σούτσος και Σκαρλάτος Καλλιμάχης αντίστοιχα. Οι τελευταίοι με τη σειρά τους προέτρεψαν τον τότε φερόμενο πατριάρχη Καλλίνικο Ε΄ σε παραίτηση υπέρ του Γρηγορίου, γεγονός που συνέβη στις 22 Σεπτεμβρίου του 1806.
Δεύτερη Πατριαρχία – εξορία
Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1806 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης με την παρουσία του Μ. Διερμηνέα Αλέξανδρου Χαντζερή και του Μ. Λογοθέτη Αλέξανδρου Μάνου και αντιπροσώπων των λαϊκών οργανώσεων επανεξέλεξε ομόφωνα Πατριάρχη τον Γρηγόριο Ε΄ ο οποίος και επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη στις 18 Οκτωβρίου (1806) γενόμενος δεκτός με λαϊκό ενθουσιασμό. Και αυτή όμως η πατριαρχία υπήρξε δυσχερέστατη.
Λίγες ημέρες πριν αναλάβει καθήκοντα η διεθνής σκηνή είχε ανατραπεί. Ο ρωσικός στρατός είχε εισβάλει στη Μολδαβία και τον Δεκέμβριο κηρύχθηκε ο νέος Ρωσικός πόλεμος κατά της Τουρκίας. Μετά και την κατάληψη του Βουκουρεστίου, παραμονή των Χριστουγέννων, από το ρωσικό στρατό, ο Σουλτάνος Σελίμ Γ΄ στις 5 Ιανουαρίου του 1807 κήρυξε επίσημα και εκ μέρους του τον νέο ρωσοτουρκικό πόλεμο. Την ημέρα αυτή κάλεσε ο Σουλτάνος τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ να εκδώσει προς όλους τους Έλληνες «εκκλησιαστικόν και συμβουλευτικόν γράμμα» (αντίστοιχο με φετφά) στη δημοτική γλώσσα εναντίον των Ρώσων συνιστώντας παράλληλα τυφλή υποταγή στον Σουλτάνο.[5]
Πράγματι ο Πατριάρχης υπάκουσε στη σουλτανική εντολή και καλούσε τους Έλληνες να αποφύγουν κάθε σύμπραξη με τους Ρώσους. Για τον λόγο αυτό απέστειλε στον Μοριά τον επίσκοπο Ανδρούσας Ιωσήφ.[5] Ένα μήνα αργότερα στις 20 Φεβρουαρίου (1807) εμφανίστηκε στην απροετοίμαστη Κωνσταντινούπολη αγγλικός στόλος αξιώνοντας την άμεση διακοπή κάθε σχέσης της Υψηλής Πύλης με την Γαλλία. Τότε στα άμεσα οχυρωματικά έργα που διέταξε η τουρκική κυβέρνηση, ο Γρηγόριος, όχι μόνο προέτρεψε τους Έλληνες στη συμμετοχή της κατασκευής τους, αλλά και ο ίδιος συμμετείχε χειρωνακτικά στην ενίσχυση των οχυρώσεων της πόλης κατἀ τη διάρκεια διαπραγματεύσεων με τον Άγγλο ναύαρχο.[6]. Εκτιμώντας ο Σουλτάνος την κίνηση αυτή τίμησε τον Πατριάρχη με πολλά δώρα, ενώ ο αγγλικός στόλος απέπλευσε άπρακτος.
Και ενώ φαινόταν η αναταραχή να είχε κοπάσει ο Ρώσος ναύαρχος Ντιμίτρι Σενιάβιν περί τον Μάρτιο του 1807 διένειμε προκηρύξεις «Προς τους Χριστιανούς κατοίκους του Οθωμανικού κράτους». Αυτόν ακολουθώντας πιστά και σε συνεννόηση ο Θεσσαλός αρματωλός Νίκος Τσάρας ή Νικοτσάρας προκάλεσε επανάσταση. Εναντίον αυτού ο Σουλτάνος διέταξε τον Αλή Πασά να σπεύσει για την καταστολή. Ο τελευταίος με ορδές Αλβανών κατέλαβε τη Θεσσαλία, ενώ οι Έλληνες επαναστάτες κατέφυγαν στη Σκιάθο όπου συγκροτώντας στόλο με 70 πλοία ενωμένοι και με άλλους επαναστάτες άρχισαν καταδρομικές επιχειρήσεις στις ακτές της Θεσσαλίας, Μακεδονίας, ακόμα και Μικράς Ασίας συνεπικουρούμενοι και από πλοία του αγγλικού στόλου.
Κατά την εξέλιξη αυτή ο Σουλτάνος κάλεσε τον Γρηγόριο Ε΄ όπως προτρέψει τους Έλληνες επαναστάτες να διαλυθούν. Πράγματι στη πατριαρχική εντολή που ακολούθησε οι επαναστάτες υπάκουσαν εκτός τον Νικοτσάρα που παρέμεινε εγκαταλειμμένος στη Σκόπελο.
Στο μεταξύ στις 29 Μαΐου (1807) στην Κωνσταντινούπολη εκδηλώθηκε πραξικόπημα υπό τον Καμπακτσή Μουσταφά, διοικητή παλαιού στρατού, ο οποίος ως ενάντιος των μεταρρυθμίσεων, καταλαμβάνοντας τα ανάκτορα και θέτοντας τον Σουλτάνο Σελίμ Γ΄ υπό περιορισμό, αναβίβασε στο θρόνο τον ξάδελφο του προηγουμένου Μουσταφά Δ΄. Ένα μήνα περίπου αργότερα η Ρωσία συνομολογεί με την Γαλλία την ιστορική Συνθήκη του Τιλσίτ με την οποία ουσιαστικά δρομολογούταν αφενός ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αφετέρου ο απελευθερωτικός αναβρασμός σχεδόν σε όλη τη Βαλκανική.
Αμέσως μετά των παραπάνω άλλοι απεσταλμένοι των Ρώσων μεταβαίνοντας μέσω Σερβίας στον Όλυμπο προκάλεσαν εκεί νέα επανάσταση. Της επανάστασης αυτής ηγήθηκε ο ηρωικός παπάς Ευθύμιος Βλαχάβας οποίος πανέξυπνα συνασπίστηκε με Τούρκους της περιοχής Λάρισας και Τρικάλων κατά του Αλή Πασά. Και σ΄ αυτή την περίπτωση ο Πατριάρχης Γρηγόριος, μετά από αίτημα του Σουλτάνου εξέδωσε ειδικό γράμμα προς τον Ε. Βλαχάβα που πείστηκε τελικά και σταμάτησε την επανάσταση, πλην όμως μετά από προδοσία συνελήφθη ο τελευταίος από τον Αλή Πασά όπου και υπέστη φρικώδη θάνατο στα Ιωάννινα.
Παρά ταύτα η αλλαγή αυτή των Σουλτάνων δεν επηρέασε τον Γρηγόριο Ε΄ που φέρεται να έχαιρε του γενικού θαυμασμού για την έντονη δράση του. Στη διάρκεια δε της δεύτερης αυτής πατριαρχίας του κατόρθωσε να επιτελέσει πολλά έργα της αποστολής του μεταξύ των οποίων ήταν η μέριμνα περί των οικονομικών του Πατριαρχείου, κοινωνική φιλανθρωπία, οργάνωση της εσωτερικής ζωής των μοναστηριών, ρύθμιση ζωής των αρχιερέων και του κλήρου και ιδιαίτερα οι υπέρ της ελληνικής παιδείας και των γραμμάτων ενέργειές του, προκαλώντας ακόμα και τον έπαινο του Αδ. Κοραή που χαιρέτησε τις ενέργειές του ως «επερχόμενην αναγέννησιν της Ελλάδος».
Την λαμπρή του όμως αυτή δράση διέκοψε νέο πραξικόπημα που εκδηλώθηκε στις 21 Ιουνίου του 1808, αυτή τη φορά από τον Αγά του Ρουτσούκ (Βουλγαρία), τον Μουσταφά Αλεντάρ Πασά, ή Μουσταφά Μπαϊρακτάρ Πασά, ο οποίος υποστηρικτής του Σελίμ Γ΄ καθαίρεσε τον Σουλτάνο Μουσταφά Δ΄. Δεν πρόλαβε όμως να σώσει τον Σελίμ Γ και στο θρόνο αναβίβασε αναγκαστικά τον πρίγκιπα Μαχμούτ, αδελφό του Σουλτάνου Μουσταφά, ως Μαχμούτ Β΄ από τον οποίο και ανέλαβε ο ίδιος δύο ημέρες μετά Μέγας Βεζίρης.
Λίγο αργότερα της ανάληψης των καθηκόντων του ο Μπαϊρακτάρ αξίωσε την άμεση απομάκρυνση του Γρηγορίου του Ε΄. Έτσι ο τελευταίος αναγκάσθηκε σε νέα παραίτηση στις 10 Σεπτεμβρίου (1808) όπου και απομακρύνθηκε στη Μονή Μεταμόρφωσης στην Πρίγκηπο (αρχικός τόπος εξορίας) απ΄ όπου μετά ένα έτος κατέληξε και πάλι στο Άγιο Όρος. Στον δε πατριαρχικό θρόνο τον διαδέχθηκε ο προηγουμένως παραιτηθείς Καλλίνικος Ε΄ Κωνσταντινουπόλεως.
Και κατά τη δεύτερη εξορία του στο Άγιο Όρος ο Γρηγόριος ο Ε΄ επιδόθηκε στις εκεί προσφιλείς του πνευματικές ασκήσεις και μελέτες επί εννέα χρόνια. Από δε το ερημητήριό του όμως δεν έπαψε να παρακολουθεί τα της Εκκλησίας και του Γένους δρώμενα. Περί τα μέσα του 1818 τον επισκέφθηκε ο Ιωάννης Φαρμάκης ανακοινώνοντας σχετικά για τη Φιλική Εταιρεία. Μάλιστα όπως ο ίδιος ο Φαρμάκης αφηγείται «ο πατριάρχης έδειξεν ευθύς ζωηρότατον ενθουσιασμόν» και «ηυχήθη από καρδίας» υπέρ της επιτυχίας του σκοπού της Εταιρείας. Αρνήθηκε όμως να δώσει τον σχετικό όρκο λέγοντάς του «εμένα μ΄ έχετε που μ΄ έχετε», επικαλούμενος ως κληρικός αδυναμία να ορκιστεί, προσθέτοντας ότι ο όρκος μπορούσε να βλάψει, διότι αν εμφανισθεί το όνομα του Πατριάρχη στα βιβλία της Εταιρείας και αποκαλυφθούν αυτά στη συνέχεια τότε «θέλει κινδυνεύσει ολόκληρον το έθνος του οποίου καίτοι εξόριστος προείχε πάντοτε». Τέλος δε της συνομιλίας εκείνης ο πατριάρχης συμπλήρωσε: «να προσέξωσι πολύ οι Εταίροι, μήπως βλάψωσιν αντί να ωφελήσωσι την Ελλάδα».
Τρίτη Πατριαρχία
Στις 15 Δεκεμβρίου 1818, μετά την παραίτηση του πατριάρχη Κυρίλλου Στ΄ που υπέβαλε την προηγουμένη ημέρα, πατριάρχης εξελέγη για τρίτη φορά ο Γρηγόριος Ε΄ ο οποίος και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, ένα μήνα μετά, στις 14 Ιανουαρίου του 1819 όπου και ανέλαβε καθήκοντα. Πρώτη δραστηριότητα υπήρξε τότε η δημιουργία του φιλανθρωπικού ιδρύματος «Κιβώτιον του Ελέους» για την οικονομική βοήθεια των πτωχών και την αποφυλάκιση κρατουμένων για χρέη. Παράλληλα μερίμνησε για την ενίσχυση των νοσοκομείων με οικονομικές εισφορές από τους ναούς, καθώς και για το κήρυγμα του Θείου Λόγου καλώντας προς τούτο στην Κωνσταντινούπολη τον διαπρεπή τότε εκκλησιαστικό ρήτορα Κωνσταντίνο Οικονόμου. Τον Μάρτιο, κατόπιν υπόδειξης του Κωνσταντίνου Κούμα, περί της ανάγκης μεταρρύθμισης των διδασκομένων στις σχολές μαθημάτων ο Γρηγόριος Ε΄ εξέδωσε τον περίφημο συνοδικό τόμο «Περί των Ελληνομουσείων» προτρέποντας την μόρφωση των Ελλήνων στη σπουδή της ορθής ελληνικής γλώσσας, σημειώνοντας: «…και να μη προτιμώσι μαθήματα, δι ών εγεννάτο αδιαφορία και ψυχρότης προς τας εκκλησιαστικάς διατάξεις και προς την αμώμητον ημών πίστιν».
Η έκδοση της παραπάνω «εγκυκλίου» εναντίον των Διαφωτιστών οδήγησε στο κλείσιμο σχολείων της Σμύρνης, των Κυδωνιών, της Χίου και της Μυτιλήνης (Ιησουϊτικών) και το επόμενο έτος προσπάθησε να επιβάλει προληπτική θεολογική λογοκρισία σε όλα τα ελληνικά βιβλιοπωλεία της Κωνσταντινούπολης.[7]
Τον επόμενο χρόνο, (1820) αναμόρφωσε το υπ΄ αυτόν ιδρυθέν «Πατριαρχικόν Τυπογραφείον» το οποίο εξέδιδε πολλά συγγράμματα.
Επανάσταση των Ελλήνων
Στη διάρκεια της τρίτης αυτού πατριαρχίας ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση του 1821, που υπήρξε η κρισιμότερη περίοδος του Πατριαρχείου από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Είναι γεγονός ότι πολύ πριν του έτους αυτού, οι Φιλικοί πολλές φορές χρησιμοποίησαν το όνομα του Πατριάρχη όπως και του Τσάρου ζητώντας έτσι κάποια ηθική συνδρομή αλλά και για το ηθικό των μυημένων. Προκειμένου μάλιστα να αποφύγουν τις υποψίες της Υψηλής Πύλης διακήρυσσαν ότι οι Πελοποννήσιοι που βρίσκονταν στο Ιάσιο αποφάσισαν να ιδρύσουν στη Πελοπόννησο Μεγάλη Σχολή, για την οποία και ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ είχε αποστείλει πολλές επιστολές προς οποιονδήποτε προύχοντα που θα μπορούσε να συνεισφέρει. Υπό το όνομα όμως της Σχολής οι Φιλικοί εννοούσαν την αναμενόμενη επανάσταση.
Στις 30 Ιουλίου του 1819 σε επιστολή του προς τον ηγεμόνα της Μάνης Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο Γρηγόριος Ε΄ κάνοντας μνεία περί της Σχολής αυτής αποκαλύπτει την επ´ αυτής έννοια των Φιλικών. Εξ αυτού του γράμματος αποφάσισε στη συνέχεια ο Μαυρομιχάλης να συμμετάσχει στον Αγώνα με όλους τους οπλαρχηγούς της Μάνης. Αλήθεια πάντως είναι ότι με τις επιστολές εκείνες η Φιλική Εταιρεία είχε ενισχυθεί και οικονομικά και αριθμητικά με εγγραφή νέων μελών όπως και πολλών κληρικών. Αλλά και άλλοι εγκύκλιοι που αφορούσαν την «Κιβωτό του Ελέους» οι Φιλικοί τις χρησιμοποίησαν κατάλληλα.
Ο πατριάρχης δεν εκδήλωσε ποτέ δημόσια τη θέση του απέναντι στη Φιλική Εταιρεία αλλά ούτε και οι επιστολές που έστελνε την εποχή εκείνη θα μπορούσαν να γίνουν ευρύτερα γνωστές ακόμα και στους μυημένους. Ο ίδιος μάλιστα φέρεται να δήλωνε «Γνωρίζων, …δεν ήθελον γίνει προδότης του έθνους μου. Αλλά δια τούτο δεν θέλω να γνωρίζω τίποτε εκ των πολιτικών, δια να μη γίνω επίορκος, ή ψεύστης, εαν εξεταζόμενος ηρνούμην». Πολλοί όμως, εκτός των κατακριτών του, ήταν και εκείνοι που θεωρούσαν ότι ενεργούσε με ιδιαίτερα μεγάλη περίσκεψη απέναντι στον Σουλτάνο.[εκκρεμεί παραπομπή] Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι ο Γρηγόριος γνώριζε για τη Φιλική Εταιρεία και άλλοι ισχυρίζονται ότι του ζητήθηκε να γίνει μέλος. Ο ίδιος ανεχόταν την Εταιρεία αλλά δεν δέχτηκε να γίνει μέλος της για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους, καθώς η Εταιρεία εκπροσωπούσε τις ιδέες που από το β’ μισό του 18ου αιώνα αντιστρατευόταν η Εκκλησία ως ασύμβατες με την κοσμοθεωρία της. Πολιτικά, η συμμετοχή του θα έθετε σε κίνδυνο όχι μόνο μεμονωμένους ιεράρχες αλλά κυρίως το θεσμό του Πατριαρχείου. Οι συνέπειες τυχόν συμμετοχής του στην Εταιρεία θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές για όλους τους Έλληνες, μια θυσία που δεν μπορούσαν να την αναλάβουν. Ωστόσο, δεν έδωσε πληροφορίες στις οθωμανικές αρχές για τις δραστηριότητές της. Αυτή η στάση παραλληλίζεται με τη στάση του αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[8]
Τον Απρίλιο του 1820 τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ επισκέφθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο διερχόμενος από εκεί για την Αγία Πετρούπολη Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος ο οποίος και του επέδωσε επιστολή του Παλαιών Πατρών Γερμανού που ρωτούσε «Τι πρέπει να κάμουν και πως πρέπει να φερθούν». Ο Γρηγόριος φέρεται να είπε στον κομιστή «Περιττόν να μας ζητούν συμβουλή δια πράγματα τα οποία γνωρίζουν. Χρεωστούμεν να ποιμαίνωμεν καλώς τα ποίμνιά μας και χρείας τυχούσης να κάμωμε όπως έκαμεν ο Ιησούς δι΄ ημάς δια να μας σώσει». Παράλληλα έδωσε και επιστολή προς τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη στην οποία επαναλάμβανε τη λέξη «φρόνησις, φρόνησις, φρόνησις». Σε άλλη δε επιστολή προς Ιωάννη Ζωσιμά έγραφε «βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια».
Αμφότεροι όμως έχοντας παρεξηγήσει τις λέξεις διαμήνυσαν δια του Παπαρρηγόπουλου που επανέκαμψε στην Πόλη, ο μεν Υψηλάντης ότι υπάρχει έτοιμο πλοίο για να μεταφέρει τον Πατριάρχη στην Οδησσό ή Πελοπόννησο, ο δε Ζωσιμάς ότι αποστέλλει χρήματα για την φυγή του πατριάρχη. Τότε ο Γρηγόριος εξήγησε ότι με τις συνθηματικές λέξεις ήθελε να επιστήσει την προσοχή των Φιλικών, για δε τα χρήματα του Ζωσιμά θα δοθούν στον Αγώνα, όσο για το πλοίο μόνο νεκρόν θα μπορούσε να τον μεταφέρει αλλαχού.
Θα μπορούσε όμως να είχε φύγει όπως τον παρακάλεσε και ο Παπαρρηγόπουλος. Μάλιστα όταν ο Παπαρρηγόπουλος τον ενημέρωσε ότι πολύ σύντομα θα ξεσπούσε η επανάσταση, ο πατριάρχης φέρεται να δήλωσε ότι ήταν φρονιμότερο να περιμένουν ένα ρωσοτουρκικό πόλεμο προσθέτοντας «Λυπούμαι, μήπως η πατρίς πάθει όσα έπαθε και άλλοτε». Κατά τον πατριάρχη η επανάσταση έπρεπε να ξεκινούσε αργότερα μετά την καταστροφή του Αλή πασά και μάλιστα από την Πελοπόννησο και όχι από την Μολδοβλαχία.
Μετά την εκδήλωση της επανάστασης του Υψηλάντη στη Βλαχία, άρχισαν μαζικές διώξεις κατά των χριστιανών της Κωνσταντινούπολης, με σφαγές και φυλακίσεις. Μεταξύ των άλλων φυλακίστηκαν ή εκτελέστηκαν πολλοί επίσκοποι, όπως ο Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης που απαγχονίστηκε πρώτος «κατά την οδόν ιχθυοπωλείου (Μπαλούκ-παζάρ)» (Φιλήμων, Β’, σ. 114), φυλακίστηκαν οι Νικομηδείας Αθανάσιος και Δέρκων Γρηγόριος, ο Αγχιάλης Ευγένιος, ενώ ο Σουλτάνος διέτασε τον Πατριάρχη να στείλει και άλλους για φυλάκιση.
Επιστολή του Γρηγορίου Ε´με την οποία αποκηρύσσεται η εξέγερση και αφορίζεται ο Αλέξανδρος Υψηλάντης
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες (“υπό την δαμόκλειαν σπάθην την κρεμαμένην … επί της κεφαλής του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινουπόλεως”[9]) ο Πατριάρχης, επικεφαλής συνόδου αρχιερέων και λαϊκών, αναγκάστηκαν να εκδώσουν δύο αφορισμούς. Αυτοί υπογράφονται από 21 αρχιερείς του Πατριαρχείου, αλλά στην σύνοδο που έλαβε την απόφαση συμμετείχαν και λαϊκοί προύχοντες της Κωνσταντινούπολης, όπως ο πρώην ηγεμόνας της Βλαχίας Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ο μεγάλος διερμηνέας της Πύλης Κων. Μουρούζης, ο διερμηνέας του στόλου Νικ. Μουρούζης (αδελφός του Κ. Μουρούζη), ηγέτες των συντεχνιών κ.ά., συνολικώς 72 άτομα. Οι μεν λαϊκοί αποφάσισαν να υποβάλουν αναφορά αποκήρυξης της επανάστασης και δήλωση υποταγής με αναφορές στην «συνήθη καλοκαγαθία του σουλτάνου», οι δε ιερωμένοι να συνθέσουν την πράξη αφορισμού (Φιλήμων, τ. Β’, σ. 112). Δεν είναι ακριβώς[i] γνωστές οι ημερομηνίες που υπεγράφησαν οι αφορισμοί. Πολλοί ιστορικοί εκτιμούν ότι έγινε την 23 Μαρτίου. Ο πρώτος αφορισμός συνοδευόταν από διαβιβαστική πατριαρχική επιστολή την οποία μερικοί συγγραφείς εκλαμβάνουν επίσης ως αφοριστικό έγγραφο και έτσι αναφέρονται σε συνολικά τρείς αφορισμούς, ενώ ουσιαστικά πρόκειται για δύο.[10] Οι οθωμανικές αρχές, αφού επέβαλαν στον Πατριάρχη την έκδοση των εν λόγω αφορισμών, είχαν τοποθετήσει στο περιβάλλον του Τουρκοκρητικούς που γνώριζαν την ελληνική γλώσσα ώστε να παρακολουθούν τις εργασίες των συνόδων και τα κείμενα. Φαίνεται ότι ο πρώτος αφορισμός που περιοριζόταν στην επαρχία της Ουγγροβλαχίας δεν ικανοποιούσε τον Σουλτάνο και τον σεϊχουλισλάμ, οι οποίοι επέβαλαν και δεύτερο αφορισμό που να περιλαμβάνει όλους τους χριστιανούς της Αυτοκρατορίας. Εκτιμάται ότι ο δεύτερος αυτό αφορισμός εκδόθηκε την Κυριακή 27 Μαρτίου. Εξέταση του κειμένου του δεύτερου αφορισμού υποδεικνύει ότι έγινε προσπάθεια ώστε το δεύτερο κείμενο να είναι διπλωματικό και να αφήνει κενά ως προς την θεολογική ερμηνεία του. Για παράδειγμα, δεν επαναλαμβάνει τις κατάρες του πρώτου, και ενώ στον πρώτο αφορισμό αναφέρεται «αφωρισμένοι υπάρχουσι», στο δεύτερο η έγκλιση γίνεται ευκτική μέλλοντος «αφωρισμένοι υπάρχοιεν».[11][12]
Ο πρώτος αφορισμός αναφέρει ότι «Ὑπεγράφη συνοδικῶς ἐπὶ τῆς ἁγίας Τραπέζης».[13] Ο ίδιος ο Υψηλάντης, έχοντας προβλέψει το ενδεχόμενο, καθησύχαζε με επιστολή του της 29ης Ιανουαρίου τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ότι «ο μεν Πατριάρχης βιαζόμενος παρά της Πόρτας σας στέλλει αφοριστικά και εξάρχους παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρτα, εσείς όμως να τα θεωρείτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βία και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του πατριάρχου»[14].
Γενικώς οι απόψεις και οι κρίσεις που διατυπώθηκαν για το θέμα, κατατάσσονται σε 4 κατηγορίες. Η πρώτη υποστηρίζει ότι πρόκειται για πραγματικό αφορισμό και είναι προϊόν συνειδητής τουρκόφιλης και αντεπαναστατικής θέσης του Πατριάρχη και των λοιπών συνοδικών. Υποστηρικτές αυτής της άποψης είναι κυρίως οι Π. Πιπινέλης, Γ. Κορδάτος και Γ. Καρανικόλας και διάφοροι μαρξιστές ιστορικοί. Η δεύτερη άποψη δέχεται ότι ο αφορισμός είναι πραγματικός (δηλ. έγκυρος) αλλά έγινε υπό την απειλή βίας. Αυτή υποστηρίζεται από αγωνιστές της Επανάστασης και μεταγενέστερους ιστορικούς. Για παράδειγμα, ο Αναστ. Εμμ. Παπάς σε επιστολή του προς τον αδελφό του Αθανάσιο, την 18 Απριλίου 1821 γράφει “Οι εξορκισμοί δεν έχουν πέραση, διότι είναι φτιαγμένοι κατά διαταγήν του Σουλτάνου”.[15] Το ίδιο υποστηρίζουν οι Ι. Φιλήμων, Τ. Γκόρντον, Μ. Οικονόμου, Τζ. Φίνλεϋ, Απ. Βακαλόπουλος και άλλοι. Επίσης αναφέρεται στην “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους” (τ. ΙΒ’, σ. 36). Η τρίτη άποψη δέχεται επίσης ότι ο αφορισμός είναι πραγματικός αλλά ανακλήθηκε λίγο αργότερα. Την παράδοση αυτή αναφέρουν ο Ι. Φιλήμων, ο Σπηλιάδης, ο Γ. Πιλάβιος στη βιογραφία του Γρηγορίου (1872), ο Μ. Οικονόμου και νεώτεροι μελετητές. Σύμφωνα με αυτή την παράδοση, ο αφορισμός ανακλήθηκε σε μυστική τελετή το ίδιο βράδυ ή τη Μ. Δευτέρα ή τη Μ. Παρασκευή. Κατά την τέταρτη άποψη ο αφορισμός είναι “οικονομικός” (εισαγωγικά συγγραφέα) ή εικονικός, προς το θεαθήναι και όχι πραγματικός. Αυτή η εκδοχή υποστηρίζεται από τον Ι. Φιλήμονα, Ι. Χατζηφώτη και άλλους.[16]
Σύμφωνα με τον Τάκη Κανδηλώρο, βιογράφο του Πατριάρχη, ο Γρηγόριος «ως αντιπρόσωπος του Χριστού ουδέποτε έπρεπεν να υπογράψει έγγραφον εις το οποίον δεν επίστευεν. Αλλ’ ως αρχηγός κινδυνεύοντος έθνους ώφειλε να στέρξει μέτρον, όπερ έστω και προσωρινώς έσωζε τους ανίσχυρους και εμπεπιστευμένους αυτώ πληθυσμούς εκ της σφαγής» και έδρασε εκβιαζόμενος.[17] Ο Ιωάννης Κολιόπουλος χαρακτηρίζει τον αφορισμό ως «μνημείο της εκκλησιαστικής γλώσσας που είχε φιλοτεχνήσει η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία τους αιώνες της τουρκικής κυριαρχίας» και τον ερμηνεύει στο συγκείμενο της αναγνώρισης από την Εκκλησία της νομιμότητας του καθεστώτος του Σουλτάνου, του οποίου αποτελούσε οργανικό τμήμα, και της εναντίωσης στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του εθνικού κινήματος των Ελλήνων.[18] Ο Τάκης Σταματόπουλος θεωρεί ότι ο Πατριάρχης αντέδρασε στην επανάσταση και αναφέρει «πως μ’αλεπάλληλα έγγραφά του και αφορισμούς συνιστούσε πάντα πίστη και τυφλήν υποταγή στους Τούρκους.».[19]
Σε επιστολή του προς τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα της 28ης Δεκεμβρίου 1820 έγραφε: «…Κρυφά υπερασπίζου αυτόν (σσ. Η του Παπανδρέου πράξις πατριωτική), εν φανερόν δε άγνοια υποκρίνου, έστι δε ότε και επίκρινε τοις θεοσεβέσι αδελφοίς και αλλοφύλοις ιδία. Πράυνον βεζύρην λόγοις και υποσχέσεσιν αλλά μη παραδοθήτω εις λέοντος στόμα. Άσπασον συν ταις εμαίς ευχαίς τους ανδρείους αδελφούς, προτρέπον εις κρυψίνοιαν δια τον φόβον των Ιουδαίων».[20] Σώζονται επίσης και επιστολές του του Μαρτίου 1821 προς τους επισκόπους Βλαχίας, Παλαιών Πατρών Γερμανό, Τριπόλεως και Αμυκλών Δανιήλ στις οποίες τους παρότρυνε να συνεχίσουν την πολιτική «ειλικρινούς ευπειθείας και υποταγής […] εις την κραταιάν βασιλείαν».[21]
«Ο Πατριάρχης Γρηγορίος Ε΄ συρόμενος στην αγχόνη», Λεπτομέρεια από τον πίνακα του Νικηφόρου Λύτρα
Απαγχονισμός
Εν τω μεταξύ, ο Σουλτάνος, υπό την πίεση ακραίων μουσουλμανικών διαδηλώσεων κατά των Ελλήνων, ζήτησε από τον Σεϊχουλισλάμη Χατζή Χαλίλ να εκδώσει διαταγή (φετφά), σχετικά με τη γενική σφαγή των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Ο Χατζή Χαλίλ, ύστερα από διαβουλεύσεις με τον Γρηγόριο, ο οποίος του ξεκαθάρισε πως ο ίδιος και το Γένος ήταν αμέτοχοι στην επανάσταση, και βασιζόμενος σε ένα εδάφιο του Κορανίου, αρνήθηκε να εκδώσει τη φετφά τoυ Σουλτάνου[6], ο οποίος εξοργισμένος τον τιμώρησε με θάνατο και θεώρησε υπεύθυνο και τον Γρηγόριο Ε’.
Σύμφωνα με τον πανηγυρικό που εκφώνησε για τον Πατριάρχη το 1853 ο Γεώργιος Τερτσέτης, όπως αυτός μεταφέρεται από τον ανιψιό του Πατριάρχη, ο Γρηγόριος Ε’ απέρριψε προτάσεις υπαλλήλων ξένων πρεσβειών να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη λέγοντας: “Μη με προτρέπετε εις φυγήν, μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Υμείς επιθυμείτε, εγώ μετημφιεσμένος να καταφύγω…ουχί! Εγώ δια τούτω είμαι πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου…ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν οφέλειαν από την ζωή μου…Ναι, ας μη γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δε θα ανεχτώ ώστε εις τα οδούς της Οδησσού, της Κέρκυρας και της Αγκώνος, διερχόμενον εν μέσω των αγύιων, να με δακτυλοδεικτούσι λέγοντες, Ιδού έρχεται ο φονεύς πατριάρχης”[22].
Mετά τη λειτουργία του Πάσχα (10 Απριλίου 1821) ο Γρηγόριος συνελήφθη, κηρύχθηκε έκπτωτος και φυλακίστηκε. Το απόγευμα της ίδιας μέρας απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου παρέμεινε κρεμασμένος για τρεις ημέρες, εξευτελιζόμενος από τον όχλο.
H κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου απαγχονίστηκε ο Γρηγόριος Ε΄, η οποία παραμένει κλειστή ως σήμερα
Κατόπιν, μια ομάδα τριών Εβραίων αγόρασαν το πτώμα του, το περιέφεραν στους δρόμους και το έριξαν στον Κεράτιο κόλπο. Τα ονόματα των τριών αυτών Εβραίων ήταν Μουτάλ, Μπιταχί και Λεβύ.[23]. Τη σκηνή της περιφοράς του σκηνώματος από τους τρεις Εβραίους έχει αποδώσει παραστατικά σε πίνακά του ο Γερμανός ζωγράφος Πέτερ φον Ες. Ένας Κεφαλονίτης πλοίαρχος, ονόματι Νικόλαος Σκλάβος, βρήκε το σκήνωμα και το μετέφερε στην Οδησσό, όπου και ετάφη στον ελληνικό ναό της Αγίας Τριάδος. Από εκεί ανακομίστηκε στην Αθήνα, 50 χρόνια μετά, και έκτοτε φυλάσσεται σε μαρμάρινη λάρνακα στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών.
Η κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου απαγχονίστηκε ο Γρηγόριος Ε΄, παραμένει κλειστή και σφραγισμένη μέχρι και σήμερα, σε ένδειξη τιμής. Στο Πατριαρχείο εισέρχεται κανείς έκτοτε μόνο από τις πλάγιες πύλες.
Το μαρτύριο των αρχιερέων
Την ίδια ημέρα, μετά τον απαγχονισμό του Γρηγορίου του Ε΄, μέσα στο πλαίσιο των σουλτανικών αντιποίνων, οι μητροπολίτες Αγχιάλου Ευγένιος, Εφέσου Διονύσιος,Νικομήδειας Αθανάσιος, Δέρκων Γρηγόριος, Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, Αδριανουπόλεως Δωρόθεος, Τυρνόβου Ιωαννίκιος συνελήφθησαν από τις οθωμανικές αρχές και φυλακίσθηκαν στις φυλακές του Μποσταντζή της Κωνσταντινούπολης. Στις 11 Ιουνίου ο Αγχιάλου Ευγένιος μεταφέρθηκε στην Πύλη του Γαλατά δίπλα στην ομώνυμη γέφυρα και οι Νικομήδειας Αθανάσιος και Εφέσου Διονύσιος σε άλλα σημεία της πόλης όπου και απαγχονίστηκαν. Στο στήθος τους τοποθετήθηκε επιγραφή που τους χαρακτήριζε προδότες και αποστάτες. Τα σώματά τους παρέμειναν κρεμασμένα επί τριήμερο, μετά την αποκαθήλωσή τους, αφού σύρθηκαν και διαπομπεύθηκαν ατιμωτικά στους δρόμους της πόλης από τουρκικό όχλο αλλά και Εβραίους στη συνέχεια ρίχτηκαν στη θάλασσα. Λίγες ημέρες μετά ανασύρθηκαν από κάποιους ευσεβείς Χριστιανούς όπου και τάφηκαν κάποια στο Επταπύργιο και άλλα σε κοντινό νησί απροσδιόριστου σημείου.[24] Ακολούθησαν, στις 3 Ιουνίου 1821, οι απαγχονισμοί των υπόλοιπων φυλακισμένων μητροπολιτών σε διαφορετικό σημεία της Κωνσταντινούπολης: του μητροπολίτη Τυρνόβου Ιωαννικίου στο Αρναούτκιοϊ, του μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Δωροθέου στο Μέγα Ρεύμα, του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωσήφ στο Νεοχώρι και τέλος του μητροπολίτη Δέρκων Γρηγορίου στα Θεραπειά.[25]
Η ταφή στην Οδησσό
Την άφιξη της σωρού του πατριάρχη, τις τελετές της ταφής και κάποια επισόδεια περιγράφει ο αγωνιστής της Επανάστασης Κάρπος Παπαδόπουλος που ήταν παρών.
Το πλοίο που βρήκε και μετέφερε τη σωρό του πατριάρχη, έκανε 40 ημέρες να φτάσει στην Οδησσό, ενώ εκείνη την εποχή με ενάντιο καιρό απαιτούνταν έως 10 ημέρες πλεύσης από την Κωνσταντινούπολη. Ο νεκρός αποτέθηκε πρώτα στο υγειονομείο όπου πήγαν να τον δουν πολλοί. Ο Κ. Παπαδόπουλος παρατηρεί ότι δεν είχε καμμία αλλοίωση ή οσμή. Οι ρωσικές αρχές βεβαιώθηκαν για την ταυτότητα του νεκρού από 30 ενόρκους πρόσφυγες από την Κων/πολη. Ο τσάρος διέταξε να δοθούν 40.000 ρούβλια για τη διεξαγωγή μιας μεγαλοπρεπούς κηδείας και να γίνει η ταφή σε μέρος που θα επέλεγαν οι Έλληνες της Οδησσού. Η μεταφορά της σωρού από τη υγειονομείο έως την Μητρόπολη έγινε με άμαξα με 6 ίππους και μία ίλη λογχοφόρων κοζάκων ως παραστατών. Συνοδευόταν από τρεις αρχιερείς και 40 ιερείς και διακόνους, καθώς και από επισήμους και κόσμο με μαύρη ενδυμασία. Ο δρόμος έως την Μητρόπολη ήταν στρωμένος με ψιλή άμμο, χόρτα και άνθη. Κατά την άφιξη στη Μητρόπολη την πομπή υποδέχτηκε ένα σύνταγμα από 4.000 στρατιώτες υπό τους ήχους πένθιμης μουσικής. Μετά την ακολουθία εκφωνήθηκε επικήδειος λόγος από τον Κ. Οικονόμο εξ Οικονόμων που βρέθηκε στην Οδησσό ως πρόσφυγας. Έπειτα από τρεις ημέρες ο νεκρός μεταφέρθηκε από την ρωσική Μητρόπολη σε ελληνική εκκλησία και ετάφη πάλι με την ίδια πομπή και παράταξη.
Την ημέρα της ταφής η αστυνομία διέταξε “κανένα έθνος να μην εμπορευθεί αλλά να προσέλθουν όλοι στην τελετή”. Ταραχές προκλήθηκαν όταν στη διαταγή αυτή δεν υπάκουσαν οι Εβραίοι. Όχλος επέδραμε στη “χάβρα” των Εβραίων και σε τράπεζές τους που βρέθηκαν ανοιχτές και έγιναν ζημιές και αρπαγές. Διαδόθηκε η ψευδής φήμη ότι επειδή οι Εβραίοι περιφρόνησαν τον πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη δόθηκε εντολή από την ρωσική κυβέρνηση να σκοτωθούν. Έτσι την επόμενη ημέρα έφεραν από την επαρχία 30 άμαξες φορτωμένες με σκοτωμένους και πληγωμένους Εβραίους. Η αστυνομία αφού έπαυσε τις ταραχές συνέλαβε 300 υπαίτιους, Ρώσους και Έλληνες, και τους φυλάκισε. Επιτροπή Εβραίων παρουσιάστηκε στον Νομάρχη και ζήτησε αποζημίωση για ζημιές 3 εκατομμυρίων ρουβλιών. Όταν οι φυλακισμένοι αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από 30 ημέρες, η επιτροπή και πάλι παραπονέθηκε στον Νομάρχη ότι δεν εκτελούνται οι νόμοι. Αυτός τους απάντησε ότι και οι ίδιοι δεν υπάκουσαν στην αστυνομική διάταξη κατά την ημέρα της ταφής του πατριάρχη και εκεί έληξε το επισόδειο.[26]
Αντιδράσεις
«Ω τον ηλίθιον Σουλτάνον! Τους φίλους του σφάζει, αντί να τους φορέση καυτάνι!».
Επιστολή Αδαμάντιου Κοράη προς τον Ιάκωβο Ρώτα της 26ης Δεκεμβρίου 1821.[27]
Μετά την εκτέλεση του Πατριάρχη, ο Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη βαρώνος Στρογγάνωφ διαμαρτυρήθηκε στο όνομα των Χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου, οι οποίοι σύμφωνα με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή βρίσκονταν υπό την προστασία του αυτοκράτορα της Ρωσίας, ότι η Πύλη μετέτρεπε τον πόλεμο σε θρησκευτικό αλλά και για το εμπάργκο στα σιτοφόρα πλοία που έπληττε το εμπόριο στα στενά και απείλησε με αποχώρηση από την πόλη. Ο Βρετανός πρεσβευτής επέλεξε να ακολουθήσει τη γραμμή της εμπιστοσύνης στην Πύλη και ισχυριζόμενος ότι επρόκειτο για εσωτερικό θέμα της αυτοκρατορίας, επέλεξε να μην εξετάσει επιστολές του Πατριάρχη προς μητροπολίτες της Πελοποννήσου τις οποίες η Πύλη παρουσίαζε απόδειξη της ανάμιξης του Γρηγορίου στη εξέγερση. Τελικά ο Τσάρος Αλέξανδρος απέστειλε αυστηρό τελεσίγραφο στο Σουλτάνο, που παραδόθηκε στις 18 Ιουλίου, αλλά δεν εξέτασε το ενδεχόμενο ανάληψης στρατιωτικής δράσης.[28].
Διαφωτιστές, όπως ο Κοραής, υποδέχτηκαν με ανακούφιση την εκτέλεση του Πατριάρχη εξαιτίας φημών που υπήρχαν για σχέδιο εξόντωσής τους από την Εκκλησία και της πολιτικής αναγνώρισης της οθωμανικής νομιμότητας που ακολουθούσε η Εκκλησία.[27][29]
Ο ανδριάντας του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών
Αναγνώριση – Τιμές – Αγιοκατάταξη
Το 1871 τα οστά του Γρηγορίου μεταφέρθηκαν από την Οδησσό στην Αθήνα και εναποτέθηκαν σε μαρμάρινη λάρνακα που βρίσκεται μέχρι και σήμερα στη Μητρόπολη Αθηνών. Στην οπίσθια όψη της λάρνακας υπάρχει η επιγραφή:
    ΗΔΕ ΚΕΧΑΝΔΕ ΝΕΚΥΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΙΟ
    ΛΑΡΝΑΞ, ΟΝ Τ ΑΣΕΒΕΙΣ ΧΕΙΡΕΣ ΑΠΗΓΧΟΝΙΣΑΝ
    ΒΟΣΠΟΡΙΟΝ Τ ΕΙΣ ΟΙΔΜΑ ΒΑΛΟΝ, ΚΕΙΘΕΝ Δ ΟΜΟΦΥΛΩΝ
    ΝΗΥΣ ΚΟΜΙΣ ΕΙΣ ΑΚΤΑΣ ΤΗΛΕ ΒΟΡΥΣΘΕΝΙΔΑΣ.
    ΝΥΝ Δ ΑΥΤ ΕΚ ΠΟΝΤΟΥ ΧΘΟΝ ΕΣ ΕΛΛΑΔΑ ΒΟΥΛΗΙ ΑΝΑΧΘΕΙΣ
    ΕΛΛΗΝΩΝ, ΛΑΩΙ ΚΕΙΤΑΙ ΑΠΑΝΤΙ ΣΕΒΑΣ.
Η λάρνακα του Γρηγορίου του Ε’
Τον επόμενο χρόνο, το 1872, με δαπάνη του Γεωργίου Αβέρωφ, ο γλύπτης Γεράσιμος Φυτάλης φιλοτέχνησε αδριάντα του, ο οποίος τοποθετήθηκε δεξιά της εισόδου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η συμπερίληψη του Πατριάρχη στο πάνθεον των ηρώων της Επανάστασης συνδεόταν με την ταύτιση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, το αίτημα για εθνική ενότητα και την αλυτρωτική διάθεση της εποχής.[30] Στις 8 Απριλίου 1921 αγιοκατατάχθηκε επίσημα από την Εκκλησία της Ελλάδος.[31] 
ΝΕΟΜΡΤΥΡΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ο ΝΕΟΣ
O Άγιος Οσιομάρτυς Ευθύμιος καταγόταν από πλούσια οικογένεια της Δημητσάνας και το κοσμικό του όνομα ήταν Ελευθέριος Ηλιόπουλος. Ο πατέρας του Αθανάσιος ήταν φημισμένος χρυσικός (αργυροχρυσοχόος). Η μητέρα του Αικατερίνη ήταν από τη Βυτίνα. Δυστυχώς όμως δεν μας έχουν διασωθεί περισσότερα στοιχεία για την καταγωγή της, ούτε το πατρικό της επώνυμο.
.
Ο νεαρός Ελευθέριος εκπαιδεύτηκε στη φημισμένη σχολή της κωμοπόλεώς του Δημητσάνας. Στη συνέχεια συμπλήρωσε, μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη, τις σπουδές του στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινουπόλεως και έπειτα πήγαν μαζί στο Ιάσιο της Παραδουνάβιας Ηγεμονίας της Μολδαβίας, όπου βρισκόταν ο πατέρας τους μαζί με τα μεγαλύτερα αδέλφια τους Γεώργιο και Χρήστο.
Από εκεί αποφάσισε να μεταβεί στο Άγιον Όρος για να γίνει μοναχός, επειδή όμως δεν μπόρεσε λόγω ειδικών συνθηκών, πήγε στο Βουκουρέστι, όπου παρέμεινε κοντά σε ένα Γάλλο πρόξενο και κατόπιν κοντά σε ένα Ρώσο ανώτερο υπάλληλο. Αργότερα προσκολλήθηκε κοντά σε κάποιους Τούρκους και στο δρόμο για την Κωνσταντινούπολη εξισλαμίσθηκε και ονομάστηκε Ρεσίτης.
Αμέσως μετά την περιτομή, ο εξισλαμισμένος πλέον Ελευθέριος κατάλαβε το ανοσιούργημά του και αισθανόμενος τύψεις συνειδήσεως ζητούσε την ευκαιρία να επανέλθει στην πατρώα πίστη. Ήρθε λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί η Ρωσική πρεσβεία τον διευκόλυνε να φύγει στο Άγιον Όρος, όπου συνάντησε τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’, ο οποίος είχε εκθρονισθεί από το 1810 και είχε καταφύγει στη Μονή Μεγίστης Λαύρας. Σε αυτόν εξομολογήθηκε την αποστασία του και έτυχε παρηγοριάς και προστασίας. Αφού περιήλθε πολλές σκήτες και μονές εξομολογούμενος την εξωμοσία του και ζώντας με προσευχή, άσκηση και νηστεία, εκάρη μοναχός με το όνομα Ευθύμιος.
Αργότερα, με τις ευχές πολλών αγιορειτών μοναχών, συνοδευόμενος από ένα μοναχό ονομαζόμενο Γρηγόριο, έφθασε στο Γαλατά της Κωνσταντινουπόλεως στις 19 Μαρτίου του 1814. Αφού κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων κατά την Κυριακή των Βαΐων, έβγαλε τη μοναχική ενδυμασία, ντύθηκε τούρκικα ενδύματα, έβαλε μετάνοια στο συνοδίτη μοναχό Γρηγόριο και ξεκίνησε την πορεία του προς το μαρτύριο.
Κρατώντας στα χέρια του βάγια και σταυρό, παρουσιάστηκε ενώπιον του Βεζίρη Ρουσούτ πασά και, αφού καταπάτησε ενώπιόν του το τούρκικο φέσι του, ομολόγησε τον Ιησού Χριστό Θεό αληθινό και δήλωσε ότι αρνείται την θρησκεία του Μωάμεθ, χαρακτηρίζοντάς την μεγάλη απάτη. Κατά διαταγή του Βεζίρη υπεβλήθη σε φρικτά βασανιστήρια και κλείστηκε στη φυλακή. Και όταν πάλι προσήχθη για δεύτερη φορά ενώπιον του άρχοντα, ούτε τότε ενέδωσε στις κολακείες και στις απειλές. Με σταθερό φρόνημα και γενναία ψυχή ο Οσιομάρτυρας Ευθύμιος ομολογούσε το όνομα του Κυρίου, μένοντας αμετακίνητος στην πίστη του.
Η άρνησή του να προσκυνήσει εκ νέου το Ισλάμ οδήγησε στη θανάτωσή του δι’ αποκεφαλισμού στις 22 Μαρτίου 1814. Οι συμπατριώτες του, για να τον τιμήσουν, έχτισαν ναό στο όνομα του μαζί με αυτό του εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ στη Δημητσάνα.
Η μνήμη του τιμάται την 22α Μαρτίου, ημέρα του μαρτυρίου του, ενώ συνεορτάζεται και μαζί με τους Οσιομάρτυρες Ιγνάτιο το Νέο και Ακάκιο την 1η Μαΐου. 
ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Ο Άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε στην Καρύταινα της Γορτυνίας περί το 1640 μ.Χ. (κατά άλλους στην Κέρκυρα το 1664 μ.Χ.) και το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος Κορφηνός. Οι γονείς του ονομάζονταν Ανδρέας και Ευφροσύνη και είχαν ακόμη τρία τέκνα. Υποθέτουμε πως τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην γενέτειρά του και στην συνέχεια μάλλον φοίτησε στην περίφημη σχολή της μονής Φιλοσόφου και αργότερα, ως κληρικός, στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν ο Αναστάσιος βρισκόταν σε ηλικία γάμου, οι γονείς του παρά την επιθυμία του να ακολουθήσει τη μοναχική πολιτεία, επέμεναν να τον νυμφεύσουν. Ο πατέρας του μάλιστα, χωρίς καν να έχει την σύμφωνη γνώμη του υιού του, τον αρραβώνιασε στην Πάτρα με την θυγατέρα ενός πλούσιου άρχοντος και στην συνέχεια τον έστειλε στο Ναύπλιο να προμηθευθεί τα γαμήλια πράγματα. Ο Αναστάσιος υπάκουσε στην πατρική εντολή και ξεκίνησε για το Ναύπλιο. Στον δρόμο του πέρασε και από το εκκλησάκι της Παναγίας στο Βιδόνι, κοντά στο χωριό Σύρνα και ζήτησε την θεία φώτιση.
Στο Ναύπλιο, αφού αγόρασε ότι έπρεπε, πήρε την μεγάλη απόφαση. Αναφέρεται πως την προηγούμενη νύχτα της προγραμματισμένης αναχωρήσεώς του για την Καρύταινα, ενώ βασανιζόταν από τους λογισμούς τι να πράξει, είδε στον ύπνο του την Παναγία μαζί με τον Τίμιο Πρόδρομο, η οποία αποκαλώντας τον με το όνομα που επρόκειτο να λάβει αργότερα ως μοναχός, του είπε, σύμφωνα με τα γραφόμενα του πρώτου βιογράφου του: «Σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ὑπηρέτην τοῦ Υἱοῦ μου ἐπιθυμῶ νὰ γίνεις, Ἀθανάσιε. Ἀπέστειλε, λοιπόν, τοὺς δούλους σου μὲ τὰ νυμφικὰ ἱμάτια πρὸς τὸν πατέρα σου καὶ ἡ κόρη ἂς συζευχθεῖ ἄλλον ἄνδρα. Ἐσὺ δὲ νὰ πορευθεῖς στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβεις ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου εὐδόκησε». Έτσι κι έγινε. Ο Αθανάσιος απέστειλε πίσω τους δούλους και αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, όπου, αφού έγινε μοναχός με το όνομα Αθανάσιος, χειροτονήθηκε κατόπιν διάκονος και πρεσβύτερος.
Επί της πρώτης πατριαρχίας του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιακώβου, ο Άγιος Αθανάσιος χειροτονείται Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως, υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Αρκαδίας, σε διαδοχή του Μητροπολίτου Ευγενίου, που με βάση σωζόμενα έγγραφα αρχιεράτευσε στην εκκλησιαστική αυτή επαρχία από το 1645 μ.Χ. έως το 1673 μ.Χ. τουλάχιστον. Ως χρόνο της χειροτονίας του πρέπει να υποθέσουμε το αργότερο τα τέλη του 1680 μ.Χ. ή τις αρχές του 1681 μ.Χ., γιατί για πρώτη φορά απαντάται τον Απρίλιο αυτού του έτους, όταν υπογράφει ως μέλος της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη αφοριστικό γράμμα προς τον Μητροπολίτη Ευρίπου και Επίτροπο Μελενίκου.
Ως προς την έδρα της Μητροπόλεως, ο τίτλος «Χρφιστιανουπόλεως» οδηγεί στην Χριστιανούπολη, το σημερινό χωριό Χριστιάνοι. Ουσιαστική όμως έδρα της Μητροπόλεως πρέπει να θεωρήσουμε με ασφάλεια την πόλη της Κυπαρισσίας.
Η κατάσταση της επαρχίας του Αγίου ήταν οικονομικά, εκκλησιαστικά και ηθικά απελπιστική. Όσο υπήρχε στην Πελοπόννησο η Τουρκική κατάσταση, η θέση των Χριστιανών από οικονομική πλευρά ήταν δεινή. Η θρησκευτική κατάσταση, παρά την ευεργετική δράση των μοναχών του Λουσίου και της σχολής της μονής Φιλοσόφου και όποιων άλλων, δεν διέφερε και πολύ, τα δύσκολα εκείνα χρόνια, από την κατάσταση της υπόδουλης χώρας.
Ο Άγιος Αθανάσιος άρχισε αμέσως τον αγώνα προκειμένου να αντιμετωπίσει τα διάφορα προβλήματα και να βελτιώσει την κατάσταση. Πρώτο μέλημά του ήταν η εξεύρεση κατάλληλων νέων για τι ιερατικό αξίωμα. Προκειμένου να πετύχει τον στόχο του ο Άγιος σύστησε σχολεία για την στοιχειώδη λειτουργική και λοιπή εκπαίδευση των υποψηφίων και παράλληλα παραιτήθηκε από κάθε συνηθισμένη τότε οικονομική προσφορά, που δινόταν εκ μέρους τους στον Αρχιερέα για την συντήρηση του ιδίου και της Επισκοπής. Πιστεύοντας ο Άγιος πως η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ο ιερός θεσμός, που διατηρεί την γνήσια πίστη στον Χριστό και ο συνεκτικός κρίκος, που ενώνει τους υπόδουλους Έλληνες και συντηρεί την εθνική συνείδηση και ακόμα πως οι εκκλησίες είναι το κέντρο αναφοράς και το σημείο συναντήσεως και κοινωνίας των δύστυχων Ελλήνων, φρόντισε για την επισκευή και συντήρησή τους, όσο βέβαια αυτό ήταν εφικτό και από οικονομικής πλευράς και από πλευράς χορηγήσεως αδείας από τους Τούρκους. Ο Άγιος ενδιαφέρθηκε και για τα μοναστήρια, τις ιερές αυτές εστίες της σωτηρίας, τα κέντρα φωτισμού και φιλανθρωπίας, που πρωτοστάτησαν στον αγώνα για την ελευθερία του υπόδουλου Γένους.
Προς το ποίμνιό του ο Άγιος Αθανάσιος στάθηκε αληθινός Επίσκοπος και μιμητής του Χριστού, που ενδιαφέρθηκε όχι μόνο για τους τόπους λατρείας, αλλά και για την διακονία του λαού του, προκειμένου να τον ανακουφίσει από τα καθημερινά δεινά της ζωής και της δουλειάς. Η αγάπη του προς τα ορφανά, τις χήρες, τους ανήμπορους γέροντες, τους διωκόμενους και αδικούμενους ήταν μοναδική.
Ο Τριαδικός Θεός παρέσχε στον Άγιο «μισθό» και τον αξίωσε ήδη από την επίγεια ζωή του αλλά και μετά την κοίμησή του να επιτελεί σημεία και θαύματα. Αναφέρεται πως, όταν ο Άγιος λειτουργούσε, την στιγμή που έβγαινε στην Ωραία Πύλη να πει το «Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἴδε…», οι πιστοί έβλεπαν μπροστά στο στόμα του ένα φεγγοβόλο αστέρι.
Έτσι, αφού ποίμανε θεοφιλώς το ποίμνιό του και διακόνησε την Εκκλησία του Χριστού, ο Άγιος Αθανάσιος κοιμήθηκε μετά από ολιγοήμερη ασθένεια το 1707 μ.Χ. ή το 1708 μ.Χ. (κατά άλλους το 1735 μ.Χ.). Λίγα χρόνια αργότερα, μεταξύ των ετών 1710 – 1713 έγινε η εκταφή του και το ιερό λείψανο βρέθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του αδιάλυτο και μυροβόλο.
ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΕΚ ΛΕΟΝΤΑΡΙΟΥ
Στη στρατιά των Οσίων, λαμπρή θέση κατέχει και ο Όσιος Γεράσιμος ο Νέος ο Θαυματουργός, ο εκ Λεονταρίου της Πελοποννήσου. Aσκήτευσε στην Ιερά Μονή Aγίας Τριάδος Σουρβιάς, την οποία έκτισε εκ βάθρων ο Όσιος Διονύσιος του Ολύμπου (βλέπε 23 Ιανουαρίου) πρίν 150 περίπου χρόνια, βρίσκεται δε κοντά στο χωριό Μακρινίτσα. Ο Όσιος Γεράσιμος θεωρείται ο δεύτερος κτήτωρ της Ιεράς Μονής Σουρβιάς και εκεί βρίσκεται και ο τάφος του.
Ο Όσιος Γεράσιμος ο Νέος γεννήθηκε στα μέσα του 17ου αιώνα μ.Χ. στο χωριό Λεοντάριο Μεγαλοπόλεως Πελοποννήσου, από το Θεόδωρο και την Ευαγγελία. Όταν ο Γεώργιος έγινε 8 ετών τον παρέδωσαν σε δάσκαλο να μαθαίνει τα ιερά γράμματα. Ιδιαίτερα αγαπούσε τους βίους των Αγίων. Έτσι όταν μεγάλωσε πήγε στη μονή Φιλοσόφου, που ήταν κοντά και ήταν σπουδαίο πνευματικό κέντρο ελληνικής παιδείας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, κι έγινε μοναχός με το όνομα Γεράσιμος κι όπως ήταν φυσικό απέκτησε καλή παιδεία.
Έχοντας Θείο πόθο μετέβη στους Αγίους τόπους, για να προσκυνήσει. Γυρίζοντας στον ελλαδικό χώρο ως άλλος απόστολος κήρυττε σε χωριά και πόλεις το λόγο του Θεού. Έτσι έφτασε και στην περιοχή της Μακρινίτσας στη φημισμένη μονή Αγίας Τριάδος Σουρβιάς, που έχτισε ο Άγιος Διονύσιος Ολύμπου (βλέπε 23 Ιανουαρίου). Εδώ αποφασίζει να μείνει αγωνιζόμενος τον καλόν αγώνα της πίστεως και της αγάπης στο θεό. Ανακαίνισε όλα τα οικοδομήματα και την επαναδιοργάνωσε σε βάσεις ασκητικές. Τον ικανοποιούσε ιδιαίτερα το ήσυχο περιβάλλον της μονής και το καλό του κλίματος. Ψάχνοντας για ακόμη περισσότερη ησυχία βρήκε σε κοντινή απόσταση από τη μονή σπήλαιο όπου περνούσε ώρες ησυχίας και προσευχής και δακρύων πολλών για τη σωτηρία του και όλων των ανθρώπων. Ο θεός έτσι τον στόλισε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Από τη μονή έβγαινε χάριν αγάπης προς τους σκλαβωμένους αδερφούς Έλληνες των γύρω περιοχών Μακρινίτσας, Βελεστίνου, Aγιάς, όπου κήρυττε, εξομολογούσε, ανέπαυε τις κουρασμένες από τα πάθη ψυχές και τους στήριζε να μην αλλαξοπιστήσουν. Στο Βελεστίνο κοντά στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου είχε ένα κελλί, για να ξεκουράζεται, το οποίο μαζί με το ναό κάηκαν στην επιδρομή του Δράμαλη το Μάιο του 1821 μ.Χ., που κατέπνιξε την Επανάσταση στη Θεσσαλία.
Στις αρχές του 1740 μ.Χ., ενώ βρισκόταν στο Βελεστίνο, προαισθάνθηκε το τέλος του και γύρισε στη μονή ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή. Σύναξε όλη την αδελφότητα και με συγκίνηση τους είπε:
«Αδελφοί και πατέρες, ευλογητός ο θεός, οπού διά την άφατον Αυτού ευσπλαχνίαν έχει να ελευθερώσει σήμερον την αμαρτωλόν μου ψυχήν από την φυλακήν, από τούτον λέγω, τον κόσμον και διά τούτο σας παρακαλώ να ενθυμηθείτε την εντολήν του Δεσπότου Χριστού, οπού λέγει: “Άφετε και αφεθήσεται ημίν” και να δώσετε συγχώρηση ανίσως κα έπταισα καμίαν φοράν ωσάν άνθρωπος όχι άπαξ αλλά πολλάκις. Κι ο θεός να σας συγχωρήσει για όσα εις εμέ πράξατε. Προσέχετε, αδελφοί, να μη παραβαίνετε τας εντολάς του θεού, να αγαπάτε την προσευχήν, ωσάν οπού είναι ομιλία ανθρώπου με τον Θεόν. Να μην αμελείτε τον κανόνας σας, να έχετε αγάπην αναμεταξύ σας, να συντρέχετε εις την εξομολόγησιν, ωσάν οπού είναι το κλειδί του παραδείσου και καθώς χωρίς του κλειδίου είναι αδύνατον να ανοιχτεί η θύρα, ούτω και ο άνθρωπος χωρίς εξομολόγησιν είναι αδύνατον να εισέλθει εις την βασιλείαν των Ουρανών. Να μην ανακατώνεσθε εις κοσμικάς φροντίδας, αλλά να είστε όλως διόλου προσηλωμένοι εις τον φόβον του Θεού και να έχετε γραμμένην μέσα εις τον νου σας τη μνήμη του Θανάτου».
Παρέδωκε την αγία του ψυχή τη 14η Σεπτεμβρίου του έτους 1740 μ.Χ. Έζησε στη γη αυτή ως ουράνιος άνθρωπος κι επίγειος άγγελος.
Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που φέρουν τα λείψανα του Αγίου και κυρίως η τίμια κάρα του, πολλά παλαιότερα αλλά και σύγχρονα θαύματα του Αγίου Γερασίμου αναφέρονται από τους γέροντες της Μονής και από πιστούς των γύρω περιοχών.
Πολλοί δαιμονισμένοι έγιναν υγιείς. Γυναίκες που δεν τεκνοποιούσαν απέκτησαν παιδί. Κάτοικοι των γύρω περιοχών γλίτωσαν κατόπιν λιτανείας της Αγίας κάρας από πλήθος ακρίδων που κατέτρωγαν τα χωράφια τους. Στη Σκόπελο γλίτωσαν από λοιμό και από καταστροφική ασθένεια στα αμπέλια τους. Στις Πινακάτες έπαυσε ο Άγιος μεγάλο θανατικό. Στον Άγιο Γεώργιο Βελεστίνου έσωσε τα πρόβατα βοσκού. Στο Στεφανοβίκειο εξαφάνισε αρουραίους που κατέτρωγαν τα σπαρτά. Πολλά είναι και τα θαύματα του Αγίου Γερασίμου προς τους κατοίκους της Μακρινίτσας, αφού ως γνωστό στο ψηλότερο μέρος του χωριού βρισκόταν το ασκητήριό του. Ακριβώς εκεί που σήμερα βρίσκεται η νέα γυναικεία μονή Αγίου Γερασίμου Μακρινίτσας.
Κάθε χρόνο, την παραμονή της Μεσοπεντηκοστής, υπάρχει συνήθεια στην περιοχή Φυτόκο, λίγο έξω από τη Νέα Ιωνία, να μεταφέρεται η εικόνα και η κάρα του Αγίου Γερασίμου από τη μονή Μακρινίτσας, με τα πόδια, ως την εκκλησία του χωριού. Εκεί το απόγευμα ψάλλεται ο Μέγας εσπερινός της Μεσοπεντηκοστής, ενώ το βράδυ γίνεται αγρυπνία, παρουσία του γέροντος της ιεράς Μονής Φλαμουρίου Πηλίου. Το πρωί δε πανηγυρική θεία Λειτουργία.
ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΣΟΦΟΣ
Ο Διονύσιος Α΄, ο επονομαζόμενος Σοφός[1], διετέλεσε Οικουμενικός Πατριάρχης την περίοδο 1467-1471 και 1488-1490.
Γεννήθηκε στη Δημητσάνα πριν το 1410. Σπούδασε στη Σχολή της Μονής Φιλοσόφου στην πατρίδα του. Εκάρη μοναχός στη Μονή Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη και πνευματικός του πατέρας ήταν ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, Μητροπολίτης Εφέσου, ο οποίος τον χειροτόνησε διάκονο και πρεσβύτερο.
Κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης συνελήφθη και οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Αδριανούπολη. Εκεί εξαγοράστηκε από τον άρχοντα Κυρίτζη και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Τον Ιανουάριο του 1467 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης, υπό την προστασία της χριστιανής μητριάς του Μωάμεθ του Πορθητή, κυρα-Μάρως[2], η οποία ήταν κόρη του Δεσπότη της Σερβίας Γεωργίου Μπράνκοβιτς και σύζυγος του Σουλτάνου Μουράτ Β΄.
Πατριάρχευσε μέχρι το 1471. Συκοφαντήθηκε ότι κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του στην Αδριανούπολη υπέστη περιτομή, αλλά ο ίδιος απέδειξε το αβάσιμο της κατηγορίας[3]. Κατόπιν παραιτήθηκε και αποσύρθηκε στη Μονή Εικοσιφοινίσσης Δράμας, ως το 1488, οπότε επανεξελέγη από Σύνοδο που συνεκλήθη από τον Σουλτάνο Βαγιαζήτ Β΄. Το 1490 παραιτήθηκε λόγω γήρατος και επέστρεψε στην ίδια Μονή, της οποίας θεωρείται δεύτερος κτίτωρ, και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1492, οπότε πέθανε.
Επί Πατριαρχίας Ιωακείμ Α΄ ανακηρύχθηκε άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ορίστηκε να τιμάται η μνήμη του στις 23 Νοεμβρίου. Το σκήνωμά του φυλλάσσεται στη Μονή Εικοσιφοινίσσης, εκτός από ένα τεμάχιο που δόθηκε το 1881 στη Σκήτη του Αγίου Ανδρέα στο Άγιο Όρος και ένα άλλο που δόθηκε το 1955 στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Δημητσάνα. Μετά το θάνατό του είχε συνταχθεί ακολουθία προς τιμήν του, από τον Πρωτοσύγγελο της Μητρόπολης Ξάνθης Χρύσανθο, η οποία συμπληρώθηκε το 1819, κατόπιν εντολής του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, από τον ιερομόναχο Ιλαρίωνα τον Σιναΐτη. 

ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΩΡΑ ΒΑΣΤΑ ΑΡΚΑΔΙΑΣ
Πρόκειται γιὰ τοπικὴ Ἁγία ποὺ ἔζησε τὸν 10ο αἰῶνα στὴν κεντρικὴ Πελοπόννησο (σύνορα Μεσσηνίας – Ἀρκαδίας).
Ἀπὸ μικρὴ ἀγάπησε τὸν Θεάνθρωπο καὶ λυτρωτὴ Χριστὸ καὶ σ’ αὐτὸν ἀφιέρωσε τὴν ζωή της. Ἔζησε σὰν μοναχὸς σὲ ἀνδρικὸ μοναστῆρι τῆς ἄνω Μεσσηνίας καὶ ἔφτασε σὲ μεγάλο ὕψος ἁγιότητας.
Συκοφαντήθηκε ὅμως βάναυσα, ὅτι ἄφησε ἔγκυο κοπέλα τῆς περιοχῆς! Τὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἦταν τέτοια, ὥστε βιαστικὰ τὴν καταδίκασαν σὲ θάνατο. Γιατί ὅμως ἐνῷ εἶχε πρόχειρη τὴν ἀπόδειξη ἀθῳότητάς της σὰν γυναῖκα καὶ ἀφοῦ ἀρνήθηκε τὴν συκοφαντία, δὲν τὴν χρησιμοποίησε; Τὸν λόγο γνωρίζει αὐτὴ καὶ ὁ Θεός. Γεγονὸς εἶναι ὅτι φορτώθηκε ξένη ντροπὴ καὶ ἀποφάσισε νὰ μαρτυρήσει ἀπὸ ἀγάπη.
Τὰ τελευταῖα λόγια της ἦταν: «Τὸ σῶμά μου νὰ γίνει ναός, τὰ μαλλιά μου πελώρια δέντρα καὶ τὸ αἷμα μου ποτάμι».
Σήμερα στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου της, στὸ χωριὸ Βάστα Ἀρκαδίας, ὑπάρχει ἐξωκλῆσι ποὺ ἀπὸ δίπλα του περνάει ποτάμι καὶ πάνω στὴ σκεπὴ του ὑπάρχουν κατὰ παράδοξο τρόπο 17 τεράστια δέντρα.

ΟΣΙΟΣ ΛΕΟΝΤΙΟΣ ΣΤΕΜΝΙΤΣΑ
Για τον βίο του Οσίου Λεοντίου δεν γνωρίζουμε πολλά. Οι κυριότερες πηγές για τα λιγοστά για τα βιογραφικά του στοιχεία είναι ο Κώδικας της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας και ο υπ’ αριθμόν 163 Κώδικας της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Σχολής της Δημητσάνας. Πολλά άλλα στοιχεία διέσωσε η προφορική παράδοση της περιοχής.
Ο Όσιος Λεόντιος έζησε πριν το 1770 μ.Χ. (ίσως το διάστημα μεταξύ 1650 – 1750 μ.Χ.). Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Στεμνίτσα Γορτυνίας και το επώνυμό του ήταν Πασωμένος. Για τους γονείς του, την ακριβή ημερομηνία γέννησής του, την παιδική και την νεανική του ηλικία, δεν γνωρίζουμε κάτι. Η μοναχική του κουρά έγινε πιθανότατα σε μία από τις πολλές Μονές που ήκμαζαν την εποχή εκείνη στην περιοχή της Στεμνίτσας.
Τα στοιχεία περί του βίου του γίνονται πιο συγκεκριμένα, όταν ο Άγιος αρχίζει την ασκητική του πορεία στην κορυφή του όρους Καστανιά, που ίσως πρόκειται για το αρχαίο όρος «Κνάκαλος» όπως το αναφέρει ο Παυσανίας, με υψόμετρο 1.200 μέτρων, ακριβώς απέναντι από το χωριό της Βλαχέρνας. Η ευρύτερη περιοχή της Βλαχέρνας και τα σπήλαια που κοσμούν τα γύρω όρη ήταν τόπος ασκήσεως αναχωρητών.
Σε ένα τέτοιο, φυσικό σπήλαιο, κατοίκησε ο Όσιος Λεόντιος. Στην πορεία του χρόνου προχώρησε στην διάνοιξη του σπηλαίου και στην κατασκευή μονυδρίου προς τιμήν της Καταθέσεως της Τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου. Αφορμή ήταν η παρουσία, της ιεράς εικόνος της Κυρίας Θεοτόκου, στην οποία αναγράφεται «ΜΗΤΕΡΑ ΘΕΟΥ η Βλαχέρνα». Από την εικόνα αυτή πήρε το σημερινό του όνομα το χωριό και από Μπεζενίκος μετονομάστηκε σε Βλαχέρνα. Η εικόνα αυτή της Θεοτόκου είχε κρυφτεί κάτω από το κελί του Οσίου Λεοντίου μέσα σε μικρή κρύπτη του βράχου, ώστε να παραμείνει προστατευμένη και να μην πέσει στα βέβηλα χέρια των τούρκων. Η εικόνα ευρέθη θαυματουργικώς μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους.
Στο σπήλαιο λοιπόν αυτό, και υπό την σκέπη της Θεοτόκου, ο Όσιος Λεόντιος έζησε χρόνους απομόνωσης και αφιέρωσης στην προσευχή και την άσκηση. Παράλληλα δεν παρέβλεψε να προσφέρει πνευματική ωφέλεια στους κατοίκους της περιοχής και σε όλους όσους περνούσαν από εκεί. Χαρακτηριστικό της αγάπης και της φιλανθρωπίας του είναι το ακόλουθο.
Το χωριό ήταν πέρασμα όσων εδιάβαιναν από την Τρίπολη προς τα Καλάβρυτα και τον Πύργο. Ο δρόμος ήταν χαραγμένος περίπου όπως η σημερινή οδική αρτηρία που ενώνει την Τρίπολη με την Βλαχέρνα και συνεχίζει για τα Καλάβρυτα και τον Πύργο. Στο τμήμα αυτό του δρόμου κοντά στην Βλαχέρνα δεν υπήρχε νερό προς ξεκούραση των οδοιπόρων.
Ο Όσιος επισημαίνοντας την ανάγκη των ανθρώπων για λίγη ξεκούραση και δροσερό νερό, μετέφερε νερό μέσα σε ασκί και το τοποθετούσε σε πιθάρι στον ίσκιο ενός δέντρου δίπλα στο δρόμο, εκεί όπου και σήμερα υπάρχει το τοπωνύμιο «δέντρος». Έτσι, οι οδοιπόροι εύρισκαν λίγη ανάπαυση στην μακρά οδοιπορία τους, κυρίως κατά τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού.
Το διακόνημα αυτό δεν ήταν μικρό. Ο Άγιος είχε μακρύ δρόμο να διανύσει κάθε φορά από την κορυφή του βουνού έως τον δρόμο για να μεταφέρει το νερό και να επιστρέψει και πάλι στο ασκητήριό του. Όμως, εκείνος συνδύαζε μέσα από το διακόνημα αυτό αγάπη για τον άνθρωπο και αγάπη για τον Θεό. Κάθε φορά που επέστρεφε, αφού είχε ήδη μεταφέρει το νερό για τους οδοιπόρους, έπαιρνε το ανηφορικό μονοπάτι προς το ασκητήριό του κουβαλώντας μία μεγάλη πέτρα κάθε φορά, ώστε να βρίσκεται συνεχώς σε σωματική άσκηση, να συγκεντρώνει υλικά για την ανοικοδόμηση του ναού προς τιμήν της Θεοτόκου της Βλαχέρνας, αλλά και την κατασκευή του τάφου του.
Δίπλα στο ασκητήριό του και τον ναό που έκτισε προς τιμήν της Παναγίας μας, κατασκεύασε μία μικρή δεξαμενή νερού και καλλιεργούσε κήπο για τις ανάγκες του.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός για να τον ανταμείψει για τον αγώνα του και την προθυμία του, που τον ακολούθησε και τον διακόνησε σε όλη του την ζωή, του έδωσε το χάρισμα να προγνωρίσει την κοίμησή του.
Ήταν Μεγάλο Σάββατο όταν ο Άγιος Λεόντιος ασθένησε, ένας φίλος του τσοπάνης της περιοχής θέλησε να τον επισκεφθεί και να του προσφέρει γάλα για να τον ανακουφίσει.
Ο Άγιος όμως δεν είχε δοχείο άδειο για να αδειάσει το γάλα, είπε έτσι στον ποιμένα να έρθει αύριο να πάρει το δοχείο του και συγχρόνως του έδωσε οδηγίες για την ταφή του εντός του σπηλαίου και στον τάφο τον οποίο ο ίδιος είχε κατασκευάσει.
Την άλλη μέρα την Κυριακή του Πάσχα πηγαίνοντας ο τσοπάνης να πάρει το δοχείο, βρήκε τον Άγιο κοιμηθέντα και αμέσως έκανε ό,τι ο Άγιος του είχε ανακοινώσει.
Ο τάφος του Αγίου σώζεται μέχρι σήμερα έχει σχήμα ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου, η στέγη του είναι θολωτή, με μικρή τρύπα στη μέση. Εκεί βρισκόταν και το ραβδάκι του Αγίου το οποίο έχει απομείνει το μισό και φυλάσσεται μέχρι σήμερα μαζί με μικρά τεμάχια του Ιερού Λειψάνου που, εδώ εις τον Ιερόν Ναό του Αγίου Αθανασίου της Βλαχέρνας, έχουν τεθεί προς προσκύνηση.
Σύμφωνα με τον κώδικα της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας, που αποτελεί πλέον την πιο έγκυρη πηγή της ζωής του Αγίου Λεοντίου, μαθαίνουμε «ότι μετά από παρέλευση ενός έτους οι χωρικοί μετά του ποιμένος εκχώσαντες το λείψανον του Οσίου, εύρον αυτό λελυμένον και ευωδίας ανάπλεων». Ένα μεγάλο δείγμα Αγιότητος, τιμής και ανταμοιβής από το Θεό προς τον Όσιο για τον αγώνα του και την οσιακή βιωτή του.
Η παράδοσις μας διασώζει ότι κάποιος τσοπάνης από το χωριό του Οσίου Λεοντίου μετά από προτροπή του Αγίου εργαζόταν στο αιγοποίμνιο του Ιωάννου Κατσούλη, κοντά στους πρόποδες του όρους του Οσίου, από εκεί μετέφερε το ιερό λείψανο του Οσίου στη Στεμνίτσα και συγκεκριμένα στην Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου.
Το 1779 μ.Χ. απόσπασμα Αλβανών πήγε στη Στεμνίτσα και έκαψε αρκετά σπίτια, πυρπόλησαν και την Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου, όπου βρήκαν την κάρα του Οσίου Λεοντίου και την πούλησαν σε χριστιανούς της Πρέβεζας.
Ένα από τα θαύματα του Οσίου, που διασώζει η παράδοση, έγινε στο ποιμνιοστάσιο που προαναφέραμε. Ο ποιμένας διαπίστωσε ότι το γάλα από μία συγκεκριμένη γίδα μοσχοβολούσε. Παρακολούθησε σε ποιο σημείο έβοσκε το συγκεκριμένο ζώο και είδε ότι έμπαινε στην σπηλιά του Οσίου και έτρωγε χόρτο που φύτρωνε στον τάφο του Αγίου. Την επόμενη ημέρα το χορτάρι είχε φυτρώσει και πάλι πάνω στον τάφο.
Ο Κώδικας της Μονής του Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας διασώζει ένα ακόμη θαύμα. Κοντά στην Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου είχε ξεσπάσει ραγδαία βροχή και χαλάζι, με διάρκεια πολλών ημερών, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα και μεταβάλλοντας την περιοχή σε χειμάρρους. Οι μοναχοί της Μονής είχαν απελπιστεί από την φυσική καταστροφή, ύψωσαν την κάρα του Οσίου Λεοντίου προς τον ουρανό και έκαναν δέηση. Αμέσως η βροχή σταμάτησε και η περιοχή σώθηκε από μεγαλύτερα δεινά.
Ο Όσιος Λεόντιος εορτάζει την Τετάρτη του Πάσχα στην Ιερά Μονή Παναγίας των Βλαχερνών (στο όρος Καστανιά).

ΑΓΙΟΙ ΡΑΦΑΗΛ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
Οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη συγκαταλέγονται στη χορεία των Νεοφανών Αγίων και μάλιστα εκείνων που μαρτύρησαν σχεδόν αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Σχετικά με τον βίο τους γνωρίζουμε λίγα πράγματα. Οι πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξη των Αγίων ιστορούνται με θαυματουργικό και αποκαλυπτικό τρόπο από το έτος 1959 μ.Χ. Από μία ανασκαφή που έγινε στη Θερμή της Λέσβου, ανακαλύφθηκε ο τάφος ενός αγνώστου προσώπου, που όπως αποκαλύφθηκε σε συνεχή οράματα, ανήκε στον Άγιο Ιερομάρτυρα Ραφαήλ, ο οποίος μαρτύρησε μαζί με τον Άγιο Οσιομάρτυρα Νικόλαο και την Αγία Ειρήνη. Ο τάφος και το λείψανο του Αγίου Νικολάου ανακαλύφθηκε στις 13 Ιουνίου 1960 μ.Χ.
Ο Άγιος Ραφαήλ καταγόταν από τους Μύλους της Ιθάκης και γεννήθηκε το έτος 1410 μ.Χ. Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Λάσκαρης ή Λασκαρίδης και ο πατέρας του ονομαζόταν Διονύσιος. Πριν γίνει κληρικός είχε σταδιοδρομήσει στο βυζαντινό στρατό και έφθασε μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Σε ηλικία τριάντα πέντε ετών γνώρισε ένα ασκητικό και σεβάσμιο γέροντα, τον Ιωάννη, ο οποίος τον προσείλκυσε στην εν Χριστώ ζωή. Κάποια Χριστούγεννα ο γέροντας κατέβηκε από τον τόπο της ασκήσεώς του, για να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τους στρατιώτες και κήρυξε τον λόγο του Θεού. Τότε ο αξιωματικός Γεώργιος, όταν ο γέροντας κατέβηκε πάλι τα Θεοφάνεια, αποχαιρέτισε τους στρατιώτες και τον ακολούθησε.
Μετά την κουρά του σε μοναχό, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, αλλά τιμήθηκε και με το οφίκιο του αρχιμανδρίτη και του πρωτοσύγκελου. Μαζί δε με τις άλλες αποκαλύψεις, ο Άγιος Ραφαήλ αποκάλυψε ότι απεστάλη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Εσπερία, στην πόλη της Γαλλίας που ονομάζεται Μορλαί, για να εκπληρώσει την εντολή που του ανατέθηκε. Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα λίγο πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Ακόμη απεκάλυψε ότι κήρυξε τον λόγο του Ευαγγελίου στην Αθήνα, στο λόφο που είναι το μνημείο του Φιλοπάππου.
Λίγα χρόνια πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, περί το έτος 1450 μ.Χ., ο Άγιος βρέθηκε μετά από περιπλανήσεις στην περιοχή της Μακεδονίας και μόναζε εκεί.
Κοντά στον Άγιο Ραφαήλ βρισκόταν εκείνο το διάστημα ο Άγιος Νικόλαος ως υποτακτικός. Ο Νικόλαος εκάρη μοναχός και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος. Θεωρείται Θεσσαλονικεύς στην καταγωγή, αν και αναφέρεται ότι γεννήθηκε στους Ράγους της Μηδίας της Μικράς Ασίας. Ωστόσο μεγάλωσε και ανδρώθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Μόλις έπεσε η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι εισέβαλαν ορμητικά στη Θράκη και καταλύθηκε οριστικά η βυζαντινή αυτοκρατορία, ο φόβος για γενικούς διωγμούς κατά των Χριστιανών στάθηκε ως αφορμή να καταφύγει ο Άγιος Ραφαήλ με την συνοδεία του από το λιμάνι της Αλεξανδρουπόλεως, στη Μυτιλήνη. Εκεί εγκαταστάθηκε μαζί με άλλους μοναχούς στην παλαιά μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου, η οποία στο παρελθόν ήταν γυναικεία και ήταν χτισμένη στο λόφο Καρυές, κοντά στο χωριό Θέρμη. Ηγούμενος της μονής εξελέγη στην συνέχεια ο Άγιος Ραφαήλ.
Έπειτα από μερικά χρόνια, το έτος 1463 μ.Χ., η Λέσβος έπεσε στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι σε μια επιδρομή τους στο μοναστήρι, συνέλαβαν τον Άγιο Ραφαήλ και τον Άγιο Νικόλαο, τη Μεγάλη Πέμπτη του ιδίου έτους. Ακολούθησαν σκληρά και ανηλεή βασανιστήρια και ο Άγιος Ραφαήλ μαρτύρησε διά σφαγής με πολύ σκληρό τρόπο. Τον έσυραν βιαίως τραβώντας τον από τα μαλλιά και την γενειάδα, τον κρέμασαν από ένα δένδρο, τον χτύπησαν βάναυσα, τον τρύπησαν με τα πολεμικά τους όργανα, αφού προηγουμένως τα πυράκτωσαν σε δυνατή φωτιά και τελικά τον έσφαξαν πριονίζοντάς τον από το στόμα.
Σε μερικές εμφανίσεις του ο Άγιος Ραφαήλ φαίνεται να συνοδεύεται από πολλούς, δορυφορούμενους τρόπον τινά, οι οποίοι διάνυσαν πριν από αυτόν τον ασκητικό βίο στη μονή των Καρυών, όπως είπε σε εκείνους που τα έβλεπαν αυτά. Αποκάλυψε επίσης, ότι η μονή αυτή, η οποία είναι γυναικεία, υπέστη επιδρομή από τους αιμοχαρείς πειρατές κατά το έτος 1235 μ.Χ. Κατά την επιδρομή εκείνη αγωνίσθηκε μαζί με τις άλλες μοναχές τον υπέρ του Χριστού καλό αγώνα η καταγόμενη από την Πελοπόννησο ηγουμένη Ολυμπία και η αδελφή της Ευφροσύνη. Η Ολυμπία τελειώθηκε αθλητικώς στις 11 Μαΐου του έτους 1235 μ.Χ., εμφανίσθηκε δε μαζί με τον μεγάλο και θαυματουργό Άγιο Ραφαήλ.
Ο Άγιος Νικόλαος πέθανε μετά από βασανισμούς, από ανακοπή καρδιάς, δεμένος σε ένα δένδρο.
Μαζί με τους Αγίους συνάθλησε και η μόλις δώδεκα χρονών νεάνιδα Ειρήνη, θυγατέρα του Βασιλείου, προεστού της Θέρμης, η οποία και εμφανίζεται μαζί τους. Αυτή μαρτύρησε ως εξής: Οι ασεβείς αλλόθρησκοι της απέκοψαν το ένα χέρι και ακολούθως την έβαλαν σε ένα πιθάρι και κατέκαυσαν την αγνή αυτή παρθένο, υπό τα βλέμματα των δύστυχων γονέων της, οι οποίοι και θρηνούσαν γοερά για τον φρικτό θάνατο του παιδιού τους.
Με τους Αγίους συνεμαρτύρησαν ο μνημονευθείς πατέρας της Αγίας Ειρήνης, Βασίλειος, η σύζυγός του Μαρία, το μόλις πέντε ετών παιδί τους Ραφαήλ, η ανεψιά τους Ελένη, ο δάσκαλος Θεόδωρος και ο ιατρός Αλέξανδρος, των οποίων τα οστά βρέθηκαν κοντά στους τάφους των Αγίων, μέσα σε ξεχωριστούς τάφους. Το μαρτύριό τους συνέβη την Τρίτη της Διακαινησίμου, στις 9 Απριλίου του έτους 1463 μ.Χ.
Έπειτα από θαυματουργικές υποδείξεις των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, έγινε γνωστή η ύπαρξη των λειψάνων τους και υποδείχθηκαν τα σημεία όπου βρίσκονταν οι τάφοι τους.
ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ
Η παράδοση αναφέρει ότι ήταν ένας από τους γιους του Ιωσήφ από άλλη γυναίκα, γι’ αυτό ονομαζόταν αδελφός του Κυρίου. Η συγγενική του, όμως, σχέση με τον Κύριο δεν είναι ομόφωνα καθορισμένη. Αλλά το γεγονός είναι ότι ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος έγινε πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων και είναι αυτός που έγραψε την πρώτη Θεία Λειτουργία της χριστιανικής Εκκλησίας.
Ο Ιάκωβος, λοιπόν, ποίμανε την Εκκλησία των Ιεροσολύμων με δικαιοσύνη, με γενναία στοργή και στερεότητα στην πίστη. Αυτό όμως, εξήγειρε τη μοχθηρία και την κακουργία των Ιουδαίων. Αφού τον έπιασαν, τον έριξαν πάνω από το πτερύγιο του Ναού, και ενώ ακόμα ήταν ζωντανός, τον αποτελείωσαν με άγριο κτύπημα ροπάλου στο κεφάλι.
Έργο του Ιακώβου είναι και η Καθολική Επιστολή του στην Καινή Διαθήκη, στην οποία να τι μας συμβουλεύει, σχετικά με το πως πρέπει να χειριζόμαστε το λόγο του Θεού: «Γίνεσθε ποιηταὶ λόγου καὶ μὴ μόνον ἀκροαταί, παραλογιζόμενοι ἑαυτούς» (Επιστολή Ιακώβου, α’ 22). Δηλαδή να γίνεσθε εκτελεστές και τηρητές του λόγου του Θεού και όχι μόνο ακροατές. Και να μη ξεγελάτε τον εαυτό σας, με την ιδέα ότι είναι αρκετό και μόνον να ακούει κανείς το λόγο.
Τέλος, η μνήμη του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, φέρεται και την Κυριακή μετά την Γέννηση του Χριστού, μαζί με τη μνήμη του Δαβίδ του Προφήτου και Ιωσήφ του μνήστορος, συνοδευόμενη με το ακόλουθο δίστοιχο: «Σὺ τέκτονος παῖς, ἀλλ᾿ ἀδελφὸς Κυρίου, τοῦ πάντα τεκτήναντος, ἐν λόγῳ, μάκαρ». Τελείται δε αύτω η Σύναξις εν τω σεπτώ αυτού Ναώ το όντι ένδοθεν της Υπεραγίας Θεοτόκου εν τοις Χαλκοπρατείοις.

ΟΣΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΚ ΣΑΜΑΡΙΝΗΣ
Στύλος και εδραίωμα των σκλαβωμένων Ελλήνων ο μοναχός Δημήτριος, γεννήθηκε στη Σαμαρίνα της Πίνδου στα τέλη του 18ου μ.Χ. αιώνα. Έγινε μοναχός στο μοναστήρι της Πατρίδας του, όπου με προσευχή και νηστεία εξάγνισε το σώμα και την ψυχή του. Μετά την κατάπνιξη, από τον Αλή Πασά το 1808, της επανάστασης που υποκίνησε ο παπα Ευθύμιος Βλαχάβας, ο Δημήτριος βγήκε από το μοναστήρι του και γύριζε τα χωριά κηρύττοντας τον λόγο του Θεού και διδάσκοντας υπομονή στις θλίψεις. Μετά από συκοφαντία τον συνέλαβε ο Αλή Πασάς και τον φυλάκισε. Κατόπιν διέταξε τον άγριο βασανισμό του. Έτσι οι δήμιοι με καλαμένιες ακίδες τρύπησαν τους βραχίονες του και έπειτα τις έμπηξαν στα νύχια των χεριών και των ποδιών του. Στη συνέχεια έσφιξαν το κεφάλι του σε μέγγενη και κατόπιν αφού τον κρέμασαν ανάποδα τον έκαιγαν από κάτω με φωτιά. Βλέποντας κάποιος Τούρκος την γενναιότητα του Δημητρίου, πίστεψε στον Χριστό και έπειτα μαρτύρησε. Ύστερα ο Αλή Πασάς έκτισε τον Δημήτριο μέσα σ’ έναν τοίχο, αφήνοντας μόνο το κεφάλι του απ’ έξω για να παρατείνει το μαρτύριο. Ο Μάρτυρας άντεξε έτσι 10 ημέρες. Τελικά παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό, το έτος 1808. Το μαρτύριο του συνέγραψε ο πρόξενος της Γαλλίας στα Ιωάννινα Ε. Pouqueville.
(Το μαρτύριο του οσιομάρτυρα Δημητρίου, αντέγραψε κατόπιν ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Να σημειώσουμε εδώ, ότι ο Δουκάκης και ο Άγιος Νικόδημος στους Συναξαριστές τους καθώς και ο Σ. Ευστρατιάδης στο Αγιολόγιο του δεν αναφέρουν τη μνήμη του νεομάρτυρα αυτού. Στην τοπική αγιολογία της Ιεράς Μητροπόλεως Γρεβενών, ένα Ημερολόγιο της Εκκλησίας της Ελλάδος (1963), σελ. 306, αναφέρει τη μνήμη του Αγίου την 18η Αυγούστου. Το Μέγα Ευχολόγιο όμως, καθώς και ο Otto Meinardus, αναφέρουν τη μνήμη του την 17η Αυγούστου).
ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΚ ΓΡΕΒΕΝΩΝ
Ο Νεομάρτυρας Άγιος Γεώργιος γεννήθηκε το 1808 στον οικισμό Τσούρχλι (σημερινό Άγιος Γεώργιος Γρεβενών) του Νομού Γρεβενών. Οι γονείς του, Κωνσταντίνος και Βασιλική, ασχολούνταν με τη γεωργία και ήταν φτωχοί. Σε ηλικία 8 ετών έμεινε ορφανός και αναζήτησε εργασία στα Ιωάννινα. Εκεί έγινε σεϊτζής (ιπποκόμος) του Χατζή Αβδουλά, αξιωματικού του Ιμίν Πασά. Στην υπηρεσία του Χατζή Αβδουλά παρέμεινε για περίπου οκτώ χρόνια.
Το 1836, ο Γεώργιος αρραβωνιάστηκε μια νεαρή ευσεβή Γιαννιώτισσα, την Ελένη. Την ημέρα των αρραβώνων του, όμως, συκοφαντήθηκε από ένα Οθωμανό Χότζα ότι είχε εξισλαμιστεί κατά τα προηγούμενα χρόνια και επανήλθε στην ορθόδοξη πίστη. Όταν ρωτήθηκε στο δικαστήριο ο Γεώργιος, χωρίς φόβο ομολόγησε ότι γεννήθηκε από χριστιανούς γονείς και ότι παρέμεινε χριστιανός καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Η ακρίβεια των λόγων του πιστοποιήθηκε και από το γεγονός ότι ήταν απερίτμητος και τελικά αφέθηκε ελεύθερος.
Δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο πότε νυμφεύτηκε. Πιθανότερες ημερομηνίες είναι ο Αύγουστος του 1836 ή ανήμερα της γιορτής του Αγίου Δημητρίου του ίδιου έτους, δηλαδή 26 Οκτωβρίου 1836, ενώ κάποιοι υποστηρίζουν ότι παντρεύτηκε τον Ιανουάριο του 1837.
Μαρτύριο
Το 1837 προσλήφθηκε ως ιπποκόμος στον Μουσελίμη των Φιλιατών, από όπου επέστρεψε στα Ιωάννινα το Δεκέμβρη του ίδιου έτους για τη γέννηση και τη βάφτιση του γιου του. Εκεί, στις 12 Ιανουαρίου 1838, ημέρα Τετάρτη, ο ίδιος Χότζας τον συκοφάντησε και πάλι ότι ευτελίζει τη μουσουλμανική πίστη, κατηγορώντας τον ότι ενώ προηγουμένως ήταν Οθωμανός, τώρα είναι Χριστιανός, παντρεμένος με Χριστιανή και ότι βάφτισε και το παιδί του χριστιανό.
Αφού τον συνέλαβαν, τον έκλεισαν στη φυλακή και τον πίεζαν να αλλαξοπιστήσει. Εκείνος όμως παρέμεινε αμετάπειστος, ομολογώντας ακατάπαυστα τη χριστιανική του πίστη. Ο κλήρος και ο λαός των Ιωαννίνων μάταια προσπάθησαν να προλάβουν την άδικη απόφαση του Τούρκου δικαστή κατά του Γεώργιου. Ο μητροπολίτης Ιωαννίνων, Ιωακείμ ο Χίος, μόλις πληροφορήθηκε τα γεγονότα, πήγε στο δικαστήριο για να υπερασπιστεί το Γεώργιο, αλλά ενώ προέβαλε σοβαρά επιχειρήματα, κανένα από αυτά δεν έγινε αποδεκτό. Την επόμενη μέρα, στο δικαστήριο, προσπάθησαν να πείσουν το Γεώργιο να αλλαξοπιστήσει, προτείνοντάς του σημαντικές θέσεις και αξιώματα. Εκείνος εμμένει στην πίστη του ομολογώντας για ακόμα μια φορά: “Χριστιανός είμαι”. Έτσι το μαρτύριο αρχίζει.
Τον μαστιγώνουν ανελέητα, τον καίνε με βραστό λάδι και κερί, του τρυπούν τα νύχια με ακίδες, βάζουν βαριά πέτρα στο στήθος του, την οποία μόλις και μετά βίας σηκώνουν είκοσι άνδρες. Ο Γεώργιος υπομένει γενναία λέγοντας με απλότητα: «Είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θα πεθάνω».
Την Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 1838, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Αντωνίου, ο Άγιος απαγχονίστηκε. Το ιερό λείψανό του παρέμεινε κρεμασμένο μέχρι τις 19 Ιανουαρίου, διάστημα κατά το οποίο παρατηρήθηκαν πολλά θαυμαστά σημεία της αγιότητάς του. Ήδη από το βράδυ της Δευτέρας, 17 Ιανουαρίου, ένα φως κατέβαινε από τον ουρανό και στεφάνωνε το κεφάλι του Νεομάρτυρα. Το φως αυτό εμφανιζόταν κάθε βράδυ για όλο το τριήμερο κατά το οποίο ο Νεομάρτυρας Γεώργιος παρέμεινε απαγχονισμένος. Κατόπιν το σκήνωμά του αγοράστηκε με αντίτιμο 300 γρόσια καθώς φαίνεται από το κατάστιχο της Μητρόπολης των Ιωαννίνων και ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων, Ιωακείμ ο Χίος, συμπαραστατούμενος από τους Μητροπολίτες Γρεβενών και Άρτης, ενταφίασε το Νεομάρτυρα με τιμές στη δυτική πύλη του ιερού βήματος του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Αθανασίου. Το μαρτύριο και την ταφή του Γεώργιου ακολούθησαν πλήθος θαυμάτων, αδιάψευστα πειστήρια της αγιότητάς του.
Στις 25 Οκτωβρίου 1971 έγινε η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του, τα οποία εναποτέθηκαν στο ομώνυμο ναό των Ιωαννίνων, στην Πλατεία Πάργης. Ιερός ναός αφιερωμένος στη μνήμη του Αγίου υπάρχει και στη γενέτειρά του, Άγιο Γεώργιο Γρεβενών, όπου φυλάσσεται τμήμα το ιερού του λειψάνου.
Η μνήμη του τιμάται στις 17 Ιανουαρίου και αποτελεί τον πολιούχο Άγιο της πόλης των Ιωαννίνων και της γενέτειράς του, του χωριού Άγιος Γεώργιος Γρεβενών. Τέλος, ο Άγιος τιμάται ιδιαίτερα και στο χωριό Αργυρό Πηγάδι Αιτωλοακαρνανίας, όπου υπάρχει ο ομώνυμος πεντάτρουλος ναός, ο οποίος είναι ο πρώτος ναός που χτίστικε προς τιμήν του το 1847, δηλαδή μόλις 9 χρόνια μέτα το μαρτύριό του. 

1. Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης
Ό μακάριος αὐτός Νεομάρτυρας κατήγετο ἀπό τὶς Μαριές τῆς Θάσου. Σὲ ἠλικία δέκα τεσσάρων ἐτῶν τὸν ἔφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ μάθη τὴν τέχνη τοῦ ράφτη. Πρὶν περάση πολύς καιρός ὁ δάσκαλός του τὸν ἔστειλε σ’ ἕναν Ἐβραῖο ἔμπορο τοῦ Γαλατᾶ νὰ ἀγοράση ράμματα.
Ὁ Ἐβραῖος ὅμως, καθώς εἰδε τὸ νέο παιδί θέλησε νὰ τὸ ξεγελάση καὶ δὲν ἄργησαν νὰ φιλονικήσουν.
Ἦταν μεσημέρι καὶ ὁ Χότζας ἔλεγε τὴν συνηθισμένη προσευχή. Τότε ὁ Ἐβραῖος ἄρχισε νὰ φωνάζη πρὸς τοὺς Ἀγαρηνούς: δὲν ἀκοῦτε τὸ παιδί αὐτό ποὺ ὑβρίζει τὴν πίστι σὰς καὶ τὸ προσκύνημά σας; Ἀυτό ἔγινε ἀφορμή νὰ οδηγηθῆ ὁ Ἰωάννης στὸν Βεζύρη ποὺ ἔκανε χρέη δικαστοῦ.
Ὅταν δὲ εἶδε πόσο νέος καὶ ἀθῶος ἦταν ὁ Ἰωάννης τὸν λυπήθηκε καὶ τοῦ λέει «Ἔλα νὰ γίνης Τοῦρκος νὰ σώσης τὴν ζωή σου καὶ νὰ σὲ ἔχω πλησίον μου νὰ σὲ τιμήσω καὶ νὰ σὲ πλουτίσω».
 
Μὲ τέτοιες καὶ ἄλλες ὑποσχέσεις προσπαθοῦσε νὰ ἀλλάξη τὴν γνώμη τοῦ Ἰωάννη καὶ νὰ τὸν χωρίση ἀπό τὸν Χριστό.
«Δὲν θὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστό κι ἄν ὅλο τὸ βασίλειό σου μοῦ χαρίσης, κι ἄν μύρια βάσαν καὶ παιδεμούς μοῦ κάνετε», ἦταν ἡ ἀπάντησις τοῦ Ἰωάννη. Βλέποντας ὁ Βεζύρις ὅτι ἦταν μάταιο νὰ ἐπιμένη στὶς κολακεῖες καὶ στὶς φοβέρες, πρόσταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν γενναῖο μάρτυρα τῆς πίστεως.
Ὁ ὀργισμένος δήμιος χτύπησε μὲ δύναμι τὸν νεαρό μάρτυρα καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι.
Ἡ ψυχή του ἀνέβηκε καθαρή καὶ ἐλεύθερη πρὸς τὸν Κύριο τῶν Δυνάμεων γιὰ νὰ στεφανωθῆ μὲ τὴν αἰώνια δόξα πού χαρίζει ὁ Κύριος σ’ ὅσους δίνουν τὴν καλή μαρτυρία τῆς πίστεως.
Καὶ αὐτά ἔλαβαν χώρα τὸ ἔτος 1652.

2. Όσιος Δανιήλ ο εν τω Θασίω
Ο όσιος πατήρ ημών Δανιήλ γεννήθηκε στους χρόνους της Εικονομαχίας, επί βασιλείς Κων/νου του Κοπρωνύμου (741-775), σύγχρονος του Μεγάλου Ιωαννικίου, τον οποίον και ακολούθησε, όταν ο θείος Ιωαννίκιος ήλθε στην Θάσο και έδιωξε τους όφεις. Από μικρό παιδί, έβαλε πρώτο θεμέλιο την εγκράτεια και την σωφροσύνη.
 
Επιθυμών να απαρνηθή τον κόσμο και τα αγαθά του κόσμου και να σηκώσει τον ελαφρόν ζυγόν του Χριστού ζητούσε τόπο ησυχίας στις ερήμους της νήσου. Και αφού βρήκε σπήλαιο απόκρυφο, έμεινε σ’ αυτό διαλεγόμενος με τον Θεό, αδειαλείπτως προσευχόμενος.
Αλλά επειδή ο λύχνος δεν είναι δίκαιο να κρύπτεται υπό το μόδιον, αλλά πρέπει να τοποθετείται στον λυχνοστάτη, έτσι και η αρετή του θεοφόρου πατρός Δανιήλ δεν ήταν δυνατόν να κρυφθή μέχρι τέλους.
Όταν έμαθαν την ισάγγελον πολιτεία του και την υπεράνθρωπο διαγωγήν του στην έρημο, πολλοί των Θασίων, ήλθαν προς αυτόν και παρακαλούσαν να τους δεχθεί μαθητές και συνασκητάς στους αγώνες του.
Ο όσιος υπακούων στο θείο πρόσταγμα « τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω» δέχθηκε αυτούς με χαρά. Και με την συνδρομή των φιλοχρίστων ευπατριδών έκτισε Μοναστήριο πάνω σ’ ένα μικρό νησάκι κοντά στη Θάσο, απέναντι του χωριού Ποταμιά, το οποίο ονομάζεται Κραμπούσα μέχρι και σήμερα.
Και έγινε ιερό Κοινόβιο, φροντιστήριο ψυχών και πλήθαιναν οι αδελφοί όχι μόνον από την Θάσο, αλλά και από άλλους τόπους της απέναντι στερεάς ακούοντες την φήμη και την μεγάλη αρετή του Οσίου. Όλους αυτούς εποίμενεν ο όσιος διδάσκων και νουθετών και έγινε πολλών ψυχών σωτηρίας αίτιος.
Ο όσιος Δανιήλ αφού έφθασε σε βαθύ γήρας αναπαύθηκε εν Κυρίω.
Οι μαθηταί του κατά την δική του εντολή τον ενταφίασαν στο νησίδιο αυτό.
Έλαβε την επωνυμία, ο όσιος Δανιήλ ο εν τω Θασίω, δηλαδή ο εις το της Θάσου νησίδιο, η μνήμη του δε εορτάζεται από την Εκκλησία την 12ην Σεπτεμβρίου.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΦΩΚΙΔΟΣ

1. Άγιος Μεθόδιος Ολύμπου
Έζησε τον 3ο -4ο αιώνα και μαρτύρησε το έτος 311 μ.Χ. στη Χαλκίδα. Είναι σπουδαίος εκκλησιαστικός συγγραφέας και η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιουνίου. 
2. Άγιος Ρηγίνος ο Λειβαδεύς
Καταγόταν από τη Λιβαδειά Βοιωτίας  και έζησε κατά τον 4ο αιώνα. Έγινε Επίσκοπός της νήσου Σκοπέλου, η οποία εκκλησιαστικά υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Χαλκίδος. Έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Σαρδικής, ίσως και στην Α΄ Οικουμενική. Σφράγισε το βίο του μαρτυρικώς, αφού η τιμία κεφαλή του απετμήθη από τον ηγεμόνα της Ελλάδος. Η μνήμη του εορτάζεται πανηγυρικά στη Σκόπελο, την 25 Φεβρουαρίου.
3. Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε
Γεννήθηκε σ’ ένα χωριό του Πόντου μεταξύ των ετών 920-925. Αφού εκάρη μοναχός πήγε σε πολλά μέρη και κήρυττετο λόγο του Θεού. Άρχιζε πάντα με την προσφιλή του λέξη «Μετανοείτε», η οποία συνδέθηκε για πάντα με το όνομά του. Στην Εύβοια ασχολήθηκε, όπως έπραττε παντού, με το κήρυγμα. Έλαβε αφορμή από το φαινόμενο της παλίρροιας και μίλησε «Περί της ρευστότητας και μεταβλητότητας του εγκοσμίου βίου και περί των ασταθών τρόπων των ακαταστάτων ανθρώπων». Τόπος από όπου εκήρυττε ήταν το υψηλό φρούριο του Ευρίπου (Χαλκίδος). Θαυματούργησε σώζοντας ένα παιδί που έπεσε από ψηλά από το φρούριο. Όλοι νόμιζαν ότι σκοτώθηκε. Όταν συνήλθε το παιδί είπε: Δεν σκοτώθηκα γιατί με κράτησε αυτός ο μοναχός που λέει «Μετανοείτε». Επίσης θεράπευσε μία δαιμονόπληκτη γυναίκα για τη θεραπεία της οποίας προσευχήθηκε δημόσια με τη συμμετοχή του λαού. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Νοεμβρίου.

4. Όσιος Γρηγόριος ο εν Στρογγυλή των Λιχάδων
Έζησε κατά τον 11ο αι. μ.Χ. και ήταν ασκητής στο νησάκι Στρογγυλή, το οποίο ανήκει στο συγκρότημα των Λιχαδονήσων στο Βορειοδυτικό άκρο της Ευβοίας.
5. Όσιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ο Χαλκιδεύς
Σημαντικός  εκκλησιαστικός συγγραφέας, που ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με την ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Γεννήθηκε στη Χαλκίδα και ανεδείχθη Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και Βουλγαρίας. Έζησε κατά τον 11ο αι. μ.Χ. και η μνήμη του τιμάται την 31 Δεκεμβρίου. 
6. Όσιος Ευθύμιος ο ασκητής και Όσιος Δανιήλ ο στυλίτης
Οι ανωτέρω δύο Όσιοι, έζησαν κατά το 12ο αιώνα. Είναι άγνωστα τα έτη και ο τόπος γέννησής τους αλλά και κοίμησής τους. Ο μεν Ευθύμιος «διέλαμψε εν ασκήσει» σε μία πόλη της Ευβοίας, ο δε Δανιήλ ως Στυλίτης «εν τη νήσωω Ευβοίας». Εικάζεται ότι ασκήθηκε στην Ιερά Μονή Οσίου Ιωάννου του Καλυβίτου στα Ψαχνά Ευβοίας. Στο Συνοδικό αναφέρεται ότι ο μοναχός και ασκητής Δανιήλ, πέρασε τον οσιακό βίο του επί στύλου ή κίονος. Η αναγραφή και ο μακαρισμός του οσίου Ευθυμίου στο ως άνω «Συνοδικό» έχει ως εξής: «Ευθυμίου του οσιωτάτου μοναχού και ασκητού του λάμψαντος εν πόλει της Eυβoίας, αιωνία ή μνήμη». Ο όσιος Ευθύμιος ο εν Ευβοία είναι άγνωστος στους Συναξαριστές και τα Μηνιαία. Η αναγραφή και ο μακαρισμός του οσίου Δανιήλ στο «Συνοδικό», αναφέρει «Δανιήλ του οσιωτάτου μοναχού και ασκητoύ του στυλίτου του εν Ευβοία πόλει μονή του Καλυβίτου ασκήσαντος, αιωνία ή μνήμη».
7. Άγιος Άνθιμος Αθηνών και Ευρίπου και πρόεδρος Κρήτης, ο Ομολογητής
Ήταν Κρητικός στην καταγωγή. Κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας της Ευβοίας και συγκεκριμένα κατά τα έτη 1339-1366, ως Ιεράρχης της μητροπόλεως Ευβοίας (Χαλκίδος) διετέλεσε ο Μητροπολίτης Αθηνών και Ευρίπου Άνθιμος. Στο «Συνοδικό» της εν Κρήτη Επισκοπής Σουαρέτ (Ρεθύμνης) μακαρίζεται ως εξής: Aνθίμoυ μητροπολίτου Αθηνών και Eυρίπoυ και προέδρου Κρήτης του ομολογητού, αιωνία η μνήμη». Εκοιμήθη κατά το έτος 1371 μ.Χ.
8. Όσιος Γεράσιμος Σιναϊτης ο Ευβοεύς
Καταγόταν από την Εύβοια και διέλαμψε το 14ο αιώνα. ‘Ήταν πρώτος μαθητής του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, από το βίο του οποίου έγινε και σε εμάς γνωστός. Ήταν και αυτός Σιναΐτης. Θαύμαζε την υπερβολική αρετή του Γρηγορίου και έγινε μαθητής του. Έφθασε σε μεγάλο ύψος ασκητικής θεωρίας και πράξης. Έγινε συνεχιστής του έργου του διδασκάλου του και παράδειγμα των νηπτικών αρετών. Ο συγγραφέας του βίου του οσίου Γρηγορίου, Πατριάρχης Κων/πόλεως Κάλλιστος χαρακτηρίζει τον όσιο Γεράσιμο «Γνησιώτατον μαθητήν του οσίου Γρηγορίου», «αγιον», «μακάριον» και «σεβάσμιον». Η μνήμη του τιμάται στις 7 Δεκεμβρίου.
9. Όσιος Ιωσήφ ο Ευβοεύς
Έγινε γνωστός από τον «βίον καί τήν πολιτείαν του οσιου και θεοφόρου πατρός ημων Γρηγορίου του Σιναΐτου». Στο βίο του οσίου Γρηγορίου πρώτος μαθητής του αναφέρεται ο Γεράσιμος και δεύτερος ο Ιωσήφ, συμπατριώτης και σύντροφος του πρώτου. Κύριο έργο του υπήρξε ο συνεχής και επιτυχής αγώνας κατά των κακοδοξιών των Λατίνων. Δεν είχε επιστημονικές και φιλοσοφικές γνώσεις αλλά με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος κατατρόπωνε τους «σοφούς», αντιπάλους του και έφερε στην ορθόδοξο πίστη πολλούς Λατίνους.
10. Όσιος Σάββας ο νέος ο εν τω Άθω
Με την Εύβοια σχετίζεται γιατί από την Κρήτη ήλθε στην Εύβοια, όπου και παρέμεινε επί διετία. Έζησε στα όρη και στις ερημιές της Εύβοιας, έτρωγε μία φορά την ημέρα βότανα, καρπούς αγρίων δένδρων και νερό. Έμεινε τελείως άγνωστος κατά την παραμονή του σαν ένας από τους κατοίκους της Ευβοίας. Η μνήμη του τελείται, σύμφωνα με την τάξη του Αγίου Όρους, την Β΄ Κυριακή του Ματθαίου (Κυριακή των Αγιορειτών Πατέρων).
11. Τιμόθεος Μητροπολίτης Ευρίπου
Γεννήθηκε το 1510 στον Κάλαμο Αττικής. Χειροτονήθηκε από τον Επίσκοπο Ωρωπού διάκονος και ιερέας. Όταν αναπαύθηκε ο Επίσκοπος Ωρωπού τον διαδέχθηκε. Αργότερα προήχθη σε αρχιεπίσκοπο Ευρίπου, περίπου κατά τα μέσα του 16ου αιώνα. Όταν ήταν Αρχιεπίσκοπος Ευρίπου έγινε από τον σουλτάνο Σελίμ Β’ διωγμός κατά των Χριστιανικών ναών, τους οποίους έκαναν τζαμιά. Ο αρχιεπίσκοπος Τιμόθεος ήλεγξε την απόφαση του σουλτάνου και διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο. Η παράδοση αναφέρει ότι η σύζυγος του Τούρκου ενημέρωσε για τον κίνδυνο, τον παρότρυνε να φύγει και του χορήγησε μεγάλο χρηματικό ποσό. Ο Τιμόθεος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να πάει στην απέναντι Αττική ακτή, κοντά στη γενέτειρά του. Διώχθηκε και από εκεί και κατέφυγε στο όρος Πεντελικό. Έγινε κτήτορας της Μονής Πεντέλης, όπου και βρίσκεται η Τιμία Κάρα του. Η μνήμη του εορτάζεται την 16η Αυγούστου.
12. Οσιομάρτυς Θεοφάνης
Έζησε αρκετά χρόνια του βίου του στη Χαλκίδα και μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη το 1588 μ.Χ. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Ιουνίου.
13. Όσιος Συμεών ο ανυπόδητος και μονοχίτων
Γεννήθηκε στο Βαθύρεμα της Αγιάς Θεσσαλίας, μεταξύ των ετών 1480 και 1490. Αφού εκάρη μοναχός πήγε στο Άγιο Όρος. Από εκεί πήγε στο Πήλιο και στη θέση Φλαμούριο έκτισε μοναστήρι. Επί τριετία ασκήτευε ανυπόδητος και μονοχίτων σε όλες τις εποχές του έτους. Αφού τακτοποίησε τα της μονής του, ανέλαβε ιεραποστολικό έργο και γύριζε τον κόσμο. Ήλθε και στην Εύριπο (Χαλκίδα) κηρύττοντας το λόγο του Θεού. Οι λόγοι του στη Χαλκίδα είχαν μεγάλη απήχηση. Το παζάρι που γινόταν την Κυριακή πρωί κατάφερε να μεταφερθεί σε άλλη μέρα. Τόσο παρακολουθούσαν και πολλοί Τούρκοι και ήταν τόσο  πειστικός ώστε να ζητούν και αυτοί να γίνουν Χριστιανοί. Οι Άρχοντες τότε ζήλεψαν, τον συνέλαβαν, τον αλυσόδεσαν και ετοίμαζαν ξύλα να τον καύσουν. Μεσολάβησε υπέρ του Οσίου η μητέρα του Τούρκου Κεχαγιά. Ο Όσιος εκλήθη σε απολογία. Και εκεί ήταν τόσο πειστικός που τον απελευθέρωσαν. Επέστρεψε στη Μονή Φλαμουρίου, όπου τον ακολούθησαν πολλοί Ευβοείς που έγιναν μοναχοί. Εκοιμήθη στις 19 Απριλίου 1594, ημέρα κατά την οποία τιμάται και η μνήμη του.
14. Όσιος Δαβίδ ο εν Ευβοία
Γεννήθηκε στα τέλη του 15ου  αιώνα στην Γαρδινίτσα Λοκρίδος. Από μικρή ηλικία ονομαζόταν «Γέρων» για τη μεγάλη του φρόνηση. Διερχόμενος από τόπον εις τόπον έφθασε και στην Εύβοια. Εκεί βρήκε κατάλληλο μέρος για τους ασκητικούς του αγώνες στο όρος Ξηρό κοντά στο χωριό Ροβιές, πλησίον της Λίμνης Ευβοίας. Εκεί έκτισε μονή στα μέσα της 16ης εκατονταετηρίδας. Η μονή ακμάζει μέχρι σήμερα στο όνομα του Οσίου Δαυΐδ του Γέροντος. Από τη Μονή έφευγε, δίδασκε τον κόσμο, θαυματουργούσε και πάλι επέστρεφε. Προείδε το θάνατό του, έδωσε συμβουλές στους μοναχούς και αναπαύθηκε εν Κυρίω την 1η Νοεμβρίου, οπότε και τελείται η μνήμη του. Στη Ιερά Μονή του φυλάσσονται τα ιερά του λείψανα.
15. Οσιομάρτυς Γεράσιμος ο Μεγαλοχωρίτης
Σχετίστηκε με την Εύβοια, περνώντας από αυτήν προ της αμετάκλητης απόφασής του να ομολογήσει μέχρι μαρτυρίου την πίστη του στο Χριστό, την οποία αρχικά απαρνήθηκε σε παιδική ηλικία και ασπάστηκε τον Ισλαμισμό. Με σουλτανική αποστολή περιόδευσε πολλές χώρες και πόλεις μεταξύ αυτών και την Εύβοια και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Μετανόησε για το αμάρτημά του, δραπέτευσε από την Κωνσταντινούπολη και έζησε επί τριετία με νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές και θερμά δάκρυα. Επέστρεψε και τότε συνελήφθη. Επί 15 ημερονύκτια υπεβλήθη σε βασανισμούς και κατόπιν του απέκοψαν την κεφαλή σε ηλικία 25 χρονών, στις 3 Ιουλίου 1812, οπότε και τελείται η μνήμη του. Ασματική ακολουθία συνέγραψε ο Υμνογράφος Μοναχός μακαριστός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.

16. Όσιος Ιερόθεος ο εκ Καλαμών
Καταγόταν από τον Κάλαμο Πελοποννήσου. Γεννήθηκε το έτος 1686. Έγινε μοναχός στην Ιερά Μονή Ιβήρων Αγίου Όρους, αλλά η αγάπη τον έκανε να ακούσει τις παρακλήσεις των Σκοπελιτών και να φύγει μαζί με άλλους μοναχούς, να πάει στη Σκόπελο και να μείνει εκεί οκτώ χρόνια. Δίδασκε στο σχολείο, κήρυττε στην εκκλησία, εξομολογούσε τους πιστούς, μελετούσε τις θείες γραφές και προσευχόταν. Μετά, θέλοντας να ησυχάσει και να ζήσει εντονότερα την ασκητική ζωή και αφιέρωση στο Θεό, πήγε στο ερημονήσι Γιούρα, μαζί με το μαθητή του Μελέτιο. Ασθένησε για λίγες ημέρες και άφησε την πρόσκαιρη ζωή στις 13 Σεπτεμβρίου 1745. Η τίμια κάρα του βρίσκεται στην ιερή μονή Ιβήρων.Η μνήμη του τελείται στις 13 Σεπτεμβρίου.
17. Όσιος Νήφων ο νέος Κοινοβιάρχης
Πρόσωπο σημαντικό, εκφραστής και φορέας του Κολλυβαδικού αναγεννητικού κινήματος του 18ου αι. μ.Χ. Μοναχός στο Άγιο Όρος αρχικά, μετά το ξέσπασμα της έριδας των κολλύβων στο Άγιο Όρος έφυγε και ίδρυσε την ιστορική Ιερά Μονή Ευαγγελιστρίας Σκιάθου. Εκοιμήθη το 1809 και η μνήμη του τιμάται στις 28 Δεκεμβρίου.
18. Άγιος Νεκτάριος ο Πενταπόλεως
Γεννήθηκε στη Σηλυβρία Θράκης το έτος 1846. Έγινε επίσκοπος της Πενταπόλεως Αιγύπτου. Στην Εύβοια εκήρυξε το λόγο του Ευαγγελίου επί τρία σχεδόν έτη. Από τις 15 Φεβρουαρίου 1891 έως τις 19 Αυγούστου 1893, ως Ιεροκήρυξ της νήσου, αφού είχε εκδιωχθεί άδικα από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Περιερχόταν τις πόλεις και τα χωριά της εκτεταμένης νήσου Ευβοίας και έπειθε με το κήρυγμά του τους πιστούς. Αγαπήθηκε πολύ από τον Ευβοϊκό λαό ο οποίος λυπήθηκε για τη μετάθεσή του. Ίδρυσε στην Αίγινα την Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος που τώρα φέρει το όνομά του. Εκοιμήθη στις 9 Νοεμβρίου 1920. Στην Ιερά Μονή του σώζονται τα θεία λείψανά του, που πνέουν ευωδία και θαυματουργούν. Διακηρύχθηκε επισήμως η Αγιότητά του στις 20 Απριλίου 1961 με σχετική πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Εορτάζεται δύο φορές το χρόνο. Στις 9 Νοεμβρίου και στις 3 Σεπτεμβρίου ημέρα ανακομιδής των σεπτών του λειψάνων.

19. Όσιος Νεόφυτος
Υπήρξε μοναχός της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους και προσμονάριος αυτής, σε παλαιό Μετόχιό της στην Λίμνη Ευβοίας. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΧΙΟΥ
1. Άγιος Νεομάρτυρας Αντρέας ο Αργέντης
Ο πρῶτος, μετά τήν ἄλωσι, Νεομάρτυς. Γεννήθηκε στή Χίο τό 1437 καί ἐμαρτύρησε στή Βασιλίδα τῶν Πόλεων στίς 29 Μαΐου 1464, σέ ἡλικία 27 ἐτῶν.
 Εἶχε τήν καταγωγή ἀπό τήν εὐσεβῆ καί εὐγενῆ Χιακή οἰκογένεια τῶν Ἀργεντῶν, καί ἦταν προικισμένος μέ χριστιανική άνατροφή, πνευματική μόρφωσι καί ψυχικό μεγαλεῖο. Στή νεανική του ἡλικία προσεβλήθη ἀπό βαρύτατη ἀσθένεια. Ἀφοῦ ἐθεραπεύθη μέ τήν μεσιτεία καί βοήθεια τῆς Παναγίας, μετέβη στήν Κωνσταντινούπολι μέ τόν ἱερό πόθο νά μαρτυρήση ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ κατηγορήθηκε ἄδικα, ὅτι ἦταν Μουσουλμᾶνος καί ἔγινε Χριστιανός.
Ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε τίς κατηγορίες, ἀλλά οἱ Τοῦρκοι τόν ἔρριξαν σιδηροδέσμιο στή φυλακή. Στήν ἀρχή προσπάθησαν μέ ταξίματα, ὑποσχέσεις καί κολακεῖες νά κλονίσουν τήν πίστι του καί νά τόν κάμουν νά ἀρνηθῆ τήν Θρησκεία του καί νά γίνη Μουσουλμᾶνος. Καί ἐπειδή δέν ἐδέχετο, τόν ἐβασάνισαν μέ μαρτύρια φρικωδέστατα τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ὁ καλλίνικος, ὅμως, μάρτυς τοῦ Χριστοῦ ὑποφέρει ἀγόγγυστα ὅλα τά βασανιστήρια καί τίποτε ἄλλο δέν λέγει παρά τό, «ὦ Παρθένε Μαρία, βοήθει μοι. Παρθένε Μαρία, πρόφθασον».  Καί ἡ Πανάμωμος ἄκουσε τήν δέησί του καί χύνει βάλσαμο στίς πληγές του καί τίς θεραπεύει.
Οἱ τύραννοι, ἀφοῦ ἀπηύδησαν ἀπό τήν ἀκαταμάχητη ἐμμονή τοῦ μάρτυρος στή πίστι τοῦ Χριστοῦ καί ἀπό τόν ἀπαράμιλλο ἡρωϊσμό του, τόν ὡδήγησαν τήν 29ην Μαϊου στόν τόπο τοῦ Μαρτυρίου, ὅπου τόν ἐθανάτωσαν μέ ἀποκεφαλισμό.
Τό ἅγιο Λείψανό του ἐδόθη ἀπό τόν Σουλτᾶνο  στούς Χριστιανούς, πού τό ἔθαψαν μέ μεγάλες τιμές κοντά στήν Ἐκκλησία τῆς Παναγίας τοῦ Γαλατᾶ.
2. Όσιος Άνθιμος ο εν Κεφαλληνία
3. Όσιος Άνθιμος της Χίου
Εγεννήθη τήν 1η Ἰουλίου 1869  στή Βορειοανατολική περιοχή τῆς Χίου, στά λεγόμενα Λειβάδια, ἐνορία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ. Οἱ γονεῖς του, ὁ Κωνσταντῖνος καί ἡ Ἀγγεριώ, ἦταν θεοσεβεῖς ἄνθρωποι, κατάγονταν ἀπό τά Καρδάμυλα,  καί πρός τιμήν τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων τοῦ ἔδωσαν τό ὄνομα Ἀργύριος.
Στά πρώτα του χρόνια ἐργάσθηκε σάν ὑποδηματοποιός. Τό 1887 προσελκύεται στήν μοναχική ζωή, μέ τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ Ὁσιωτάτου Ἡγουμένου τῆς Σκήτης τῶν Ἁγίων Πατέρων Γέροντα Παχωμίου. Ἀργότερα, τό 1898, γίνεται μοναχός καί λαμβάνει τό ὄνομα Ἄνθιμος.
Πλημμυρισμένη ἡ καρδιά του ἀπό θεῖο ἔρωτα πρός τόν Πανάγαθο Θεό καί ἀφοσιωμένος στή λατρεία του νυχθημερόν προσεύχεται καί ὑμνεῖ τήν Δόξα του Παναγίου Θεοῦ. Πρῶτος στούς κόπους, πρῶτος στίς προσευχές, πρῶτος στήν ἄσκηση. Ὅμως, κλονίζεται ἡ ὑγεία του καί ὁ Γέροντας τοῦ ἐπιτρέπει νά μένη στήν πόλη γιά ἰατρική περίθαλψη.
Ἐκεῖ, στό πατρικό του κτῆμα, στά Λειβάδια, κτίζει κελλί, ἀσκητεύει ἐργαζόμενος στήν τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ βοηθώντας τούς γονεῖς του καί προσφέροντας τόν ὀβολόν του στούς ἀναξιοπαθοῦντες Χριστιανούς. Τό 1909 γίνεται Μεγαλόσχημος ἀπό τόν διάδοχο τοῦ Ὁσίου Παχωμίου τῆς Σκήτης τῶν Ἁγίων Πατέρων Ἱερομόναχον Ἀνδρόνικον Καραβάναν καί τό 1910  μεταβαίνει στό Ἀδραμύττιο τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου  χειροτονεῖται Διάκονος στό Κορδελλιό τῆς Σμύρνης, στίς 7 Νοεμβρίου, ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἐφέσου Ἰωακείμ καί, τήν ἑπομένη ἡμέρα, Πρεσβύτερος, ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Μυρίνης Ἀλέξανδρο, μέ ἐπιδοκιμασία τοῦ Θεοῦ διά σεισμικῆς δονήσεως.
Σέ λίγο,  γίνεται πνευματικός  στή Σμύρνη. Οἱ Ἀδραμυττινοί διηγοῦνται πολλά γιά τήν ἁγία ζωή του, τίς θεραπεῖες ἀρρώστων καί δοκιμαζομένων καί γενικά τή χάρη τοῦ Θεοῦ, πού κατοικοῦσε πλουσιοπάροχα στόν Ἅγιο Ἄνθιμο.
Τό 1911 ἐπισκέπτεται τό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά ἀποκτήσει ἐμπειρίες ἀπό τήν Ἁγία ζωή τῶν Μοναχῶν.
Τό 1912 ἔρχεται στή Χίο καί ὁ Μητροπολίτης Χίου Ἱερώνυμος (Γοργίας) τόν διορίζει Ἐφημέριο στό Λεπροκομεῖο τῆς Χίου. Ἀπό τότε  ἀρχίζει  ἡ μεγάλη δράση του. Μέ τή χάρη τῆς «Παναγίας Ὑπακοῆς», μιᾶς θαυματουργοῦ Ἱ. Εἰκόνος, καί μέ τή  δυνατή πίστη, τήν φλογερή προσευχή καί τή σκληρή ἄσκηση τοῦ Ἁγίου ἐπιτελοῦνται θαύματα.
Ὁ λεπρός μοναχός Νικηφόρος Τζανακάκης, πνευματικό τέκνο τοῦ Ἁγίου, ἀναφέρει, πώς ὁ μοναχός Γεράσιμος Μίχαλος κατέγραψε 38 θεραπεῖες δαιμονισμένων, ἐκτός τῶν ἄλλων ἰάσεων, ὁ ἴδιος δέ ἔγινε μάρτυρας πολλῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου, ἀπό τά ὁποῖα 18 καταγράφει ἐπώνυμα. Ἀκόμη, πιστοποιοῦνται καί ἄλλα, τουλάχιστον 20, πού ἐπιτελέσθηκαν μετά τήν κοίμησή του.
Τό 1914, μετά τόν πρῶτο μικρασιατικό διωγμό, πολλές μοναχές  τῆς Μ. Ἀσίας εὑρῆκαν ἄσυλο καί προστασία κοντά στόν Ἅγιο – Γέροντα. Τό γεγονός αὐτό ἐνίσχυσε καί ἕνα παλιό κρυφό πόθο του νά ἱδρύση Μοναστήρι καί μάλιστα πρός τιμήν τῆς Παναγίας «Βοηθείας», παλαιᾶς εἰκόνας, πού εἶχε σάν οἰκογενειακό του κειμήλιο.
Ὅμως, συνάντησε πάρα πολλές δυσκολίες,εἰρωνεῖες, βρισιές καί συκοφαντίες ἀπό πολλούς. Ὅμως, ὁ Γέροντας, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί «τῇ συνεργείᾳ τῶν μεγάλων εὐπατρίδων καί εὐεργετῶν Ζαννῆ καί Καλλιόπης Μιχάλου», ἔλαβε τήν περιπόθητη ἄδεια στίς 5 Νοεμβρίου 1927. Στίς 19 Φεβρουαρίου 1928, Κυριακή τῆς Ἀπόκρεῳ,  γίνεται ὁ Ἁγιασμός τῶν θεμελίων καί ἀρχίζει ἡ  ἀνοικοδόμηση, ἡ ὁποία, μέσα σέ μιά διετία, ὁλοκληρώνεται, καί, λόγῳ τῆς τότε οἰκονομικῆς κρίσεως καί τῶν φοβερῶν ἐμποδίων πού συναντοῦσε διαρκῶς, μόνον σέ θαῦμα μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ.
Τό 1930 τό Μοναστήρι, πού ὀνομάστηκε Ἱερός Παρθενών Παναγίας «Βοηθείας», ἄρχισε νά λειτουργεῖ ὑποδειγματικά. Ἡ δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου δέν ἐξαντλήθηκε μόνον στήν ἄσκηση, στίς προσευχές καί τήν ἵδρυση τῆς Μονῆς. Ἐξαπλώθηκε, πρωταρχικά, στή πνευματική καθοδήγηση τῶν ψυχῶν, χαρίζοντας τό ξαλάφρωμα καί τήν πνευματική ἀνακούφιση, σ’ ὅσους ἐναπόθεταν σ’ αὐτόν τά προβλήματά τους, καί, στή συνέχεια, σέ ὅλους τούς τομεῖς τῶν ἀνθρώπινων ἀναγκῶν τῶν συνανθρώπων του, ὅπως, τήν φιλανθρωπία καί τήν φιλοξενία. Ἀκόμη, καί ὡς ἐμπειρικός γιατρός, θεράπευε πολλές ἀρρώστιες, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσφορά του ἦταν ἀνεκτίμητη καί στόν ἐθνικό τομέα, ἰδιαίτερα  κατά τήν περίοδο τῆς Κατοχῆς. Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἔζησε καί γιά πολλά χρόνια ἀπόλαυσε τήν εὐεργετική ἐπίδραση τῆς ἁγιότητός του, τόν δέχθηκε καί τόν τίμησε ἀμέσως μετά τήν ὁσιακή του κόιμηση, στίς 15 Φεβρουαρίου 1960, σάν Ἅγιο, ἐπικαλούμενος τίς, πρός τόν Δεσπότη Χριστό, πρεσβεῖες του.
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Χίου κ.κ.ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ, ἱκανοποιώντας τό αἴτημα τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος, ἐκίνησε τήν προβλεπόμενη διαδικασία γιά τήν, ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐπίσημη ἀναγνώρισί του.  Ἔτσι, τήν 7ην Ὀκτωβρίου 1991, ὑποβάλλει πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τήν, ἐπί τούτῳ, εἰσήγησή του. Στή συνέχεια, ἡ Ἱερά Σύνοδος, μέ τό ὑπ’ἀριθ. 3517/20-12-1991 ἔγγραφό της πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀποστέλλει τόν σχετικό φάκελλο καί παρακαλεῖ γιά τήν ἔκδοση Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως τῆς ἀναγνωρίσεως ὡς Ἁγίου τοῦ Ἱερομονάχου Ἀνθίμου Βαγιάνου. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ τήν ὑπ’ἀριθ. 1148/14-8-1992 Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη, συναριθμεῖ στούς Ὁσίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας τόν Ὅσιο Ἄνθιμο. Ἔτσι, τήν 15η Φεβρουαρίου 1993, στό Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς «Βοηθείας», τελεῖται ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ.κ. ΔΙΟΝΥΣΙΟ  ἡ πρώτη ἐπίσημη Ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία στήν ἱερά μνήμη του.
4. Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος
Εγεννήθη στή Χίο. Ὁ πατέρας του λεγόταν Παρασκευᾶς καί καταγόταν ἀπό τό Πιτυός. Ἡ μητέρα τοῦ λεγόταν Ἀγγεροῦ καί πέθανε πολύ σύντομα, ἀφήνοντας τόν Γεώργιο μόλις 18 μηνῶν. Ὁ πατέρας ξαναπαντρεύτηκε καί ἔτσι τό παιδί τό ἀνέθρεψε ἡ μητριά του. Μικρόν
ἀκόμη τόν παρέδωσαν σ’ ἕνα λεπτουργόν (ξυλογλύπτην) γιά νά μάθη τήν τέχνη. Ὁ τεχνίτης τόν πῆρε μαζί του σάν βοηθό στά Ψαρά, γιά νά φτιάξουν τό τέμπλο τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἀπό κεῖ ἔφυγε κρυφά γιά τήν Καβάλα καί ἐκεῖ τόν συνέλαβαν σ’ ἕνα κῆπο νά κλέβη. Γιά νά γλυτώση ἀναγκάστηκε νά ἐξωμόση καί πῆρε τό ὄνομα Ἀχμέτ.
Στά 18 του χρόνια, ὅμως, γύρισε στή Χίο μετανοημένος καί κλαίγοντας ὡμολόγησε τόν Χριστό. Ὁ πατέρας του, γιά νά τόν προφυλάξη, τόν πῆγε στίς Κυδωνίες (Ἀϊβαλί) σέ μιά ἡλικιωμένη γυναῖκα. Σέ ἡλικία 22 χρόνων ἀρραβωνιάστηκε, ἀλλά ἐπειδή φιλονίκησε μέ τόν ἀδελφό τῆς κόρης, προδόθηκε σάν ἐξωμότης τοῦ Ἰσλαμισμοῦ καί κλείστηκε στή φυλακή ὅπου βασανιζόταν γιά 18 ἡμέρες. Στίς 25 Νοεμβρίου 1807 τό βράδυ καί ἐνῶ εἶχεν ἀποφασισθῆ ἡ ἐκτέλεσή του, οἱ ἱερεῖς καί ὁ λαός ἐτέλεσαν ἀγρυπνίαν “ὑπέρ ἐνισχύσεως καί ἐνδυναμώσεως τοῦ μάρτυρος”.
Ἐν τῷ μεταξύ ὁ Γεώργιος εἶχεν ὁδηγηθεῖ στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ἐκεῖ γιά τελευταία φορά τοῦ πρότειναν νά τουρκέψη καί ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Τότε τόν πυροβόλησαν στήν πλάτη καί κατόπιν τόν ἀποκεφάλισαν. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 26 Νοεμβρίου.

5. Άγιος Νεομάρτυς Δημήτριος ο Χίος
Εγεννήθη στή πόλι τῆς Χίου. Ὁ πατέρας του ἐλέγετο Ἀποστόλης καί ἡ μητέρα του Μαρουλοῦ. Μετέβη καί ἐργάσθηκε στήν Κωνσταντινούπολι. Ἐκεῖ, ὅμως, ἐπλανήθη καί ἀλλαξοπίστησε. Αὐτό  τόν ἔκανε νά εἶναι θλιμμένος καί σκυθρωπός καί ζητοῦσε εὐκαιρία νά καταφύγη σέ Πνευματικό, γιά νά λάβη συγχώρησι γιά τήν ἁμαρτία του αὐτή.
Καί πράγματι, ὅταν κατώρθωσε νά ξεφύγη ἀπό τήν προσοχή τῶν Τούρκων, πῆγε σέ Πνευματικό καί, μέ κατάνυξι, συντριβή καί ποταμούς δακρύων, ἐξωμολογήθη τήν ἁμαρτία του. Ὁ Πνευματικός τόν παρηγοροῦσε, λέγοντάς του ὅτι ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρος καί τόν συνεβούλευσε νά μήν διστάση νά θυσιάση τήν ζωή του, χάριν τῆς Πίστεως.
Ἀφιερώθηκε τότε στήν προσευχή, στήν νηστεία καί στή μελέτη πνευματικῶν βιβλίων. Δέν ἐδίστασε νά παρουσιασθῆ μόνος του ἐνώπιον τοῦ Καίμακάμη. Τότε τόν ἔριξαν στήν φυλακή καί προτίμησε, χωρίς νά δελεασθῆ ἀπό τίς κολακεῖες καί τίς ὑποσχέσεις τῶν Τούρκων, νά ὑπομείνη φρικτά μαρτύρια. Πρίν τόν κτυπήση τό ξῖφος τοῦ δημίου, εἶπε, τρεῖς φορές:«Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου», καί παρέδωσε τήν μακαρίαν ψυχήν του στό Θεό, τήν 29ην Ἰανουαρίου 1802, σέ ἡλικία 22 ἐτῶν!
6. Άγιος Νεομάρτυρας Θεόφιλος
Ἐγεννήθη στή Ζάκυνθο γύρω στό 1617 καί, ἀπό πολύ νέος, πῆρε τό δρόμο τῆς θάλασσας καί ἔγινε ναυτικός. Ἦταν δεκαοκτώ χρόνων καί δούλευε ναύτης σέ χιώτικο καράβι. Ὁ καπετάνιος τοῦ καραβιοῦ φαίνεται πώς ἦταν ἄνθρωπος ἀσεβής, γι’αὐτό κι ὅταν ἦλθε στή Χίο, ἔφυγε ἀπό κοντά του καί ζήτησε νά βρῆ δουλειά σ’ἄλλο πλοῖο. Κάποιος Ἀγαρηνός ἔμαθε πώς ὁ Θεόφιλος ζητοῦσε δουλειά καί τοῦ πρότεινε νά τόν πάρη στό δικό του καράβι.
Ὅμως, ἐκεῖνος δέν ἤθελε νά δουλέψη μέ ἀλλόθρησκο. Τότε ὁ Ἀγαρηνός ὀργίσθηκε καί, γιά νά τόν ἐκδικηθῆ, τόν συκοφάντησε στίς τουρκικές Ἀρχές,  ὅτι φοροῦσε τούρκικο σκουφί, πρᾶγμα πού ἀπαγορευόταν αὐστηρά γιά τούς χριστιανούς ἀπό τούς Τούρκους.
Ὁ Κριτής διέταξε νά τοῦ κάμουν περιτομή καί νά τόν ἐξισλαμίσουν. Ὅμως, ὁ Θεόφιλος μέ κανένα τρόπο δέν ἤθελε νά ἀρνηθῆ τήν πίστη του καί νά γίνη μουσουλμάνος καί ἐπρόβαλε γενναία ἀντίσταση. Βλέποντας οἱ Τοῦρκοι πώς δέν μποροῦν νά κάμψουν τό φρόνημα τοῦ γενναίου Θεόφιλου, τοῦ κάνουν περιτομή μέ τήν βία καί τόν παραδίδουν σέ κάποιο ἄνθρωπο τῶν ἀνακτόρων, γιά νά τόν προσφέρη δῶρο στό Σουλτάνο.
Ὀ Θεόφιλος, ἄν καί βρέθηκε σ’αὐτή τήν τόσο θλιβερή θέση, δέν ἔχασε τό θάρρος του. Μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ κατώρθωσε νά ξεφύγη ἀπό τούς Ἀγαρηνούς καί, μετά ἀπό πολλές ταλαιπωρίες, βρῆκε καράβι καί ἔφυγε κρυφά γιά τή Σάμο. Ἐκεῖ ἔμεινε λίγο καιρό καί ὕστερα ἀναγκάσθηκε νά ξαναγυρίση στή Χίο καί νά συναντήση τόν πρῶτο καπετάνιο του, γιά νά δουλέψη μαζί του, ἐπειδή ἔπρεπε νά ἐξασφαλίση τό καθημερινό του ψωμί.
Οἱ Τοῦρκοι, ὅμως, τόν ἀνεγνώρισαν, τόν ἁρπάζουν καί τόν ὁδηγοῦν γιά δεύτερη φορά μπροστά στόν Κριτή. Μέ τόλμη καί γενναιότητα, ὅπως τήν πρώτη φορά, ἀντιμετώπισε στήν ἀρχή τίς κολακεῖες καί ὑποσχέσεις τῶν Ἀγαρηνῶν καί ὕστερα τίς ἀπειλές τους. Στίς βλασφημίες τους ἐναντίον τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, ἀπαντοῦσε μέ παρρησία καί φρόνηση, ὄχι σάν ἀγράμματος ναύτης, ἀλλά σάν ἀληθινός Θεολόγος, φωτισμένος ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Τότε ὁ Κριτής διέταξε νά τόν κάψουν ζωντανό. Μέ χαρά ἄκουσε ὁ Θεόφιλος τήν καταδίκη του καί πρόθυμα πῆρε τό δρόμο πρός τό μαρτύριο, φορτωμένος ὁ ἴδιος τά ξύλα τῆς φωτιᾶς, πού θά τόν ἔκαιε. 
 Οἱ δήμιοί του τόν ὡδήγησαν στό Βροντάδο, στόν Ἱ. Ναό τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ὅπου τά χρόνια ἐκεῖνα ὑπῆρχε γυναικεῖο Μοναστήρι, καί ἐκεῖ τόν πρόσταξαν ν’ ἀνάψη μεγάλη φωτιά καί ὕστερα τόν ἔρριξαν μέσα σ’αὐτήν ζωντανό. Τότε ἔγινε ἕνα  θαῦμα. Μόλις ἡ φωτιά ἄρχισε νά καίη τίς σάρκες τοῦ Μάρτυρος, μιά ὑπέροχη εὐωδία ἄρχισε νά βγαίνει μέσα ἀπό τίς φλόγες καί νά ἁπλώνεται στή γύρω περιοχή.
Οἱ χριστιανοί, πού παρακολουθοῦσαν δακρυσμένοι τή θυσία του, γονάτισαν ἐκστατικοί καί ἄρχισαν νά ψιθυρίζουν πώς πρόκειται γιά θαῦμα. Τότε οἱ δήμιοι, γιά νά διαλύσουν τήν εὐωδία, πού ἔβγαινε ἀπό τίς καιόμενες σάρκες τοῦ Μάρτυρος καί νά κρύψουν τό θαῦμα, πῆραν ἕνα χοῖρο, τόν ἔδεσαν γερά καί τόν ἔρριξαν στή φωτιά, ὥστε ἡ κνίσα ἀπό τίς σάρκες του, νά μήν ἀφήνη τό πλῆθος νά νοιώθη τήν εὐωδία. Ὅμως, ἡ φωτιά ἔκαψε τά σχοινιά τοῦ ζώου, χωρίς καθόλου νά βλάψη τό ἴδιο, πού μόλις ἐλευθερώθηκε ἀπό τά δεσμά του, τρομοκρατημένο, πῆρε δρόμο καί ἔφυγε, ἐνῶ ἡ εὐωδία ἀπό τό μαρτυρικό σῶμα ἐξακολουθοῦσε νά ξεχύνεται πιό δυνατή, πιό θεσπέσια, πρός καταισχύνη τῶν Ἀγαρηνῶν.
Ὁ Μάρτυρας μέσα στίς φλόγες βρίσκεται πιά στίς τελευταῖες στιγμές του. Μέ κόπο προσπαθεῖ νά κάμη τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Τά χείλη του ψελλίζουν: «Στά χέρια Σου, Χριστέ μου, παραδίδω τήν ψυχή μου». Εἶναι τά τελευταῖα του λόγια. Ἀμέσως μετά πέφτει νεκρός. Ἦταν 24 Ἰουλίου τοῦ 1635. Ὁ γενναῖος Θεόφιλος μόλις εἶχε κλείσει τά δεκαοχτώ του χρόνια!
Σέ λίγο δέν ὑπάρχουν ἀπό τό νεανικό του σῶμα παρά λίγα καμμένα κόκκαλα ἀνακατωμένα μέ στάχτες. Οἱ χριστιανοί ἱκετεύουν τούς Ἀγαρηνούς νά τούς ἐπιτρέψουν νά μαζέψουν ὅ,τι ἀπόμεινε ἀπό τόν Μάρτυρα. Ἐκεῖνοι ἀρνοῦνται. Ὅμως, ἕνα γερό φιλοδώρημα νικᾶ τίς ἀντιρρήσεις τους καί ἔτσι οἱ χριστιανοί εὐλαβικά μαζεύουν τά Λείψανά του καί τά ἐναποθέτουν στό Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, γιά νά τά τιμοῦν καί νά ἐπικαλοῦνται τή μεσιτεία καί τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου Θεοφίλου.
7. Άγιος Μεγαλομάρτυς Ισίδωρος ο εν Χίω
Ο ἔνδοξος Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἰσίδωρος, ὁ Πρωτομάρτυς τῆς Χίου, γεννήθηκε στίς ἀρχές τοῦ 3ου  μ.Χ. αἰώνα στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου. Νέος κατατάσσεται στό Ρωμαϊκό στρατό καί προβιβάζεται στό ἐμπιστευτικό ἀξίωμα τοῦ Ὠπτίονα, κάτι παρόμοιο μέ τήν εἰδικότητα τοῦ ἐφόρου τοῦ σητισμοῦ, ἀξίωμα πού διδόταν μόν στούς «ἐντιμωτάτους τῶν ἀνδρῶν».
Γύρω στό 250 μ. Χ., ὁ Ἰσίδωρος, ἀξιωματικός τοῦ Ρωμαϊκοῦ Ναυτικοῦ, ἔρχεται στή Χίο, μέ μιά μοίρα τοῦ Στόλου, πού ναύαρχος ἦταν ὁ Νουμέριος. Ἐδῶ διαβάλλεται ἀπό τόν ἑκατόνταρχο Ἰούλιο, ὅτι ἦταν Χριστιανός καί συλλαμβάνεται.
Ὁ Νουμέριος τόν ρωτᾶ, ἄν πράγματι ἡ κατηγορία εἶναι ἀληθινή. Ὁ  Ἅγιος, μέ ἀφοβία καί παρρησία, ὁμολογεῖ τήν πίστι του στό Χριστό καί ὁ ναύαρχος διατάζει νά τόν βασανίσουν σκληρά. Στήν ἀρχή, τόν ἐμαστίγωσαν ἄγρια καί μετά τόν ἔρριξαν σέ ἀναμμένο καμίνι, ἀλλά, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἔμεινε ἀβλαβής. Κατόπιν, τόν ἔκλεισαν στή φυλακή. Ἐν τῷ μεταξύ, ἔρχεται ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια ὁ πατέρας του καί προσπαθεῖ νά τόν κάμη νά ἀρνηθῆ τόν Χριστό. Ἀλλά ὁ στερρός Ἀθλητής ἔμεινε ἀκλόνητος.
Ἔτσι, ὁ πατέρας του πῆρε τήν ἄδεια ἀπό τόν Νουμέριο νά βασανίση ὁ ἴδιος τό γιό του. Διέταξε καί ἔδεσαν τόν Ἅγιο ἀπό τά πόδια σέ δύο ἄγρια ἄλογα, πού τόν ἔσυραν ἀρκετό διάστημα (ἔξω ἀπό τό Νεοχώρι, μέχρι πού καταπληγώθηκε καί κατακόπηκαν οἱ σάρκες του ἀπό τά κτυπήματα στίς πέτρες. Ἐπειδή, ὅμως, ἀνέπνεε ἀκόμη, ἐπέστρεψαν στήν πόλι καί τοῦ ἔκοψαν τήν τίμια κεφαλή, στίς 14 Μαΐου.
Ἐκείνη τή στιγμή, ἀντί αἷμα, ἐχύθηκε γάλα, πρός μεγάλη ἔκπληξι αὐτῶν πού παρακολούθησαν τό μαρτύριο. Τό ἅγιο σῶμα του τό ἔρριξαν σ’ ἕνα λαγκάδι καί ὁ Νουμέριος ἔβαλε φρουρά, γιά νά μήν τό κλέψουν οἱ χριστιανοί. Τό δέ κεφάλι του τό ἔρριξαν σ’ ἕνα πηγάδι, ὅπου σήμερα εἶναι κτισμένο τό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου (παρά τήν ἐνορίαν Ἁγίας Ἄννης Καπέλλης).
Ὅμως, μιά εὐσεβής καί ἐνάρετη κόρη, ἡ Μυρόπη, καταφέρνει μέ τήν βοήθεια τοῦ Ἀμμωνίου, φίλου τοῦ Ἁγίου, νά κλέψη τό σῶμα καί νά τό θάψη στήν κρύπτη, πού βρίσκεται σήμερα κάτω ἀπό τόν Ναό τοῦ Ἁγίου, στόν συνοικισμό τοῦ Νοσοκομείου. Ὅμως, ὅταν ὁ Νουμέριος, μετά τήν κλοπή, ἀπείλησε μέ θάνατο τούς φρουρούς, ἡ Μυρόπη ὁμολογεῖ τήν πρᾶξι της καί παραδίδεται στό μαρτύριο, γιά νά μή θανατωθοῦν ἄδικα οἱ φρουροί. Ἔτσι, ἀφοῦ βασανίστηκε μέχρι λιποθυμίας, τήν ἔκλεισαν στή φυλακή. Ἀλλά, ἐκεῖ παρέδωσε τήν ψυχή της στόν Κύριο καί οἱ χριστιανοί πῆραν τό ἄγιο σῶμα της καί τό ἔθαψαν δίπλα στόν τάφο τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου.
Στό τόπο τῶν τάφων τῶν Ἁγίων Ἰσιδώρου καί Μυρόπης ἀνηγέρθη, ἀργότερα, μεγαλοπρεπής Ναός, ρυθμοῦ Βασιλικῆς, ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μαρκιανό, τόν Ε΄ αἰώνα μ. Χ. Ἔπειτα, κτίστηκε καινούργια, πιό λαμπρή, ἀπό τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Δ΄ τόν Πωγωνᾶτο, τόν Ζ΄ αἰώνα. Μέσα σ’ αὐτόν τόν Ναό φυλασσόταν τό ἱερό Λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου, ὥσπου τό 1125 μ. Χ. ὁ δόγης τῆς Βενετίας Δομίνικος Μικέλε, ὅταν κατέλαβαν τήν Χίο, οἱ Βενετοί, τό πῆρε ἀπό τό νησί καί τό μετέφερε στή Βενετία, γιά νά σώση τήν πόλι ἀπό τήν πανώλη, πού εἶχε ἐνσκήψει. Ἐκεῖ, τό ἐτοποθέτησαν στό Ναό τοῦ Ἁγίου Μάρκου, ὅπου ἀργότερα ἔκτισαν καί ἰδιαίτερο παρεκκλήσιο μέσα στό Ναό. Ἡ δέ Ἁγία Κάρα μεταφέρθηκε καί αὐτή κρυφά στή Βενετία τό 1626, ὅπου ὑπάρχει μέχρι καί σήμερα.
Ἔτσι εἶχαν τά πράγματα μέχρι τόν Ἰούνιο στό 1967, ὅταν, μέ ἐνέργειες τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Χίου, ἀπεδόθη μέρος τοῦ ἱ. Λειψάνου τοῦ Ἁγίου ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Ὁ Ρωμαιοκαθολικός Πατριάρχης τῆς Βενετίας Καρδινάλιος Ἰωάννης Οὐρμπάνι παραδίδει τό ἱ. Λείψανο τοῦ Ἁγίου στούς ἐκπροσώπους τῆς Χιακῆς Ἐκκλησίας καί μεταφέρεται στόν Πειραιᾶ, ὅπου γίνεται μεγαλειώδης ὑποδοχή καί παραμένει στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, ὅπου ἐκτίθεται σέ λαϊκό προσκύνημα.
Τήν 18ην Ἰουνίου 1967 ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ξαναγυρίζει στό νησί, ὕστερα ἀπό ἀπουσία 842 ἐτῶν. Ἡ ὑποδοχή, πού τοῦ γίνεται, εἶναι ἄνευ προηγουμένου. Ἔκτοτε καί κάθε χρόνο, τό ἱερό Λείψανο τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος λιτανεύεται μεγαλόπρεπα μέσα στήν πόλι, δέχεται τίς εὐλαβικές ἐκδηλώσεις τοῦ σεβασμοῦ τῶν πιστῶν καί στέλλει τήν εὐλογία του στούς Χιῶτες Ναυτικούς, πού τόν ἔχουν προστάτη των, ἀφοῦ κι ἐκεῖνος ζυμώθηκε μέ τήν ἁλμύρα τῆς θάλασσας σάν Ναυτικός.
8. Άγιος Μακάριος Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου
Ο Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς γεννήθηκε τό ἔτος 1731 στήν Κόρινθο ἀπό πλουσίους γονεῖς, πού ὠνομάζοντο Γεώργιος κάι Ἀναστασία. Εἶχε τήν καταγωγή ἀπό τό ἀρχαῖο καί λαμπρό γένος τῶν περίφημων Νοταράδων, ἀπό τό ὁποῖο κατάγεται καί ὁ Ὅσιος Γεράσιμος Κεφαλληνίας. Ἐδίδαξε, σάν διδάσκαλος, ἕξι χρόνια στό σχολεῖο τῆς Κορίνθου καί τό 1764 ὅλος ὁ λαός, οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ Ἱερεῖς καί Μοναχοί τόν ἔκριναν ἄξιο τῆς Ἀρχιερωσύνης καί τόν ἀνέδειξαν Πρόεδρο τῆς Μητροπόλεως Κορίνθου.
Ἐφρόντισε, πρωταρχικά, γιά τήν μόρφωσι καί λειτουργική ἐκπαίδευσι τοῦ Κλήρου. Ἐποίμαινε καί ἐκήρυττε σέ κάθε τάξι καί ἡλικία ἀνθρώπων. «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Μετέβη στή Ζάκυνθο, ὅπου τόν ἐδέχθησαν μέ ἐξαιρετική τιμή, στήν Κεφαλληνία, γιά νά προσκυνήση τό Ἅγιο Λείψανο τοῦ Ὁσίου Γερασίμου, στήν Ὕδρα, στό Ἅγιον Ὄρος καί στή Χίο.
Στή συνέχεια, ἐφρόντισε, μέ τήν μετάβασί του στή Σμύρνη, νά ἐκδοθῆ ἡ Ἱερά Φιλοκαλία τῶν Πατέρων, ἡ Ἱερά Κατήχησις τοῦ Πλάτωνος καί ὁ Εὐεργετινός. Ὅταν ἐπέστρεψε στή Χίο, ἐγκαταστάθηκε μέ τόν ὑποτακτικό του Ἰάκωβο, στήν περιοχή τοῦ Βροντάδου, καί ἀφοσιώθηκε σέ ἐντατικές καί μακροχρόνιες νηστεῖες, προσευχές καί ἄμετρες γονυκλισίες.
Ἐνεθάρρυνε πολλούς νέους στή χριστιανική πίστι καί τό μαρτύριο, ὅπως τόν Ἅγιο Θεόδωρο τόν Βυζάντιο, τόν Ἅγιο Πέτρο τόν Πελοποννήσιο καί τόν Ἄγιο Πολύδωρο ἐκ Κύπρου. Ζοῦσε σάν Μοναχός, μέ ἐνδύματα ἁπλᾶ καί πενιχρά, κηρύττοντας στούς γύρω Ἱερούς Ναούς καί βοηθῶντας, μέ ἐλεημοσύνες, ὅλους ὅσους εἶχαν ἀνάγκη.
Ἔγραψε πολλά βιβλία καί ἐπιστολές, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τό «Νέον Λειμωνάριον», συλλογή δηλ. ὁσιακῶν βίων καί Μαρτυρίων, παλαιῶν καί νέων. Ἐξωμολογεῖτο συχνά καί ἐκοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων μέρα παρά μέρα καί πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του κάθε μέρα. Εἶχε κοντά του, ἐκτός ἀπό τόν Γέρο – Ἰάκωβο, τόν Ὁσιώτατο Νεῖλο τόν Καλόγνωμο καί τόν Ὁσιώτατο Νικηφόρο τόν Χῖο.
Παρέδωκε τό πνεῦμα του στό Θεό τήν 17ην Ἀπριλίου 1805, σέ ἡλικία 77 ἐτῶν περίπου, καί ἐτάφη στή νότια πλευρά τῆς Ἐκκλησίας, ὄπου καί μέχρι σήμερα ὑπάρχει ὁ τάφος του καί τεμάχιον τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου του. Πλῆθος χριστιανῶν προσέρχεται στόν ὁμώνυμο Ἱερό Ναό, πού εἶναι κτισμένος σέ γραφική τοποθεσία, γιά νά προσκυνήση καί νά λάβη τήν εὐλογίαν τοῦ Ἁγίου Μακαρίου. 
9. Άγιος Νεομάρτυρας Μανουήλ
Κατήγετο ἀπό τά Σφακιά τῆς Κρήτης καί οἱ γονεῖς του ἦσαν Χριστιανοί. Νέος σκλαβώθηκε ἀπό τούς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι τόν ἐτούρκεψαν καί τόν περιέτεμον.
Ἀργότερα κατώρθωσε νά φύγη ἀπό ἐκεῖ καί ἦλθε στή Μύκονο. Πῆγε σέ Πνευματικό, ἐξωμολογήθηκε  τήν ἁμαρτία του,  ἔλαβε, ἐκ νέου, τό Ἅγιον Μύρον   καί ἔγινε πάλιν Χριστιανός. Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό νυμφεύεται καί ἀποκτᾶ ἀπό τόν γάμον του ἕξ (ἀρ. 6) παιδιά.
Ἐπειδή, ὅμως, ἡ γυναίκα του  δέν ἦταν πιστή, ἀναγκάζεται ὁ Μανουήλ νά πάρη τά παιδιά του  καί νά πάη σ’ἄλλο σπίτι. Ὁ σύγγαμβρός του, πονηρός καί κακός ἄνθρωπος, ἀπειλοῦσε τόν Μανουήλ ὅτι θά τόν κακοποιήση. Ἐνῶ ταξίδευε ὁ Μανουήλ ἀπό τήν Σάμον στή Μύκονο μέ ἕνα πλοῖο φορτωμένο ξύλα, συναντοῦν ἕνα καράβι του καπετάν πασᾶ.
Διατάχθηκαν ἀπό τό τουρκικό καράβι νά πᾶνε πλησίον ἐκεῖ. Μέσα στό καράβι αὐτό ὑπηρέτης τοῦ ἀγᾶ ἦταν ὁ σύγγαμβρος τοῦ Μανουήλ, ὁ ὁποῖος μόλις εἶδε τόν Μανουήλ τρέχει  στόν ἀγᾶ καί τοῦ λέγει ὅτι ὁ Μανουήλ ἦταν Τοῦρκος καί τώρα ζεῖ ὡς Χριστιανός. Ἐρωτηθείς ὁ Μανουήλ ἀπό τόν ἀγᾶ, ἄν ἡ καταγγελία εἶναι ἀληθής, ἐκεῖνος μέ θάρρος ὁμολόγησε τήν Ὀρθόδοξη Πίστη. Τότε ὁ ἀγᾶς, μέ ἀπειλές καί φοβερισμούς, προσπαθεῖ νά τόν μεταπείση νά γυρίσει στήν Μουσουλμανική πίστη καί νά ἀρνηθῆ τόν Χριστό.
Ὁ ἀγᾶς, στήν συνέχεια, τόν παρέδωκε στούς βασανιστές, οἱ ὁποῖοι τόν ἐβασάνισαν μέ μεγάλη σκληρότητα πολλές μέρες, μέχρις ὅτου ἔφθασαν στήν Χίο. Ἐκεῖ παρέδωσαν τόν Μάρτυρα στόν καπετάν πασᾶ, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε: «πῶς λέγεις ὅτι εἶσαι Χριστιανός ἐνῶ εἶσαι Τοῦρκος;»  Ὁ Μάρτυρας τοῦ ἀπάντησε ὅτι «Χριστιανός γεννήθηκα, σέ πολύ μικρή ἡλικία μέ ἐσκλάβωσαν καί μέ τήν βία μέ ἐτούρκεψαν. Τώρα, ὅμως, εἶμαι πάλι χριστιανός καί θά μείνω χριστιανός μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μου». Ὅταν ἄκουσε τούς λόγους αὐτούς τοῦ Μανουήλ ὁ Πασᾶς ἔδωσε ἐντολή νά τόν ἀποκεφαλίσουν καί, ἀφοῦ τόν πῆραν οἱ ὑπηρέτες, τόν ἔβγαλαν ἔξω ἀπό τήν πόλι καί τόν ἀποκεφάλισαν τό ἔτος 1792. Καί ἔτσι ἔλαβεν ὁ ἅγιος τόν ἔνδοξο καί λαμπρό στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
 
10. Αγία Μαρκέλλα
Ἐγεννήθη στή Βολισσό τῆς Β. Χίου. Ἡ μητέρα της ἦταν πιστή χριστιανή, γι’ αὐτό δίδαξε καί στή κόρη της τήν ἀγάπη πρός τό Χριστό καί τή μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου Του. Ὅμως, πολύ σύντομα, ἔμεινε ὀρφανή ἀπό μητέρα καί αὐτό τή λύπησε βαθύτατα. Μόνο μέσα στίς ζωηφόρες σελίδες τῶν Γραφῶν ἔβρισκε παρηγοριά καί ρίζωνε ἡ ἐλπίδα της στό μοναδικό Πατέρα καί Προστάτη, τό Θεό.
Ὁ πατέρας της, χριστιανός κατά τό Συναξάρι καί εἰδωλολάτρης κατά τήν παράδοση, ἐξασκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ γεωργοῦ ἤ τοῦ κουρσάρου. Ἡ Ἁγία μεγάλωνε στήν ἡλικία, πλήθαινε στήν ἀρετή καί τή φρόνηση καί στέριωνε στήν πίστη. Μέ περισσότερη δύναμη καί μέ ἀπαράμιλλη καλωσύνη σκορπίζει γύρω της τή χαρά, βοηθώντας ὅλους ὅσοι εἶχαν ἀνάγκη, μέ λόγια γλυκά, μέ ἀγαθοεργίες ἄφθονες, καί μέ προσευχές καί νηστεῖες κατακτοῦσε ὅλο καί περισσότερο τήν τελείωση.  
Ὅμως ὁ σατανᾶς, πού δέν ἀνεχόταν  νά βλέπη μιά κοπέλλα 18 μόλις χρόνων, τόσο ὡραία καί ἁγνή, νά προχωρῆ στήν ἀρετή μέ τέτοια φλόγα καί σταθερότητα, προσπαθεῖ νά τήν πολεμήση. Βάζει, λοιπόν, μέσα στά στήθη τοῦ πατέρα της, πού φαυλόβιος καί ἀσεβής, ὅπως ἦταν, ἔγινε ὄργανό του, ἔρωτα σατανικό σαρκικό, γιά τήν ἴδια τήν κόρη του. Καινούργιες θλίψεις καί δοκιμασίες γιά τήν ἁγνή κόρη. Ἀνήκουστο αὐτό. Νά εἶναι κόρη καί γυναίκα τοῦ πατέρα της. Καί τότε ἡ Ἁγία παίρνει τή μεγάλη ἀπόφαση. Ἐγκαταλείπει τό πατρικό σπίτι, θέλοντας νά διατηρήση τό ἠθικό καί πνευματικό κάλλος της. Τρέχει ἐπάνω στά βουνά,  γιά νά βρῆ ἀπόκρυφο μέρος. Ἀπό τή μεγάλη κάι κουραστική πορεία οἱ δυνάμεις της τήν ἐγκαταλείπουν. Ὁ πατέρας της μανιασμένος τήν κυνηγάει καί ἡ Ἁγία κουρασμένη ἀναγκάζεται νά κρυφθῆ μέσα σέ πελώρια βάτο, στό μέρος ἀκριβῶς πού σήμερα εἶναι κτισμένος ὁ περικαλλής της ναός. Ἔτσι, ὁ πατέρας τήν χάνει ἀπό τά μυσαρά μάτια του. Ἀλλά ἕνας βοσκός, χωρίς φόβο Θεοῦ, πού εἶδε τόν τόπο πού κρύφτηκε ἡ Ἁγία, ὅταν ἐρωτήθηκε ἀπό τόν πατέρα της, φανέρωσε, δείχνοντας μέ τό χέρι του,  χωρίς νά μιλήσει, τό μέρος πού κρυβόταν. Μά ἡ Θεία Δικαιοσύνη τιμωρώντας τήν προδοτική αὐτή πράξη τόν ἔκαμε νά τρέμη καί νά πεθάνη ἔπειτα ἀπό λίγο χρόνο μέ φοβερή κατάρα στό ποίμνιο καί στούς ἀπογόνους του. Φθάνοντας στή βάτο ὁ πατέρας της καί, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά τήν πιάση, ἔβαλε φωτιά καί τήν ἀνάγκασε νά βγῆ ἀπό τό ἄλλο μέρος. Ματωμένη, ἄρχισε νά τρέχη πρός τήν παραλία μέ ὄλη τή δύναμη πού διέθετε. Ἀλλά σέ μιά στιγμή ὁ πατέρας  της φθάνει σέ ἀπόσταση βολῆς. Καί μέ τό τόξο του ρίχνει ἕνα βέλος καί πληγώνει τήν Ἁγία. Τό πρῶτο παρθενικό αἷμα τρέχει ἄφθονο καί πορφυρίζει τά βράχια τῆς ἀκρογιαλιᾶς.
Ἀπό τότε οἱ πέτρες βάφτηκαν κόκκινες καί, κατά θαυμαστό τρόπο, τό χρῶμα αὐτό διατηρεῖται μέχρι σήμερα. Ἡ Ἁγία ἐξακολουθεῖ τή μαρτυρική της πορεία πληγωμένη. Οἱ δυνάμεις της, ὅμως, ἀρχίζουν νά τήν ἐγκαταλείπουν. Σέ λίγο ὁ ἀσελγής πατέρας θά τήν προφθάση. Δέν ἀπομένει ἄλλη ἐλπίδα, παρά μόνον ὁ Χριστός. Ὑψώνει, λοιπόν, τά χέρια της στόν οὐρανό καί προσεύχεται: «Κύριε, σύ πού ἔχεις τή δύναμη νά μέ διαφυλάξης, σχίσε τό βράχο νά κρυφτῶ, δῶσε συγχώρηση στόν πατέρα μου καί πάρε τό πνεῦμα μου». Καί τό θαῦμα ἔγινε: Ὅταν ἔφθασε ὁ πατέρας της, ἡ Μαρκέλλα ἦταν κρυμμένη μέσα στό βράχο μέχρι τή μέση. Δαιμονισμένος ἀπό τό θυμό καί μή μπορώντας νά τήν βγάλη, τήν ἁρπάζει ἀπό τά μαλλιά. Μέ ἐωσφορικό χέρι, μέ ἀπανθρωπιά καί θηριωδία, ἀφαίρεσε τούς μαστούς τῆς Ἁγίας καί τούς πέταξε στό βουνό. Ἔπειτα ἀποκόπτει τήν κεφαλή καί τήν πετᾶ στά κύματα. Ἡ κεφαλή ἐπιπλέει καί τή νύχτα βγάζει μιά ἐξαιρετική λάμψη.
Ἕνα περαστικό πλοῖο τήν παραλαμβάνει. Σήμερα λέγεται πώς ἡ ἁγία κάρα τῆς Παρθενομάρτυρος βρίσκεται στή Ρώμη. Ἴσως ἀπό τήν ἐποχή τῶν Γενουατῶν.
Ἔκτοτε ἀπό τό βράχο ἐκεῖνο ἀναβλύζει νερό «τερατουργόν», πού θερμαίνεται καί βράζει πολλές φορές, ὅταν ὁ Ἱερεύς ψάλλει  στό «Ἁγίασμα» τήν Ἱ. Παράκληση ἤ τόν Κανόνα τῆς Ἁγίας καί πολλούς θεραπεύει, πού μέ πίστη προσέρχονται στόν Ἅγιο ἐκεῖνο τόπο.
11. Οσία Ματρώνα η θαυματουργός
Εγεννήθη  στή Βολισσό ἀπό γονεῖς χριστιανούς, τόν Λέοντα καί τήν Ἄνναν. Εἶχε καί ἄλλας ἕξ ἀδελφάς ἡ Μάρθα, ὅπως ὠνομάζετο στήν ἀρχή ἡ Ὁσία. Σέ νεαράν ἡλικίαν ἦλθε στό χωριό Κατάβασις, ὅπου ἔζησε ζωή ἀσκητική, ἀφοῦ προτίμησε, μέ τήν ἁγνότητα καί καθαρότητα τῆς ψυχῆς της, νά γίνη νύμφη ἄμωμος τοῦ ἀθανάτου Νυμφίου Χριστοῦ.
Προηγουμένως, μοίρασε ὅλα τά πλούτη της σέ χῆρες, ὀρφανά κάι πτωχούς.Μετά τρία χρόνια ἀσκήσεως στήν Κατάβασι ἔρχεται στή περιοχή τῆς πόλεως, κτίζει  Μοναστήρι καί συγκροτεῖ ἀδελφότητα. 
Λαμβάνει τό Μοναχικό ὄνομα ΜΑΤΡΩΝΑ καί, στή συνέχεια,  γίνεται Ἡγουμένη τῆς Μονῆς. Ἐκεῖ ἔλαμψε μέ τό πλῆθος τῶν ἀρετῶν καί τό πλῆθος τῶν θαυμάτων, πού, καί ὅταν ζοῦσε, εἶχε τήν Χάρι νά ἐπιτελῆ. Ἐκοιμήθη τήν 20ήν Ὀκτωβρίου 1462.
12. Όσιος Νήφων ο Χίος
13.   Όσιοι Πατέρες Νικήτας, Ιωασήφ και Ιωάννης
Εγεννήθησαν στή Χίο. Ἄφησαν τόν κόσμο καί κατοίκησαν στό Προβάτειο ὄρος, ὅπου ζοῦσαν ἀσκητική ζωή, μέ ἐγκράτεια, ψαλμῳδία καί προσευχή. Ἔτρωγαν μία μόνο φορά τήν ἑβδομάδα λίγο ψωμί καί ἔπιναν λίγο νερό. Κατοικοῦσαν μέσα σέ ὑπόγειο σπήλαιο καί ἀφιέρωναν τή ζωή τους σέ ὁλονύκτιες στάσεις καί ἀκατάπαυστες προσευχές.
Πολλές φορές τήν νύκτα ἔβλεπαν ἕνα φῶς νά λάμπη μέσα στό δάσος, πού ἦταν κάτω ἀπό τό Προβάτειο ὄρος. Ὅταν, ὅμως, κατέβαιναν τήν ἡμέρα στό δάσος δέν μποροῦσαν νά τό βροῦν.
Γι’ αὐτό ἀπεφάσισαν νά κάψουν ἐκεῖνο τό μέρος μέ τήν θεία σκέψι, ὅτι, ἄν ἦταν ἀπό τόν Θεό αὐτό τό φῶς, δέν θά καιγόταν ὁ τόπος.
Καί πράγματι, ἡ φωτιά ἔφθασε κι ἔσβησε σέ μιά μυρσινιά. Ἐκεῖ, εἶδαν πάνω στά κλαδιά της μίαν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἐχάρησαν οἱ Ὅσιοι καί μέ ὑμνωδίες καί ψαλμῳδίες τήν μετέφεραν στό σπήλαιό τους. Ἡ εἰκόνα, ὅμως, ἔφευγε καί πήγαινε καί ἔμενε πάνω στά κλαδιά τῆς μερσινιᾶς. Τότε κατάλαβαν, ὅτι αὐτό τό μέρος διάλεξε γιά κατοικία της ἡ Θεοτόκος καί, ὅπως μπόρεσαν, ἔκτισαν ἕνα μικρό ναό.   
Ἐκεῖνο τόν καιρό ἦλθε στή Μυτιλήνη, διωγμένος ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι, ὁ Κωνσταντῖνος Θ΄ ὁ Μονομάχος, στόν ὁποῖο οἱ Ὅσιοι, κατά θεῖο φωτισμό, ἐγνώρισαν, ὅτι θά βασιλεύση καί πάλι σέ λίγο καιρό. Ἐκεῖνος τούς ὑποσχέθηκε, ἄν πραγματοποιοῦταν ἡ προφητεία τους, νά κτίση «Μονήν καί Ναόν εὐρύχωρον, ὑψηλόν καί ὡραῖον, κατεσκευασμένον μέ καλλίστην τέχνην καί καλυτέραν ἀπ’ ὅσον ἤλπιζον», πρός τιμήν τῆς Παναγίας. Καί πράγματι, τό ἔτος 1045, ἐβασίλευσε πάλι ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Μονομάχος. Τότε οἱ Ὅσιοι ἔφθασαν στήν Κωνσταντινούπολι καί ἐθύμισαν σ’αὐτόν τήν ὑπόσχεσί του, δείχνοντάς του καί τό δακτυλίδι, πού τούς εἶχε δόσει σάν σημεῖο ἐνθυμήσεως. «Μοῦ ἐνθύμησε, εἶπε πρός αὐτούς, τήν ὑπόθεσιν ταύτην τό δακτυλίδι». Δώδεκα χρόνια, μέ πληρωμές καί ἔξοδα βασιλικά, κτιζόταν ἡ Ἱερά Νέα Μονή, τήν ὁποίαν ὡλοκλήρωσε ἡ ἀδελφή τῆς συζύγου του Θεοδώρα.
   
Ὑπέμειναν καί ἐξορίαν ἄδικον οἱ Ὅσιοι ἀπό τούς διοικητάς τῆς Θεοδώρας καί ἐταλαιπωρήθηκαν πολύ, ἀλλά, ἐπί Ἰσαακίου καί Κομνηνοῦ, ἀποκαταστάθηκαν καί ἐπέστρεψαν στό Μοναστήρι τους, ὅπου ἐπέρασαν τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς τους μέ εἰρήνη καί ἡσυχία. Ἀπό τά ἱερά τους Λείψανα σώζεται στήν Ἱερά Νέα Μονή μόνον ἡ μία Κάρα, ἡ ὁποία ἀποδίδεται εἰς τόν Ὅσιον Νικήταν. 
14. Άγιος Νεομάρτυς Νικήτας ο Νισύριος
Ο Ἅγιος Νεομάρτυς Νικήτας γεννήθηκε στή νῆσο Νίσυρο ἀπό χριστιανούς γονεῖς. Ὅμως, ὁ πατέρας του ἐτούρκεψε καί μαζί του καί τά παιδιά του. Ὁ Νικήτας ἦταν τότε μικρός καί ἐγνώρισε τόν κόσμο σάν Τοῦρκος. Ὅταν ἔμαθε τήν χριστιανική καταγωγή του, ἦλθε στή Χίο, στό Λιθί – Λιμένα, καί ἀπό ἐκεῖ πῆγε στή Νέα Μονή,  ὅπου ἐξωμολογήθηκε καί ζοῦσε μέ ἐγκράτεια καί νηστεία.
Σέ ἡλικία δεκαπέντε ἤ δέκα ἕξ χρόνων ἤθελε νά παρουσιασθῆ στούς Τούρκους κάι νά μαρτυρήση ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, οἱ Ὅσιοι Πατέρες τῆς Ἱερᾶς Νέας Μονῆς ἐφοβοῦντο, μήπως,  ἐπειδή ἦταν νεαρός στήν ἡλικία, δέν μπορέσει νά ἀντέξη στά μαρτύρια. Ἀλλά ἡ θέλησις τοῦ Ἁγίου Νικήτα ἦταν ἀμετακίνητη.
Ἦλθε, λοιπόν, στήν πόλι τῆς Χίου καί ὁμολογοῦσε τήν πίστι του στό Χριστό. Τότε οἱ Ἀγαρηνοί τόν συνέλαβαν καί τόν ἐβασάνισαν δέκα ἡμέρες. Μετά, ἐπειδή ἔμενε ἀκλόνητος στήν πίστι του, παρά τά τόσα βασανιστήρια, τόν ὡδήγησαν σέ μία ἄκρη τῆς πόλεως,πού ἐλέγετο «Κάτω αἰγιαλός», μέ σκοπό νά τόν θανατώσουν.
Τότε ὥρμησε ἕνας ἄγριος καί θηριώδης Τοῦρκος, ἡ Κρημλῆς, καί μέ πολλές μαχαιριές, ἀπεκεφάλισε τόν ἔνδοξο Μεγαλομάρτυρα τήν 21ην Ἰουνίου 1732. 
15. Όσιος Νικηφόρος ο Χίος
 Ο Ὅσιος Νικηφόρος γεννήθηκε στά Καρδάμυλα τῆς Χίου γύρω στό 1750. Τό οἰκογενειακό του ὄνομα ἦταν Γεῶργος. Σέ μικρή ἡλικία ἀσθένησε καί οἱ γονεῖς του τόν «ἔταξαν» στή Παναγιά τήν Νεαμονήτισσα. Ὅταν σώθηκε ἀπό τή «λοιμική» ἀρρώστια, ἔγινε ἀδελφός τῆς Νέας Μονῆς καί ὑπηρέτησε πρῶτα κοντά στό σεβάσμιο γέροντα Ἄνθιμο Ἁγιοπατερίτη.
Ἐπειδή ἔδειξε ἔφεσι γιά τά γράμματα, ἡ Μονή τόν ἔστειλε στή Χίο, ὅπου μορφώθηκε κοντά στόν  Ἱεροδιδάσκαλο Γαβριήλ Ἀστρακάρη καί, ἀργότερα, συνδέθηκε μέ τόν σοφό Ἀθανάσιο τόν Πάριο.
Ἀφοῦ περάτωσε τίς σπουδές του, χειροτονήθηκε Διάκονος καί διορίσθηκε διδάσκαλος στά Σχολεῖα τῆς Χίου, καί, παράλληλα, Ἱεροκήρυκας, μεταβαίνοντας στή Νέα Μονή, γιά τόν πνευματικό καταρτισμό τῶν Μοναχῶν. Τό 1802 γίνεται Ἡγούμενος τῆς Νέας Μονῆς, γιατί κρίθηκε ὁ πλέον κατάλληλος νά ἀντιμετωπίση μιά  κρίσιμη γιά τή Μονή περίστασι. Σέ λίγο διάστημα παραιτήθηκε τῆς Ἡγουμενίας καί ἐμόνασε στόν Ἅγιο Γεώργιο τῶν Ρεστῶν, μαζί μέ τόν Ἰωσήφ τόν ἐκ Φουρνᾶ καί τόν ἁγιορείτη ὅσιο Νεῖλο τόν Καλόγνωμο. Μέ τόν Ἅγιο Μακάριο συνεδέθη μέ στενή φιλία καί πρωτοστάτησε στήν ἀναγνώρισί του ὡς Ἁγίου.
 Ἡ ἁγιότης τοῦ Ὁσίου Νικηφόρου ἔγινε γνωστή σέ ὅλο τό νησί, γιατί ὁ Ἅγιος ἐπισκεπτόταν τά χωριά, ἐκήρυττε τόν θεῖο λόγο, ἐξομολογοῦσε καί συμβούλευε τούς χριστιανούς τονώνοντας τό θρησκευτικό, ἀλλά καί τό πατριωτικό τους αἴσθημα. Τήν γενέτειρά του ἐπισκεπτόταν τακτικά. Μάλιστα σέ καιρούς ἀνομβρίας τόν καλοῦσαν οἱ Καρδαμυλῖτες, γιά νά μεσιτεύση στό Θεό. Πάντοτε δέ ὁ Ἅγιος Γέροντας, χωρίς νά ἀποκάμνη στίς δεήσεις του, ἔφερνε τήν πλουτοφόρο βροχή.
 Στόν κοινωνικό τομέα ὁ Ἅγιος, εὕρισκε πολλούς τρόπους, γιά νά βοηθᾶ τούς ἀνθρώπους, πού εἶχαν ἀνάγκη. Ὁ ἴδιος ἦταν πάμπτωχος. Εἶχε μεγάλη ἀδυναμία στήν δενδροφύτευσι. Στά χωριά, πού γυρνοῦσε γιά τό κήρυγμα, συμβούλευε τούς χριστιανούς νά φυτεύσουν δένδρα καί, κυρίως, ἐλιές.
Μεγάλο μέρος ἀπό τό πευκοδάσος γύρω στή Νέα Μονή καί στά Ρεστά, ἀλλά καί τῶν ἐλαιοδένδρων καί τῆς ἄλλης φυτείας, στά Ρεστά καί στόν Κάμπο τῶν Καρδαμύλων, εἶναι ἔργο τοῦ ἱεροῦ Νικηφόρου. Τό συγγραφικό του ἔργο εἶναι σπουδαῖο γιά τήν Χιακή Ἱστορία.
 Ἀπέθανε τήν 1ην Μαΐου 1820/1, χωρίς νά γνωρίση τή μεγάλη καταστροφή τῆς πατρίδας του (1822), τήν ὁποία εἶχε προφητεύσει. Τό 1845 ἔγινε ἠ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του, πού τοποθετήθηκαν στόν Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Βυρσοδεψῶν στά Ρεστά.
 Ἡ τιμή, ὁ σεβασμός καί ἡ εὐλάβεια τῶν συγχρόνων συμπατριωτῶν του ἐκδηλώθηκε καί μέ τήν ἀνέγερσι ἐπ’ ὀνόματί του περικαλλοῦς Ἱεροῦ Ναοῦ, στή γενέτειρά του, τά Καρδάμυλα.
16. Άγιος Μεγαλομάρτυς Νικόλαος
Εγεννήθη στό χωριό Καρυές καί ὁ πατέρας του ὠνομάζετο Πέτρος καί ἡ μητέρα του Σταματοῦ. Ἦτο ταπεινός, σεμνός, ἄκακος, καί ἐγκρατής χριστιανός. Ἐδοκιμάσθη, ὅμως, τόσον ἀπό τόν ἀντίχριστο, ὥστε νά συμπεριφέρεται καί νά ζῆ σάν Τοῦρκος.
Ἀλλά ἡ Θεία Χάρις τόν ἠξίωσε, μέ τήν μετάνοιαν, νά ἐπιστρέψη στή χριστιανική πίστι, τήν ὁποία, μέ θάρρος καί παρρησία, διεκήρυττε. Δέν ἐπτοήθη ἀπό τίς ἀπειλές καί δέν παρεσύρθη ἀπό τίς κολακείας τῶν Τούρκων.
Δέν ὑπέκυψε στά φρικτά βασανιστήρια, τά ὁποῖα, μέ τή δύναμι καί προστασία τοῦ Χριστοῦ, ὑπέμεινε μέ καρτερία καί γενναιότητα. Ἐδέχθη μαρτυρικό θάνατο, μέ ἀποκεφαλισμό, τήν 31ην Ὀκτωβρίου 1754, σέ ἡλικία 23 ἐτῶν !
17. Νίκων Ιερόμαρτυς και οι 199 αυτού μαθητές
18. Οσιομάρτυς Ονούφριος ο νέος
Καταγόταν ἀπό τόν Μέγαν Τούρναβον καί ἀπό τό χωριό Κάμπροβα. Οἱ γονεῖς του, πού ἦταν πλούσιοι καί ἐπίσημοι ἐκείνης τῆς πόλεως, ὠνομάζοντο Δέτζιο καί Ἄννα.
Ὅταν ἐβάπτισαν τόν υἱόν τους αὐτόν, τόν ὠνόμασαν Ματθαῖον. Σέ νεαρά ἡλικία, πῆγε στήν Ἱερά Μονή Χιλιανδαρίου, στό Ἄγιον Ὄρος, ὅπου ἐχειροτονήθη Ἱεροδιάκονος καί ἔλαβε τότε τό ὄνομα Μανασσῆς. Ἡ ζωή του ἦτο ἀσκητική καί ἔτρωγε μόνο λίγο ψωμί κάθε δύο ἤ τρεῖς ἡμέρες.
Προσευχόταν ἀδιάλειπτα καί ἔκανε τρεῖς μέ τέσσερις χιλιάδες μετάνοιες τό ἡμερονύκτιο! Ἔτσι, ἀφοῦ ἐδοκιμάσθη πνευματικά, ἔλαβε τό ἀγγελικό σχῆμα καί ἔγινε Μεγαλόσχημος Μοναχός καί ἀπό Μανασσῆς μετωνομάσθη Ὀνούφριος. Ἁπό τό Ἅγιον Ὄρος ἦλθε στή Χίο, ὄπου ἐσυνέχισε τήν πνευματική καί ἀσκητική  ζωή.
Εἶχε μεγάλη ἔφεσι νά μαρτυρήση ὑπέρ τῆς Πίστεως τοῦ Χριστοῦ, γι’αὐτό καί ἐπαρουσιάσθη μπροστά στούς Τούρκους καί, μέ μεγάλο θάρρος καί εὐψυχία, ὡμολόγησε τήν Πίστιν του. Αὐτό εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά λάβη μαρτυρικό θάνατο, μέ ἀποκεφαλισμό, στίς 4 Ἰανουαρίου 1818, σέ ἡλικία 32 ἐτῶν, καί στόν ἴδιο τόπο, ὅπου ἐμαρτύρησε ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Χῖος.
19. Αγία Παρασκευή
20. Άγιος Παρθένιος Μητροπολίτης Χίου και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης
21. Όσιος Παρθένιος ο Χίος
Κατήγετο ἀπό τό χωρίον Δαφνώνας. Σέ νεαρή ἡλικία ἀρραβωνιάσθηκε καί ἀσχολήθηκε μέ τό ἐμπόριο μεταξύ Χίου, Σμύρνης καί Κωνσταντινούπολης. Ἐνῶ ἐτοιμαζόταν γιά γάμο εἰδοποιήθηκε ὅτι ἡ μνηστή του ἀρρώστησε βαριά καί μέχρις ὅτου ἐπιστρέψη ἀπό τό ταξίδι, εἶχε πεθάνει.
Θέλοντας νά δεῖ τήν μνηστή του «ίδίοις ὄμμασι» νεκρή, πῆγε στό τάφο νύκτα, τήν ξέθαψε καί τήν πῆρε στήν ἀγκαλιά του. Φιλοσοφίσας τό, ἐκ τῶν Μακαρισμῶν τῆς Νεκρωσίμου Ἀκολουθίας, τροπάριον « ἐξέλθωμεν καί ἴδωμεν ἐν τοῖς τάφοις ὅτι γυμνά ὀστέα ὁ ἄνθρωπος σκωλήκων βρῶμα καί δυσωδία », χωρίς νά πεῖ τίποτε  σέ κανένα, ἐγκατέλειψε τίς φροντίδες τοῦ μάταιου κοσμου, ἔγινε μοναχός στή Νέαν Μονή τῆς Χίου καί ἐπιδόθηκε σέ ἀσκητικούς ἀγῶνες.
Μέ τήν εὐλογίαν τοῦ γέροντός του άνέβαινε στήν κορυφή τοῦ Πενθόδους ὅρους, ἄναβε τήν κανδήλα καί γενικά ἐφρόντιζε  τό ἐκεῖ ἐρειπωμένο ναΐδριο τοῦ Ἁγίου Ἀπόστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου. Κάποια στιγμή, «θείᾳ βουλήσει», ἀνακάλυψε ἕνα σπήλαιο στήν Ν.Α. πλευρά τοῦ ὄρους, ὅπου ἀπεφάσισε νά ἀσκητέψη. Ἐκεῖ ἔζησε νηστεύων, ἀγρυπνῶν καί προσευχόμενος νύκτα καί ἡμέρα.
Ὁ Κύριος, βλέποντας τούς πνευματικούς του ἀγῶνες, τόν ἀντάμειψε μέ πολλά πνευματικά χαρίσματα μεταξύ τῶν ὁποίων καί τό διορατικον. (Προεῖπε τόν μεγάλο καί φοβερό σεισμό τῆς Χίου τό 1881). Σύντομα ἡ φήμη του ἐξαπλώθηκε καί τό ἐρειπωμένο ναΐδριο τοῦ Ἁγίου Μάρκου ἐξελίχθηκε σέ Σκήτη, ὅπου ὁ Παρθένιος μέ τούς ὑποτακτικούς ἐξασκοῦσε τά μοναχικά του καθήκοντα.
Ὄλος ὁ κόσμος συρρέει ἀπό τά διάφορα μέρη τοῦ νησιοῦ γιά νά ἀκούση τά μελίρρυτα λόγια του καί νά ζητήσει τήν εὐχή καί τήν εὐλογία του. Ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής Λάζαρος Ζανάρας, κατέγραψε, χωρίς τήν θέλησι τοῦ Ὁσίου, ὅτι  ὁ Ὅσιος Παρθένιος ἐπετέλεσε ἐν ζωῇ πολλά θαύματα.
Ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνη τήν 8η Δεκεμβρίου 1883.
22. Άγιος Νεομάρτυρες και Αυτάδελφοι Σταμάτιος, Ιωάννης και Νικόλαος
Εγεννήθησαν στήν νῆσον Σπέτσες καί οἱ γονεῖς τους ὠνομάζοντο Θεόδωρος καί Ἀνέζω Γκίνη. Ἠσχολοῦντο μέ τό ἐμπόριο κάι τό ἔτος 1822 ἦλθαν στόν Τσεσμέ τῆς Τουρκίας, γιά νά ἐμπορευθοῦν. Ἐκεῖ, συνελήφθησαν ἀπό τούς Τούρκους, ἐπειδή ὡμολόγησαν, ὅτι εἶναι χριστιανοί, καί ἐστάλησαν ἀπό ἐκεῖ στή Χίο.
Ἐδῶ, τούς μέν δύο, τόν Σταμάτιον καί τόν Ἰωάννην, τούς ἔκλεισαν στήν σκοτεινή φυλακή τοῦ Κάστρου, τόν δέ μεγαλύτερον ἀδελφόν τους, τόν Νικόλαον, τόν ἀπεκεφάλισαν στή πλατεῖα Βουνακίου, ἐπειδή δέν ἄλλαζε τἠν Πίστι του καί ἐφώναζε μέ ἐνθουσιασμό:«Χριστιανός ἐγεννήθην καί χριστιανός θ’ἀποθάνω ۠  δέν ἀρνοῦμαι τήν πίστιν μου»! Τούς ἄλλους δύο ἀδελφούς προσεπάθησαν οἱ Τοῦρκοι νά τούς πείσουν νά τουρκέψουν, χρησιμοποιῶντας ἀπειλές βασανιστηρίων καί ὑποσχέσεις δωρεῶν.
Ὅμως, οἱ καλοί αὐτοί νέοι ἔμεναν στερεοί καί ἀμετακίνητοι στήν πίστι τους, γι’αὐτό κάι ἀπεφασίσθη ἀπό τούς Τούρκους ἡ θανατική καταδίκη τους. Τότε, ἐκεῖνοι ἔστειλαν γραπτήν τήν ἐξομολόγησί τους στό Μητροπολίτη Χίου καί ἐζήτησαν νά κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Ἐπειδή, ὅμως, οὔτε Ἱερεύς ἤ ἄλλος Χριστιανός μποροῦσε νά εἰσέλθη στίς φυλακές, ὁ Μητροπολίτης ἔδωσε τά Ἄχραντα Μυστήρια σέ μιά γυναίκα, πού ἐλέγετο Φράγκα, γιά νά τά μεταφέρη στή φυλακή, ὅπου καί ἐκοινώνησαν οἱ δύο ἀδελφοί.
Γεμᾶτοι θεία γαλήνη καί οὐράνια χαρά ἐδέχθησαν μαρτυρικό θάνατο στή θέσι τῆς παλαιᾶς βρύσης τῆς πλατείας Βουνακίου, σέ ἡλικία ὁ μέν Σταμάτιος 18 ἐτῶν, ὁ δέ Ἰωάννης 22 ἐτῶν.
23. Τρεις Άγιες Παρθενομάρτυρες εκ Χίου
Εχουν καταχωρισθεῖ στή Χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Χίου τρεῖς Ἅγιες Παρθενομάρτυρες, τῶν ὁποίων τά ὀνόματα καί τήν ζωή τους κανένας βιογράφος δέν διέσωσε, οὔτε ἀκόμη σέ ποιόν αἰῶνα ἔλαβε χώρα τό Μαρτύριό τους. Ἁπλᾶ καί μόνον γίνεται ἀναφορά περί αὐτῶν στούς Συναξαριστές καί ὅτι  ἐτελειώθηκαν μέ ξίφος.
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται στίς 9 Ἰουνίου.

Ι. Μ. Δημητριάδος
1. Νεομάρτυς Απόστολος ο νέος
2. Νεομάρτυς Σταμάτιος
3. Όσιος Γεράσιμος ο νέος
4. Όσιομάρτυς Γεδεών
5. Όσιος Συμεών Μονοχίτων- ανυπόδητος
6. Νεομάρτυς Τριαντάφυλλος
7. Νέος οσιομάρτυς Δαμιανός
8. Όσιος Λαυρέντιος
9. Άγιος Βησσαρίωνας
10. Όσιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω
11. Άγιοι ανάργυροι Φιλονίλλα και Ζηναϊς

Ι.Μ. Διδυμότειχου
1. Εθνοϊερομάρτυς Κύριλλος ο ς’
2. Όσιομάρτυς Ιάκωβος και οι μαθητές του
3. Ιερομάρτυς Παρθένιος
4. Δήμος ο εκ Μακράς Γεφύρας
5. Μιχαήλ ο Μαυροειδής
6. Λουκάς ο οσιομάρτυς
7. Χριστόφορος ο οσιομάρτυς
8. Τιμόθεος ο Οσιομάρτυς
9. Αμμούν ο διάκονος και οι 40 μαθήτριές του
10. Ιωάννης Βατάτζης

Ι. Μ. Δράμας
1. Όσιος Γερμανός και Διονύσιος
2. Οι 172 οσιομάρτυρες
3. Ιεροεθνομάρτυς Χρυσόστομος
4. Όσιος Γεώργιος ο νέος
5. Άγιος Δαυίδ του μεγάλου Κομνηνού

Ι. Μ. Εδέσσης
1. Αγία Βάσσα
2. Αγία Παρθένα η Εδεσσαία
3. Αγία νεομάρτυς Χρυσή
4. Αγίος Ιλαρίων

Ι.Μ. Ζίχνης
1. Άγιος Ιωάννης επίσκοπος Ζιχνών
2. Άγιος Θεόφιλος ο Μυροβλήτης
3. Άγιος Ιερομάρτυς Μωκίος
4. Άγιος Εθνοϊερομάρτυς Ευθύμιος
5. Άγιος Εθνοϊερομάρτυς Χρυσόστομος

Ι. Μ Ηλείας
1. Άγιος Χαράλαμπος Πύργου
2. Άγιος Αθανάσιος Αμαλιάδας
3. Άγιος Νικόλαος Σπάτα

Ι. Μ Θεσσαλονίκης
1. Άγιος Δημήτριος
2. Άγιοι Νέστωρ και λούπος
3. Γρήγοριος Παλαμάς
4. Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος
5. Θεοδώρα η εν Θεσ/νίκη
6. Άγιος Θεωνάς
7. Βασίλειος ο ομολογητής
8. Φιλόθεος ο κόκκινος
9. Συμεών Θεσ/νίκης
10. Νικόλαος Καβάσιλας ο Χαμαετός
11. Ευστάθιος
12. Γρηγόριος Καλλίδης
13. Όσιομάρτυς Κύριλλος

Ι
Ι. Μ Θήρας και νήσων
1. Άγιος Νεόφυτος ο Αμοργινός

Ι.Μ Ιερισσού, Αγίου Όρους
1. Μακάριος Επίσκοπος Ιερισσού
2. Μάρκος Επίσκοπος Αθερουσίων
3. Ευθύμιος Επίσκοπος Μαδύτου
4. Ακιλίνα η Ζαγκλιβερίνη
5. Όσιος Σάββας εκ Σταγείρων
6. Όσιος Αυξέντιος Σταυρού
7. Όσιος Ευθύμιος ο νέος Περιστερών
8. Όσιος Μητροφάνης στρατονίκης
9. Όσιος Γεώργιος Γοματίου
10. Όσιος Γερβάσιος Γοματίου
11. Οσία Χάϊδω Στανού
12. Ιερομάρτυς Αγάπιος εκ Γλατίστης
13. Όσιος Ακάκιος εκ Νεοχωρίου

Ι. Μ Καρπενησίου
1. Οι εξ Ευρυτανίας νεομάρτυρες και όσιοι

Ι. Μ Καρυστίας και Σκύρου
1. Όσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης 

Ι.Μ. Κασσανδρείας
1. Νεομάρτυς Χριστόδουλος ο εκ Κασσανδρείας

Ι. Μ Καστοριάς
1. Άγιος Ιάκωβος νεομάρτυς εκ Καστοριάς
2. Άγιος Διονύσιος ο εκ Κορήσου
3. Άγιος Θεοδόσιος ο εκ Κορήσου
4. Προφήτης Ηλίας προστάτης των γουνοποιών
5. Σύναξις των εν Καστοριά τιμωρημένων αγίων
6. Άγιος Γεράσιμος ο Παλλάδας
7. Όσιά Σοφία

Ι.Μ Κέρκυρας, Παξών 
1. Άγιος Σπυρίδωνας
2. Αγία Θεοδώρα της Αυγούστης
3. Αποστόλων Ιάσωνος και Σωσιπάτρου
4. Απόστολος Γαϊος
5. Άγιος Απολλόδωρος
6. Άγιος Αθανάσιος ο Κερκυραίος
7. Άγιοι επτά μάρτυρες εις Κέρκυραν

Ι. Μ Κεφαλληνίας
1. Άγιος Γεράσιμος πολιούχος
2. Όσιος Άνθιμος του Κουρούκλη
3. Οσία Παναγή
4. Άγιος Χαράλαμπος πολιούχος Ληξουρίου
5. Ιερομάρτυς πατρ. Γρηγόριος Ε’
6. Αγίων φανέντων ομολογητών Γρηγορίου, Θεοδώρου και Λέοντος

Ι. Μ Κίτρους, Κατερίνη και Πλαταμώνος
1. Άγιος Διονύσιος εν Ολύμπω
2. Αγίας Αικατερίνης, πολιούχος
3. Αγίου Μεγαλομάρτυρα Αλέξανδρου του εν Πίδνη
4. Οσίου Γεωργίου του Καρσλίδη του νέου ομολογητή
5. Αγίου Ιωάννη ιερομάρτυς εκ Πέτρας
6. Άγιος Μελέτιος Α επίσκοπος Κίτρου

Ι. Μ Κορίνθου
1. Άγιοι Ακύλας και Πρίσκιλλα
2. Άγιος Βλάσσης Ξυλοκάστρου

Ι.Μ Κυθήρων 
1. Οσίου Θεοδώρου του εν Κυθήροις ναι 
2.  Αγίας Ελέσης της εν Κυθήροις ναι 
3. Αγίου Μύρωνος εις Αντικύθηρα

Ι. Μ Λαγκαδά Λητής και Ρεντίνης
1. Νεομάρτυς Κυρράννα εις Όσσα ναι 
2. Αγία Ακυλίνα
3. Άγιος Ακάκιος Επίσκοπος Λητής ναι 
4. Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης ναι 
5. Άγιος Γαβριήλ Ιεομόναχος ο Ιβηρήτης

Ι. Μ Λαρίσης και Τυρνάβου
1. Αχίλλιος πολιούχος Λαρίσης
2. Οσιομάρτυς Γεδεών
3. Οσιομάρτυς Δαμιανός
4. Νεομάρτυς Γεώργιος  εκ Ραψάνης
5. Άγιος Βησσαρίωνας ο Β’

Ι. Μ Λευκάδος και Ιθάκης
1. Αγίου Νικολάου Ιράς Αθανίου οχι 
2. Αγίου Ραφαήλ Ιθακησίου ναι όλοι οι άλλοι 
3. Αγία Βαρβάρα Λευκάδος
4. Αγία Μαύρα Λευκάδος
5. Όσιος Ιωακείμ Ιθακήσιος
6. Άγιος Δονάτος Εγκλουβής
7. Αγία Κυριακή Βλυχού
Ι. Μ Λήμνου
1. Στρατήγιος επίσκοπος λήμνου
2. Μάρκος ο Ευγενικός
3. Ευθύμιος αρχιεπ. Τυρνόβου
4. Ιωσήφ επισ. Τιμισιοάρας
5. Άγιος Σώζων
6. Αγία Μελιτήνη
7. Αγία Γλυκερία
8. Αγία Ευφημία
9. Άγιος Κωνσταντίνος ο εξ Αγαρηνών
10. Αθανάσιος ο Λήμνιος
11. Άγιος μάρτυς Ευστράτης
12. Όσιος Ευστράτης

Ι. Μ Μαντινείας και Κυνουρίας
1. Νεομάρτυς Πέτρος εκ Τριπόλεως
2. Νεομάρτυς Δημήτριος
3. Όσιος Πάυλος εν Τριπόλει
4. Όσιος Νείλος ο Μυροβλήτης
5. Νεομάρτυρας Λάζαρος ο ιερομόναχος
6. Οσίος Λεόντιος ο ασκητής εν Βλαχέρνη

Ι. Μ Μαρωνείας και Κομοτηνής
1. Αγία Παρασκευή πολιούχος

Ι. Μ Μεγάρων
1. Αγιών τεσσάρων μαρτύρων
2. Όσιος Μελέτιος
3. Άγιος Ιερόθεος

Ι. Μ Μεσσηνίας
1. Όσιος Θεόδωρος εκ Κορώνης
2. Όσιος Αθανάσιος
3. Οσιομάρτυς Ηλίας ο Αρδούνης εκ Καλαμάτας
4. Όσιος Ιερόθεος εκ Καλαμάτας
5. Μεγαλομάρτυς Ξένια η Καλαματιανή

Ι. Μ Μηθύμνης
1. Άγιος Ιγνάτιος αρχιεπ. Μηθύμνης
2. Εθνομάρτυς Ευθύμιος επισκ. Ζήλων
3. Όσιος Θεοκτίστης της Μηθυμναίας ναι 

Ι. Μ Μονεμβασιάς και Σπάρτης
1. Όσιος Νίκωνος
2. Άγιος Θεόκλητος Λακεδαιμονίας
3. Όσιος Θωμά και Γεωργίου εν Μαλεώ
4. Λεόντιος ο Μονεμβασιώτης
5. Ιωάννης ο εκ Γουβών Μονεμβασιάς
6. Γρηγόριος ο εκ Μυστρά
7. Οσίας Υπομονής
8. Όσιος Ηλίας ο νέος

Ι. Μ Μυτιλήνης Ερεσσού και Πλωμαρίου
1. Άγιοι πέντε παρθενομάρτυρες
2. Ανδρέας επίσκοπος Κρήτης
3. Γεώργιος Ομολογητής
4. Θεοφάνης Σιγριανής
5. Όσιος Δαυίδ
6. Συμεών ο νέος Στυλίτης
7. Γεώργιος Αρχιεπ. Μυτιλήνης
8. Οσία Θωμαϊς
9. Γρηγόριος Άσσου
10. Ραφαήλ
11. Νικόλαος και Ειρήνη
12. Δούκας Μυτιληναίος
13. Παρθένιος οικουμ. Πατριάρχης
14. Γεώργιος Πασγιάνος
15. Νικόλαος νεομάρτυς
16. Θεόδωρος Μυτιληναίος ή χατζής
17. Θεόδωρος ο Βυζάντιος
18. Οσιομ. Λουκάς
19. Αναστάσιος Πανιέρας
20. Δημήτριος Μπεγιάζης

Ι. Μ Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου
1. Άγιος Πολύκαρπος
2. Άγιος Βλάσιος
3. Άγιος Δαμασκηνός Στουδίτης

Ι. Μ Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως
1. Άγιος Γεώργιος τροπαιφόρος, πολιούχος
2. Άγιος Ελευθέριος εν Σταυρουπόλει
3. Άγιος Αθανάσιος Κουλακιώτης
4. Νεομάρτυς Γεώργιος ο εν Νεαπόλει
5. Όσιος Ακάκιος Ασβεστοχωρίου
6. Αγία Υπομονή

Ι. Μ Κρήνης και Καλαμαριάς
1. Άγιος Ευγενικός ο τραπεζούντιος
2. Άγιος Αργύριος ο Επανομίτης
3. Οσία Παρασκευή η Επιβατηνή
4. Άγιος Γεώργιος ο εν Κρήνη
5. Άγιος Αυξέντιος ο εν Βουνώ
Ι . Μ Νέας Σμύρνης
1. Αγία Φωτεινή πολιούχος
2. Άγιος Πολύκαρπος Σμύρνη
3. Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνη

Ι. Μ Νικοπόλεως και Πρεβέζης
1. Άγιος Χαράλαμπος πολιούχος
2. Άγιος Βησσαρίωνας πολιούχος Φιλιππιάδας
3. Άγιος Ιερομ. Αλκίσων
4. Άγιος νεομ. Χρήστος ο εκ Πρεβέζης
5. Όσιος Ονούφριος ο εν Κορωνησία

Ι. Μ Ξάνθης
1. Άγιος Θεοφάνης επισ. Περιθεωρίου

Ι. Μ Παραμυθιάς
1. Άγιος Δονάτος επισ. Ευροίας
2. Άγιος Αναστάσιος ο εκ Παραμυθίας
3. Άγιος Αναστάσιος ο εκ Βλασίου ο Γουναράς
4. Άγιος Διάδοχος επισ. Φωτικής

Ι. Μ Παροναξίας
1. Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης εν Νάξω
2. Άγιος Νικόλαου Πλανάς ο Ναξιώτης
3. Οσία Θεοκτίστη Μηθυμναία
4. Όσιος Αρσένιος ο εν Πάρω
5. Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος
6. Άγιος Κύριλλος ο Πάριος οχι 

1. 
Ι.Μ Πολυάνης και Κιλκισίου
1. Άγιοι Πεντεδαίκα Ιερομάρτυρες
2. Άγιος Μεγαλομάρτυς Ευγένιος ο Τραπεζούντιος

Ι. Μ Σάμου και Ικαρίας
1.  
2. Ερμογένης επισκ. Σάμου
Ο ιερομάρτυς Ερμογένης ο θαυματουργός
20-26 λεπτά
________________________________________
Ο ιερομάρτυς Ερμογένης ο θαυματουργός 
(5 Οκτωβρίου)
Δόξα και τιμή στο σμαραγδένιο μας νησί. Χαρά και ευλογία στην Κύπρο μας. 
Ποιος θα το ‘λεγε ποτές, πως στον τόπο τούτο, που κάθε κορφή και ρεματιά, μα και κάθε σπηλιά και βράχος είχε για στολίδι το είδωλο κάποιου θεού, θα ‘φτανε μια μέρα, που όλα αυτά θα γκρεμιζόντουσαν και θα εχάνοντο; 
Ποιος θα περίμενε ακόμη πως κι η Αφροδίτη, του έρωτος η θεά και της διαφθοράς η προστάτισσα με τα τόσα αγάλματα της, θα εξοστρακιζόταν από τον τόπο, που πιστευόταν πως την γέννησε, και τη θέση της μα και τη θέση όλων θα έπαιρνε ο γλυκύς Ιησούς, της Γαλιλαίος ο ταπεινός και πράος Διδάσκαλος;
Κι όμως αυτό έγινε. 
“Όπου επλεόνασεν η αμαρτία υπερεπερίσσευσεν η χάρις”. 
Η Κύπρος μας, που με τη λατρεία της Αφροδίτης είχε εξυψώσει την ακολασία σε τρόπο ζωής, πρώτη απ’ όλα τα μέρη του γνωστού τότε κόσμου δέχτηκε το κήρυγμα της σωτηρίας. 
Δύο απόστολοι, ο Παύλος κι ο Βαρνάβας με συνοδό τους και τον ανεψιό του Βαρνάβα, τον μετέπειτα Ευαγγελιστή Μάρκο, ξεκίνησαν από την Αντιόχεια της Συρίας και κάποια μέρα του 45 μ.Χ. φτάσανε στο νησί μας. Το κήρυγμα τους βρήκε ευνοϊκή ανταπόκριση. Πολλοί έσπευσαν ν’ ασπασθούν την καινούργια θρησκεία. 
Στην Πάφο πού ήταν τότε κι η έδρα της πολιτικής εξουσίας έγινε χριστιανός κι ο διοικητής της Κύπρου, ο Σέργιος Παύλος. Κι είναι ο πρώτος άρχοντας, ο πρώτος επίσημος να πούμε, που αποδέχτηκε το ευαγγέλιο της νέας ζωής. Το παράδειγμα του ακολούθησαν σε λίγο κι άλλοι. 
Έτσι η νήσος μας από νωρίς εγκατέλειψε όχι μονάχα την ειδωλολατρία με όλα τα θλιβερά γνωρίσματα της, αλλά κι άρχισε να παρουσιάζει ένα νέο τρόπο ζωής. Τρόπο ζηλευτό, ώστε με τον καιρό να της δοθεί και το τόσο τιμητικό προσωνύμιο “Νήσος των Αγίων”.
“Ναι! “Νήσος των Αγίων”. 
Εδώ όχι μονάχα γεννήθηκαν κι έζησαν και διακρίθηκαν ένα μεγάλο ποσοστό αγίων προσώπων, αλλά και την Κύπρο μας διάλεξαν ως τόπο κατοικίας πολλοί από διάφορες χώρες, που πόθησαν να ζήσουν μια ενάρετη κι άγια ζωή. Κάτι περισσότερο. Πολλά λείψανα αγίων και μαρτύρων της πίστεως πού ρίχτηκαν στη θάλασσα με τον σκοπό ν’ αφανιστούν, το πανάγιο χέρι της Πρόνοιας του Θεού στο νησί μας το οδήγησε να φτάσουν και να βρουν φιλοξενία και σεβασμό.
Ένας τέτοιος άγιος και ιερομάρτυρας, που μας ήρθε σε μια κάσα μέσα, είναι κι ο μακάριος επίσκοπος της Σάμου, ο Ερμογένης.
Γεννήθηκε σε μια παράλια κωμόπολη του νόμου Αττάλειας της Μικράς Ασίας, τη Φοινικούντα. Πότε ακριβώς, δεν γνωρίζουμε. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι, πως οι γονείς του ήταν χριστιανοί και μάλιστα ευσεβείς και φιλόθεοι. Αυτοί φρόντισαν να ρίξουν στην ψυχή του παιδιού τους απ’ αυτή την περίοδο της βρεφικής του ηλικίας τα σπέρματα της ευσέβειας και της αγάπης στον Θεό. Κι η προσπάθεια τους ευλογήθηκε πλούσια από τον Επουράνιο Γεωργό. 
Ο νεαρός Ερμογένης στο περιεχόμενο της Αγίας Γραφής βρήκε ό,τι ζητούσε. Την ψυχαγωγία, την αληθινή μόρφωση, την αρετή, την ανώτερη ζωή. Στα συνομήλικα του παιδιά που ερχόντουσαν να τον καλέσουν να βγούνε έξω, για να πάνε να παίζουν, ο φιλόθρησκος νέος φρόντιζε πάντα κάτι να βρει, για να μη διακόψει τη μελέτη και την απασχόληση του με τα ιερά γράμματα. 
Έτσι, μαζί με τη σωματική του πρόοδο αναπτυσσόταν παράλληλα και διακρινόταν κι η αρετή του. Η καρδιά του είχε πυρποληθεί κυριολεκτικά από την αγάπη του Χριστού. Γι’ αυτό και τις αρχές του τις χριστιανικές, τις αρχές που απέκτησε τόσο από τις συμβουλές και το καλό και ζωντανό παράδειγμα των ευσεβών γονιών του, όσο κι από την όλη μόρφωση του, τις κράτησε σταθερά σαν τον πιο πολύτιμο θησαυρό. Και το ‘δειξε από νωρίς.
Νέος ακόμη στην πιο κρίσιμη καμπή της ζωής του έχασε και τους δύο γονείς του. Η αγάπη του Θεού τους κάλεσε κοντά Του. Μόνος κι ευκατάστατος κι ευπαρουσίαστος καθώς ήταν, δοκίμασε τότες δεινούς πειρασμούς. Όμως γιατί θεμελίωσε τη ζωή του πάνω στον αιώνιο βράχο, στη διδασκαλία και τον νόμο του Ευαγγελίου, έμεινε απρόσβλητος. Συνέβη και με τον αγνό και πιστό νέο, εκείνο που τονίζει ο Κύριος στην επί του Όρους ομιλία του σχετικά με την οικία τη στερεή. “Και κατέβει η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέπεσον τη οικία εκείνη και ουκ έπεσε• τεθεμελίωτο γαρ επί την πέτραν”. (Ματθ. ζ’ 25). 
Δηλαδή ήρθε η βροχή και ξεχύθηκαν οι ποταμοί της νεροποντής και φύσηξαν οι δυνατοί άνεμοι και πέσανε με ορμή πάνω στο σπίτι κι αυτό δεν κρημνίστηκε. Δεν σάλεψε καθόλου, γιατί θεμελιώθηκε στερεά πάνω στην πέτρα.
Ώ! όση αξία έχουν τα γερά θεμέλια σε μια οικοδομή, άλλη τόση και μεγαλύτερη αξία έχει η γερή θεμελίωση της ζωής του ανθρώπου κατά την παιδική και νεανική του ηλικία. Κι η κατάλληλη θεμελίωση του χαρακτήρα ενός ανθρώπου επιτυγχάνεται, αν στηριχτεί αυτός στις αιώνιες αλήθειες της χριστιανικής πίστεως. Το “ό εάν σπείρει άνθρωπος, τούτο και θερίσει” έχει πλήρη την εφαρμογή του σε τούτη την περίπτωση. 
Όταν ο άνθρωπος στην παιδική και νεανική του ηλικία δεχθεί στην ψυχή τα σπέρματα μιας ενάρετης ζωής, τότε ο άνθρωπος αυτός στις δύσκολες μέρες που θα συναντήσει δεν θα κινδυνεύει να λιποψυχήσει και να παρασυρθεί και να καταστραφεί. Γιατί είναι φυσικό στη ζωή μας να δοκιμάσουμε οι άνθρωποι πειρασμούς και θλίψεις και παραγνωρίσεις και διωγμούς και δοκιμασίες. Είναι η βροχή κι οι νεροποντές κι οι άνεμοι που προσβάλλουν ένα σπίτι. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος έβαλε γερά θεμέλια, και στήριξε τον χαρακτήρα του στη στερεή πέτρα της διδασκαλίας του Χριστού, δεν έχει να πάθει τίποτα. Αυτό γίνεται με τον καθένα. Αυτό γίνηκε και με τον αγνό κι ενάρετο νέο, τον Ερμογένη.
Στους ποικίλους πειρασμούς που αντιμετωπίζει με την αφάνεια του ο θεοφιλής νέος αντιτάσσει το ηθικό του παράστημα και νικά. Διαμοιράζει την περιουσία που του αφήκαν οι στοργικοί και πλούσιοι γονείς του στους πτωχούς, στους αδελφούς του Χριστού και κυρίους του, όπως τους ονόμαζε, και φεύγει. 
Η ζωή των ιερών αγωνιστών και μοναστών της Αιγύπτου για τους οποίους είχε ακούσει τόσα πολλά, τον οδηγεί στη χώρα του Νείλου. Πάει εκεί να τους γνωρίσει και να διδαχθεί απ’ το παράδειγμα και τους αγώνες τους. Πόσο καιρό έμεινε κοντά τους δεν ξέρουμε. Εκείνο που αναφέρει ο Συναξαριστής, είναι πως από την Αίγυπτο, επισκέφθηκε αργότερα τις Αθήνες και μετά την Κωνσταντινούπολη. Εκεί ώριμος πια κι υπόδειγμα ζηλωτού και χρηστού και ενάρετου ανδρός, κλήθηκε από τον εκεί αρχιεπίσκοπο να αναλάβει το Ιερατικό αξίωμα. 
Ο θεοφιλής ασκητής θέλησε να αρνηθεί. Το βάρος του Ιερατικού αξιώματος κι οι ευθύνες μιας ζωής αφιερωμένης τον κάμνουν να δειλιάζει. Η επιμονή όμως του αγίου επισκόπου της ιστορικής πόλεως τον πείθει στο τέλος. Ο ταπεινός εργάτης του Χριστού θεωρεί την επιμονή του πνευματικού πατέρα της Μεγάλης Εκκλησίας σαν εντολή Θεού και αποδέχεται να αναλάβει την παρακαταθήκη της Ιερωσύνης. 
Σε μικρό σχετικό διάστημα χειροτονείται επίσκοπος και στέλλεται να ποιμάνει την Εκκλησία της Σάμου. Ο λύχνος είχε τεθεί πια “επί την λυχνίαν”.
Ο ψυχικός πλούτος, η πλούσια μόρφωση κι η δοκιμασμένη αρετή του ιερού ποιμένα έκαμαν, ώστε σύντομα ο Ερμογένης να αναδειχθεί αντάξιος της μεγάλης τιμής, μα και της βαριάς ευθύνης της ιερωσύνης.
Στο πρόσωπο του οι χριστιανοί της Σάμου βρήκαν ό,τι ζητούσαν. Τον φιλόστοργο πατέρα, τον φλογερό δάσκαλο, τον πράο και ησύχιο σύμβουλο, τον πιστό οικονόμο των μυστηρίων του Θεού. Νύκτα και μέρα μοχθούσε ο ιερός πατήρ στο έργο της χριστιανικής διδασκαλίας και της φιλανθρωπίας. Με λόγια ζωντανά δίδασκε τον λαό του και πρόβαλλε παν τού το φως του Χριστού. Πολλοί προσερχόντουσαν στη νέα πίστη. Κι όλους τους κατεύθυνε με υπομονή και πραότητα κι ανεξικακία. Πολλά θαύματα αναφέρεται, πως έκαμε, με τη χάρη του Θεού, για να εξυπηρετήσει και παρηγορήσει τον πονεμένο λαό του. Πολλά συγγράμματα ακόμη έγραψε, συγγράμματα αξιομνημόνευτα, για να διαφωτίσει και στη ρίξει, μα και να υπερασπίσει τη χριστιανική αλήθεια από την αίρεση του Αρείου και των άλλων αιρετικών, αλλά και από την ειδωλολατρία, η οποία είχε ακόμη πολλούς οπαδούς. Σε αξιοζήλευτο βαθμό ο άγιος επίσκοπος οργάνωσε και την φιλανθρωπία. 
Έτσι αναδείχθηκε κατά τον ιερό υμνογράφο “σκεύος εκλεκτόν άγιον τω Κυρίω, ιερωσύνης κανών, της εγκράτειας αληθές καταγώγιον, στάθμη της σωφροσύνης, των αρετών θησαυρός, ελεημοσύνης πηγή βρύουσα” αλλά και “ο στηρίζων τους πιστούς προς ευσέβειαν και ο επακούων ασθενών ταις δεήσεσι και ο παρέχων πάσι την υγείαν και ρώσιν και χάριν πάντοτε”.
Έτσι ο “λύχνος ο διαυγέστατος” λάμπρυνε την Ιερή στολή κι αναδείχθηκε διαπρύσιος κήρυκας των διαταγμάτων του Χριστού. 
Στα μάτια του μπροστά είχε πάντοτε τη σύσταση του θείου Παύλου, προς τον Τιμόθεο. “Την παρακαταθήκην φύλαξον” (Α’ Τιμοθ. δ’ 20).
 Φύλαξε, Τιμόθεε, την παρακαταθήκη των αληθειών του Ευαγγελίου. 
Φύλαξε την ανόθευτη και ακέραιη. 
Και την φύλαξε ο Τιμόθεος.
Την φύλαξε όμως κι ο Ιερός Ερμογένης. Την φύλαξε μέχρι θανάτου. Στη σκέψη του ο μακάριος πατήρ έφερνε συχνά, πολύ συχνά του Κυρίου τα λόγια. “Ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβά των (Ιωάν. ι , 11). Και την θυσίασε τη ζωή του για να σώσει και διαφυλάξει τα πρόβατα του. Τα χρόνια εκείνα ήσαν χρόνια πολύ δύσκολα. 
Από τη μια οι αιρετικοί, και μάλιστα του Αρείου οι οπαδοί, από την άλλη οι Ιουδαίοι κι οι ειδωλολάτρες δίωκαν άγρια τους πιστούς χριστιανούς. Δεν τους εμπόδιζαν μόνο από του να επιτελέσουν τα Θρησκευτικά τους καθήκοντα, αλλά και τους έπιαναν και σαν άκακα αρνία τους οδηγούσαν στη σφαγή και τον μαρτυρικό θάνατο. 
Γι’ αυτό και πολύ κακοπαθούσαν εκείνο τον καιρό οι πραγματικοί ποιμένες. 
Κάθε μέρα έβλεπαν “την ζωήν των κρεμαμένην κατέναντι των οφθαλμών αυτών”. 
Με κίνδυνο της ζωής τους έπρεπε να τρέχουν παντού για να ενθαρρύνουν, να στηρίζουν, να παρηγορήσουν, να συγκρατήσουν. Αυτό έκαμε κι ο αληθινός ποιμήν, ο θεόπεμπτος Ερμογένης. 
Ενθουσιώδης και φλογερός κι ακούραστος κινείται με ζήλο όπου τον καλούσε το καθήκον, για να φυλάξει κι ενισχύσει τα πνευματικά του παιδιά. Νύκτες ξαγρυπνά για να εμφυσήσει στις καρδιές το θάρρος και την εμμονή στα πνευματικά τους Βιώματα. Με υπομονή και γενναιοψυχία τους τονίζει κάθε στιγμή τη χαρά που θα απολαμβάνουν οι ψυχές των πιστών στην ουράνια κι αιώνια βασιλεία του θεού. “Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς” (Ρωμ. η’, 18). 
Παιδιά μου, τους έλεγε, αυτά που θα υποφέρουμε κατά το διάστημα τούτο της ζωής της επίγειας, δεν είναι άξια κατά κανένα τρόπο να συγκριθούν προς τη δόξα, που μέλλει ν’ αποκαλυφθεί και να δοθεί βραβείο σ’ εμάς. Πιστοί στον ουράνιο Αρχηγό μας, ας μείνουμε μέχρι θανάτου. Κι έμεινε πρώτος αυτός.
Γιατί, όπως ήταν φυσικό, η δράση του δεν μπορούσε να μη γίνει γνωστή. Φανατικοί ειδωλολάτρες έσπευσαν να καταγγείλουν τον ζηλωτή επίσκοπο στον ηγεμόνα της Σάμου Σαντορνίνο. 
Κι αυτός μανιώδης διώκτης της νέας πίστεως άρπαξε την ευκαιρία να καλέσει τον άγιο μπροστά του σε απολογία. 
Πληροφορημένος για τη μόρφωση και τη φιλανθρωπία του δοκίμασε στην αρχή να του δείξει κάποια καλοσύνη με την ελπίδα, πως μπορούσε να τον φιλοτιμήσει και τον παρασύρει στην ειδωλολατρία.
– Έμαθα, του είπε, πως εσύ ένας τόσο μορφωμένος άνθρωπος έπα ψες να αποδίδεις τιμή και σεβασμό στους μεγάλους θεούς που δεχόμαστε όλοι και πιστεύεις και διδάσκεις κι άλλους να πιστεύουν για Θεό κάποιο Ιουδαίο Ιησού, που τον σταύρωσαν οι συμπατριώτες του. 
Έμαθα ακόμη πως είσαι και διδάσκαλος των χριστιανών και αρχιερέας τους. Δυσκολεύτηκα να το πιστέψω. Γι’ αυτό και σε κάλεσα να μάθω από σένα τον ίδιο την αλήθεια. Τι λες;
Ναι! Άρχοντα μου. Είμαι χριστιανός, Γιατί θεοί, δεν μπορούν να ‘ναι πέτρες και τα ξύλα, που λατρεύετε. Αυτά είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα. Έχουν μάτια και δεν βλέπουν. Έχουν αυτιά, μα δεν ακούουν. Δεν καταλαβαίνουν. Δεν αισθάνονται. Ο Θεός των χριστιανών και Θεός μου είναι Αυτός που δημιούργησε όλο τον κόσμο κι εμάς τους ανθρώπους. Αυτός για τη δική μας τη σωτηρία, επειδή ξεφύγαμε από τον δρόμο που μας χάραξε, για να είμαστε ευτυχισμένοι, έστειλε στον κόσμο τον Μονογενή Υιό του, για να μας οδηγήσει και πάλι στον ίσιο δρόμο.
Ήλθε ο Χριστός και μας δίδαξε το θέλημα του Θεού και μας έδωκε τα μέσα να σωθούμε.
Πάψε, Ερμογένη. Άφησε τα παραμύθια κι έλα να θυσιάσεις στους μεγάλους θεούς, για να γλιτώσεις την περιουσία σου και τη ζωή σου.
Περιουσία δεν έχω άρχοντα μου. Οι βοήθειες που δίνω στους φτωχούς και πεινασμένους δεν είναι δικά μου πλούτη. Όσο για τη ζωή μου ανήκει στον Κύριο μου.
Μανιασμένος ο τύραννος από το ψυχικό μεγαλείο του χριστιανού επισκόπου νόμισε, πως μόνο με τη βία θα μπορούσε να τον καταβάλει. Η αδυναμία του στα επιχειρήματα τον έκαμε ακόμη πιο αδύνατο στην καρδία. Γι’ αυτό και διέταξε να βασανίσουν τον ομολογητή μέχρι που να μετανιώσει και να ζητήσει συγγνώμη. Δεν μπορούσε να καταλάβει ο δυστυχισμένος, πως η άρνηση κι η προδοσία δεν έχουν θέση στην καρδιά των γνήσιων χριστιανών.
Οι στρατιώτες που στεκόντουσαν εκεί, στην προσταγή του άρχοντα τους άρπαξαν αμέσως τον γέροντα επίσκοπο, του έδεσαν τα χέρια πίσω, τον έριξαν κάτω στη γη κι άρχισαν να τον κτυπούν με δερμάτινα μαστίγια. Οι σάρκες του ιερού αθλητή ξεσχίζονταν. Τα αίματα τρέχουν και ποτίζουν τη γη. Μα αυτός αλύγιστος και άφοβος δέχεται την κάκωση με προσευχή και δοξολογία του ονόματος του Θεού.
Κάποια στιγμή σ’ ένα νεύμα του ηγεμόνα οι στρατιώτες σταμάτησαν. Κι αυτός με υποκριτική στενοχώρια απευθύνεται στον άγιο και τον ρωτά:
Τι λες επίσκοπε; Σωφρονίστηκες ή ακόμη;
Κι ο άγιος με θάρρος και γενναιότητα ψυχής του απαντά: 
“Άρχοντα, τα μέσα που χρησιμοποιείς, δεν με πονούν, ούτε και με τρομάζουν. Ο Χριστός μου, μας παραγγέλλει να μη δειλιάζουμε από κείνους που θανατώνουν το κορμί μας, αλλά είναι αδύνατοι να βλάψουν την ψυχή μας. Συνέχισε τα βασανιστήρια που έχεις στη διάθεση σου. Θαρρώ, πως οι άνθρωποί σου θα κουραστούν να βασανίζουν, παρά εγώ να υπομένω”.
Τα λόγια του Μάρτυρος προκάλεσαν ακόμη περισσότερο την οργή του ηγεμόνα, που πρόσταξε να κρεμάσουν τον άγιο ψηλά σ’ ένα ξύλο και με νύχια σιδερένια να του σχίζουν τις πλευρές κι ύστερα με λαμπάδες αναμμένες να του καίνε τις σάρκες. 
Και το νέο μαρτύριο το δέχτηκε ο επίσκοπος με την ίδια παρρησία κι υπομονή. 
Στο τέλος ο άρχοντας για να δικαιολογήσει την αδυναμία του, διατάζει να ρίψουν τον ιερομάρτυρα στη φυλακή και ν’ ασφαλίσουν τα πόδια του στο ξύλο1 στον τράχηλο του δε να βάλουν μια βαριά αλυσίδα. ΟΙ δήμιοι εξετέλεσαν πιστά την προσταγή του κυρίου τους κι έφυγαν. Διπλή φρουρά ανέλαβε να προσέχει τον καταπληγωμένο αθλητή.
Μέσα στο πηκτό σκοτάδι και την αποπνικτική ατμόσφαιρα του κελιού στο οποίο ρίχτηκε ο άγιος, μια γλυκιά φωνή ακούεται σε λίγο: 
“Ο Θεός μου, μη μακρύνης απ’ εμού’ ο Θεός μου, εις την βοήθειάν μου πρόσχες• αισχυνθήτωσαν και εκλιπέτωσαν οι ενδιαβάλλοντες την ψυχήν μου, περιβαλέσθωσαν αισχύνην και εντροπήν οι ζητούντες τα κακά μοι”. (Ψαλμ. ο’, 12-13). 
Το μεσονύκτιο εκεί που ο άγιος έψαλε και προσευχόταν, δυνατός σεισμός συνεκλόνισε τη φυλακή.
Τα δεσμά του μάρτυρος λύθηκαν κι ένα φως έλαμψε και φώτισε τα γύρω. Μέσα στο φως μια γλυκιά μορφή πρόβαλε, του Ιησού Χριστού η μορφή ανάμεσα σε πλήθος από αγγέλους και μια φωνή δυνατή ακούστηκε να λέγει: 
“Χαίρε, ιερομάρτυς Ερμόγενες• ανδρίζου και δυναμώνου και μη φοβάσαι. Δεν σε εγκαταλείπω. Κοντά σου θα είμαι πάντα”. 
Μετά τα λόγια αυτά η μορφή του Κυρίου χάθηκε, ενώ μια ευωδιά πλήρωσε όλα τα κελιά κι ο άγιος θεραπεύτηκε από τις πληγές, ώστε να μη φαίνεται σημάδι από τις κακώσεις.
Την άλλη μέρα οι στρατιώτες που ήρθαν να πάρουν τον άγιο δεν πίστευαν στα μάτια τους. Το κελί ανοικτό, οι φρουροί απ’ έξω τρομαγμένοι κι ο επίσκοπος τελείως καλά. 
Όταν ο άρχοντας τον είδε ταράχθηκε, καθώς κι εκείνοι που ήταν γύρω του. 
Έκρυψε όμως την ταραχή του και με προσποιητή λύπη προσπάθησε να δικαιολογηθεί για τα βασανιστήρια στα οποία τον υπέβαλε την προηγούμενη μέρα. 
“Έλα, του λέγει, Ερμογένη. Μετανόησε έστω και τώρα, για να πάρεις την ελευθερία σου. Αλλοιώς…” 
Στη νέα απειλή του άρχοντα με φανερή αηδία και περιφρόνηση, απήντησε ο δούλος του Χριστού:
-Πάψε, αλιτήριε, να με κολακεύεις και να με απειλείς. Οι κολακείες κι οι απειλές σου δεν με συγκινούν. Ούτε και με τρομάζουν. Κι έπρεπε να το καταλάβεις. Κι ο θάνατος τον οποίο μου προβάλλεις σαν επιστέγασμα των κακώσεων μου, δεν με ταράζει. Ο θάνατος είναι για μας τους χριστιανούς λύτρωση κι ευεργεσία, γιατί μας οδηγεί μια ώρα πιο γρήγορα κοντά στον Κύριο και Θεό μας. “Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν”. Είμαι χριστιανός και θα μείνω χριστιανός.
Ο Σαντορνίνος σηκώθηκε αμέσως εξαγριωμένος κι έδωσε εντολή για νέα βασανιστήρια. Οι δήμιοι έφεραν στη στιγμή άγρια αλόγα κι έδεσαν τον γέροντα επίσκοπο σ’ αυτά, για να τον σύρουν στη γη μέχρι που να διαλυθούν τα μέλη του. Τα άλογα όμως σαν ένοιωσαν πίσω τους το θύμα ημέρεψαν και στάθηκαν.
– Μέγας ο Θεός των χριστιανών, φωνάζουν τα πλήθη. Αυτός είναι ο αληθινός Θεός.
Κι ο άγιος με θρησκευτική κατάνυξη σηκώνει τα χέρια του και ψάλλει: “Κύριος εμοί Βοηθός και ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος; Ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ Κύριε, μετ’ εμού ει”.
Η προσευχή κι η ψαλμωδία δίνει δύναμη στην ψυχή του μάρτυρα. Έτοιμος είναι να δεχθεί τα πάντα για την αγάπη του Χριστού. Μια μυστική κι ανεξήγητη από πλευράς ανθρωπίνης γαλήνη έχει πλημμυρίσει τον ψυχικό του κόσμο, που τον κάνει να μην υπολογίζει και να μη φοβάται τίποτα. 
Το βλέπει ο τύραννος. Δεν έχει χορτάσει όμως από αίμα. Με λύσσα ποθεί να ξεσχίσει το θύμα του και να το κάμει χίλια κομμάτια και το υποβάλλει σε νέα Βασανιστήρια. Τον τρυπούν με πυρωμένες σούβλες. Τον ρίχνουν κάτω από ένα γκρεμό και στο τέλος τον αποκεφαλίζουν. 
Προτού αποθάνει ο μακάριος αθλητής εκεί στον τόπο της καταδίκης του γονάτισε. Ανέπεμψε θερμή μια προσευχή. Ευχαρίστησε τον Κύριο που τον βοήθησε και τον αξίωσε να πεθάνει για τη δόξα του. Δεήθηκε να συγχωρήσει τους δήμιους του και να χαρίσει στην Εκκλησία του την ειρήνη και στους πιστούς αγάπη και παρρησία και πίστη. 
Ύστερα έκλινε τα κεφάλι. Η μάχαιρα του δήμιου έπεσε βαριά και χώρισε το σώμα σε δύο.
Τη νύχτα θαρραλέοι χριστιανοί πήγαν στον τόπο του μαρτυρίου, πήραν το άγιο λείψανο κι αφού το έπλυναν με τα μύρα της αγάπης τους, το έντυσαν και το έβαλαν μέσα σε μια κάσα μαζί με την αγία κάρα. 
Έπειτα αφού το ασφάλισαν, το εμπιστεύτηκαν στη θάλασσα. Το έρριψαν σ’ αύτη, για να μη το αφανίσουν οι εχθροί. 
Κι η θάλασσα σαν στοργική μάνα φύλαξε το άγιο σκήνωμα του ιερομάρτυρος και μετά από καιρό το έφερε με τα κύματα της και το εναποθέτησε απαλά στην ακρογιαλιά του Κουρίου. 
Εδώ το βρήκαν οι χριστιανοί της πόλεως. Με δάκρυα και τιμές το σήκωσαν και με εξόδιους ύμνους το πήρανε και το θάψανε εκεί στην Επισκοπή. 
Δίπλα στον τάφο η αγάπη τους ανήγειρε μετά από καιρό ένα όμορφο ναό, που υπάρχει ως τα σήμερα. Τα θαύματα του καλού ποιμένας συνεχίζονται σε όσους με ευλάβεια και πίστη προσφεύγουνε στη χάρη του και ζητάνε τη μεσιτεία του.
Προνομιούχο το νησί μας. 
Ευλογημένοι κι οι κάτοικοι του. 
Ευλογημένοι που έχουν τόσους αγίους φρουρούς και πρεσβευτές. 
Στις ιερές και μακάριες αυτές μορφές ας καταφεύγει κάθε πονεμένη ψυχή. 
Σ’ αυτές ας καταφεύγουμε τούτο τον καιρό ιδιαίτερα κι όλοι εμείς. 
Με πίστη φλογερή ας καταφεύγουμε κι ας τους ζητάμε να δέονται θερμότερα για μας, για να λυτρωθούμε από τις ποικίλες δοκιμασίες και τους φοβερούς εχθρούς που μας κυκλώνουν. 
Ας προσπαθούμε ν’ αντλούμ
3. Θεοκτίστη η Μηθυμναία
4. t.gr 
5. Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Οσία Θεοκτίστη η Λέσβια
6. ix8ys
7. 5-6 λεπτά
8. ________________________________________
9. Βιογραφία
Η Οσία Θεοκτίστη ήταν μια ενάρετη μοναχή από τη Μήθυμνα της Λέσβου που έζησε στα χρόνια του βασιλιά του Λέοντα του Σοφού (816 μ.Χ.).
10. Παιδί ακόμα έμεινε ορφανή και ανατράφηκε σε Παρθενώνα της πόλης. Κάποια μέρα πήγε να επισκεφθεί την αδελφή της, που ήταν σε μια κοντινή κωμόπολη. Τότε συλλήφθηκε μαζί με τους κατοίκους της κωμόπολης αυτής από τους πειρατές της Κρήτης και μεταφέρθηκε με τους άλλους αιχμαλώτους στην Πάρο για πώληση. Εκεί κατόρθωσε να δραπετεύσει και να κρυφτεί στα βουνά, όπου και παρέμεινε μόνη 35 χρόνια, τρεφόμενη με χόρτα. Ανακαλύφθηκε τυχαία από έναν κυνηγό, ο όποιος, μετά από παράκληση της, έφερε σ’ αυτή τα θεία μυστήρια. Όταν δε κοινώνησε των Άχραντων Μυστηρίων, πέθανε και τάφηκε από τον ίδιο κυνηγό στον ναό της ιστορικής Μονής Εκατονταπυλιανής. Τα οστά της κατά θαυμαστό τρόπο ευρέθησαν στην Ικαρία και φυλάσσονται στην Ιερά Μονή Λευκάδος, όπου η αγία τιμάται δεόντως.
11. Για την Οσία αυτή, υπάρχει και μια διήγηση του μονάχου Συμεών του Πάριου, που μοιάζει πολύ με αυτή της Οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας και είναι εντελώς φανταστική.
12. Ο Δημήτρης Κόκορης στο βιβλίο του «Ορθοδοξα Ελληνικά Μοναστήρια» (Επτάλοφος, 1997, σελ. 380) γράφει για την Ιερά Μονή της Οσίας Θεοκτίστης στην Ικαρία: «Άγνωστο πότε ιδρύθηκε. Πρέπει να υπήρχε προ του 1688. Βρίσκεται στην Ικαρία κοντά στο χωριό Φραντάτο, στο βόρειο μέρος της νήσου, δυτικά του χωριού Πηγή σε δασώδη περιοχή. Ο ναός είναι βασιλική αφιερώμενος στην Οσία Θεοκτίστη την Λεσβία. Εορτάζει στις 9 Νοεμβρίου, αλλά γίνεται περιφορά των λειψάνων της την 1η Κυριακή του Σεπτεμβρίου για τους λουόμενους. Υπάρχει επιγραφή στο ναό που λέγει ότι εκτίσθη από τον Χατζή Παντελή αναγνώστου από την Χίο το 1688. Έχει περί τα 15 κελλιά. Χρησιμοποιούνται ως ξενώνες. Άνευ μοναχών. Δρόμος καλός βατός».
13. Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἡ Λέσβος βλάστημα, θεῖον σὲ κέκτηται, τοὶς δὲ ἀγώσι σου, Πάρος ἠγίασται, καὶ τῷ σκήνει τῷ σεπτῷ, πεπλούτισται Ἰκαρία. Ὅθεν ὡς παρθένον σε, καὶ Ὁσίαν γεραίρομεν, καὶ ἐπιβοώμεθα, τὴν θερμὴν προστασίαν σου, ἣν δίδου τοὶς βοώσι σοι Μῆτερ, χαίροις Ὁσία Θεοκτίστη.
14. Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς Μηθύμνης τόν γόνον καί θεῖον βλάστημα καί Παρίων τό κλέος καί τό ἐντρύφημα, Θεοκτίστην τήν Ἁγίαν εὐφημήσωμεν. Χαίροις βοῶντες πρός Αὐτήν, καλλιπάρθενε ἀμνάς καί Νύμφη τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὧ καί πρεσβεύεις ἀδιαλείπτως τοῦ σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
15. Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς ἐγκρατείας τὴν τρυγόνα τὴν φιλέρημον Καὶ παρθενίας τὴν ὑψίκομον κυπάρισσον Θεοκτίστην εὐφημήσωμεν τὴν Ὁσίαν. Ὑπὲρ φύσιν ἐν τῇ Πάρῳ γὰρ ἀσκήσασα Ἐκκλησίας κατεφαίδρυνε τὸ πλήρωμα· Ἧ βοήσωμεν, χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.
16. Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν
Εὐφραίνει μυστικῶς, ἡ ἁγία σου μνήμη, Ὁσία τοῦ Χριστοῦ, εὐσεβῶν τὰς καρδίας, ἐν ᾗ συνελθόντες σε, ἐν ᾠδαῖς, μακαρίζομεν, καὶ δοξάζομεν, τὸν σὲ δοξάσαντα Λόγον. Ὃν ἱκέτευε, διὰ παντὸς Θεοκτίστη, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ᾑμῶν.
17. Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Μετὰ τὴν β΄ Στιχολογίαν
Κατεπλάγη ἀληθῶς, ὁ κυνηγέτης κατιδών, ὥσπερ κρόκην σε σεμνή, ῥιπιζομένην τῇ πνοῇ, ἐν τῷ ναῷ τῆς Θεοτόκου ἐν τῇ Πάρῳ, καὶ ἔφριξε μαθών, τῆς πολιτείας σου, τοὺς πόνους τοὺς μακρούς, καὶ τὰ παλαίσματα, καὶ καθηγίασται Μῆτερ τῇ προσψαύσει σου, καὶ τῇ δοθείσῃ σοι χάριτι. Ἀλλ’ ἐκδυσώπει, ὦ Θεοκτίστη, ὑπὲρ ἡμῶν τῶν τιμώντων σε.
18. Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ´. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Ὑπὲρ φύσιν ἀσκήσασα ἐπὶ γῆς, ἐδοξάσθης ἀξίως ἐν οὐρανοῖς· εἰς ἔρημον νῆσον γάρ, θεοφόρε σκηνώσασα, καὶ κατὰ μόνας Μῆτερ, Θεὸν θεραπεύουσα, ἀθέατος τοῖς πᾶσιν, ἐτέλεις καὶ ἄγνωστος· ὅθεν ἐπὶ τέλει, τῶν ἀγώνων γνωσθεῖσα, τοὺς πάντας ἐξέπληξας, παραδόξῳ ἀσκήσει σου, Θεοκτίστη ἰσάγγελε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
19. Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀῤῥενωθεῖσα ταῖς φρεσὶ Θεοκτίστη, πρὸς ἀνδρικοὺς ἐναπεδύσω ἀγῶνας, καὶ ἐν αὐτοῖς Ὁσία ἠνδραγάθησας· ὤ! τῆς σῆς στεῤῥότητος! Πῶς ὑπέφερες Μῆτερ, ἐρήμου τὴν κάκωσιν, καὶ ἐχθρῶν τὰς ἐφόδους· διὸ μεγάλων ἔτυχες τιμῶν, καὶ ἀφθαρσίας στεφάνῳ κατέστεψαι.
20. Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι τὸν σὸν βίον, καθορῶντες Ὁσία, ἐθαύμασαν τὴν σὴν καρτερίαν· σὺ γὰρ ὑπὲρ φύσιν βιοτήν, ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ ἤνυσας· μεθ᾿ ὧν Χριστὸν ἱκέτευε, ὑπὲρ ᾑμῶν τῶν σοὶ βοώντων·
21. Χαῖρε, Μεθύμνης εὐῶδες ἄνθος·
χαῖρε, τῆς Πάρου ἒνθεον αὖχος.
22. Χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ζηλώσασα·
χαῖρε, τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας τρώσασα.
23. Χαῖρε, ὅτι ὡς ἀσώματος ἠγωνίσω ἐπὶ γῆς·
χαῖρε, ὅτι στέφος ἄφθαρτον εἴληφας ἐν οὐρανοῖς.
24. Χαῖρε, ἡ ὑπερβᾶσα τοὺς τῆς φύσεως ὅρους·
χαῖρε, ἡ ἀναπτᾶσα εἰς φωτὸς θείου δόμους.
25. Χαῖρε, ζωῆς ἀΰλου διάγραμμα·
χαῖρε, χαρᾶς μελλούσης θησαύρισμα.
26. Χαῖρε δι’ ἧς ὁ θηρεύων ἐξέστη·
χαῖρε δι’ ἧς Ἰκαρία χορεύει.
27. Χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.
28. Μεγαλυνάριον
Χαίροις τὸ τῆς Λέσβου ἄνθος τερπνόν, τὸ τὴν εὐωδίαν, διαπνεῦσαν τὴν μυστικήν, ἐν τῇ νήσῳ Πάρῳ, θεόφρον Θεοκτίστη, ὀδμῆς τῆς θεοκτίστου, ἐξομοιώσεως.
29. Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ τῆς Λέσβου θεῖος βλαστός, τῆς Πάρου τὸ κλέος, Ἰκαρίας ὁ πλουτισμός, χαίροις ἡ Ἀγγέλων, ζηλώσασα τὸν βίον, Ὁσία Θεοκτίστη ἀξιοθαύμαστε.
30. Μακάριος Επισκ. Κορίνθου
Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Άγιος Μακάριος Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου
ix8ys
4-5 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Κορινθίας το 1731 μ.Χ. από γονείς που κατάγονταν από το γένος των διάσημων Νοταράδων. Το όνομα του πατέρα του ήταν Γεώργιος (ή Γεωργαντάς) και της μητέρας του, Αναστασία. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Μιχαήλ. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στην πατρίδα του, αλλά είχε μεγάλο ζήλο στη μοναχική ζωή. Έτσι κρυφά από τους γονείς έφυγε για το Μέγα Σπήλαιο. Ο πατέρας του όμως τον ανακάλυψε και τον οδήγησε πίσω στο σπίτι, οπού συνεχώς μελετούσε. Όταν κάποιο καιρό η Κόρινθος είχε έλλειψη διδασκάλου, ανέλαβε αυτός δωρεάν τη διδασκαλία των νέων. Σαν δάσκαλος διέπρεψε και αγαπήθηκε για τη σεμνότητα της ζωής του από τους Κορινθίους, που μετά τον θάνατο του επισκόπου τους Παρθενίου (1764 μ.Χ.) πρότειναν στον Πατριάρχη Σαμουήλ σαν διάδοχο του τον Μακάριο, λαϊκό τότε, και έτσι ανυψώθηκε στο θρόνο της Κορίνθου. Αλλά όταν άρχισε ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος (1768 μ.Χ.), ο Μακάριος, αναγκάσθηκε να καταφύγει με την οικογένεια του στη Ζάκυνθο και από ‘κει στην Ύδρα, όπου ησύχαζε σε κάποια Μονή. Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, η Ιερά Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης, εκλέγει νέο επίσκοπο Κορίνθου, ίσως διότι ο Μακάριος εγκατέλειψε την επαρχία του και έφυγε.
Επισκέπτεται την Ύδρα και από εκεί τη Χίο. Από τη Χίο αναχωρεί για το Άγιον Όρος, εκπληρώνοντας την διακαή του επιθυμία να επισκεφθεί την Αθωνική πολιτεία και να βιώσει όσα καλά περί αυτής είχε ακούσει και μελετήσει. Όταν ο θείος Μακάριος έφθασε στο Άγιον Όρος το 1777 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στο κελλίο «Άγιος Αντώνιος» του συμπατριώτου του Γέροντος Δαβίδ. Εκεί συναντήθηκε και πάλι με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Εκείνο τον καιρό η Αθωνική πολιτεία σπαρασσόταν από έριδες και διαμάχες σχετικά με τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. Αιτία της έριδος ήταν η ημέρα τελέσεως των μνημοσύνων. Οι μεν ακολουθώντας την παράδοση της Εκκλησίας υποστήριζαν ότι δεν επιτρέπεται η τέλεση μνημοσύνων κατά την Κυριακή, οι δε δέχονταν το αντίθετο. Εξ αυτής λοιπόν της διαφωνίας προέκυψαν σφοδρές έριδες και αντιθέσεις, οι οποίες επεκτάθηκαν και σε άλλα θέματα της Εκκλησίας. Η επικρατούσα εκεί κατάσταση απογοήτευσε το θείο Ιεράρχη. Λόγω των ταραχών και των εκτροπών που σημειώθηκαν εκεί, φοβούμενος για την ίδια του τη ζωή, επέστρεψε στη Χίο. Και μετά από σύντομη παραμονή εκεί, αναχώρησε για την Πάτμο. Ο Άγιος κατά την παραμονή του στην Πάτμο, αποσκοπώντας σε μόνιμη διαμονή και έχοντας δελεασθεί προφανώς από το περιβάλλον, ίδρυσε το Κάθισμα των Αγίων Πάντων. Μετά τη διανομή της πατρικής περιουσίας ο ευκλεής Ιεράρχης επανήλθε στη Χίο και από εκεί μετέβη στη Σμύρνη προς συνάντηση του Ι. Μαυροκορδάτου, αφού είχε ήδη εφοδιασθεί με επιστολή από τους Χίους προύχοντες προς αυτόν. Από τη Σμύρνη ο αγιότατος πατήρ επέστρεψε στη Χίο. Επέλεξε ως τόπο κατοικίας του το ναΐσκο των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στις βόρειες – βορειοδυτικές παρυφές του Βροντάδου, στις υπώρειες του Αίπους. Εκεί διέμεινε επί δώδεκα περίπου έτη, μέχρι τη θεία κοίμηση, βρήσκοντας την ψυχική του γαλήνη μαζί με τον Αθανάσιο Πάριο (συγγραφέα της βιογραφίας του) και τον Ιερομόναχο Νικηφόρο Χίου. Πέθανε στις 17 Απριλίου του 1805 μ.Χ. Το τίμιο σκήνωμά του ενταφιάσθηκε στον περίβολο του ναού των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στη νότια πλευρά του. Η Ανακομιδή των ιερών λειψάνων του έγινε το έτος 1808 μ.Χ.
Στο χωριό Μύλοι της νήσου Σάμου εορτάζεται πανηγυρικά η μνήμη του Αγίου Μακαρίου στις 16 Μαΐου.
Διαβάστε επίσης:
1) την Ακολουθία του Αγίου Μακαρίου εδώ
2) τον βίο του από το Κορινθιακό Αγιολόγιο εδώ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν Κορίνθου ποιμένα τὸν τῷ ὄντι Μακάριον, τὸν Θεοῦ πρόνοια τῆς Χίου, ἀναφανέντα κοσμήτορα, ἐν πράξεσιν ὁμοὺ καὶ διδαχαίς, τιμῶμεν σὲ ἐν ὕμνοις καὶ ὠδαίς- θεραπεύεις γὰρ νοσοῦντας, καὶ ἀπελαύνεις ἀκάθαρτα πνεύματα. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ τὰ ὀστά σου πηγὴν θαυμάτων ἀναδείξαντι.
31. 
Ι. Μ Σερβίων και Κοζάνης
1. Αγία Θεοδώρα εκ Σερβίων

Στις 11 Μαρτίου γιορτάζει η δική μας Αγία των Σερβίων η Αγία Θεοδώρα απο τα Σέρβια.
Στις εορταστικές εκδηλώσεις θα πραγματοποιηθεί πανηγυρικός εσπερινός στην Αγία Κυριακή στς 10 Μαρτίου και ανήμερα της εορτής 11 ΜΑρτίου θα πραγματοποιηθεί πάλι στην Αγία Κυριακή το πρωΐ Ακολουθία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων χωροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης κ.κ. Παύλου.
Η Αγία Θεοδώρα είναι και πολιούχος της πόλεως της Άρτας. 
Πολλές Σερβιώτισσες με το όνομα Θεοδώρα τα τελευταία χρόνια προς τιμή της αγίας άλλαξαν την ημερα εορτασμού του ονόματός τους και γιορτάζουν στις 11 Μαρτίου προς τιμή της Αγίας Θεόδώρας.
Να σημειώσουμε ότι ένα μικρό εκκλησάκι της Αγίας Θεοδώρας στα Σέρβια υπάρχει το Επισκοπείο Σερβίων στον επάνω όροφο, ενώ τα τελευταία χρόνια γίνονται προσπάθειες να βρεθεί χώρος για να στεγάσει ένας μεγαλυτερος ναος που θα χτιστεί στο όνομα της Αγίας.
Στη βιβλιοθήκη του Δήμου Σερβίων υπάρχει βιβλιο σε διηγηματική μορφή για το βίο της Αγίας.
Για το βίο της αγίας Θεοδώρας μπορείτε να διαβάσετε εδώ Αγία Θεοδώρα
Επίσης δημοσιεύουμε σε διηγηματική μορφή το βίο της με μερικά απολυτίκια. 
Ο Βίος και Πολιτέια της Οσίας μητρός ημών Θεοδώρας που γενήθηκε στα Σέρβια της Μακεδονίας και βασίλευσε στην Άρτα και τελείωσε τον βίο της ως μοναχή.
(σε διηγηματική μορφή)
Η μακαριώτατη και αοίδιμος Αγία Θεοδώρα ήταν απο τα Σέρβια της Μακεδονίας, και βλάστησε στο γένος της και την πατρίδα της , σαν ρόδο πολύτιμο και ηδύπνοο, ευωδιάζοντας απο την ενάρετη και θαυμαστή πολιτεία της. Η γονείς της, ονομαζόνταν Ιωάννης και Ελένη, και καταγόταν απο γένος αρχοντικό, ήταν ευλαβείς στα θεία, ελεήμονες και δίκαιοι, και παρόλο που είχαν εξουσία, φερόταν πρός όλους με μεγάλη καλωσύνη και αγάπη.
Εκείνο τον καιρό , δηλαδή στο 1204 μετά Χριστόν , ήρθαν οι Φράγκοι στην Ανατολή και κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη και έκαναν πολλά κακά στο γένος των Ελλήνων. Τότε η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας μετατέθηκε στην Νίκαια και τα παιδιά των Βασιλιάδων έφυγαν και πήγαν άλλα στον Μοριά και άλλα στην Ήπειρο και ιδρυσαν εκεί μικρά Βασίλεια. Τα αφήνουμε όμως όλα αυτά για την ιστορία,και ερχόμαστε για να πούμε για την αγία Θεοδώρα, έπειτα απο τον θάνατό του πατέρα της Ιωάννη Πετραλείφη, που ήταν διωρισμένος απο το βασιλιά διοικητή της Θεσσαλονίκης και όλης της Μακεδονίας, η οποία έμενα και φυλάσονταν απο τους αδελφούς της στα Σέρβια ως κόρη οφθαλμού. Διότι η νέα ήταν πολύ όμορφη, αλλά και πολύ σεμνή και καθαρή απο κάθε κακία.
Τότε ήρθε απο τον Μοριά , δηλαδή την Πελοπόνησο, ο Μιχαήλ Δούκας ο Παλαιολόγος, απο γένος βασιλικό, ένα ωραίο και ανδρείο παληκάρι. Όταν αυτός ο Μιχαήλ είδε την Θεοδώρα, ετρώθη στην καρδιά του απο την σεμνή ωραιότητά της, ώστε δεν βρήκε ανάπαυση στο εξής απο την λαβωματιά της αγάπης. Έβαλε λοιπόν μεσίτες και προξενητές για να την πάρει για σύζυγό του, και αυτό έγινε. Τελέστηκαν οι γάμοι με βασιλική λαμπρότητα και ο Μιχαήλ Δούκας με την γυναίκα του την Θεοδώρα έμειναν λίγο καιρό στα Σέρβια και έπειτα πήγαν με μεγάλη και λαμπρή δορυφορία, δηλαδή με στρατιωτιή ακολουθία, ως βασιλιάδες που ήταν , στην Άρτα. Εκεί ο μιχαήλ Δουκας έκτισε το κάστρο , που ακόμα και σήμερα σώζεται και κατοικησε στο εξής σην πόλη εκείνη με τη γυναίκα του τη Βασίλισσα Θεοδώρα.
Και ο Μιχαήλ φρόντιζε πως να κυβερνά βασιλικά και να διοικεί επαινετά και ένδοξα το βασίλειο. Η Θεοδώρα όμως, παρόλο που ανήλθε στο ύψος της βασιλείας, δεν κενοδόξησε ούτε παντελώς σκεφτόταν την βασιλικλή τιμή που είχε, αλλά περισσότερο ήλθε σε ταπείνωση γι’ αυτόν που ταπείνωσε τον εαυτό του δια μας τον Χριστό, και φρόντιζε μόνο πως να κατακοσμίσει τον εαυτό της με κάθε είδος αρετής. Ούτε όταν ήταν κόρη πλανήθηκε απο την ωραιότητά της ούτε όταν έγινε Βασίλισσα υπερηφανεύθηκε απο την δόξα της. Μάλλον καταφρόνησε τα πάντα, και ο λογισμός της και η μέριμνά της ήταν πως να ευεργετήσει , για την αγάπη του ελεήμονος Θεού, εκείνους που ήσαν άξιοι ελέους. Έτσι η Βασίλισσα Θεοδώρα ήταν η μητέρα των ορφανών , η προστάτιδα των χηρών και όλων εκείνων που βρίσκονταν σε ανάγκη , τους οποίους όλους είχε ως τέκνα και αδελφούς. Άκουγε η μακαρία στα αυτιά της την φωνή του Χριστύ , που λέγει « Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται» και την άλλη εκείνη φωνή , ότι «εφ’ όσον εοποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων , εμοί εποιήσατε». Και έτσι με σωφροσύνη μεγάλη, με άκρα ταπείνωση και με πολλή ζώσα πραότητα, η ευσεβής Βασιλισσα είχε ανοιγμένα τα χέρια της και την καρδιά της πάντοτε στους πτωχούς του λαού και σε όλους που ζητούσαν την προστασία καιτην βοήθειά της.
Αλλά ο ανθρωποκτόνος Διάβολος , που πασχίζει κάθε φορά με κάθε λογής τρόπο να κλέψει την σωτηρία των ανθρώπων, επειδή έβλεπε την Αγία να καταγίνεται με τόση χαρά της ψυχής της στον αγώνα της αρετής, και επειδή φθόνησε τον ένθεο ζήλο της και δεν υπόφερε να βλέπει την τόση ευσέβεια των δύο συζύγων πρός τον Θεό και την τόση μεταξύ τους αγάπη, μηχανεύθηκε λοιπόν με διάφορους τρόπους για να κλεψει τον σωτήριο θησαυρό της Αγίας. Και αφού δεν μπόρεσε να νικήσει τον Αγία, κατώρθωσε στο τέλος να νικήσει τον άνδρα της τον Μιχαήλ, με το να ανάψει στην καρδιά του πονηρή επιθυμία για μια χήρα αρχόντισα με το όνομα Γαγγρινή. Και όχι μόνο ότι κυριεύτηκε ο ταλαίπορος απο τον οίστρο της ακολασίας για μια ξένη γυναίκα, αλλά και μίσησε τη νόμιμη σύζυγό του, και χωρίς να φοβάται τον Θεό μήτε να ντρέπεται τους άνθρωπους, αμάρτανε φανερά, και είχε τη Γαγγρινή ως δέσποινα στο παλάτι, και την Θεοδώρα ως υπηρέτρια.
Σε όλα αυτά η Αγία έκανε υπομονή , προσευχόταν και νήστευε, έως ότου μια ημέρα ο Βασιλίας έδιωξε τη Βασίλισσα απο το παλάτι . Τόσο είχε ο ταλαίπορος κυριευθεί απο το πάθος του , όπου συρόταν αιχμάλωτος απο την πονηρή θέληση μιας αναίσχυντης μιχαλίδας γυναίκας. Η Βασίλισσα που ήταν τότε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, πήρε τον δρόμο και πέντε χρόνια μαζί με το παιδί της όπου εν τω μεταξύ απέκτησε, περπατούσε εδώ κι εκεί έξω απο το σπίτι της με πολλές στερήσεις και κακουχίες. Αλλά όμως Άγγελος Κυρίου προστάτευε και τη μητέρα και το βρέφος. Μιά μερα που περιπλανιόταν στα μέρη της Πρένιστας, ένας ιερέας από τον τόπο εκείνο, ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος, συνάντησε έξω στους αγρούς την Αγία και την ρώτησε ποιός και ποιά είναι και απο πού και πως βρέθηκε εκεί. Εκείνη, παρόλο δεν ήθελε να φανερώσει το μυστικό της, στο τέλος ομολόγησε, επειδή ο ιερέας την όρκισε στο Θεό να μη κρύψει απο αυτόν την αλήθεια. Έτσι η Βασίλισα κλαίγοντας και στενάζοντας για την απώλεια του βαιλειά και δοξάζοντας το όνομα του Θεου για τα παθήματά της ,είπε στον ιερέα του Θεού τα πάντα , εκείνος όμως, επειδή ήξερε καλά τα λόγια του Χριστού, ότι «ξένος ήμουν και συνηγάγετέ με», πήρε την μητέρα και το βρέφος στο σπίτι του και είχε στο εξής γι’αυτούς όλη την φορντίδα.
Αλλά απο οικονομία του Θεού έφθασε το τέλος της εξορίας και των κακών που έπασχε η Αγία. Διότι ο Θεός ακούει τους στεναγμοόυς των δίκαιων και δεν παραβλέπει την δέησή τους. Έτσι μιά μέρα, που ο Βασιλιάς βρισκόταν έξω απο το παλάτι, μαζεύτηκαν οι πρώτοι του παλατιού και επειδή είχαν την υπόνοια, μπήκαν και συνέλαβαν τη Γαγγρινή και την ανάγκασαν να ομολογήσει όλη την αλήθεια, δηλαδή ότι αυτή στα αλήθεια ήταν η αιτία για την οποία ο Βασιλίας έδιωξε την Βασίλισσα. Σ’αυτή την ώρα ήρθε και ο Βασιλίας και , όταν άκουσε και έμαθε ότι η πονηρή σύμβουλος και παράνομη ευνοούμενη είχε ομολογήσει τα πάντα, έπεσε λοιπον σε μεγάλη ντροπή και μετάνοια, όπως έγινε με τον Προφήτη και βασιλία Δαβίδ. Διότι ο Μιχαήλ διέπραξε την αμαρτία κυριευμένος απο απροσεξία απο τον διάβολον, αλλά όμως είχε καλή και αγαθή καρδιά. Έτσι έστειλε αμέσως , παντού ανθρώπους σε αναζήτηση της Βασίλισσας, ώστε όταν εκείνοι ήλθαν στην Πρένιστα, την βρήκαν εκεί κάτω απο τη στεγη και την προστασία του καλόυ ιερέα. Τότε η Βασίλισσα Θεοδώρα , αφού βεβαιώθηκε για τη μετάνοια του και τη διώρθωση του Βασιλία,επειδή τη συμβούλευε και την παρακινούσε και ο ιερέας, επέστρεψε μαζί με το παιδί της στο παλάτι.
Πολλή χαρά και ευροσύνη προξένησε σε όλη την Άρτα ότι βρέθηκε και επανήλθε η Βασίλισσα, όμως μεγαλύτερη απο τη χαρά ήταν η ωφέλεια, που στο εξής βρήκε ο Βασιλιάς, επειδή τώρα σύμβουλος διά βίου στο πλευρό του αγαθός και πιστός ήταν η αοίδημος Θεοδώρα. Και (ω των σοφών σου κριμάτων Χριστέ!) έγινε λοιπόν εδώ, αυτό που λέει ο Απόστολος του Χριστού, δηλαδή ότι «ου( εκεί που) επλεόνασε η αμαρτία υπερεπερίσσευσεν η χάρις». Ο πρώην κακός και άπιστος σύζυγος, με την αγιωσύνη και την αρετή της καλής και οσίας γυναίκας του, παιδαγωγήθηκε και, με την χάρη του Θεού, απέβαλε τον παλαιό άνθρωπο. Έτσι και τα πράγματα του βασιλείου του διαφεντεύονταν καλά και άγιες εκκλησίες έκτισε, για να υμνείται σε αυτές το υπερύμνητο όνομα του Θεού. Και τα έργα αυτά έγινα μαζί με κοινή προθυμία των δύο συζύγων , όμως η μακάρια και αοίδιμος Θεοδώρα παρακινήθηκε απο την πολλή της ευσέβεια και έκτισε δική της εκκλησία στο όνομα του αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου για γυναικαίο μοναστήρι.
Έπειτα απο χρόνια ήρθε ο καιρός και πέθανε ο βασιλιάς Μιχαήλ. Έτσι έχοντας η Αγία άδεια να κάνει όσα κατά θεό επιθυμούσε, έγινε αμέσως καλόγρια και απο τότε πλήθυνε περισσότερο τις προηγόυμενες νηστείες και αγρυπνίες και τις αγαθοεργίες. Μάλιστα στο μοναστήρι έδειξε τόση υπακοή και ταπεινωση , που αγόγγυστα και πρόθυμα, παρότι ήταν μια Βασιλισσα, να υποτάσεται σε όλες τις καλόγριες που ήταν μαζί της στο μοναστήρι. Ω αγία υπακοή και ταπεινοφροσύνη, εσύ αναβιβάζεις τον άνθρωπο ως τον ουρανό , έτσι όπως το δίδαξε με τα έργο του και τον λόγο του ο κύριος μας Ιησούς Χριστός. Όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας , στο παράδειγμα των οποίων ακολούθησε η αγία Θεοδώρα, όλοι είχαν ταπεινοφροσύνη και όλοι έκαναν υπακοή , ώστε και ο Θεός τους υπερύψωσε και, καθώς εκείνοι τον δόξασαν με το σώμα τους και με το πνεύμα τους, έτσι και ο Θεός τους αντεδόξασε, όπως είναι γραμμένο, ότι «τους εμέ δοξάσαντας εγώ αντιδοξάσω».
Αφου έζησε η Αγίας αρκετά ακόμη χρόνια, «νηστείαις και δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα και ημέραν», ήλθε τέλος ο καιρός για να την καλέσει ο Κύριος της ζωής και του θανάτου και να αναπαυθεί απο τους κόπους της,. Όμως ακούστε αδελφοί μου,τότε τι θαύμα συνέβη. Ο Θεός έδωσε σημείο και κατάλαβε η Αγία την ώρα του θανάτου της, έτσι όπως όλοι οι άγιοι την ξέρουν αυτή την ώρα, και έτοιμοι περιμένουν τον φωτεινό Άγγελο, που θα πάρει την εξαγνισμένη ψυχή τους. Έτσι και η μακαρία και οσία Θεοδώρα, όταν είδε ότι ήλθε η ώρα της, με τέτοια λόγια προσευχήθηκε στον Ιησού Χριστό και είπε. «Κύριε και Θεέ μου , εγώ η ταπεινή δούλη σου σε όλο μου το βίο αυτή την ώρα περίμενα και γι’ αυτήν κόπιαζα. Και τώρα πως να μη χαίρομαι, που μεταβαίνω απο το θάνατο στη ζωή; Όμως αν είναι το θέλημά σου, ας μείνω ακόμη έξη μήνες για να ευπρεπήσω και να τελειώσω το ναό σου. Αν ίσως πάλι και δεν είναι με το θέλημά σου, να η δούλη σου, ας γίνει σύμφωνα το ρήμα σου. Έτσι είπε η Αγία στον λογισμό της και ( ω του θαύματο!) ο Κύριος άκουσε τη δέησή αυτή, και έδωσε σε αυτή παράταση βίου όση εκείνη ζήτησε. Και στο μεταξύ συμπλήρωσε η Αγία κάθε λογής έλλειψη στο ναό του μοναστηριού, δίδαξε και νουθέτησε ακόμα μία φορά τις καλόγριες και στο τέλος παρέδωσε την αγία ψυχή στα χέρια του Θεού. Και ο Θεός την ανάπαυσε στην ουράνιο βασιλεία του, στις αιώνιες μονές, με όλους τους ανά τους αιώνες Αγίους, των οποίων μιμήθηκε τη ζωή και τα κατορθώματα.
Αλλά των Αγίων οι ευεργεσίαις προς εμάς που είμαστε στη ζωή συνεχίζονται και μετά τον θάνατο τους, παρόλο που δεν υπάρχει θάνατος για τους ανθρώπους του Θεού, παρά εκδημία απο το σώμα και ενδημία προς το Θεό, και μετάσταση απο τα λυπηρά πρός τα καλύτερα και ευτυχέστερα, όπως λέει και η Εκκλησία στις ευχές της Πεντηκοστής. Έτσι και ο ναός της όσιας Μητέρας μας Θεοδώρας και η θήκη των ιερών της λειψάνων είναι για όλους τους πιστούς άμισθο ιατρείο. Όσοι ήρθαν στο ναό της Αγίας και πρόσπεσαν σε αυτή με πίστη, λυτρώθηκαν απο δεινές αρρώστιες και μεγάλα νοσήματα με τις πρεσβείες της. Και όχι μόνο τότε αλλά και σήμερα όποιος επικαλεστεί με πίστη της πρεσβεία της προς τον Θεό, βρίσκει την Αγία βοηθό και γιατρό σε κάθε του θλίψη και αρρώστια. Όχι μονο όσοι έρχονται στο ναό της και ασπάζοντα τα ευωδιαστά θεία της λείψανα, αλλά και όσοι απο μακρυά την επικαλούνται με πίστη, και στη θάλασσα και στη ξηρά, λαμβάνουν την εκπλήρωση των αιτημάτων τους.
Έτσι και εμείς, γιορτάζοντας σήμερα την μνήμη της οσίας μας Θεοδώρας της Βασίλισσας , και τελούμε τα εγκαίνια του σε τιμή της ανεγερθένετος στα Σέρβια ναύδριου, με τις πρεσβείες της είθε να λάβουμε έλεος και χάρη και να βρούμε εύκαιρη βοήθεια απο το Θεό, στον οποίο η δόξα και το κράτος , τω Πατρί και τω Υιώ και το Αγίω Πνεύαμτι εις τους αιώνας.Αμήν.
Στα Σέρβια της Μακεδονίας
23 Ιουνία 1968
Απολυτίκια της Οσίας Μητρός ημών Θεοδώρας Βασιλίσσης Άρτης της εκ Σερβίων
Ήχος δ΄ Ο μάρτυς σου , Κύριε
Σερβίων το βλάστημα και Άρτης το σέμνωμα,
την Βασίλισσαν και οσίαν Θεοδώραν
αξίως τιμήσωμεν•
αύτη γαρ την πορφύραν και τον κόσμον λιπούσα,
έφυγεν, αυλισθήσα ως τριγών εν ερήμω•
αυτής ταις ικαισίαις , Χριστέ ο Θεός,
σώσων τας ψυχάς ημών.
Ήχος πλ. δ΄
Θεοδώραν την οσίαν τιμήσωμεν,
των Σερβίων το άνθος το πάνσεπτον•
αύτη γάρ μετά σαρκός ενασκήσασα,
αγγελικήν πολιτείαν ενεδείξατο•
όθεν και νύν πρεσβεύει τω Χριστώ
σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Ήχος ο αυτός
Θεοδώρας τα τίμια λείψανα
οι πιστοί ευλαβώς ασπασώμεθα
και Χριστόν δι’ αυτής ικετεύσω

Ι. Μ Σερρών
Ιερ. Νικήτα του νέου
Βιογραφία
Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Νικήτας γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1760 – 1770 μ.Χ. και καταγόταν από την Ήπειρο. Άλλοι συγγραφείς θεωρούν ότι ο Άγιος καταγόταν από την Τραπεζούντα του Πόντου και μάλιστα από την περιοχή των Λαζών. Την εκδοχή αυτή στηρίζουν κυρίως στην Ακολουθία των Αγιαννανιτών, που εγράφη το 1840 – 1850 μ.Χ. από τον μοναχό Ιάκωβο της Νέας Σκήτης και στην οποία αναφέρεται ότι ο Άγιος καταγόταν από την περιοχή των Λαζών του Πόντου, καθώς και στη λειψανοθήκη του Αγίου επί της οποίας αναγράφεται «Τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Νικήτα τοῦ Λαζοῦ». Για τους γονείς και συγγενείς του Αγίου δεν γνωρίζουμε τίποτα το σπουδαίο. Ξέρουμε μόνο πως ήταν κρυπτοχριστιανοί.
Από το κείμενο του μαρτυρίου του δεν μας είναι γνωστό αν αρνήθηκε στην αρχή του βίου του τον Χριστό και έγινε Μωαμεθανός στις Σέρρες. Πάντως, γίνεται λόγος για την περιτομή την οποία υπέστη ο Άγιος.
Ο Άγιος έγινε μοναχός στη Σκήτη της Αγίας Άννης στο Άγιον Όρος. Εκεί άρχισε τους πνευματικούς αγώνες ζώντας με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος στη μονή του Αγίου Παντελεήμονος, την καλούμενη Ρωσική. Καταληφθείς από τον πόθο του μαρτυρίου περιερχόταν τα περίχωρα των Σερρών και της Δράμας και κήρυττε ενώπιον των Τούρκων τον Χριστό ως αληθινό Θεό. Η απόφασή του ήταν να χύσει το αίμα του για την αγάπη του γλυκύτατου Ιησού.
Ο Άγιος Νικήτας εξομολογήθηκε στον προηγούμενο ιερομόναχο Κωνσταντίνο του μετοχίου της Παναγίας της Ηλιόκαλλης και μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Αφού πέρασε από το ναό του Αγίου Γεωργίου, πήγε ύστερα στο τζαμί του Αχμέτ Πασά. Στο τζαμί αυτό έμενε ένας ιεροδιδάσκαλος των Τούρκων μαζί με τους ιεροσπουδαστές του. Ένας από τους μαθητές αυτούς ήταν χωλός και στα δύο πόδια. Ο Άγιος Νικήτας του είπε ότι θα θεραπευθεί, εάν πιστέψει στον Χριστό.
Ο νεαρός Τούρκος ανέφερε αμέσως στον διδάσκαλό του τον λόγο που του είπε ο Άγιος. Έτσι ο Άγιος συνελήφθη και οδηγήθηκε στο βοεβόδα των Σερρών, ο οποίος έδωσε εντολή να τον φλακίσουν. Κατά τον χρόνο της φυλακίσεώς του υπέστη πολλά και φρικώδη βασανιστήρια. Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 1808 μ.Χ. ο Ισούχ μπέης διέταξε να εκτελεσθεί η απόφαση του θανάτου του Αγίου Νικήτα, τον οποίο κρέμασαν στην τοποθεσία Τζεριάχ – Παζάρ. Κοντά στον τόπο του μαρτυρίου του ήταν ο ναός του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ. Την ίδια νύχτα του μαρτυρίου ο διάκονος του ναού βγήκε από το κελλί του και είδε ένα μεγάλο φως να λάμπει σε όλη την γύρω περιοχή. Το λείψανο του Μάρτυρος έμεινε κρεμασμένο στην αγχόνη τρεις ημέρες. Την Τρίτη της Διακαινησίμου, το βράδυ, δόθηκε στους Χριστιανούς η άδεια να κατεβάσουν το ιερό λείψανο και να το ενταφιάσουν στο ναό του Αγίου Νικολάου των Σερρών.
Ο Άγιος στον τόπο του μαρτυρίου του, στις Σέρρες, τιμάται σαν Πολιούχος. Γιορτάζεται δε πανηγυρικά την Κυριακή του Θωμά.
Άγιος Βενέδικτος ο νέος Οσιομάρτυρας που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη
ix8ys
2-3 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Βενέδικτος γεννήθηκε λίγο πριν την Επανάσταση του 1821 στο χωριό Έζιοβα (ή Έζουβα ή Εζουβά), το σημερινό χωριό Δάφνη της επαρχίας Βισαλτίας των Σερρών ή στο χωριό Αμουρμέη (ή Αμούρμπεκι), σημερινό Καστανοχώρι. Η σύγχυση για την ακριβή γενέτειρα του Αγίου είναι δικαιολογημένη, διότι στην περιοχή ανάμεσα στα δύο αυτά χωριά υπήρχε μετόχι της μονής Κωνσταμονίτου του Αγίου Όρους.
Σε εφηβική ηλικία ο Άγιος πήγε μαζί με τον πατέρα του στο Άγιον Όρος και συγκεκριμένα, όπως ήταν φυσικό, στην ιερά μονή Κωνσταμονίτου. Εκεί ο πατέρας του Αγίου έγινε δόκιμος και στη συνέχεια εκάρη μοναχός, ενώ ο νεαρός ακόμη Βενέδικτος στάλθηκε στον Πολύγυρο, για να διδαχθεί γράμματα. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του και είχε φθάσει σε κατάλληλη ηλικία, επέστρεψε στο μοναστήρι, για να καρεί μοναχός. Η κουρά του έγινε κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Στη μονή ο Άγιος διακόνησε επί σειρά ετών σε όλα τα διακονήματα και όταν έφθασε σε μεγάλη ηλικία χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Ο Άγιος Βενέδικτος, μαζί με άλλους πατέρες στάλθηκε, για τις ανάγκες της μονής, στο μετόχι της μονής που βρισκόταν έξω από την Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης. Η επανάσταση του 1821 μ.Χ., που είχε ως αποτέλεσμα ανάλογες επαναστατικές δραστηριότητες να λάβουν χώρα και στην περιοχή της Μακεδονίας με φοβερά αντίποινα από τις Τουρκικές αρχές, ανάγκασε τους μοναχούς να εγκαταλείψουν το μετόχι. Ο Άγιος Βενέδικτος συνελήφθη από τους Τούρκους του Ρουμπούτ πασά και οδηγήθηκε σιδεροδέσμιος μεζί με αρκετούς μοναχούς από τα μετόχια της γύρω περιοχής στην Θεσσαλονίκη. Στις 12 Ιουνίου 1821 μ.Χ., έπειτα από φρικτά βασανιστήρια αποκεφαλίσθηκε μαζί με πολλούς μοναχούς και προεστούς των γύρω χωριών της Θεσσαλονίκης.
Τη νύχτα, μετά το μαρτύριο, σύμφωνα με τη διήγηση του Βίου, επάνω από τα άταφα λείψανα των Μαρτύρων φαινόταν ένας φωτεινός σταυρός. Οι στρατιώτες που τα φύλαγαν, μόλις αντίκρισαν αυτό το θαύμα ξαφνιάστηκαν και το ομολόγησαν στους Χριστιανούς. Με αφορμή το θαύμα δόθηκε από τις αρχές η άδεια να ενταφιασθούν τα ιερά λείψανα των Μαρτύρων.
Νεομ. Βενέδικτος ο Εζοβίτης

Ι. Μ Σιδηρόκαστρου

Ι. Μ Μετελωρων
1. Άγιος Βησσαρίωνας πολιούχος Καλαμπάκας
Άγιος Βησσαρίων : “Τό σεμνό καύχημα τῶν Τρικάλων” (15 Σεπτεμβρίου)
(ο βίος του αγίου, σε κείμενο γραμμένο και για παιδιά- από το περιοδικό Προς τη Νίκη)
Σέ ἀπόσταση μόλις 5 χλμ. ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Πύλης Τρικάλων, στίς καταπράσινες πλαγιές τοῦ Κόζιακα, ὑψώνεται μεγαλόπρεπα ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος Δουσίκου.
Πρόκειται για ἕνα ἱστορικό μοναστήρι πού ἱδρύθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1527-1535 ἀπό τόν Ἅγιο Βησσαρίωνα, ἀρχιεπίσκοπο Λαρίσης1.
Μιά χαρισματικήπροσωπικότητα μέ ἁγιότητα βίου καί τεράστιο φιλανθρωπικό καί κοινωνικό ἔργο, εἰδικά στήν περιοχή τῶν Τρικάλων ἀπʼ ὅπου καταγόταν καί ὅπου εἶχε τήν ἕδρα του και ὅπου πλέον τιμᾶται ὡς πολιοῦχος.
***
Ὁ Ἅγιος Βησσαρίων γεννήθηκε στην Πόρτα Παναγιά Τρικάλων γύρω στό 1490, δηλαδή μέσα στά δύσκολα χρόνια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς. Καταγόταν ἀπό ἱερατική οἰκογένεια, ἡ ὁποία ἀνέδειξε ἐπισκόπους, μοναχούς καί μοναχές.
Ἀπό μικρό παιδί ἀγαποῦσε τήν Ἐκκλησία καί συχνά πήγαινε κοντά στόν πνευματικό του πατέρα, τον μητροπολίτη Λαρίσης Μᾶρκο, και τόν ὑπηρετοῦσε μέ πολλή ταπείνωση και ὑπακοή. Ἀφοῦ ἔμαθε τά πρῶτα γράμματα καί ἔφτασε σέ κατάλληλη ἡλικία, ὁ ἐνάρετος μητροπολίτης τόν χειροτόνησε διάκονο κι ἔπειτα πρεσβύτερο.
 
Η αγία κάρα του Αγίου Βησσαρίωνα Αρχιεπισκόπου Λαρίσης
Τό 1517 ἐξελέγη ἐπίσκοπος Ἐλασσῶνος καί Δομενίκου. Δυστυχῶς ὅμως δέν ἔγινε δεκτός ἀπό τούς κατοίκους ἐκείνης τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν σέ διένεξη μέ τήν Μητρόπολη Λαρίσης και δεν ἤθελαν να δεχθοῦν ὁποιονδήποτε προερχόταν ἀπό αὐτήν.
Ὁ ταπεινός ἐπίσκοπος Βησσαρίων ὑπέμεινε μέ ὑποδειγματική μακροθυμία την περιφρόνηση πού τοῦ ἔγινε καί ἐπέστρεψε στά Τρίκαλα κοντά στόν Γέροντά του Μᾶρκο. Τά τέσσερα χρόνια πού παρέμεινε στά Τρίκαλα τά ἀφιέρωσε σέ ἔργα ἀγάπης καί φιλανθρωπίας.
Ταπεινά κι ἀθόρυβα, χωρίς νά τόν παίρνουν εἴδηση οἱ πολλοί, ἐπισκεπτόταν τή νύκτα πτωχούς καί μοναχικούς ἀσθενεῖς, γιά νά καθίσει δίπλα στό προσκέφαλό τους, νά τούς παρηγορήσει καί νά τούς ἐνισχύσει. Ἔπλενε τά λερωμένα ροῦχα τους μέ τά ἴδια του τά χέρια καί δέν δίσταζε νά τούς ἐξυπηρετεῖ ἀκόμη καί στίς πιό ταπεινωτικές δουλειές.
Τό 1521 τόν κάλεσαν νά ἀναλάβει τη διοίκηση τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν. Ἀλλά καί στή θέση αὐτή δοκίμασε πίκρες και θλίψεις ἀπό ἄδικες κατηγορίες καί συκοφαντίες, τίς ὁποῖες ἀντιμετώπισε με ἀνεξικακία καί συγχωρητικότητα.
Μετά τό θάνατο τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης Μάρκου, σύσσωμος ὁ κλῆρος και ὁ λαός τῆς Θεσσαλίας ζήτησαν νά ἀναλάβει ὡς διάδοχος τή Μητρόπολη το ἄξιο πνευματικό του τέκνο, ὁ Βησσαρίων. Καί πράγματι τό 1527 ὁ πολύπαθος ἱεράρχης ἐξελέγη μητροπολίτης Λαρίσης.
Μέ ἕδρα τά Τρίκαλα2, ὁ στοργικός ἐπί-σκοπος ἀνέπτυξε ἀξιοθαύμαστη ποιμαντική καί φιλανθρωπική δράση καί ἀνακούφισε τό σκλαβωμένο λαό πού στέναζε κάτω ἀπό τήν ὀθωμανική κυριαρχία. Μέ χρήματα τῆς Ἐκκλησίας ἐξαγόρασε πολλούς χριστιανούς αἰχμαλώτους, ἔθρεψε πτωχούς, περιέθαλψε ἀσθενεῖς.
Παράλληλα ἔκτιζε ναούς ἀλλά καί πρωτοστατοῦσε σέ ἔργα πρωτοποριακά γιά ἐκεῖνατά δύσκολα χρόνια: ἄνοιξε δρόμους και κατεσκεύασε γέφυρες, ὅπως αὐτή τοῦ Κοράκου στόν Ἀχελῶο, τοῦ Πορταϊκοῦ καί τῆς Σαρακίνας στόν Πηνειό. Κι ὅλα αὐτά μέ ἀνυπολόγιστους κόπους και ἔξοδα, μέ ἀπίστευτα ἐμπόδια καί ἀμέτρητους κινδύνους. Ἀποκορύφωμα τῆς δράσεώς τουὑπῆρξεἡἀνέγερσητῆς περίφημης ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στό Δούσικο.
Πέντε χρόνια μετά τήν ἀποπεράτωση τῆς Μονῆς ἀρρώστησε βαριά. Ἄν και ἦταν μόλις 50 ἐτῶν, ὁ ὀργανισμός του εἶχε ἐξαντληθεῖ ἀπό τίς συνεχεῖς περιπέτειες καί τήν ἀσταμάτητη δραστηριότητά του πρός ὠφέλειαν τοῦ ποιμνίου του.
Ὅταν προαισθάνθηκε ὅτι πλησιάζει τό τέλος του, κάλεσε κοντά του τους κληρικούς καί μοναχούς τῆς ἐπαρχίας του, τούς ἔδωσε τίς τελευταῖες συμβουλές του καί παρέδωσε εἰρηνικός την ψυχή του στόν Κύριο στίς 15 Σεπτεμβρίου 1540.
Ἐνταφιάστηκε στό κοιμητήριο τῆς ἱερᾶς Μονῆς, ἀλλά δυστυχῶς κάποιος Ἀγαρηνός ἔκλεψε τό ἱερό του λείψανο. Σώθηκε ὅμως μέ θαυμαστό τρόπο ἡ τιμία κάρα του, ἡ ὁποία φυλάσσεται στό μοναστήρι τοῦ Δουσίκου, το ὁποῖοπλέον εἶναι γνωστό καί τιμᾶται στο ὄνομα τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος καί ἀκτινοβολεῖ πνευματικά στήν περιοχή.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου (15 Σεπτεμβρίου) ἑορτάζεταιμέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα στό μοναστήρι του ἀλλά καί στόν τόπο καταγωγῆς του, τήν Πύλη Τρικάλων. Τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς γίνεται λιτανεία με τήν τιμία κάρα τοῦ Ἁγίου καί στήν Καλαμπάκα. Στά Τρίκαλα μεταφέρεται ἡ τιμία κάρα τήν Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος καί τότε τελεῖται πανηγυρικά ἡ ἑορτή τοῦ πολιούχου μέ ἐπίκεντρο τον περίλαμπρο ἱερό προσκυνηματικό Ναό πού ἔχει ἀνεγερθεῖ πρός τιμήν του.
Ἀναρίθμητα εἶναι τά θαύματα πού ἐπιτελεῖ ἡ τιμία κάρα τοῦ Ἁγίου, ὄχι μόνο στήν περιοχή τῶν Τρικάλων ἀλλά καί σε ἄλλες περιοχές, ὅπωςστή Φιλιππιάδακαί στό Μεγανήσι Λευκάδος, ὅπου τιμᾶται ἐπίσης ὡς προστάτης καί πολιοῦχος. Οἱ πρεσβεῖες του στόν φιλάνθρωπο Κύριο ἔσωσαν τίς πόλεις αὐτές ἀπό ἐπιδημίες ἀλλά καί καταστροφές στίς γεωργικές καλλιέργειες (π.χ. ἀκρίδες). Σέ ἄλλη περίπτωση ἀνομβρίας, μόλις ἔγινε λιτάνευση τῆς κάρας τοῦ Ἁγίου ἀμέσως ἄρχισε καταρρακτώδης βροχή!
Ὅλη ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος ἦταν μιά ἀγκαλιά γεμάτη ἀγάπη, συγχωρητικότητα καί προσφορά πρός τόν συνάνθρωπο. Αὐτή ἡ ἀγάπη του, πού ξεχειλίζει διαρκῶς καί μέ τά θαύματά του συνεχίζει νά εὐεργετεῖ τόν τόπο μας, ἄς μᾶς συγκινήσει κι ἄς μᾶς ἐμπνεύσει. Ὁ κόσμος ἔχει ἀνάγκη ἀπό μιά ζεστή ἀγκαλιά. Τήν ἀγκαλιά τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀνοίγεται πρός ὅλους καί ἐκδηλώνει πλούσια τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ!
Νικηφόρος
––––––––––
1. Ὁ τίτλος «ἀρχιεπίσκοπος» στη συγκεκριμένη περίπτωση ἀποτελεῖ τιμητικό τίτλο τοῦ μητροπολίτου Λαρίσης καί δεν ἀντιστοιχεῖ στή σημερινή γνωστή σημασία τοῦ ὅρου, πού δηλώνει τόν πρῶτοστήν ἱεραρχία μεταξύ ἐπισκόπων μιᾶς αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας.
2. Ἡ ἕδρα τοῦ μητροπολίτου Λαρίσης ἀπό τά μέσα τοῦ 14ου αἰῶνος ὥς τό 1763 εἶχε μεταφερθεῖ στά Τρίκαλα λόγω δυσκόλων συνθηκῶν στήν τουρκοκρατούμενη Λάρισα.
Πηγή: Ἀκολουθία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βησσαρίωνος, Ἀρχιεπισκόπου Λαρίσης καί Τρίκκης τοῦ θαυματουργοῦ, (ἐπιμελείᾳ πρωτοπρεσβ. Πολυκάρπου Τύμπα), Ἀθῆναι 1971.
 Όσιος  και Ιωάσαφ 
Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Όσιος Ιωάσαφ ο Μετεωρίτης
ix8ys
5-6 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Δεύτερος κτήτορας της μονής του Μεγάλου Μετεώρου και διάδοχος του Οσίου Αθανασίου υπήρξε ο «Ἰωάννης Οὔρεσης Παλαιολόγος, ὁ διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος ἐπικληθεῖς Ἰωάσαφ μοναχός». Δυστυχώς δεν ευρέθηκε βιογραφία του Αγίου Ιωάσαφ του Μετεωρίτου και όλες οι πληροφορίες που έχουμε γι αυτόν τις αντλούμε από την βιογραφία του Οσίου Αθανασίου και από διάφορα επίσημα έγγραφα.
Ο Ιωάννης – Ιωάσαφ ο Μετεωρίτης ήταν υιός του Ελληνο-σέρβου βασιλέως Ηπείρου και Μεγάλης Βλαχίας, δηλαδή Θεσσαλίας, με έδρα τα Τρίκαλα, Συμεών Ούρεση Παλαιολόγου (1359 – 1370 μ.Χ.). Η μητέρα του, Θωμαΐς, ήταν θυγατέρα του Δεσπότου της Ηπείρου Ιωάννου Β’ Ορσίνη (1323 – 1335 μ.Χ.) και αδελφή του μετέπειτα δεσπότου της Ηπείρου Νικηφόρου Β’ Ορσίνη.
Ο Ιωάννης γεννήθηκε κατά το 1349 – 1350 μ.Χ. Από την μητέρα του συγγένευε με τη βυζαντινή αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων, εκ των οποίων διατήρησε και το επώνυμο. Η γιαγιά του, η Μαρία Παλαιολογίνα, δισέγγονη του βυζαντινού αυτοκράτορος Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1259 – 1282 μ.Χ.) από τον πατέρα της Ιωάννη Παλαιολόγο, και εγγονή από την μητέρα της Ειρήνη, του υψηλού αξιωματούχου Θεόδωρου Μετοχίτη, κτίτορος της περιώνυμης μονής της Χώρας της Κωνσταντινουπόλεως, είχε νυμφευθεί τον παππού του Ιωάννου – Ιωάσαφ, το Σέρβο βασιλέα Στέφανο Γ’ Ούρεση (1321 – 1331 μ.Χ.).
Το 1359 – 1360 μ.Χ. ο Ιωάννης Παλαιολόγος αναγορεύθηκε στην Καστοριά συναυτοκράτορας του πατέρα του, σε ηλικία μόλις 10 ετών. Περί το 1370 μ.Χ. πέθανε ο πατέρας του, ο Συμεών Ούρεσης, και ο Ιωάννης τον διαδέχθηκε στην εξουσία. Δεν κυβέρνησε όμως για πολύ. Σύντομα εγκατέλειψε τα ανώτατα κοσμικά αξιώματα, ανταλλάσσοντας την βασιλική πορφύρα με τον τρίχινο σάκκο του μοναχού. Αρνήθηκε το βασιλικό στέμμα για την αγάπη του ακανθοστεφανωμένου Βασιλέως Χριστού, παραδίδοντας τη διοίκηση της Θεσσαλίας στον Καίσαρα Αλέξιο Αγγελο Φιλανθρωπηνό. Έτσι λοιπόν, το Νοέμβριο του 1372 μ.Χ. και πριν από τον Ιούνιο του 1373 μ.Χ., ο Ιωάννης Ούρεσης ο Παλαιολόγος, σε ηλικία περίπου είκοσι δύο ετών, κατέφυγε στη μονή Μεταμορφώσεως του Μετεώρου, όπου δέχθηκε το μοναχικό σχήμα και μετονομάσθηκε Ιωάσαφ, συνασκούμενος δίπλα στον Όσιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη.
Ο Όσιος Αθανάσιος λίγο πριν από την κοίμησή του, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο βίο του, εκτιμώντας την προσωπικότητα του Οσίου Ιωάσαφ, και έχοντας σύμφωνους τους υπόλοιπους, του παρεχώρησε κάθε εξουσία και δικαιοδοσία καθιστώντας τον διάδοχό του.
Μετά από μικρό χρονικό διάστημα ο Όσιος Ιωάσαφ για άγνωστους λόγους εγκατέλειψε το μοναστήρι μεταναστεύοντας στην Θεσσαλονίκη. Το γεγονός αυτό πρέπει να συνέβη περί το 1379 – 1380 μ.Χ.
Λίγο μετά την κοίμηση του Οσίου Αθανασίου ξαναγύρισε στη μονή του Μετεώρου, όπου ανέλαβε τα καθήκοντα ως διάδοχός του, σύμφωνα με την επιθυμία του Οσίου πνευματικού του πατέρα, ο οποίος στις τελευταίες του παραγγελίες και υποθήκες προς τους αδελφούς της μονής συμπλήρωσε για τον Όσιο Ιωάσαφ, που τότε απουσίαζε: «Ἐπειδὴ διὰ τὴν ἡμετέραν ἁμαρτίαν ἐξῆλθε τοῦ κελλίου ὁ κύρις Ἰωάσαφ καὶ οὐκ ἐνέμεινε μεθ’ ἠμῶν καθὰ συνέταξεν, ὅμως, ὅταν ἐπιστρέψη ἐνταύθα καὶ στέρξη τὰ συνταγέντα, ἶνα πολιτεύηται κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ τυπικοῦ τοῦ κελλιοῦ, ἂς εἶναι, ἐλπίζω γὰρ ὅτι ἐπιστρέψει πάλιν, καὶ ἂς ἄρχῃ γοῦν καὶ ἀποδότε αὐτῶ πάντες οἱ εὑρισκόμενοι πᾶσαν ὑποταγὴν καὶ εὐπείθειαν».
Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1384 μ.Χ. και στις αρχές Ιανουρίου του 1385 μ.Χ. ο Όσιος Ιωάσαφ για οικογενειακούς λόγους πήγε στα Ιωάννινα. Μετά τη δολοφονία του Θωμά Πρελιούμποβιτς (23 Δεκεμβρίου 1384 μ.Χ.), του δεσπότου της πόλεως αυτής, οι υπήκοοι του δεσποτάτου ανακήρυξαν κυβερνήτρια της δεσποτείας της Ηπείρου τη σύζυγο του και αδελφή του Ιωάσαφ, Μαρία Αγγελίνα.
Έτσι, κατόπιν προσκλήσεως ο Όσιος Ιωάσαφ μετέβη στα Ιωάννινα προκειμένου να στηρίξει την αδελφή του στην διακυβέρνηση του κράτους.
Με βάση τις πληροφορίες που μας παρέχει η βιογραφία του Οσίου Αθανασίου, επεξέτεινε σε μήκος και σε ύψος και ανοικοδόμησε λαμπρότερο τον αρχικό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που είχε ανεγείρει ο Όσιος Αθανάσιος.
Στα τέλη του 1393 μ.Χ., αρχές του 1394 μ.Χ. έγινε η εισβολή των Τούρκων στη Θεσσαλία και η κατάληψή της από τον Σουλτάνο Βαγιαζίτ Α’. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος ο Όσιος Ιωάσαφ μαζί με τον ιερομόναχο Σεραπίωνα και τους μοναχούς Φιλόθεο και Γεράσιμο κατέφυγαν στο Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκαν στη μονή Βατοπαιδίου. Εκεί, σύμφωνα με επίσημο έγγραφο της μονής του Μεγάλου Μετεώρου, στις 17 Οκτωβρίου 1394 μ.Χ., συγκρότησε αδελφότητες και του παραχωρήθηκαν δύο κελλιά, ενώ του δόθηκε μάλιστα ως αντάλλαγμα και ένας χρυσός σταυρός.
Ο Όσιος Ιωάσαφ εκοιμήθηκε με ειρήνη κατά το 1423 μ.Χ.

2. Όσιος Νεκτάριος και Θεοφάνης
Ὅσιοι Νεκτάριος καί Θεοφάνης οἱ Ἀψαράδες
8-11 λεπτά
________________________________________
Δένδρο περιήγησης: | Ἀρχική Σελίδα | Ἡ Μητρόπολη | Τοπική Ἁγιολογία | Ὅσιοι Νεκτάριος καί Θεοφάνης οἱ Ἀψαράδες
Οἱ Ἅγιοι αὐτάδελφοι ἱερομόναχοι Νεκτάριος καί Θεοφάνης ἦταν γέννημα καί θρέμμα τοῦ ἀρχοντικοῦ οἴκου τῶν Ἀψαράδων στά Ἰωάννινα, ἑνός οἴκου πού διαδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στή ζωή τῆς Ἠπειρωτικῆς .τόν ἰχθυοπώλη, ἀπό τό «ὄψον – ὀψάριον – ψάρι». Ἀπό τή διαλάληση τῶν ἰχθυοπωλῶν [ὁ ψαρᾶς] κατά φωνητική ἀλλοίωση προῆλθε τό [ἀψαρᾶς] καί ἐξ αὐτοῦ καί τό ἐπώνυμο Ἀψαρᾶς. Ἔντονη εἶναι ἡ παρουσία καί ἡ ἀνάμειξη μελῶν τῆς οἰκογένειας τῶν Ἀψαράδων στά πολιτικά πράγματα τῆς Ἠπείρου, κατά τή διάρκεια τῆς ἐξουσίας τοῦ Σέρβου Δεσπότου Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς (1366/7 – 1384 μ.Χ.).
Οἱ δύο Ὅσιοι γεννήθηκαν στά Ἰωάννινα, στά τέλη τοῦ 15ου αἰῶνα μ.Χ. Οἱ ἴδιοι ξεκινοῦν τήν αὐτοβιογραφία τους ἀπό τή στιγμή πού ἀφιερώθηκαν στόν Θεό, χωρίς νά κάνουν καμία μνεία γιά τήν ἀρχοντική καταγωγή τους, τήν ἀνατροφή, τή μόρφωση καί τήν περιουσία τους. Οἱ γονεῖς τους καί οἱ τρεῖς ἀδελφές τους ἐνδύθηκαν τό μοναχικό σχῆμα καί κατοικοῦσαν σέ κάποιο κελί κοντά στό χωριό τοῦ νησιοῦ. Τό ὄνομα τῆς τρίτης ἀδελφῆς τῶν Ὁσίων, πιθανότατα, εἶναι Μαγδαληνή.
Οἱ δύο αὐτοί ἀδελφοί, Νεκτάριος καί Θεοφάνης, οἱ Ἀψαράδες, ἔλαβαν μιά ἀξιόλογη γιά τήν ἐποχή τους παιδεία στήν περίφημη μονή τῶν Φιλανθρωπινῶν ἐπί ἡγουμένου Μακαρίου Φιλανθρωπινοῦ. Ὅμως, τά πλούτη, ἡ δόξα, ἡ ἱκανή μόρφωση στάθηκαν ἀδύνατα νά νικήσουν τή θεϊκή τους ἀγάπη. Σέ πολύ νεαρή ἡλικία, οἰστρηλατημένοι ἀπό τόν θεῖο ἔρωτα, κατέφυγαν στό μοναχισμό ξεκινώντας ἀπό τήν Ἠπειρωτική πρωτεύουσα καί δικαιώνοντας τόν χαρακτηρισμό της ὡς «Μοναχοπόλεως». Τό ἱερό μοναχικό σχῆμα περιεβλήθησαν κατά τό 1495 μ.Χ. ἀπό κάποιον Ὅσιο γέροντα, Σάββα ὀνομαζόμενο (τιμᾶται 3 Φεβρουαρίου). Κοντά του ἔμειναν δέκα ὁλόκληρα χρόνια, στό ἀσκητήριο τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς νήσου τῶν Ἰωαννίνων μέχρι τήν κοίμησή του, στίς 9 Ἀπριλίου 1505 μ.Χ., συλλέγοντας τούς καρπούς τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα Σάββα ἀναχώρησαν γιά τό Ἅγιο Ὄρος, στήν ἀστείρευτη πηγή τοῦ ἀναχωρητισμοῦ, γιά νά ἀντλήσουν νέα στηρίγματα γιά τήν κατοπινή τους μοναχική πορεία. Στό «Περιβόλι τῆς Παναγίας» ἔγιναν δεκτοί ἀπό τόν πρώην Οἰκουμενικό Πατριάρχη Νήφωνα Β” (τιμᾶται 11 Αὐγούστου), ὁ ὁποῖος μόναζε στή μονή Διονυσίου μετά ἀπό τήν Τρίτη ἐκλογή του τό 1502 μ.Χ. Ὑπακούοντας στίς παραινέσεις καί στίς ἐντολές τοῦ Πατριάρχου Νήφωνος, πού στάθηκε γι αὐτούς δεύτερος πνευματικός πατέρας, καί μέ τήν ὑπόσχεση ὅτι δέν θά παρέκλιναν ἀπ” ὅσα τούς παρήγγειλε, γύρισαν στό κελί τους, στό νησί τῶν Ἰωαννίνων.
Ἐπειδή, ὅμως, τό βρῆκαν κατειλημμένο ἀπό κάποιους κοσμικούς ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα προέβαλαν καί κτιτορικά δικαιώματα ἐπάνω του, ἀναγκάσθηκαν νά τό ἐγκαταλείψουν γιά δεύτερη φορά. Κατέφυγαν στά ἐνδότερα μέρη τοῦ νησιοῦ, ὅπου βρῆκαν, κατά τήν ἐπιθυμία τους, τόπο κατάλληλο γιά ἡσυχία καί ἄσκηση, κοντά σέ κάποιο ἄλλο μισοερειπωμένο καί ἔρημο ἡσυχαστήριο, ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο Παντελεήμονα. Αὐτό ἦταν κτισμένο σέ μιά σπηλιά, ἐπάνω ἀπό τή λίμνη, ὅπου τά νερά της εἶχαν εἰσχωρήσει μέσα στήν κοιλότητα τοῦ βράχου σχηματίζοντας μιά πελώρια «Γούβα», ὅπως τοπικά ὀνομαζόταν. Πρίν πολλά χρόνια, εἶχε ἁγιάσει στόν τόπο αὐτό ἕνας περίφημος γιά τήν ἄσκησή του ἐρημίτης, ὁ Ἀντώνιος. Δεκαοκτώ χρόνια εἶχε μείνει ἔγκλειστος στό κελί καί εἶχε προικισθεῖ ἀπό τόν Θεό γιά τήν πολλή του καθαρότητα μέ διορατικό χάρισμα.
Εὐθύς ἀμέσως ἐπισκέφθηκαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων τήν εὐλογία του καί τήν ἔγγραφη ἄδειά του γιά τήν ἀνέγερση νέου ἡσυχαστηρίου. Γιά περισσότερη ἀσφάλεια ζήτησαν καί τήν ἔγκριση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Παχωμίου Α” (1503 – 1504 μ.Χ., 1504 – 1513 μ.Χ.). Ἐκεῖνος μέ ἰδιόγραφο πατριαρχικό γράμμα του στήριξε τίς προσπάθειές τους, ἐνισχύοντάς τους μάλιστα μέ τή διαβεβαίωση, ὅπως ἔκανε καί ὁ Μητροπολίτης, ὅτι κανένας δέν θά τούς ἐμπόδιζε στό θεάρεστο ἔργο τους. Τελικά, τό 1506/1507 μ.Χ. ἀνήγειραν μέ προσωπικά τους ἔξοδα τό ναό τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί μαζί μέ αὐτόν, σέ σύντομο χρονικό διάστημα, περατώθηκε καί ἡ ἀνέγερση τῶν κελιῶν καί τῶν λοιπῶν ἀπαραίτητων οἰκοδομῶν.
Οἱ ἱερομόναχοι Νεκτάριος καί Θεοφάνης ἦταν κτίτορες ἑνός ἀκόμα μοναστηριοῦ. Μετά τήν ἀνέγερση τῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό νησί, ἀνήγειραν γιά τίς ἀδελφές τους καί τούς γονεῖς τους τό μοναστικό ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου στό Λεπενό. Ἡ ἱερά μονή Ἁγίου Νικολάου Λεπενοῦ μέ τή διαθήκη τῶν κτιτόρων κληροδοτήθηκε στήν ἱερά μονή Βαρλαάμ. Αὐτή τή χρησιμοποιοῦσε ἀπό τά μέσα τοῦ 16ου αἰῶνα μ.Χ. ὡς Μετόχι καί ὡς κατάλυμα σταθμεύσεως τῶν διακονητῶν Βαρλααμιτῶν, πού φρόντιζαν τά κτήματα τῶν Ἀψαράδων στήν Οὐσδίνα.
Ἡ πορεία τους συνεχίστηκε μέ δοκιμασίες. Ἡ τελευταία ἐπίθεση ἐναντίον τους ἦταν ἡ πιό ἐπώδυνη. Τά βέλη δέν προέρχονταν ἀπό τούς ἀλλόπιστους Τούρκους, ἀλλά ἀπό αὐτούς τούς ἴδιους τούς ἐκκλησιαστικούς καί κοσμικούς ἄρχοντες τοῦ τόπου, γιά λόγους τούς ὁποίους, ὅπως ἀναφέρουν στήν αὐτοβιογραφία τους, δέν θέλησαν νά κοινοποιήσουν. Βλέποντας ὅλη αὐτή τή δοκιμασία, τόν πόλεμο καί τήν κακία τῶν ἐχθρῶν νά αὐξάνεται, ἦλθε στό νοῦ τους ἡ συμβουλή τοῦ ἁγιορείτη γέροντός τους, τοῦ Ἁγίου Νήφωνος, πού προορατικά τούς εἶχε πεῖ: «Ὅταν καταλάβῃ ὑμᾶς πειρασμός, μή ἀντιστῆτε αὐτῷ, ἀλλά ἀναχωρήσατε ἐν μοναστηρίῳ καί εἰρηνεύσετε».
Πράγματι μετά ἀπό τέσσερα περίπου χρόνια παραμονῆς τους στά Ἰωάννινα ἐγκατέλειψαν ὁριστικά πιά τή νεόκτιστη μονή τους καί μετέβησαν κατά τό 1510/11 μ.Χ. στούς μετεωρίτικους βράχους ἀναζητώντας ἐκεῖ τή νέα ἑστία γιά τήν ἀσκητική τους τελείωση. Τούς δόθηκε ἀπό τούς πατέρες τῆς Σκήτης τοῦ Μεγάλου Μετεώρου ὁ στύλος τοῦ Ἱεροῦ Προδρόμου, ὅπου καί παρέμειναν γιά ἑπτά χρόνια. Ἡ στενότητα, ὅμως, τοῦ βράχου καί τό ἀνθυγιεινό κλῖμα ἀπό τούς δυνατούς ἀνέμους δέν τούς ἐπέτρεψε νά παραμείνουν περισσότερο ἐκεῖ. Γι αὐτό καί στράφηκαν στήν ἀναζήτηση καταλληλότερου χώρου. Ἀπό τό πλῆθος τῶν μετεωρίτικων βράχων τούς εἵλκυσε περισσότερο ἕνας πλατύς καί εὐάερος λίθος, ἡσυχαστικός καί ἀρκετά εὐρύχωρος, κατάλληλος γιά κατοικία, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν τοῦ Βαρλαάμ. Ἡ ἐπωνυμία αὐτή ἦταν παρμένη ἀπό τόν πρῶτο ἐρημίτη – οἰκιστή, πού σκαρφάλωσε καί ἐγκαταβίωσε στήν ἀπάτητη αὐτή κορυφή.
Στόν βράχο, λοιπόν, τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁλοκληρωτικά ἔρημος καί ἀκατοίκητος πολλά χρόνια, οἱ δύο Ὅσιοι ἀνέβηκαν καί ἐγκαταστάθηκαν μέ τήν ἄδεια τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης Βησσαρίωνος καί τοῦ τότε καθηγουμένου τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1517/18 μ.Χ. Ἀμέσως μετά τήν ἀνάβασή τους στόν βράχο ἄρχισαν τίς οἰκοδομικές τους ἐργασίες, γιατί δέν σωζόταν τίποτε ἀπό τά παλαιότερα κτίσματα. Ἀφοῦ ἔκτισαν μερικά πρόχειρα κελιά γιά κατοίκηση, πρώτη τους δουλειά ἦταν νά ἀναγείρουν τόν τέλεια ἐρειπωμένο ναό. Γι” αὐτό, μέ ἀνεξάντλητους σωματικούς κόπους καί ταλαιπωρίες, μέ τήν ἀμέριστη συμπαράσταση τῶν Ὁσίων ὑποτακτικῶν τους, Βενεδίκτου καί Παχωμίου, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀπό τήν ἀρχή μαζί τους, καί μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ προχώρησαν στήν ἐκ βάθρων ἀνέγερση τοῦ ναοῦ. Τό 1542 μ.Χ. θεμελίωσαν τό ναό τῶν Ἁγίων Πάντων. Στίς 17 Μαΐου τοῦ 1544 μ.Χ., ἡμέρα Σάββατο, τήν ἐνάτη βυζαντινή ὥρα, ὁ ναός τῶν Ἁγίων Πάντων ὁλοκληρώθηκε.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Ὅσιος Θεοφάνης εἶχε ἤδη δέκα μῆνες ἀσθενής στό κρεβάτι καί ἐξαντλημένος ἀπό τήν ἀσθένειά του βρισκόταν στά πρόθυρα τοῦ θανάτου του. Καί ἐνῷ ὅλοι οἱ συμπαραστεκόμενοι ἀδελφοί καί πατέρες γύρω του ἔκλαιγαν καί θρηνοῦσαν καί μέ μάτια δακρυσμένα ἔψελναν τόν κατανυκτικό Παρακλητικό Κανόνα, ἔγινε ἕνα θαῦμα. Ξαφνικά ἕνα ὑπέρλαμπρο καί διαυγέστατο ἀστέρι εἶχε σταθεῖ πάνω ἀπό τό κελί τοῦ Ὁσίου, καταλάμποντάς το μέ ὑπερκόσμιο φῶς! Μέ τή δύση τοῦ ἡλίου ἡ ψυχή τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους μετέστη στίς αἰώνιες μονές. Ταυτόχρονα ἔσβησε καί τό ὑπερφυσικό ἀστέρι, σημεῖο τῆς ἀμέτρητης δόξας πού τόν περίμενε στήν οὐράνια πολιτεία. Ἕξι χρόνια ἀργότερα, δεύτερη ἡμέρα τῆς Διακαινησίμου, στίς 7 Ἀπριλίου 1550 μ.Χ., ἀναπαύθηκε καί ὁ Ὅσιος Νεκτάριος. Ὁ τάφος τους καί τά ἅγια λείψανά τους, τό δεξί χέρι τοῦ Ὁσίου Νεκταρίου καί τό ἀριστερό χέρι τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους μέ ἄφθαρτο τό δέρμα ἐπί τῶν ἁγίων ὀστῶν τους ἀποτελοῦν πηγή δυνάμεως γιά τούς ἀδελφούς τῆς μονῆς καί τούς εὐλαβεῖς προσκυνητές.
3. Όσιος Νικόδημος και Δανιήλ οι Μετεωρίται
4. ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΩΝ ΜΕΤΕΩΡΩΝ
5. Οι Άγιοι των Μετεώρων είναι αριθμητικά λίγοι, όπως λίγοι υπήρξαν αριθμητικά στο διάβα των αιώνων και οι ένοικοι των δυσπρόσιτων βράχων. Εκτός από τους δύο νεομάρτυρες του Μεγάλου Μετεώρου, Δανιήλ και Νικόδημο, οι άλλοι είναι κτίτορες των ιερών μονών. Ο Θεός προνόησε να ανέλθουν στα βράχια αυτά αγιασμένοι κτίτορες, για να θεμελιώσουν τα ιερά καθιδρύματα στην πέτρα και της δικής τους οσιακής πορείας.
Οι περισσότεροι είναι γόνοι ευκλεών οικογενειών και αφιέρωσαν την τεράστια πατρική τους περιουσία για την ανέγερση και τον εξοπλισμό των ιερών μονών τους με τα απαραίτητα για την επιβίωση. 
Όλοι τους είναι υπέρμαχοι της γνήσιας κοινοβιακής συμβίωσης και διατυπώνουν παρόμοιους κανονισμούς στις διαθήκες τους και στα σιγιλλιώδη γράμματα που κατοχυρώνουν αυτές. Εμπλουτίζουν τις ιδιόκτητες μονές τους με χειρόγραφα, λειτουργικά σκεύη, φορητές εικόνες, άγια λείψανα και αφήνουν εντολή στη διαθήκη τους να μείνουν αυτά απαραβίαστα. 
Ενεργούν και καθιστούν σταυροπηγιακές, αυτοδέσποτες και ακαταδούλωτες τις ιερές μονές τους ή ημιαυτόνομες, πιστεύοντας ότι έτσι συντείνουν στην επί αιώνες διάσωσή τους. 
Κατοχυρώνουν την περιουσία των μονών τους με πατριαρχικά σιγιλλιώδη γράμματα τα οποία επιφέρουν φοβερές αρές, διότι αυτή ήταν η μόνη δυνατή κατοχύρωση για την εποχή τους, σε όσους θελήσουν τυχόν να επιβουλευθούν αυτήν.
Είναι όλοι αυστηροί τηρητές της Ορθοδόξου ασκητικής παραδόσεως (αγρυπνίες, καθημερινές πολύωρες Ακολουθίες, μονοφαγία, εργασία την κατά δύναμη).
Το «άβατον», μολονότι μόνο ο κανονισμός τους αγίου Αθανασίου το αναφέρει, το εφαρμόζουν όλοι οι άγιοι κτίτορες στα μοναστήρια τους. Σταδιακά καταργήθηκε τους δύο τελευταίους αιώνες. 
Στην ανέγερση των μονών με θαυμάσια διαίσθηση συνταιριάζουν την αρχιτεκτονική των κτισμάτων με την ιδιοτυπία των βράχων, ώστε να μην ανατρέπεται το φυσικό οικοσύστημα. 
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι λόγω των ειδικών φυσικών συνθηκών των μετεωρίτικων βράχων (ανάβαση με ανεμόσκαλες, αναρρίχηση με σχοινιά, δύσκολη προμήθεια των αναγκαίων) και των δυσχερών πολιτικών καταστάσεων (απειλές Τούρκων, ληστείες Αλβανών) ο αριθμός των μετεωριτών μοναχών ήταν πάντα μικρός. 
Η Τουρκική κατοχή στη Θεσσαλία, που κράτησε πεντακόσια σχεδόν χρόνια, ανάγκαζε τους μετεωρίτες μοναχούς να βρίσκονται σε διαρκή αγώνα επιβίωσης, ισορροπίας των σχέσεων με τους Τούρκους, διαρκείς έριδες για τη διάσωση των μοναστηριακών κτημάτων, ακόμη και οπλοφορία για την συχνή αντιμετώπιση Τουρκικών και Αλβανικών επιδρομών. 
Έτσι το ησυχαστικό ιδεώδες, το οποίο ξεκίνησαν οι άγιοι πατέρες, ναι μεν θεωρητικά ουδέποτε έπαυσε, ουσιαστικά όμως, λόγω των παραπάνω αιτίων, των πολλαπλών διακονημάτων του κάθε μοναχού και μειωμένης συνήθως παιδείας, υποχωρούσε στην αντιμετώπιση της σκληρής πραγματικότητας. 
Έχοντας υπ’ όψη όλα τα ανωτέρω, θεωρούμε ότι το κτίσιμο και η διάσωση των μετεωρίτικων μοναστηριών, με πλούσια στοιχεία της μεταβυζαντινής τέχνης, αποτελεί θαύμα πάνω στο θαύμα του μοναδικού τοπιακού σκηνικού. Θαύμα που οφείλεται ασφαλώς, συν τοις άλλοις, κα στις πρεσβείες των αγίων κτιτόρων για επερχόμενες γενιές των συντηρητών και ανακαινιστών του έργου τους μοναχών. 
Σήμερα οι ιερές μονές των Μετεώρων βρίσκονται σε αναστηλωτικό αγώνα και σε μια ζηλωτική προσπάθεια συνέχισης του μετεωρίτικου μοναχισμού στη γραμμή των αγίων κτιτόρων και στη διάσωση της ιερότητας του χώρου. 
Οι μοναχοί των Μετεώρων και οι κάτοικοι της γύρω περιοχής τρέφουν ιδιαίτερη ευλάβεια στα άγια λείψανα των αγίων κτιτόρων τους, τα οποία συχνά ευωδιάζουν κι τιμούν με ολονύκτια παννυχίδα και παμμετεωρίτικη σύναξη την ιερή μνήμη τους.
6. 
7. Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Ι. Μ Σύρου, Τήνου, Μυκόνου
1. Αγίων Πάντων Κατακόμβων Μήλου
Ι ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ ΤΗΣ ΜΗΛΟΥ
Super User
3-4 λεπτά
________________________________________
•  
Στην περιοχή Κλήμα, μισό χιλιόμετρο από το χωριό Τρυπητή και σε ύψος 73 – 95 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, βρίσκονται οι περίφημες κατακόμβες στης Μήλου, μνημείο ορθοδοξίας, μοναδικής αξίας και ενδιαφέροντος. Σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική εντοπίζονται εβδομήντα τέσσερις κατακόμβες, αλλά της Μήλου, της Ρώμης και των Αγίων Τόπων θεωρούνται τα πιο σπουδαία ευρήματα των Πρώτων Χριστιανικών Χρόνων.
Η λέξη “κατακόμβη” πρωτοαπαντάται το 1872 στον Κυριάκο Αναστάσιο και έχει ρίζες λατινογενείς ή πιθανόν να προέρχεται από τη σύνθετη λέξη κατά + umbas = κοιλώματα ή κατά + tumbas ή από τη λέξη “κύμβη” και υποδηλώνει καθαγιασμένο τόπο με σκαμμένες εσοχές και κοιλώματα που χρησιμοποιούνται για τον ενταφιασμό των νεκρών.
    
Υπολογίζεται ότι από τον 1ο αιώνα μ.Χ. και ως το τέλος του 5ου αιώνα μ.Χ. οι κατακόμβες αποτέλεσαν τόπο τέλεσης λατρευτικής και λειτουργικής ζωής των πρώτων Χριστιανών.
Το αξιοθαύμαστο αυτό μνημείο αποτελείται από ένα σύμπλεγμα με τρεις κατακόμβες που απαρτίζεται από μεγάλους, χαμηλούς διαδρόμους, από άλλους πιο μικρούς που συνεχίζονται προς κάθε διάδρομο μα και από ένα νεκρικό θάλαμο. Οι τρεις κύριες στοές συγκοινωνούν μεταξύ τους με τεχνητούς διαδρόμους που κατασκευάστηκαν τον 20ο αιώνα.
Το μήκος των διαδρόμων αγγίζει – αθροιστικά – τα 185 μέτρα περίπου. Ποικιλία παρουσιάζεται ως προς το πλάτος, αφού σε κάποια σημεία είναι 1 μέτρο και σε κάποια άλλα φθάνει τα 5 μέτρα. Το ύψος ξεκινά από 1,70 μέτρα και φθάνει τα 2,5 μέτρα.
Στα τοιχώματα και το δάπεδο των διαδρόμων σώζονται 291 τάφοι, που έχουν διάφορες μορφές.
Στις πλευρές υπάρχουν λαξευμένοι τοξωτοί, γνωστοί ως αρκοσόλια, όπου ο αριθμός των ενταφιασμένων είναι από έναν έως επτά.
Υπάρχουν και οικογενειακοί τάφοι. Μετά την ταφή, μια πλάκα – συνήθως μαρμάρινη – σφράγιζε το άνοιγμα, ενώ στα σημεία επαφής πλάκας και πετρώματος, χρησιμοποιούνταν λάσπη. Οι τάφοι διακοσμούνται με φυτικά κοσμήματα και συμβολικές παραστάσεις, ενώ υπολογίζεται πως ανακαλύφθηκαν το 1843. Ερευνητές υποστηρίζουν πως στις κατακόμβες ενταφιάσθηκαν από 8.000 – 10.000 νεκροί, αλλά φαντάζει υπερβολικά μεγάλος αυτός ο αριθμός, έτσι λέγεται πως οι νεκροί πρέπει να είναι γύρω στους 2.000.
Η λαμπρή γιορτή των Αγίων Πάντων έχει καθιερωθεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος ως επίσημη γιορτή των Κατακομβών στις 25 και 265 Ιουνίου.
Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Οσία Πελαγία η Τηνία
ix8ys
5-6 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Η Πελαγία ήταν κόρη του παπά Νικηφόρου Νεγρεπόντη. Η μητέρα της ήταν από τον Τριπόταμο της Τήνου και άνηκε στην οικογένεια Φραγκούλη. Γεννήθηκε το 1752 μ.Χ. στο χωριό Κάμπο της Τήνου και το κοσμικό της όνομα ήταν Λούκια. Από διάφορα έγγραφα φαίνεται ότι είχε ακόμα τρεις αδελφές. Η οικογένειά της διακρινόταν για την αγνή πίστη και την προσήλωση στα θρησκευτικά ιδεώδη.
Λίγα χρόνια μετά τη γέννηση της Λουκίας ο πατέρας της πέθανε. Ήταν τότε 12 χρονών και έδειχνε σημάδια έντονης επιθυμίας να αφιερωθεί και να υπηρετήσει το θέλημα του Θεού. Οι δυσκολίες της ζωής έκαναν την μητέρα της να τη στείλει στον Τριπόταμο, στην κάπως πιο ευκατάστατη αδελφή της. Εκεί η Λούκια έμεινε τρία χρόνια και συχνά επισκεπτόταν την άλλη θεία της, που ήταν μοναχή στη Μονή Κεχροβουνίου. Ένοιωσε τότε επιτακτική την ανάγκη ν’ ακολουθήσει τον μοναχικό βίο και σε ηλικία 15 χρονών μπήκε στο Μονστήρι σαν δόκιμη, υπό την επίβλεψη της θείας της μοναχής Πελαγίας. Όταν ήλθε η ώρα έγινε και η ίδια μοναχή με το όνομα Πελαγία.
Ως μοναχή αφοσιώθηκε με ψυχή και σώμα στην λατρεία του Θεού και στην ανακούφιση των πασχόντων. Η αγνότητα της ψυχής της, η οσιότητα της ζωής της, η αυταπάρνηση της, η μυστική ζωή της κι ο πόθος της για λύτρωση συντέλεσαν ώστε η μοναχή Πελαγία να γίνει το «σκεύος εκλογής» για ν’ αποκαλυφθεί σ’ αυτήν η Παναγία για την εύρεση της Αγίας εικόνας της στον αγρό του Δοξαρά στην πόλη της Τήνου (30 Ιανουαρίου 1823 μ.Χ.), γεγονός που έμελλε να κάμει την Τήνο ιερό νησί και να κατατάξει την Πελαγία μεταξύ των Αγίων. Το γεγονός δε αυτό συνέβη όταν η Όσια ήταν 73 χρόνων και αρχιερέας Τήνου ήταν ο Γαβριήλ.
Η Οσία Πελαγία έκανε, με τις πρεσβείες της Παναγίας και τη χάρη του Θεού, αρκετά θαύματα πριν και μετά τον θάνατο της, ο όποιος ήλθε στις 28 Απριλίου 1834 μ.Χ. και τάφηκε στο ναό των Ταξιαρχών του μοναστηριού.
Το 1973 μ.Χ. όμως, κτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός στο όνομα της, όπου φυλάσσεται και προσκυνείται η αγία κάρα της σήμερα. Ανακηρύχτηκε αγία με Συνοδική Πατριαρχική Πράξη στις 11 Σεπτεμβρίου 1970 μ.Χ. και η μνήμη της ορίστηκε να τιμάται στις 23 Ιουλίου, την ήμερα δηλαδή του οράματος της.
ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΕΣΕΩΣ
Η εύρεση της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας, έγινε ύστερα από όραμα της Αγίας Πελαγίας.
Την Κυριακή 9 Ιουλίου 1822μ.Χ. βλέπει στον ύπνο της μία μεγαλοπρεπή κυρία με φωτοστέφανο, η οποία της εξηγεί πόσο υπέφερε θαμμένη τόσα χρόνια κάτω από το χώμα. Της ζήτησε όταν ξημερώσει να επισκεφθεί τον επίτροπο εσωτερικών υποθέσεων της Μονής και να του ανακοινώσει την επιθυμία της να αποκαλυφθεί το ερειπωμένο θαμμένο μέγαρό της στον αγρό του Αντ. Δωξαρά.
Όταν ξύπνησε κατάλαβε ότι η κυρία ήταν η Θεοτόκος και ότι το μέγαρο ήταν προφανώς ο Ναός Της. Της γεννήθηκαν όμως αμφιβολίες για το κατά πόσο μπορεί κάτι τέτοιο να συμβαίνει σε εκείνη την άσημη ταπεινή και το πώς θα έπρεπε να υποφέρει τους χλευασμούς και τις κοροϊδίες του δύσπιστου κόσμου. Έτσι αποφάσισε να μην αναφέρει τίποτα.
Την επόμενη Κυριακή 16 Ιουλίου 1822 μ.Χ., εμφανίζεται και πάλι στον ύπνο της η ίδια Κυρία δίνοντας και πάλι την ίδια παραγγελία. Η Πελαγία δεν είχε πλέον καμία αμφιβολία ότι ήταν η εκλεκτή από την Θεοτόκο, αλλά και πάλι την απέτρεψαν οι αμφιβολίες.
Όταν και την τρίτη Κυριακή 23 Ιουλίου 1822 μ.Χ. εμφανίζεται στον ύπνο της με στεναχωρημένο, αλλά αυστηρό ύφος ζητώντας εξηγήσεις για την αγνόηση της παραγγελίας της, η Πελαγία αποφασίζει πλέον να προχωρήσει χωρίς να ολιγωρήσει.
Την ίδια μέρα η Πελαγία κατέφυγε στην Ηγουμένη η οποία γνωρίζοντας τον ενάρετο βίο της την πίστεψε και επισκέφθηκε τον επίτροπο. Ο επίτροπος με την σειρά του ειδοποίησε με την συνοδεία της Πελαγίας τον Μητροπολίτη της Τήνου ο οποίος προσκαλεί τον λαό της Τήνου στον Μητροπολιτικό ναό των Ταξιαρχών, παρακαλώντας τον να συνδράμουν για τον σκοπό αυτό σε χρήμα ή και σε εργασία.
Ο λαός πρόθυμα άρχισε τις ανασκαφές στις αρχές Σεπτεμβρίου 1822 μ.Χ. από τις οποίες αποκαλύφθηκαν ο αρχαίος ναός του Διονύσου και ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ωστόσο δεν βρέθηκε κανένα ίχνος εικόνας πράγμα που επισκίασε το θετικό κλίμα και οδήγησε τον κόσμο σιγά, σιγά στην εγκατάλειψη του εγχειρήματος. Η Πανώλη θέριζε εκείνη την εποχή, πράγμα που ο επίτροπος το θεώρησε θεία τιμωρία.
Σε συνεργασία πάλι με τον Μητροπολίτη Τήνου συγκαλούν και πάλι τον λαό της Τήνου με την ίδια έκκληση ορίζοντας επιπλέον και μια επιτροπή ελέγχου του έργου. Όσο οι εργασίες δεν έφερναν αποτέλεσμα, ο λαός χλεύαζε και κατηγορούσε την Πελαγία ως ονειροπόλα.
Με δάκρια στα μάτια η Πελαγία ζητά την βοήθεια της Παναγίας, η οποία της αποκαλύπτει πλέον το ακριβές σημείο στο οποίο ήταν θαμμένη η εικόνα Της.
Στις 30 Ιανουαρίου 1823 μ.Χ., μετά από την υπόδειξη της εν λόγω θέσης, η αξίνα του Δημ. Βλάσση προσκρούει στο θαυματουργό εικόνισμα!

2. Όσια Μεθόδια Κιμώλου
Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Οσία Μεθοδία της Κιμώλου
ix8ys
2 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Η Οσία Μεθοδία της Κιμώλου γεννήθηκε στο νησί Κίμωλος στις 10 Νοεμβρίου 1865 μ.Χ., από γονείς ευσεβείς. Ο πατέρας της ονομαζόταν Ιάκωβος Σάρδης και η μητέρα της Μαρία. Είχαν τρεις γιους και πέντε θυγατέρες, από τις όποιες η δεύτερη ήταν η Ειρήνη η μετέπειτα Μεθοδία.
Η Άγια από μικρή είχε κλίση προς τα θεία και πάντα σύχναζε στην Εκκλησία. Όταν ήλθε σε κατάλληλη ηλικία, για να μη λυπήσει τους γονείς της, παντρεύτηκε έναν ναυτικό στο επάγγελμα. Αν και παντρεμένη, ο ζήλος της προς την εκκλησία παρέμεινε αμείωτος. Κάποτε όμως ο άντρας της, σε κάποιο του ταξίδι, ναυάγησε κοντά στη Μικρά Ασία και δεν ξαναγύρισε στην Κίμωλο. Τότε η Ειρήνη έγινε μοναχή στο ναό της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Κίμωλο, από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Σύρου Μεθόδιο μετονομασθείσα αντί Ειρήνης, Μεθοδία. Η χαρά της ήταν μεγάλη και ακολούθησε τα ευαγγελικά προστάγματα του Κυρίου με όλη της την ψυχή. Οι ασκητικοί της αγώνες ήταν μεγάλοι και αποτελούσε ζωντανό παράδειγμα για όλους. Η φήμη της μεγάλης της αρετής διαδόθηκε παντού και πλήθος γυναικών πήγαιναν να τη συναντήσουν, προκειμένου να βρουν πνευματικό καταφύγιο και λιμάνι από τις τρικυμίες της ζωής. Ο λόγος της Αγίας ήταν δροσιά και ίαμα στις ταλαιπωρημένες ψυχές. Επίσης η Μεθοδία, εκτός των άλλων χαρισμάτων, αξιώθηκε από τον Θεό και το χάρισμα να κάνει θαύματα.
Έτσι άγια αφού έζησε σ’ όλη της τη ζωή, απεβίωσε ειρηνικά την Κυριακή 5 Οκτωβρίου 1908 σε ηλικία 43 ετών.
Θέλετε να μοιραστείτε αυτό το άρθρο;
3. Άγιος Χαράλαμπος Κέας
ου Αγίου Χαραλάμπους σήμερα – Η άγνωστη ιστορία του προστάτη των πασχόντων από λοιμώδεις νόσους
Κωνσταντίνα Ντουντούμη
5-6 λεπτά
________________________________________
Ο Άγιος Χαράλαμπος υπήρξε Ιερομάρτυρας της Χριστιανοσύνης. Η μνήμη του εορτάζεται σε Ανατολή και Δύση στις 10 Φεβρουαρίου. Την ημέρα αυτή γιορτάζουν όσοι και όσες φέρουν τα ονόματα Χαραλάμπης, Χαραλαμπία και Χαρίλαος.
Σύμφωνα με τους συναξαριστές, ο Χαραλάμπος γεννήθηκε και έζησε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, επί αυτοκράτορος Σεπτιμίου Σεβήρου (192-211). Όταν ο ρωμαίος αυτοκράτορας εξαπέλυσε απηνείς διωγμούς κατά των Χριστιανών, ο Χαράλαμπος, που ήταν τότε ιερέας, συνελήφθη με διαταγή του έπαρχου Λουκιανού. Ο ίδιος ο Λουκιανός τον υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια για να αρνηθεί την πίστη του. Όταν ο Χαράλαμπος διακήρυξε με παρρησία την πίστη του, ο Λουκιανός προσπάθησε με το ξίφος του να πληγώσει το σώμα του. Όμως, ως εκ θαύματος, το χέρι με το οποίο κρατούσε το ξίφος αποκόπηκε κι έμεινε κρεμασμένο στο σώμα του Χαράλαμπου.
Τότε, ο Άγιος προσευχήθηκε και το χέρι του Λουκιανού συγκολλήθηκε στο σώμα του. Βλέποντας αυτό το θαύμα, πολλοί από τους παρισταμένους πίστεψαν στον αληθινό Θεό, ανάμεσά τους οι δήμιοι Βάπτος και Πορφύριος, οι οποίοι συνεορτάζονται με τον Άγιο Χαράλαμπο στις 10 Φεβρουαρίου. Ταπεινωμένος, ο Λουκιανός διέταξε τον αποκεφαλισμό του Χαράλαμπου, αφού πρώτα τον διαπόμπευσε δια μέσου της πόλης.
Στον Άγιο αποδίδονται δύο θαύματα: Η διάσωση της Ζακύνθου από την πανούκλα το 1728 και η αποτροπή πυρπόλησης των Φιλιατρών από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στις 19 Ιουλίου του 1944, όταν ο Άγιος παρουσιάστηκε στον ύπνο του διοικητή τους και του άλλαξε γνώμη.
Τμήματα των λειψάνων του Αγίου Χαραλάμπη φυλάσσονται στη μονή του Αγίου Στεφάνου στα Μετέωρα και στον ομώνυμο ναό των Θεσπιών Βοιωτίας. Στον Άγιο αποδίδονται δύο θαύματα: Η διάσωση της Ζακύνθου από την πανούκλα το 1728 και η αποτροπή πυρπόλησης των Φιλιατρών από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στις 19 Ιουλίου του 1944, όταν ο Άγιος παρουσιάστηκε στον ύπνο του διοικητή τους και του άλλαξε γνώμη. Ο Άγιος Χαράλαμπος είναι πολιούχος της Πρέβεζας, του Πύργου Ηλείας, των Φιλιατρών και της Κέας, καθώς και προστάτης των πασχόντων από λοιμώδεις νόσους και των μαρμαράδων.
Ο Άγιος Χαράλαμπος, ο προστάτης των λοιμωδών νόσων
Ο Άγιος Χαράλαμπος σε πολλά μέρη της Ελλάδος τιμάται, διότι είναι προστάτης από των λοιμωδών νόσων και ιδίως από την πανούκλα. Γι’ αυτό και ο Άγιος απεικονίζεται πατώντας την πανώλη, η οποία παρουσιάζεται, σαν ένα τερατόμορφο γύναιο που ξερνάει καπνούς από το στόμα. Γι’ αυτό του έδωσε ο Θεός την χάριν αυτήν. Σε πολλές εικόνες ο άγιος απεικονίζεται να ποδοπατεί την πανούκλα που είναι με τη μορφή μιας αποκρουστικής γυναίκας που βγάζει καπνούς από το στόμα της. Σε άλλες εικόνες ο άγιος κρατεί από τα μαλλιά ένα μαύρο δαίμονα, προσωποποίηση της πανούκλας.  Σε άλλες υπάρχει δίπλα στον άγιο μια φράση “ΛΥΜΗΣ ΟΛΕΘΡΟΥ ΛΙΣΣΟΜΑΙ ΣΟΙ ΠΑΜΜΕΔΩΝ ΤΟΥΣ ΤΙΜΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΡΕΕΙΝ ΑΝΩΤΕΡΟΥΣ” Είναι η ικεσία- μεσιτεία του αγίου προς το Θεό για την προστασία των πιστών από την αρρώστια. “Θεέ Παντοκράτορα, σε ικετεύω να διαφυλάττεις τους πιστούς, που με τιμούν, άτρωτους από τη συμφορά της αρρώστιας.
Ήτανε μεγάλη η υπηρεσία, που προσέφερε ο Άγιος στους γεωργούς τότε που δεν υπήρχαν κτηνίατροι, τα δε βόδια ήτανε αναγκαιότατα στην οικογένεια.Παλαιότερα οι ζευγολάτες, την παραμονή της γιορτής του Αγίου ανάβανε στα σπίτια τους κοντά στο τζάκι μια μεγάλη λαμπάδα από καθαρό κηρί εις μνήμην του Αγίου και καιγότανε όλη την νύχτα. Το δε πρωί πηγαίνανε πρόσφορο στην Εκκλησία για να λειτουργηθή. Και όλα αυτά για να φυ¬λάξη ο Άγιος Χαράλαμπος τα βόδια του γερά καθ’ όλη τη χρονιά.
Είναι προστάτης και όλων των ζώων. Γι’ αυτό στη Κρήτη οι τσοπάνηδες, όταν τα ζωντανά τους δεν πάνε καλά, τον παρακαλούνε να τα θεραπεύση. Στην Πρέβεζα ο Άγιος Χαράλαμπος είναι πολιούχος. Στην Εικόνα του κρεμάνε πλήθος αφιερωμάτων. Από τα αφιερώματα χαρακτηριστικό είναι ένα πουκαμισάκι που κατασκευάζεται από πανί. Αυτό γίνεται σε μια μέρα!. Γι’ αυτό λέγεται και μονομερίτικο…
Αυτό συμβαίνει ως εξής: Κάποια νύχτα συγκεντρώνονται σ’ ένα σπίτι μερικές γυναίκες, όπου γνέθουν και υφαίνουν βαμβάκι. Μ’ αυτό το ύφασμα, που γίνεται σε μια μέρα φτιάχνουν το πουκαμισάκι. Το αφιέρωμα αυτό ξεκινάει από ένα γεγονός που αναφέρεται στην θαυματουργή δράση του Αγίου. Κάποτε τον Άγιο Χαράλαμπο τον επισκέφθηκαν χωρικοί που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους κι’ έτρεξαν κοντά του γιατί η πανώλη τους θέριζε καθημερινώς. Από ευγνωμοσύνη δε διότι ο Άγιος στάθηκε προστάτης τους, του έκαναν δώρο ένα πουκάμισο που γνέθηκε και πλέχθηκε από βαμβάκι και ράφτηκε μέσα σε μια μέρα…
http://www.orthodoxostypos.gr/
Τετάρτη, 10 Φεβρουάριος, 2016 σ
Άγιος Ιγνάτιος ο Κύθνιος
Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Άγιος Ιγνάτιος Επίσκοπος Μαριουπόλεως
ix8ys
5-7 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Άγιος Ιγνάτιος γεννήθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα μ.Χ. στο νησί Θέρμη. Μάλλον πρόκειται για το νησί των Κυκλάδων Κύθνο, που ονομαζόταν και Θερμιά, λόγω των εκεί θερμών ιαματικών πηγών. Ήταν γόνος της γνωστής και ευσεβούς οικογενείας Γεζεδινού.
Νέος μετέβη στο Άγιον Όρος, στη μονή Βατοπαιδίου. Εκεί μόναζε και ένας κοντινός συγγενής του. Αγαπώντας ολόκαρδα τη μοναχική πολιτεία, εγκατέλειψε κάθε κοσμική ματαιότητα και εκάρη μοναχός με το όνομα Ιγνάτιος. Αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας.
Για την αρετή του κλήθηκε να ποιμάνει ένα απομακρυσμένο ποίμνιο, που βρισκόταν κάτω από σκληρό ταταρικό ζυγό. Το 1769 μ.Χ. χειροτονήθηκε επίσκοπος Γκοτφέϊ και Κεφάϊ της Κριμαίας. Χαρακτηρίζεται ως καλοκάγαθος και ακαταπόνητος ιεράρχης, που κατέκτησε την αγάπη και τον σεβασμό του ταλαιπωρημένου ποιμνίου του. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως του έδωσε για την καλή διακονία του, τον τίτλο του αρχιεπισκόπου και τον έκανε μέλος της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Οι σύγχρονοι του τον χαρακτηρίζουν ως άνδρα, τίμιο, ευσεβή, ηθικό, ταπεινό, αγνό, άγρυπνο. Είχε ήρεμη εξωτερική όψη, αγγελική συμπεριφορά, ήταν έμπειρος στις εκκλησιαστικές υποθέσεις, και είχε φυσικά ταλέντα και πολλές ικανότητες. Με τα προσόντα αυτά έμελλε να γίνει ο νέος Μωϋσής υπόδουλου ποιμνίου του. Πραγματοποίησε το δύσκολο και μεγάλο έργο της εξόδου των Ορθοδόξων Ελλήνων από την Κριμαία, που ήταν υπό τον ζυγό των Τατάρων, στη χριστιανική γη της Αζοφικής, που βρισκόταν υπό τη ρωσική κυριαρχία. Προσευχόμενος με δάκρυα στον Θεό για τον κατατρεγμό του ποιμνίου του επί έτη, αποφάσισε την αναχώρηση. Είχε συνειδητοποιήσει καλά τον άμεσο κίνδυνο των Ορθοδόξων χριστιανών από πνευματική και φυσική εξόντωση. Άρχισε μυστικές συνομιλίες με τη ρωσική κυβέρνηση και πέτυχε να καταλογραφηθούν οι χριστιανοί της Κριμαίας Ρώσοι υπήκοοι.
Μετά από τη Θεία Λειτουργία της 23 Απριλίου 1778 μ.Χ. στη σπηλαιώδη εκκλησία της Σκήτης Κοιμήσεως της Θεοτόκου κάλεσε τους πιστούς να ετοιμασθούν για την έξοδό τους από τη γη της δουλείας και της μακροχρόνιας ταπεινώσεως. Έμπιστοι άνθρωποι ανήγγειλαν σε όλους τους πιστούς της χερσονήσου την ακριβή αναχώρηση. Οι ταταρικές αρχές δεν έμαθαν τίποτε για το επικείμενο γεγονός, και έτσι δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν τα πλήθη. Αναγκάσθηκαν να αφήσουν τις περιουσίες τους, τις οικίες και τα κτήματά τους, τις εκκλησίες και τους πατρογονικούς τάφους. Τον Ιούνιο του 1778 μ.Χ. άρχισε η μεγάλη και δύσκολη πορεία. Βαστούσαν την εικόνα της Παναγίας του Μπαχτσισαράϊ πού τους προστάτευε. Πνευματικός τους ηγέτης ήταν ο επίσκοπος Ιγνάτιος. Περίπου 50.000 Έλληνες εγκατέλειψαν την τουρκοταταροκρατούμενη Κριμαία. Για το θάρρος, την τόλμη, την ανδρεία και τον άθλο του η αυτοκράτειρα Αικατερίνη απένειμε στον γενναίο και σοφό ιεράρχη το υψηλό παράσημο• «το αδαμάντινο εγκόλπιο της Παναγίας. Με τις προσευχές του καλού και πιστού ποιμένος τους οι πρόσφυγες ξεπέρασαν πολλές δυσκολίες, ελλείψεις και ασθένειες της μακράς πορείας τους. Όταν παρουσιάσθηκε μία άγνωστη, φοβερή επιδημία κατά την οδοιπορία, ο άγιος ιεράρχης προσευχήθηκε θερμά στον άγιο Χαράλαμπο τον θαυματουργό, ο οποίος του εμφανίσθηκε σε όραμα, και συνέδραμε τον λαό».
Στη ρωσική ακτή της Αζοφικής, όπου εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες με την ευλογία του μητροπολίτου Ιγνατίου, θεμελιώθηκε η μεγάλη και ωραία πόλη Μαριούπολη, που αφιερώθηκε στην Παναγία και είχε γύρω της 23 ελληνικά χωριά. Στη Μαριούπολη δημιουργήθηκε νέα μητρόπολη υπό την πνευματική εποπτεία του σεβάσμιου ιεράρχη, που τώρα υπαγόταν στην Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία. Πρωταρχική μέριμνα του μητροπολίτου Ιγνατίου ήταν η συνεχής πνευματική καθοδήγηση του ποιμνίου του. Οι δυσκολίες και τα προβλήματα του νέου τόπου, Οι συχνές επιθέσεις των Τούρκων για την επιστροφή των κατοίκων στον χώρο από τον όποιο αναχώρησαν, τους έκαναν φοβισμένους και ταραγμένους, με αποτέλεσμα να διαμαρτύρονται μερικές φορές και στον ιεράρχη τους για τις πολλές δοκιμασίες τους.
Ο άγιος επίσκοπος δεν πτοήθηκε ούτε κάμφθηκε, αλλά θυμήθηκε την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο της δουλείας και τις συνεχείς κατηγορίες τους στον ελευθερωτή και αρχηγέτη τους θεόπτη Μωϋσή. Ο πιστός δούλος του Θεού Ιγνάτιος αγάπησε τον Θεό με όλη του την καρδιά, την ισχύ και τη διάνοια, και υπόμενε τους πιστούς του και τους δικαιολογούσε, γιατί είχαν περάσει μαρτυρική ζωή, ενώ μερικοί πόνοι τους συνεχίζονταν. Συνήθιζε να λέει: «Διά της Εκκλησίας και από την Εκκλησία πηγάζει η ουράνια ευλογία και είναι προφανής η επιτυχία σε όλα τα ανθρώπινα έργα και επιτηδεύματα». Έτσι όλα τα αντιμετώπιζε με προσευχή, υπομονή και πραότητα.
Μένοντας σε πέτρινο κελλί, που είχε κτίσει ο ίδιος, 6,5 χιλιόμετρα έξω από τη Μαριούπολη, στις 3 Φεβρουαρίου 1786 μ.Χ. παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στον Πλάστη του, ύστερα από δύο εβδομάδων ασθένεια. Ετάφη στον πρώτο ναό της Μαριούπολης, τον Άγιο Χαράλαμπο. Ο τάφος του έγινε αργότερα μεγάλο προσκύνημα. Οι ευσεβείς κάτοικοι τιμούσαν ευγνώμονα τον άγιο πνευματικό τους πατέρα, πού τους είχε γίνει ελευθερωτής. Το 1936 μ.Χ., μετά την επικράτηση του φοβερού αθεϊστικού καθεστώτος, ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους καταστράφηκε. Τότε άνοιξαν τον τάφο του αγίου, όπου βρέθηκε άφθορο το τίμιο λείψανό του. Αργότερα το μετέφεραν αλλού. Κατά την απελευθέρωση της Μαριούπολης η πόλη κάηκε από τους Γερμανούς και μαζί της τα λείψανα του αγίου. Έτσι εκπληρώθηκε η προφητεία του αγίου, που έλεγε ότι το σώμα του θα καεί μαζί με την πόλη. Ένα μέρος όμως των οστών του σώθηκε και σήμερα φυλάγονται στον ναό του Αγίου Γεωργίου Μαριούπολης.
Το 1977 μ.Χ. αναγνωρίσθηκε άγιος από την Ορθόδοξη Ουκρανική Εκκλησία.

Ι. Μ Τρίκκης
1. Άγιος Βησσαρίωνας πολιούχος
ρθόδοξος Συναξαριστής :: Άγιος Βησσαρίων Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης
ix8ys
5-6 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Άγιος Βησσαρίων γεννήθηκε στην Πόρτα Παναγιά Τρικάλων το 1490 μ.Χ., λίγα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους. Αν και οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες, γαλουχήθηκε και ανατράφηκε από τους ευλαβείς γονείς του με τα ιερά νάματα της αγίας πίστεώς μας και τα ιδεώδη του Γένους μας σε ένα γεμάτο θεοσέβεια οικογενειακό περιβάλλον.
Από την νεανική του ηλικία διακρινόταν για την ευφυΐα και τη σύνεσή του αλλά και για την ευθύτητα του χαρακτήρος του, την αγνότητα και σωφροσύνη του, την ταπεινοφροσύνη και την βαθειά πίστη του, την απέραντη αγάπη του.
Από πολύ μικρός εκδήλωσε την κλίση του προς τον μοναχισμό. Σε ηλικία μόλις 10 ετών έγινε υποταχτικός (καλογεροπαίδι) στον μητροπολίτη Λαρίσης Μάρκο, που τον χειροτόνησε διάκονο και πρεσβύτερο. Το έτος 1517 μ.Χ. εκλέγεται επίσκοπος Ελασσώνος και το 1521 μ.Χ. αναλαμβάνει την διοίκηση της επισκοπής Σταγών. Το Μάρτιο του 1527 μ.Χ. αναβιβάζεται στον θρόνο της Μητροπόλεως Λαρίσης, κατέχοντας παράλληλα, μέχρι τον Αύγουστο 1529 μ.Χ., ως «τοποτηρητής», και την επισκοπή Σταγών, και ακτινοβολεί με την αγιότητα της ζωής του και την καταπληκτική αγαθοεργό δράση του, ενώ συγχρόνως υπομένει με θαυμαστή ανεξικακία συκοφαντίες και σκληρές δοκιμασίες στις οποίες έλαμψε «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ».
Ο Άγιος Βησσαρίων ως ιεράρχης επιτέλεσε γενικότερα σημαντικότατο έργο, ποιμαντικό, κοινωνικό, φιλανθρωπικό. Έτσι κέρδισε τις ψυχές των χριστιανών και αναδείχτηκε μεγάλη θρησκευτική και κοινωνική προσωπικότητα. Συγκεκριμένα εξαγόρασε και απελευθέρωσε πολλούς αιχμαλώτους, επίσης έδειξε ιδιαίτερη φροντίδα για την προστασία και ανακούφιση φτωχών, γυμνών και πεινασμένων.
Ο Άγιος Βησσαρίων, παρά τους χαλεπούς χρόνους της εποχής του, αποδείχτηκε και ένας πολύδραστος «υπουργός κοινωνικών έργων». Με προσωπική του επίβλεψη και πρωτοβουλία χρηματοδότησε και κατασκεύασε μια μεγάλη σειρά από πολύτιμα και δύσκολα κοινωφελή έργα, όπως εκκλησίες, δρόμους και κυρίως γεφύρια, μία ακόμη μαρτυρία της ανεκτίμητης κοινωνικής προσφοράς της εκκλησίας μας σε κάθε εποχή και τόπο. Για την εξοικονόμηση των αναγκαίων χρημάτων ο Άγιός μας έκανε πολλά και μακρινά ταξίδια, μέχρι τα Βαλκάνια, την Ουγγαρία και Τσεχοσλοβακία. Ως γεφυροποιός εμπνεύστηκε αρκετά γεφύρια: στον Πορταϊκό ποταμό της ιδιαίτερης πατρίδας του Πόρτας Παναγιάς, στη Σαρακίνα της Καλαμπάκας, Πηνειός ποταμός (και με τα δύο επικοινωνεί η πεδινή Θεσσαλία με την ορεινή),τη γέφυρα Κοράκου στον Αχελώο (που συνδέει Θεσσαλία με Ήπειρο), το πρώτο γιοφύρι της Πλάκας (που ενώνει Τζουμέρκα με Άρτα και Γιάννενα).
Για την ψυχική γαλήνη έκτισε στον Κόζιακα την μονή του Σωτήρος των Μεγάλων Πυλών (Δουσίκου), μεταξύ των ετών 1527 – 1534/35 μ.Χ., και στα ερείπια παλιάς ομώνυμης. Η εν λόγω μονή ανεγέρθηκε πάλι εκ βάθρων από τον ανεψιό του Αγίου Βησσαρίωνος και νέο κτήτορα Νεόφυτο Β΄ Λαρίσης κατά την περίοδο 1550 – 1552/57 μ.Χ., τοιχογραφήθηκε δε από τον δεξιοτέχνη ζωγράφο Τζιόρτζη (1557 μ.Χ.) και διατηρείται μέχρι σήμερα σε άριστη κατάσταση.
Έγραψε τρεις διαθήκες και καθιέρωσε το άβατο της μονής Δουσίκου για τις γυναίκες, που τηρείται μέχρι σήμερα με μεγάλη ευλάβεια.
Στις 13 (ή 15) Σεπτεμβρίου 1540 μ.Χ., ημέρα Δευτέρα παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, υμνούμενος από τότε ως Άγιος και θαυματουργός. Οι ασθένειες που κατ’ εξοχήν θεραπεύει ο Άγιος Βησσαρίων είναι η δυσεντερία, η ευλογιά, η οστρακιά και προπαντός η πανούκλα. Γιατρεύει και αρρώστιες ζώων, φονεύει ακρίδες, καταπαύει την τρικυμία της θάλασσας, συντελεί στην εφορεία της γης. Η ευωδιάζουσα Τιμία Κάρα Του φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Του.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 15 Σεπτεμβρίου, με ιδιαίτερη ευλάβεια και μεγαλοπρέπεια, στη μονή του, στην Πύλη, στην Καλαμπάκα· στα Τρίκαλα λιτανεύεται η τιμία κάρα του πανηγυρικά την Κυριακή της Σαμαρείτιδος. Τα πρώτα υμνογραφικά και συναξαριογραφικά κείμενά του γράφτηκαν πολύ νωρίς από τον Παχώμιο Ρουσάνο (1552 μ.Χ.).
Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, υπήρξε και άλλος Βησσαρίων αρχιεπίσκοπος Λαρίσης που έζησε πριν τον συγκεκριμένο Άγιο.
Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ΄. Κανόνα πίστεως.
Τῆς Πύλης τό βλάστημα, τῆς Θεσσαλίας φωστήρ, τῆς Τρίκκης τό σέμνωμα καί τῶν θαυμάτων πηγή, ἐδείχθης τρισόλβιε. Πᾶσαν δοκιμασίαν ἐν Χριστῷ ὑπομείνας, δόξῃ ἠγλαϊσμένος σύν ἀγγέλοις ἀγάλλῃ. Ἅγιε Βησσαρίων πανάριστε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τόν ποιμένα Λαρίσης καί Τρικκαίων τόν ἔφορον, τόν θαυματουργόν Ἱεράρχην, τοῦ Χριστοῦ Βησσαρίωνα, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις οἱ πιστοί· ἰάσεις γάρ πηγάζει δαψιλεῖς, καί λυτροῦται νοσημάτων φθοροποιῶν τούς εὐσεβῶς κραυγάζοντας. Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι λαμπρῶς, δόξα τῷ σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
2. Άγιος Νικόλαος εκ Μετσόβου
3. Βιογραφία
Ο Νεομάρτυς Νικόλαος Μπασδάνης ή Βλαχονικόλας ή Εξηντατρίχης, όπως αλλιώς ονομάζεται, γεννήθηκε στο Μέτσοβο της Ηπείρου από φτωχούς, αλλά πολύ πιστούς γονείς. Έζησε σε μια περίοδο δύσκολη και ταραγμένη, αφού μετά την αποτυχία των επαναστατικών κινημάτων του Μητροπολίτου Τρίκκης Διονυσίου του Φιλοσόφου (βλέπε 10 Οκτωβρίου), οι διώξεις και οι πιέσεις των Μουσουλμάνων κατά των χριστιανών, είχαν φτάσει στο αποκορύφωμά τους.
4. Σε νεαρή ηλικία πήγε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας, όπου εργαζόταν σε τούρκικο αρτοποιείο. Ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα, οι Τούρκοι, χρησιμοποιώντας τρομοκρατικές μεθόδους, τον ανάγκασαν να εξισλαμιστεί. Όταν όμως ο Νικόλαος συνειδητοποίησε το μεγάλο χριστιανικό και εθνικό του ολίσθημα, επέστρεψε στο Μέτσοβο, όπου ζούσε χριστιανικά.
5. Η φτώχεια όμως, και οι δύσκολες συνθήκες διαβιώσεως, που επικρατούν αυτή την περίοδο στο Μέτσοβο, αναγκάζουν τον Νικόλαο να ξαναπάει στα Τρίκαλα, για να πουλήσει δαδί. Εκεί, έγινε αντιληπτός από κάποιον Τούρκο κουρέα, που γειτόνευε με τον αρτοποιό, στον οποίο εργαζόταν ο Άγιος. Ο Τούρκος κουρέας συλλαμβάνει τον Νικόλαο, τον σέρνει βίαια στον δρόμο, και τον βρίζει δημόσια, γιατί πρόδωσε το Ισλάμ, και έγινε πάλι χριστιανός. Ο Νικόλαος, επειδή φοβήθηκε τις συνέπειες, έδωσε στον Τούρκο κουρέα το φόρτωμα του δαδιού και δεσμεύτηκε μαζί του να του φέρνει κάθε χρόνο από ένα φόρτωμα δαδί. Μετά την συμφωνία αυτή, ο Τούρκος άφησε ελεύθερα τον Νικόλαο.
6. Επιστρέφοντας στο Μέτσοβο ο Νικόλαος, έκανε αυστηρή αυτοκριτική, και συνειδητοποίησε ότι οι συνεχείς αυτές πνευματικές πτώσεις, και οι ένοχοι συμβιβασμοί, δεν αποτελούν γνωρίσματα των γνησίων μαθητών του Ιησού. Τότε, πήρε την μεγάλη απόφαση να μην ξανασυμβιβαστεί σε θέματα πίστεως, και αν χρειαστεί, να θυσιάσει και αυτήν ακόμη την ζωή του στον βωμό της αγάπης του Χριστού. Αυτές οι μεταπτώσεις, όσο απλές και αν φαίνονται, είναι ωστόσο αρκετά δραματικές, και παρουσιάζουν τον ψυχογραφικό πίνακα ενός ανθρώπου, που πορεύεται από την ομιχλώδη ατμόσφαιρα προς το φως. Στην περίπτωση του Νικολάου, παρακολουθούμε την διαλεκτική πορεία μιας ψυχής, που ανακαλύπτει κλιμακωτά τον εαυτό της. Γι αυτ’ο και συγκινεί ιδιαίτερα τις αδύνατες, ασθενικές ψυχές μας. Είναι μια μορφή, που ζητάει τον Ευριπίδη της Ορθοδοξίας.
7. Με αυτοπεποίθηση ο Νικόλαος πηγαίνει στον πνευματικό του για να εξομολογηθεί τα κρίματά του και να φανερώσει σ’ αυτόν τους μελλοντικούς του στόχους. Ο έμπειρος όμως πνευματικός, έχοντας υπόψη του την συναισθηματική αστάθεια του Νικολάου, τον συμβουλεύει να αφήσει προς το παρόν τους υψηλούς αυτούς στόχους, επειδή φοβόταν μην υποπέσει σε δεύτερη άρνηση της πίστεως. Ο Νικόλαος όμως μένει σταθερός στην μεγάλη του απόφαση. Ο πνευματικός, βλέποντας το σταθερό και αμετακίνητο φρόνημα του Νικολάου, τον ευλόγησε και τον άφησε να πορευτεί στο μαρτύριο.
8. Με την ευχή του πνευματικού του, ο Νικόλαος μεταβαίνει για άλλη μια φορά στα Τρίκαλα με την απόφαση να δώσει αυτή την φορά, την καλήν μαρτυρίαν Ιησού Χριστού. Εκεί τον αντιλαμβάνεται ο Τούρκος κουρέας, ο οποίος εκνευρισμένος τον ρωτάει για το δαδί, που του είχε υποσχεθεί. Στην αρνητική απάντηση του Νικολάου, ο κουρέας τον καταγγέλλει στους Τούρκους της γειτονιάς, οι οποίοι με βίαιο τρόπο τον φέρνουν στο τούρκικο κριτήριο με βασική κατηγορία την αλλαξοπιστία. Στις ερωτήσεις και απειλές των Τούρκων δικαστών, ο Νικόλαος απαντάει: «Χριστιανὸς ἐγεννήθην καὶ Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ ἀποθάνω». Μη μπορώντας να τον μεταπείσουν με την πειθώ, χρησιμοποιούν την βία, η οποία μεταφράζεται σε άγριους ξυλοδαρμούς, σκόπιμη στέρηση της τροφής και του νερού, σαδιστικές και απάνθρωπες ενέργειες. Τέλος, τον ρίχνουν σε σκοτεινή φυλακή, όπου για πολλές μέρες τον ταλαιπωρούν με πείνα, δίψα και διάφορα βασανιστήρια. Αλλά ο Νικόλαος τα υποφέρει όλα με θαυμαστή πίστη και υπομονή.
9. Για δεύτερη φορά, τον παρουσιάζουν στο άνομο κριτήριο, όπου και πάλι ο Νικόλαος, εκήρυξε μεγαλοφώνως τον Χριστόν, πως είναι Θεός αληθινός και Αυτόν πιστεύει και δεν τον αρνείται πώποτε.
10. Οι Τούρκοι δικαστές, βλέποντας την αμετάκλητη γνώμη του Νικολάου, παίρνουν την απόφαση να τον ρίξουν στην φωτιά. Με εντολή τους ανάβεται μεγάλη πυρκαΐα στην κεντρική αγορα των Τρικάλων, πάνω στην οποία με μανία και πάθος ρίχνουν τον Νικόλαο. Ο Άγιος, με θαυμαστή γαλήνη και ηρεμία αντιμετώπισε το μαρτύριο, δοξολογώντας μάλιστα τον Χριστό, γιατί αξιώθηκε να ατιμαστεί και να θανατωθεί για χάρη Του. Έτσι την 17η Μαΐου 1617 μ.Χ. ο Νεομάρτυς Νικόλαος παρέδωσε την αγιασμένη του ψυχή, στον Αρχηγό της ζωής και του θανάτου.
11. Το βράδυ της μαρτυρικής αυτής ημέρας, κάποιος πιστός κεραμοποιός, από ευλάβεια κινούμενος, αφού έδωσε αρκετά χρήματα στους Τούρκους φύλακες, που αγρυπνούσαν στον τόπο του μαρτυρίου, αγόρασε την κάρα του Νεομάρτυρος, που είχε μερικές βλάβες στο σημείο των κροτάφων από την φωτιά. Επειδή όμως φοβόταν τους Τούρκους, έκρυψε την κάρα σε τοίχο του σπιτιού του, χωρίς κανένας να γνωρίζει αυτή του την ενέργεια.
12. Μετά τον θάνατο του κεραμοποιού, το σπίτι αγοράστηκε από κάποιον που ονομαζόταν Μέλανδρος. Αυτός, δεν γνώριζε απολύτως τίποτε για τον μεγάλο θησαυρό που κρυβόταν στον τοίχο του σπιτιού του. Τις βραδυνές ώρες της 17ης Μαΐου 1618 μ.Χ. είδε να λάμπει φως στο σημείο εκείνο του τοίχου και κατά την διάρκεια του ύπνου, δέχτηκε την πληροφορία ότι στο σημείο αυτό, βρίσκεται κρυμμένη η Κάρα του Νεομάρτυρος Νικολάου. Το πρωΐ, άνοιξε το μέρος εκείνο του τοίχου και βρήκε την Αγία Κάρα. Όμως, επειδή έκρινε τον έαυτό του ανάξιο να κρατάει έναν τόσο μεγάλο θησαυρό, την δώρησε στην Ιερά Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, όπου είχε αδελφό μοναχό, για μνημόσυνο αιώνιο δικό του και των γονέων του.
13. Εκεί φυλάγεται μέχρι σήμερα με εξαίρετη ευλάβεια σε οκτάπλευρο ασημένιο κουτί, η κάρα του Αγίου, και γεμίζει τον τόπο με ξεχωριστή ευωδία διαρκείας, που την αισθάνεται έντονα ο κάθε προσκυνητής. Η αργυρά θήκη της Αγίας Κάρας έχει την εξής επιγραφή:
14. ΚΑΤΕΣΚΕΥΑΣΘΗ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΟΥΤΙΟΝ ΤΗΣ ΣΕΒΑΣΜΙΑΣ ΚΑΡΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΜΕΤΣΟΒΟΥ, ΔΙΑ ΕΞΟΔΩΝ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΑΥΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΔΕΣΚΑΤΑΣ ΕΙΣ ΨΥΧΙΚΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑΝ, ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ (ΕΝ) ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΙΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΕΥΟΝΤΟΣ ΠΑΠΑ-ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΠΑ-ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΩΝ ΕΚ ΤΗΣ ΣΕΒΑΣΜΙΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΕΝ ΜΕΤΕΩΡΟΙΣ. ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ… ΕΚ ΚΩΜΗΣ ΚΑΛΑΡΡΥ(ΤΩΝ) 1819 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΠΡΩΤΗ.
15. Εκτός από την Αγία Κάρα, σώζονται τεμάχια των χεριών του Αγίου στην Ιερά Μονή Ελεούσης Ιωαννίνων, και στον Ναό του Αγίου Νικολάου Σκαμνελίου Ιωαννίνων, καθώς και δόντι του Αγίου στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μετσόβου.
16. Τα θαύματα του Αγίου
17. Η Κάρα του Νεομάρτυρος, τόσο παλιότερα όσο και σήμερα θαυματουργεί. Δέκτες της θαυματουργικής δυνάμεως, είναι όλοι οι χριστιανοί, που προσέρχονται με πίστη.
18. α) Τα Τρίκαλα, με μόνη την παρουσία της Αγίας Κάρας σώθηκαν κάποτε από βαρύ θανατικό, που μάστιζε την περιοχή.
19. β) Το ίδιο έγινε και στο χωριό Δεσκάτη Γρεβενών.
20. γ) Το ιστορικό χωριό Καλαρρύτες Ιωαννίνων, με μόνη την παρουσία της Κάρας του Νεομάρτυρος, λυτρώθηκε από βασανιστική λοιμική αρρώστια.
21. δ) Κυρίως όμως η Κάρα του Νεομάρτυρος Νικολάου καταδιώκει και εξοντώνει τις ακρίδες. Στις αγροτικές περιοχές της Θεσσαλίας, όπου οι ακρίδες καταστρέφουν τους καρπούς, μεταφέρεται η Αγία Κάρα, και με έναν τρόπο θαυμαστό, οι ακρίδες καταστρέφονται και οι καρποί διατηρούνται αβλαβείς. Και αυτοί ακόμα οι Τούρκοι, έμειναν εκστατικοί μπροστά σε αυτό το θαύμα, που επαναλαμβάνεται και σήμερα πολλές φορές, παρόλο τον ορθολογισμό και την δυσπιστία της εποχής μας.
22. ε) Στο χωριό Οξύνεια Τρικάλων, είναι ακόμη ζωντανή η παράδοση για θαύματα του Αγίου. Ο Δημήτριος Καλούσιος καταγράφει ως εξής την ζωντανή αυτή παράδοση του χωριού: … Στο μέρος αυτό ακουγόταν βουή, ήταν ένα στοιχειό· έσκουζε η Μπαλάτσα και πέθαιναν νύμφες και μικρά παιδιά, δεν σωζόταν η νεολαία στο χωριό. Άκουγαν το βουνό, σαν να μούγγριζε ένα βόδι· όταν βούϊζε προς το χωριό Ορθοβούνι, πέθαινε από εκεί ο κόσμος. Βρήκαν εκεί την εικόνα του Αγίου Νικολάου, αλλά ήθελαν να κτίσουν το εκκλησάκι λίγο πιο κάτω, για κοντά, να εδώ στα Λιβάδια, όπου φαίνεται ακόμα το σκάψιμο. Αλλά το καντηλάκι του Αγίου πήγαινε πιο πάνω, στο βουνό. Πάαιναν οι μάστοροι να χτίσουν το πρωΐ, κι εύρισκαν και τα υλικά φευγάτα κει πάνω. Εδώ ήθελε ο Άι-Νικόλας να του χτίσουν το εκκλησάκι. Κι από τότε που χτίσαμε την εκκλησία, σταμάτησε το φονικό, και αυγατήθηκε το χωριό μας.
23. στ) …Πολύ θαυματουργός στο χωριό μας ο Άι-Νικόλας, παρατηρεί κάποια άλλη, η Οξύνεια τον τιμά πολύ. Πήγαμε στα ξένα, στην Γερμανία, σκοτωμένο δεν φέραμε πίσω. Ο,τι επιθυμεί ο καθένας προσεύχεται και το παίρνει. Σάπιζαν κάποτε στην περιοχή μας τα κρέατα των ζώων· το χωριό μας έκαμε λιτανεία του Αγίου και δεν έπαθε τίποτα.
24. ζ) Μια άλλη φορά, είχαμε πολλή ακρίδα· πήραμε πάλι την εικόνα του Αγίου με το άλογο, έγινε λιτανεία και την άλλη μέρα, όλη η ακρίδα έφυγε από τις πλαγιές, και τα χωράφια, κι έπεσε στο ποτάμι.
25. η) Μας ήρθε και ξηρασία· λιτανεία, και την επομένη έβρεξε.
26. θ) Ένα μουγγό κορίτσι μίλησε.
27. ι) Μια κοπέλα, την είχαν στο Δαφνί, στο τρελλοκομείο, την έφεραν εδώ κι έγινε καλά.
28. ια) Ένας πατέρας από το Τσούγκουρο, που έφερε το παιδί του εδώ και το γιάτρεψε ο Άγιος, έκανε τάμα κι έδωσε και στο παιδί του παραγγελία: Όσο βελάζει κι ένα κατσίκι ακόμα στο κοπάδι, θα το πας στον Άι-Νικόλα.
29. ιβ) Ένας άλλος από την Οξύνεια, έταξε και είπε και στο παιδί του: Όσο θάχεις τα πρόβατα, θα στέλνεις κάθε χρόνο ένα αρνί στον Άγιο. Άμα τάξεις το σφαχτό, και δεν το δώσεις, τότε η θα ψοφήσει, η θα το φάει ο λύκος!
30. ιγ) Ο τοπικός μας Άγιος, Νικόλαος ο εκ Μετσόβου ο Νεομάρτυς, κατά καιρούς μας εκπλήσσει με την θαυματουργική του χάριν. Την 8ην Αυγούστου 1968 μ.Χ., μας εχάρισε ένα ακόμη θαύμά του. Αποκατέστησε την εκ χρονίας αγκυλώσεως πάσχουσα χείρα μιας μοναχής, αδελφής της Ι. Μονής του Αγίου Στεφάνου, πράγμα που δεν επέτυχον επί έτη αι υπό των ιατρών θεραπευτικαί αγωγαί και εγχειρήσεις, καθώς και τα ιαματικά λουτρά.
31. Η εν λόγω μοναχή, κατά την εις τα λουτρά Σμοκόβου παραμονήν της δια λουτροθεραπείαν, είδεν εν ονείρω κάποιον με Μετσοβίτικην ενδυμασία να της λέγη: Καλά είναι και τα λουτρά. Εγώ όμως θα σε κάμω καλά. Να έλθης εις εμενα. Είμαι εκεί κοντά σου. Όταν επέστρεψεν εις το Ησυχαστήριόν της διηγήθη εις την Ηγουμένη το όραμα και ότι της ήταν άγνωστος ο νέος. Η Ηγουμένη αντελήφθη ότι με στολήν Μετσοβίτικην θα ήτο ο Άγιος Νικόλαος, όπου εις την Ι. Μονήν Βαρλαάμ φυλάσσεται η Τιμία Κάρα του Αγίου. Την 8η Αυγούστου η Ηγουμένη μετά δύο ακόμη αδελφών και της πασχούσης μοναχής μετέβησαν εις την Ιεράν Μονήν Βαρλαάμ. Εκεί ανεγνώρισε τον Άγιον εκ μιας τοιχογραφίας. Κατά την στιγμήν που η μοναχή επλησίασε να προσκυνήση την Αγίαν Κάραν και μόλις επέθεσε την αγκυλωμένη χείρα της επ αὐτῆς αντελήφθη την Τιμίαν Κάραν του Αγίου να κινήται, να τρέμη, και εν συνεχεία ησθάνθη ένα τίναγμα εις την χείρά της, ωσάν να ήγγισε επί ηλεκτροφόρου σύρματος. Μετά ταύτα διεπίστωσεν ότι είχε θεραπευθή. Το θαύμα είχε συντελεσθή. Θαυμαστός λοιπόν ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού. Έκτοτε, αύτη είναι υγιεστάτη και μονάζει σήμερον (1988 μ.Χ.) εις την Μονήν Φυλής Αττικής, ήτις και διηγείται το θαύμα το οποίον έγινεν δια πρεσβειών του Μάρτυρος.
32. ιδ) Έτερο θαύμα στην δεκαετία του 1980, έγινε στην Ι. Μ. Βαρλαάμ. Ένα κορίτσι από το χωριό Μηλιά Μετσόβου, έπασχε από επιληψία βαρειάς μορφής. Οι γονείς της την πήγαν σε πολλούς γιατρούς, αλλά πουθενά δεν βρέθηκε θεραπεία. Τελικά, την πήγαν στην Ιερά Μονή Βαρλαάμ, όπου ασπάσθηκε την Κάρα του Αγίου. Έκτοτε το κορίτσι αυτό είναι υγιέστατο και ζει και κινείται σε φυσιολογικά πλαίσια.
33. ιε) Τέλος, αναφέρουμε αντιπροσωπευτικά ένα από τα πολλά θαύματα, που γίνονται συχνά, στον Ναό του στην Κατοχή Αιτωλοακαρνανίας.
34. Το θαύμα που είναι γνωστό σε όλους τους κατοίκους του χωριού, έχει σχέση με την παρεμπόδιση του γκρεμίσματος του Ναού, όταν γίνονταν τα αρδευτικά έργα από τις εταιρείες ΕΔΟΚ-ΕΤΕΡ. Όταν χαράσσονταν οι γραμμές για τους δρόμους και τα αυλάκια (κανάλια), έφτασαν σιγά-σιγά και στον λόφο του Άη-Νικόλα. Ο επικεφαλής μηχανικός, αφού τοποθέτησε τα μηχανήματα (διόπτρες σκοπεύσεως κλπ), αποφάσισε πως για να γίνει καλό το αντλιοστάσιο και στην σωστή θέση, έπρεπε να κτισθεί στην θέση της εκκλησίας και φυσικά η εκκλησία θα γκρεμιζόταν. Οι άλλοι εργαζόμενοι (ανάμεσά τους και πολλοί Κατοχιανοί), προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, αλλά εκείνος δεν άκουγε τίποτε. Όταν όμως ξανακοίταξε με τις διόπτρες, για να χαράξει την τελική γραμμή, είδε μέσα την μορφή ενός νέου μοναχού. Αυτό έγινε πολλές φορές, και το είδαν πολλοί άνθρωποι στην συνέχεια, ενώ όταν μετακινούσε την διόπτρα, η μορφή του μοναχού γινόταν άφαντη. Όταν δόθηκε εντολή, σε χειριστή μπουλντόζας να προχωρήσει στο γκρέμισμα του ναού, το μηχάνημα έπαθε ζημιά. Όσες φορές και αν προσπάθησαν δεν πέτυχαν τον σκοπόν τους. Να σημειωθεί ότι προς άλλλη, αντίθετη κατεύθυνση, το μηχάνημα κινούνταν κανονικά, ενώ προς τον Ναό όχι. Αφού λοιπόν ο μηχανικός πείστηκε πως η θαυμαστή αυτή επέμβαση του Αγίου γινόταν για να διασωθεί το ξωκλήσι, αποφάσισε την τροποποίηση των σχεδίων και τελικά έγινε το αντλιοστάσιο λίγο πιο βόρεια, στην θέση που είναι σήμερα.
35. Οι Ναοί του Αγίου
36. α) Μεγαλοπρεπής Ναός βυζαντινού ρυθμού ανεγέρθηκε πριν λίγα χρόνια στα Τρίκαλα, στην θέση παλιού ναού του Νεομάρτυρος, που χτίστηκε το 1957 μ.Χ., επί Μητροπολίτου Δωροθέου. Εφυλάσσετο δε το άσπρο και τριμμένο πουκάμισο του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού που δωρήθηκε το 1972 μ.Χ. στον ομώνυμο Ιερό Ναό του Αγίου Κοσμά στα Τρίκαλα. Το άγιο τούτο πουκάμισο δωρήθηκε στον Ναό από την ευσεβή οικογένεια του Γεωργίου Γκαναβάρα, στο σπίτι της οποίας παλιότερα στην Κρανιά Ασπροποτάμου είχε ξεντυθεί σε μια περιοδεία του ο Άγιος Κοσμάς.
37. β) Στην πόλη του Τυρνάβου υπάρχει παλιά βασιλική, αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο τον εκ Μετσόβου, καθώς και ολόκληρος συνοικισμός που φέρει το όνομά του. Ο ναός αυτός χτίστηκε από τους Μετσοβίτες του Τυρνάβου ύστερα από προτροπή του μεγάλου Μετσοβίτη Διδασκάλου του Γένους Νικολάου Τζαρτζούλη, ο οποίος δίδαξε στον Τύρναβο το 1765 μ.Χ. Ο ναός αυτός πανηγυρίζει την Κυριακή του Θωμά.
38. γ) Ναός του Νεομάρτυρος υπάρχει και στο χωριό Οξύνεια Τρικάλων, στο σημείο όπου κατά την παράδοση ο Άγιος ξεπέζευε με τα ζώά του όταν πήγαινε στα Τρίκαλα για πουλήσει δαδί. Ο Ναός ανακαινίστηκε το 1973 μ.Χ.
39. δ) Στο Μέτσοβο, υπάρχει προς τιμήν του Νεομάρτυρος γραφικό παρεκκλήσι που χτίστηκε το 1800 μ.Χ. και είναι προσκολλημένο στο ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Νικολάου επισκόπου Μύρων της Λυκίας. Στην δυτική εσωτερική πλευρά του Ναού, υπάρχει μια θαυμαστή απλοϊκή υδατογράφης, που έγινε το 1800 μ.Χ. από τον λαϊκό ζωγράφο Διονύσιο Μαρέσο, και παριστάνει το Μέτσοβο με απλοϊκά διακοσμήματα.
40. Επίσης στο Μέτσοβο και ακριβώς στο χώρο όπου βρισκόταν το σπίτι του Αγίου, χτίστηκε μικρό προσκύνημα.
41. ε) Στην Κατοχή Αιτωλοακαρνανίας, οι κάτοικοι έκτισαν στον ομώνυμο λόφο αρχικά έναν μικρό ναό, και τα τελευταία έναν μεγαλύτερο. Η παράδοση αναφέρει για τον θαυματουργικό τρόπο ανευρέσεως της εικόνας του Αγίου στην κουφάλα πουρναριού. Κατά πάσαν πιθανότητα, η τιμή του Αγίου μεταφέρθηκε εκεί από τους Βλάχους της Πίνδου, οι οποίοι τους χειμερινούς μήνες μετέφεραν εκεί τα πρόβατά τους.
42. στ) Τα τελευταία χρόνια χτίστηκε ναός στην τοποθεσία Σαλονίκη της Πάρνηθας.
43. ζ) Επίσης στο χωριό Βλαχάβα Καλαμπάκας.
44. η) Και ιδωτικός του Νικολάου Γκουργκούλια, στο χωριό Αχλαδέα Καλαμπάκας.
45. Η τιμή του Αγίου
46. Το Μέτσοβο, τα Τρίκαλα, η Αθήνα, τα Γιάννινα και η Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, γιορτάζουν με ξεχωριστή λαμπρότητα την μνήμη του Νεομάρτυρος.
47. α) Στο Μέτσοβο, τα παλιότερα χρόνια, η πανήγυρη του Αγίου γιορταζόταν στο παρεκκλήσι του, που είναι προσκολλημένο στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, επισκόπου Μύρων της Λυκίας. Επειδή όμως η γιορτή ήταν υποβαθμισμένη, επί της πρώτης Εξαρχίας του Αρχιμανδίτου Βενεδίκτου Βοΐλα (1893 – 1900 μ.Χ.), καθιερώθηκε η 17η Μαΐου ως τοπική γιορτή. Επίσης καθιερώθηκε να ψάλλεται στις Εκκλησίες του Μετσόβου σε κάθε Θεία Λειτουργία το Απολυτίκιο του Νεομάρτυρος πριν από το Απολυτίκιο του Αγίου του Ναού.
48. Για το πως γιορταζόταν τότε η μνήμη του Αγίου στο Μέτσοβο, η εφημερίδα Ήπειρος, αριθμός φύλλου 50/13-6-1910, γράφει σε ανταπόκρισή της τα εξής: «Τὴν 17ην Μαΐου τοῦ ἔτους 1617 έμαρτύρησεν ἐν Τρικκάλοις τῆς Θεσσαλίας ὁ ἐκ Μετσόβου Νεομάρτυς Νικόλαος ἐμμείνας εἰς τὴν πάτριον θρησκείαν καὶ προτιμήσας τὸ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ θάνατον μαρτυρικόν. Ἐφ᾿ ᾧ εἰς τὸ ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τοῦ Ἁγίου Νικολάου παρεκκλήσιόν του ἐτελέσθη πανηγυρικὴ Θεία Λειτουργία Ἐξαρχική, εἰς ἥν πλὴν ἄλλων πολλῶν μετέβησαν καὶ οἱ μαθηταὶ τῶν σχολείων μας ἐν παρατάξει τῇ συνοδείᾳ τῶν διδασκάλων».
49. Σήμερα στο Μέτσοβο, η μνήμη του πολιούχου γιορτάζεται με κάθε λαμπρότητα ως εξής: Τις απογευματινές ώρες της παραμονής της γιορτής γίνεται λιτάνευση της Ιεράς Εικόνας και των λειψάνων του Αγίου. Η ιερά πομπή, ξεκινάει από τον Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής, διέρχεται δια μέσου των κεντρικών δρόμων της πόλεως και καταλήγει στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου. Εκεί τελείται Μέγας Αρχιερατικός Εσπερινός, με αρτοκλασία και θείο κήρυγμα. Την ημέρα της γιορτής, τελείται στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου πανηγυρική Αρχιερατική Θεία Λειτουργία. Το απόγευμα της γιορτής, στο παρεκκλήσι του Νεομάρτυρος Νικολάου στην Ιερά Μονή του Αγίου Νικολάου Μύρων Λυκίας, ψάλλεται ο παρακλητικός κανόνας του Αγίου, ενώ αργότερα στην κεντρική πλατεία του Μετσόβου οι χορευτικοί σύλλογοι της πόλεως παρουσιάζουν ένα πλούσιο γιορταστικό πρόγραμμα.
50. β) Πανηγυρικά γιορτάζεται και στα Τρίκαλα ο Νεομάρτυς Νικόλαος. Την παραμονή της γιορτής, στον φερώνυμο Ναό της πόλεως τελείται Μέγας Αρχιερατικός Εσπερινός, με την συμμετοχή όλων των ιερέων της πόλεως και πλήθους πιστών. Το πρωί της γιορτής τελείται πανηγυρική Αρχιερατική Θεία Λειτουργία. Πριν από τον Εσπερινό, στην είσοδο του Ναού, γίνεται η υποδοχή της θαυματουργής αγίας Κάρας του Νεομάρτυρος, η οποία στην συνέχεια εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα.
51. γ) Η Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, που κατέχει τον πολύτιμο θησαυρό της αγίας Κάρας, γιορτάζει με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια την μνήμη του Νεομάρτυρος. Το βράδυ της παραμονής της γιορτής, τελείται ολονύχτια αγρυπνία με την συμμετοχή όλων των ηγουμένων των Μονών των Μετεώρων. Την αγρυπνία παρακολουθούν πολλοί πιστοί, που έρχονται γι’ αυτό το σκοπό, από διάφορα μέρη.
52. δ) Αλλά και στην Αθήνα, η μετσοβίτικη παροικία, τιμά την μνήμη του Νεομάρτυρος. Με πρωτοβουλία του Εξωραΐστικού Συλλόγου Μετσόβου, την πρώτη Κυριακή μετά την 17η Μαΐου, τελείται στο παρεκκλήσι της Φοιτητικής Εστίας Τοσίτσα, στην Κάτω Κηφισιά, Θεία Λειτουργία με αρτοκλασία. Ακολουθεί το πατροπαράδοτο μετσοβίτικο γλέντι κάτω από τα πανύψηλα δένδρα της Φοιτητικής Εστίας.
53. ε) Τέλος, οι Μετσοβίτες των Ιωαννίνων, γιορτάζουν τον Άγιο με πανηγυρική Θεία Λειτουργία και αρτοκλασία στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων Φρουρίου Ιωαννίνων.
54. Ακολουθίες του Αγίου
55. Δύο Ακολουθίες προς τιμήν του Αγίου έχουν γραφτεί:
56. α) Η πρώτη είναι πόνημα του Μεγάλου Μετσοβίτη Διδασκάλου του Γένους Νικολάου Κύρκου ή Τζαρτζούλη και γράφτηκε αιτήσει του φιλοχρίστου λαού. Η Ακολουθία αυτή, εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Βενετία το 1757 μ.Χ. από τον Αντώνιο Τζάτα με δαπάνη του Γιαννιώτη Πολυζώη Λαμπανιτζιώτη. Η δεύτερη έκδοση της ίδιας Ακολουθίας, έγινε στην Βενετία το 1771 μ.Χ. με την επιμέλεια και τις διορθώσεις του Αντωνίου Βόρτολη. Ανατύπωση της Ακολουθίας αυτής έγινε το 1968 μ.Χ. στα Τρίκαλα Θεσσαλίας με δαπάνη του αειμνήστου Μετσοβίτη Επαμεινώνδα Σ. Ρουστοπάνη.
57. β) Η δεύτερη Ακολουθία, είναι ποίημα του αειμνήστου υμνογράφου της Εκκλησίας μας, Γερασίμου μοναχού Μικραγιαννανίτου. Η Ακολουθία αυτή περιλαμβάνεται στο Ηπειρωτικό Λειμωνάριο, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1968 μ.Χ., με την πρόνοια του μακαριστού, τότε Μητροπολίτου Ιωαννίνων Σεραφείμ, και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος
58. Σημειώσεις
59. 1) Ορισμένοι συναξαριστές, όπως του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, αναφέρουν τη μνήμη του Aγίου Νικολάου εκ Μετσόβου στις 16 Μαΐου.
60. 2) Ο Άγιος νεομάρτυρας Νικόλαος, μετά από τις απαραίτητες ενέργειες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών κ. ΑΛΕΞΙΟΥ, κατατάχτηκε επίσημα στο ορθόδοξο εορτολόγιο το 1988 μ.Χ. από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Τιμάται στις 17 Μα
61. Άγιος Οικουμένιος
Άγιος Οικουμένιος ο Θαυματουργός επίσκοπος Τρίκκης
ix8ys
2-3 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Για τον Άγιο Οικουμένιο μεταξύ των ερευνητών υπάρχει μία μακρά διαμάχη, τόσο για την ταυτότητά του, όσο και για το πότε ακριβώς έζησε.
Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη ο Άγιος Οικουμένιος έζησε στα τέλη του 10ου αιώνα (995 μ.Χ.). Μελέτησε όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας και αναδείχτηκε άριστος ερμηνευτής των αγίων Γραφών. Συγχρόνως συνέγραψε Ερμηνείες στις Πράξεις των Αποστόλων, στις 14 Επιστολές του Παύλου και στις 7 Καθολικές. Έτσι αφού εκτιμήθηκε από τους συγχρόνους του για το άμεμπτο ήθος του και τη μεγάλη εξωτερική του μόρφωση προκρίθηκε για τον επισκοπικό θρόνο της Τρίκκης (στη Θεσσαλία), τον οποίο κόσμησε σαν καλός Ποιμένας και του Αρχιποιμένα Χριστού μαθητής, και απεβίωσε ειρηνικά.
Σύμφωνα όμως με μια ισχυρή και αδιάκοπη παλαιά τοπική παράδοση ο Άγιος Οικουμένιος έζησε τον 4ο μ. Χ. αιώνα, όπως αναφέρεται και στο Εγκώμιο που έγραψε για τον Οικουμένιο τον 14ο αιώνα μ.Χ. ο λόγιος μητροπολίτης Λαρίσης Αντώνιος.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το εν λόγω Εγκώμιο, ο Άγιος Οικουμένιος καταγόταν από την Καππαδοκία και ήταν ανιψιός του Αχιλλείου Λαρίσης (βλέπε 15 Μαΐου) και εξάδελφος του Ρηγίνου επισκόπου Σκοπέλου (βλέπε 25 Φεβρουαρίου). Ακολούθησε τον πνευματικό του πατέρα και διδάσκαλο Αχίλλειο στη Λάρισα και τελικά εκλέχτηκε επίσκοπος Τρίκκης, εκπληρώνοντας έτσι την μεγάλη επιθυμία του θείου του να τον δει ιεράρχη. Οι δυο τους έλαβαν μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.), όπου και θαυματούργησαν εις απόδειξη της ορθής πίστης (λίθος ανέβλυσε νερό). Πέθανε πλήρης ημερών και αναδείχτηκε θαυματουργός.
Τα τίμια λείψανά του Αγίου Οικουμένιου φυλάσσονταν σε λάρνακα στον ναό του αρχαγγέλου Μιχαήλ, που βρισκόταν μέσα στο φρούριο (Τρίκαλα).
Στο χωριό Χαϊδεμένη Τρικάλων υπάρχει ομώνυμος ναός του Αγίου Οικουμενίου, απέναντί από τον λόφο Καταφύγι, όπου σύμφωνα με την παράδοση, αποσυρόταν ο Άγιος Οικουμένιος για ησυχία και πνευματική περισυλλογή.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τό στήριγμα καί διδάσκαλε, Ἱεραρχῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Οἰκουμένιε θαυματουργέ, Τρίκκης τό καύχημα, κῆρυξ τῆς πίστεως, ἱκέτευε διά παντός σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
62. Όσιος Δανιήλ εκ Τσιοτίου
63. Δεν γνωρίζουμε βιογραφικά ή κάποια άλλα στοιχεία του, ίσως ανήκει στον 16ο αιώνα. Ξέρουμε, όμως, την πατρίδα του, προέρχεται από το Τσιότι (Φαρκαδόνα) των Τρικάλων, και ότι εμόνασε στα Μετέωρα. Στη Μονή του Μεγάλου Μετεώρου φυλάσσεται η τιμία κάρα του σε επίχρυση λειψανοθήκη με την επιγραφή:
64. Φιλόθεος εκ Σκλατάνης
Όσιος Φιλόθεος ο εκ Σκλαταίνης
ix8ys
3-4 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Όσιος Φιλόθεος ο εκ Σκλαταίνης (Ρίζωμα) έζησε μεταξύ των ετών 1475 μ.Χ. με 1550 μ.Χ., αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι διετέλεσε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίου Στεφάνου Μετεώρων κατά το έτος 1545 μ.Χ. Ο Όσιος Φιλόθεος ήταν σύγχρονος με τον Άγιο Βησσαρίωνα Αρχιεπίσκοπο Λαρίσης και Τρίκκης (βλέπε 15 Σεπτεμβρίου) και κτίτορας της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (Δουσίκου).
Ο όσιος Φιλόθεος λίγο πριν το 1545 μ.Χ. ανακαίνισε ή μάλλον ξαναέκτισε το παλαιό μικρό και κομψό καθολικό της Μονής, το ναό του Αγίου Στεφάνου με την βοήθεια του ιερομόναχου Γεράσιμου. Ο ναΐσκος του Αγίου Στεφάνου, που ανήγειρε ο όσιος Φιλόθεος είναι ξυλόστεγη μονόκλιτη βασιλική με εσωνάρθηκα. Οι κτήτορες της Μονής Αγίου Στεφάνου Αντώνιος Κατακουζινός και Φιλόθεος ο Σιματαινιώτης εικονίζονται σε τοιχογραφίες εκατέρωθεν της εισόδου του νάρθηκα με φωτοστέφανο. Έτσι δεξιά ως προς του εισερχομένου παρίσταται κατά την επιγραφή: 
Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΚΑΙ ΚΤΗΤΩΡ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΥΠΑΡΧΩΝ ΕΚ ΧΩΡΑΣ ΣΚΛΑΤΑΙΝΗΣ
Και οι δυο κτήτορες εικονίζονται ενδεδυμένοι την μοναχική περιβολή τους με τα αυστηρά ασκητικά τους χαρακτηριστικά, έχοντας τιμητική φρουρά στο πλάι τους τους άρχοντας των ουρανίων ταγμάτων Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Επίσης ο Φιλόθεος ανέκτισε «τας κέλλας και τας λοιπάς οικοδομάς» και εν γένει βελτίωσε το όλο οικοδομικό συγκρότημα της μονής. Το γεγονός ότι ο όσιος Φιλόθεος δαπανά για όλα αυτά τα έργα και εμπλουτίζει το μετόχι τους στη γενέτειρά του Σκλάταινα με πατρικά του κτήματα, καθώς και του Γερασίμου, σημαίνει, ότι ήταν εύπορος, αλλά και ότι διέθεσε την πατρική του περιουσία για την ανακαίνιση της μονής και για στολές και άμφια.
Μετά του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Τρίκκης και Σταγών κ. Αλεξίου και τη φροντίδα του Ιερέως του Ριζώματος κ. Στεργίου Λιούτα και τη συνδρομή όλων των ενοριτών ανεγέρθηκε κομψότατος Ναός στη γενέτειρα του Οσίου επ’ ονόματι του Οσίου Φιλοθέου του εκ Σκλαταίνης, ο οποίος εγκαινιάστηκε υπό του Σεβασμιωτάτου την 6η Νοεμβρίου του έτους 2004 μ.Χ.
Ένα τροπάριο της ακολουθίας του οσίου Φιλοθέου λέγει χαρακτηριστικά: «Δέχου ω Φιλόθεε σεπτέ, των συμπολιτών ται δεήσεις, και τα αιτήματα και Χριστόν ικέτευε, πάτερ φιλόπατρι, όπως νόσων και θλίψεων, σην κώμην φυλάττη και γλυκόν παράδεισον, ημίν χαρίσηται, ένθα, μετά πάντων αγίων, δόξαν αναπέμπομεν τούτω, ω μετανοούμεν αμαρτάνοντες».
Παρακλητικό κανόνα προς τον όσιο Φιλόθεο συνέθεσε το 1997 ο Σιμωνοπετρίτης ιερομόναχος Αθανάσιος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκλαταίνης τόν γόνον, Μετεώρων τό καύχημα, καί Μονῆς Ἁγίου Στεφάνου, πολιστήν καί δομήτορα, τιμήσωμεν Φιλόθεον πιστοί, ὡς λύχνον τοῦ Χριστοῦ ἀειλαμπῆ, καταυγάζει γάρ Σε

Ι. Μ Τριφυλίας και Ολυμπίας
1. Άγιος Χαράλαμπος Φιλιατρών
Άγιος Χαράλαμπος
36-46 λεπτά
________________________________________
† ΑΡΧΙΜ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Δ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ 
Ο Άγιος Χαράλαμπος
Ο ιερεύς της Μαγνησίας
Ο Άγιος Χαράλαμπος ο Ιερομάρτυς και θαυματουργός, γεννήθηκε στην Μαγνησία το 90 μ.Χ. περίπου και μαρτύρησε στα χρόνια των μεγάλων διωγμών της Χριστιανοσύνης. Η Μαγνησία αυτή κατά πάσαν πιθανότητα ήτανε στη Θεσσαλία. Τα ερείπιά της σώζονται ακόμη κοντά στο χωριό που λέγεται «Μηλιές». Είχε το ευτύχημα να γεννηθή από γονείς ευσεβείς χριστιανούς που κρατούσανε την πίστι τους στο Χριστό με κίνδυνο της ζωής τους στους δύσκολους, αλλά ηρωικούς εκείνους χρόνους των διωγμών.
Στην Μαγνησία έζησε όλη του την ζωή ο Άγιος Χαράλαμπος. Εκεί σαν νέος, ήτανε φωτεινό παράδειγμα συνετής ζωής. Αργότερα η πίστις του στο Χριστό έγινε πιο φλογερή και η επιθυμία του να βοηθήση τους Χριστιανούς και τους ειδωλολάτρες, να σωθούνε, πιο μεγάλη. Δεν μπορούσε να ησυχάση, όταν σκεπτότανε, ότι υπάρχουν άνθρωποι μακρυά από το Χριστό, που δεν ξέρουν ποιος είναι ο προορισμός τους και γιατί ζουν εδώ στη γη.
Είναι κρίμα, έλεγε, είναι τρομερό, είναι αδιανόητο να ζούνε οι άνθρωποι στην πλάνη της ειδωλολατρείας και να πάνε κατόπιν στην Κόλασι.
Αφιερώθηκε, λοιπόν, εις την υπηρεσία του Χριστού. Έγινε ιερέας το 130 μ.Χ. Από την θέσι του τώρα αυτή, από το θείο αυτό αξίωμα της Ιερωσύνης, ανέλαβε τον μεγάλον αγώνα, αφ’ ενός ν’ ανοί¬ξη τα μάτια του κόσμου και να δουν τον κίνδυνον από την ειδωλολατρικήν πλάνην και αφ’ ετέρου ν’ αγιάζη με τα μυστήρια τους πιστούς και να τους οδηγή στην τελειότητα. Μπροστά σε Χριστιανούς και ειδωλολάτρες, άρχισε τα φλογερά χριστιανικά κηρύγματά του. Καίτοι σ’ όλη του τη μακρά ζωή — έζησε 113 χρόνια — έγιναν πολλοί διωγμοί των Χριστιανών και αυτός ποθούσε το μαρτύριο, και δεν ελάμβανε κανένα μέτρο, εν τούτοις επέζησε, διότι ο Θεός τον εφύλαττε γι’ αργότερα. Εμαρτύρησε το 202 μ.Χ.
Γαλήνιος   μπροστά  στον οργισμένο  άρχοντα.
Τότε αυτοκράτορας στη Ρώμη ήτανε ένας ασεβής και χριστιανομάχος, ο Σεβήρος (193-211 μ.Χ.). Ο αυτοκράτορας αυτός και τα γράμματα αγαπούσε και τις τέχνες υποστήριζε και λαμπρές υπηρεσίες στη νομοθεσία προσέφερε. Μένει όμως εις αίσχος και εντροπήν του το ότι, όχι μόνο τον Χριστιανισμό δεν μπόρεσε να εννοήση, αλλά και τους Χριστιανούς σκληρά τους κατεδίωξε. Είχε κηρύξει φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις είχε διορίσει ηγεμόνες ειδωλολάτρες και είχε δώσει αυστηρές διαταγές. Όποιος ήτανε Χριστιανός, όποιος καταφρονούσε τα είδωλα, όποιος δεν ακολουθούσε τις διαταγές του, τον περίμεναν σκληρά βασανιστήρια και φρικτός θάνατος.
Ηγεμόνας στην περιοχή εκείνη της Μαγνησίας, που ζούσε ο Άγιος Χαράλαμπος, ήτανε τότε ένας κακόψυχος και θηριόψυχος, Λουκιανός ονομαζόμενος. Αυτός σκόρπιζε γύρω του την απειλή και την φοβέρα. Μόλις μάθαινε, ότι σε κάποια πόλι ή επαρχία υπήρχαν Χριστιανοί και ότι καταφρονούσαν τα είδωλα, έτρεχε εκεί μανιασμένος. Μάζευε τους Χριστιανούς και τους φυλάκιζε. Έπειτα άρχιζαν τα βασανιστήρια. Πλημμύριζαν με το αγνό τους αίμα οι πλατείες, οι χώροι συγκεντρώσεων, τα στάδια και οι δρόμοι.
Όταν έμαθε ο ηγεμόνας Λουκιανός την χριστιανική δραστηριότητα του Ιερέως Χαραλάμπους, ωργίσθηκε πολύ. Έξαλλος από το κακό του, έστειλε στρατιώτες στην Μαγνησία να τον συλλάβουν και να τον φέρουνε μπροστά του. Πράγματι οι απεσταλμένοι του Λουκιανού φέρανε σιδηροδέσμιο τον γέροντα κληρικό μπροστά στον ηγεμόνα. Ήτανε τότε υπέργηρος. Εκατόν δέκα τριών (113) ετών.
Ο ηγεμόνας τον κοίταξε με βλοσυρό και άγριο βλέμμα, και τον ρώτησε απειλητικά:
—  Γιατί, Γέροντα, καταφρονείς και παραβαίνεις τις βασιλικές διαταγές; Και γιατί μιλάς εναντίον των θεών μας;
—  Εγώ, του απήντησε ο Άγιος, υπακούω και υποτάσσομαι στον Βασιλέα των Ουρανών, τον Χριστόν μου. Γονατίζω ευλαβικά στα δικά Του προστάγματα, γιατί ξέρω πως είναι ποτισμένα με δικαιοσύνη, με αγάπη και σωτηρία της ψυχής. Ο δικός σας βασιλεύς διατάζει παράλογα πράγματα. Σας προστάζει να προσκυνάτε Θεούς αναίσθητους, νεκρά στοιχεία, είδωλα άψυχα. Σας νεκρώνει την ζωή και σας σκοτώνει την ψυχή. Ο ιδικός μου Βασιλεύς, ο Χριστός, μας οδηγεί στην λύτρωσι, στην αιωνία ζωή. Όποιος ζητήση με θερμή προσευχή και πίστι την δύναμίν Του, γίνεται και αυτός ισχυρός. Με την δύναμί Του γίνεται δυνατός. Με την δύναμί Του, εξαφανίζονται οι αρρώστειες και συντρίβονται οι δαίμονες…
—  Φθάνει, Γέροντα… αρκετά! Δεν έχω όρεξι ν’ ακούω τις ανοησίες σου. Το κήρυγμά σου, κράτησέ το για άλλους. Εγώ ένα έχω να σου πω. Κι’ αυτό είναι το συμφέρον σου. Προσκύνα τα είδωλα, γιατί έτσι μονάχα θα μπορέσης να γλυτώσης τα βασανιστήρια, που σε περιμένουν… Τ’ ακούς, ξεροκέφαλε;
Ο Άγιος χαμογέλασε και του είπε:
— Κακώς νόμισες, ότι έναν ιερέα του Χριστού θα τον τρομάξουνε οι φοβέρες για βάσανα και θάνατο. Εγώ έπρεπε να είχα κοιμηθή προ πολλού. Και εάν με θανατώσης, θα μου δώσης εκείνο, που περιμένω. Άλλωστε ημείς οι Χριστιανοί τα βάσανα και το θάνατο δεν τα αποφεύγομε, αλλά τα θέλουμε και τα ποθούμε. Γιατί ημείς είμεθα εξοικειωμένοι με τους αγώνες και τους πολέμους και όπως οι γενναίοι στρατιώτες, δεν επιθυμούμε τον ήσυχο θάνατο της κλίνης, αλλά τον δοξασμένο της μάχης.
— Είσαι γέροντας και λυπούμαι τα γεράματά σου, να σε βάλω σε βασανιστήρια, είπε ο Λουκιανός.
— Ας είμαι γέροντας. Μη με λυπάσαι καθόλου. Αλλά να μάθης, ότι στους ιδικούς μας αγώνας το παν είναι η ψυχή. Αυτή δεν γηράσκει με την ηλικία. Αμφιβάλλεις, Έπαρχε, γι’ αυτό; Δοκίμασε. Και θα δης, ότι οι δήμιοί σου θα κουρασθούνε και ο ιερεύς Χαράλαμπος, με την χάριν του Χριστού, δεν θα τους πη να τον λυπηθούνε. Άλλωστε, χωρίς στερήσεις, χωρίς υπομονή και χωρίς βάσανα, πως θα κερδίσουμε την Βασιλεία των Ουρανών; Αυτά, άρχοντά μου, τα βάσανα, μας ανοίγουν τις πόρτες της αιωνίου ευτυχίας. Υπάρχει καλλίτερο από τα βάσανα; Αυτά μας φέρνουνε κοντά στον Χριστό μας. Γιατί, λοιπόν, να τ’ αποφεύγουμε; Έπειτα όλα αυτά περνούν τόσο γρήγορα!
Τον γδέρνουν!
Έπειτα από την σταθερή αυτή απάντησι το συμβούλιο των αρχόντων τα έχασε. Του φέρανε όμως μπροστά του όλα τα σύνεργα των βασανιστηρίων, για να τον φοβίσουν και για να τον κλονίσουν. Του τα δείξανε ένα προς ένα. Του είπανε, πώς σχίζονται με αυτά οι σάρκες, πώς τσακίζονται τα κόκκαλα και πώς βγαίνουν τα νύχια. Ο Άγιος τα κοίταζε με αδιαφορία και απάθεια.
— Ξεροκέφαλε, του λέγει ο Έπαρχος, μη σκέ¬φτεσαι καθόλου. Θυσίασε στους μεγάλους θεούς μας. Το καταλαβαίνεις;
— Αυτό, τους αποκρίθηκε, δεν θα γίνη ποτέ. Δεν είμαι ανόητος να ζητώ την καταστροφή μου. Δεν πουλάω την ψυχή μου στον Σατανά. Μια ζωή ολόκληρη προσφέρω θυσία στο Χριστό και τώρα να την προσφέρω στο Σατανά; Θεός φυλάξοι!
Από τα λόγια του αυτά οι άρχοντες των ειδωλολατρών αγριέψανε και γίνανε θηρία. Οργή και μίσος απάνθρωπον και κακία απερίγραπτος φούντωσε στις καρδιές τους. Διέταξαν αμέσως να γδάρουν τον υπέργηρον Ιερέα του Υψίστου ζωντανόν! Δεν λυπηθήκανε οι αλητήριοι τα βαθειά γηράματά του. Δεν σεβαστήκανε τα 113 του χρόνια!
Τον γύμνωσαν αμέσως, του πετάξανε καταγής την ιερή στολή του και αρχίσανε το απάνθρωπο γδάρσιμο. Αρχίσανε από την κεφαλήν και κόβανε και χωρίζανε το δέρμα από τις σάρκες. Ο πόνος ήτανε φοβερός, τρομερός, αβάστακτος. Ο Άγιος όμως σφίγγει τα δόντια του. Κρατάει γερά. Προσεύχεται και λέγει:
— Θεέ μου, Σε ευχαριστώ, διότι μου έκανες την μεγάλην τιμήν και μου έδωσες την περιπόθητη ευκαιρία να καταταγώ μεταξύ των Μαρτύρων. Θεέ μου βοήθησέ με. Δος μου υπομονή να μείνω πιστός. Σας ευχαριστώ και σας, παιδιά μου, που μου βασανίζετε το σώμα. Μ’ αυτό, που κάνετε, μου χαρίζετε την ευτυχία της ψυχής και την ατελείωτη χαρά της Βασιλείας του Θεού.
Ενώ όμως έλεγε αυτά ο Άγιος, όλοι όσοι τον βλέπανε (οι στρατιώτες, οι δούλοι, οι βασανισταί και οι άρχοντες), μένανε με το στόμα ανοιχτό. Δεν μπορούσανε να καταλάβουνε ποιο ήτανε εκείνο που μέσα σ’ αυτόν τον μεγάλο πόνο, έδιδε στον Μάρτυρα τόση δύναμι και τόση ευτυχία. Δύο μάλιστα δήμιοι, που τον γδέρνανε, ο Πορφύριος και ο Βάπτος, όταν είδανε την υπομονήν του Μάρτυρος, για να κερδίση την Βασιλεία του Θεού, πιστέψανε. Πετά¬ξανε τα μαχαίρια και φωνάξανε:
— Είμαστε και ημείς Χριστιανοί! Φιλούσανε έπειτα τον Άγιο και του ζητούσανε να τους συγχω¬ρέση.
Ο Έπαρχος τότε διέταξε και τους απεκεφάλισαν. Με χαρά το δέχτηκαν. Τότε και τρεις γυναίκες είπανε δυνατά:
— Και εμείς πιστεύουμε στο Χριστό ! 
Χαρούμενες  και αυτές   μαρτυρήσανε για το Χριστό. Η Εκκλησία τους γιορτάζει και τους 5 την 10ην Φεβρουαρίου μαζί με τον Άγιον Χαράλαμπον.
Στομώνουν οι χειράγρες
Του είχανε γδάρει το κεφάλι οι δυο δήμιοι, που μαρτυρήσανε. Οι άλλοι, που τους διεδέχθησαν, αρπάξανε τις χειράγρες. Αυτές ήσανε κάτι σαν σιδερένια χέρια με μυτερά νύχια. Αρχίσανε λοιπόν μ’ αυτές, απάνθρωπα να τους ξεσχίζουν τις σάρκες. Τρομερό το μαρτύριο. Ο Άγιος παρέμεινε προσευχόμενος. 
Ξαφνικά όμως, συνέβη κάτι το περίεργο και θαυμαστό: Οι χειράγρες, τα σατανικά δηλ. όργανά τους, με τα οποία τραβούσανε λωρίδες από το κορμί του Αγίου, στομώσανε! Δεν μπορούσανε να σχίσουν το δέρμα και τις σάρκες του Αγίου! Τότε οι βασανισταί λέγανε κατάπληκτοι:
— Τί συμβαίνει; Μήπως αυτός εδώ είναι ο ίδιος ο Χριστός και ήλθε να μας τιμωρήση; Μήπως ο Θεός, που πιστεύει ο Χαράλαμπος, είναι αληθινός και γι’ αυτό στομώνει τις χειράγρες;
Τότε ένας δούκας, που άκουσε αυτές τις συζητήσεις, θύμωσε πολύ. Σηκώθηκε και βρίζοντας στρατιώτες, δούλους και βασανιστάς, τους είπε:
— Είστε χαμένοι, είστε παράλυτοι, είστε ανίκανοι, τρέμουνε τα χέρια σας… Τώρα θα του δείξω εγώ… Αρπάζει αμέσως, αυτός μόνος του, τις χειράγρες και μανιασμένος θέλησε να τις μπήξη στο γέρικο υπεραιωνόβιο και ασκητικό κορμί του Ιερομάρτυρα. Ο Θεός όμως, για να ενισχύση την πίστι του Αγίου και για να του δείξη, ότι βρίσκεται κοντά του και παρακολουθεί τους πόνους του, έκαμε το θαύμα Του. Κόπηκαν αμέσως τα χέρια του δούκα από τους αγκώνας και κάτω και μείνανε κολλημένα με τις χειράγρες στο σώμα του Αγίου! Τρομαγμένος τότε ο δούκας, πονώντας και αυτός αφόρητα, έπεσε χάμω, φωνάζοντας, κλαίγοντας και λέγοντας:
— Βοηθήστε με. Αυτός εδώ είναι επικίνδυνος. Μου έκοψε τα χέρια. Σώστε με… Σώστε με. Βοηθήστε με… Είναι μάγος…
Τότε ο ηγεμόνας πλησίασε και σαν είδε τα χέρια του δούκα κρεμασμένα από το σώμα του Μάρτυρα, από το κακό του έγινε έξω φρενών και έφτυσε τον Άγιο στο πρόσωπο. Ο Θεός όμως του το έδωσε και αυτού αμέσως το θαύμα. Στράβωσε αμέσως ο λαιμός του και κύτταζε τώρα το πρόσωπό του προς την πλάτη του! Ήτανε ο δυστυχής ένα ελεεινό και αξιολύπητο θέαμα.
Ο λαός της Μαγνησίας, που έβλεπε αυτές τις τιμωρίες του Θεού φοβήθηκε και παρακαλούσε τον Άγιο, λέγοντας:
— Σταμάτα, σε παρακαλούμεν, Άγιε, την οργήν του Κυρίου. Μην ανταποδίδης κακόν αντί κακού. Αλλά όπως λέγει ο Χριστός, ευεργέτησε εκείνους, που σε μισούν.
— Ζη Κύριος ο Θεός μου, αποκρίθηκε ο Άγιος. Σας βεβαιώ, δεν το κάνω εγώ από κακία, αλλά τους τιμωρεί ο Κύριος, διότι είναι κακοί και ασεβείς. Το κάνει ο Κύριος ακόμη και διότι θέλει να τα βλέπετε σεις και να γίνουν παράδειγμα, για σας. Θέλει να Τον πιστέψετε, να Τον ακολουθήσε¬τε και να σας δώση την αιώνια ζωή και Βασιλεία.
Το πλήθος τότε φώναξε συγκινημένο προς τον Κύριο, λέγοντας:
— Μην κάνης να χαθούμε, Δέσποτα. Αλλά συγχώρησέ μας σε ό,τι Σου φταίξαμε. Τότε πολλοί από αυτούς, που είδανε με τα μάτια τους τη Δύναμι του Θεού και τα θαύματα, πιστέψανε. Αλλά και ο δούκας τώρα παρακαλούσε τον Άγιο, λέγοντας:
— Άγγελε του Θεού και ουράνιε άνθρωπε, βοήθησέ με τον ταλαίπωρον. Εγώ υποφέρω από πόνους τρομερούς, αλλά και συ έχεις επάνω σου το βάρος των κομμένων χεριών μου. Γιάτρεψέ με σε παρακαλώ, για να απαλλαγώ εγώ από τους πόνους και συ από το βάρος. Σου υπόσχομαι, ότι αν γιατρευθώ, θα πιστέψω στον δικό σου τον Θεό. Ο Άγιος τον λυπήθηκε και προσευχήθηκε στον Κύριο ως εξής:
— Σε ευχαριστούμεν, Δέσποτα, διότι πάντοτε μας προστατεύεις. Ίδε τώρα την ταπείνωσιν των πεπεδημένων δούλων Σου και λύσε τους από τα αόρατα αυτά δεσμά, εις δόξαν του Αγίου Ονόματός Σου.
Μόλις είπεν τα λόγια αυτά, ακούστηκε από τον Ουρανό φωνή, που του έλεγε:
—Χαίρε, αθλητά Χαράλαμπε, συνόμιλε των Αγγέλων και ομότροπε των Αποστόλων. Ήκουσα την δέησίν σου και δίδω την ίασιν εις τους ασεβείς.
Αυτοστιγμεί τότε γιατρεύτηκαν όλοι, όσοι τιμωρήθηκαν! Ο δούκας που του αποκαταστάθηκαν τα χέρια του σαν πρώτα, πίστεψε στον Χριστό και βαφτίστηκε. Και ο ηγεμόνας που επανήλθε το πρόσωπό του στη θέσι του, σταμάτησε τον διωγμό κατά των Χριστιανών μέχρις ότου αναφέρει τα γενόμενα στον βασιλέα.
Ο Άγιος μεταφέρθηκε εν συνεχεία στο σπιτάκι του. Αυτό το σπίτι του έγινε προσκύνημα. Πηγαίνανε οι κάτοικοι της Μαγνησίας και των περιχώρων και τον βλέπανε. Κατάκοιτος και εξαντλημένος από όσα έπαθε, από το κρεββάτι του, τους δίδασκε τι πρέπει να κάνουν, για να σωθούνε. Εξωμολογούντο τις αμαρτίες τους. Αλλά και πολλοί ειδωλολάτρες πιστεύανε και εβαπτίζοντο.
Τότε, μετά το μαρτύριό του, ο Άγιος έκανε πολλά θαύματα και πολλές θεραπείες ασθενών. Τυφλοί αναβλέπανε, κουτσοί περιπατούσανε, δαιμονιζόμενοι απαλλάσονταν από τα δαιμόνια και βρί¬σκανε γαλήνη. Και πολλές άλλες αρρώστειες με την ευχή του Αγίου εξαφανιζόντανε. Ακόμη και αναστάσεις νεκρών έγιναν με την προσευχή του Αγίου.
Καρφιά στη ράχη του
Ο ηγεμόνας όμως βλέποντας αυτά τα θαυμάσια, σηκώθηκε και πήγε μόνος του στο βασιληά. Του ανέφερε καταλεπτώς δια τον Άγιο όλα όσα συνέβησαν. Ο ασεβής Σεβήρος, αντί να πιστέψη, μόλις τ’ άκουσε, άναψε από τον θυμό του και έλεγε:
— Γιατί αμελείτε θεοί αιώνιοι, και δεν εξολοθρεύετε από προσώπου της γης αυτούς τους ασεβείς, που σας υβρίζουνε, και σας εμπαίζουνε;
Αμέσως κατόπιν έστειλε αρκετούς στρατιώτες με την διαταγή να καρφώσουν σ’ όλη τη ράχη του Μάρτυρος καρφιά κατόπιν να τον σύρουν από την Μαγνησία σε κάποια άλλη πόλι, Αντιόχεια ονομαζομένη. Δεν φαίνεται να ήταν η μεγάλη Αντιόχεια της Συρίας, διότι ήτανε πολύ μακρυά. Κατά δε την αρχαιότητα υπήρχαν και άλλες είκοσι οκτώ πόλεις, που έφεραν το όνομα Αντιόχεια.
Πράγματι! Πήγανε οι στρατιώτες και μπήξανε τα καρφιά με πολλή σκληρότητα και ασπλαχνία στο σώμα του Μάρτυρος. Κατόπιν τον δέσανε από την μεγάλην γενειάδα του και τον τραβούσανε αλύπητα οι απάνθρωποι, χωρίς καθόλου να σκεφθούν τα βαθειά γεράματά του.
Στην φωτιά να τον κάψουν
Έπειτα από αυτό οι στρατιώτες φοβηθήκανε και πήγανε τον Άγιο με άνεσιν στην Αντιόχεια. Δεν θελήσανε όμως και να παραβούν το πρόσταγμα του άρχοντός των.
Αλλά ο διάβολος μετασχηματίστηκε σαν γέροντας και φάνηκε στον Σεβήρο λέγοντας:
— Αλλοίμονό σου, βασιλεύ. Εγώ είμαι ο βασιλεύς των Σκυθών και ήλθε στην πατρίδα μου ένας μάγος, που τον λένε Χαραλάμπη, αυτός μου πήρε όλους τους στρατιώτες και ήλθα να σου το πω για να φυλαχθής να μη πάθης και συ το ίδιο. 
Αυτό τον εξαγρίωσε τον Σεβήρο εναντίον του Αγίου. Γι’ αυτό όταν φέρανε μπροστά του τον Άγιο διέταξε να του καρφώσουν στο στήθος μια μεγάλη σούβλα. Κατόπιν να φέρουν ξύλα, ν’ ανάψουν φωτιά και να καίνε τον Άγιο, ώσπου να ξεψυχήση.
Περάσανε λοιπόν τη σούβλα στον Άγιο και επί πολλή ώρα τον καίγανε, αλλά δεν έπαθε τίποτε ο Άγιος, διότι η φωτιά έσβυσε. Ο Άγιος λες και ξανάνοιωσε. Στεκότανε ευθυτενής και ροδοκόκκινος.
Τότε ο βασιλεύς είπε να τον λύσουν και να τον πάνε κοντά του. Πράγματι τον λύσανε. Και ο βασιλεύς, δια να δικαιολογηθή του είπε:
— Σου τα έκαμα αυτά τα μαρτύρια από φόβο διότι μου είπε ο βασιλεύς των Σκυθών ότι είσαι μεγάλος μάγος… Σε παρακαλώ να μην μνησικακήσης εναντίον μου και σε ό,τι σε ερωτήσω να μου απηντήσης. Πες μου πρώτα πόσων χρονών είσαι.
— Εκατόν δέκα τριών χρονών, του απάντησε ο Άγιος.
— Αφού λοιπόν τόσα χρόνια έζησες, πώς δεν έχεις λίγο μυαλό να γνωρίσης τους αθανάτους θεούς, παρά κάθεσαι και προσκυνάς τον Χριστόν, σαν να είσαι ανόητος;
— Επειδή, του αποκρίθηκε ο Άγιος, τόσα πολλά χρόνια έζησα, εγνώρισα την Αλήθεια και προσκυνώ τον Αληθινό Θεό, τον Παντοδύναμο και Πα¬νοικτίρμονα!
Τα δύο θαύματα
— Άκουσα, λέγει ο βασιλεύς, ότι μπορείς και νεκρούς ν’ αναστήσης.
— Αυτό, του απήντησε, μόνον ο Δεσπότης — Χριστός μπορεί να το κάμη, όχι άνθρωπος. Τότε ο Σεβήρος διέταξε και φέρανε εκεί ένα δαιμονισμένο, που βασανιζότανε ο δυστυχής από τον σατανά 36 χρόνια. Όταν αυτός έφθασε κοντά στον Άγιο, λες και καιγότανε από φωτιά, πονούσε τρομερά, γι’ αυτό φώναζε ο δαίμονας:
— Σε παρακαλώ, δούλε του Χριστού, μη με βασανίσης, αλλά ειπέ ένα λόγο και βγαίνω. Και αν θέλης να διατάξης, θα σου πω, διατί μπήκα σε αυτόν τον άνθρωπον.
— Λέγε, ακάθαρτο πνεύμα, του είπε ο Άγιος.
— Αυτός, είπε το πονηρόν πνεύμα, έκλεψε τα πράγματα του γείτονά του και κατόπιν εσκότωσε τον κληρονόμον του. Και αφού τον βρήκα σε τέτοια αμαρτία, μπήκα μέσα του και τον βασανίζω τώρα 36 χρόνια.
Τότε ο Άγιος επετίμησε τον δαίμονα και εξήλθε.
—Πραγματικά, Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών, είπε θαυμάζοντας ο βασιλεύς. Έπειτα από τρεις ημέρες, απέθανε κάποιος νέος. Και ο βασιλεύς λέγει στον Άγιο:
—Ανάστησέ τον αυτόν τον νεκρόν αν μπορής.
Ο Άγιος για να δοξασθή το όνομα του Θεού, έκαμε πολλή προσευχή και αναστήθηκε ο νεκρός. Αυτό έκαμε μεγάλη κατάπληξιν σε όλους και πολλοί από τον όχλον πιστέψανε στον Χριστό. Ο πορωμένος όμως έπαρχος Κρίσπος είπε στον βασιλέα:
—Θανάτωσέ τον επί τέλους αυτόν τον άνθρω¬πον, γιατί με τις μαγείες του κάνει αυτά τα τερατουργήματα.
Αμέσως τότε ο Σεβήρος άλλαξε γνώμην και λέγει προς τον Μάρτυρα.
— Θυσίασε, Χαράλαμπε, στους θεούς για ν’ απαλλαγής από τα βασανιστήρια.
— Όσο περισσότερο με βασανίσης, του είπε ο Άγιος, τόσο περισσότερο ευφραίνεται η ψυχή μου.
Τότε εξεμάνη ο βασιλεύς και διέταξε να του συντρίψουν με πέτρες τις σιαγόνες, και να κάψουν με λαμπάδες την γενειάδα και το πρόσωπόν του. Το πυρ όμως λες και είχε λογική, πήδησε και έκαψε όσους στεκόντουσαν κοντά.
Θαυμάζοντας με αυτά, που έβλεπε, ρωτούσε τους γύρω του άρχοντας ο βασιλεύς ποιος είναι ο Χριστός, που κάμνει τέτοια τερατουργήματα. Ο Κρίσπος, που ήταν έπαρχος είπε περιφρονητικά:
—Γεννήθηκε από μια γυναίκα, που την λέγανε Μαρία, ανύπαντρη και αμαρτωλή…
—Μη βλασφημάς έπαρχε, του είπε ο Αρίσταρχος, διότι εσύ δεν ξεύρεις από τέτοια μυστήρια.
Οι τύραννοι αιωρούνται
Τότε ο βασιλεύς μανιασμένος, γιατί δεν μπορούσε να κάμη τίποτε στον Άγιο γύρισε προς τον ουρανό και έρριχνε βέλη επάνω στον αέρα λέγοντας.
— Κατέβα, Χριστέ, αν είσαι Θεός στη γη να πολεμήσουμε. Τότε όμως έγινε μεγάλος σεισμός. Φόβος και τρόμος κατέλαβε όλους. Από το σεισμό φαινότανε ο ουρανός ότι εσεί¬ετο σαν ένα δένδρο. Αστραπές και βροντές μεγάλες ηκούοντο και αίφνης ο βασιλεύς Σεβήρος και ο έπαρχος Κρίσπος κρεμαστήκανε ψηλά στον αέρα. Φώναζε δε τότε ο βασιλεύς προς τον Άγιον λέγοντας:
— Κύριε μου Χαράλαμπε, δίκαια τα παθαίνω. Παρακάλεσε όμως τον Κύριο και Θεό σου να με γλυτώση από την τιμωρία αυτή και εγώ υπόσχομαι να γράψω σε όλες τις πόλεις να δοξάζηται το Όνομά Του.
Τότε ήλθε εκεί και η κόρη του βασιλέως, που την λέγανε Γαλήνη και του λέγει:
—Πίστεψε στον Κύριο για να σε γλυτώση και να σε λύση απ’ αυτά τα δεσμά, γιατί είναι Οικτίρμων και Πανάγαθος. Πίστεψε, γιατί αυτός ο Χριστός είναι Αληθινός, Θεός Αθάνατος. Όταν τα είπε αυτά προσκύνησε τον Άγιο και του είπε:
—Παρακάλεσε τον Κύριο ν’ απαλλάξη τον πατέρα μου από αυτούς τους πόνους και εάν μεν πιστέψη θα γίνη μεγάλο καλό, εάν όχι θα έχης τουλάχιστον εσύ τον μισθόν σου μετά θάνατον.
Τότε προσευχήθηκε ο Άγιος και σταμάτησε η οργή του Θεού. Κατέβηκαν στη γη ο βασιλεύς και ο έπαρχος και επήγανε στο παλάτι. Μείνανε τρεις ημέρες έχοντας στο νου τους διαρκώς τον φόβον του Θεού και την οργήν Του.
Η Αγία Γαλήνη
Η κόρη του βασιλέως Γαλήνη είδε εν τω μεταξύ ένα όραμα και το ανέφερε στον Άγιο.
—Μου φάνηκε, του είπε, πως βρέθηκα σε ένα περιβόλι ωραιότατο, που είχε δένδρα ευωδέστατα και κρυστάλλινη πηγή. Εκεί κοντά ήτανε ο πατέρας μου και ο έπαρχος, αλλά ο φύλαξ του κήπου τους έδιωξε με μια πύρινη ράβδο, εμένα όμως με εσήκωσε και με έβαλε μέσα με τιμή και μου είπε:
— Σε σένα δόθηκε η κατοικία αυτή και σε όσους σου ομοιάζουν για να ευφραίνεσθε μαζί πάντοτε. Αυτά είδα και σε παρακαλώ, διδάσκαλε, να μου τα εξηγήσης.
— Ο κήπος, της αποκρίθηκε ο Άγιος, που είδες είναι ο Παράδεισος των δικαίων και εναρέτων εις τον οποίον σε έβαλε ο Δεσπότης – Χριστός. Και τούτο γιατί Τον πίστεψες. Τον πατέρα σου όμως και τον έπαρχο τους έδιωξε γιατί δυστυχώς θα αποστατήσουν πάλιν από Αυτόν και θα μας κακοποιήσουν οι δυστυχείς και αχάριστοι.
Έπειτα από τριάντα ημέρες ο Σεβήρος άλλαξε γνώμη. Κάλεσε τον Άγιον και του είπε:
— Θυσίασε στους θεούς. Μ’ αυτό θα υπακούσης στην εντολήν μου και θα τιμήσης τον εαυτόν σου.
— Τα λόγια σου, βασιλεύ, είναι πικρά και ασύνετα. Δεν πρέπει να συμμορφωθώ σ’ αυτά, εγώ είμαι δούλος του Θεού και σ’ Αυτόν υπακούω.
Του κακοφάνηκε του βασιληά, που του αντιμίλησε. Γι’ αυτό διέταξε να βάλουν στον στόμα του ένα χαλινάρι, σαν να ήταν άλογο, και να τον σύρουν σ’ όλη την πόλι για να τον ρεζιλέψουν. Το είπαν και το κάμανε. Ο Άγιος όμως στο διάστημα αυτό προσευχότανε λέγοντας:
— Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, Συ έπλασες τον άνθρωπον και τον τίμησες με την θείαν Σου Εικόνα. Επίβλεψε και ίδε την μανίαν του εκτελεστού τυράννου διότι τα παθαίνω αυτά για το Όνομά Σου το Άγιον.
Στο σπίτι της ακόλαστης χήρας
Τότε θύμωσε ο τύραννος κι’ έστρεψε την οργή του στον Άγιο, που δίδαξε την Γαλήνη. Και για να τον εξευτελίση διέταξε να τον παραδώσουν σε μια χήρα και ακόλαστη γυναίκα για να τον φυλά¬ξη στο σπίτι της. Αλλά ο Θεός τον εφύλαξε από τον εξευτελισμόν ως εξής:
Μόλις πήγε ο Άγιος στο σπίτι της ακούμπησε σε ένα ξηρόν ξύλινο στύλο. Και ω! του θαύματος αμέσως ο ξηρός στύλος εβλάστησε κι’ έκανε τόσα κλωνάρια ώστε εγέμισε όλο το σπίτι. Η χήρα εκείνη μόλις είδε τέτοιο παράδοξο θαύμα προσκύνησε τον Άγιο και του είπε;
— Πήγαινε από το σπίτι μου κύριε, γιατί δεν είμαι αξία για να είσαι κοντά μου.
— Μη φοβάσαι παιδί μου, της είπε ο Άγιος, πίστεψε μονάχα στον Κύριο, που είναι Θεός σπλαχνικός.
Την άλλην ημέρα, που είδαν οι γείτονες της χήρας τέτοιο μεγάλο δένδρο με άνθη και καρπούς μέσα στο δωμάτιό της, εθαύμασαν και μπήκανε μέσα στο σπίτι. Βρήκανε εκεί τον Άγιο, που δίδασκε και τον ερώτησαν:
— Πες μας, συ είσαι ο Χριστός, που λένε;
—Όχι, τους απάντησε. Εγώ είμαι δούλος του Δεσπότου — Χριστού του Αληθινού Θεού και με την Χάριν Του και την δύναμίν Του κάμνω τα θαύματα.
Τότε η γυναίκα εκείνη τους είπε την υπόθεσιν και εγκωμίαζε τον Άγιον. Όλοι τους δε τον προσκύνησαν, πιστέψανε στον Χριστό και βαπτιστήκανε. Την άλλην ημέρα ανήγγειλαν στο βασιληά το θαυμαστό αυτό γεγονός. Και ενώ όλοι εθαυμάζανε, ο πορωμένος έπαρχος είπε:
—Πρόσταξε βασιλεύ ν’ αποκεφαλίσουν αυτόν τον πλάνον, για να μην μείνη και κάνη και άλλα τέρατα και σημεία και πιστέψουν στον Χριστό περισσότεροι.
Τέλος ειρηνικόν
Πράγματι ο βασιλεύς εξέδωκε εναντίον του Αγίου την καταδικαστικήν απόφασιν. Οι δήμιοι επήραν την απόφασιν, πήρανε και τον Άγιο και τον φέρανε στον τόπο της θανατικής εκτελέσεως.
Ο Άγιος Χαράλαμπος καιόμενος επί της πυράς
Ο Άγιος όμως στο δρόμο, καθώς έσερνε τα κουρασμένα και πληγωμένα και γέρικα πόδια του, προσευχότανε με ψαλμούς προς τον Κύριον, που τους ήξερε απ’ έξω. Έλεγε μεταξύ των άλλων και τον εκατοστό ψαλμό:
«Έλεος και κρίσιν άσομαί Σοι Κύριε…».
Όταν ο Άγιος έφτασε εκεί σήκωσε τα χέρια του και τα μάτια του στον ουρανό και προσευχήθηκε:
— Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, είπε, γιατί είσαι ελεήμων και φιλάνθρωπος. Συ Παντοδύναμε εκτύπησες τον εχθρόν μας διάβολον. Συ εκτύπησες και τον Άδην με το να απαλλάξης από τον θάνατο το ανθρώπινο γένος. Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου.
Τότε συνέβη και το εξής θαυμαστόν. Ανοίξα¬νε για μια στιγμή οι Ουρανοί, φάνηκε ο Χριστός με πλήθος Αγγέλων. Κατέβηκε κοντά του και του λέγει:
—  Έλα, προσφιλέστατε και αγαπημένε μου Χαράλαμπε, που τόσο πολύ κακοπάθησες, για τ’ Όνομά Μου. Ζήτησέ Μου ποίαν χάριν θέλεις και θ’ ακούσω την δέησίν σου.
—  Και το ότι αξιώθηκα, αποκρίθηκε ο Μάρτυρας, να ιδώ την φοβεράν δόξαν της παρουσίας Σου, αυτό είναι μεγάλο χάρισμα σ’ εμένα τον ελάχιστο. Αλλά επειδή η αγαθότης Σου, Κύριε, με προστάζει να Σου ζητήσω χάρι, παρακαλώ να μου κάνης την εξής:
Σε όποιο τόπο βρεθή τεμάχιο από το λείψανόν μου και σ’ όποια χώρα γιορτάζουν το μαρτύριό μου, να μην γίνη εκεί ποτέ πείνα, ούτε πανώλης που θα θανατώνη τους ανθρώπους πρόωρα. Ούτε πονηρός άνθρωπος που να βλάπτη τους καρπούς, αλλά να είναι σ’ αυτόν τον τόπον ειρήνη σταθερή, ψυχών σωτηρία και σωμάτων θεραπεία. Να είναι αφθονία σίτου, οίνου, ελαίου, τετραπόδων και άλλων χρησίμων πραγμάτων.
Τύλαγε δε γερά τα βόδια και όλα τα τετράποδα ζώα των ανθρώπων για να γεωργούν τη γη και να δοξάζηται το Όνομά Σου. Συγχώρεσε, Κύριε, σε παρακαλώ και τις αμαρτίες των, ως Αγαθός και Φιλάνθρωπος.
—Να γίνη πιστέ Μου δούλε, το θέλημά σου! Είπε ο Κύριος και αμέσως εξηφανίσθη.
Μετά ταύτα, ο Άγιος παρέδωσε αμέσως την αγιασμένη του ψυχή στο Χριστό ειρηνικά, πριν προλάβη ο δήμιος να του κόψη την κεφαλήν! Ο Θεός δεν θέλησε να ταλαιπωρηθή περισσότερο. Αρκετά βασανίστηκε.
Τα άγια λείψανά του θαυματουργούν
Το Άγιό του λείψανο το παρέλαβε κατόπιν η μακαρία Γαλήνη και το ενεταφίασε μέσα σε χρυσή θήκη, αφού του έβαλε πολύτιμα μύρα και αρώματα. Κατόπιν το Άγιο και πανσεβάσμιο λείψανο του ενδόξου Ιερομάρτυρος Χαραλάμπους, μοιράστηκε χάριν ευλαβείας στους απανταχού Ορθοδόξους Χριστιανούς. Διώχνει δε το Άγιο λείψανο τα βάσανα και κάθε ασθένεια, από όσους τον παρακα¬λούνε.
Υπάρχουν και σήμερα σε πολλούς Ναούς και Μοναστήρια τεμάχια λειψάνων του Αγίου Χαραλάμπους. Η Αγία και πάντιμος Κάρα του βρίσκεται επάνω στα Μετέωρα της Θεσσαλίας, εις το Μοναστήρι του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Κάμνει δε συχνά παράδοξα κι’ εκπληκτικά θαύματα. Υπάρχει εκεί και φυλλάδα, που περιέχει τα θαύματα του Αγίου.
Ιδίως φυλάττει τους ανθρώπους από την φοβερή νόσο της πανώλους. Γι’ αυτό όσες φορές ενέσκηπτε η φοβερή αυτή αρρώστεια, κατεβάζανε οι Πατέρες την Αγία Κάρα του κάτω στις πόλεις και το κακό σταματούσε αμέσως. Το 1812 η τρομερή αρρώστεια της πανώλους εθέριζε όλη την Ήπειρο. Τότε κάποιος, Μολοσσός ονόματι, πατέρας του Ζώτου Μολοσσού, που έγραψε το λεξικό των Αγίων Πάντων, επήγε στα Μετέωρα κι’ έφερε στην Ήπειρο την Τιμία Κάρα του Αγίου Χαραλάμπους και σταμάτησε το θανατικό.
Επίσης πολλοί πιστοί την καλούνε στα σπίτια τους, την κατασπάζονται μ’ ευλάβεια και κάνουν Αγιασμό. Και έτσι απαλλάσσονται από κάθε κακό.
Το 1897   έγινε ο Ελληνοτουρκικός  πόλεμος. Τότε οι Τούρκοι πήρανε την Αγία Κάρα και την εκτύπησαν με χίλιους δυο τρόπους για να ανοίξη και να πάρουν μόνον το αργυρό κουτί της. Δεν μπο¬ρέσανε όμως να το ανοίξουνε. Ο Θεός τους έδωσε την τιμωρίαν, γιατί κάνανε οι Τούρκοι και άλλες ιεροσυλίες. Αρρωστήσανε δε όλοι τους βαριά. Πεθάνανε τότε 35.000 Τούρκοι στην Θεσσαλία από τύφο δια θαύματος του Αγίου.
Όταν έμαθε ο Σουλτάνος, ότι χάθηκε τόσος πολύς στρατός στην Θεσσαλία, έγραψε στον Διοικητή του τουρκικού στρατού, Εδέμ, επίσημο γράμμα και τον ρωτούσε:
—Πώς χάθηκε αυτός ο στρατός, αφού δεν έγινε καμμιά μάχη με τους Έλληνας; Και ο Εδέμ απήντησε τότε ως εξής!
—Όσοι Τούρκοι χάλασαν Εκκλησίες και Μοναστήρια πεθάνανε από τύφο. Εγώ το χέρι του Θεού δεν μπόρεσα να Το εμποδίσω. Όλοι οι κακοί Τούρκοι κακώς απέθαναν!
ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΑΥΜΑΤΑ
Πολύ τιμάται σήμερα ο Άγιος Χαράλαμπος εις όλην την Ελλάδα. Εις τας Αθήνας υπάρχουν δύο Ναοί που γιορτάζουνε μεγαλοπρεπώς στις 10 Φεβρουαρίου. Ο Ένας είναι στα Ιλίσσια και ο άλλος στο πεδίον του Άρεως. Ιδιαιτέρως όμως τιμάται και μεγαλοπρεπώς εορτάζεται εις τα Φιλιατρά της Πελοποννήσου.
Το σπουδαίον είναι εις τον Άγιον αυτόν, ότι η μνήμη του διατηρείται μέχρι σήμερον τόσον ζωηρή, καίτοι πέρασαν αιώνες, και μολονότι δεν είχε συγγράμματα που να διαβάζονταν και να τον φέρνουν στο μυαλό μας. Πού οφείλεται αυτό; Ασφαλώς οφείλεται στην μεγάλην αγιότητά του, στα σκληρά μαρτύριά του και στα πολλά θαύματά του, που έχει κάμει μέχρι σήμερα και κάμει συνεχώς. Είναι δε τόσα πολλά τα θαύματά του, που για να γραφούν δεν έφθανε όχι μόνον το βιβλιαράκι αυτό, αλλά και πολύτομα και πολυσέλιδα βιβλία.
Αναφέρομεν ενδεικτικώς μόνον δύο θαύματά του σύγχρονα.
Πως έσωσε την πόλιν των Φιλιατρών
Το ένα έγινε στα Φιλιατρά το 1943, στο καιρό της μαύρης Κατοχής της Ελλάδος από τους Γερμανούς. Το θαύμα αυτό συνεκίνησε και συγκινεί μέχρι σήμερα, όχι μόνον τους Φιλιατρινούς, αλλά και όλους τους Έλληνας.
Το Γερμανικό Στρατηγείο από την Τρίπολι διέταξε τον Γερμανό Διοικητή των Φιλιατρών, Κοντάου ονόματι, για κάποιο σαμποτάζ που είχαν κάνει οι αντάρτες, να κάψουν την πόλιν των Φιλιατρών, να σκοτώσουνε ένα αριθμόν προκρίτων Φιλιατρινών και να συλλάβουνε 1.500 άλλους Φιλιατρινούς και να τους στείλουν στη Γερμανία, από όπου φυσικά δεν επρόκειτο να γυρίση κανένας πίσω.
Ο αξιωματικός Κοντάου έδωσε με την σειρά του διαταγή στους στρατιώτες του να προχωρήσουν την άλλη ημέρα στις έξη το πρωί με τα σύνεργα της καταστροφής, χωρίς οίκτο στην εκτέλεσι της διαταγής.
Αυτό, το έμαθε στην Τρίπολι ο ιεροκήρυξ Αρχιμανδρίτης Θεόδωρος Κωτσάκης, που κατήγετο από τα Φιλιατρά, θλίψις και στενοχώρια κατέλαβε όλους, δεν ξέρανε τι να κάνουνε για να γλυτώσουν τα Φιλιατρά και τους Φιλιατρινούς. Επήρε κάποιον που εγνώριζε τα γερμανικά και πήγε στο σπίτι του Γερμανού στρατηγού στη Τρίπολι. Σταθήκανε στο διάδρομο. Αλλά ακούσανε μέσα στο γραφείο του στρατηγού φωνές, κακό, βρισιές, αναστάτωση μεγάλη. Κάποια Ελληνίδα τον τράβηξε από το ράσο να φύγη, για να μην τους εκτελέσουν επί τόπου και αυτούς.
Βγαίνοντας τότε ο ιεροκήρυξ, ειδοποίησε όλα τα σπίτια των Φιλιατρινών στην Τρίπολι να προσευχηθούν τη νύκτα στον Άγιο Χαράλαμπο, τον πολιούχο των Φιλιατρών για να βάλη το χέρι του. Αυτός δε κλείστηκε στο δωμάτιό του και προσευχότανε με πόνο. Το ίδιο κάνανε στα Φιλιατρά οι κάτοικοι, που κάτι μυριστήκανε και αυτοί.
Ο Άγιος άκουσε την προσευχή τους και έκανε το θαύμα. Ο Άγιος παρουσιάζεται την νύκτα στον Κοντάου που κοιμότανε. Παρουσιάστηκε σαν γέροντας σοβαρός, μεγαλοπρεπής, ιεροπρεπής, ιεροφορεμένος και με κατάλευκη γενειάδα. Ήτανε μια φυσιογνωμία, που δεν την είχε δη ποτέ στη ζωή του ο προτεστάντης ή μάλλον άπιστος Γερμανός. Ο σεβάσμιος γέροντας του είπε με γλυκύτητα:
—Άκουσε, παιδί μου, τη διαταγή που έλαβες να μην την εκτελέσης.
Το όνειρο ήταν ζωηρό και του έκανε εντύπωσι. Ξύπνησε και ξανακοιμήθηκε, αλλά με την απόφασι να εκτελέση την διαταγήν. Ξανά παρουσιάζεται ο Άγιος στον ύπνο του και του λέγει:
—Αυτό που σου είπα να κάμης. Την διαταγή να μη την εκτελέσης. Μη φοβηθής. Εγώ θα φροντίσω να μην τιιμωρηθής.
Ξαναξύπνησε και στο μυαλό του στριφογύριζαν τα λόγια που του είπε. Αλλά ήταν αδύνατο να μην εκτελέση την διαταγή, διότι θα εκτελούσαν αυτόν οι Γερμανοί. Ξανακοιμήθηκε. Ξαναπαρουσιάζεται και εκ τρίτου ο σεβάσμιος γέροντας και του λέγει:
—Σου είπα να μην φοβηθής. Εγώ θα φροντίσω και δεν θα τιμωρηθής. Θα σε φυλάξω δε εσένα και όλους τους άνδρας σου και θα γυρίσετε πίσω στα σπίτια σας, χωρίς να πάθη κανένας τίποτε.
Στην αρχή θέλησε να αρνηθή την εντολή του Αγίου Χαραλάμπους, και να παραστήση τον γίγαντα. Αλλά παρ’ όλη την αθεΐα του, λύγισε, διότι εν συνεχεία τη νύχτα εκείνη, ο Γερμανός αξιωματικός, όπως έλεγε ο ίδιος, άκουσε στον ύπνο του φωνές και κλάμματα, σαν προέρχωνται από τυραννισμένους ανθρώπους κάπου εκεί δίπλα στην αυλή του. Ύστερα πλησίαζαν ζωντανές μορφές, που έμοιαζαν σαν γυναίκες, γυναίκες πολλές, που κτυπούσαν κεφάλια και στήθια από αφόρητη δυστυχία και πόνο. Θρηνούσαν, αγανακτούσαν και καταριόντουσαν από πόνο για την σφαγή των παιδιών τους και των εγγονών τους, που επρόκειτο να γίνη. Όλες αυτές οι φωνές γίνανε υστέρα σύννεφο και ανέβαιναν προς τα ύψη του Ουρανού, χωρίς να πέφτη τίποτε στη γη.
Και ακόμη έβλεπε στον ύπνο του ο Γερμανός αξιωματικός κάτι σκοτεινόμακρα σύννεφα, που έβγαιναν από το δωμάτιό του και ανέβαιναν και σκίαζαν τον ήλιον, ο οποίος κρυβότανε από τα σύννεφα αυτά σαν να ήτανε άνθρωπος και σκοτείνιαζε τα πρόσωπα των στρατιωτών του. Άλλοι από τους Γερμανούς τρόμαζαν και άλλοι ζητούσαν βοήθειαν, κάμνοντας τον Σταυρό τους. Και όλοι τους τρέχανε να κρυφτούνε πίσω από τους κορμούς των ελαιών.
Από τον τρόμο του ξύπνησε. Πήγε να μιλήση, αλλά δεν μπορούσε, παρά κρατούσε ανοιχτό το στόμα του και κοίταζε την εικόνα του ονείρου του. Κοίταζε το γέρο εκείνο, που τον είδε μέσα στο όνειρό του τρεις φορές και ο οποίος είχε μορφή Αγίου της Ορθοδοξίας. Όταν συνήλθε από τους εφιάλτες, άρχισε να σκέφτεται το κακό, που επρόκειτο να γίνη: Να σκοτώνωνται άνθρωποι και σαν τα σκυλιά να μένουν άθαφτοι. Να καίγωνται σπίτια σε ένα λεπτό, που απαιτούσαν αιώνες για να κτισθούν!
Οι σκέψεις αυτές τον αναστάτωσαν. Αλλά πάλιν έλεγε:
—Εγώ είπα να κάψω την πόλιν. Και θα την κάψω. 
Τότε έκλεισε τα μάτια του. Και ο γέρος, ο Άγιος Χαράλαμπος, εμφανίσθηκε ξανά μπροστά του απειλητικός και επίμονος. Με φωνή δε δυνατή και επιτακτική του είπε:
—Πρόσεξε! Η πόλις δεν θα καή και οι κάτοικοι δεν θα συλληφθούν. Είναι αθώοι. Το ακούς;
Σηκώθηκε τότε ο Γερμανός, στερέωσε τα γόνατά του, που τρέμανε και πήρε το τηλέφωνο. Με τρεμάμενη φωνή τηλεφωνούσε στη Τρίπολι, στο Γερμανό Διοικητή της Πελοποννήσου. Και ο Διοικητής εκείνος άνοιγε το στόμα του, για να δώση συμβουλές αλλά πάλιν κόμπιαζε. Πήγαινε να αγριέψη, για να εκτελεστή η διαταγή του, αλλά δεν μπορούσε. Τί είχε συμβή; Και ο ίδιος αυτός το ίδιο βράδυ είχε δη στο όνειρό του τον Άγιο Χαράλαμπο όπως τον είδε και τον περιέγραψε στο τηλέφωνο και ο αξιωματικός του από τα Φιλιατρά. Τελικά αποφάσισε και είπε στον αξιωματικό των Φιλιατρών:
—«Γράψατε. Αναστέλλω την καταστροφήν της πόλεως. Έλθετε αμέσως ενώπιόν μου αύριον μεσημβρία».
Όταν ξημέρωσε ανακοινώθηκε η ανάκλησις της αποφάσεως των Γερμανών. «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός και εις το πρωί αγαλλίασις». Ξεχύθηκαν στο άκουσμα χαρούμενοι οι άνθρωποι στα καφενεία, στη πλατεία, στους δρόμους…
Μια ομάδα, τότε από Γερμανούς στρατιώτες και υπαξιωματικούς, έχοντες στη μέση τον αξιωματικό τους Κοντάου και δυο Ορθοδόξους ιερείς, περνούσαν από τους δρόμους και πηγαίνανε από τη μια Εκκλησία στην άλλη. Αρχίσανε από τον Άη Γιάννη, από τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Αθανάσιο και τελικά κατευθυνόνταν προς την Παναγιά.
Ο αξιωματικός έψαχνε να βρη την Εικόνα του Αγίου, που είδε στον ύπνο του. Όταν του ανοίξα¬νε την πόρτα του Ναού της Παναγίας, ανεγνώρισε μέσα στις εικόνες τον Άγιο Χαράλαμπο, που είδε στον ύπνο του και τον πρόσταζε. Η φωνή του κόπηκε. Ντράπηκε για τον εγωισμό του. Σκέπασε με τα χέρια του το πρόσωπό του. Σε λίγο τα κατέβασε. Έκαμε, αυτός ο Προτεστάντης και άθεος, τον Σταυρό του. Είπε μερικές προσευχές στη γλώσσα του, τις οποίες οι ιερείς δεν μπορέσανε να τις ερμηνεύσουν.
Ρώτησε εν συνεχεία τους Ιερείς να του πούνε ποιος ήτανε ο γέροντας της εικόνος. Του διηγηθήκανε, ότι αυτός είναι ο Άγιος Χαράλαμπος που υπέστη πολλά μαρτύρια για το Χριστό. Του είπα¬νε έπειτα για τα θαύματα που έκανε, και κάμνει και άλλα πολλά.
Η χαρά των Φιλιατρινών και η ευγνωμοσύνη τους στον Άγιο δεν περιγραφότανε. Δοξάζανε το Θεό και ευχαριστούσανε τον Άγιο Χαράλαμπο για το θαύμα του.
Όπως δε του είπε του Φρουράρχου, ο Άγιος, αυτός και όλοι οι άνδρες της φρουράς εκείνης επέστρεψαν, όταν τελείωσε ο πόλεμος, στη Γερμανία και στα σπίτια τους, χωρίς να πάθη κανείς τους τίποτε.
Διετήρησε δε ο Γερμανός ζωηροτάτην την μνήμην του θαύματος κι’ ευγνωμονούσε τον Άγιο. Ήθελε να επιστρέψη από την Γερμανία για να τον προσκυνήση. Πράγματι, έπειτα από δύο χρόνια, ξεκίνησε με την γυναίκα του και ήλθανε από την Γερμανία στα Φιλιατρά. Δεν πρόλαβε όμως την γιορτή του Αγίου, διότι έφτασε μια μέρα αργότερα, στις 11 Φεβρουαρίου.
Όταν όμως τον είδανε οι Φιλιατρινοί, χαρήκανε χαρά μεγάλη και ξαναγιορτάσανε. Ψάλλα¬νε δοξολογία και του κάνανε υποδοχές, γιορτές, τραπέζια και χαρές. Μέχρι σήμερα πολλές φορές ο Γερμανός αυτός με την γυναίκα του, τα παιδιά του και με άλλους πατριώτες του πήγαινε στις 10 Φεβρουαρίου στα Φιλιατρά και προσευχηθήκανε με πίστι στον Άγιο. Στην καρδιά του άνθισε η Ορθοδοξία.
Στην Πολυκλινική των Αθηνών
Το άλλο θαύμα έγινε εις τον Κων/τίνον Λιβαδάν, υπάλληλον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όταν ήτανε νέος. Ιδού πώς το περιγράφει:
«Τον Ιανουάριο του 1931 ενοσηλευόμην στην Πολυκλινικήν Αθηνών με απόστημα εις το ήπαρ. Επί τεσσάρας εβδομάδας με εβασάνιζε ο πυρετός. Είχαν νυχθημερόν 38-40 βαθμούς και πόνους φοβερούς. Απεφασίσθη να γίνη εγχείρισις.
Ήταν παραμονή του Αγίου Χαραλάμπους 9 Φεβρουαρίου του 1931. Το εσπέρας και ενώ ευρισκόμην ένεκα του μεγάλου πυρετού εις λήθαργον και εξαντλητικήν κατάστασιν, βλέπω να εισέρχεται ένας ιερωμένος μεγαλοπρεπής με μακρυά γενειάδα. Επλησίασε εμένα και όχι τον απέναντί μου ασθενή, που χαροπάλευε από περιτονίτιδα. Μου εθώπευσε το κεφάλι και μου είπε: «Μη φο¬βάσαι… Αύριο θα είσαι τελείως καλά. Είσαι καλό παιδί».
Ερώτησα, όταν έφυγε, την ευρισκομένην κοντά μου και τελούσαν χρέη νοσοκόμου Μοναχήν Ευανθίαν, ποιος ήτο ο Κληρικός, που ήλθε;
—Δεν είδα κανένα Κληρικό, είπε εκείνη.
Της εξιστόρησα κατόπιν το συμβάν. Σταυροκοπήθηκε και μου είπε:
—Αύριον είναι του Αγίου Χαραλάμπους, θα είσαι καλά.
Έπεσα κατόπιν εις βαθύτατον ύπνον. Ο πυρετός από την ώραν εκείνην άρχισε να κατεβαίνη. Το πρωί ήμην απύρετος, τελείως καλά και χωρίς πόνους στο ήπαρ. Το πρωί με εξήτασαν ο χειρούργος καθηγητής Ν. Αλιβιζάτος και ο αδελφός του Ανδρέας, παθολόγος, να κανονίσουν τα της εγχειρίσεώς μου. Ερευνούσαν και αναζητούσαν δια της ψηλαφίσεως το απόστημα, αλλά δεν το εύρισκον, ούτε την σκλήρυνσιν και την διόγκωσιν (οκτώ δακτύλων) του ήπατος. Το ήπαρ ήτο φυσιολογικόν!
Η Μοναχή εξιστόρησε εις τους Καθηγητάς το νυκτερινό συμβάν. Μου δείξανε και την Εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους, την οποίαν ανεγνώρισα. Ήταν ο ίδιος που είχα ιδή. Οι καθηγηταί κατάπληκτοι ανεφώνησαν:
—Ψηλά τα χέρια. Κάτω τα μαχαίρια. Απόψε έγινε θαύμα του Αγίου Χαραλάμπους στην Πολυκλινική!
Αργότερα και μετά παρέλευσιν ετών έμαθα, ότι ο Άγιος Χαράλαμπος είναι ιατρός των λοιμωδών νόσων, όπως ήταν και η ιδική μου».
Κ. ΛΕΙΒΑΔΑΣ
Ο Άγιος Χαράλαμπος στη ζωή του λαού
Ο Άγιος Χαράλαμπος σε πολλά μέρη της Ελλάδος τιμάται, διότι είναι προστάτης από τας λοιμώδους νόσους και ιδίως από την πανούκλα. Γι’ αυτό και ο Άγιος απεικονίζεται πατώντας την πανώλη, η οποία παρουσιάζεται, σαν ένα τερατόμορφο γύναιο που ξερνάει καπνούς από το στόμα. Γι’ αυτό του έδωσε ο Θεός την χάριν αυτήν.
Ήτανε μεγάλη η υπηρεσία, που προσέφερε ο Άγιος στους γεωργούς τότε που δεν υπήρχαν κτηνίατροι, τα δε βόδια ήτανε αναγκαιότατα στην οικογένεια.
Παλαιότερα οι ζευγολάτες, την παραμονή της γιορτής του Αγίου ανάβανε στα σπίτια τους κοντά στο τζάκι μια μεγάλη λαμπάδα από καθαρό κηρί εις μνήμην του Αγίου και καιγότανε όλη την νύχτα. Το δε πρωί πηγαίνανε πρόσφορο στην Εκκλησία για να λειτουργηθή. Και όλα αυτά για να φυ¬λάξη ο Άγιος Χαράλαμπος τα βόδια του γερά καθ’ όλη τη χρονιά.
Είναι προστάτης και όλων των ζώων. Γι’ αυτό στη Κρήτη οι τσοπάνηδες, όταν τα ζωντανά τους δεν πάνε καλά, τον παρακαλούνε να τα θεραπεύση.
Στην Πρέβεζα ο Άγιος Χαράλαμπος είναι πολιούχος. Στην Εικόνα του κρεμάνε πλήθος αφιερωμάτων. Από τα αφιερώματα χαρακτηριστικό είναι ένα πουκαμισάκι που κατασκευάζεται από πανί. Αυτό γίνεται σε μια μέρα!. Γι’ αυτό λέγεται και μονομερίτικο…
Αυτό συμβαίνει ως εξής: Κάποια νύχτα συγκεντρώνονται σ’ ένα σπίτι μερικές γυναίκες, όπου γνέθουν και υφαίνουν βαμβάκι. Μ’ αυτό το ύφασμα, που γίνεται σε μια μέρα φτιάχνουν το πουκαμισάκι.
Το αφιέρωμα αυτό ξεκινάει από ένα γεγονός που αναφέρεται στην θαυματουργή δράσι του Αγίου. Κάποτε τον Άγιο Χαράλαμπο τον επεσκέφθησαν χωρικοί που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους κι’ έτρεξαν κοντά του γιατί η πανώλης τους θέριζε καθημερινώς. Από ευγνωμοσύνη δε διότι ο Άγιος στάθηκε προστάτης τους, του έκαναν δώρο ένα πουκάμισο που γνέθηκε και πλέχθηκε από βαμβάκι και ράφτηκε μέσα σε μια μέρα…
Απολυτίκιον. Ήχος δ’.
Ταχύ   προκατάλαβε.
Ως στύλος ακλόνητος της Εκκλησίας Χριστού και λύχνος αείφωτος της οικουμένης σοφέ, εδείχθης Χαράλαμπες. Έλαμψας εν τω κόσμω, δια του Μαρτυρίου, έλυσας των ειδώλων την σκοτόμαιναν, μάκαρ. Διό εν παρρησία Χριστώ, πρέσβευε σωθήναι ημάς.
Κοντάκιον. Ήχος δ’.
Επεφάνης σήμερον
Ως φωστήρ ανέτειλας, εκ της εώας, και πιστούς εφώτισας, ταις των θαυμάτων σου βολαίς, Ιερομάρτυς Χαράλαμπες. Όθεν τιμώμεν, την Θείαν σου άθλησιν.

2. Άγιος Αθανάσιος Χριστιανουπόλεως
Άγιος Αθανάσιος ο Νέος, ο Θαυματουργός επίσκοπος Χριστιανουπόλεως
ix8ys
6-7 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε στην Καρύταινα της Γορτυνίας περί το 1640 μ.Χ. (κατά άλλους στην Κέρκυρα το 1664 μ.Χ.) και το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος Κορφηνός. Οι γονείς του ονομάζονταν Ανδρέας και Ευφροσύνη και είχαν ακόμη τρία τέκνα. Υποθέτουμε πως τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην γενέτειρά του και στην συνέχεια μάλλον φοίτησε στην περίφημη σχολή της μονής Φιλοσόφου και αργότερα, ως κληρικός, στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν ο Αναστάσιος βρισκόταν σε ηλικία γάμου, οι γονείς του παρά την επιθυμία του να ακολουθήσει τη μοναχική πολιτεία, επέμεναν να τον νυμφεύσουν. Ο πατέρας του μάλιστα, χωρίς καν να έχει την σύμφωνη γνώμη του υιού του, τον αρραβώνιασε στην Πάτρα με την θυγατέρα ενός πλούσιου άρχοντος και στην συνέχεια τον έστειλε στο Ναύπλιο να προμηθευθεί τα γαμήλια πράγματα. Ο Αναστάσιος υπάκουσε στην πατρική εντολή και ξεκίνησε για το Ναύπλιο. Στον δρόμο του πέρασε και από το εκκλησάκι της Παναγίας στο Βιδόνι, κοντά στο χωριό Σύρνα και ζήτησε την θεία φώτιση.
Στο Ναύπλιο, αφού αγόρασε ότι έπρεπε, πήρε την μεγάλη απόφαση. Αναφέρεται πως την προηγούμενη νύχτα της προγραμματισμένης αναχωρήσεώς του για την Καρύταινα, ενώ βασανιζόταν από τους λογισμούς τι να πράξει, είδε στον ύπνο του την Παναγία μαζί με τον Τίμιο Πρόδρομο, η οποία αποκαλώντας τον με το όνομα που επρόκειτο να λάβει αργότερα ως μοναχός, του είπε, σύμφωνα με τα γραφόμενα του πρώτου βιογράφου του: «Σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ὑπηρέτην τοῦ Υἱοῦ μου ἐπιθυμῶ νὰ γίνεις, Ἀθανάσιε. Ἀπέστειλε, λοιπόν, τοὺς δούλους σου μὲ τὰ νυμφικὰ ἱμάτια πρὸς τὸν πατέρα σου καὶ ἡ κόρη ἂς συζευχθεῖ ἄλλον ἄνδρα. Ἐσὺ δὲ νὰ πορευθεῖς στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβεις ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου εὐδόκησε». Έτσι κι έγινε. Ο Αθανάσιος απέστειλε πίσω τους δούλους και αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, όπου, αφού έγινε μοναχός με το όνομα Αθανάσιος, χειροτονήθηκε κατόπιν διάκονος και πρεσβύτερος.
Επί της πρώτης πατριαρχίας του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιακώβου, ο Άγιος Αθανάσιος χειροτονείται Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως, υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Αρκαδίας, σε διαδοχή του Μητροπολίτου Ευγενίου, που με βάση σωζόμενα έγγραφα αρχιεράτευσε στην εκκλησιαστική αυτή επαρχία από το 1645 μ.Χ. έως το 1673 μ.Χ. τουλάχιστον. Ως χρόνο της χειροτονίας του πρέπει να υποθέσουμε το αργότερο τα τέλη του 1680 μ.Χ. ή τις αρχές του 1681 μ.Χ., γιατί για πρώτη φορά απαντάται τον Απρίλιο αυτού του έτους, όταν υπογράφει ως μέλος της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη αφοριστικό γράμμα προς τον Μητροπολίτη Ευρίπου και Επίτροπο Μελενίκου.
Ως προς την έδρα της Μητροπόλεως, ο τίτλος «Χρφιστιανουπόλεως» οδηγεί στην Χριστιανούπολη, το σημερινό χωριό Χριστιάνοι. Ουσιαστική όμως έδρα της Μητροπόλεως πρέπει να θεωρήσουμε με ασφάλεια την πόλη της Κυπαρισσίας.
Η κατάσταση της επαρχίας του Αγίου ήταν οικονομικά, εκκλησιαστικά και ηθικά απελπιστική. Όσο υπήρχε στην Πελοπόννησο η Τουρκική κατάσταση, η θέση των Χριστιανών από οικονομική πλευρά ήταν δεινή. Η θρησκευτική κατάσταση, παρά την ευεργετική δράση των μοναχών του Λουσίου και της σχολής της μονής Φιλοσόφου και όποιων άλλων, δεν διέφερε και πολύ, τα δύσκολα εκείνα χρόνια, από την κατάσταση της υπόδουλης χώρας.
Ο Άγιος Αθανάσιος άρχισε αμέσως τον αγώνα προκειμένου να αντιμετωπίσει τα διάφορα προβλήματα και να βελτιώσει την κατάσταση. Πρώτο μέλημά του ήταν η εξεύρεση κατάλληλων νέων για τι ιερατικό αξίωμα. Προκειμένου να πετύχει τον στόχο του ο Άγιος σύστησε σχολεία για την στοιχειώδη λειτουργική και λοιπή εκπαίδευση των υποψηφίων και παράλληλα παραιτήθηκε από κάθε συνηθισμένη τότε οικονομική προσφορά, που δινόταν εκ μέρους τους στον Αρχιερέα για την συντήρηση του ιδίου και της Επισκοπής. Πιστεύοντας ο Άγιος πως η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ο ιερός θεσμός, που διατηρεί την γνήσια πίστη στον Χριστό και ο συνεκτικός κρίκος, που ενώνει τους υπόδουλους Έλληνες και συντηρεί την εθνική συνείδηση και ακόμα πως οι εκκλησίες είναι το κέντρο αναφοράς και το σημείο συναντήσεως και κοινωνίας των δύστυχων Ελλήνων, φρόντισε για την επισκευή και συντήρησή τους, όσο βέβαια αυτό ήταν εφικτό και από οικονομικής πλευράς και από πλευράς χορηγήσεως αδείας από τους Τούρκους. Ο Άγιος ενδιαφέρθηκε και για τα μοναστήρια, τις ιερές αυτές εστίες της σωτηρίας, τα κέντρα φωτισμού και φιλανθρωπίας, που πρωτοστάτησαν στον αγώνα για την ελευθερία του υπόδουλου Γένους.
Προς το ποίμνιό του ο Άγιος Αθανάσιος στάθηκε αληθινός Επίσκοπος και μιμητής του Χριστού, που ενδιαφέρθηκε όχι μόνο για τους τόπους λατρείας, αλλά και για την διακονία του λαού του, προκειμένου να τον ανακουφίσει από τα καθημερινά δεινά της ζωής και της δουλειάς. Η αγάπη του προς τα ορφανά, τις χήρες, τους ανήμπορους γέροντες, τους διωκόμενους και αδικούμενους ήταν μοναδική.
Ο Τριαδικός Θεός παρέσχε στον Άγιο «μισθό» και τον αξίωσε ήδη από την επίγεια ζωή του αλλά και μετά την κοίμησή του να επιτελεί σημεία και θαύματα. Αναφέρεται πως, όταν ο Άγιος λειτουργούσε, την στιγμή που έβγαινε στην Ωραία Πύλη να πει το «Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἴδε…», οι πιστοί έβλεπαν μπροστά στο στόμα του ένα φεγγοβόλο αστέρι.
Έτσι, αφού ποίμανε θεοφιλώς το ποίμνιό του και διακόνησε την Εκκλησία του Χριστού, ο Άγιος Αθανάσιος κοιμήθηκε μετά από ολιγοήμερη ασθένεια το 1707 μ.Χ. ή το 1708 μ.Χ. (κατά άλλους το 1735 μ.Χ.). Λίγα χρόνια αργότερα, μεταξύ των ετών 1710 – 1713 έγινε η εκταφή του και το ιερό λείψανο βρέθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του αδιάλυτο και μυροβόλο.
3. Άγιος νεομ. Δημήτριος εις χώρα Τριφυλίας
Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΣ (1779 – 1803) Ο εκ Λιγουδίστης της Τριφυλίας και εν Τριπόλει της Πελοποννήσου μαρτυρικώς αθλήσας καλλίνικος και ένδοξος νεομάρτυς του Χριστού
Administrator
27-35 λεπτά
________________________________________
Μέσα στη σεπτή και ευλογημένη χορεία των κλεινών νεομαρτύρων της αμωμήτου χριστιανικής πίστεως συναριθμείται και ο νεομάρτυς Άγιος Δημήτριος, ο γενναιότατος και καρτερότατος αυτός νεαρός αθλητής του Χριστού, ο δι’ αποκεφαλισμού τελειωθείς στις 14 Απριλίου 1803 στην ιστορική πόλη της Τριπολιτσάς, της οποίας έκτοτε είναι ο θερμός αντιλήπτωρ και προστάτης. Ο Άγιος νεομάρτυς Δημήτριος ο Πελοποννήσιος γεννήθηκε το 1779 στη συνοικία Κάτω Ρούγα του τότε χωριού Λιγούδιστα, το οποίο είναι η σημερινή κωμόπολη της Χώρας Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Όσιο Νικηφόρο τον Χίο (1750-1821), ο Δημήτριος ήταν ο δευτερότοκος υιός του ευσεβούς Ηλία Καψαρίδη. Η ενάρετη μητέρα του απεβίωσε όμως, όταν ο Δημήτριος ήταν ακόμη βρέφος και έτσι δεν είχε τη χαρά να τη γνωρίσει και να δεχθεί τη μητρική αγάπη και φροντίδα. Ο πατέρας του παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, ελπίζοντας ότι η νέα του σύζυγος θα περιβάλλει με την πρέπουσα αγάπη και στοργή τους δύο ορφανούς γιους του. Αλλά η μητριά συμπεριφέρθηκε στα δύο δυστυχισμένα παιδιά με κακότητα και ψυχρότητα. Έτσι τα δύο ορφανά μεγάλωσαν μέσα στη φτώχεια και τη στέρηση, έχοντας δίπλα τους μία αδιάφορη και κακότροπη γυναίκα, η οποία τα περιφρονούσε και τα κακομεταχειριζόταν. Γι’ αυτό και αντί για αγάπη και φροντίδα, εισέπρατταν μίσος και περιφρόνηση. Το γεγονός αυτό τα ανάγκασε να εγκαταλείψουν την πατρική οικία και να βρουν καταφύγιο και εργασία στην Τρίπολη που την εποχή εκείνη ήταν το εμπορικό κέντρο της τουρκοκρατούμενης Πελοποννήσου με πολλά εργαστήρια και εμπορικά καταστήματα.
Ο μεγαλύτερος αδελφός του ήρθε πρώτος στην Τρίπολη και έγινε υπηρέτης σε κάποια τουρκική οικογένεια, ενώ ο Δημήτριος γνωρίστηκε με κάποιους κτίστες που ταξίδευαν από τόπο σε τόπο και έκτιζαν οικοδομές. Κάποια στιγμή ήρθε στην Τρίπολη και άρχισε να συναναστρέφεται με παιδιά τουρκικών οικογενειών. Όμως η προστριβή του με το συνεργείο των κτιστών, όπου εργαζόταν, τον ανάγκασε να καταφύγει στην τουρκική οικογένεια του Βελή Μπαρμπέρη, η οποία είχε κουρείο. Εκεί έμαθε την τέχνη του κουρέα, ενώ ταυτόχρονα παρασυρόμενος από τις δελεαστικές υποσχέσεις, αλλά και τις συνεχείς απειλές των Τούρκων, αρνήθηκε τη χριστιανική του πίστη και απάσθηκε τον μουσουλμανισμό. Έτσι υποβλήθηκε σε περιτομή, φόρεσε τουρκικά ενδύματα και σαρίκι στο κεφάλι και μετονομάσθηκε Μεχμέτ. Στο μεταξύ ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο οποίος δεν είχε τουρκέψει ακόμη, πληροφορηθείς τα γενόμενα, έτρεξε να τον συναντήσει. Μόλις τον συνάντησε, ζήλεψε την απατηλή ευτυχία του και ασπάσθηκε και εκείνος τον μουσουλμανισμό. Κάποια στιγμή όμως ο πατέρας τους πληροφορήθηκε ότι και τα δύο του παιδιά έγιναν εξωμότες. Τότε αισθανόμενος ψυχική συντριβή για το θλιβερό κατάντημα των γιων του, πήγε αμέσως στην Τρίπολη για να συναντήσει και να συνετίσει τα δύο δυστυχισμένα παιδιά του. Κανείς δεν γνωρίζει, εάν συνάντησε τον μεγαλύτερο γιο του. Ο Δημήτριος όμως πληροφορηθείς ότι τον αναζητά ο πατέρας του, κρύφτηκε από ντροπή, αλλά και από φόβο μήπως και εξοργισθεί μαζί του ο Τούρκος αφέντης του. Έτσι ο καταπικραμένος πατέρας του πήρε τον δρόμο της επιστροφής για τη Λιγούδιστα.
Η απεγνωσμένη, αλλά άκαρπη προσπάθεια του πατέρα του νεαρού Δημήτριου δεν πήγε όμως χαμένη, αφού ο Θεός είχε τον σκοπό του και δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να απωλεσθεί ο σπόρος της χριστιανικής πίστεως στην ψυχή του Δημητρίου. Έτσι κάποια στιγμή συναισθάνθηκε το τρομερό αμάρτημα της προδοσίας της πίστεως του στον Ιησού Χριστό, αλλά και της αρνήσεώς του να συναντήσει τον πατέρα του, ο οποίος υποβλήθηκε σε μεγάλο κόπο και ταλαιπωρία για να έρθει από τη Λιγούδιστα να τον ανταμώσει. Γι’ αυτό και ο νεαρός Δημήτριος κατελήφθηκε από σωτήριους λογισμούς μετανοίας και αυτοκριτικής, αφού η θεία χάρις τον επισκέφθηκε και συνειδητοποίησε ότι είχε αρνηθεί τον Χριστό, είχε προδώσει την πατρίδα του και είχε φορέσει τουρκικά ενδύματα. Έχοντας λοιπόν αυτούς τους λογισμούς, έφυγε από την Τρίπολη και αποφάσισε να μεταβεί στην πατρίδα του για να συναντήσει τον πατέρα του. Αλλά αντί να ακολουθήσει τον δρόμο που οδηγεί στη Λιγούδιστα, ακολούθησε αντίθετη κατεύθυνση και μετά από αρκετές ώρες πεζοπορία έφτασε στο χωριό Στεμνίτσα της Αρκαδίας, όπου φιλοξενήθηκε στο σπίτι μιας ευλογημένης χριστιανής. Εκεί πληροφορήθηκε ότι είχε πάρει λανθασμένο δρόμο και ότι έπρεπε να επιστρέψει στην Τρίπολη και να βρει κάποιον που θα του έδειχνε τον σωστό δρόμο για να μεταβεί στην πατρίδα του. Αφού επέστρεψε στην Τρίπολη, εργάσθηκε ως κουρέας στον Τούρκο αφέντη του μέχρι να βρει τον άνθρωπο εκείνο που θα τον οδηγούσε στη Λιγούδιστα. Όμως στην Τρίπολη γνωρίσθηκε με κάποιους χριστιανούς που θα ταξίδευαν στη Σμύρνη. Αποφάσισε λοιπόν να μην επιστρέψει στην πατρίδα του, αλλά να αναζητήσει καινούργιους κόσμους.
Έτσι έφυγε κρυφά από την οικία του Τούρκου Βελή και όταν έφτασε στους Μύλους της Αργολίδος, επιβιβάσθηκε σε πλοίο με προορισμό τη Σμύρνη. Μόλις έφτασε εκεί, πέταξε αμέσως τα τουρκικά ενδύματα, φόρεσε χριστιανικό χιτώνα και άρχισε να συναναστρέφεται μόνο με χριστιανούς, από τους οποίους έμαθε πολλά για τους αγίους της χριστιανικής πίστεως και τα μαρτύρια που υπέστησαν για την αγάπη του Χριστού. Οι συναρπαστικές αυτές διηγήσεις τον αναγέννησαν πνευματικά και τον έκαναν να συνειδητοποιήσει το τρομερό αμάρτημα της αρνησιθρησκείας. Στη συνέχεια αναχώρησε για τη Μαγνησία της Μ. Ασίας, όπου φιλοξενήθηκε σε κάποιους γνωστούς του, ενώ εξέφρασε την επιθυμία του να εξομολογηθεί τα αμαρτήματά του. Μάλιστα εξομολογήθηκε σ’ έναν πνευματικό, αλλά οι επικρατούσες συνθήκες στη Μαγνησία δεν ήταν ευνοϊκές ούτε για εκείνον ούτε και για τους υπόλοιπους χριστιανούς. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό και με την επιδημία πανούκλας που ενέσκυψε στην πόλη, τον ανάγκασαν να καταφύγει σε κοντινό χωριό, όπου όλοι οι κάτοικοι ήταν χριστιανοί. Κατόπιν αναχώρησε για τις Κυδωνίες (σημερινό Αϊβαλί) και από εκεί επισκέφθηκε την περίφημη Μονή του Τιμίου Προδρόμου που βρισκόταν στο Μοσχονήσι για να εξομολογηθεί στον Ηγούμενο της Μονής το θανάσιμο αμάρτημα της αρνήσεως της χριστιανικής του πίστεως. Η ειλικρινής εξομολόγησή του τον ηρέμησε ψυχικά και έτσι ανακουφίσθηκε από το φοβερό ολίσθημά του. Παρόλα αυτά πίστευε ότι μόνο με το αίμα του θα μπορούσε να ξεπλύνει τη μεγάλη προδοσία του.
Στο μεταξύ ο Δημήτριος εξαιτίας της μεγάλης προσέλευσης πιστών στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου με τη θαυματουργή εικόνα, αναγκάσθηκε να αναζητήσει εργασία στο Μοσχονήσι, όπου για ένα χρόνο εργάσθηκε σε καφενείο. Όμως ούτε και εκεί βρήκε την ψυχική του ανάπαυση, γεγονός που τον οδήγησε και πάλι στη Μονή για να προσκυνήσει τη θαυματουργή εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, ζητώντας από τον Άγιο να τον ενισχύσει και τάζοντάς του ένα ασημένιο καντήλι. Κατόπιν επέστρεψε στις Κυδωνίες, όπου εργάσθηκε ως κουρέας και μάλιστα μέσα από την εργασία του κέρδισε πολλά χρήματα. Το ανέλπιστα μεγάλο χρηματικό ποσό που απέκτησε από την εργασία του, το θεώρησε ως θαύμα του Τιμίου Προδρόμου, προς τιμήν του οποίου αγόρασε το αργυρό καντήλι που είχε υποσχεθεί στον Άγιο. Παράλληλα την περίοδο αυτή συνδέθηκε με φιλία μ’ έναν συμπατριώτη του έμπορο που ήταν χριστιανός, ο οποίος του διάβαζε τον βίο των νεομαρτύρων της πίστεώς μας. Μέσα μάλιστα από την ανάγνωση των συναξαρίων αναζωπυρώθηκε η φλόγα της αγάπης του στον Ιησού Χριστό, αλλά και της διακαούς επιθυμίας του να μαρτυρήσει για το όνομά Του. Γι’ αυτό και σταμάτησε να εξασκεί το επάγγελμα του κουρέα και αφού επισκέφθηκε και πάλι τη Μονή του Τιμίου Προδρόμου, παρακάλεσε τον Ηγούμενο να τον συμβουλεύσει τί να πράξει για να ξεπλύνει το αμάρτημά του. Τότε εκείνος τον έστειλε στη Χίο για να τον καθοδηγήσει πνευματικά ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου (1731 – 1805), ο οποίος εφησύχαζε την εποχή εκείνη στο Μονύδριο των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στους βορειοανατολικούς πρόποδες του όρους Αίπος πάνω από την κωμόπολη του Βροντάδου.
Όταν ο Δημήτριος έφτασε στη μυροβόλο και αγιοτόκο νήσο Χίο ο Άγιος Μακάριος, ο οποίος ήταν έμπειρος πνευματικός και γνωστός αλείπτης νεομαρτύρων, τον υποδέχθηκε με πολλή αγάπη και αφού τον παρηγόρησε, τον επαίνεσε για την αγάπη του στον Ιησού Χριστό και την προθυμία του να μαρτυρήσει για το όνομά Του. Τον συμβούλεψε όμως να εγκαταλείψει την ιδέα του μαρτυρίου, διότι εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας του μπορεί να μην αντέξει τα βασανιστήρια και έτσι να υποπέσει για δεύτερη φορά στο αμάρτημα της αρνησιθρησκείας. Του τόνισε μάλιστα ότι η ειλικρινής μετάνοια του είναι αρκετή για να συγχωρεθούν τα αμαρτήματά του και του παρουσίασε ως παράδειγμα τον Απόστολο Πέτρο, ο οποίος αρνήθηκε τον Χριστό, αλλά σώθηκε χάρη στη μετάνοιά του, όπως σώθηκαν και πολλοί άλλοι που αμάρτησαν ποικιλοτρόπως ή αρνήθηκαν τον Χριστό. Ο γενναιότατος όμως Δημήτριος του απάντησε ότι ελπίζει στον Κύριο, ο Οποίος είναι η ελπίδα των μαρτύρων και το κραταίωμα της Εκκλησίας και μάλιστα η χάρη Του θα τον ενδυναμώσει για να υποφέρει τα βασανιστήρια και τα σωματικά τραύματα. Του τόνισε επίσης ότι μόνο με το αίμα του θα ξεπλύνει τον ρύπο της ψυχής του και μόνο μ’ αυτό τον τρόπο θα βρει την ποθούμενη ψυχική ηρεμία και ανάπαυση.
Στις πατρικές νουθεσίες και προτροπές του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά ο ευλογημένος Δημήτριος δεν εναντιώθηκε καθόλου, αλλά σιώπησε, ακούγοντας με προσοχή και σεβασμό τις συμβουλές του. Μάλιστα σύμφωνα με τον βιογράφο του, Όσιο Νικηφόρο τον Χίο, ενισχύθηκε τόσο πολύ μέσα στην ψυχή του η φλόγα της αγάπης του στον Θεό, ώστε άρχισε να επιδίδεται σε σκληρούς πνευματικούς αγώνες με αυστηρές νηστείες, αδιάλειπτες προσευχές, ολονύκτιες αγρυπνίες, αμέτρητες γονυκλισίες και συνεχείς παρακλήσεις στην Υπεραγία Θεοτόκο. Μέσα από τον ακατάπαυστο πνευματικό του αγώνα έκλαιγε συντετριμμένος, όπως ο Απόστολος Πέτρος και αναστέναζε εκ βάθους καρδίας, όπως ο Τελώνης. Όλα όμως όσα έκανε, του φαινόταν λίγα για να εξιλεώσει τον Θεό. Γι’ αυτό και χτυπούσε με τα χέρια του τόσο πολύ το στήθος, το πρόσωπο και το κεφάλι του, ώστε έτρεχε αίμα από τη μύτη του. Παράλληλα είχε υποβάλλει τον εαυτό του και σε μία άλλη άσκηση. Χρησιμοποιούσε ένα σπήλαιο που βρισκόταν στους πρόποδες του όρους Αίπος παράμερα από το Μονύδριο των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου ως τόπο προσευχής και αυτοσυγκέντρωσης. Μάλιστα στο σπήλαιο αυτό, όπου επικρατούσε πολύ χαμηλή θερμοκρασία εξαιτίας του χειμώνα, υπήρχε μεγάλη υγρασία, αφού το διαπερνούσε νερό.
Στο μεταξύ ο Άγιος Μακάριος είχε γίνει μεγαλόσχημος μοναχός και με βάση τους κανόνες του μοναχισμού δεν επιτρεπόταν πλέον να ιερουργεί, αλλά ούτε και να εξομολογεί. Γι’ αυτό και καθ’ υπόδειξή του κατέφυγε ο Δημήτριος στον Όσιο Νικηφόρο τον Χίο για να καθοδηγηθεί πνευματικά. Αλλά και αυτός ο πνευματικός τον συμβούλεψε να εξαλείψει το αμάρτημά του με τη συνεχή μετάνοια και όχι με το μαρτύριο. Κανείς όμως δεν μπορούσε πλέον να τον εμποδίσει από την απόφασή του να μαρτυρήσει για την αγάπη του Χριστού. Γι’ αυτό και ζήτησε την άδεια και την ευλογία του πνευματικού του να επιστρέψει στην Τρίπολη για να ομολογήσει τον Κύριο ενώπιον των Τούρκων και να συναντήσει τον αδελφό του, ώστε να τον παρακινήσει να ομολογήσει και εκείνος το όνομα του Χριστού. Βλέποντας ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος τη σταθερή και αμετάβλητη απόφαση του Δημητρίου, τον συμβούλεψε με τις απαραίτητες πνευματικές νουθεσίες και αφού του έδωσε μία συστατική επιστολή, τον έστειλε στην Πελοπόννησο για να συναντήσει τον Ιεροκήρυκα Αγάπιο τον εκ Δημητσάνης καταγόμενο και εν Άργει διατρίβοντα.
Φτάνοντας όμως ο Δημήτριος στο Άργος δεν κατόρθωσε να βρει και να συναντήσει τον Αγάπιο και να του επιδώσει την επιστολή, αλλά έμεινε στο σπίτι κάποιου ευσεβούς χριστιανού, ο οποίος για να του εξάψει τον πόθο του μαρτυρίου, του διάβαζε νυχθημερόν το Νέο Μαρτυρολόγιο που περιέχει τα συναξάρια των νεομαρτύρων της πίστεώς μας. Στο Άργος ο Δημήτριος έμεινε ολόκληρη τη Μεγάλη Εβδομάδα, καθώς και την εβδομάδα της Διακαινησίμου, αλλά εξαιτίας της μη εμφανίσεως του ιεροκήρυκος Αγαπίου αναγκάσθηκε να φύγει από εκεί και να μεταβεί στην Τρίπολη για να ομολογήσει τον Χριστό και να μαρτυρήσει. Στην πορεία του πέρασε από το όρος Αρτεμίσιο που χωρίζει την Αρκαδία από την Αργολίδα και επισκέφθηκε την Ιερά Μονή της Παναγίας Γοργοεπηκόου, η οποία ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα και βρίσκεται στον επιβλητικό βράχο του Γουλά πάνω από το χωριό Τσηπιανά που είναι η σημερινή Νεστάνη. Το ευλογημένο αυτό μοναστήρι της ιστορικής αρκαδικής γης αποτέλεσε ένα πνευματικό καταφύγιο για τον πυρπολούμενο από θείο έρωτα νεαρό Δημήτριο, αφού παρέμεινε εκεί προσευχόμενος όλη τη νύχτα και επικαλούμενος τις πρεσβείες της Υπεραγίας Θεοτόκου. Την άλλη ημέρα ξεκίνησε την πορεία του για την Τρίπολη. Μετά από αρκετή πεζοπορία έφθασε στο χωριό Μερκοβούνι και κάθισε κάτω από ένα δένδρο για να ξεκουρασθεί. Εις ανάμνηση του περάσματος του νεομάρτυρος Δημητρίου από το αρκαδικό αυτό χωριό οι ευσεβείς κάτοικοί του ανήγειραν στο σημείο, όπου κάθισε ο γενναίος αθλητής του Χριστού, περικαλλή ενοριακό ναό επ’ ονόματί του και καθιερώθηκε να εορτάζεται κατ’ έτος την Κυριακή των Μυροφόρων η πανίερη μνήμη του με λαμπρά πανήγυρη. Μετά τη σύντομη στάση του Δημητρίου στο Μερκοβούνι κατευθύνθηκε στην Τρίπολη και έφτασε εκεί τη Δευτέρα της εβδομάδος του Θωμά. Αμέσως πήγε στο σπίτι κάποιου χριστιανού που ήταν γνωστός του πρώην Τούρκου αφέντη του, ενώ σε όλους απευθυνόταν με τον γνωστό αναστάσιμο χαιρετισμό «Χριστός Ἀνέστη». Το ίδιο βράδυ συνάντησε μερικούς ευλαβείς κληρικούς και ενάρετους χριστιανούς και τους ανακοίνωσε τη σταθερή πρόθεση και αμετάκλητη απόφασή του να ομολογήσει το όνομα του Χριστού και να μαρτυρήσει για Εκείνον. Όλοι όμως προσπάθησαν να τον αποτρέψουν, προβάλλοντας τον κίνδυνο ότι δεν θα αντέξει τα σκληρά βασανιστήρια, ενώ εξέφρασαν και τον φόβο ότι οι Τούρκοι θα εξαπολύσουν διωγμό εναντίον των χριστιανών. Αλλά ο θαρραλέος αθλητής του Χριστού τους απάντησε με παρρησία: «Θαρσεῖτε, ἀδελφοί μου, διότι ὅλες μου τίς ἐλπίδες τίς ἔχω στόν Θεό. Ἐκεῖνος καθώς ἐνδυνάμωσε ὅλους τούς Ἁγίους Μάρτυρες, θά ἐνδυναμώσει καί ἐμέ τόν ἄθλιο νά ἐξαλείψω τήν ἀμαρτία μου μέ τό αἷμα μου».
Μεταξύ των ευλαβών ιερέων ήταν και ο π. Αντώνιος, ο οποίος προσπάθησε με κάθε τρόπο να εμποδίσει τον Δημήτριο στην απόφασή του να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Βλέποντας όμως την αδιαλλαξία του νεαρού αθλητού της πίστεως, του πρότεινε να προσευχηθούν θερμά στον Θεό και ό,τι τους αποκαλύψει, αυτό και να πράξουν την επόμενη ημέρα. Τότε ο Δημήτριος διανυκτέρευσε στον ναό του Αγίου Νικολάου που βρίσκεται πλησίον των στρατώνων της Τριπόλεως. Μάλιστα παρέμεινε άγρυπνος και προσευχόμενος όλη τη νύχτα, ενώ ο ιερεύς Αντώνιος πήγε στη Μητρόπολη, όπου κάποια στιγμή μετά από θερμή προσευχή αποκοιμήθηκε. Στον ύπνο του είδε τότε ένα μεγάλο στράτευμα με πολλούς στρατιώτες. Στη μέση υπήρχε ένα χρυσοστολισμένο άρμα που έσερναν δύο άσπρα άλογα και ο αμαξηλάτης ήταν ένας ωραιότατος ξανθός άνθρωπος με λίγα γένια και με ενδύματα άσπρα και πράσινα, ενώ στη μέση του έφερε ένα μεγάλο σπαθί. Πίσω από την άμαξα ακολουθούσε ο Δημήτριος έχοντας στο κεφάλι του λευκό σεντόνι και πλησιάζοντας τον π. Αντώνιο, του είπε δύο φορές να σηκωθεί. Ο ιερέας όμως συνέχισε να κοιμάται και τότε ο Δημήτριος του έπιασε το χέρι και του φώναξε δυνατά να σηκωθεί, διότι τώρα είναι καιρός. Μόλις ο π. Αντώνιος ξύπνησε από το όνειρο, έτρεξε να συναντήσει τον Δημήτριο, ο οποίος έτρεξε και αυτός για να συναντήσει τον ιερέα. Στην ερώτηση του π. Αντωνίου εάν είδε κάποιο σημείο από τον Θεό, εκείνος απάντησε αρνητικά. Αλλά στην επιμονή του ιερέα ο Δημήτριος του αποκάλυψε τη θεόσταλτη οπτασία που είχε δει. Έτσι κατά την τέταρτη ώρα της νύχτας και αφού είχε προσευχηθεί, είδε μία θαυμαστή λάμψη και ένα ουράνιο φως, το οποίο τον περικύκλωσε. Μέσα σ’ αυτό το φως είδε έναν άνδρα με λευκά ενδύματα, ο οποίος του είπε να μην φοβάται και να συνεχίσει τον αγώνα του με θάρρος, αφού θα βρίσκεται δίπλα του. Παρόλο βέβαια που ο Δημήτριος φοβήθηκε από τη θαυμαστή αυτή αποκάλυψη, ένιωσε ενισχυμένος και χαρούμενος και γι’ αυτό έπεσε στη γη και προσευχόταν. Μάλιστα τη σκηνή με τον λευκοφορεμένο άνδρα την είδε τρεις φορές, αλλά κατόπιν εξαφανίσθηκε από μπροστά του ο θαυμαστός αυτός άνθρωπος και το ουράνιο φως. Μετά την εξιστόρηση των υπερφυών αυτών γεγονότων ο Δημήτριος εξομολογήθηκε στον π. Αντώνιο και αφού κοινώνησε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, έφυγε από τον ναό του Αγίου Νικολάου, όπου πέρασε την τελευταία νύχτα του επίγειου βίου του.
Το πρωί κατευθύνθηκε στο κέντρο της Τριπόλεως για να τον αναγνωρίσουν οι Τούρκοι. Παρόλο όμως που περιήλθε την πόλη τρεις φορές, κανείς δεν τον αναγνώρισε και έτσι επέστρεψε στον ναό του Αγίου Νικολάου κατ’ εντολήν του π. Αντωνίου, ο οποίος τον παρηγόρησε, επειδή είχε περιέλθει σε βαθιά λύπη, επειδή δεν τον αναγνώρισαν. Τότε ο σεβάσμιος και ευλαβής ιερέας τον παρότρυνε να εγκαταλείψει την ιδέα του μαρτυρίου, διότι ήταν ήδη μάρτυς κατά προαίρεση και επομένως είχε εκπληρώσει το χρέος του. Μάλιστα του πρότεινε να πάει να ζήσει σε χριστιανικό τόπο, εφαρμόζοντας πιστά τις εντολές του Θεού. Μ’ αυτόν τον τρόπο άλλωστε θα Τον ευαρεστούσε. Αλλά ο πυρπολούμενος από αγάπη στον Κύριο και από πόθο για το μαρτύριο Δημήτριος του απάντησε ότι πρέπει να θυσιασθεί για τον Ιησού Χριστό και να ομολογήσει το όνομά Του ενώπιον των απίστων. Γι’ αυτό και είναι έτοιμος να υποστεί όλα τα βασανιστήρια για την αγάπη του Σωτήρος Χριστού. Τότε ο π. Αντώνιος κατάλαβε ότι ο Κύριος παρίσταται αοράτως και δέχεται πρόθυμα την απόφασή του.
Ευθύς αμέσως ο γενναίος οπλίτης του Χριστού πήγε στο κουρείο του πρώην Τούρκου αφέντη του και χαιρέτησε τους παριστάμενους με τον αναστάσιμο χαιρετισμό «Χριστός Ἀνέστη». Στο ερώτημα κάποιων ποιος είναι, απάντησε ότι είναι ο Δημήτριος, αυτός δηλαδή που μέσα σ’ αυτό το κατάστημα αρνήθηκε τον Θεό του, τον Οποίο ήρθε τώρα να ομολογήσει εκεί που Τον αρνήθηκε. Μόλις οι παριστάμενοι χριστιανοί άκουσαν αυτά, έφυγαν τρομοκρατημένοι, ενώ ένας νεαρός Τούρκος που ήταν γνωστός του Δημητρίου και είχε μάθει την τέχνη του κουρέα, του είπε να σταματήσει να λέει τέτοιες κουβέντες και να λυπηθεί τη ζωή του, διότι εάν τα μάθουν αυτά οι Τούρκοι, θα τον θανατώσουν. Τότε ο Δημήτριος του απάντησε με παρρησία ότι ο σκοπός που βρίσκεται εκεί, είναι να ξεπλύνει με το αίμα του το αμάρτημά του. Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο νεαρός Τούρκος του είπε να έρθει στην αυλή για να του κόψει με ξυράφι τον λαιμό του. Αμέσως με μεγάλη χαρά ο Δημήτριος έσκυψε το κεφάλι του και τον παρότρυνε να πράξει αυτό που είχε αποφασίσει. Ο Τούρκος όμως φοβήθηκε και έφυγε, λέγοντάς του: «Νά τό εὕρης αὐτό ἀπό κάποιον ἄλλο». Κατόπιν ο θαρραλέος Δημήτριος κάθισε έξω από το κουρείο του Βελή Μπαρμπέρη που ήταν το πρώην αφεντικό του. Μόλις τον είδε ο Βελής, προσπάθησε με απατηλές υποσχέσεις αγαθών, αλλά και με φοβερές απειλές να τον μεταπείσει. Εκείνος όμως του δήλωσε με παρρησία τη χριστιανική του ιδιότητα. Μάλιστα ο Βελής του υποσχέθηκε να του δώσει ασημένια νομίσματα για να φύγει από την Τρίπολη και έτσι να ζήσει ελεύθερος, όπου επιθυμεί. Η σθεναρή όμως ομολογία του νεαρού αθλητού της πίστεως ότι πιστεύει στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και ότι επιθυμεί διακαώς να μαρτυρήσει για το όνομά Του, εξόργισε τον Βελή, αλλά και άλλους Τούρκους που πληροφορήθηκαν ότι κάποιος χριστιανός που είχε τουρκέψει, αρνήθηκε την πίστη του στον Μωάμεθ και επέστρεψε στην παλαιά του θρησκεία. Μάλιστα ένας αιμοβόρος Τούρκος τον άρπαξε, όπως ο λύκος το αρνί, για να τον οδηγήσει στον Τούρκο ηγεμόνα της Τριπόλεως. Καθ’ οδόν τον έβαλε μέσα σε κάποιο κατάστημα για να ψάξει στα ρούχα του για τυχόν υπάρχοντα χρήματα. Ο ιδιοκτήτης όμως του καταστήματος ήταν χριστιανός και του ζήτησε να τον απολύσει, δίνοντας στον Τούρκο τα χρήματα. Αλλά ο Δημήτριος απέρριψε μία τέτοια πρόταση και κατόπιν οδηγήθηκε στον επίτροπο του Τούρκου ηγεμόνα, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις, αλλά και με συνεχείς απειλές να τον επαναφέρει στη μουσουλμανική θρησκεία. Ο Δημήτριος όμως έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του, γεγονός που τον οδήγησε στον δικαστή. Στον δρόμο μάλιστα του κρατούσαν τόσο σφιχτά το δεξί του χέρι, ώστε δεν μπορούσε να κάνει τον σταυρό του, αλλά απαίτησε να μην τον αγγίξει κανείς, αφού εκούσια οδηγείτο στο μαρτύριο. Στον δικαστή ο γενναίος Δημήτριος δήλωσε σε ελληνική γλώσσα ότι ήταν και είναι χριστιανός και προσκυνά τον Χριστό ως αληθινό Θεό. Ο δικαστής όμως δεν γνώριζε ελληνικά και ζήτησε από κάποιον Τούρκο να του επαναλάβει αυτά που είπε ο Δημήτριος. Ο διερμηνέας Αγαρηνός αποκρίθηκε τότε ψευδώς, δηλαδή ότι ο Δημήτριος είπε ότι ήταν και εξακολουθεί να είναι Τούρκος. Αμέσως ο γενναίος αθλητής του Χριστού διαμαρτυρήθηκε λέγοντας στα τουρκικά ότι είναι χριστιανός και θέλει να πεθάνει με τη χριστιανική του ιδιότητα. Ακούγοντας αυτά ο δικαστής δεν θέλησε να εκδώσει θανατική απόφαση, αλλά τον έστειλε στον Τούρκο ηγεμόνα Μουσταφά, ο οποίος του υποσχέθηκε πάμπολλα αγαθά, όπως χρυσοχάλκινα άλογα, ακριβά ενδύματα και άφθονο χρυσάφι και ασήμι. Ο Δημήτριος όμως έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του και δήλωσε και πάλι με παρρησία την ομολογία του στον Κύριο. Στο άκουσμα αυτής της θαρραλέας ομολογίας πίστεως ο ηγεμόνας αποφάσισε τη δι’ αποκεφαλισμού θανάτωσή του.
Έτσι έμπλεως χαράς ο νεαρός αθλητής της πίστεως και πρώην εξωμότης Δημήτριος οδηγήθηκε στον τόπο της καταδίκης του. Καθ’ οδόν ζητούσε συγχώρηση από τους χριστιανούς που συναντούσε, ενώ όταν έφτασε στο μέσο της αγοράς έστρεψε το κεφάλι του στον ουρανό και με δυνατή φωνή δόξασε τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος τον αξίωσε να φθάσει σ’ αυτή την ευλογημένη στιγμή και να δώσει το αίμα του για το όνομά Του. Η θανατική εκτέλεση του γενναίου μάρτυρος Δημητρίου έλαβε χώρα στην ψαραγορά, αφού πρώτα ο δήμιος με τον μάρτυρα πέρασαν από το κουρείο του πρώην Τούρκου αφεντικού του. Κατόπιν ο δήμιος με τρία χτυπήματα αποκεφάλισε τον νεαρό οπλίτη του Χριστού, ο οποίος παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο, τον Οποίο με τόση αγάπη και πίστη ομολόγησε. Η δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρική τελείωση του νεομάρτυρος Αγίου Δημητρίου του εκ Λιγουδίστης της Τριφυλίας έλαβε χώρα στις 14 Απριλίου 1803, ημέρα Τρίτη της εβδομάδος του Θωμά και ώρα εβδόμη που αντιστοιχεί στις 1 το μεσημέρι.
Το ιερό λείψανο του νεομάρτυρος έμεινε άταφο στον τόπο του μαρτυρίου επί τρεις ημέρες και πολυάριθμοι χριστιανοί, μόλις πληροφορήθηκαν τη θανάτωση του Δημητρίου, έτρεξαν για να λάβουν κάποια ευλογία από τον ένδοξο μάρτυρα του Χριστού, είτε αίμα, είτε τεμάχιο από τα ρούχα του είτε τρίχες από το κεφάλι του ή μέρος του σώματός του. Άλλωστε οι χριστιανοί τόσο πριν όσο και μετά από το μαρτύριό του ωφελήθηκαν πνευματικά και ενισχύθηκαν ψυχικά, βιώνοντας πολλά θαύματα, δεδομένου ότι και το κομμένο του κεφάλι φαινόταν σαν να ήταν ζωντανό. Ο ευλαβής ιερέας Αντώνιος πήρε κρυφά την τιμία κεφαλή του και την ενταφίασε εντός του Ιερού Βήματος του ενοριακού ναού του Αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου στην Τρίπολη και μάλιστα κάτω από την Αγία Τράπεζα. Σήμερα η τιμία και πανσεβάσμια κάρα του νεομάρτυρος Δημητρίου φυλάσσεται ως χαριτόβρυτος και μυρίπνοος θησαυρός στον ιστορικό Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως, ο οποίος θεμελιώθηκε το 1855 και εγκαινιάσθηκε το 1884. Το ακέφαλο σώμα του Αγίου κινδύνευε όμως να ριχθεί στην πυρά από τους Τούρκους, αλλά ο π. Αντώνιος συγκέντρωσε χρήματα από τους χριστιανούς, τα οποία και έδωσε στους άπιστους. Έτσι το τίμιο λείψανό του πετάχθηκε έξω από τα τείχη της πόλεως σε τοποθεσία, όπου κρεμούσαν οι Τούρκοι τους Έλληνες καταδίκους. Κατόπιν και σύμφωνα με τον διάκονο Ιωσήφ, ο οποίος αργότερα εξελέγη Επίσκοπος Ανδρούσης (1770-1844), οι ευλαβείς υπηρέτες του πολιτικού Σωτηρίου Κουγιά, αδελφού του Επισκόπου Τριπόλεως και Αμυκλών Νικηφόρου, παρέλαβαν το ακέφαλο σώμα του νεομάρτυρος Δημητρίου και το ενταφίασαν στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών Μαντινείας, η οποία χρονολογείται από τις αρχές του 11ου αιώνα και βρίσκεται σε απόσταση δώδεκα χιλιομέτρων από την Τρίπολη. Το 1908 τα λείψανα του Αγίου ήρθαν «ὁσιακαῖς χερσίν» στην επιφάνεια από τον τόπο που βρίσκονταν και τοποθετήθηκαν σε ξύλινη λειψανοθήκη, η οποία το 1920 έγινε αργυρή με δωρεά της ευσεβούς οικογένειας Μακρή. Έκτοτε φυλάσσονται στη νέα λειψανοθήκη ως πολύτιμος πνευματικός θησαυρός της Ιεράς Μονής Βαρσών, μαζί και με τμήμα του εν Τριπόλει μαρτυρήσαντος στις 22 Μαΐου 1818 Αγίου οσιομάρτυρος Παύλου. Η ιερά αυτή λειψανοθήκη μεταφέρεται κατ’ έτος στην Τρίπολη κατά τον κοινό πανηγυρικό εορτασμό της μνήμης των Αγίων νεομαρτύρων Δημητρίου και Παύλου στις 22 Μαΐου, οι οποίοι με σχετικό βασιλικό διάταγμα της 4ης Ιουνίου 1909 τιμούνται ως πολιούχοι και προστάτες άγιοι της Τριπόλεως. Οι ιερές ακολουθίες προς τιμήν των δύο εφόρων και πολιούχων αγίων της ιστορικής αρκαδικής πρωτεύουσας τελούνται στον ιερό ενοριακό ναό του Προφήτου Ηλιού και Νεομαρτύρων της Τριπόλεως, ενώ η μνήμη του νεομάρτυρος Αγίου Δημητρίου στις 14 Απριλίου τιμάται και στον ομώνυμο ιερό ναό της Τριπόλεως, ο οποίος ανεγέρθηκε στον τόπο του μαρτυρίου του κατά το έτος 1904 με δαπάνη του ευσεβούς Αλεξάνδρου Παπαλεξανδρή και της συζύγου του, Δήμητρας. Ο Άγιος νεομάρτυς Δημήτριος εορτάζεται επίσης πανηγυρικά ως πολιούχος και προστάτης άγιος στη Χώρα Τριφυλίας (Λιγούδιστα), όπου έχει ανεγερθεί παρεκκλήσιο προς τιμήν του, στο χωριό Φλόκα Τριφυλίας, όπου σύμφωνα με την προφορική παράδοση καταγόταν ο πατέρας του και ο ενοριακός ναός του χωριού είναι αφιερωμένος στο όνομά του, καθώς και στο χωριό Μερκοβούνι Αρκαδίας, όπου επίσης ο ενοριακός ναός του χωριού έχει ανεγερθεί προς τιμήν του, ενώ ο Άγιος τιμάται και στον ιερό ενοριακό ναό του Αγίου Δημητρίου Αρκάδων της πόλεως Καλαμάτας. Εορτασμός της μνήμης του μαζί και με τον Άγιο οσιομάρτυρα Παύλο τελείται επίσης στην Πάτρα, στον ιερό ενοριακό ναό του Αγίου Διονυσίου, όπου από το 1861 φυλάσσεται εικόνα των δύο πολιούχων αγίων της Τριπόλεως, η οποία είναι αφιέρωμα των εν Πάτραις διαβιούντων Αρκάδων, καθώς και στον ιερό ενοριακό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Κυπριάδου Αθηνών.
Πολυάριθμα είναι τα θαύματα που έχει επιτελέσει ο Άγιος Δημήτριος ο Πελοποννήσιος, αφού δαιμονιζόμενοι, ετοιμοθάνατοι και τυφλοί βρήκαν τη θεραπεία τους χάρη στη θαυματουργική επέμβαση του νεομάρτυρος διά της χάριτος του Παντοδυνάμου Θεού. Αλλά και η μυροβλυσία της τιμίας κάρας του είναι αδιάλειπτη και αισθητή σε πολλούς χριστιανούς που προσέρχονται με ευλάβεια για να την προσκυνήσουν. Πλούσια είναι και η συνταχθείσα προς τιμήν του υμνογραφία, αφού το 1804 εκδόθηκε στη Βενετία η ποιηθείσα υπό του Διακόνου Ιωσήφ (του και μετέπειτα Επισκόπου Ανδρούσης) Ακολουθία του Αγίου, η οποία επανεκδόθηκε το 1888 στην Τρίπολη και κατά τα έτη 1909 και 1927 στην Καλαμάτα. Ακολουθία του Αγίου εποίησε επίσης και ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος, ο οποίος εξέδωσε και το Μαρτύριο του νεομάρτυρος στο Νέο Λειμωνάριο που εκδόθηκε το 1819 στη Βενετία.
Ο εκ Λιγουδίστης της Τριφυλίας και εν Τριπόλει της Πελοποννήσου μαρτυρικώς αθλήσας στις 14 Απριλίου 1803 ένδοξος και καλλίνικος νεομάρτυς του Χριστού Άγιος Δημήτριος αποτελεί για την πνευματικά αλλοτριωμένη κοινωνία του 21ου αιώνα ένα ολόλαμπρο παράδειγμα και ένας φωτεινός οδοδείκτης για κάθε αμαρτωλό και ταλαιπωρημένο άνθρωπο που αναζητά τη σωτηρία και τη λύτρωση μέσα από την ειλικρινή μετάνοια και ποθεί τη χαρά της ουράνιας αγαλλίασης και αιωνίας ζωής μέσα από τη συνεχή επικοινωνία με τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός
Βιβλιογραφία 
• 
4. Άγιος νεομ. Δημήτριος (Μήτρος) εκ Θεισόας Ολυμπίας
Άγ. Μήτρος Θεισόας, το καύχημα της Ολυμπίας
Παναγιώτης X. Χαραλαμπόπουλος
4-5 λεπτά
________________________________________
Της Θεισόας ο γόνος – Ολυμπίας το καύχημα – Άγιος Δημήτριος ή Μήτρος
Η Θεισόα είναι ένα πανέμορφο χωριό στην ορεινή επαρχία Ολυμπίας, αντίκρυ της Γορτυνίας, και πάνω από την αριστερή όχθη του Αλφειού ποταμού, όπως κατέρχεται θολός εξαιτίας του γνωστού εκεί εργοστασίου ΔΕΗ στη Μεγαλόπολη, για τον Κυπαρισσιακό κόλπο, το καταγάλανο Ιόνιο.
Είναι η «Θεισόα η προς Λυκαίω», προς τις παρυφές του δίπλα της Λυκαίου όρους Αρκαδίας, κατά τον περιηγητή Παυσανία, γιατί έχουμε και τη «Θεισόα των Ορχομενίων», πάλι κατά τον ίδιο περιηγητή, την οποία μερικοί την ταύτιζαν με τη γειτονική Δημητσάνα, αλλ’ αυτό αποδείχτηκε αμαρτημένο από τις ανασκαφές.
Είναι γνωστή για το μεσαιωνικό κάστρο της, εκείνο της Αγίας Ελένης (Sainte Helene), που το γνωρίζουμε καλύτερα από τα γεγονότα του έτους 1302, όταν οι ντόπιοι τότε Έλληνες εξεγέρθηκαν εναντίον του πρίγκιπα του Μοριά Φίλιππου της Σαβοΐας, γιατί τους επέβαλε βαρύτατη φορολογία, με νικηφόρα αποτελέσματα υπέρ των Ελλήνων των «Σκορτών», όπως έτσι ονομαζόταν η μεγάλη εκείνη περιοχή.
Ανεξάρτητα, όμως, απ’ αυτό και πολλά άλλα του ηρωϊκού οικισμού σ’ όλη την ιστορική του διαδρομή, ιδιαίτερα κατά την εθνική εξέγερση του 1821, γνωρίζεται, λαμπρύνεται, κοσμείται και δοξάζεται και για την Αγιολογία του. Είναι ο αυτόχθονας άγιός του, Νεομάρτυρας Δημήτριος ή Μήτρος της Θεισόας, που πριν ονομαζόταν Λάβδα, ίσως από τον πρώτο οικιστή της, τιμαριούχο Λάβδα.
Πρόκειται για το νεομάρτυρα που τελικά δεν υποτάχθηκε τελικά στο βίαιο εξισλαμισμό συγκαταλεγόμενος έκτοτε στο Συναξάρι των μετά την Άλωση μαρτυρησάντων ηρώων της πίστης. Είναι νεοφανής αστέρας του Ολυμπιακού χώρου, ανάμεσα στους νομούς Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας, περίλαμπρος αθλητής και στρατιώτης της εκκλησίας, καταλάμποντας το λαό της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού με τις ολοφώτεινες ακτίνες του μαρτυρίου του που υπέστη με αποκεφαλισμό εκεί στην καρδιά του Μοριά, την Τρίπολη, στην οποία είχε καταφύγει παιδάκι μικρό σαν έχασε τους γονείς του στο χωριό, απασχολούμενος σε κάποιο κουρείο υπό Οθωμανό αφέντη και που τον ανάγκασε ν’ αρνηθεί το Χριστό στέλνοντάς τον συνέχεια στη Μ. Ασία σε παρόμοιο αφομοιωτικό – εκτουρκιστικό περιβάλλον.
Εκεί ο Νεομάρτυρας Δημήτριος αισθανόμενος κατάκαρδα το παράπτωμα της αλλαξοπιστίας του και μεταμεληθείς πραγματικά, εξομολογήθηκε στον επίσκοπο Σμύρνης κι επέστρεψε στην Τρίπολη ζώντας πλέον χριστιανικά πλησίον των συμπατριωτών του Χριστιανών. Στην Αρκαδική Μονή Βαρσών, που κατέφυγε, απέβαλε το Μωαμεθανικό όνομά του (Μεχμέτ) που είχε λάβει και παρέμεινε πλέον ως Δημήτριος. Ο Δημήτριος ή Μήτρος, ο οποίος «παίς ών», ενδεκαετής περίπου, υπό την πίεση και την απάτη των Τούρκων, έγινε μωαμεθανός και ως ενήλικας πλέον πήρε ως αντάλλαγμα διάφορες σπουδαίες θέσεις πλησίον των πασάδων της Τριπολιτσάς.
Καταφρόνησε πλούτο, δόξα κοντά στην εξουσία του κατακτητή, κάθε τι άλλο που του ’δινε χαρά, αλλά με την άρνηση της πίστης και του εαυτού του, κι έτσι παραδόθηκε εκούσια στο μαρτύριο. Ως άλλος Ιωάννης Πρόδρομος αποκεφαλίστηκε στις 28 Μαΐου, την Κυριακή της Πεντηκοστής, του έτους 1794, (221 χρόνια από τότε). «Τη αυτή ημέρα μνήμη του αγίου ενδόξου νεομάρτυρος Δημητρίου ή Μήτρου του Πελοποννησίου, του εκ Θεισόας Ανδριτσαίνης ορμωμένου και εν Τριπόλει αθλήσαντος». (Συναξάρι της ημέρας: Ακολουθία υπό Χαραλάμπους Μπούσια).
Το τίμιο και ιερό λείψανο του Νεομάρτυρα το έθαψαν οι χριστιανοί με άδεια της τοπικής τουρκικής Διοίκησης στο ναό του Αγίου Δημητρίου Τριπόλεως, από το οποίο, όπως παραδόθηκε, ανέβλυσε μύρο. Η φιλόχριστη Θεισόα έκτοτε απολαμβάνει πλούσιες τις ευλογίες της δεξιάς του Υψίστου και με τις πρεσβείες του Νεομάρτυρα Δημητρίου, αγίου της, στ’ όνομα του οποίου έχει αφιερώσει περίτεχνο Ι. Ναό.
Πηγή: Τρεις Ιεράρχαι, Εθνικοθρησκευτικόν Φύλλον· Όργανον του Ομωνύμου Ορθοδόξου Χριστιανικού Συλλόγου, Έτος 106ον, Αρ. Φύλ. 3 (1563), Αθήναι Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2015.
 
Ι. Μ Φθιώτιδος
1. Όσιος Σεραφειφ εκ Λοκρίδος
οῦ Κώστα Β. Καραστάθη
Ο ΕΚ ΖΕΛΙΟΥ ΛΟΚΡΙΔΟΣ ΟΣΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΓΝΩΣΤΟΣ ΩΣ ΜΟΝΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΟΜΒΟΥΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ,γεννήθηκε τό 1527. Κατά τή βρεφική του ἡλικία, γράφουν οἱ βιογράφοι του, μολονότι δέν εἶχε κάν ἐπίγνωση τοῦ χρόνου καί τῶν ἡμερῶν τῆς ἑβδομάδας, τηροῦσε τή νηστεία τῆς Τετάρτης καί τῆς Παρασκευῆς, ἀποφεύγοντας ὁλημερίς τό θηλασμό ἀπό τή μητέρα του, καί μονάχα ἐλάχιστα θήλαζε τό βράδυ ἐκείνων τῶν δύο ἡμερῶν. Ἦταν προφανές ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, προγινώσκοντας τή μελλοντική πορεία του, καθοδηγοῦσε τό παιδί νά τιμᾶ τίς ἡμέρες τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου. Ἡ θεία τούτη ἐπενέργεια κατά τή βρεφική ἡλικία τοῦ Ἁγίου δέν εἶναι ἡ μοναδική στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Γιατί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί  «οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδέ ἐκθελήματος σαρκός, οὐδέ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν» (Ἰω. α´, 13)*.
* Καί ἄλλοι Ἅγιοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στή βρεφική τους ἡλικία ἀπέφευγαν νά λαμβάνουν τό γάλα τῆς μητέρας τους Τετάρτη καί Παρασκευή, ὅπως ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ὁ Ἅγιος Βασίλειος τῆς Μόσχας, σύγχρονος τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Οὐστιάγκα (15ος αἰώνας), ὁ πατέρας Συμεών ὁ Θαυμαστορείτης (4ος αἰώνας), ὁ Ὅσιος Θεόφιλος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (19ος αἰώνας), ὁ γέροντας Ἀμφιλόχιος (20ός αἰώνας), ὁ Ἅγιος Ἰωακείμ τῆς Ἰθάκης κ. ἄ.
Ὅταν ὁ μικρός Σωτήριος – αὐτό ἦταν τό βαφτιστικό ὄνομά του – ἔγινε ἑφτά χρονῶ, οἱ γονεῖς του τόν ἔστειλαν στόν παπά νά μάθει τά γράμματα. Τό παιδί χάρη στήν εὐφυία του, τήν ἐξαιρετική ἐπιμέλεια καί τή φιλομάθειά του, πολύ γρήγορα κατάφερε νά γράφει καί νά διαβάζει. Καί εὐθύς ἐπιδόθηκε στή μελέτη ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων, ἰδιαίτερα μάλιστα βιογραφιῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. «Ὡς ἀκάματος μέλισσα ἐνετρύφα εἰς τόν εὐανθῆ λειμῶνα τῶν Ἁγίων Γραφῶν», γράφει ὁ Εὐθύμιος Καββαθάς στό βιογραφικό τοῦ Ἁγίου, πού προσαρτᾶ στήν Ἀκολουθία του. Ἡ ἔφεσή του πρός καθετί τό ἐκκλησιστικό ἦταν ἐμφανής. Καί στό χωριό εἶχαν νά μολογᾶνε γιά τό ἦθος, τήν εὐγένεια καί τήν ταπεινοφροσύνη του. Ὅλοι παραδέχονταν πώς ἦταν τύπος καί ὑπογραμμός ἠθικῆς καί κοσμιότητας καί τόν πρόβαλλαν γιά μίμηση στούς νέους. .
Ὰλλ’ ὁ Σωτήρης, σάν διάβηκε τήν ἐφηβικἠ του ἡλικία μέ συνεχή καί θαυμαστή πρόοδο στά γράμματα καί στίς ἀρετές κοντά πάντοτε στήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ του, καμιά χαρά δέν ἔβρισκε στά ἐγκόσμια. Στό νοῦ του καρφωμένη ἦταν ἡ μοναστική ζωή. «Ἐπιθυμῶ πολύ νά γίνω μοναχός, εἶπε κάποια μέρα στούς γονεῖς του, ἐπειδή ὅλα σ’ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι μάταια καί φθαρτά. Ἀπόφασή μου νά πάω σέ μοναστήρι νά προσεύχομαι γιά τούς συνανθρώπους μου καί γιά τήν ψυχή μου». .
Μάταια ἐκεῖνοι προσπάθησαν νά τόν μεταπείσουν  μέ παρακαλετά καί δάκρυα. Ὁ νέος, ὑπακούοντας στή θεϊκή πρόσκληση, πού τοῦ γύρευε τέλεια αὐταπάρνηση, δέν ἔκανε βῆμα πίσω. Μέ περίσσεια ἀποφασιστικότητα, ἀλλά καί πραότητα τούς ἀποκάλυψε ὅτι αὐτός ἦταν ὁ μυστικός του πόθος ἀπό τά μικρά του χρόνια, καί τούς παρακάλεσε νά μήν ἔχουν ἀντιρρήσεις στήν ἀπόφασή του καί νά μήν ἀγωνιοῦν γιά τό μέλλον, γιατί ὁ Θεός δέ θά τούς ἐγκατέλειπε. .
Συνετοί καί εὐσεβέστατοι ἄνθρωποι οἱ γονεῖς τοῦ φιλέρημου νέου, τελικά ὑποχώρησαν καί τοῦ εὐχήθηκαν μ’ ὅλη τήν ψυχή τους. Ἀσπάστηκε τό χέρι τους καί ἔφυγε γιά τήν ἐρημιά. .
Ἀρχικά ὁ νεαρός ἐρημίτης ἀσκήτεψε στό ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, στά βορινά τοῦ χωριοῦ, μέσα σέ πυκνό δάσος. Ἀργότερα τράβηξε δυτικά τοῦ χωριοῦ, στήν ἐρημική περιοχή Κάρκαρα, μιά ὥρα μακριά ἀπό τό Ζέλι. Σέ μιά δασωμένη καί ἐρημική περιοχή ἀνάμεσα  στό χωριό καί στό μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία, ἔχτισε μικρό ναό ἀφιερωμένο στό Σωτήρα Χριστό καί ἕνα μικρό σπιτάκι μέσα σέ μιά σπηλιά. Ἐκεῖ παρέμεινε ἀρκετό χρόνο διεξάγοντας τόν ἀσκητικό ἀγώνα του μέ προσευχές, δεήσεις καί ἀγρυπνίες. Τή σπηλιά μέ τά ὑπολείμματα τοῦ μικροῦ σπιτιοῦ, πού διασώζονται ἀκόμα σήμερα, οἱ κάτοικοι τοῦ Ζελίου ἀποκαλοῦν «Ἀσκηταριό». Ἐκεῖ ὁ νεαρός ἀσκητής εἶχε τή θερμή συμπαράσταση τῶν συγχωριανῶν του, ἀλλά, δυστυχῶς, ὄχι μονάχα αὐτή. Εἶχε καί συνεχή παρενόχληση, ἀφοῦ καθημερινά οἱ συντοπίτες του τοῦ μετέφεραν ὅλα τά περίεργα καί τά παράξενα καί τά ἀπαρέδεκτα πού συνέβαιναν στόν κόσμο. .
Γιά νά βρεῖ τήν ἠρεμία του, ἀποφάσισε ν’ ἀναζητήσει νέο ἐρημητήριο. Πῆγε στό μοναστήρι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, λίγα χιλιόμετρα νοτιανατολικά τῆς Ἀταλάντης, ἀλλά καί ἐκεῖ δέν μπόρεσε νά παραμείνει περισσότερο ἀπό ἕξι μῆνες, ἀφοῦ οἱ συγγενεῖς καί φίλοι τόν ἐπισκέπτοναν συχνά. .
Ὁ νεαρός μοναχός ἀναζήτησε μακρύτερα νέο ἐρημητήριο στό βυζαντινό μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, πού βρίσκεται στό ὄρος Σαγματᾶ τῆς Βοιωτίας. Σ’ αὐτό τό μοναστήρι βρῆκε πράγματι τήν ἡσυχία πού ποθοῦσε. Ἀπερίσπαστος ἐκεῖ δόθηκε ὅλος στήν ἄσκησή του, τήν ὁποία «ὡς διψῶσα τις ἔλαφος ἐζήτει νά εὕρει, πολλούς ἀλλάσσων τόπους», καθώς γράφει ὁ Εὐθύμιος Καββαθάς. Ζοῦσε μέρα καί νύχτα μέ προσευχές καί δεήσεις, μέ ἀγρυπνεῖες καί γονυκλισίες, μέ νηστεῖες καί δάκρυα, μέ ταπείνωση καί ὑπομονή, μέ ἄκρα ὑπακοή πάνω ἀπ’ ὅλα στόν ἡγούμενο, ἀλλά καί σ’ ὅλους τούς συνασκητές του. Καί πολύ γρήγορα ξεπέρασε ὅλους σέ κατορθώματα τῆς ἀσκήσεως, κυρίως σέ ταπεινοφροσύνη καί πραότητα.
Ὁ ἡγούμενος ὅσιος Γερμανός, βλέποντας τήν πρόοδο στήν ἄσκησή του, τόν ἔκειρε μοναχό καί τοῦ ἔδωσε τό ἀγγελικό ὄνομα Σεραφείμ. Πολύ σύντομα μάλιστα διέγνωσε τίς πολλές ἀρετές καί τά χαρίσματά του καί τόν προβίβασε σέ ἀνώτερα ἀξιώματα, πρῶτα τοῦ διακόνου καί ὕστερα τοῦ πρεσβυτέρου. Ὁ Σεραφείμ ὡς διάκονος ἀπό ταπεινοφροσύνη ἀρνιόταν νά δεχτεῖ τό δεύτερο ἀξίωμα καί γιά νά πειστεῖ, χρειάστηκαν παραινέσεις καί παρακλήσεις τῶν ἄλλων πατέρων, ἀλλά, πρό παντός, πολλές προσπάθειες ἐκ μέρους τοῦ ἡγουμένου, πού εἶχε βεβαιωθεῖ γιά τίς ἱκανότητές του καί τή διάθεσή του νά βοηθήσει τούς πλανωμένους ἐκτός πίστεως. .
Στό μοναστήρι τοῦ Σαγματᾶ πολλά ὠφελήθηκε καί ἀπό τόν συνασκητή του πνευματοφόρο μοναχό Γερμανό, συνασκητή νωρίτερα καί τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, πού τελειώθηκε στό ἴδιο μοναστήρι. .       Δέκα χρόνια σ’ αὐτό τό μοναστήρι ὁ Σεραφείμ ὡς μοναχός, διάκονος καί πρεσβύτερος ἀγωνιζόταν καί τελειοποιοῦσε συνεχῶς τόν ἑαυτό του. Γράφει ὁ ἐπίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς στό βιογραφικό τοῦ Ἁγίου, πού ἐπισυνάπτει στήν Ἀκολουθία του: «Καθώς ἡ πολύπονος μέλισσα συνάζει τά πλέον εὐώδη καί ὡραῖα ἄνθη εἰς κατασκευήν τοῦ μέλιτος, τοιουτοτρόπως καί ὁ μακάριος οὗτος μαθητής τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἐσύναζεν πᾶσαν ἀρετήν εἰς τόν ἑαυτόν του καί ἐκαλλωπίζετο». .
Ὡς πρεσβύτερος τώρα ὁ Σεραφείμ ἐνδυνάμωσε τόν ἀγώνα του μέ προσευχές, ἀγρυπνίες καί ἐνάρετες πράξεις νά φτάσει σ’ ἐκεῖνο τό ἐπίπεδο τῆς τελειώσεως, ὥστε ν’ ἀνταποκριθεῖ στίς ἀπαιτήσεις τοῦ ἀξιώματός του. Τόσο εἶχε προοδεύσει στίς ἀρετές του καί στά οὐράνια χαρίσματα, πού ὄχι μονάχα ἔγινε τό ὑπόδειγμα στούς συνασκουμένους του, ἀλλά καί μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ ἄρχισε νά θαυματουργεῖ! .
Ἡ καλή φήμη τῆς ζωῆς καί τῶν θαυμάτων του ἄρχισε νά διαδίδεται στά γύρω χωριά καί ὁ κόσμος ἄρχισε νά τόν πολιορκεῖ.
Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἔκρινε πώς ἦταν καιρός πιά ν’ ἀναζητήσει νέο ἡσυχαστήριο, ἀλλά καί νέο πεδίο χριστιανικῆς δράσης. Ζήτησε τήν ἄδεια ἀπό τόν ἡγούμενο ν’ ἀποχωρήσει ἀπό τό μοναστήρι καί ἐκεῖνος τοῦ ἐπέτρεψε.
Φεύγοντας ἀπό τό μοναστήρι τοῦ Σαγματᾶ «μετέβη πρός τό δυτικόν μέρος εἰς τό ὄρος τό καλούμενον Δομπόν», ὅπως γράφει ὁ ἐπίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος. Παρόμοια μᾶς πληροφορεῖ καί ὁ Καββαθάς: «Πολλά δέ διαμετρήσας διαστήματα καί πολλά διελθών ὄρη, ἔφθασεν εἰς τόν δυτικῶς τοῦ Ἑλικῶνος κείμενον λόφον, ἐν τῇ τοποθεσίᾳ Δομπού…». Ὡστόσο, πρίν ἐγκατασταθεῖ ὁριστικά στή Δομβού, τοπική παράδοση στό χωριό Ἅγιος Σεραφείμ τῆς Λοκρίδας, πολλά σημεῖα τοῦ Ἁγίου καί ἀποκάλυψη κατερειπωμένου ναοῦ κατά τίς ἀρχές τοῦ περασμένου αἰώνα ἐμπεδώνουν τήν ἄποψη ὅτι πρῶτα ὁ Σεραφείμ παρέμεινε κάποιο διάστημα κοντά στό χωριό Δερβισάδες, πού μερικούς αἰῶνες ἀργότερα ἔλαβε τ’ ὄνομά του. .
Στήν ἐρημική περιοχή «Δομβού» ρίζωσε γιά πάντα ὁ μοναχός Σεραφείμ. Σ’ αὐτή τήν ἐρημιά, «ὥσπερ ἔλαφος διψῶσα, ἐν ταῖς ἐρήμοις περιπολῶν, τήν πηγήν τήν ἀείζωον εὗρεν ὁ ἀοίδιμος», ὅπως ψάλλει ὁ ὑμνογράφος του, ἔχτισε ἕνα μικρό ἐκκλησάκι τιμώμενο ἐπ’ ὀνόματι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καί λίγα κελλιά – ἕνα μικρό δηλαδή μοναστηράκι – σύναξε κοντά του λίγους μαθητές καί τούς δίδαξε γιά δέκα ὁλόκληρα χρόνια. .
Ἐκεῖ κοντά κατοικοῦσαν λιγοστοί ἄνθρωποι πού ἀποζοῦσαν ἀπό τίς ληστεῖς καί τίς ἁρπαγές. Ὁ Σεραφείμ μέσα σέ σύντομο χρονικό διάστημα μέ τίς διδασκαλίες του τούς ἔπεισε ν΄ άλλάξουν ζωή. Καί ἐνῶ πρίν στά χέρια τους κρατοῦσαν τ’ ἄρματα, στό ἑξῆς βαστοῦσαν κομποσκοίνια σάν καλόγεροι! «Οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. ε΄20). .
Τήν ἴδια περίοδο εἶχε φουντώσει στά ρουμελιώτικα βουνά ἡ κλεφτουριά καί θεωροῦμε βέβαιη τήν παροχή συνδρομῆς στούς κλέφτες ἐκ μέρους τοῦ ἡγουμένου Σεραφείμ. Ἄλλωστε ἔτσι μονάχα μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ καί ἡ μεγάλη ἐχθρότητα τῶν Τούρκων γιά τό ἄτομό του. .
Ὁ Ἅγιος ἀπόφευγε τήν προσωπική του προβολή καί ποθοῦσε νά ζεῖ, ὅπως εἴπαμε καί παραπάνω, μέ ταπεινοφροσύνη. Ἀλλ’ ὅσο ἡ μεγάλη ταπεινοφροσύνη του τόν ὁδηγοῦσε ἀπό ἐρημιά σ’ ἐρημιά, τόσο καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀναδείκνυε τά χαρίσματά του. Ὅσο ἐκεῖνος ἐπεδίωκε τήν ἀφάνεια, τόσο ὁ Θεός περισσότερο τόν πρόβαλλε καί τόν ἐδόξαζε ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, πού συνέρρεαν κοντά του ν’ ἀκούσουν τό λόγο του καί νά τοῦ ζητήσουν βοήθεια γιά τά προβλήματά τους. Τοῦ Χριστοῦ ὁ λόγος, ὅτι ὁ ὁλοφώτεινος λύχνος θέση ἔχει μονάχα «ἐπί τῆς λυχνίας» βρῆκε καί ἐδῶ τήν ἐφαρμογή του. Ἀλλά λυχνία ἐδῶ ἦταν ὁ Ἑλικώνας, καί λύχνος μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ ὁ Ὅσιος Σεραφείμ. .
Ὅμως ἡ μεγάλη κοσμοσυρροή καί ἐδῶ τάραξε τή γαλήνη τοῦ Ὁσίου. Δέν μποροῦσε ν’ ἀσκεῖ τά πνευματικά καθήκοντά του καί νά ἐπικοινωνεῖ ἤρεμα μέ τούς μαθητές του. Γιά νά ἐξασφαλίσει λοιπόν τήν ἠρεμία του ἀναγκάστηκε μετά ἀπό μιά ὁλόκληρη δεκαετία νά ἐγκαταλείψει τό μικρό μοναστήρι του καί νά καταφύγει σέ μιά κορυφή τοῦ Ἑλικώνα, πού βρίσκεται στά βορειοδυτικά τοῦ βουνοῦ, δυό ὧρες μακριά ἀπό τό μοναστήρι, στήν τοποθεσία πού σήμερα ὀνομάζεται «Κελλί τοῦ Ἁγίου».
.        Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ δέν παρέμεινε γιά πολύ σ’ αὐτή τήν κορυφή. Ἄκουσε τή φωνή τοῦ Κυρίου, πού τόν καλοῦσε νά κατέβει πάλι στά χημηλά καί ἐκεῖ νά χτίσει μοναστήρι, ὅπου θά ἔβρισκαν πνευματικό καταφύγιο οἱ ἄνθρωποι. Κατέβηκε πράγματι χαμηλότερα καί κάλεσε καί πάλι κοντά του τούς μαθητές του. Καί ἄρχισε νά χτίζει καινούργιο μοναστήρι σέ μέρος ἀνήλιο καί κακοτράχαλο. Ἐνῶ προχωροῦσαν οἱ ἐργασίες, ἐμφανίζεται σ’ αὐτόν ἡ Παναγία καί τόν διατάσσει νά ἐγκαταλείψει τήν προσπάθεια σ’ αὐτόν τόν ἀκατάλληλο τόπο καί νά χτίσει τό μοναστήρι στό χωριό Δομβού. .
Ἐκτελώντας τή διαταγή τῆς Παναγίας, ἐπισκέπτεται τούς κατοίκους τοῦ χωριοῦ, τούς ἀνακοινώνει τή θέλησή της καί τούς γυρεύει νά ἐξαγοράσει τήν ἀναγκαία γῆ γιά τό κτίσιμο τοῦ μοναστηριοῦ. Οἱ κάτοικοι τῆς Δομβοῦς συζήτησαν τούς ὅρους τῆς ἀγοραπωλησίας, συμφώνησαν στήν τιμή καί τελικά πούλησαν στόν Ἅγιο ὅση ἔκταση χρειαζότανε γιά τό μοναστήρι του. .
Μετά ἀπό αὐτό ὁ Ἅγιος μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη (1596) καί ἔλαβε τήν ἄδεια ἀπό τό Πατριαρχεῖο γιά τήν ἵδρυση καί ἀνοικοδόμηση μοναστηριοῦ. Ἐπέστρεψε στή Δομβού καί ἄρχισε νά χτίζει τό σταυροπηγιακό του μοναστήρι του ἐπ’ ὀνόματι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ὅπως τοῦ εἶχε ὁρίσει ἡ Παναγία. Πράγματι, ἡ ἀνοικοδόμηση ὁλόκληρου τοῦ μοναστηριοῦ – ναοῦ, κελλιῶν καί λοιπῶν βοηθητικῶν χρόνων – ὁλοκληρώθηκε τό 1599.
Ἀλλά δέν ὑπάρχει δράση τοῦ χριστιανοῦ χωρίς τήν ἀντίδραση τοῦ διαβόλου. Πράγματι κάποιοι χωρικοί, διέβαλαν στό βοεβόδα τῆς Λιβαδειᾶς τόν Ἅγιο ὡς ψεύτη καί ραδιοῦργο καί τόν κατήγγειλαν ὅτι ἐξαπάτησε τούς κατοίκους τῆς Δομβοῦς καί τούς ἀφήρεσε τά κτήματα ἀντί πινακίου φακῆς. Ἀκούοντας τίς κατηγορίες ὁ βοεβόδας ἀγρίεψε καί ἔστειλε τρεῖς στρατιῶτες νά συλλάβουν τόν Ἅγιο (στήν περίοδο 1596 – 1599) καί νά τόν ὁδηγήσουν δέσμιο στή Λιβαδειά, γιά νά τοῦ ἐπιβάλει τή δέουσα τιμωρία. .
Σάν ἔφτασαν οἱ στρατιῶτες στό μοναστήρι, ἐξύβρισαν τόν Ἅγιο μέ προσβλητικά λόγια, τόν βασάνισαν σκληρά καί τοῦ κατάφεραν ἕνα τόσο τρομακτικό χτύπημα στό κεφάλι, πού ἄνοιξαν τρύπα στό κρανίο του καί τόν ἄφησαν μισοπεθαμένο!
Μόλις ὁ Ἅγιος συνῆλθε ἀπό τό χτύπημα τοῦ ἔδεσαν τά χέρια, τόν πῆραν μαζί τους καί κίνησαν γιά τή Λιβαδειά. Οἱ πόνοι τοῦ Ἁγίου ἀπό τό τραῦμα στό κεφάλι του ἦταν ἀφόρητοι καί μέ μεγάλη δυσκολία κατάφερνε νά τούς ἀκολουθεῖ. Ἡ ζέστη ἀνυπόφερτη. Καί μετά ἀπό μιᾶς ὥρας ὁδοιπορία οἱ στρατιῶτες δίψασαν, ἀλλά νερό δέν εἶχαν στάλα.
Στή θέση Παμπλούκι κοντοστάθηκαν καί οἱ δυό ἀπ’ αὐτούς ἄρχισαν νά ψάχνουν τριγύρω γιά καμιά πηγή. Ἀλλά πηγή δέν ὑπῆρχε. Οἱ Τοῦρκοι ἀγρίεψαν καί ἄρχισαν καί πάλι νά χτυποῦν τόν Ἅγιο. Τόν θεώρησαν ὑπαίτιο τῆς ταλαιπωρίας τους καί ἀπειλοῦσαν νά τόν ἐξοντώσουν.
Ὁ Ἅγιος βογγοῦσε ἀπό τούς πόνους του καί ἀπό τήν κούραση τοῦ δρόμου, ἀλλά δέν μνησικάκησε ἐναντίον τῶν σκληρόκαρδων τυράννων του. Μονάχα τούς ζήτησε ἄδεια νά προσευχηθεῖ στό Θεό, γιά νά τούς ἀνακουφίσει ἀπό τή δίψα. Κορακιασμένοι ἐκεῖνοι τοῦ τό ἐπέτρεψαν. .         Ὁ Ἅγιος γονάτισε καί προσευχήθηκε μέ θέρμη στό Θεό. Ὕστερα πῆρε τό ραβδί του καί χτύπησε τό βράχο ὅπως ὁ Μωυσῆς στό Σινά. Ἀπό τή ρίζα τοῦ βράχου ἀνάβρυσε νερό! Οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες ὅρμησαν νά ξεδιψάσουν. Ἤπιαν ἀπό ἐκεῖνο τό διαυγέστατο καί δροσερό νερό, πού καί σήμερα ἡ πηγή σέ μορφή ρηχοῦ πηγαδιοῦ χαρίζει στούς περαστικούς, καί συνέχισαν τήν πορεία τους γιά τή Λιβαδειά. Ἀλλά τώρα ἔδειχναν μετανιωμένοι γιά τήν προηγούμενη ἀπαίσια συμπεριφορά τους πρός τόν Ἅγιο. Ἀπό τό θαῦμα πού εἶχε ἐπιτελέσει μπροστά στά μάτια τους εἶχαν πεισθεῖ πλέον πώς ὄχι μονάχα καμιά κατηγορία δέν βάραινε αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ἀλλ’ ὅτι ὁ ἵδιος ἦταν καί ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. .
Φύλακες καί δεσμώτης συνέχισαν τήν ὁδοιπορία τους γιά τή Λιβαδειά. Πιό πέρα οἱ στρατιῶτες εἶδαν νά πετοῦν γύρω τους ἀγριοπερίστερα καί ἄρχισαν νά πυροβολοῦν καταπάνω τους. Ἄδειασαν τά ντουφέκια τους, μά τίποτα δέν κατάφεραν. Καί τότε ὁ Ὅσιος Σεραφείμ τούς παρακάλεσε νά μήν πυροβολοῦν, δηλώνοντάς τους ὅτι ἐκεῖνος θά τούς ἔδινε ζωντανά πουλιά. Πράγματι, προσευχήθηκε ξανά στό Θεό, καί στά ἁπλωμένα χέρια του ἦρθαν καί κάθισαν τρία ἀγριοπερίστερα. Ὁ Ἅγιος ἔδωσε στόν καθένα τους ἀπό ἕνα περιστέρι. .
Κατάπληκτοι οἱ Τοῦρκοι καί ἀπ’ αὐτό τό δεύτερο θαῦμα, κατά μία ἐκδοχή, τήν ὁποία καταγράφει ὁ Ταλαντίου Νεόφυτος, ἄφησαν ἐλεύθερο τόν Ἅγιο. Κατ’ ἄλλη ἐκδοχή, τήν ὁποία καταγράφει ὁ μακαριστός ἱερέας Κωνσταντίνος Ζελιαναῖος σέ σύντομη μελέτη του τό 1947, ἀλλά καί ἐπιβεβαιώνει ὁ σημερινός ἡγούμενος τῆς Μονῆς Δομβοῦς Παχώμιος, ὁ γέροντας δέν δέχτηκε τήν ἀπελευθέρωση, λέγοντάς τους ὅτι ὄφειλαν νά ἐκτελέσουν τήν ἐντολή τοῦ βοεβόδα, γιά νά μή κινδυνέψουν οἱ ἴδιοι. Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ὁδηγήθηκε στή Λιβαδειά καί κλείστηκε στή φυλακή. Ὁλόκληρη ὅμως τή νύχτα ἡ γῆ ἐκεῖ ἐσείετο, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ βοεβόδα ἔβλεπαν τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου ν’ ἀναδίνει φῶς καί πληροφόρησαν σχετικά τόν ἀφέντη τους! Φοβισμένος ὁ Τοῦρκος διοικητής ἀπό τά σημεῖα αὐτά, ὄχι μονάχα τόν ἀπελευθέρωσε, ἀλλά ἔδωσε καί ἐντολή ν’ ἀπομακρυνθοῦν οἱ λιγοστές οἰκογένειες, πού ἀπέμεναν κοντά στό μοναστήρι, γιά νά μήν τόν ἐνοχλοῦν. .
Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἐπέστρεψε στή Δομβού. Βρῆκε τούς μαθητές του βυθισμένους στήν ἀπελπισία, ἐπειδή πίστευαν πώς δέ θά ξανάβλεπαν τό δάσκαλό τους. Τούς μίλησε μέ θέρμη γιά τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, μέ τή βοήθεια τοῦ Ὁποίου ἀπελευθερώθηκε, καί τούς παρακάλεσε νά συνεργαστοῦν μέ περισσότερο ζῆλο, ὥστε χωρίς καθυστέρηση νά προχωρήσει τό ἔργο τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ μοναστηριοῦ, πού ἦταν ἐπιθυμία τῆς Παναγίας. .
Τ’ ὄνομα τοῦ Ἁγίου ὡς θαυματουργοῦ ἔφτασε στά πέρατα τῆς τότε τουρκοκρατούμενης Ἑλλάδας καί «συνάθροισε ἀπό πολλά μέρη πολλούς ἐργάτες τοῦ Ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου» καί ἄλλον κόσμο, πού ἔτρεχε ἀπό παντοῦ νά ζητήσει τή βοήθειά του καί νά πάρει τήν εὐλογία του. Ἔτσι ἡ κακοτράχαλη ἐρημιά τῆς Δομβοῦς, πού πρωτύτερα ἦταν ὁρμητήριο ληστῶν, τώρα μεταβλήθηκε σέ τόπο ἐνάρετων καί καλλιεργημένων ἀνθρώπων, ὅπως ἀποδεικνύεται καί ἀπό τά ἐκκλησιαστικά συγγράματα, τά γραμμένα σέ μεμβράνες καί χαρτί, πού λείψανά τους περισώθηκαν μέχρι σήμερα στή μονή. Τόσοι πολλοί ἦσαν ἐκεῖνοι πού ἦρθαν στή Δομβού γιά τήν ἄσκηση πνευματικῶν ἀγώνων, ὥστε τό μοναστήρι, πού μόλις εἶχε χτιστεῖ ἦταν ἀνεπαρκές γιά νά τούς χωρέσει. Ἔτσι, πολλοί ἀπό αὐτούς ἀναγκάζονταν νά τό ἐγκαταλείψουν καί νά καταφεύγουν στήν ἐρημιά. .       Οἱ ἐργασίες ἐπιταχύνθηκαν καί τό ἔργο τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ μοναστηριοῦ τέλειωσε σύντομα. Ὁ ἄγριος βασανισμός τοῦ Ἁγίου καί αὐτό τό φοβερό χτύπημα στό κεφάλι του φαίνεται πώς συντόμευσαν τή ζωή του. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος, προβλέποντας τή μετάβασή του στήν οὐράνια πατρίδα, κάλεσε κοντά του τούς πολλούς καί ἀγαπημένους του μαθητές. Μέ τήν ἀδυνατισμένη φωνή του, πού πάλλονταν ἀπό συγκίνηση, τούς ἀπεύθυνε τίς τελευταῖες παραινέσεις του καί τούς εὐλόγησε.  Ὕστερα κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί παρέδωσε τό πνεῦμα του στό Θεό, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε καί λάτρευε ἀπό τή βρεφική του ἡλικία. .
Μετά τήν κοίμησή του οἱ μαθητές του παρέλαβαν τό καταπονημένο σῶμα του καί τό ἐνταφίασαν στήν τοποθεσία, πού ὁ ἴδιος τούς εἶχε ὑποδείξει ὅταν ζοῦσε στό παλιό μοναστήρι. Ἐκεῖ ἕνας μοναχός, ταγμένος ἀπό τήν ἀδελφότητα, φύλαγε τόν τάφο μέ τό σεπτό λείψανο μέρα – νύχτα γιά δυό ὁλόκληρα χρόνια, γιά νά μή τόν συλήσουν. Κατά τό διετές ἐκεῖνο διάστημα θεῖο φῶς φώτιζε κατά τίς νύχτες τόν τάφο τοῦ Ἁγίου, πού φανέρωνε τή θεία χάρη, ἀλλά καί τήν πρός τό Θεό παρρησία τοῦ Ἁγίου, καί ὁδηγοῦσε ἀναρίθμητους πιστούς κοντά του, οἱ ὁποῖοι μέ δάκρυα στά μάτια τόν παρακαλοῦσαν γιά χίλια δυό προβλήματά τους. .
Μετά τά δύο χρόνια ἔγινε ἡ ἐκταφή ἀπό τούς μοναχούς τῶν λειψάνων του, πού εὐωδίαζαν, καί ἡ ἀνακομιδή καί κατάθεσή τους ὡς θησαυροῦ ἀδαπάνητου στόν πρόναο τοῦ καινούργιου μοναστηριοῦ, τό ὁποῖο μέ τόσους κόπους κατόρθωσε ν’ ἀνεγείρει. .
Ὁ Ἅγιος τελεύτησε τό βίο του στίς 6 Μαΐου 1602, ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, τό μεσημέρι, σέ ἡλικία 75 ἐτῶν*.
* Ὁ πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης Δημήτριος Ζελιαναῖος ἐπισημαίνει τά ἑξῆς ἀξιοπρόσεκτα σχετικά μέ τό χρόνο τῆς κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου: Τό ἔτος 1602 τό Πάσχα ἦταν στίς 4 Ἀπριλίου καί ἡ Μεσοπεντηκοστή στίς 28 τοῦ ἴδιου μήνα. Τό 1601 τό Πάσχα ἦταν στίς 12 ’Απριλίου καί ἡ Μεσοπεντηκοστή στίς 6 Μαΐου. Ἄρα ὁ Ὅσιος ἐκοιμήθη στίς 6 Μαΐου 1601 καί ὄχι τοῦ 1602. Ἡ παραπάνω ἔνσταση βρίσκεται ἐν δικαίῳ, ἐκτός καί ἄν ἡ ταύτιση τῆς ἡμέρας κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου μέ τήν ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἔγινε αὐθαίρετα ἀπό μοναχούς, πού ἔζησαν μεταγενέστερα στό Μοναστήρι, πράγμα δυσεξακρίβωτο…
.       Τά εὐωδιάζοντα ἱερά λείψανα τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ σώζονται σήμερα στό Μοναστήρι του, τό ἀφιερωμένο στή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Πολλά εἶναι τά θαύματα πού πραγματοποιήθηκαν καί πραγματοποιοῦνται ἀπό αὐτά.
Τό ἀπολυτίκιο τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ:
Ἐκ γῆς ἀνατείλασα, ὡς τῆς Ἑλλάδος βλαστός, ἡ πάντιμος κάρα σου, Πατήρ ἡμῶν Σεραφείμ, ἐκβλύζει ἰάματα καί ἐκπλήττει ἡμᾶς τούς πόθῳ τιμῶντας σε. Ὅθεν σοι τῇ σορῷ σου εὐλαβῶς προσιόντες, λαμβάνουσι θεραπείαν καί ἰάσεις τελείας. Διό σέ τιμῶμεν πατήρ ἡμῶν Ὅσιε.
.       Τήν ἐντολή του νά τηρεῖται στό μοναστήρι «ἄβατον» γιά τίς γυναῖκες φυλάσσουν ἀκόμα σήμερα οἱ μοναχοί. Γιά τήν προσευχή τῶν γυναικῶν, πού φτάνουν ὥς τό μοναστήρι, διατίθεται ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας, πού βρίσκεται ἀριστερά τῆς εἰσόδου.
.        Σ’ ὅλα αὐτά τά χρόνια, πού ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἔζησε στή Δομβού, ἡ ἁγιότητά του ἀκτινοβολοῦσε καί ὁ κόσμος συνέρρεε ἀπό μακριά γιά βοήθεια. Ὁ Ἅγιος εἶχε λάβει ἀπό τό Θεό τό χάρισμα τῆς ἰάσεως, τό χάρισμα τῆς διόρασης, τό χάρισμα νά ἐκβάλλει δαιμόνια, τό χάρισμα νά διασώζει τίς καλλιέργειες ἀπό καταστρεπτικά ἔντομα, τό χάρισμα ν’ἀνατρέπει φυσικούς νόμους καί ἄλλα. Τά θαύματά του ἦταν πολλά, κυρίως θεραπεῖες ψυχικά ἤ σωματικά ἀρρώστων. Οἱ δύο βιογράφοι του Νεόφυτος Μεταξάς καί Εὐθύμιος Καββαθάς καταγράφουν πολλά ἀπό τά θαύματά του. Ἀναφέρομε μονάχα τό παρακάτω: .      Οἱ Ἀθηναῖοι κάλεσαν τόν Ἅγιο ν’ ἀπαλλάξει ἀπό τίς ἀκρίδες, πού κατέστρεφαν τά σπαρτά τους καί τούς εἶχαν ὁδηγήσει στήν ἀπόγνωση. Ὁ Ἅγιος ἔφτασε στήν Ἀθήνα καί ὁδηγήθηκε στό παραλιακό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στό Πόρτο Δράκο (Πειραιά). Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἔγινε λιτανεία, κλῆρος καί λαός ἔψαλλαν τό «Σῶσον, Κύριε τόν λαόν Σου». Ὁ Ἅγιος ἔβαλε τόν Σταυρό στή θάλασσα. Καί τότε τά σμήνη τῶν ἀκρίδων ὅρμησαν κατά τή θάλασσα καί πνίγηκαν στά νερά της! Βλέποντας τό θαῦμα πολλοί χριστιανοί, ἀλλά καί Τοῦρκοι, πῆραν νερό ἀπό τή θάλασσα – πού ἐκείνη τή στιγμή εἶχε τή γεύση πόσιμου νεροῦ! – καί τό ἤπιαν καί γιατρεύτηκαν ἀπό ἀρρώστειες τους. Οἱ Ἀθηναῖοι χάρισαν στόν Ἅγιο ἕναν πολύτιμο Σταυρό καί πολλά χρήματα γιά τήν ἀνοικοδόμηση καί διακόσμηση τοῦ μοναστηριοῦ του. Ἔστειλαν μάλιστα στή Δομβού καί τεχνίτες γιά τό λόγο αὐτό. Ὁ Νεόφυτος προσθέτει ὅτι ἔστειλαν καί οἰκοδόμους γιά νά χτίσουν μεγαλύτερο καί καλύτερο τό μοναστήρι, «ὡς ὁρᾶται σήμερον». .        Οἱ Ἀθηναῖοι, ἐκδηλώνοντας τήν εὐγνωμοσύνη τους στόν Ἅγιο μετά τόν θάνατό του, ἔχτισαν στό ἄνω Φάληρο (σημερινή Καλλιθέα) ναό τιμώμενο ἐπ’ ὀνόματί του. Ὁ ναός αὐτός σήμερα, δυστυχῶς, δέν ὑπάρχει. Ἡ εἰκόνα ὅμως τοῦ Ἁγίου στόν Ἱερό Ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Καλλιθέας καί ἡ τοπική Παράδοση τῶν ντόπιων μαρτυροῦν τό θαυμαστό πέρασμα τοῦ Ἁγίου ἀπό τήν περιοχή. Ἔκτοτε οἱ Αθηναῖοι, , καί κυρίως ἡ γεωργική τάξη, γιά πολλά χρόνια ἑόρταζαν πανηγυρικότατα τή μνήμη τοῦ Ἁγίου κάθε 6η Μαΐου.
.      Τό μοναστήρι, μολονότι ἀφιερωμένο στή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, ἔχει ἐπικρατήσει νά λέγεται “Μονή Ὁσίου Σεραφείμ” λόγῳ τῶν ἄπειρων θαυμάτων τοῦ κτίτορά της. Τό Καθολικό τῆς μονῆς εἶναι βυζαντινοῦ ρυθμοῦ, τετρακιόνιο μέ τροῦλλο. Ἡ ἀρχαιότερη εἰκόνα τῆς Μονῆς εἰκονίζει τόν Ὅσιο Σεραφείμ καί φιλοτεχνήθηκε τό 1648, δηλαδή σαράντα ἕξι χρόνια μετά τό θάνατό του. Εἶναι ἄγνωστου ἁγιογράφου,  διαφορετικῆς τεχνοτροπίας ἀπό τίς ἄλλες καί  ἔχει χαρακτηριστεῖ «Παλλάδιο τῆς μονῆς». .       Τό μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ Δομβοῦς κατά τό 1821 γίνεται ὁρμητήριο ἐπιχειρήσεων καί ἐνισχύει τόν Ἀγώνα μέ πολλούς τρόπους. Σ’ αὐτό προσέτρεξαν καί ζήτησαν τή βοήθειά του πολλοί ἀπό τούς ὁπλαρχηγούς τοῦ Ἀγώνα καί σ’ ὅλους αὐτούς τό μοναστήρι τήν παρέσχε ἀφειδώλευτα. Πέρα ἀπό τήν οἰκονομική ἀρωγή καί τήν ἐνίσχυση σέ τρόφιμα, ἡ μονή παρεῖχε στούς ἐπαναστάτες κατά τή διάρκεια τοῦ Ἀγώνα καί νοσηλευτικές ὑπηρεσίες στούς ἀγωνιστές, ὅπως ἔκανε καί καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας στούς κατοίκους τῆς περιοχῆς. (Τοῦτο ἦταν μιά μακρά καί γενικότερη παράδοση γιά τά μοναστήρια τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου). .         Γύρω ἀπό τό Μοναστήρι ἔγιναν πολλές μάχες Ἑλλήνων καί Τούρκων. Κατά τό 1826 ὁ ἀρχιστράτηγος τῆς Ρούμελης Γεώργιος Καραϊσκάκης, ἐκστρατεύοντας ἀπό τήν Ἐλευσίνα πρός τήν Κεντρική Ρούμελη, τοποθέτησε σ’ αὐτό φρουρά μέ ἐπικεφαλῆς τό Νικόλαο Μπαρμπιτσιώτη, γιά νά ἐμποδίσει τίς κινήσεις τοῦ Κιουταχῆ. Μέ ἐπιθέσεις του ὁ Κιουταχής στίς 15 καί 17 Νοεμβρίου ἀπέτυχε νά καταλάβει τό μοναστήρι. .          Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες – παραμονές τῆς μάχης στήν Ἀράχωβα – ἀφηγεῖται ὁ Νεόφυτος, μέγας ἐπαναστάτης καί αὐτός στό Μεγάλο Ἀγώνα, ὁ εὐσεβής Καραϊσκάκης πέρασε ἀπό τό μοναστήρι, προσκύνησε μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου καί εἶπε: «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, βοήθησέ με. Ἐπειδή μπορεῖς, γιατί ἔχεις πολλή παρρησία πρός τόν φιλάνθρωπο Θεό, γιά νά καταστραφοῦν οἱ ἐχθροί, μέ τήν ἐκστρατεία μου ἐναντίον τους. Ὅλη ἡ ἐλπίδα μου καί ἡ ἐλπίδα τοῦ στρατοῦ μου ἐξαρτᾶται ἀπό τή δική σου προστασία, Ἅγιε Σεραφείμ. Τίποτε δέν μπορῶ νά ἐπιτύχω ἐγώ δίχως τή δική σου θερμή προστασία καί ἀντίληψη». Καί ἀφοῦ ἀσπάστηκε τήν ἱερή εἰκόνα μ’ εὐλάβεια, βγῆκε ἀπό τό μοναστήρι καί ἐκστράτευσε ἐναντίον τῶν Τούρκων, πού εἶχαν ὀχυρωθεῖ στήν Ἀράχωβα. Τούς κατενίκησε, σκοτώνοντας καί τόν ἀλβανό ἀρχηγό τους Μουστάμπεη, σημαντικό ἀξιωματικό τοῦ στρατάρχη Κιουταχῆ. Ὕστερα ἀπό αὐτή τή μεγαλειώδη νίκη ὁ Καραϊσκάκης καί οἱ στρατιῶτες του εὐχαρίστησαν καί τό Θεό καί τόν Ἅγιο Σεραφείμ καί μαζί τους οἱ ἀπελευθερωμένοι Ἕλληνες.
Περίλαμπροι ναοί ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ στολίζουν σήμερα τή γενέτειρά του, τό Λοκρικό χωριό πού φέρει τ’ὄνομα τοῦ Ἁγίου, τό Βοιωτικό χωριό Διόνυσος κ. ἄ.

2. Όσιος Δαυίδ γέρων εκ Γαρδινίτσα
Όσιος Δαβίδ ο Γέρων, ο εν Ευβοία (16ος αι.)
Μωυσής Αγιορείτης
2-3 λεπτά
________________________________________
Καταγόταν από το χωριό Γαρδινίτσα Λοκρίδος και ήταν υϊός ιερέως. Τρίχρονος ακόμη της του Τιμίου Προδρόμου «επισκοπής και εμφανείας έτυχε, παραδόξως αυτώ οφθέντι και οδηγήσαντι τούτον εν τω ιδίω ιερώ σήκω». Από τότε «ανήγετο εν φόβω Κυρίου, ταίς θείαις μελέταις τρεφόμενος». Μόλις δεκαπέντε ετών φορά το μοναχικό σχήμα, από τον μετέπειτα μητροπολίτη Ναυπάκτου Ακάκιο.
Κατόπιν ήλθε «εις τον λιμένα της αρετής», το Άγιον Όρος, στη μονή της Μεγίστης Λαύρας, όπου «πάν είδος ταμιευσάμενος ενάρετου επιδόσεως», επέστρεψε στη μονή πού ρασοφόρεσε. Συνέχισε τον αγώνα του «αδιακρίτω υπακοή και πλούτω βαθείας φρονήσεως, ή παιδιόθεν συνήκμασεν, εξού και το επώνυμον του Γέροντος είληφε».
Για τον πλούτο των αρετών του χειροτονήθηκε Ιερεύς και έγινε ηγούμενος της μονής της Παναγίας της Βαρνάκοβας, πού είναι κοντά στη Ναύπακτο. Αρνήθηκε επίμονα να χειροτονηθεί αρχιερεύς, παρά την αξιωσύνη του. Όταν λειτουργούσε, ήταν περικυκλωμένος από θείο φως και στεκόταν ψηλά από τη γή.
Ασκήθηκε στο όρος Στείριο και κατέληξε στην πλησίον της Λίμνης Ευβοίας ορεινή περιοχή, όπου συνέστησε τη μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Συγκέντρωσε πολλούς φίλους της αρετής ως μαθητές, «της φήμης αυτού πανταχού εξεληλυθυίας». Έκανε πολλές ελεημοσύνες, περιόδευε διάφορες μητροπόλεις και με την ευλογία των αρχιερέων κήρυττε τον λόγο του Θεού στα διψασμένα πλήθη του υπόδουλου Γένους.
Τέλος, «πλείστα θαύματα κατεργασάμενος, και πολλούς οδηγήσας προς σωτηρίαν, και μέγας φανείς εν λόγω και έργω, και προειπών την προς Χριστόν ανάλυσιν, εκοιμήθη τον Οσίοις πρέποντα ύπνον». Οι τελευταίοι λόγοι του προς τους μαθητές του ήταν: «Ιδού, αδελφοί, ο Δεσπότης Χριστός ήλθεν».
Τα τίμια λείψανα του θαυματουργού οσίου Δαβίδ φυλάγονται στη μονή του, καθώς και προσωπικά του αντικείμενα. Τον βίο του έγραψε ο μαθητής του Χριστόφορος. Ο βίος και η ακολουθία του εξοδόθησαν αρκετές φορές. Ακολουθίες νεώτερες συνέθεσαν ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης και ο Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας.
Η μνήμη του τιμάται την 1η Νοεμβρίου.
πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Άγιοι Αγίου Όρους, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2007
3. Όσιος Αθανάσιος Μετεωρίτης εκ της Υπάτης
Όσιος Αθανάσιος κτήτωρ Μονής Μετεώρου
ix8ys
3-4 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Όσιος Αθανάσιος, κατά κόσμον Ανδρόνικος, γεννήθηκε στη Νέα Πάτρα, τη σημερινή Υπάτη, κοντά στο όρος Μολύβιον, το 1305 μ.Χ. (ή σύμφωνα με άλλες πηγές το 1303 μ.Χ.) από γονείς επιφανείς και πλούσιους. Μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα και παραδόθηκε στην επιμέλεια του θείου του. Αλλά όταν κατέλαβαν την πατρίδα του οι Φράγκοι το 1319 μ.Χ., αναχώρησε στη Θεσσαλονίκη και από ‘κει στο Άγιο Όρος.
Στην μεγάλη μοναχική μητρόπολη όμως, τηρούσαν μια ευλαβή συνήθεια, και δεν δέχονταν αγένειους νέους, προς αποφυγήν του σκανδαλισμού των πατέρων και βέβαια για την πλήρη ωρίμανσή των. Με απογοήτευση τότε αναχώρησε ο Αθανάσιος και περιπλανήθηκε σε πολλά μέρη. Πήγε και στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνώρισε τον περίφημο Γρηγόριο τον Σιναΐτη, κι αργότερα μετέβηκε στην Κρήτη, κι όταν απέκτησε ηλικία, στα 30 του χρόνια, ξαναγύρισε για να μείνει στο Όρος. Διέμεινε σε μια περιοχή που ανήκει στην Μονή Ιβήρων. Από εκεί, τον κάλεσαν οι πατέρες Γρηγόριος ο Πολίτης και Μωυσής, και του μετέδωσαν το μοναχικό και αγγελικό σχήμα.
Την εποχή εκείνη έκαμαν πολλές επιδρομές στο Άγιον Όρος οι Τούρκοι. Πολλοί μοναχοί αισθάνθηκαν ανασφάλεια και κατέφυγαν στα ενδότερα της ηπειρωτικής χώρας για προστασία. Το ίδιο συνέβη την ίδια περίπου εποχή με τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Ανάμεσα στους μοναχούς που αποφάσισαν να αυτοεξοριστούν υπήρξαν κι ο Γρηγόριος ο Πολίτης με μαθητές του τον Άγιο Αθανάσιο και τον Γαβριήλ. Έτσι η σεπτή αυτή τριάδα με ιδιάζουσα πνευματικότητα κατευθύνθηκαν δυτικά, πέρασαν την Θεσσαλονίκη και την Βέροια κι ανέβηκαν ευλαβικά για προσκύνημα στη Σκήτη.
Το ακριβές μέρος της παραμονής τους δεν είναι γνωστό. Σκήτη Βεροίας ονομάζεται όλη η κοιλάδα του Αλιάκμονα, η οποία αριθμούσε πολλές μονές. Καταχρηστικώς βεβαίως αναφέρεται ως τόπος διαμονής η Μονή του Προδρόμου, η οποία εκείνη την εποχή ίσως να μην υφίστατο ακόμη.
Κατά την μαρτυρία του Γέροντα του Αγίου, του Γρηγορίου του Πολίτου, ο Αγιος Αθανάσιος λάτρευε την ησυχία κι αποστρέφονταν την ταραχή της πόλεως. Έτσι αν και πάρα πολλοί τους κατέτρεχαν για να τους κρατήσουν στην διακονία της πόλης, αυτοί έψαχναν μέρη να ησυχάσουν. Στη Σκήτη έφθασαν το 1340, τέσσερα-πέντε χρόνια μετά την αναχώρηση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Η παράδοση μας διασώζει πως εδώ, διέτριψαν τρία χρόνια. Αλλά η καρδιά του Αγίου Αθανασίου ετρώθη και εστερεώθη ακραιφνώς πλέον στην αναζήτηση της ησυχίας. Όχι της απλής ησυχίας, αλλά της απόλυτης μόνωσης και ανύψωσης στους πνευματικούς ουρανούς. Για τον λόγο αυτό σκίρτησε η καρδιά του Αγίου όταν άκουσε από τα χείλη του Επισκόπου Σερβίων Ιακώβου πως νοτιότερα υπήρχαν βράχια πανύψηλα που ούτε αετοί δεν φώλιαζαν. Εκεί είχε δει ασκητές να μην μιλούν σε κανένα και να κρύβονται όσο πιο απόμερα γίνεται.
Σχεδόν αμέσως ο Άγιος έβαλε μετάνοια στους αδελφούς, άφησε τη Σκήτη Βεροίας και κατέφυγε στους Σταγούς (Καλαμπάκα). Εκεί επάνω στα πανύψηλα βράχια και συγκεκριμένα επάνω σε μια πέτρα την λεγόμενη Στύλο, κατοίκησε με δύο μαθητές του και έκτισε ναό. Την πέτρα εκείνη ονόμασε Μετέωρο. Επειδή όμως οι προσερχόμενοι για άσκηση πολλαπλασιάσθηκαν, ίδρυσε κοινόβιο με Ναό στο όνομα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα Χριστού.
Εκεί λοιπόν πέρασε ασκητικά τα χρόνια του, και αφού έζησε 78 ετών, απεβίωσε ειρηνικά το 1383 μ.Χ. (κατά άλλους το 1373 μ.Χ.).
Μιχαήλ Χωνιάτης 
Βιογραφία
Ο Άγιος Μιχαήλ υπήρξε ο τελευταίος μητροπολίτης Αθηνών (1182 – 1204 μ.Χ.) πριν από την φραγκική κατάκτηση. Ο λόγιος μητροπολίτης και αδερφός του ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη, λάτρης του ένδοξου παρελθόντος της Αθήνας, ήταν εκείνος που την υπερασπίστηκε όχι μόνο από τους εχθρούς και τις πολιορκίες, αλλά και από την ασυδοσία των κρατικών υπαλλήλων. Οι επιστολές του αποτελούν πλούσια πηγή πληροφοριών για την Αττική του τέλους του 12ου-αρχές του 13ου αιώνα. Στις επιστολές αυτές, διακρίνει κανείς μια επιθετική διάθεση προς την Αθήνα, ωστόσο, με προσεκτικότερη ματιά εύκολα θα διαπιστώσει μια ουσιαστική και βαθιά αγάπη, τόσο στην πόλη όσο και στο λαό της.
Το 1203 μ.Χ. υπερασπίστηκε με επιτυχία την πόλη που κινδύνευσε από τον πελοπονήσιο γαιοκτήμονα Λέοντα Σγουρό. Λίγο αργότερα, στα 1204 μ.Χ., αμέσως μετά τη φραγκική κατάκτηση, αυτοεξορίστηκε στην Κέα, μη σταματώντας και από εκεί ακόμη να υπερασπίζεται και να προστατεύει το ποίμνιό του. Αργότερα, μετέβη στη Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου κοντά στις Θερμοπύλες όπου και πέθανε, στα 1222 μ.Χ.
Την ακολουθία του Αγίου έγραψε ο Μεγάλος Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας κ. Χαραλάμπης Μπούσιας.
Επίσης, η μνήμη του αναφέρεται, μαζί με αυτή του Ανδρέα Κρήτης, στον Βατοπεδινό Κώδικα με κοινή Ακολουθία.
Ι. Μ Φιλίππων , Νεαπόλεως και Θάσου
Νεομ. Ιωάννης 
Ό μακάριος αὐτός Νεομάρτυρας κατήγετο ἀπό τὶς Μαριές τῆς Θάσου. Σὲ ἠλικία δέκα τεσσάρων ἐτῶν τὸν ἔφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ μάθη τὴν τέχνη τοῦ ράφτη. Πρὶν περάση πολύς καιρός ὁ δάσκαλός του τὸν ἔστειλε σ’ ἕναν Ἐβραῖο ἔμπορο τοῦ Γαλατᾶ νὰ ἀγοράση ράμματα.
Ὁ Ἐβραῖος ὅμως, καθώς εἰδε τὸ νέο παιδί θέλησε νὰ τὸ ξεγελάση καὶ δὲν ἄργησαν νὰ φιλονικήσουν.
Ἦταν μεσημέρι καὶ ὁ Χότζας ἔλεγε τὴν συνηθισμένη προσευχή. Τότε ὁ Ἐβραῖος ἄρχισε νὰ φωνάζη πρὸς τοὺς Ἀγαρηνούς: δὲν ἀκοῦτε τὸ παιδί αὐτό ποὺ ὑβρίζει τὴν πίστι σὰς καὶ τὸ προσκύνημά σας; Ἀυτό ἔγινε ἀφορμή νὰ οδηγηθῆ ὁ Ἰωάννης στὸν Βεζύρη ποὺ ἔκανε χρέη δικαστοῦ.
Ὅταν δὲ εἶδε πόσο νέος καὶ ἀθῶος ἦταν ὁ Ἰωάννης τὸν λυπήθηκε καὶ τοῦ λέει «Ἔλα νὰ γίνης Τοῦρκος νὰ σώσης τὴν ζωή σου καὶ νὰ σὲ ἔχω πλησίον μου νὰ σὲ τιμήσω καὶ νὰ σὲ πλουτίσω».
Μὲ τέτοιες καὶ ἄλλες ὑποσχέσεις προσπαθοῦσε νὰ ἀλλάξη τὴν γνώμη τοῦ Ἰωάννη καὶ νὰ τὸν χωρίση ἀπό τὸν Χριστό.
«Δὲν θὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστό κι ἄν ὅλο τὸ βασίλειό σου μοῦ χαρίσης, κι ἄν μύρια βάσαν καὶ παιδεμούς μοῦ κάνετε», ἦταν ἡ ἀπάντησις τοῦ Ἰωάννη. Βλέποντας ὁ Βεζύρις ὅτι ἦταν μάταιο νὰ ἐπιμένη στὶς κολακεῖες καὶ στὶς φοβέρες, πρόσταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν γενναῖο μάρτυρα τῆς πίστεως.
Ὁ ὀργισμένος δήμιος χτύπησε μὲ δύναμι τὸν νεαρό μάρτυρα καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι.
Ἡ ψυχή του ἀνέβηκε καθαρή καὶ ἐλεύθερη πρὸς τὸν Κύριο τῶν Δυνάμεων γιὰ νὰ στεφανωθῆ μὲ τὴν αἰώνια δόξα πού χαρίζει ὁ Κύριος σ’ ὅσους δίνουν τὴν καλή μαρτυρία τῆς πίστεως.
Καὶ αὐτά ἔλαβαν χώρα τὸ ἔτος 1652.

1. Όσιος Φιλόθεος ο Χριστοπολίτης
Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Όσιος Φιλόθεος ο Αγιορείτης
ix8ys
4-5 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Όσιος Φιλόθεος γεννήθηκε το 1526 μ.Χ. στη Χρυσούπολη της Μακεδονίας (κοντά στην Καβάλα).
Οι γονείς του ήταν από κάποια επαρχία Ασιανών της Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα από την πόλη Ελατεία. Για το φόβο των Αγαρηνών ήλθαν στην Χρυσούπολη, όπου πέθανε ο πατέρας αφού γέννησε δύο παιδιά. Τα παιδιά αυτά τα άρπαξαν οι Τούρκοι και ο πόνος της μάνας τους Ευδοκίας ήταν μεγάλος και για να τον ελαφρύνει, κλείστηκε σε γυναικείο μοναστήρι.
Κάποτε όμως, σε μια πανήγυρη ενός ανδρικού μοναστηριού συνάντησε τα δύο παιδιά της και με μεγάλη συγκίνηση άκουσε την ιστορία της σωτηρίας των παιδιών της, από τα χείλη του ηγουμένου. Ο Θεόφιλος έτσι ήταν το πρώτο του όνομα, έδειξε μεγάλη προθυμία στο μοναστήρι αυτό και εκάρη μοναχός με το όνομα Φιλόθεος.
Κατόπιν, το 1551 μ.Χ. και σε ηλικία 25 ετών, πήγε στο Άγιο Όρος και συγκεκριμένα στο κοινόβιο της Ιεράς Μονής Διονυσίου, όπου οι ασκητικοί του αγώνες έγιναν παράδειγμα σε πολλούς αδελφούς.
Αργότερα, αναζητώντας περισσότερο την ησυχία, προφασιζόμενος ότι ασθένησε και έχασε την ακοή του, αποσύρεται σε σπήλαιο έξω από την μονή. Εκεί ανεδείχθη θαυμαστός ασκητής και νικητής δαιμόνων. Όταν απεκαλύφθη η προσποιητή του ασθένεια, αναγκάσθηκε ν’ αλλάξει τόπο διαμονής, για να μη τον τιμούν. Στη νέα του κατοικία απέκτησε τρεις μαθητές.
Ο Θεός, για τους κόπους του τον αντάμειψε με το προορατικό χάρισμα.
Πέθανε ειρηνικά σε ηλικία 84 χρονών (1610 μ.Χ.). Στους μαθητές του είχε δώσει εντολή να μη θάψουν το σώμα του, αλλά να το αφήσουν να το φάνε τα θηρία του δάσους. Ο πανάγαθος Θεός όμως το κατηύγασε με φώς, από το όποιο οδηγούμενος ένας μοναχός, παρέλαβε την κάρα του και την παρέδωσε στους μαθητές του οσίου.
Η κάρα σώζεται μέχρι σήμερα στη μονή της Πέτρας, της επαρχίας Θεσσαλιώτιδος, σε αργυρή θήκη, και απολαμβάνει μεγάλης τιμής από τους πιστούς. Μέρος τού τιμίου λειψάνου του οσίου, το 1972 μ.Χ., μετέφερε ο μακαριστός ηγούμενος αρχιμανδρίτης Γαβριήλ από τη μονή Κορώνης στη μονή Διονυσίου.
Ο βίος του οσίου γράφηκε από τον μοναχό Δανιήλ Διονυσιάτη, αντιγράφοντας παλαιότερο κώδικα, τον όποιο μεταγλώττισε ο μοναχός Αγάπιος Λάνδος (1802 μ.Χ.) και δημοσιεύθηκε αργότερα (Βενετία 1872 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείᾳ χάριτι, τῆς Θεοτόκου, ὡς λελύτρωσαι, χειρῶν ἀπίστων, ἐν Νεαπόλει ὁσίως ἐμόνασας, καὶ ἐν τῷ Ἄθῳ ἀσκήσας Φιλόθεε, φίλος Θεοῦ φερωνύμως γεγένησαι, Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φίλος θερμότατος τοῦ τῶν ἁπάντων Θεοῦ, Φιλόθεε Ὅσιε, τῇ σῇ ἁγίᾳ ζωῇ, ἐνθέως δεδόξασαι· ὅθεν τὴν τῶν θαυμάτων, δωρεὰν κεκτημένος, νέμεις τοῖς σὲ τιμῶσι, δαψιλῶς τὴν σὴν χάριν, πρεσβεύων τῷ Σωτῆρι ὐπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῆς φιλίας τῆς ἐν κόσμῳ ξένον πέλοντα, καὶ τῆς ἐνθέου οἰκειώσεως μετέχοντα, ὁ Θεός σε ἐμεγάλυνε θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς φίλος τοῦ Σωτῆρος γνησιώτατος, τῆς φιλίας τῶν χειρόνων ἀπολύτρωσαι, τοὺς βοῶντάς σοι· χαίροις Πάτερ Φιλόθεε.
2. Όσιος Δνιήλ ο Θάσιος
Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Όσιος Δανιήλ ο Θάσιος
ix8ys
4-5 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Όσιος Δανιήλ ο Θάσιος υπήρξε ευσεβής από την παιδική του ηλικία, αμέσως από τη νεότητα του έγινε πρόθυμος κήρυκας του Ευαγγελίου, πρόμαχος και συνήγορος της Ορθοδοξίας.
Ο όσιος και θεοφόρος Δανιήλ, έζησε τον 9ο μ.Χ. αιώνα όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λέων ο Αρμένιος ο εικονομάχος. Όταν πλέον έγινε άντρας ο Δανιήλ, ίδρυσε μοναστήρι στο νησίδιο Κραμβούσα, που βρίσκεται δίπλα στη νήσο Θάσο. Η φήμη της μεγάλης αρετής του ιδρυτή έφερε εκεί πολλούς μοναχούς από τη Θάσο και απ’ άλλου.
Ο όσιος Δανιήλ αγαπούσε τόσο την πνευματική ζωή και ήταν τόσο πολύ ταπεινόφρων ώστε όταν στη Θάσο ήλθε ο μέγας Ιωαννίκιος (βλέπε 4 Νοεμβρίου), ο Δανιήλ εγκατέλειψε την ηγουμενική του θέση και έτρεξε κοντά στον φημισμένο εκείνο όσιο άντρα, για να πάρει διδάγματα από την τόσο προσεκτική και ενάρετη ζωή του. Ο Ιωαννίκιος προσπάθησε να τον εμποδίσει λέγοντας του, ότι μπορούσε και μόνος του να τελειοποιεί τον εαυτό του με την προσευχή, τη μελέτη και τη χάρη του αγίου Πνεύματος. Ο Δανιήλ όμως επέμενε και ο Ιωαννίκιος υποχώρησε. Μετά από καιρό ο Ιωαννίκιος, υποχρέωσε τον Δανιήλ να επιστρέψει στη μονή του διότι οι μοναχοί της τον ζητούσαν επίμονα, επειδή δεν έβρισκαν άξιο αντικαταστάτη του. Ο Δανιήλ υπέκυψε και επανήλθε στη μονή του.
Σε βαθιά γεράματα αποδήμησε στον Κύριο και τάφηκε, κατά την επιθυμία του, στο νησίδιο του κοντά στα κύματα, δίπλα στα όποια πρωί και βράδυ πολλές φορές έστελνε την προσευχή του και ύμνους στο Θεό.
Ι. Μ Φλωρίνης, Πρεσπών, Εορδαίας
1. Άγιος νεομ. Αγαθάγγελος εκ Φλωρίνης
ΑΓΙΟΣ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ ΕΚ ΦΛΩΡΙΝΗΣ
2-3 λεπτά
________________________________________
Άγιος Νεομάρτυς Αγαθάγγελος ο εν Μοναστηρίω της Πελαγονίας.
Ο άγιος Αγαθάγγελος, ήταν ένας νέος και γενναίος Έλληνας, που καταγόταν από τη Φλώρινα της Μακεδονίας και ασκούσε το επάγγελμα του υποδηματοποιού στο Μοναστήρι (σημερινή πόλη Μπίτολα ή Μπιτόλια). 
Στις μέρες του οι μουσουλμάνοι της περιοχής μετά το Ραμαζάνι γιόρταζαν τριήμερο Μπαϊράμι και μέσα στις ευωχίες, τις μέθες και τους χαμαίζηλους πανηγυρισμούς είχαν την συνήθεια να συλλαμβάνουν όποιον Χριστιανό έβλεπαν μπροστά τους και να τον εξαναγκάζουν σε εξισλαμισμό. 
Ο Άγιος Αγαθάγγελος αγανακτώντας για το βάρβαρο αυτό έθιμο και την απαράδεκτη συμπεριφορά των μουσουλμάνων, ξεκίνησε και πήγε μέχρι την Κωνσταντινούπολη, εξέθεσε την κατάσταση στους αρμοδίους της Υψηλής Πύλης, ζητώντας προστασία του ορθοδόξου πληθυσμού. Πράγματι, βρήκε κατανόηση από τους υπηρεσιακούς παράγοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και επέτυχε να εκδοθεί ακόμη και φιρμάνι, που απαγόρευε στους Τούρκους της περιοχής τέτοιες συμπεριφορές και πρακτικές. 
Μόλις το πληροφορήθηκαν αυτό οι επιτόπιοι Τούρκοι έγιναν έξαλλοι, τον συνέλαβαν και αφού τον βασάνισαν άγρια τον αποκεφάλισαν με ξίφος στις 17 Φεβρουαρίου του 1727. 
Για την Αγία Κάρα του κατεσκεύασε πολύτιμη λειψανοθήκη ο Μητροπολίτης της περιοχής Γρηγόριος Πελαγονίας με συνεργάτες του ιερείς, που αναγράφονται επάνω στη Λειψανοθήκη μαζί με την ημερομηνία 25 Φεβρουαρίου 1825. Αυτός ο θησαυρός βρίσκεται σήμερα στη Μονή Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνιώτη (Ηγούμενος Συμεών, τηλ: 00 357 24 64 94 00 & fax: 00 357 24 64 94 52), κοντά στο χωριό Τρούλοι της Λάρνακος. 
Η μορφή του αγιογραφήθηκε πρόσφατα με πολλή επιτυχία και εκφραστικότητα από τις αδελφές της Μονής Χρυσοπηγής Χανίων και ευρίσκεται στην Ιερά Μητρόπολη Φλωρίνης. Το έτος 2009 η Ιερά Μητρόπολη το αφιέρωσε στον Νεομάρτυρα αυτόν με πολλές και ποικίλες θρησκευτικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Πηγές: Μακάριος Σιμωνοπετρίτης. Νέος Συναξαριστής. Φεβρουάριος. Ίνδικτος 2006, σελ.200. 
Και εγκόλπιο, ημερολόγιο Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης 2009. 
2. Άγιος Υπάτιος Γαγγρών
Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Άγιος Υπάτιος επίσκοπος Γαγγρών
ix8ys
2-3 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Άγιος Υπάτιος ήταν μορφή από εκείνες που δόξασαν την Εκκλησία στους πρώτους αιώνες της και αγωνίσθηκαν για το θρίαμβο του χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας. Ήταν επίσκοπος Γαγγρών στα χρόνια του Μεγάλου. Κωνσταντίνου και συμμετείχε στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια (325 μ.Χ.), κατά της πλάνης του Αρείου. Στο ποιμαντικό του έργο, εξακολούθησε να διδάσκει και να καθοδηγεί το ποίμνιο του, αλλά κυρίως αντιμαχόταν τις αιρέσεις, και ιδιαίτερα την αίρεση των Ναυτιανών. Η επιτυχία με την οποία καταπολεμούσε τους Ναυτιανούς, ξεσήκωσε τα άγρια πάθη τους και ζητούσαν την εξόντωση του. Έτσι, το έτος 326 μ.Χ. πλήρωσαν κάποιους ειδωλολάτρες, οι οποίοι σε κρημνώδη περιοχή επιτέθηκαν κατά του Αγίου με ξύλα και πέτρες και τον άφησαν μισοπεθαμένο. Πριν ξεψυχήσει, μία εκ των φανατικών αιρετικών γυναικών τον θανάτωσε διά λίθου.
3. Άγιος Αχίλλιος Πρεσπών
Άγιος Αχίλλειος Λαρίσης ο Θαυματουργός
6-7 λεπτά
________________________________________
Γράφτηκε από τον/την Romfea.gr. Κυριακή, 15 Μαΐου 2016 
Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου στην Romfea.gr
Θεολόγου – Καθηγητού
________________________________________
Ξεχωριστή χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας είναι όσοι έλαβαν μέρος στις Μεγάλες Οικουμενικές Συνόδους, στις οποίες, με την καθοδήγηση και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, καθόρισαν τα όρια της σωστικής ορθοδόξους πίστεώς μας.
Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Αχίλλειος, επίσκοπος Λαρίσης, ο οποίος είχε τη δική του συμβολή στις εργασίες της Αγίας Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Καταγόταν από την Καππαδοκία και γεννήθηκε περί το 270 μ. Χ. Δεν γνωρίζουμε πολλά για την καταγωγή του και την παιδική του ηλικία.
Φαίνεται πως ήταν γόνος εύπορων και ευσεβών γονέων, οι οποίοι φρόντισαν να τον σπουδάσουν στα ονομαστά σχολεία της περιοχής.
Περισσότερο όμως φρόντισαν να τον μορφώσουν πνευματικά. Να του ενσταλάξουν στην παιδική του ψυχή την ακράδαντη πίστη στον αληθινό Τριαδικό Θεό, στον Σωτήρα Χριστό και τα σωτήρια διδάγματα του Ευαγγελίου.
Να γίνει συνειδητό μέλος της αγίας μας Εκκλησίας. Και πράγματι ο Αχίλλειος έγινε μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, που τον έκανε να διαφέρει από τα παιδιά των εθνικών, τα οποία ρίχνονταν νωρίς στην ακολασία και την ειδωλολατρική δεισιδαιμονία. 
Μετά το θάνατο των γονέων του ο Αχίλλειος, μοίρασε τη μεγάλη πατρική του περιουσία στους ενδεείς της περιοχής και αναχώρησε για τους Αγίους Τόπους, για να ζήσει εκεί που έζησε ο Λυτρωτής μας Χριστός, κοντά στον Πανάγιο Τάφο, που ακόμη τότε βρισκόταν κάτω από τον βέβηλο ναό της πορνικής «θεάς» Αφροδίτης.
Μετά από καιρό επισκέφτηκε ασκητήρια, προκειμένου να ωφεληθεί από τους αγίους γέροντες ασκητές. Μαζί τους ασκήθηκε στη νηστεία, την προσευχή και την αγρυπνία, καλλιεργώντας τις θείες αρετές.
Μετά από καιρό μετέβηκε στην Ρώμη, πρωτεύουσα ακόμη του απέραντου Ρωμαϊκού Κράτους, όπου είχε συναντήσεις με τους Χριστιανούς της μεγάλης πόλεως και οι οποίοι δοκίμασαν τους χειρότερους διωγμούς, επειδή βρισκόταν κοντά στη αντίχριστη εξουσία, η οποία δίωκε την Εκκλησία του Χριστού. Κατόπιν ήρθε στην Ελλάδα και κατέληξε στη Θεσσαλία, την οποία διάλεξε ως τόπο της ιεραποστολής του.
Με το ένθερμο κήρυγμά του, με το παράδειγμά του και με τα θαύματα, που αξιώθηκε από το Θεό να κάνει, έκαμε πολλούς ειδωλολάτρες να ασπασθούν τη νέα πίστη. 
Περί το 320 χήρεψε ο επισκοπικός θρόνος της Λαρίσης. Οι Χριστιανοί της περιοχής πρότειναν στον άγιο Αχίλλειο να αναλάβει ποιμενάρχης τους.
Παρά τους δισταγμούς του, δέχτηκε το μεγάλο φορτίο. Άρχισε αμέσως ένα σπουδαίο ποιμαντικό έργο, εν μέσω ανυπέρβλητων δυσκολιών, διότι, αν και οι φοβεροί διωγμοί εναντίον των Χριστιανών είχαν τυπικά σταματήσει, με το περίφημο Διάταγμα των Μεδιολάνων (313), περί ανεξιθρησκίας, του Μ. Κωνσταντίνου, εν τούτοις η ειδωλολατρία ανθίστατο στην ελληνική ενδοχώρα. Τα σκοταδιστικά ειδωλολατρικά ιερατεία προκαλούσαν σοβαρά προβλήματα ακόμη στους Χριστιανούς.
Αλλά ο άγιος Επίσκοπος έδειχνε, όχι απλά ανοχή και ανεξικακία στους φανατικούς διώκτες τους, αλλά τους ευεργετούσε, όπως ευεργετούσε τους πιστούς. Αυτό είχε ως συνέπεια πολύ σύντομα να μεταστραφούν στην Εκκλησία πλήθη ειδωλολατρών. 
Την εποχή όμως αυτή η Εκκλησία δοκιμάζονταν και σπαράσσονταν από την φοβερή αίρεση του αρειανισμού. Ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325, για να επιλυθεί συνοδικά το μεγάλο αυτό θεολογικό πρόβλημα, το οποίο απειλούσε αυτή την ίδια την ύπαρξη της Εκκλησίας.
Κλήθηκαν 318 Επίσκοποι από τα πέρατα της οικουμένης, να λάβουν μέρος στη Μεγάλη Σύνοδο. Μεταξύ αυτών ήταν και ο άγιος Αχίλλειος. Η φήμη του, ως αγίου Επισκόπου, είχε φτάσει ως τη Βασιλεύουσα.
Γι’ αυτό όταν έφτασε τον υποδέχτηκαν με τιμές ο αυτοκράτορας και οι άλλοι Επίσκοποι. Έλαβε μέρος στις συζητήσεις και με την ευρυμάθειά του και την άρτια θεολογική του κατάρτιση κατατρόπωσε τους αιρετικούς αρειανούς.
Ο Θεός τον αξίωσε μάλιστα να επιτελέσει στη Σύνοδο και θαύμα, για να δείξει ότι η πίστη των Ορθοδόξων είναι η αληθινή και ευάρεστη στο Θεό. Με τις ευχές του ανάβλυσε λάδι από μια πέτρα. Σε σπάνιο χειρόγραφο που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων αναφέρεται πως «Τον Θεόν επικαλεσάμενος και έλαιον δι’ ευχής βλύσαι ποιεί». 
Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου και τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας, ο Μέγας Κωνσταντίνος, ζήτησε την ευλογία του αγίου Αχιλλείου και τον ξεπροβόδησε με πλούσια δώρα, να τα χρησιμοποιήσει για έργα φιλανθρωπίας και ανεγέρσεις ναών στην επισκοπή του. 
Μετά από 35 χρόνια ποιμαντορίας, το έτος 355 ο άγιος Επίσκοπος κοιμήθηκε ειρηνικά. Λίγο πριν την κοίμησή του ο Θεός τον αξίωσε να προαισθανθεί την αναχώρησή του από τον κόσμο αυτό. Κάλεσε τον κλήρο και το λαό, δίνοντάς τους τις τελευταίες συμβουλές του και προαναγγέλλοντας την κοίμησή του. 
Οι πιστοί θρήνησαν τον άγιο Ιεράρχη τους και τον κήδεψαν με μεγάλες τιμές και τοποθέτησαν το σεπτό του σκήνωμα σε λάρνακα που ο ίδιος είχε κατασκευάσει.
Το τίμιο λείψανό του πραγματοποιούσε πολλά θαύματα. Το 985 ο τσάρος των Βουλγάρων Σαμουήλ το άρπαξε και το μετέφερε στα ανάκτορά του στις Πέσπες, όπου είχε χτίσει μεγαλόπρεπη βασιλική, της οποίας σώζοντα ως τα σήμερα ερείπια. Οι κάτοικοι της Λάρισας συνέχιζαν να τιμούν τον άγιο και μετά την αρπαγή των λειψάνων του.
Του έκτισαν μεγαλοπρεπή ναό και τον έκαμαν προστάτη και πολιούχο της πόλεώς τους. Επιτελούνταν δε εκεί πολλά θαύματα.
Σε αυτόν τον ναό συνάζονταν οι επίσκοποι της Θεσσαλίας για να εκλέξουν τους επισκόπους των χηρευουσών θρόνων. Στα 1204, οι αιρετικοί Φράγκοι κατέστρεψαν τη Λάρισα και μετέβαλαν το ναό σε ορμητήριο ληστών.
Ενώ στις 12 Ιουνίου 1769 οι φανατισμένοι τούρκοι τον πυρπόλησαν. Το 1965 έγινε ανασκαφή και βρέθηκε ο τάφος του αγίου και κτίστηκε ο σημερινός ναός.
Τέλος στις 14 Μαΐου 1981 επέστρεψαν τα λείψανά του στη Λάρισα, όπου φυλάσσονται στον ομώνυμο ναό του και θαυματουργούν. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Μαΐου.
Αγία Μάρτυς Χρυσή
Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Αγία Χρυσή η Νεομάρτυς
ix8ys
3 λεπτά
Eν ταις βασάνοις χρυσός οίον καμίνω,
Xρυσή εδείχθης ηγλαϊσμένη όλη.
Βιογραφία
Η Αγία Χρυσή γεννήθηκε στο χωριό Σλάτενα (σημερινή Χρυσή) της επαρχίας Αλμωπίας Νομού Πέλλης. Ο πατέρας της ήταν φτωχός και είχε τέσσερις θυγατέρες. Η Χρυσή ήταν ωραία στο σώμα και στην ψυχή.
Κάποτε, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλες γυναίκες στους αγρούς και μάζευε καυσόξυλα, την απήγαγε κάποιος Τούρκος και τη μετέφερε στο σπίτι του. Ο Τούρκος προσπάθησε με κολακείες να την εξισλαμίσει και να την κάνει γυναίκα του. Η Χρυσή όμως αντιστάθηκε και δυναμικά απάντησε: «Εγώ τον Χριστό μόνο γνωρίζω για νυμφίο μου, που δεν θα αρνηθώ και αν ακόμα με κομματιάσεις». Οι γονείς και οι συγγενείς της Χρυσής, με εξαναγκασμό των Τούρκων, την παρακαλούσαν να δεχτεί τον μωαμεθανισμό για να σωθεί. Αλλά η μεγαλόψυχη Χρυσή τους απάντησε ότι: «πατέρα έχω τον Κύριό μου Ιησού Χριστό, μητέρα την Κυρία Θεοτόκο, αδελφούς δε και αδελφές έχω τους Αγίους και τις Αγίες της Εκκλησίας μας».
Μπροστά λοιπόν στη σταθερότητα της Χρυσής, οι Τούρκοι απάντησαν με φρικτά βασανιστήρια. Τελικά στις 13 Οκτωβρίου 1795 μ.Χ., κατέκοψαν το σώμα της με μαχαίρια και έτσι πανάξια έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου από τον Νυμφίο Χριστό.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Σκεῦος χρύσεον, τῆς παρθενίας, καὶ ἀκήρατος, νύμφη Κυρίου, ἐχρημάτισας Χρυσῆ καλλιπάρθενε· τὴν γὰρ ἁγνείαν ἀμέμπτως φυλάττουσα, ὐπὲρ Χριστοῦ θεοφρόνως ἐνήθλησας· Μάρτυς ἔνδοξε, ἱκέτευε τὸν Νυμφίον σου, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Χρυσωθεῖσα Πνεύματι, Τῷ Παναγίῳ, τὴν ἁγνείαν ἔφθορον, τὴν σὴν ἐτήρησας Χριστῷ, καὶ ὑπὲρ φύσιν ἠγώνισαι, παρθενομάρτυς, Χρυσῆ ἀξιάγαστε.
Μεγαλυνάριον
Τὴν Παρθενομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, τὴν κεχρυσωμένην, σώματί τε καὶ τῇ ψυχῇ, Χρυσῆν τὴν ἁγίαν, αἰνέσωμεν βοῶντες· χαῖρε νύμφη Κυρίου, ἁγνὴ καὶ πάγχρυσε.

4. Άγιος Ιλαρίων επισ. Μογλενών
Άγιος Ιλαρίων ο νέος οσιομάρτυρας, από την Κρήτη
ix8ys
7-8 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Άγιος Ιλαρίων καταγόταν από το Ηράκλειο της Κρήτης και το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια, οι δε γονείς του, Φραντζέσκος και Αικατερίνη, τον είχαν αναθρέψει με επιμέλεια και είχε μάθει τα ιερά γράμματα.
Ο Ιωάννης είχε ένα θείο γιατρό ο οποίος φεύγοντας για την Κωνσταντινούπολη τον πήρε κοντά. Μολονότι ο Ιωάννης έμεινε από μικρός μαζί του για δέκα χρόνια ούτε ιατρική τον έμαθε ο θείος ούτε ενδιαφερόταν καν για τον ανιψιό του. Γι’ αυτό ο Ιωάννης αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι του θείου του και προσελήφθη ως υπάλληλος σ’ ένα έμπορο, Χιώτη στην καταγωγή, ο οποίος απασχολούσε ήδη και κάποιο άλλο υπάλληλο. Κάποτε ο έμπορος αναγκάστηκε να λείψει από το κατάστημά του πηγαίνοντας στην ιδιαίτερή του πατρίδα τη Χίο. Όταν επέστρεψε, οι δύο υπάλληλοι απέδωσαν λογαριασμό στο αφεντικό τους για το χρονικό διάστημα που απουσίαζε. Ο έμπορος θεώρησε ότι τα χρήματα που είχαν εισπραχθεί δεν ανταποκρίνονταν στην αξία των εμπορευμάτων που είχαν πουληθεί και ότι έλειπαν τριάντα γρόσια, μολονότι δεν είχαν κάνει απογραφή των εμπορευμάτων πριν φύγει. Οι υποψίες και οι απειλές του εμπόρου στρέφονταν κατά του Ιωάννη. Απελπισμένος ο Ιωάννης ζήτησε βοήθεια από τον θείο του, ο οποίος όμως δεν τον δέχθηκε.
Μέσα στην απελπισία του πήγε στο ανάκτορο του σουλτάνου για να συναντήσει τη Βαλιδέ σουλτάνα, τη βασιλομήτορα. Πρώτα παρουσιάστηκε στον επιτετραμμένο αγά, τον Αιθίοπα Μερτζάν Αγά, που τον γνώριζε, του ανέφερε την υπόθεση και αυτός ο κάκιστος σύμβουλος άρπαξε την ευκαιρία και τον συμβούλεψε να αλλαξοπιστήσει και θα έχει πολλά πλούτη και αξιώματα.
Μέσα στη στεναχώρια του ο Ιωάννης και με συνεργία του διαβόλου δέχθηκε. Τότε περιχαρής ο αγάς τον παρουσίασε στη μητέρα του σουλτάνου και αυτή με τη σειρά της στον σουλτάνο. Αμέσως του έκαναν περιτομή, τον έντυσαν με λαμπρά ενδύματα και τον παρέδωσαν σε κάποιον χότζα να τον διδάσκει.
Μετά τρεις ημέρες όμως ήρθε ο νέος στον εαυτό του και μετανόησε από την καρδιά του. Ζητούσε ευκαιρία να φύγει. Πράγματι κατόρθωσε και έφυγε για την Κριμαία. Έμεινε εκεί δέκα μήνες αλλά δεν μπορούσε να βρει ανάπαυση από το μεγάλο σφάλμα της άρνησης. Έτσι αποφάσισε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να ομολογήσει τον Χριστό. Κάποιοι πνευματικοί όμως τον συμβούλευσαν να πάει στο Άγιο Όρος.
Πήγε στο Άγιο Όρος, πρώτα στην Ιβήρων κι έπειτα στη σκήτη της Αγίας Άννης, κοντά σε κάποιο ιερομόναχο Βησσαρίωνα, ο οποίος υπήρξε αλείπτης και του νεομάρτυρος Λουκά (βλέπε 23 Μαρτίου). Ο Γέροντας τον δέχθηκε και του όρισε κανόνα με αυστηρή άσκηση και νηστεία. Σε λίγο καιρό τον έκειρε μοναχό με το όνομα Ιλαρίων. Ένα πρωί ο Ιλαρίων είπε στον Γέροντά του ότι νιώθει έτοιμος να ομολογήσει τον Χριστό που είχε αρνηθεί. Ο Γέροντας συγκατένευσε στον καλό λογισμό και αναχώρησαν μαζί για την Κωνσταντινούπολη. Εκεί πρώτα κοινώνησε από τον Γέροντά του τα Άχραντα Μυστήρια και μετά παρουσιάστηκε στον αγά.
Αμέσως μόλις έγινα μουσουλμάνος – του είπε – μετάνιωσα πικρά και αμέσως άφησα το σκοτάδι της πλάνης και επανήλθα στο φως της αλήθειας, γι’ αυτό αναθεματίζω την ομολογία και την πίστη σας. Χριστιανός ήμουν και είμαι και αναθεματίζω το σαλαβάτι σας. Και ρίχνοντας κάτω στη γη το σαρίκι φόρεσε τον μαύρο σκούφο που είχε κρυμμένο στο στήθος του.
Βλέποντας ο αγάς την αμετάθετη απόφασή του διέταξε να τον συλλάβουν και να τον βασανίσουν αλύπητα. Τόσο πολύ τον βασάνισαν που εξαρθρώθηκαν όλα του τα οστά.
Τελικά τον αποκεφάλισαν και έλαβε δύο στεφάνια, της ασκήσεως και του μαρτυρίου.
Κάποτε που είχαν καλέσει τον Γέροντα Βησσαρίωνα σ’ ένα χριστιανικό σπίτι και του έφεραν τα παιδιά να τα ευλογήσει, ένα από αυτά, κοριτσάκι περίπου οκτώ ετών, που είχε κρυφό δαιμόνιο, μαύρισε, έκανε άτακτες κινήσεις και τελικά έπεσε κάτω σα νεκρό. Ο Γέροντας είχε μαζί του λίγο αίμα του Αγίου αλλά, πριν ακόμα προλάβει να σφραγίσει με αυτό το κορίτσι, βγήκε το δαιμόνιο από μέσα του και σηκώθηκε γερό το παιδί.
ΑΓΙΟΣ ΙΛΑΡΙΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΟΓΛΕΝΩΝ ΚΑΙ Η ΟΜΩΝΥΜΗ ΜΟΝΗ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΜΑΧΟΥΣ ΑΛΜΩΠΙΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΑΛΑΜΑΝΗΣ
14-18 λεπτά
________________________________________
Στους πρόποδες του βουνού Βόρρα και σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από το χωριό Πρόμαχοι Αριδαίας βρίσκεται μία ιστορική, αν και όχι ιδιαίτερα γνωστή Μονή της Επαρχίας Αλμωπίας, η Ιερά Μονή Οσίου Ιλαρίωνος, επισκόπου Μογλενών. Η μονή αυτή έχει ως κτήτορα και ιδρυτή της τον ίδιο τον Άγιο Ιλαρίων, ο οποίος υπήρξε ένας μεγάλος Ιεράρχης της Εκκλησίας μας του 12ου αιώνα, που έζησε και έδρασε στην περιοχή της σημερινής Αλμωπίας.
Περιληπτικά αναφέρουμε ότι ο Άγιος Ιλαρίων γεννήθηκε γύρω στα 1080-1090  μ.Χ.  από ευσεβείς Έλληνες γονείς  μετά από αδιάκοπες προσευχές της στείρας μητέρας του προς την Υπεραγία Θεοτόκο. Κάποια νύχτα της φανερώθηκε στον ύπνο της, η Παναγία και της υποσχέθηκε ότι θα γεννήσει γιο, που θα μεταστρέψει πολλούς από την πλάνη στο φως της θεογνωσίας .
Όταν συμπλήρωσε τα δεκαοχτώ του χρόνια, ο Ιλαρίων μετέβη σε κάποιο μοναστήρι της περιοχής του και εκάρη μοναχός. Ζούσε με μεγάλη άσκηση, Ώστε να μιλούν γι’αυτόν όλοι οι αδελφοί της Μονής. Αργότερα του ανέθεσαν και την γερόντια του Μοναστηριού και ενώ ακόμη ήταν ηγούμενος ο Όσιος έκανε πολλά θαύματα και η φήμη του διαδόθηκε παντού. Όπως εμφανίστηκε η Θεοτόκος στη μητέρα του και της ανήγγειλε τη γέννηση του, έτσι εμφανίσθηκε και στον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδας Ευστάθιο, προτρέποντας τον να τοποθετήσει ως Ποιμενάρχη του λαού των Μογλενών τον Όσιο Ιλαρΐωνα. Πράγματι, μετά από λίγο καιρό ο Αγιος χειροτονήθηκε Επίσκοπος Μογλενών.
Η έδρα της επισκοπής του φημολογείται ότι ήταν το σημερινό χωριό Χρυσή. Η περιοχή όμως όπου αρχιεράτευε ο Όσιος ήταν γεμάτη από αιρετικούς που ακολουθούσαν τους μονοφυσίτες Αρμενίους και Βογόμιλους. Τους αιρετικούς αυτούς τους είχε εγκαταστήσει στα Μογλενά, που ήταν τόπος εξορίας πάσης φύσεων αιρετικών, η δυναστεία των Κομνηνών. Ο Άγιος Ιλαρίων με το κηρυκτικό του έργο και τον επίμονο αντιαιρετικό του αγώνα προκάλεσε την μεταστροφή μεγάλων αιρετικών μαζών στην Ορθόδοξη πίστη.
Ο μακάριος Ιλαρίων, θέλοντας να βοηθήσει ουσιαστικά την περιοχή που μαστιζόταν από τους Βογόμιλους, ίδρυσε Μονή στο όνομα των Αγίων Αποστόλων. Ο συναρξιστής όμως δεν διευκρινίζει αν πρόκειται για τους 12 Αποστόλους ή για τους κορυφαίους Πέτρο κ Παύλο.
 Την απάντηση την βρίσκουμε σε βυζαντινά επιγράμματα που συγκεντρώθηκαν τον 13° αιώνα από λογίους άνδρες και που είναι σήμερα κωδικοποιημένα στον Μαρκιανό Κώδικα 524. Τα δύο επιγράμματα που θα παραθέσουμε στη συνέχεια (κείμενο μαζί με ελεύθερη νοηματική απόδοση) είναι δεήσεις που γράφτηκαν πάνω σε δύο εικόνες που δώρισε ο ηγούμενος Πέτρος, Ο διάδοχος του Αγίου Ιλαρίωνος, στους προστάτες της Μονής Αγίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο.
Ι. Μ Χαλκίδος
1. Ρηγίνος ο Λιβαδεύς
γιος Ρηγίνος ὁ Ἱερομάρτυρας Επισκόπος Σκοπέλου ο Λεβαδεύς (25 Φεβρουαρίου). 
Ὁ Ἅγιος Ρηγίνος γεννήθηκε στὴ Λεβάδεια τῆς Βοιωτίας στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι τὸν βοήθησαν νὰ λάβει τὴ θύραθεν παιδεία ἀλλὰ καὶ τὴν ὀρθόδοξη ἀγωγή. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν Κύριο καὶ ἡ πνευματική του πρόοδος τὸν μεταμόρφωσαν σὲ σκεῦος ἐκλογῆς καὶ σὲ ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ Ἅγιος ἔζησε τὴν ἐποχὴ ποὺ βασίλευσαν οἱ δύο υἱοὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁ μὲν Κωνστάντιος στὴν Κωνσταντινούπολη (Ἀνατολή), ὁ δὲ Κώνστας στὴ Ρώμη (Δύση). Καὶ οἱ δύο διάδοχοι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶχαν ἀνατραφεῖ μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλὰ ὁ μὲν Κωνστάντιος εἶχε συνειδητὰ ἀποδεχθεῖ τὸν Ἀρειανισμό, ὁ δὲ Κώνστας παρέμεινε πιστὸς στὶς δογματικὲς ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καὶ οἱ δύο εἶχαν ὡς κοινὰ χαρακτηριστικὰ τῆς θρησκευτικῆς τους πολιτικῆς, ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν καταπολέμηση τῆς ἐθνικῆς θρησκείας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐκκλησιαστική τους πολιτικὴ εἶχε ὡς συνέπεια ὄχι μόνο τὴ συντήρηση, ἀλλὰ καὶ τὴν διεύρυνση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διασπάσεως μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν καὶ τῶν ἀντιπάλων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Οἱ συνεχεῖς παρεμβάσεις, αὐθαίρετες ἢ μή, στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα ὑπῆρξαν πηγὴ ἐντάσεως στὶς ἀρειανικὲς ἔριδες τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἀπεστάλη στὴ νῆσο Σκόπελο ἀπὸ τὸν θεῖο του Ἀχίλλειο († 15 Μαΐου, πολιοῦχος τῆς πόλεως Λάρισας), γιὰ νὰ ἐνισχύσει τοὺς ἐξόριστους ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ καὶ νὰ τοὺς στερεώσει στὴν ὀρθόδοξη πίστη.
Σύμφωνα μὲ κάποιες πληροφορίες τοῦ Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου, ὁ Ἅγιος Ρηγίνος παρακολούθησε τὶς ἐργασίες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸ ἔτος 325 μ.Χ. μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀχίλλειο. Ὅμως, μολονότι καταδικάσθηκε ὁμόφωνα ἀπὸ τοὺς θεοφόρους Πατέρες ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου δὲν ἐξέλιπαν καὶ συνέχισαν νὰ διαδίδουν τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τους. Ἐπικράτησε ἐκ νέου μεγάλη ἀναταραχὴ στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, κρίση καὶ κατὰ συνέπεια χωρισμὸς σὲ δυὸ παρατάξεις, κάτι ποὺ ἀνησύχησε ἰδιαίτερα τοὺς δύο αὐτοκράτορες Κωνστάντιο καὶ Κώνστα. Τελικὰ οἱ δύο αὐτοκράτορες συμφώνησαν νὰ συγκληθεῖ στὴ Σαρδικὴ (Σόφια). Πράγματι, ἡ Σύνοδος συγκλήθηκε στὴ Σαρδική, τὸ ἔτος 343 μ.Χ. Στὴ Σύνοδο ἔλαβε μέρος καὶ ὁ Ἅγιος Ρηγίνος, ὁ ὁποῖος ἐξόντωσε ὅλες τὶς αἱρέσεις μὲ τὸ λόγο του καὶ τὴν τόλμη τῆς γνώμης του.
Μετὰ τὴ λήξη τῆς Συνόδου ὁ Ἅγιος Ρηγίνος ἐπέστρεψε στὴ Σκόπελο. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κλυδωνίσθηκε καὶ ταράχθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη (361 – 363 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος θέλησε νὰ ἐπαναφέρει τὴ θρησκεία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων.
Στὴ διάρκεια τῶν διωγμῶν ποὺ διέταξε ὁ βασιλέας, ἔφθασε στὴ Σκόπελο ὁ ἔπαρχος τῆς Ἑλλάδας καὶ τῶν Σποράδων. Ἀμέσως κάλεσε τὸν ποιμενάρχη τῆς Σκοπέλου καὶ τοῦ ὑπέδειξε νὰ ἀλλάξει πίστη καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὴν εἰδωλολατρία. Ὅμως ὁ Ἅγιος περιφρόνησε τὴν ὑπόδειξή του καὶ ἐνέμεινε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ σταθερότητα στὴν πατρῴα εὐσέβεια. Στὶς 25 Φεβρουαρίου τοῦ 362 μ.Χ. ὁδηγήθηκε γιὰ τελευταῖα φορὰ ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου. Στὶς προτροπές του νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, ὁ Ἅγιος δὲν ἔδωσε καμία ἀπάντηση. Ἔτσι ὁδηγήθηκε στὸ στάδιο τῆς νήσου, ὅπου ὑπέστη καὶ ἄλλα φρικτὰ βασανιστήρια καὶ ἀκολούθως στὴ θέση «Παλαιὸ Γεφύρι», ὅπου ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸν δήμιο ἡ τίμια κεφαλή του. Τὴν νύχτα οἱ Χριστιανοὶ παρέλαβαν τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ ἐνταφίασαν μέσα στὸ δάσος τοῦ ὑπερκείμενου λόφου, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα ὁ τάφος του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκοπέλου προστάτης καὶ ποιμὴν ἐνθεώτατος, ὤφθης Ἱεράρχα Ῥηγῖνε, ὡς τοῦ Πνεύματος σκήνωμα, καὶ αἵματι σοφὲ μαρτυρικῷ, φοινίξας τὴν ἁγίαν σου στολήν, διασώζεις ἐκ κινδύνων καὶ πειρασμῶν, τοὺς πίστοι ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

2. Όσιος Χριστόδουλος εν Πάτμω
Όσιος Χριστόδουλος ο θαυματουργός, «ὁ ἐν Πάτμῳ»
ix8ys
8-11 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Όσιος Χριστόδουλος γεννήθηκε σε μία κωμόπολη κοντά στη Νίκαια της Βιθυνίας γύρω στο 1020 μ.Χ. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Από πολύ νέος επιθύμησε να εγκαταλείψει τον κόσμο και ν΄ αφοσιωθεί στην μοναχική ζωή. Ξεκίνησε από κάποια Μονή στον Όλυμπο της Βιθυνίας, όπου μετά από λίγο καιρό εκάρη Μοναχός.
Από εκεί θα ματαβεί στους Αγίους Τόπους και για μικρό διάστημα θα μονάσει σε κάποιο ερημικό μέρος εκεί. Οι επιδρομές όμως των Σαρακηνών αναγκάζουν τους Μοναχούς να εγκαταλείψουν εκείνα τα μέρη και έτσι επανέρχεται στην Μικρά Ασία και εγκαθίσταται στο Όρος Λάτρος της Μυσίας. Εκεί διέπρεψε σ΄ όλες τις αρετές και οι Μοναχοί των εξέλεξαν πρώτον επιστάτη με το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη, γεγονός που του έδωσε και το προσωνύμιο του Λατρηνού. Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων τον αναγκάζουν σε φυγή και από το Λάτρος.
Αναζητώντας τόπο ασκήσεως ο Όσιος φτάνει στη Στρόβιλο, μια θαλάσσια περιοχή στα παράλια της Μικράς Ασίας. Εκεί θα μείνει για λίγο καιρό, γιατί μια νέα επιδρομή θα τον αναγκάσει να διαφύγει στη Λέρο και στη συνέχεια στην Κώ, όπου και θα ιδρύσει Μονύδρια. Οι διαφορές όμως με τους εκεί κατοίκους θα τον καταστήσουν ανέστιο και αυτή τη φορά.
Ύστερα από περιπλνήσεις στα γύρω νησιά φτάνει στην Πάτμο, στην οποία γοητεύεται από την ησυχία και την ηρεμία της. Αμέσως φεύγει για την Κωνσταντινούπολη και ζητά από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ τον Κόμνηνο την άδεια «ίνα φροντιστήριον των ψυχών καταστήση ταύτην». Ο Αυτοκράτορας με Χρυσόβουλλο του παραχωρεί την Πάτμο και τα γύρω νησιά μαζί με εργάτες και χρήματα. Με την εγκατάσταση του στην Πάτμο ο Όσιος ξεκινά το χτίσιμο Μοναστηριού τιμώμενο επ΄ ονόματι του Θεολόγου. Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων δεν θα τον αφήσουν ήσυχο ούτε αυτή τη φορά.
Ο Όσιος αφήνει την Πάτμο και καταφεύγει στην Εύβοια κατά το έτος 1092 μ.Χ.
Η διαμονή του Οσίου Χριστοδούλου στην Εύβοια ήταν σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες μικρής διάρκειας. Υπάρχει η πληροφορία ότι ένας ευσεβής και πλούσιος κάτοικος του Ευρίπου προσέφερε την πολυτελή οικία του στον Όσιο, ο οποίος την ανέδειξε σε μοναστήρι, αν και οι φροντίδες του Οσίου, εξαιτίας της μεγάλης περιουσίας του μοναστηριού στην Πάτμο, απαιτούσαν την παραμονή του όχι στην έρημο αλλά κοντά στον κόσμο. Εξάλλου, στην Εύβοια ανέκαθεν υπήρχε παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Όσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ασκητεύοντας στο σπήλαιο στο δυτικό άκρο της κωμόπολης Λίμνη (Ελύμνιον).
Ο Όσιος κατά την διαμονή του στον Εύριπο συνέταξε την «Διαθήκη» και τον «Κωδίκελλό» του (Μάρτιος 1093). Τη Διαθήκη αυτή, για να έχει ισχύ, την υπογράφουν επτά αξιωματούχοι της επισκοπικής αρχής και της πόλεως Ευρίπου (Χαλκίδος), ήτοι Λέων πρεσβύτερος και σακελλάριος της πόλεως Ευρίπου, Ιωάννης πρεσβύτερος και νοτάριος της καθέδρας Ευρίπου, Μιχαήλ…. της καθέδρας Ευρίπου, Βασίλειος ο ευτελής διάκονος…. και νοτάριος Ευρίπου κ.α.
Ειδικότερα ο Μητροπολίτης Ρόδου Ιωάννης, στο έργο του «Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἠμῶν Χριστοδούλου» εξιστορεί την διαμονή και την κοίμηση του Οσίου Χριστοδούλου στον Εύριπο, που συνέβη το έτος 1093 μ.Χ., όπως και την ανακομιδή του ιερού λειψάνου του και τη μεταφορά του στην Πάτμο, αναγράφοντας τα εξής:
«Και φθάνουν εκεί ο Όσιος μαζί με την αδελφότητα, εκεί όπου το νερό της θάλασσας εισρέει προς τα έξω και πάλι οπισθοχωρώντας δημιουργεί κάποιο στενό θαλάσσης, που οι αρχαίοι το ονόμασαν πορθμό του Ευρίπου. Και εκεί λοιπόν, αφού έγινε το αντικείμενο του θαυμασμού όλων και αφού αξιώθηκε την πρέπουσα τιμή, σαν να ήταν Άγγελος σε θνητό σώμα, νουθετούσε το ποίμνιό του, για να μη δυσφορεί στις συχνές μετακινήσεις, ούτε να αντιστέκεται ανόητα στις βουλές του Θεού, που οικονομεί τα πάντα εν σοφία. Αλλά ένας από τους μοναχούς, επειδή δεν υπέμενε τις κακουχίες, ούτε το στριφνό και το επίπονο της αρετής, όπως ο Ιούδας από τους δώδεκα αναχώρησε από την ομήγυρη των αδελφών και την πνευματική εκείνη συγκέντρωση την αντικατέστησε με κήπο, που νοίκιασε. Και, καθώς ο διάβολος εισήλθε στον Ιούδα και τον ώθησε στην προδοσία, με τον ίδιο τρόπο και πονηρό δαιμόνιο βασάνιζε τον μοναχό που είχε αποσπασθεί από την αδελφότητα και ανακοινώνεται στον πατέρα η ασθένεια του μικρόψυχου αδελφού. Εκείνος, πράος και ανεξίκακος, δίνοντας τόπο στην οργή, αφού πήρε το ιερό Ευαγγέλιο, έρχεται το βράδυ προς τον μαινόμενο και παράφρονα, διαβάζει τα λόγια του Αγίου Πνεύματος για ασθενή και αμέσως βελτιώνεται η θέση του αρρώστου, ο οποίος δεν επιθυμούσε πλέον να ασχολείται με την φύτευση δένδρων και την άρδευση κήπων, αλλά προθυμοποιείται για την καλλιέργεια της γης της αρετής, επανερχόμενος με αυτόν τον τρόπο και πάλι στην ποίμνη, από την οποία κακώς προηγουμένως είχε αποκοπεί. Μετά την πάροδο μικρού χρονικού διαστήματος, προφητεύει σε όσους τον ακολουθούσαν ότι θα αποδημήσει προς τον Κύριο, ότι οι Αγαρηνοί δεν θα κατοικήσουν μέχρι τέλους στα νησιά και ότι ο επιστήθιος φίλος του δεν θα αδιαφορήσει γι’ αυτούς, αλλά ότι μόλις καταπαύσει η θαλασσοταραχή, θα επανέλθουν και πάλι στο πνευματικό μαντρί. Παρακαλεί λοιπόν να παραλάβουν μαζί τους το νεκρό σώμα του από την ξένη αυτή γη και να το τοποθετήσουν στο ναό, για τον οποίο μόχθησε πολύ. Αυτά, αφού προείπε σε όσους συναναστρεφόταν και καθαγίασε τους πάντες με αποχαιρετιστήρια λόγια, παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό, την 16η Μαρτίου. Ταυτόχρονα με την εκπλήρωση της προφητείας και την εξαφάνιση των πειρατών από τη θάλασσα με την δύναμη του άρχοντος, οι καλοί μαθητές του θυμόντουσαν την προφητεία του ενάρετου ποιμένα και ετοιμάζονταν να αποπλεύσουν. Επειδή όσοι κατοικούσαν τη χώρα εκείνη άκουσαν ότι θα στερούνταν το τίμιο εκείνο σώμα, αφού συγκεντρώθηκαν από τα γύρω μέρη, έλεγαν απροκάλυπτα, ότι με κανένα λόγο δεν θα το επέτρεπαν αυτό. Γιατί νόμιζαν ότι θα ήταν ανόητο και εξ’ ολοκλήρου ασύνετο, να επιτρέψουν σε άλλους να το μετακομίσουν όπου ήθελαν, επειδή (ο Όσιος) ήταν γι’ αυτούς σωτήρας, ιατρός και θεραπευτής κάθε αρρώστιας. Γι’ αυτό με αυστηρότητα φρουρούσαν τον νεκρό. Αλλά δεν έπρεπε να διαψευσθεί η προφητεία του μάκαρος. Γι’ αυτό και αφού πλέον είχε προχωρήσει η νύχτα, ξεφεύγοντας από την προσοχή των φρουρών, μεταφέροντας τον νεκρό στους ώμους τον επιβιβάζουν σε πλοίο και, αφού έτυχαν νηνεμίας, φθάνουν στο νησί, αποβιβάζουν με μεγαλοπρεπή πομπή το ιερό σκήνος υμνολογώντας τον Θεό και ευωδιάζοντας τον αέρα με αρώματα. Και τώρα άρτιο και σώο κείται το σκήνωμα στο ναό του Αποστόλου και αναβλύζει πηγές θαυμάτων και όσοι με πίστη το αγγίζουν αισθάνονται κάποια οσμή μύρου και με μόνη την αφή καθαγιάζονται και απελευθερώνονται από κάθε σωματική βλάβη».
Από τα όσα συνέγραψε ο Όσιος Χριστόδουλος διασώθηκαν τα εξής: «Ὑποτύπωσις ἤτοι διάταξις γενομένη πρὸς τοὺς ἐαυτοῦ μαθητᾶς ἐν τὴ ἐν Πάτμῳ ἰδὶα αὐτοῦ μονή», η προαναφερθείσα «Διαθήκη» και ο «Κωδίκελλος».
Το λείψανο του Οσίου και φυλάσσεται ως σήμερα στο μικρό φερώνυμο Παρεκκλήσιο του Οσίου Χριστοδούλου, στη Νοτιοδυτική πλευρά του Καθολικού της Μονής Πάτμου.

3. Όσιος Γρηγόριος ο εν Στρογγυλή Λιχάδων
Όσιος Γρηγόριος Μυστριώτης ο εν Στρογγυλή των Λιχάδων
ix8ys
3-4 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Όσιος Γρηγόριος, ήταν γόνος επίσημης οικογένειας χριστιανών της περιοχής του σημερινού Μυστρά και έζησε κατά τον 11ο μ.Χ. αιώνα. Από μικρός διδάχθηκε τα ιερά γράμματα και επέδειξε ζήλο για τη μοναχική ζωή.
Σε ηλικία 16 ετών, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να αποσυρθεί σε μοναστήρι, χωρίς όμως να του το επιτρέψουν οι γονείς του. Αργότερα, ακολούθησε μια ομάδα μοναχών – επισκεπτών του Μυστρά, με σκοπό να προσκυνήσει μαζί τους, τους Αγίους Τόπους. Απρόβλεπτοι όμως λόγοι, τους οδήγησαν στη Ρώμη. Εκεί ο νεαρός Γρηγόριος γίνεται μοναχός, σε κάποια Ιερά Μονή της περιοχής.
Αργότερα αναχωρεί για τους Αγίους Τόπους, και στη συνέχεια φθάνει στη Νίκαια της Μικράς Ασίας και από εκεί μεταβαίνει στη Θράκη, Μακεδονία για να εγκατασταθεί τελικά στην Εύβοια. Η παρουσία του γεμάτου από τη Θεία Χάρη Γρηγορίου στη μικρή πόλη του Ωρεού, ξεσηκώνει παλλαϊκό συναγερμό. Ο Ιερός Ναός που έμενε, κατακλυζόταν καθημερινά από πλήθη πιστών, που πήγαιναν στον Όσιο για να ακούσουν το κήρυγμά του και τις βαθυστόχαστες συμβουλές του.
Πολύ γρήγορα όμως, για να αποφύγει την τιμή που του έκαναν οι άνθρωποι και για να βρει την πολυπόθητη ησυχία, φεύγει από τον Ωρεό και εγκαθίσταται σε ένα πολύ μικρό νησάκι, τη νήσο Στρογγυλή, το οποίο ανήκει στο συγκρότημα των Λιχαδονήσων στο Βορειοδυτικό άκρο της Ευβοίας. Δεν άργησε όμως το νέο αυτό κρησφύγετο του Οσίου Γρηγορίου να γίνει γνωστό και να προστρέχουν σ’ αυτόν πλήθη πλουσίων και φτωχών, Ιερείς και Αρχιερείς και Μοναχοί, για να διδαχθούν απ’ αυτόν την οδό της μετανοίας και ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμά του.
Ο Όσιος Γρηγόριος, ο «εκ Μυστρά καταγόμενος», αφού διέπρεψε σε όλους τους τομείς της αρετής, και έγινε πλήρης ημερών, μετέστη προς την ουράνια μακαριότητα, συναντώντας τον Πατέρα και Πλάστη του.
Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία μας κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων Πάντων.
Σήμερα, στη βορειοανατολική ακτή της Στρογγυλής υπάρχουν τα ερείπια του ησυχαστηρίου του Οσίου Γρηγορίου. Στο κτιριακό συγκρότημα διακρίνονται σήμερα ο Ναός της Παναγίας, ο τάφος του Οσίου Γρηγορίου, τα κελιά, η είσοδος, τα πελώρια τείχη και αλλά προσκτίσματα. Γύρω από τα ερείπια του ησυχαστηρίου υπάρχει πλήθος θραυσμάτων κεράμων, ογκόλιθοι και πολλοί πωρόλιθοι από τα κτίρια του ησυχαστηρίου. Το μνημείο χρήζει ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος.
Ο Όσιος Γρηγόριος είναι ο Πολιούχος της ιστορικής έδρας του Δήμου Σπάρτης και στον Μυστρά υπάρχει νεόδμητος Ιερός Ναός αφιερωμένος σε αυτόν.
4. Όσιος Θεοφύλακτος ο Χαλκιδεύς
Όσιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ο Χαλκιδεύς
ix8ys
1 λεπτό
________________________________________
Όσιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ο Χαλκιδεύς Ημερομηνία εορτής: 31/12/2018 Τύπος εορτής: Σταθερή.
Εορτάζει στις 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους. Άγιοι που εορτάζουν: Οσιος Θεοφυλακτος Βουλγαριας Ο Χαλκιδευς 
Βιογραφία
Ο Όσιος Θεοφύλακτος γεννήθηκε στη Χαλκίδα και έζησε κατά τον 11ο αι. μ.Χ.
Ανεδείχθη Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και Βουλγαρίας και υπήρξε σημαντικός εκκλησιαστικός συγγραφέας, που ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με την ερμηνεία της Αγίας Γραφής.
5. Άνθιμος ο ομολογητής
6. ιογραφία
Ο Άγιος Άνθιμος ήταν Κρητικός στην καταγωγή. Κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας της Ευβοίας και συγκεκριμένα κατά τα έτη 1339 – 1366 μ.Χ., ως Ιεράρχης της μητροπόλεως Ευβοίας (Χαλκίδος) διετέλεσε ο Μητροπολίτης Αθηνών και Ευρίπου Άνθιμος. Στο «Συνοδικό» της εν Κρήτη Επισκοπής Σουαρέτ (Ρεθύμνης) μακαρίζεται ως εξής: «Aνθίμoυ μητροπολίτου Αθηνών και Eυρίπoυ και προέδρου Κρήτης του ομολογητού, αιωνία η μνήμη».
Ο Άγιος Άνθιμος εκοιμήθη κατά το έτος 1371 μ.Χ.
7. Όσιος Γεράσιμος Σιναϊτης
Όσιος Γεράσιμος ο εξ Ευρίπου
ix8ys
2 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Όσιος Γεράσιμος ήταν Ιεραπόστολος της Ελλάδας κατά τους χρόνους της φραγκοκρατίας (περί το 1320 μ.Χ.). Γεννήθηκε στη νήσο Εύριπο (Εύβοια) από πλούσιους και ευγενείς γονείς. Οι γονείς του Γερασίμου κατάγονταν από τη δυτική φραγκική οικογένεια του Ρήγα Φάτζου.
Κατά το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, ο Γεράσιμος ήλθε στο Σινά, στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης. Εκεί γνώρισε το «ὑπερβάλλον» της αρετής του Γρηγορίου του Σιναΐτου, προσκολλήθηκε σ’ αυτόν και έγινε ένας από του μαθητές του. Έτσι έφθασε σε μεγάλο ύψος πράξεως και θεωρίας, ώστε να γίνει για τους άλλους «ὑπόδειγμα καὶ ἀρχέτυπον τῶν καλῶν ἁπάντων» και «ἐκμαγεῖον ἀρετῶν».
Όταν ο Γρηγόριος ο Σιναΐτης εγκατέλειψε το Σινά, ο μαθητής του Γεράσιμος τον ακολούθησε και όταν έφθασαν στην Ελλάδα, στάθμευσαν για λίγο στους Καλούς λιμένες της Κρήτης, από όπου ο μεν Γρηγόριος ο Σιναΐτης κατευθύνθηκε στο Άγιον Όρος, ο δε Γεράσιμος αποβιβάστηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου και έδρασε Ιεραποστολικά. Τελικά, επέστρεψε ως μοναχός Γεράσιμος Σιναΐτης στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Εύβοια.
Θέλετε να μοιραστείτε αυτό το άρθρο;
8. Όσιος Ιωσήφ ο Ευβοεύς
Βιογραφία
Ο Όσιος Ιωσήφ ο Ευβοεύς έγινε γνωστός από τον «βίον και την πολιτείαν του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Γρηγορίου του Σιναΐτου». Στο βίο του οσίου Γρηγορίου πρώτος μαθητής του αναφέρεται ο Γεράσιμος και δεύτερος ο Ιωσήφ, συμπατριώτης και σύντροφος του πρώτου.
Κύριο έργο του υπήρξε ο συνεχής και επιτυχής αγώνας κατά των κακοδοξιών των Λατίνων. Δεν είχε επιστημονικές και φιλοσοφικές γνώσεις αλλά με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος κατατρόπωνε τους «σοφούς», αντιπάλους του και έφερε στην ορθόδοξο πίστη πολλούς Λατίνους.
9. Τιμόθεος Ευρίπου
Όσιος Τιμόθεος επίσκοπος Ευρίπου κτίτορας της Ιεράς Μονής Πεντέλης
ix8ys
2 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Όσιος Τιμόθεος γεννήθηκε στο χωριό Κάλαμος Αττικής το έτος 1510. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και του δίδαξε τα πρώτα χριστιανικά γράμματα. Από παιδί ο Τιμόθεος διακρινόταν για το αγνό ήθος του και την ευλάβεια του στα θεία. Σπούδασε τα Ιερά γράμματα στην Αθήνα με τη βοήθεια του τότε επισκόπου Ωρωπού. Μετά τις σπουδές του, επέστρεψε στον Ωρωπό, κοντά στον προστάτη του Επίσκοπο, ο όποιος τον χειροτόνησε διάκονο και κατόπιν ιερέα. Μετά τον θάνατο του επισκόπου αυτού, τη θέση του ανέλαβε ο Τιμόθεος. Τόσο όμως μεγάλο ήταν το πνευματικό έργο του Τιμοθέου στον λαό του Θεού, ώστε αργότερα εκλέχτηκε Αρχιεπίσκοπος Ευρίπου (Χαλκίδος). Οι δυσκολίες όμως της εποχής εκείνης, ανάγκασαν τον Τιμόθεο να καταφύγει το 1575 στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τον Κάλαμο Αττικής. Εκεί, αναχώρησε στο όρος της Πεντέλης, όπου το 1578 έκτισε την Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και αργότερα πήρε το όνομα του Οσίου αυτού Πατρός. Το 1590 πήγε στο νησί Κέα (Τζια), όπου στις 16 Αυγούστου παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του. Η αγία του κάρα σώζεται μέχρι ση μέρα στην Ιερά Μονή Πεντέλης.
10. Όσιομάρτυς Θεοφάνης
ρθόδοξος Συναξαριστής :: Άγιος Θεοφάνης ο Νεομάρτυρας
ix8ys
9-11 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Άγιος Θεοφάνης γεννήθηκε στο χωριό Ζαπάντι, σημερινό Καλόβρυση, της Καλαμάτας του νομού Μεσσηνίας, από ευσεβείς γονείς, τον Νικόλαο και την Κύρω. Νέος καθώς βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και μάθαινε τη ραπτική τέχνη από σκληρό αφέντη, ο κατά κόσμον Θεόδωρος, που διακρινόταν για τη σωματική του ωραιότητα παρασύρθηκε, αρνήθηκε τη χριστιανική του πίστη και ασπάσθηκε τον μουσουλμανισμό. Οι μουσουλμάνοι χάρηκαν για την αλλαξοπιστία του και τον περιποιούνταν με πολλές κολακείες και τιμές, διδάσκοντάς τον επί μία εξαετία τα τουρκικά και αραβικά στα βασιλικά ανάκτορα. Οι πολλές μελέτες του τον οδήγησαν στον Χριστό. Θυμήθηκε την πίστη που αρνήθηκε και με τύψεις και δάκρυα αποφάσισε την επιστροφή του. Προσευχόμενος στην Αγία Τριάδα ενδυναμώθηκε στην απόφαση του.
Ο νέος και ωραίος Θεόδωρος περιπλανήθηκε αρκετά σε διάφορους τόπους, για να βρει κατάλληλο άνθρωπο, που θα τον βοηθούσε στη συγχώρεση και τη σωτηρία του. Επισκέφθηκε την Βενετία, όπου αρχιεράτευε ο σοφός και άγιος μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος (1577 – 1616 μ.χ.). Σημειώνεται στον βίο του: «Τετυχηκώς εγεγόνει θείων τε και θαυμασίων ανδρών. Τούτων δ΄ ην ο τα πρωτεία φέρων και των αρχιερέων τω όντι ακρότης κύριος Γαβριήλ, ο της αγιωτάτης μητροπόλεως Φιλαδελφείας προϊστάμενος, ον δια την ενούσαν αυτώ αρετήν και σοφίαν, των καθ’ ημάς και των θύραθεν, η των Ενετών αριστοκρατία, ως του ελληνικού γένους Κυβερνήτην άριστον δια τιμής άγουσα, ηγούμενον τούτου και οικονόμον απεκατέστησε μάλιστα». Ο άγιος αυτός ιεράρχης τον δίδαξε, τον νουθέτησε, τον στήριξε και τον έκειρε μοναχό, ονομάζοντας τον Θεοφάνη. Τον παρότρυνε προς το μαρτύριο, λέγοντας του πως η ολοκλήρωση της μετανοίας του θα είναι να χύσει το αίμα του για τον Χριστό, τον όποιο είχε αρνηθή. Ο Θεοφάνης στερεωμένος με αρχιερατικές ευχές, θεία δύναμη και θερμή πίστη επέστρεψε στην πατρίδα του για να μαρτυρήσει.
Περιπλανήθηκε πάλι πολύ, μέχρι να φθάσει τελικά στο ποθούμενο μαρτύριο. Από την Κωνσταντινούπολη, όπου δεν κατάφερε να μαρτυρήσει, πηγαίνει στην Αθήνα, όπου μετά τριήμερη προσευχή, παρουσιάζεται στον εκεί δικαστή με θάρρος, ομολογώντας δημόσια τη χριστιανική του πίστη και τη λανθασμένη του πρότερη άρνησή της. Δεν καταφέρνει τίποτε και ο δικαστής τον διώχνει. Στη συνέχεια μεταβαίνει στην Εύβοια και την Λάρισα προκαλώντας τους δικαστές να τον οδηγήσουν στο μαρτύριο. Στην Λάρισα ο σκληρός και άγριος δικαστής διατάζει να τον μαστιγώσουν εξακόσιες φορές. Μέσα από τις πληγές του ο άγιος ευχαριστεί τον Θεό που πάσχει και χαίρεται πραγματικά θεωρώντας ότι πάσχει άλλος και όχι ο ίδιος. Προσευχόμενος θεραπεύεται και αναχωρεί για το Άγιον Όρος.
Στο Άγιον Όρος συνάντησε ενάρετους μοναχούς και πνευματικούς, τους οποίους συμβουλεύθηκε και οι όποιοι τον στερέωσαν και τον όπλισαν με τις ευχές και ευλογίες τους: «Πολλοίς των θαυμασίων ολοσχερώς της αρετής αντεχομένοις εντυχών, εξ ων εύχρηστα τε και κάλλιστα αρυσάμενος». Παρέμεινε στη μονή Βατοπαιδίου και εκεί συναντήθηκε με τον μελλοντικό βιογράφο-ύμνογράφο του λόγιο ιεροδιάκονο Συνέσιο τον Βατοπαιδινό, του οποίου η βιογραφία σώζεται στη μονή.
Ενισχυμένος από το Άγιον Όρος μεταβαίνει πάλι στην Κωνσταντινούπολη για την εκπλήρωση του σκοπού του. Σημαντική ήταν εκεί η γνωριμία του με τον νέο «αλείπτη» του πνευματικό Ευθύμιο. Αυτός τον προετοίμασε κατάλληλα για το μαρτύριό του, ώστε να μη δειλιάσει και αποκάμει. Μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων και μετά από ολονύκτια, θερμή και μετά δακρύων προσευχή οδηγήθηκε με θάρρος και τόλμη στο δικαστήριο, για να ομολογήσει απτόητα τον σταυρωθέντα και αναστηθέντα Χριστό ως μόνο αληθινό Θεό. «Τη του ζωοποιού σταυρού πανοπλία καθοπλισάμενος, και «επ΄ ονόματι της τρισσοφαούς και παναιτίου και ζωαρχικής Παναγίας Τριάδος» ειπών».
Με όλη τη δύναμη της ψυχής του ομολόγησε τον Χριστό θεό αληθινό ενώπιον του δικαστηρίου και δήλωσε τη μετάνοια του για την εκτροπή του στη μουσουλμανική θρησκεία. θυμωμένος ο δικαστής ζήτησε την άμεση φυλάκισή του, για να σκεφθεί καλύτερα την καλύτερη τιμωρία του. Οι δέσμιοι ειρωνευόμενοι τον οδηγούσαν στη φυλακή κλωτσώντας και ραπίζοντάς τον σκληρά. Πάλι ο δικαστής τον κάλεσε να απολογηθεί για να δει μήπως ήταν μεθυσμένος η σαλεμένος. Ο άγιος όμως με περισσή λογική, ευφράδεια και αποδείξεις επέμενε ότι αμάρτησε φρικτά που παρασύρθηκε από την ασέβεια, χαίρεται που επέστρεψε στον Χριστό και δεν πτοείται από καμιά τιμωρία. Ο δικαστής διέταξε να τον μαστιγώσουν επτακόσιες φορές, να τον οδηγήσουν δέσμιο στη φυλακή και να τον φυλάγουν.
Κατά τη δεύτερη αυτή φυλάκισή του οι δεσμώτες του τον βασάνιζαν συνέχεια με διάφορα και βαρειά βασανιστήρια. Μάλιστα τον ειρωνεύονταν και τον προκαλούσαν να δουν κάποιο θαύμα από αυτόν. Ο άγιος προσευχόταν ατάραχα στον ήλιο της δικαιοσύνης Χριστό και την Υπεραγία Θεοτόκο επί τρεις ώρες. Όταν είπε το «αμήν» της προσευχής του, έγινε μεγάλος σεισμός. Συνταράχθηκαν τα θεμέλια της φυλακής, και ενώ ήταν νύχτα έλαμψε όλος ο τόπος από υπερουράνιο φως. Ο άγιος σε στάση προσευχής, λυμένος από τα δεσμά του, φωτεινός και χαρούμενος, δόξαζε τον θεό. Οι διώκτες βασανιστές του είχαν μεταβληθεί από άγρια θηρία σε ήμερα πρόβατα, που ζητούσαν συγχώρεση παρακλητικά, του προσκυνούσαν τα πόδια και τον ικέτευαν να τους ελεήσει για όσα κακά του έκαναν πριν. Μερικοί μάλιστα, ακούοντας την ωραία διδασκαλία του οσιομάρτυρος πίστεψαν στον Χριστό.
Όταν οι άρχοντες πληροφορήθηκαν τα γενόμενα, τον κάλεσαν πάλι στο δικαστήριο για απολογία. Ο άγιος προσήλθε άφοβος και παρά τις απειλές για τη ζωή του και τις υποσχέσεις, για μια ζωή πολυτελή και άνετη αν αρνηθεί τον Χριστό, επέμενε υποστηρίζοντας τη χριστιανική πίστη ως μόνη αληθή, διαλύοντας τ΄άσοφα επιχειρήματα των δικαστών και στηλιτεύοντας την πολλή άγνοιά τους. Απογοητεύθηκαν οι δικαστές από την υπομονή και την επιμονή του, όπως και οι βασανιστές του, που τον παρακολουθούσαν παράδοξα να χαίρεται στις τιμωρίες που τον υπέβαλαν. Αποφάσισαν λοιπόν να τον βασανίσουν φρικτά και να τον θανατώσουν. Έτσι τον ανασκολοπίζουν, γδέρνουν λωρίδες από το στήθος και την πλάτη του, τον ανεβάζουν σε μουλάρι και τον γυρίζουν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης προς θεατρινισμό και εξευτελισμό του. Κατόπιν τον ρίχνουν σε τσιγγέλια, που διαπερνούν το σώμα του, τον καταξεσκίζουν και τον καταματώνουν.
Μέσα σε όλα αυτά τα φρικτά βασανιστήρια και τους μεγάλους πόνους ο άγιος, παρέμενε ατάραχος και θερμά προσευχόμενος. Ευχαριστούσε εγκάρδια την Αγία Τριάδα που τον αξίωσε του ποθούμενου και παρακαλούσε να φανεί σημείο στους άπιστους. Μετά την προσευχή του αγίου κατέβηκε ένα πρωτοφανέρωτο από τον ουρανό ολόλευκο πτηνό σαν περιστέρι. Στη θέα του ο άγιος γέμισε χαρά και ευχαρίστηση, ενώ όλοι οι παρόντες έμειναν απορημένοι και έκπληκτοι. Οι Τούρκοι θαυμάζοντας έλεγαν μεταξύ τους: «Αλήθεια, αληθινός θεός είναι ο Χριστός, που κηρύττεται και δοξάζεται από τον μάρτυρα». Το πτηνό έμεινε εκεί τρεις ώρες και έφυγε. Αρχισε να σκοτεινιάζει. Ο άγιος φώναξε, όπως ο Χριστός στον σταυρό: «διψώ». Οι δήμιοί του άρπαξαν την ευκαιρία και άρχισαν να τον πειράζουν λέγοντάς του· «γίνε σαν και εμάς και θα σου δώσουμε νερό». Ο άγιος δεν ταράζεται και τους άπαντα πως τον δροσίζει ο Χριστός και διψά μόνο τη σωτηρία του.
Μέσα στη νύχτα που ακολούθησε ήλθαν δυνατές βροντές και αστραπές, ενώ ουράνιο φως τύλιξε το καταταλαιπωρημένο σώμα του ένδοξου νεομάρτυρα. Οι παριστάμενοι Τούρκοι με θαυμασμό, ύστερα από όλα τα θαυμάσια που έβλεπαν, διεκήρυτταν πως μία και μόνη των Χριστιανών η ευσέβεια είναι καθαρά αληθινή. Τότε οι δήμιοι φοβήθηκαν ότι θα προσηλυτισθεί ο λαός και παίρνοντας με αγριότητα στα χέρια τους ότι αιχμηρό αντικείμενο έβρισκαν μπροστά τους άρχισαν βάρβαρα να γδέρνουν το πρόσωπό του και του έβγαλαν τα μάτια. Ο άγιος εξέπνευσε και παρέδωσε το πνεύμα στον Πλάστη του, που τόσο αγάπησε και για τον οποίο αυτοπροαίρετα και πρόθυμα θυσιάσθηκε.
Τότε οι φιλόχριστοι, φιλάγιοι και φιλομάρτυρες χριστιανοί, δίνοντας δώρα και χρήματα στους δήμιους, πήραν τα τίμια λείψανα του μάρτυρος και μάζεψαν με ευλάβεια το αίμα του. Αυτά έγιναν πηγή θαυμάτων σε χωλούς, λεπρούς, δαιμονισμένους, ανίατα και πολυχρόνια ασθενείς, που με πίστη τα προσκυνούσαν και επικαλούνταν τον άγιο. Όσοι όμως από τους δημίους πρωτοστάτησαν στην κατακρεούργηση του μάρτυρος, είχαν κακό τέλος. Αλλοι τυφλώθηκαν, άλλοι τρελλάθηκαν και μανιασμένοι πνίγηκαν στη θάλασσα, άλλων τα χέρια ξεράθηκαν και ο καθένας απέλαβε τη δίκαιη τιμωρία. Ορισμένοι πάλι μετανόησαν, επικαλέσθηκαν τη βοήθεια του αγίου και έγιναν μάρτυρες και κήρυκες των θαυμάτων του και της χριστιανικής πίστης, που αναδεικνύει τέτοιες αγέρωχες ιερές μορφές, όπως τον ένδοξο μεγαλομάρτυρα, νεομάρτυρα Θεοφάνη.
Το μαρτύριο του αγίου τοποθετείται στις 8 Ιουνίου 1559 μ.Χ. Όλοι βασίζονται στο Νέο Μαρτυρολόγιο του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Κατά ορθή όμως παρατήρηση του αγιολόγου καθηγητή κ. Π. Β. Πάσχου το μαρτύριο του αγίου τοποθετείται το 1588 μ.Χ. βάσει του Κώδικος 339 του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη και του Κώδικος 797 της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, όπου τα χρονολογικά στοιχεία με τον αναφερόμενο μητροπολίτη Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρο (1577 – 1616 μ.Χ.), από τον οποίο εκάρη ο οσιομάρτυς Θεοφάνης στη Βενετία, δεν συμφωνούν με τη μαρτυρική του τελείωση το 1559 μ.Χ.
Όπως αναφέραμε, βιογράφος και υμνογράφος του είναι ο ιεροδιάκονος Συνέσιος Βατοπαιδινός.
Η μνήμη του τιμάται στις 8 Ιουνίου.

Oσιος Συμεών ο ανυπόδητος
Όσιος Συμεών ηγούμενος Ιεράς μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους ο Μονοχίτων και Ανυπόδητος
ix8ys
4-5 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο όσιος Συμεών ο Μονοχίτων και Ανυπόδητος, γεννήθηκε στο χωριό Βαθύρεμα Αγιάς από πατέρα ιερέα – τον παπά Ανδρέα, δάσκαλο του κρυφού σχολειού και την Αικατερίνη. Από μικρό παιδί έδειχνε σημεία αρετής και αγιότητος. Έμαθε τα ιερά βιβλία και βοηθούσε τον πατέρα του, ψέλνοντας στις ιερές ακολουθίες.
Ο φιλότουρκος κοτσαμπάσης του χωριού θέλησε να τον παντρέψει με την κόρη του Τριανταφυλλιά, απειλώντας τον πατέρα του πως, αν δε συναινέσει ο γιος του, θα τον πάρει το παιδομάζωμα. Έτσι με τη βία, μια βραδιά στο σπίτι του, παντρεύει το Συμεών με την κόρη του, με ξένο παπά. Στο χρόνο επάνω γέννησε η γυναίκα του ένα αγοράκι, το οποίο ονόμασαν Δημήτρη. Όμως ο Συμεών ήταν βαθιά λυπημένος κι έδειχνε συλλογισμένος. Στον πεθερό του, που τον ρωτά, ομολογεί πως δεν είναι δικό του το παιδί και πως δε γνώρισε την Τριανταφυλλιά ως γυναίκα. Αφού κανείς δε τον πίστεψε αποφασίζεται ο δια πυρός θάνατός του. Κι ενώ στην πλατεία ετοιμάστηκε η φωτιά, ο Συμεών ζήτησε για τελευταία φορά να δει τη σύζυγό του μπροστά στον κόσμο. Πλησίασε το γιο του Δημητράκη και το ρώτησε ποιος ήταν ο πατέρας του. Το παιδί παραδόξως μιλώντας έδειξε για πατέρα του τον Αγροφύλακα του χωριού κι έτσι ο Συμεών αθωώθηκε.
Στην αρχή μόνασε στη μονή Οικονομείον ή Κομνήνειο Κισσάβου, ζώντας «με αυστηράν νηστείαν, άμετρον αγρυπνίαν, ολονύκτιον στάσιν, ανυπόδητος και μονοχίτων, φέρων μόνο εν πτωχικόν ένδυμα παλαιόν και εσχισμένον», όπου χειροτονείται διάκονος. Την ίδια ζωή συνεχίζει στο Άγιον Όρος στη μονή Μ. Λαύρας, όπου χειροτονείται ιερέας. Οι μοναχοί μιας άλλης μονής της Φιλοθέου έρχονται και τον παρακαλούν να αναλάβει την πνευματική καθοδήγησή τους. Ο Συμεών δέχτηκε κι επέβαλε αυστηρή τάξη και πειθαρχία. Όμως κάποιοι μοναχοί δε θέλησαν να μπουν σε υπακοή, στασίασαν και την Κυριακή του Πάσχα τον έδεσαν σ’ ένα κυπαρίσσι έξω από την εκκλησία της μονής, τον έδειραν πολύ και τον φυλάκισαν στον πύργο της μονής. Με τη βοήθεια όμως ενός μοναχού αφήνοντας το Άγιον Όρος πηγαίνει στο μοναχοστόλιστο Πήλιο στην περιοχή του Φλαμουρίου. Εκεί «έμεινε τρεις χρόνους κάτω από μηλέαν τινά, εταλαιπωρείτο δε σφοδρώς κατά τον χειμώνα από το άμετρον ψύχος, το δε θέρος πάλιν εδεινοπάθει από τον καύσωνα και την υπερβολικήν θερμότητα του ηλίου». Στη συνέχεια έκτισε την περιώνυμη μονή της Αγίας Τριάδος Φλαμουρίου, στην οποία συνάχθηκε πλήθος μοναχών. Κατόπιν περιόδευσε ιεραποστολικά ως πρόδρομος κι αυτός του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, την Αγιά, τον Τύρναβο, την Ελασσόνα, τη Λαμία, τα Σέρβια, τα Γρεβενά, τα Άγραφα, τη Θήβα, την Αθήνα, την Εύβοια και την Ήπειρο, όπου «εκήρυττε παρρησία και χωρίς φόβον τον λόγον του Θεού». Στην Εύβοια μάλιστα τον κατηγόρησαν ότι προσπαθεί να κάνει χριστιανούς τους Τούρκους και ο πασάς αποφάσισε να τον κάψουν στην πλατεία. Λέγεται μάλιστα πως και ο ίδιος βοηθούσε στο σωρό των ξύλων. Όταν όμως ο πασάς τον είδε ανυπόδητο, φτωχό με παλιόρασα μπροστά του, τον ευλαβήθηκε και τελικά τον άφησε ελεύθερο.
Όταν επέστρεψε στο Φλαμούρι βρήκε νέους μοναχούς. Έτσι ήταν επιτακτική η ανάγκη να χτιστεί γρήγορα μοναστήρι. Μην έχοντας χρήματα μετέβη στην Κωνσταντινούπολη να ζητήσει από τον Πατριάρχη τη σχετική άδεια και υλική συνδρομή. Εκεί στον προθάλαμο του Πατριάρχη τον βλέπει κάποιος Τούρκος αξιωματικός, που είχε υπηρετήσει στο χωριό του, το Βαθύρρεμα Αγιάς, κι ενθυμούμενος την αγιότητά του, τρέχει στον Σουλτάνο Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή, του οποίου η κόρη ήταν σοβαρά άρρωστη και του μιλά για το Συμεών. Ο Συμεών τη θεραπεύει με θαυματουργικό τρόπο κι ο Σουλτάνος για να τον ευχαριστήσει του δίνει τα κοσμήματα της κόρης του, που έγινε καλά και όλα τα οικοδομικά υλικά που ήταν αναγκαία για το χτίσιμο του μοναστηριού, τα έστειλε με καράβια στο Φλαμούρι Πηλίου. Έτσι χτίστηκε η ιερά μονή Μεταμορφώσεως Φλαμουρίου, επί Πατριαρχείας Καλλινίκου του Γ΄ του Ζαγοριανού. Ο ναός είναι πεντάτρουλος σταυροειδής βασιλική – αθωνικού τύπου.
Στις 19 Απριλίου του 1594 μ.Χ. σε ηλικία υπεράνω των 100 ετών επισκέπτεται την Πόλη κι εκεί ανεπαύθη εν Κυρίω κι ενταφιάστηκε στη Χάλκη των Πριγκηποννήσων. Οι μαθητές του από τη μονή Φλαμουρίου κατά την ανακομιδή του πήραν τα τίμια λείψανά του και τα έφεραν στη μονή του, όπου μέχρι σήμερα θαυματουργούν. Ιερότατο κειμήλιο της μονής σήμερα η τιμία κάρα του Αγίου Συμεών, που με πολλή ευλάβεια φυλάσσουν οι πατέρες και κυρίως ο νυν ηγούμενος της μονής π. Συμεών.

11. Όσιος Δαυίδ εν Ευβοία
12. Ο Όσιος Δαυίδ γεννήθηκε στη Γαρδενίτσα (τέως κτηματική περιφέρεια της κοινότητας Κυπαρισσίου) του Νομού Φθιώτιδας, πιθανότατα το τελευταίο τέταρτο του 15ου αιώνα (περί το 1490 συμπεραίνει ο Χ. Γ. Πετρινέλης, άλλοι συγγραφείς περί το 1485, ενώ ο Μητροπολίτης Γόρτυνας και Μεγαλουπόλεως, κ. Θεόφιλος Καναβός, περί το 1519) και έζησε περίπου ως το πρώτο μισό του 16ου αιώνα. 
13. Διετέλεσε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Παναγίας Βαρνάκοβας, το χρονικό διάστημα από το 1520 έως το 1532, και κατόπιν μετέβη στη Βόρεια Εύβοια, στις Ροβιές του σημερινού Δήμου Ελυμνίων. Εκεί ίδρυσε μοναστήρι, το οποίο απέκτησε φήμη και, πλέον, φέρει το όνομά του. Υπήρξε ένας από τους φωτισμένους διδάσκαλους του Γένους, προσφέροντας πολλά στην παιδεία των υποδουλωμένων Ελλήνων, αλλά και Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στον οποίο αποδίδεται πλήθος θαυμάτων. 
14. Αναφέρεται ότι σε ηλικία τριών ετών είδε σε όραμα τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ο οποίος τον παρότρυνε να τον ακολουθήσει. 
15. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών έφυγε από την πατρίδα του για να υπηρετήσει σε μοναστήρι στη Μαγνησία, μαζί με τον ιερομόναχο Ακάκιο, όπου παρέμεινε για πέντε χρόνια. Στη συνέχεια, οι Δαυίδ και Ακάκιος εγκατέλειψαν το συγκεκριμένο μοναστήρι για να μεταβούν στο μοναστήρι του Κομνηνείου, στην περιοχή της Όσσας, όπου ο Όσιος δέχτηκε το αξίωμα της διακονίας. 
16. Όχι πολύ καιρό μετά, ο Ακάκιος και ο Όσιος επισκέφτηκαν το Άγιο Όρος, τη Λαύρα του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, προκειμένου να προσκυνήσουν τα ιερά κοινόβια. Κατόπιν, ο Όσιος Δαβίδ ακολούθησε τον Ακάκιο, ο οποίος είχε χειροτονηθεί Αρχιερέας της «Αγιοτάτης Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Άρτης», στην επισκοπή του, όπου σύντομα τον χειροτόνησε Ιερέα και Λειτουργό των Αγίων του Θεού Μυστηρίων. 
17. Μετά τη θητεία του ως ηγούμενου στη Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας, στο Ευπάλιο Φωκίδας (1520-1532), μετέβη στο όρος Στείρι, ανάμεσα στον Ελικώνα και τον Παρνασσό, όπου ίδρυσε ένα νέο, μικρό μοναστήρι. Κάποια στιγμή, όμως, κατηγορήθηκε ότι αποτέλεσε την αιτία φυγής μερικών σκλάβων κάποιου Αγαρηνού άρχοντα της Λιβαδειάς, και για τον λόγο αυτό συνελήφθη, βασανίστηκε και φυλακίστηκε. Όταν, όμως, ελευθερώθηκε δεν επέστρεψε στο Στείρι αλλά, στην αναζήτησή του για έναν τόπο όπου θα μπορούσε να ασκητέψει, βρέθηκε στην Εύβοια. Εγκαταστάθηκε εκεί που σήμερα βρίσκεται το προς τιμήν του αφιερωμένο μοναστήρι, όπου, τότε, υπήρχε ένα ερειπωμένο εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, πάνω από τις Ροβιές Ευβοίας. 
18. Καθώς η φήμη του Οσίου εξαπλώνονταν, όλο και περισσότεροι Χριστιανοί προσέτρεχαν κοντά του για να τον επισκεφτούν και να τον γνωρίσουν, με συνέπεια να προκύψει έντονη η ανάγκη να κτισθεί στον τόπο εκείνο ένα μοναστήρι. Ως εκ τούτου, ο Όσιος έφυγε προσωρινά από το μέρος, προκειμένου να διενεργήσει εράνους μεταξύ των διαφόρων χριστιανικών κοινοτήτων (έφτασε μέχρι τη Ρωσία) ώστε να καταφέρει να συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρήματα για την ανέγερση του μοναστηριού. Κάτι που τελικά κατάφερε λίγα χρόνια αργότερα, με το νεοαναγερθέν μοναστήρι να αφιερώνεται στη δόξα της Μεταμορφώσεως του Δέσποτα Χριστού. Ο Όσιος παρέμεινε εκεί μέχρι την κοίμησή του, σε προχωρημένη ηλικία. 
19. Η μνήμη του Οσίου Δαυίδ τιμάται κάθε χρόνο την 1η Νοεμβρίου. 

20. Όσιομ. Γεράσιμος ο Μεγαλοχωρίτης
Άγιος Γεράσιμος ο Νέος ο Μεγαλοχωρίτης
Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός
16-20 λεπτά
________________________________________
«Bίος και Μαρτύριο του Αγίου ένδοξου Οσιομάρτυρα Γερασίμου του Νέου του Μεγαλοχωρίτου» (3 Ιουλίου)
(Ιερομονάχου Κυρίλλου Καστανοφύλλη, Γέροντος του Αγίου)
Ο νέος Οσιομάρτυρας του Χριστού Γεράσιμος καταγόταν από ένα χωριό του Καρπενησιού που ονομάζεται «Μέγα» (το σημερινό Μεγάλο Χωριό Ευρυτανίας), υιός γονέων ευσεβών και φιλόχριστων, οι οποίοι όταν τον βάπτισαν τον ονόμασαν Γεώργιο. Σε ηλικία ένδεκα χρόνων, τον πήρε ο μεγαλύτερος αδελφός του Αθανάσιος και πήγαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αθανάσιος  μετά από λίγο καιρό γύρισε στην πατρίδα του, τον δε Γεώργιο τον άφησε να εργάζεται σ’ ένα παντοπώλη συμπατριώτη τους, που είχε εργαστήριο στο μέρος που λέγεται Ιπ.
Μία μέρα, βγήκε στο δρόμο, όπως συνήθιζε, και κρατώντας  στο κεφάλι του ένα ταψί, που είχε δοχεία γεμάτα με γιαούρτι και τα πουλούσε. Από δαιμονική συνεργεία σκόνταψε σε μία πέτρα, έπε¬σε μέσα στο δρόμο και έσπασαν όλα τα δοχεία και μόνον το ταψί έμεινε ανέπαφο. Κάθισε στο δρόμο και έκλαιε σαν μικρό παιδί που ήταν γιατί σκεφτόταν ότι, για τη ζημιά που έπαθε, θα τον κτυπούσε πολύ το αφεντικό του που ήταν πολύ αυστηρό.
Εκεί που έκλαιε, τον είδε από το παράθυρο του σπιτιού της μία κυρία, γυναίκα ενός επισήμου οθωμανού, η οποία κατέβηκε, άνοιξε την πόρτα της και τον πήρε μέσα, και με τις συνηθισμένες κολακείες των γυναικών τον κράτησε στο σπίτι της. Μετά από δύο μήνες  ο αγάς εκείνος έκανε περιτομή στα δύο μικρά παιδιά του, και μαζί με αυτά έκανε περιτομή και στον Γεώργιο, τάζοντάς του τόσον αυτός όσον και η γυ¬ναίκα του, ότι θα τον έχουν και αυτόν σαν τα παιδιά τους, και ότι αν θελήσει κάποτε να πάει στην πατρίδα του για να δει την μητέρα του, να έχει την άδεια. Έτσι, λοιπόν, αφού απατήθηκε ο μικρός Γεώργιος έγινε (αλλοίμονο) μωαμεθανός, και έμεινε εκεί  δύο χρόνια.
Έπειτα ο κύριος του σπιτιού, φοβούμενος μήπως η γυναίκα του τον απατήσει με αυτόν, τον έδωσε σε άλλον οθωμανό, ο οποίος, μόλις τον πήρε, εκτελώντας βασιλική αποστολή, τον πήρε μαζί του και διέσχισαν όλη τη Βουλγαρία, και πήγε στη Βοσνία. Απ’ εκεί ήλθαν  στα Βιτώλια(την Πελαγωνία), και στη Λάρισα, στην Εύριπο (Εύβοια) και έπειτα επανήλθαν στην Κωνσταντινούπολη.
Μετά από λίγο καιρό ο Γεώργιος ήλθε σε συναίσθηση, και γι’ αυτό έκλαιε και λυπόταν, σκεφτόμενος το κακό που έπαθε. Βρήκε τρόπο λοιπόν και έφυγε απ’ εκεί και γύρισε στην πατρίδα του. Εκεί έμεινε τρία χρόνια, ζώντας με νηστείες, αγρυπνίες, και δάκρυα, κλαίοντας για τη συμφορά που έπα¬θε. Καθημερινά σύχναζε στην εκκλησία, και τον νουθετούσε πολλές φορές ο εκεί εφημέριος, παπά-Νικόλαος. Πολλές φορές δε τα παιδιά του χωριού τον πείραζαν για το θρήσκευμα, αλλ’ ο ιερέας τους έκανε παρατήρηση και τον  έπαιρνε στο άγιο Βήμα, για προστασία. Είχε και μεγάλη ευλάβεια προς τον συνώνυμο του τον μεγαλομάρτυρα θείον Γεώργιο, τον οποίον και παρακαλούσε θερμά να γίνει μεσίτης προς τον Θεό, για να αξιωθεί και αυτός το στεφάνι του μαρτυρίου. Είχε δε και συνήθεια κάθε βράδυ, όταν κοιμόνταν  όλοι οι δικοί του, να βγαίνει αυτός κρυφά, και πήγαινε έξω από το χωριό, σε απόσταση μισής ώρας, σ’ ένα γκρεμισμένο παρεκκλήσι του μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, όπου και προσευχόταν όλη τη νύκτα. Είχε δε και μίαν εικόνα και κανδήλα του Αγίου Γεωργίου εκεί, και, επειδή ήτο γκρεμισμένη εντελώς η εκκλησία, έκανε εκεί ένα μικρό ντουλάπι, και αφού τοποθέτησε την εικόνα και την κανδήλα, τα στήριξε στον μικρό τοίχο που υπήρχε, και έτσι προσευχόταν με θερμά δάκρυα όλη τη νύκτα παρακαλώντας τον συνώνυμό του θείον Γεώργιο να τον φωτίσει στο δρόμο της σωτηρίας.
 Κάποια νύκτα  έτυχε και τον βρήκε η ημέρα εκεί, και βλέποντάς τον δύο παιδία μικρά, που περνούσαν στο δρόμο, και επειδή δεν τον γνώριζαν,  φώναξαν ονομάζοντάς  τον «καλόγερον». Όταν αυτός το άκουσε πήγε αμέσως στο σπίτι του, αποφάσισε όμως αμέσως να γίνει καλόγερος, σύμφωνα με την πρόρρηση των παιδιών, πιστεύοντας ότι ο Κύριος τα φώτισε να του πουν τέτοιο λόγο. Φανέρωσε τον σκοπό του να γίνει μοναχός στην μητέρα του, η οποία, όταν το άκουσε, λυπήθηκε και ήθελε να τον παντρέψει, αλλ’ ο Γεώργιος έκρυψε πλέον τον σκοπό του, και σκεφτόταν να φύγει κρυφά. Ακούοντας δε πως ένας αδελφός από τη θαυμα¬τουργό Μονή του Πυρσού (Προυσού), που τον έλεγαν Γεράσιμο, σκέφτεται να πάει στο Άγιον Όρος, χάριν προσκυνήσεως, βρήκε τρό¬πο ο καλός Γεώργιος και πήγε μαζί του στο  Άγιον Όρος. Πηγαίνοντας δε στην σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, βρήκε ένα Ιερομόναχο που τον έλεγαν Κύ¬ριλλο, για τον οποίον είχε ακούσει, επειδή ήταν από τα μέρη της πατρίδας του, και ησύχαζε εκεί. Σ’ αυτόν, λοιπόν, υποτάχθηκε, από τον οποίον κατηχήθηκε και παρηγορήθηκε για το κακό που έπαθε.
Τον φρόντισε ο γέροντάς του και του έμαθε και λίγα γράμματα, τόσα δηλαδή για να καταλαβαίνει και να διαβάζει τα πλέον απλά βιβλία. Δεν παρέλειπε καθημερινά να διαβάζει το βιβλίο περί «Μιμήσεως Χριστού», και ιδιαίτερα το «Νέον Μαρτυρολόγιον». Όταν πέρασε ένας χρόνος, ζήτησε να λάβει το αγγελικό σχήμα· ο δε γέροντάς του είπε προς αυτόν: Τέκνον μου, δεν είναι ακόμη καιρός να λάβεις το άγιο σχήμα, πρέπει μάλιστα να δοκιμαστείς τρία χρόνια κατά τους Κανόνες των αγίων Πα-τέρων, ή τουλάχιστον δύο. Ο δε Γεώργιος δάκρυσε, ζητώντας με πόθο να λάβει το σχήμα, τόσον που για τρεις ολοκλήρους μήνες δεν σταμάτησε να κλαίει και να  παρακαλεί. Βλέποντας ο γέροντάς του τον θερμό του ζήλο, του είπε: Ας εκπληρωθεί, Γεώργιε, η επιθυμία σου, όμως το πρώτο στοιχείο του ονόματος σου, που είναι το Γ,  θα το αλλάξω, και αντί του Γ να βάλω το Κ, για να μη σε ξέρει κανένας, ποιος είσαι και πώς σε έλεγαν όταν ήσουν κο¬σμικός. Όταν το άκουσε αυτό είπε με ένα μεγάλο αναστεναγμό της καρδιάς: Αχ! γέροντά μου, εγώ για να βρω τον Γεώργιον προτιμώ μυρίους θανάτους, και συ λες να τον σβήσεις τελείως; Μη, γέροντά μου, παρακαλώ το κάνεις αυτό για τον Κύριο. Βλέποντας την ευλάβειά του και το ζήλο του, τον έκανε μοναχό κατά την δεύτερη Κυριακή των Νηστειών, ονομάζοντάς τον από Γεώργιο Γεράσιμο.
Μετά δε τρεις ημέρες άρχισε να ζητά άδεια να προχωρήσει στο μαρτύριο, το οποίο από καιρό μελετούσε. Ο γέροντάς του, με αυστηρότητα του είπε: Ακόμη τρεις ημέρες έχεις που έλαβες το άγιο σχήμα και άρχισε να σε πειράζει ο σατανάς, τάχα από τα δεξιά του, μήπως σε φέρει πάλιν σε χειρότερη πτώση, διότι, βλέποντας  ότι έφυγες από τα χέρια του, ορύεται σαν λιοντάρι και λυπάται πολύ, γι’ αυτό και θα μεταχειριστεί πολλές παγίδες εναντίον σου. Λοιπόν μην του δώσεις σημασία, διότι όλες είναι τεχνάσματα  του πειρασμού, επειδή εσύ να μαρτυρήσεις είναι δύσκολο, διότι μη σκεφθείς ότι, αφού παρουσιαστείς στους δημίους, θα σου κόψουν αμέσως το κεφάλι σου και θα πας στον Παράδεισο. Πρέπει να σκεφθείς το αντίθετο.    Σου λέω ν’ αφήσεις αυτόν το λογισμό, που έχεις, για να μη βάλεις τον εαυτόν σου σε μεγαλύτερη κόλαση, αν δε αμφιβάλλεις για τη σωτηρία σου, εγώ σου υπόσχομαι, ότι θα βρεις συγχώρηση από τον Θεό. Γι’ αυτό ησύχαζε και φρόντιζε να εφαρμόζεις τους κανόνες της καλογερικής ζωής, όπως τους υποσχέθηκες μπροστά στον Ιησού Χριστό, διότι η ασκητική ζωή θεωρείται μαρτύριο από τους αγίους Πατέρες, και μαρτυ¬ρικούς στεφάνους λαμβάνει από τον Ιησού ο καλός μο¬ναχός και μάλιστα ο υποτακτικός. Με τέτοια, λοιπόν, λόγια και άλλα πολλά διδακτικά, εμπόδιζε τον Γεράσιμο από το μαρτύριο, επειδή γνώριζε ότι αυτός ήταν απλός και ευμετάβολος κατά τη γνώμη, και φοβήθηκε μήπως γίνει «η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης». Έτσι και ο Γεράσιμος σιωπούσε προσωρινά, έκρυβε όμως μέσα στην καρδιά του τον πόθο του μαρτυρίου, περνώντας δε λίγος καιρός πάλιν άρχισε να ζητά το μαρτύριο, αλλά ούτε ο γέροντάς του, ούτε κανένας άλλος πνευματικός έδωσε σημασία στα λόγια του, επειδή όλοι γνώριζαν ότι ήταν ανώριμος.
Για τρία χρόνια παρακαλούσε και επαναλάμβανε το αίτημά του, και κανένας δεν τολμούσε να του πει «πραγματοποίησε αυτό που ζητάς». Μάλιστα του επέτρεψε ο γέροντάς του να αναζητήσει μέσα στο Όρος, σε όποιον μέρος θέλει, και να έχει το ελεύθερον της υποταγής, για περισσότερη ανάπαυση, μόνον ένα να τηρήσει, δηλαδή το να μη βγει στον κόσμο. Περιφερόταν στα Μοναστήρια ο καλός Γεράσιμος, ως ξένος αυτού του κόσμου, και άλλοτε μεν έμενε στην Ιεράν Μονήν του Κουτλουμουσίου, αρκετό δε καιρό στην Μονή Δοχειαρίου, και λίγο καιρό στην Μονή Γρηγορίου. Δεν ήταν όμως ευχαριστημένος από αυτή τη περιήγηση και η καρδιά του καιγόταν, ενθυμούμενος την άρνηση, και δεν ήθελε να ζει σ’ αυτό τον κόσμο, τόσον που και η εξωτερική μορφή του προσώπου του αλλοιώθηκε ώστε αυτοί που τον έβλεπαν περίλυπο έλεγαν ότι έπαθε μεγάλο κακό. Πηγαίνει, λοιπόν, σ’ ένα πνευματικό, που λεγόταν Δανιήλ , και κάνει μία γενική εξομολόγηση και μεταλαμβάνει τα άχραντα Μυ¬στήρια· έπειτα γυρνώντας στο γέροντά του είπε (με τέχνη): Επειδή μου έβαλες κανόνα να μη βγω στον κόσμο, τώρα σε παρακαλώ, να με συγχωρήσεις και να μου δώσεις την άδεια να πάω στην Πατρίδα μας, για να δω την μητέρα μου, τους συγγενείς και τους φίλους, και ελπίζω στον Θεό να μη σε λυπήσω για το δρόμο που έχω να κάνω. Πατρίδα μεν εννοούσε ο ευλογημένος Γεράσι¬μος την άνω Ιερουσαλήμ, Μητέρα δε την Κυρία Θεοτόκο, συγγενείς τους Μάρτυρες και φίλους όλους τους Αγίους.
Με αυτόν τον τρόπο, πήρε την ευχή, ως άλλος Ιακώβ, βγαίνοντας δε από το Όρος δεν φρόντισε να δει την προσωρινή πατρίδα του, ούτε λυπήθηκε για τα δάκρυα της μητέρας του, ούτε τη νεότητά του, ήταν τότε στην ηλικία εικοσιπέντε χρόνων, δεν φροντίζει, λέω, για κανένα από αυτά, αλλά τα περιφρονεί όλα, και αμέσως πηγαίνει στην Κωνσταντινούπο¬λη, με σκοπό να παρουσιασθεί, και να ομολογήσει πως είναι χριστιανός. Όμως, για να συναντήσει τον αδελφό του, έμεινε κρυμμένος μερικές ημέρες και πριν να παρουσιασθεί έγραψε και μίαν επιστολή στη σκήτη, προς τον γέροντά του, για να διαβάζει, Παράκληση.
Έπειτα έτρεξε αμέσως και πήγε στο σπίτι του παλιού αφεντικού του, ντυμένος  διαφορετικά, χωρίς να φαίνεται αν ήταν κο¬σμικός ή καλόγερος. Οι δούλοι του σπιτιού τον έδιωξαν, αυτός όμως τους λέει: Γιατί με διώχνετε τώρα που ήλθα να φέρω στον αφέντη σας καλόν μαντάτο; Αυτοί δε όταν το άκουσαν του είπαν: Και τί άνθρωπος είσαι εσύ, που φέρνεις καλά μαντάτα στον αφέντη μας; Ο δε Μάρτυρας λέει: Μικρός άνθρωπος είμαι, όμως έχω ένα μεγάλο αφέντη. Τότε οι δούλοι εκείνοι ειδοποίησαν  τον αφέντη τους, και έτσι του δόθηκε η άδεια και εμφανίσθηκε στον παλιό αφέντη του. Αυτός λέει προς τον Μάρτυρα: Τί άνθρωπος είσαι εσύ και πώς ήλθες εδώ; Εγώ είμαι, του λέει ο Μάρτυρας, εκείνος ο άκακος μικρός Γεώρ¬γιος, που από την ακακίαν μου και νηπιότητά μου δέχθηκα τα δολερά λόγια της γυναίκας σου, και τα δικά σου, και από Χριστιανό με κάνατε Τούρκο, και τώρα ήλθα να σας ομο¬λογήσω την αλήθεια, ότι τότε ως μικρός μεν και άκακος γελάστηκα, τώρα δε, που ενηλικιώθηκα και γνώρισα το φως από το σκοτάδι, ομολογώ ότι Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός είμαι, και Χριστιανός θα πεθάνω. Όταν  τα άκουσε αυτά ο Οθωμανός εκείνος έμεινε εκστατικός, έπειτα, ξέροντας τον χαρακτήρα του Μάρτυρα, που υποχωρούσε εύκολα με το καλόπιασμα, δεν τον μάλωσε αμέσως, αλλά τον δέχθηκε με λόγια κολακευτικά και τον κράτησε στο σπίτι του τρεις ημέρες, παρακινώντας τον με διάφορους τρόπους, τάζοντάς του πλούτο και άλλες τιμές, μήπως τον επαναφέρει στη θρησκεία του. Ο Μάρτυρας όμως έμεινε σταθερός στην πίστη του Χριστού και δεν υπολόγιζε τα πρόσκαιρα αγαθά.
Βλέποντας ο αφέντης εκείνος τη σταθερότητα του Μάρτυρα, και ίσως θέλοντας να τον δοκιμάσει, λέει σ’ αυτόν: Επειδή θέλεις να είσαι Χριστιανός, πήγαινε σε άλλον τόπον να ζήσεις, αλλά μέχρι να φύγεις από την πόλη να λες πως είσαι μουσουλμάνος, για να μη κινδυνεύσει η ζωή σου, διότι λυπούμαι την νεότητά σου, και δεν θέλω να δω το θάνατόν σου, διότι σε είχα ως δικό μου παιδί.
  Ο Μάρτυρας είπε: Σε ευχαριστώ, που μου χαρίζεις τη ζωή και μου δίνεις την άδεια να ζήσω ως Χριστιανός. Αυτό όμως, που μου λες, να πω, πως είμαι μουσουλμάνος, μέχρι να φύγω από την πόλη, είναι τελείως αδύνατο. Μάλιστα πρέπει να γίνω διαλα-λητής της πίστεώς μου, της πίστεως του Ιησού Χριστού, στην οποίαν γεννήθηκα, βαπτίσθηκα, και πρόκειται να πεθάνω. Όταν τα άκουσε ο Οθωμανός εκείνος, έστειλε και έφερε ένα σπουδασμένο Χότζα, εκείνον δηλαδή που τον διάβασε, όταν του έκανε περιτομή. Σ’ αυτόν τον παρέδωσε, τρόπον τινά, για να απαλλαγεί αυτός από το χρέος του.
Αυτός αφού παρέλαβε τον Μάρτυρα, μεταχειρίσθηκε πολλούς τρόπους  για να τον επαναφέρει στον ισλαμισμό, αλλ’ όμως τίποτε δεν κατάφερε και έμεινε νικημένος. Βλέποντας  και αυτός το σταθερό και αμετάθετο φρόνημα του Μάρτυρα, τον παρέδωσε στην εξουσία του Καζασκέρ (υπουργού στρατιωτικών), για να αποφασίσει για τον Μάρτυρα την κατάλληλη τιμωρία. Οι  στρατιώτες αφού παρέλαβαν τον Μάρτυρα τον έφεραν μπροστά στον τύραννο, ο οποίος και εξέτασε λεπτομερώς την υπόθεση. Ο ευλογημένος Γεράσιμος ομο¬λόγησε με θάρρος, ότι είναι Χριστιανός, αποκαλώντας τον Μωάμεθ ψεύτικο προφήτη, μυθολόγο και βέβηλο. Μετά την καλή αυτή ομολογία του Αγίου, όλοι οι Αγαρηνοί που ήσαν στο δι¬καστήριο, σαν αιμοβόρα λιοντάρια, όρμησαν εναντίον του, και αμέσως διέταξε ο τύραν¬νος τους δημίους να τον δείρουν με ωμά βούνευρα (μαστίγιο από δέρμα βοδιών), μέχρι να μετανοήσει. Αλλ’ ο Άγιος έμεινε σταθερός  στη πίστη του Χριστού, και δόξαζε τον Θεό, ελέγχοντας πάντοτε τους ασεβείς.
Έπειτα ο τύραννος διέταξε να τον ρίξουν στη φυλακή και να βάλουν στο στήθος του μια βαριά πέτρα. Έβαλαν, λοιπόν, τον Άγιο οι δήμιοι σε μια υγρή λιθόστρωτη φυλακή, τον ξάπλωσαν κατά γης, έβαλαν δε στο στήθος του την βαριά εκείνη πέτρα. Έμεινε όμως ο Άγιος αβλαβής, με την παρουσία θείου Αγγέλου, περισσότερο από δέκα ημέρες  και ευχαριστούσε τον Θεό, ψάλλοντας: «Υψώσω σε, Κύριε, ο Θεός μου, ο βασιλεύς μου και ευλογήσω το όνομά σου εις τον αιώνα του αιώνος. Κaθ’ εκάστην ημέραν ευλογήσω σε και αινέσω το όνομά σου εις τον αιώνα του αιώνος».
Έπειτα πάλιν διέταξε Ο τύραννος να φέρουν μπροστά του τον Άγιο. Οι δε δήμιοι, βλέποντες τον Άγιο υγιή, θαύμαζαν, και αφού για δεύτερη φορά έφεραν τον Άγιο ενώπιον του τυράννου, λέει αυτός στον Μάρτυρα: «άραγε συνετίστηκες  με αυτήν την τιμωρία άνθρωπε, ή παραμένεις ακόμα στην πίστη του Χριστού;» Λέει σ’ αυτόν ο Μάρτυρας: «Τις τιμωρίες σου τις δέχομαι με χαρά, διότι λαμπρύνουν την ψυχήν μου, τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν ουδέποτε αρνούμαι, έστω και αν δεχθώ μυρίους θανάτους γι’ αυτόν». Όταν τα άκουσε αυτά ο τύραννος γέμισε από θυμό και εξέδωσε εναντίον του την τελική απόφαση, να θανατωθεί με ξίφος.
 Αφού τον πήραν οι υπηρέτες, έχοντας μαζί τους και τον δήμιο, μέχρι να φθάσουν στον τόπο της καταδίκης, δεν σταμάτησαν να τον παρακινούν να αρνηθεί την πίστη του, αυτός δε δεν τους απαντούσε καθόλου, έδινε όμως και δεχόταν συγχώρηση από όσους Χριστιανούς έβλεπε στο δρόμο. Όταν έφθασαν στον καθορισμένο τόπο, τον πρόσταξε ο δήμιος να γονατίσει. Αμέσως ο Μάρτυρας γονάτισε προς την ανατολή λέγοντας το· «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου». Ο δήμιος όμως καταλαβαίνοντας τον σκοπό του Μάρτυρα, που γύρισε προς την ανατολή, τον γύρισε προς τη δύση. Πάλιν ο Μάρτυρας, με ένα τρόπο πως τάχα δεν στεκόταν καλά, γύρι¬σε προς την  ανατολή. Πάλιν εκείνος τον γύρισε, και πάλιν ο Μάρτυρας για τρίτη φορά γύρισε προς την ανατολή. Αγανακτισμένος ο δήμιος έσυρε το ξίφος του και με βία έκοψε την αγία κεφαλή του Μάρτυρα, η οποία μετά την αποκοπή από το σώμα έμεινε αρκετή ώρα χαμογελαστή, το δε άγιο σώμα έμεινε γονατιστό σαν να προσεύχεται, περισ¬σότερο από ένα τέταρτο, έπειτα έγειρε σαν να κοιμήθηκε, χωρίς να ταραχθεί, όπως συμβαίνει στα σώματα των αποκεφαλιζομένων καταδίκων, και αμέσως από τον ουρανό φάνηκε το θείο φως, το οποίον όταν είδαν οι Αγαρηνοί και γνωρίζοντας, οι ασεβείς, ότι είναι άγιο φως, φώναξαν όλοι, ότι είναι κε¬ραυνός, τον οποίον έστειλε ο Θεός, για να τον κατακάψει για τις αμαρτίες του!
Συγκεντρώθηκε δε εκεί πολύ πλήθος χρι¬στιανών, και άλλος μεν έλαβε από τα ρούχα του Μάρτυρα χάριν ευλαβείας, άλλος δε από τις τρίχες της κεφαλής του. Ένας Χριστιανός Μυκωνιάτης, που ονομαζόταν Χριστόδουλος, πήρε λίγες τρίχες από την κεφαλή του Μάρτυρα, και πηγαίνοντας στο σπίτι του, κάπνισε με αυτές μια γυναίκα, η οποία κατά την ευλάβειά της έγινε αμέσως καλά. Αυτή έπασχε επτά ολόκληρα χρόνια από ένα παράξενο πυρετό και  πόνο.
Με αυτόν τον τρόπο τελείωσε το μαρτύριο ο Οσιομάρτυρας του Χριστού Γεράσιμος κατά το έτος ,αωιβ ‘(1812) Ιουλίου γ ‘, ημέρα Τετάρτη στον τόπο που ονομάζεται Μπαμπά Χουμάϊ, κοντά στην Αγία Σοφία, το δε τίμιο και πάντιμο λείψανό του, μαζί με την αγία του κεφαλή, Χριστιανοί φιλομάρτυρες, αφού έδωσαν αρκετά χρήματα, το πήραν και το κήδευσαν με τιμή στο νησί, που λέγεται «Πρώτη», μέσα στην εκκλησία του θείου Μοναστηριού. Μετά δε τρία χρόνια μετακομίσθηκε από τον γέροντα Κύριλλο, που αναφέραμε, στο θε¬ομητορικό Ιερό Μοναστήρι του Πυρσού (Προυσού), κοντά στην πατρίδα του Αγίου. Το λείψανο εκπέμπει άμετρη ευωδία, και προξενεί  θεραπείες σε όσους προσέρχονται με πίστη.
(Πρωτοπρεσβυτέρου Κων/νου Δ. Βαστάκη, Ο Οσιομάρτυρας Άγιος Γεράσιμος ο Νέος ο Μεγαλοχωρίτης, Αθήναι 2008, σ. 30-38).
Απόδοση στη νεοελληνική από Α. Χριστοδούλου, Θεολόγο.

21. Ιερόθεος ο εκ Καλάμων
Όσιος Ιερόθεος ο Νέος ο Ιβηρίτης
Βιογραφία
Σύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο Όσιος αυτός γεννήθηκε κατά το έτος 1686 μ.Χ. στην Καλαμάτα της Πελοποννήσου, από γονείς πλούσιους και ευσεβείς, τον Δήμο και την Ασημίνα. Ασκήτευσε στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, έκανε πολλά θαύματα και απεβίωσε ειρηνικά το 1745 μ.Χ.
Ο Σ. Ευστρατιάδης όμως στο Αγιολόγιό του γράφει: «Τοῦτον τὸν ὅσιον κατέταξεν εἷς τὸ Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας ὁ Νικόδημος, εὕρων φανταστικὸν αὐτοῦ βίον (ἰδὲ Νέον Ἐκλόγιον) μετὰ θαυμάτων συνοδευόμενον, γραφέντα ὑπὸ φανατικοῦ φίλου τοῦ Ἰεροθέου».

22. Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης
Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ο σοφός διδάσκαλος της εκκλησίας
ix8ys
3 λεπτά
Βιογραφία
Ο Όσιος Νικόδημος γεννήθηκε στη Νάξο το έτος 1749 μ.Χ. από γονείς ευσεβείς και ενάρετους, τον Αντώνιο και Αναστασία Καλλιβούρση (η οποία εμόνασε στην Ιερά Μονή Χρυσοστόμου Νάξου, με το όνομα Αγάθη). Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Νικόλαος και από μικρός έδειχνε ότι ήταν άνθρωπος μεγάλης αρετής και φοβερής ευφυΐας. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στη Νάξο και έπειτα στη σχολή της ίδιας πόλης επέκτεινε τις γνώσεις του, με δάσκαλο τον αδελφό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο. Κατόπιν 16 χρόνων πήγε στην Ελληνική σχολή της Σμύρνης, όπου κοντά σε φημισμένους διδασκάλους έλαβε ανώτερη παιδεία και αρετή. Μετά από ορισμένες περιπέτειες, το 1775 μ.Χ. πήγε στο Άγιον Όρος. Εκεί, στη Μονή του Άγιου Διονυσίου εκάρη μοναχός με το όνομα Νικόδημος. Οι Πατέρες της Μονής, που διέκριναν τα μεγάλα φυσικά και επίκτητα χαρίσματα του Νικόδημου, τον διόρισαν αναγνώστη και γραμματέα της Μονής. Στη Μονή αυτή ο Νικόδημος, υπήρξε υπόδειγμα διακονίας και πράξεων αρετής. Έπειτα αποσύρθηκε σε κάποιο κελί, όπου με ασκητικό τρόπο, επιδόθηκε στη μελέτη και συγγραφή πολλών οικοδομητικών, θεολογικών και αγιολογικών βιβλίων. Μεταξύ αυτών είναι ο «Συναξαριστής», το «Εορτοδρόμιον», η «Νέα Κλίμακα», ο «Αόρατος Πόλεμος» και άλλα πολλά.
Τελικά μετά από διάφορες περιπέτειες, που υπέστη στη βραχύχρονη ζωή του, απεβίωσε από ημιπληγία, σε ηλικία 60 χρονών, τις πρώτες ορθρινές ώρες της 14ης Ιουλίου του έτους 1809 μ.Χ. στο κελλί των Σκουρταίων, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Τα τελευταία του λόγια ήταν η απάντηση που έδωσε στους μαθητές του όταν τον ρώτησαν αν ησυχάζει: «Τον Χριστό έβαλα μέσα μου και πως να μη ησυχάσω;». Ενταφιάστηκε στο Λαυριωτικό Κελί των Σκουρταίων στις Καρυαίς του Άγιου Όρους, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο πνευματικό συγγραφικό έργο, που σήμερα αποτελεί κεφάλαιο για τον λαό της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η Εκκλησία μας επάξια από το έτος 1955 μ.Χ. τον κατέταξε στο Αγιολόγιο της.

23. Άγιος Νεόφυτος ο προσμονάριος
Όσιος Νεόφυτος ο Προσμονάριος(+21 Ιανουαρίου) 
Στό μοναστήρι, του Βατοπαιόίου στο ΄Αγιον ‘Ορος φυλάσσεται ή θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Παραμυθίας στο ομώνυμο παρεκκλήσι της. Προσμονάριός της, δηλαδή φύλακας και διακονητής της,υπήρξε ό Οσιος Νεόφυτος, ό όποιος έζησε τον 17ο αιώνα. Μοναστής ταπεινός, με αγγελικό φρόνημα, άκρα υπακοή καί αποστροφή προς τα γήινα και μάταια, ακολούθησε το δρόμο των οσίων πατέρων καί κατήντησε σε ύψος αρετής τέτοιο, πού δύσκολα κανείς μπορεί να το ατενίσει. Στόν πνευματικό του αγώνα σύντροφο καί αρωγό είχε την Παραμυθία Θεοτόκο, από τα φιλάνθρωπο αισθήματα της οποίας έπαιρνε δύναμη καί στης οποίας την παρρησία καί παρηγοριά κατέφευγε στίς δυσκολίες του ανηφορικού του Γολγοθά.
Η Παναγία μας ή Παραμυθία, το πρόσωπο της οποίας εκφράζει εύσυμπάθητη αγάπη καί το βλέμμα Της πνέει πραότητα, εύσπλαγχνία καί επιείκεια, μας θυμίζει την προτροπή του “Αποστόλου των εθνών: «Το επιεικές υμών γνωσθήτω πάσιν άνθρώποις» (Φιλιπ. δ’ 5). Ό σχηματισμός των προσώπων της Παναγίας καί του Χρίστου στην εικόνα παραμένει αιώνες τώρα ό ίδιος, όπως τον είδε ό άγιος ηγούμενος Γεννάδιος στην τελευταία λέξη της θαυμαστής συνομιλίας του Θεανθρώπου με την άειπάρθενο Μητέρα Του.
Κάποιο πρωινό, μετά το τέλος της ακολουθίας αυτός παρέμεινε στο ναό προσευχόμένος. Μία στιγμή είδε την Παναγία μας να ετοιμάζεται κάτι να του αναγγείλει. Ευθύς όμως ό Χριστός μας προσπάθησε να Την εμποδίσει καί σήκωσε το χέρι Του, για να Της κλείσει το στόμα λέγοντας: «Μη το είπης, Μητέρα. “Αφησε να τιμωρηθονν καθώς τους πρέπει». Εκείνη τότε, για να το αποφύγει, εγυρε στο πλάι το κεφάλι Της καί τα σπλαγχνικά Της χείλη ξεστόμισαν: «Μην ανοίξετε σήμερα την πύλη, γιατί πειρατές καραδοκούν». “Εντρομος αμέσως ό ταπεινός ηγούμενος σύναξε τους μοναχούς όλους καί τους διηγήθηκε τα γενόμενα. Αυτοί με θάρρος από την αποκάλυψη της Παναγίας μας ανέβηκαν στα τείχη καί αποδίωξαν τους πειρατές σώζοντας έτσι το μοναστήρι τους.
Ή εικόνα αυτής της Παραμυθίας είναι τοιχογραφία του 14ου αιώνος καί μεταφέρθηκε από τον έξωνάρθηκα, οπού βρισκόταν, στο ομώνυμο παρεκκλήσι της αριστερά, καί πάνω από το νάρθηκα. Οί μοναχοί πάντοτε διατηρούν ακοίμητη κανδήλα μπροστά της καί καθημερινά ψάλλουν παράκληση.

“Αντίγραφο της εικόνας της Παραμυθίας απέκτησε καί ή Λίμνη της Ευβοίας, αφού υπάρχει στενός δεσμός της με τη μονή του Βατοπαιδιου. Στήν περιοχή της υπήρχε μετόχι του μεγάλου αυτού αγιορείτικου μοναστηρίου καί μάλιστα στην τοποθεσία,Βρωμοπέδι, προς τιμήν του Αγίου Αθανασίου. Σ αυτό βρέθηκε κάποτε με την ευλογία του ηγουμένου του ό όσιος Νεόφυτος καί παρέμεινε ασκούμενος στην αρετή για δύο χρόνια καί μάλιστα στα δυσμά του βίου του. Όταν εκεί αρρώστησε βαριά, παρακάλεσε την Παναγία να τον αξιώσει να πεθάνει στο μοναστήρι της μετανοίας του. Καί ή εΰσπλαγχνη Παραμυθία άκουσε αμέσως τη φωνή του αιτήματος του προσμοναρίου Της καί του απάντησε με φωνή γλυκύτατη: «Νεόφυτε, πήγαινε στη μονή καί μετά ένα έτος να ετοιμασθείς για την έξοδο σου από την πρόσκαιρη αυτή ζωή»Ό όσιος ευχαρίστησε θερμά την Παναγία μας για την παράταση της ζωής πού του δόθηκε, καί προέτρεψε τον υποτακτικό του να ετοιμάσει την επιστροφή τους στο Άγιον Όρος.
Σέ όλο αυτό το χρονικό διάστημα ό όσιος Νεόφυτος δεν έπαψε να ζήτα το άπειρο έλεος του Σωτήρος Χρίστου και να Τον ευγνωμονεί μαζί με την παρηγορήτισσα των ανθρώπων Μητέρα Του για το χρόνο μετανοίας, τον όποιον ως φιλάνθρωπος του χάρισε. Τα δάκρυα του, δάκρυα μετανοίας καί ευγνωμοσύνης ανάμικτα, λεύκαναν την ήδη καθαρή από τη θεοφιλή άσκηση καρδιά του, ή όποια επιθυμούσε να εγκαταλείψει τη φυλάκιση της στη χοίκή σάρκα καί να πετάξει ελεύθερη στα υψη της ουράνιας καί άτέλεστης ευφροσύνης.
Στό χρόνο επάνω της επιστροφής του στο Βατοπαίδι, ό όσιος Νεόφυτος άφησε το γήινο τοϋτο κόσμο. Άφού μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων κι ενώ ανέβαινε στη σκάλα πού οδηγεί στο παρεκκλήσιο της Παραμυθίας, άκουσε ξανά τη φωνή της Παναγίας να του λέει: «Νεόφυτε, ό καιρός της έξόδου σου έφθασε». Όδήγησε, λοιπόν, αργά τα βήματα του στο μικρό κελλί του, το όποιο είχε αναδείξει σε πνευματική παλαίστρα, οπού έθριάμβευσε τον αρχαίο πτερνιστή, σιγοψελλίζοντας: «Ό καιρός της έμής αναλύσεως έφέστηκε» καί παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό. 

24. Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης
Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (κατά κόσμον Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης, 7 Φεβρουαρίου 1906 – 2 Δεκεμβρίου 1991), ήταν Έλληνας ιερομόναχος που έζησε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα (1906-1991) και έγινε ευρέως γνωστός για το βίο και το έργο του, από νεαράς ηλικίας. Ανακηρύχθηκε άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 27 Νοεμβρίου 2013.[1] 
 
Πίνακας περιεχομένων
• 1 Βίος
• 2 Λόγοι
• 3 Πηγές
• 4 Παραπομπές
Βίος
Ο Όσιος Πορφύριος γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906 στο χωριό Άγιος Ιωάννης του σημερινού Δήμου Ταμιναίων της Εύβοιας. Το κοσμικό όνομά του ήταν Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης και από πολύ νωρίς έδειξε έφεση προς το μοναχισμό. Έτσι, σε ηλικία 13 χρόνων και έχοντας τελειώσει μόνο την Β’ Δημοτικού, μετέβη στη σκήτη της Αγίας Τριάδος, τα γνωστά “Καυσοκαλύβια” του Αγίου Όρους, όπου έζησε τα επόμενα 6 περίπου χρόνια, ως υποτακτικός σε δύο γέροντες μοναχούς, λαμβάνοντας το όνομα Νικήτας. Κατόπιν, λόγω σοβαρής ασθένειας, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Εύβοια, όπου και εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Χαραλάμπους Λευκών Ευβοίας, στο Αυλωνάρι της Εύβοιας. 
Σε ηλικία 20 ετών συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο του Σινά Πορφύριο, ο οποίος αναγνωρίζοντας σε αυτόν πνευματικά χαρίσματα, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο, δίνοντάς του και το όνομα με το οποίο έμελλε να γίνει γνωστός. Τα επόμενα χρόνια, επειδή το μοναστήρι του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών έγινε γυναικείο, ο π. Πορφύριος εγκαταστάθηκε στη Μονή Αγίου Νικολάου, στην Άνω Βάθεια του σημερινού Δήμου Αμαρυνθίων, επίσης στην Εύβοια. 
Το 1940, σε ηλικία 34 ετών, μετέβη στην Αθήνα, όπου στις 12 Οκτωβρίου διορίστηκε ως Εφημέριος στην εκκλησία του Αγίου Γερασίμου, στην Πολυκλινική Αθηνών στην Ομόνοια. 
Στις 16 Μαρτίου 1970, έχοντας συμπληρώσει 35ετία, έλαβε μικρή σύνταξη από το Ταμείο Ασφαλίσεως Κληρικών Ελλάδος και αποχώρησε από τη θέση του εφημερίου του Αγίου Γερασίμου, όπου όμως συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως το 1973. Τη χρονιά εκείνη έφυγε από την Αθήνα για να εγκατασταθεί αρχικά στον Άγιο Νικόλαο, στα Καλλίσια (σημερινή Καλλιθέα) της Πεντέλης και μετά από μερικά χρόνια στο Μήλεσι της Μαλακάσας, όπου και οικοδόμησε το Ιερό Ησυχαστήριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Απέκτησε σημαντική φήμη και πολλοί πιστοί τον επισκέπτονταν στον τόπο διαμονής του. 
Το Νοέμβριο του 1991 μετέβη στο παλαιό κελί του, στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου και κοιμήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. 
Κατατάχθηκε στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στη συνεδρίασή της που διεξήχθη στις 27 Νοεμβρίου 2013.[1] 
Λόγοι
…Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να δούμε τον Χριστό. Αυτός είναι ο φίλος μας, ο αδελφός μας. Είναι ό,τι πιο καλό και όμορφο. Αυτός είναι το παν. …Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι φίλος και θέλει να μας φωνάζει “Είστε φίλοι μου, δεν το καταλαβαίνετε αυτό; Είμαστε αδέλφια. Δεν σας απειλώ. Σας αγαπώ. Θέλω να απολαμβάνετε τη ζωή μαζί μου.”
…Δεν πρέπει να θέσουμε τίποτα πάνω από την αγάπη του Χριστού. Είναι η χαρά. Αυτός είναι η ζωή, το φως. Ο Χριστός είναι το παν. Αυτός είναι η απώτερη επιθυμία. Τα πάντα είναι όμορφα στον Χριστό.
…Κάποιος που είναι με τον Χριστό πρέπει να αγαπά τον Χριστό, και όταν αγαπάει τον Χριστό έχει ξεφύγει από τον Διάβολο, από την κόλαση και από το θάνατο.
…Η ζωή των γονέων είναι το μόνο πράγμα που κάνει καλά παιδιά. Οι γονείς θα πρέπει να είναι πολύ υπομονετικοί και «άγιοι» στα παιδιά τους. Θα πρέπει να αγαπούν πραγματικά τα παιδιά τους. Και τα παιδιά θα μοιραστούν αυτήν την αγάπη! Για την κακή συμπεριφορά των παιδιών, αυτοί που είναι συνήθως υπεύθυνοι γι ‘αυτό είναι οι γονείς τους. Οι γονείς δεν βοηθούν τα παιδιά τους από τα κηρύγματά τους και τις συνεχόμενες συμβουλές ή κάνοντάς τα να υπακούουν σε αυστηρούς κανόνες για την επιβολή πειθαρχίας. Εάν οι γονείς δεν γίνουν «άγιοι» (ενάρετοι) ώστε πραγματικά να αγαπήσουν τα παιδιά τους και αν δεν αγωνίζονται για αυτό, τότε κάνουν ένα τεράστιο λάθος. Με την αρνητική τους στάση οι γονείς μεταφέρουν στα παιδιά τους αρνητικά συναισθήματα. Στη συνέχεια, τα παιδιά τους γίνονται αντιδραστικά και με ανασφάλεια, όχι μόνο στο σπίτι τους, αλλά και στην κοινωνία.
ρίτη, 28 Νοεμβρίου 2017, 12:57
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
• FACEBOOK
• TWITTER
Στην αγιοκατάταξη του Γέροντα Ιακώβου Τσαλίκη προχώρησε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σε ειδική συνεδρίασή που έγινε στο Φανάρι υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου.
Η Σύνοδος αποφάσισε η μνήμη του οσίου Ιακώβου Τσαλίκη να εορτάζεται στις 22 Νοεμβρίου.
Ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης γεννήθηκε την 5 Νοεμβρίου του 1920 στο Λεβίσι της Μικράς Ασίας, μια κωμόπολη 5.000 περίπου κατοίκων, απέναντι από τη Ρόδο, λίγα χιλιόμετρα στο εσωτερικό από τα παράλια. Οι γονείς του ήταν ο Σταυρός Τσαλίκης, τεχνίτης οικοδόμος και μητέρα του η Θεοδώρα Κρεμμυδά.
Το 1922, με την Μικρασιατική καταστροφή, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας εξεδιώχθησαν από τους Τούρκους και η οικογένεια του κόπηκε στα δύο. Ο πατέρας του έμεινε αιχμάλωτος στην Μικρά Ασία, ενώ η μητέρα του με την γιαγιά του Δέσποινα και τα τρία ανήλικα παιδιά της, τον Γιώργο 4 ετών, την Τασούλα 3 και το Ιάκωβο 2 ετών, ήρθαν στην Ελλάδα, και εγκαταστάθηκαν στο χωριό Άγιος Γεώργιος Αμφίσσης, ως πρόσφυγες.Η οικογένεια ξανάσμιξε στα τέλη του έτους 1925, όταν εγκατεστάθηκε στο χωριό Φαράκλα της Εύβοιας, κοντά στο Προκόπι και την Αγία Άννα.
Το 1933 ο Ιάκωβος τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του με Άριστα, αλλά δεν συνέχισε τις σπουδές του, κυρίως ελλείψει οικονομικών μέσων. Αλλά ακολούθησε τον πατέρα του στις οικοδομικές του εργασίες. Εκείνα πού τον διέκριναν από την παιδική του ηλικία, ήταν η μεγάλη του ευσέβεια και η αγάπη του προς τους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους. Διάβαζε από μικρός εκκλησιαστικά βιβλία, βίους Αγίων, και ήξερε απέξω αποσπάσματα από Ψαλμούς, Ιερές Ακολουθίες, απολυτίκια, κοντάκια. Στα 9 του, όπως θέλει η αφήγηση, είδε στο εξωκκλήσι του χωριού του, της Αγίας Παρασκευής, μια μοναχή, πού μίλησε μαζί του και του είπε πώς είναι η Αγία.
Η ένταξη του στον μοναχισμό
Τον Νοέμβριο του 1951 προσήλθε για να γίνει μοναχός, στην Ιερά Μονή του Οσίου Δαβίδ του Γέροντα, κοντά στην κωμόπολη Λίμνη της Εύβοιας. Αλλά οι πνευματικές και οι εν γένει συνθήκες λειτουργίας της Μονής ήταν απογοητευτικές. Γι΄αυτό και σε λίγο καιρό την εγκατέλειψε και επέστρεψε στο χωριό σπίτι του. Τον Ιούλιο όμως του 1952, αποφασισμένος να εγκαταβιώσει σ΄αυτήν και υπηρετήσει ως μοναχός υπό οποιεσδήποτε δυσκολίες και συνθήκες. Ήταν η σοβαρότερη και κρισιμότερη απόφαση της ζωής του. Και πέτυχε το στόχο του. Έτσι στις 31 Νοεμβρίου 1952 εκάρη μοναχός και του ανατέθηκαν καθήκοντα Οικονόμου. Ενώ λίγες μέρες αργότερα χειροτονήθηκε από τον τότε Μητροπολίτη Χαλκίδος κυρό Γρηγόριο Διάκονος και Πρεσβύτερος. Για την όλη συμπεριφορά του και τον ενάρετο βίο που ακολούθησε, το 1975 ορίζεται Ηγούμενος, θέση την οποία διατήρησε μέχρι την κοίμηση του στις 21 Νοεμβρίου 1991.
Αυτά που χαρακτήριζαν όλη του τη ζωή ήταν η πίστη του στον ένα Τριαδικό Θεό, η απόλυτη αφοσίωση στα πνευματικά του καθήκοντα, η αυστηρή άσκηση, η νηστεία, η αγρυπνία, η προσευχή και η υπομονή στους πειρασμούς, τις δοκιμασίες, τις αρρώστιες και τις θλίψεις. Ο ίδιος υπέφερε από σοβαρές ασθένειες και εν τούτοις ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε η δυσανασχέτησε. Αλλά συνεχώς έλεγε «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν» και «ζει Κύριος ο Θεός».
Τη ζωή του χαρακτήριζε η μεγάλη αγάπη και συμπαράσταση προς τον δοκιμαζόμενο κόσμο, πού συνέρρεε στη Μονή του Οσίου Δαβίδ από όλη την Ελλάδα, και ο Γέροντας τον άκουγε, τον συμβούλευε, τον βοηθούσε, και δοκιμάζονταν μαζί του.
Ι. Μ Χίου, Ψαρρών και Οινουσσών
1. Αγγελής ο Αργείος
Άγιος Αγγελής ο Νεομάρτυρας, ο Αργείος
6-8 λεπτά
________________________________________
Άγιος Αγγελής ο Νεομάρτυρας, ο Αργείος
Νεομάρτυς Αγγελής ο Αργείος
Μαρτύρησε στη Χίο.  Η καταγωγή του ήταν από το Άργος της Πελοποννήσου και ζούσε στο Κουσάντασι (Έφεσο) της Μικράς Ασίας. Εργαζόταν ως πρακτικός γιατρός. Ήταν άνθρωπος ήσυχος, ευλαβής, φιλακόλουθος και ελεήμων.
Κάποια μέρα σε μια συνάντηση έτυχε να βρίσκεται ένας Γάλλος άθεος, ο οποίος χλεύαζε τη χριστιανική πίστη. Ο Αγγελής με παρρησία αντέκρουσε τα επιχειρήματα του Φράγκου. Του πρότεινε μάλιστα να μονομαχήσουν, εκείνος πάνοπλος και ο άγιος μόνο με ένα ξύλο, πιστεύοντας πως θα τον νικήσει με τη δύναμη της πίστης. Ο Γάλλος δέχτηκε. Έκαναν μάλιστα και έγγραφη συμφωνία στην πρεσβεία. Ο Αγγελής έτρεξε στον πνευματικό του, εξομολογήθηκε και ζήτησε την ευχή του. Ο πνευματικός πάσχισε να τον αποτρέψει, αλλά ο Αγγελής επέμενε. Έτσι, ο ιερέας του έδωσε τελικά ευλογία.
Ο Αγγελής έμεινε άγρυπνος όλη τη νύχτα προσευχόμενος και ζητώντας από το Θεό να τον ενισχύσει εναντίον του βλάσφημου Γάλλου. Μ’ αυτό τον τρόπο προετοιμάστηκε πνευματικά για τη μονομαχία. Όμως, ο Θεός δεν επέτρεψε να γίνει τελικά ανθρωποκτονία. Αφού κοινώνησε ο Αγγελής των αχράντων Μυστηρίων, εμφανίστηκε μπροστά στο Γάλλο. Τότε τρόμος και δειλία κυρίευσε τον Φράγκο και μπροστά σε όλους εγκατέλειψε καταντροπιασμένος τη μονομαχία. Έτσι, νικητής ανακηρύχθηκε ο άγιος.
Μετά το γεγονός αυτό, ο Αγγελής κλείστηκε στον εαυτό του. Έμενε διαρκώς στο σπίτι του. Μόνο δύο φίλοι του τον επισκέπτονταν, του έφερναν τροφή και προσπαθούσαν να του διώξουν τη μελαγχολία και την υποχονδρία, όπως νόμιζαν. Αυτός όμως, τους έλεγε να μην κοπιάζουν μάταια, διότι είχε αποφασίσει να μαρτυρήσει για το Χριστό. Νυχθημερόν φανταζόταν τα στίγματα του Χριστού στο σώμα του. Τον κατέτρωγε δυστυχώς η υπερηφάνεια, ότι τάχα νίκησε τον αντίπαλο λόγω της μεγάλης πίστης του. Βρίσκοντας τότε ευκαιρία ο ανθρωποκτόνος διάβολος, του υπέβαλε την ιδέα να τουρκέψει για να μαρτυρήσει στη συνέχεια.
Έτσι, το Σάββατο του Λαζάρου του έτους 1813, πήγε ζητώντας να γίνει μουσουλμάνος. Οι Τούρκοι αρχικά τον έδιωχναν με βρισιές, ύστερα όμως, μπροστά στην επιμονή του, τον δέχθηκαν. Αμέσως μετά την εξώμοσή του, άρχισε να κάνει διάφορες παράλογες πράξεις, ώστε να τον οδηγήσουν στο δικαστήριο, να ομολογήσει τον Χριστό και να μαρτυρήσει. Όμως, δεν έγινε έτσι, αλλά τον έδιωξαν ως τρελό και τον έστειλαν στη Χίο.
Στη Χίο συνέχισε την παράξενη συμπεριφορά. Σε κάθε εκκλησία που συναντούσε έμπαινε μέσα και με λυγμούς έκανε μετάνοιες, χτυπούσε αλύπητα το κεφάλι του στο δάπεδο, τόσο που ο χτύπος ακουγόταν μακριά και ύστερα ασπαζόταν με πολλή ευλάβεια τις εικόνες.
Συμμετείχε στις ακολουθίες λέγοντας τόσο κατανυκτικές προσευχές στον Χριστό, την Παναγία και τους αγίους, ώστε όλοι θαύμαζαν, πώς είχε προσαρμόσει τόσο ωραία και είχε αποστηθίσει όλες εκείνες τις ευχές, οι οποίες προκαλούσαν στους υπολοίπους δάκρυα και συμπάθεια προς τον μάρτυρα. Άλλοτε πάλι, έδινε λειτουργίες στους ιερείς και ελεημοσύνες στους φτωχούς, ώστε να δέονται στο Θεό γι’ αυτόν. Στους Χριστιανούς έλεγε, να προσεύχονται στο Θεό, για να φέρει εις πέρας τον αγώνα του. Αν τον επαινούσαν για την επιθυμία του αυτή, αγρίευε, έβριζε και γινόταν απειλητικός. Προκαλούσε και με άλλους τρόπους τους Τούρκους, για να τους ερεθίσει, ώστε να καταφέρει το σκοπό του.
Κάποτε, ενώ ήταν περίοδος ραμαζανιού, κάθισε κάτω από ένα τούρκικο σπίτι, έπινε νερό και κάπνιζε. Κατέβηκε λοιπόν κάτω ο σπιτονοικοκύρης και έδειρε τον Αγγελή. Άλλοτε πάλι, ενώ ήταν ραμαζάνι, κάθισε μπροστά στην πόρτα του δικαστηρίου, άπλωσε το μαντήλι του, έτρωγε και έπινε κρασί. Κανείς όμως, δεν ασχολήθηκε μαζί του.
Συχνά πήγαινε στον τάφο του αγίου Μακαρίου Νοταρά, καθοδηγητή πολλών νεομαρτύρων και προσευχόταν με δάκρυα αγκαλιάζοντας το μνημείο, ώστε με τις πρεσβείες του αγίου, να αξιωθεί να μαρτυρήσει. Άλλοτε πήγαινε σε ένα εξωκλήσι, όπου συναντιόταν με έναν πνευματικό. Προσευχόταν με πολλή κατάνυξη και συντριβή, μένοντας για πολλή ώρα εκστατικός, λες και αρπαζόταν ο νους του σε θεία θεωρία. Όμως, δεν αποκάλυπτε τις πνευματικές του εμπειρίες αλλά προσποιούταν το σαλό.
Έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει ότι ξεγελάστηκε από τον δόλιο δαίμονα, αναγνώρισε την ανθρώπινη αδυναμία του και μετενόησε ειλικρινώς αναθέτοντας όλη του την ελπίδα στον Θεό τότε λοιπόν, ο Θεός τον αξίωσε για εκείνο, που τόσο σφοδρά επιθυμούσε.
Αφού παρέμεινε έξι μήνες στη Χίο, προετοιμαζόμενος πνευματικά, με συντετριμμένη πλέον καρδιά εισήλθε στο στάδιο του μαρτυρίου. Μια μέρα ξυρίζει τα γένια του και πηγαίνει στο τελωνείο. Μόλις τον είδαν οι Τούρκοι απορημένοι τον ρώτησαν γιατί ξύρισε τα γένια του. Εκείνος τους απάντησε, πως όσο ήταν Τούρκος τα άφηνε, επειδή οι Τούρκοι τα έχουν περί πολλού. Τώρα όμως που ξαναέγινε Χριστιανός, τα έκοψε ως περιττά και άχρηστα, επειδή εδώ οι Χριστιανοί συνήθιζαν να ξυρίζονται.
Προσπάθησαν να τον συνετίσουν. Βλέποντας όμως ότι δε γίνεται τίποτα, τον έκλεισαν σιδηροδέσμιο στο κάστρο. Όλη τη νύχτα τον βασάνιζαν. Την άλλη μέρα τον οδήγησαν στον διοικητή του νησιού, όπου είχαν συγκεντρωθεί και οι αγάδες. Επεχείρησαν με υποσχέσεις και απειλές να τον μεταπείσουν. Θέλησαν να τον ανεβάσουν βιαίως στο τζαμί σέρνοντάς τον και χτυπώντας τον άσπλαχνα. Όμως, ο μάρτυρας φώναζε πως ήταν καλύτερα γι’ αυτόν να τον θανατώσουν εκείνη τη στιγμή, παρά να ανέβει στο Τζαμί, διότι ήταν πλέον και πάλι Χριστιανός.
Επειδή ο Αγγελής έμενε σταθερός στο Χριστό, τον έκλεισαν και πάλι στη σκοτεινή φυλακή με τα πόδια στο τουμπρούκι. Την άλλη μέρα, 3 Δεκεμβρίου του 1813 μη καταφέρνοντας να του αλλάξουν γνώμη, τον οδήγησαν στη θέση Βουνάκι, όπου τον απεκεφάλισαν .
Το μαρτυρικό του λείψανο τρία μερόνυχτα έμεινε στον τόπο της εκτέλεσης. Οι Χριστιανοί προσπαθούσαν να πάρουν κάτι από τα ενδύματα του μάρτυρα ή από το αίμα του, δίνοντας χρήματα στους φρουρούς. Ένας Χριστιανός πρότεινε χιλιάδες γρόσια να πάρει το άγιο λείψανο για ταφή, αλλά οι Τούρκοι δε δέχτηκαν. Επειδή κάποιος ιερέας άρπαξε την τιμία κάρα του αγίου και την καταφιλούσε μπροστά στους Τούρκους, σκλήρυναν τη στάση τους και σήκωσαν το άγιο λείψανο μαζί με την κεφαλή και το χώμα, που είχε βραχεί από το αίμα και τα έριξαν στο πέλαγος σε 25 οργυιές βάθος. Τη νύχτα προσπάθησαν κάποιοι φιλομάρτυρες Χριστιανοί να τα βγάλουν αλλά δεν το κατόρθωσαν.
Πηγή

2. Ανδρέας (Αργέντης) ο Χίος
Άγιος Νεομάρτυς Ανδρέας ο Αργέντης
Ο Άγιος Νεομάρτυς Ανδρέας ο Αργέντης
29 Ιουνίου 2011 
Μαρτύρησε στην Πόλη στις 29 Μαΐου 1465
Ο Άγιος καταγόταν από την Χίο και είναι από τους πρώτους μετά την Άλωση Νεομάρτυρες.
Η Αγία Σοφία χωρίς μιναρέδες
Ήταν νέος, εικοσιπέντε ετών. Είχε πάει στην Κωνσταντινούπολη για δουλειές του και εκεί συναντούσε χριστιανούς του Γαλατά. Κάποιοι Αιγύπτιοι φαντάστηκαν ότι πρόκειται για χριστιανό εξισλαμισμένο που είχε επιστρέψει στον χριστιανισμό. Τον κατήγγειλαν λοιπόν στις αρχές. Παρά τις διαβεβαιώσεις του ότι ουδέποτε έγινε μουσουλμάνος – εξάλλου δεν ήταν περιτετμημένος – και ότι ουδέποτε επισκέφτηκε την Αίγυπτο – μπορούσε να έχει και μάρτυρες γι’ αυτό – συνελήφθη και φυλακίστηκε.
Στη φυλακή του γίνονταν συνεχώς προτάσεις δελεαστικές να γίνει μουσουλμάνος, τις οποίες δεν αποδεχόταν. Στη συνέχεια υποβλήθηκε σε φριχτά βασανιστήρια διότι δήθεν είχε αρνηθεί το Ισλάμ και δεν δεχόταν να επανέλθει σ’ αυτό.
Τελικά αποκεφαλίστηκε στην Πόλη στις 29 Μαΐου 1465. Το μαρτύριό του συνέγραψε ο Γεώργιος Τραπεζούντιος.

3. Άνθιμος ο Χίος
Όσιος Άνθιμος ο Βαγιάνος ο εν Χίω
ix8ys
6-7 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Όσιος Άνθιμος, κατά κόσμο Αργύριος Κ. Βαγιάνος, γεννήθηκε την 1η Ιουλίου 1869 μ.Χ. στην περιοχή του Αγίου Λουκά Λιβαδίων. Οι ευσεβείς και ενάρετοι γονείς του, Κωνσταντίνος και Αργυρώ, φρόντισαν να δώσουν Χριστιανική αγωγή στο τέκνο τους. Και ο νεαρός Αργύριος δωρεοδέκτης του Αγίου Πνεύματος, με πνεύμα σοφίας, ήταν προορισμένος από τον Θεό να αναδειχθεί σκεύος εκλογής και να γίνει μέγας παιδαγωγός εις Χριστόν. Η όλη παιδιόθεν ανάπτυξη και ανατροφή του τελούσε προφανώς υπό την ισχυρή και βαθιά επίδραση του χριστιανικού οικογενειακού του περιβάλλοντος.
Γράμματα δεν έμαθε πολλά. Περιορίσθηκε στις απλές γνώσεις του δημοτικού σχολείου. Έτσι χωρίς τα θεωρητικές γνώσεις της εγκοσμίου καταξιώσεως, αλλά με ευφυΐα και διεισδυτικότητα πνεύματος και με ιδιαιτέρως έντονη την επιθυμία για βίο πνευματικό, προχωρά αταλάντευτος στην ενάρετη ζωή με την πολύτιμη δωρεά της ακλόνητης πίστεως.
Ο θείος έρως τον οδηγεί στην απάρνηση του κόσμου και της βοής του και στη μοναχική πολιτεία, από όπου εξέλαμψαν οι αρετές του. Αφορμή για να ακολουθήσει την μοναχική οδό υπήρξε η επίσκεψή του στη Σκήτη των Αγίων Πατέρων της Χίου για την επισκευή ιδιόκτητης εικόνας της Παναγίας. Με αυτή την εικόνα έκτοτε συνέδεσε άρρηκτα ολόκληρη την ζωή του. Η Παναγία έγινε για εκείνον πηγή ανεξάντλητης δυνάμεως στους μετέπειτα σκληρούς αγώνες του, αλλά και πηγή δροσιάς και ανακουφίσεως. Οδηγός του στον ασκητικό βίο υπήρξε ο σεβάσμιος Γέροντας της Σκήτης Παχώμιος, από τον οποίο εκάρη μικρόσχημος μοναχός και μετονομάσθηκε Άνθιμος.
Υποτάσσεται στον Γέροντα Παχώμιο και με τις αδιάλειπτες προσευχές και νηστείες και με τους σκληρούς αγώνες του αναδεικνύεται, με την ευδοκία του Θεού, μεγάλος στην άσκηση και την αρετή. Με την σωματική και πνευματική του όμως αυτή άσκηση εξαντλήθηκε και ασθένησε. Τότε με την ευλογία του Παχωμίου επιστρέφει στο σπίτι του, όπου εγκαθίσταται για ανάρρωση. Όμως ο Όσιος Άνθιμος δεν εγκατέλειψε την άσκηση. Μόλις αποκαταστάθηκε μερικώς η υγεία του αποσύρθηκε σε μικρό απομονωμένο κελί μέσα στα πατρικά του κτήματα, στα Λιβάδια της Χίου, συνεχίζοντας τους πνευματικούς του αγώνες. Εκεί μόναζε ασκώντας ταυτοχρόνως και την τέχνη του υποδηματοποιού, για να βοηθά τους φτωχούς γονείς του και να ελεεί του πάσχοντες.
Στο κελί του αυτό με την αδιάλειπτη προσευχή και την μελέτη του βίου μεγάλων ασκητών λάμβανε δύναμη, προέκοπτε σε πνευματική οικοδομή, αλλά και προκαλούσε και τη δαιμονιώδη λύσσα του πονηρού. Ο Όσιος αγωνιζόταν σκληρά και αποτελεσματικά, διεξήγαγε πολυμέτωπους αλλά νικηφόρους αγώνες κατά του πονηρού με την πύρινη προσευχή και καθημερινά ανερχόταν την ευλογημένη κλίμακα των αρετών και της αγιότητας. Αργότερα, σε ηλικία 40 ετών, το έτος 1909 μ.Χ., κείρεται μεγαλόσχημος μοναχός από τον διάδοχο του Παχωμίου, Ιερομόναχο Ανδρόνικο.
Ο ενάρετος όμως ασκητής Άνθιμος ήταν σκεύος εκλογής και έτοιμος για το αξίωμα της ιεροσύνης. Καλείται λοιπόν στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας από τον ανάδοχό του Στέφανο Διοματάρη το 1910 μ.Χ. για τον σκοπό αυτό. Η χειροτονία του Αγίου δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο. Στην περίπτωσή του είχαμε θεία συγκατάθεση που απεκάλυψαν οι θεοσημίες ευδοκίας κατά το τέλος της χειροτονίας. Σεισμός, αστραπές, βροντές, κατακλυσμιαία βροχή συμβαίνουν την ιερή εκείνη ώρα. Τα κανδήλια του ναού κινούνται, ενώ ένα από αυτά καταπίπτει. Μετά δε τη χειροτονία επικρατεί γαλήνη, ηρεμία, χαρά Θεού. Τα φυσικά αυτά φαινόμενα αποκαλύπτουν και μαρτυρούν την ευαρέσκεια του Θεού και τη θεία συγκατάνευση.
Όσο καιρό παρέμενε στο Αδραμύττιο, ακτινοβολούσε εκθαμβωτικά με την αρετή και την αγιότητά του, η οποία ίσχυσε να θεραπεύσει δαιμονιζόμενο της περιοχής, κάτι που δεν κατόρθωσαν οι συλλειτουργοί του. Αυτή λοιπόν η πνευματική του ακτινοβολία προκάλεσε το πάθος της αντιζηλίας των συλλειτουργών του. Εκείνος θέλοντας να τους ελευθερώσει από το πάθος αυτό, εγκατέλειψε το Αδραμύττιο το 1911 μ.Χ. και μετέβη στο Άγιον Όρος, όπου οι Αγιορείτες μοναχοί του επιδαψίλευσαν πολλές τιμές.
Επιστρέψας στη Χίο τοποθετήθηκε ως εφημέριος στο Λεπροκομείο. Εκεί άνοιξε το νέο στάδιο των αρετών και της αγαθοεργού δράσεώς του. Η εικόνα της Παναγίας Υπαπαντής επικεντρώνει την όλη του ευεργετική δράση. Η Κυρία Θεοτόκος διά της μεσιτείας και της προσευχής του Αγίου Ανθίμου επιτελεί αναρίθμητα θαύματα θεραπείας ασθενών επωνύμων και ανώνυμων πιστών. Το ίδρυμα αυτό με τους δυστυχείς λεπρούς καθίσταται πνευματικό κέντρο σωματικής και πνευματικής υγείας. Η όλη διακονία του στο Λεπροκομείο καταδεικνύει τη βαθύτατη πίστη του και την πολύτιμη προσφορά του.
Εδώ φαίνεται και το μεγαλείο του Αγίου. Ο Άγιος Άνθιμος ως εφημέριος του ναού συμπαρευρισκόταν, συνέτρωγε και συνομιλούσε με τους λεπρούς, τους κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων και μετά τη Θεία Λειτουργία κατέλυε!
Τότε μέσα σε εκείνη την αγιάζουσα ατμόσφαιρα οραματίζεται την ίδρυση Μονής, για να στεγάσει πρόσφυγες καλόγριες προερχόμενες από την Μικρά Ασία. Και προχωρεί στην πραγμάτωση των οραματισμών του. Υψώνει τον μεγαλοπρεπή Ιερό Παρθενώνα της Παναγίας Βοηθείας Χίου. Από τότε εγκαταστάθηκε στη Μονή με πλήρη αφοσίωση στην Παναγία και εκεί κατηύγαζε με την ασκητική του βιοτή το πλήθος των αρετών και την αγιότητά του και τη μεσιτεία και βοήθεια της Θεοτόκου και ποίμαινε με πλεονάζουσα στοργή και αγάπη το ποίμνιό του, ενίσχυε και παρηγορούσε με τον γλυκύ και απλό του λόγο και θεράπευε ασθενείς και πάσχοντες που κατέφευγαν κοντά του.
Μέσα σε αυτή τη διά βίου διακονία, ώριμος πλέον, πλήρης ημερών, σε ηλικία 90 ετών, με οσιότητα που θύμιζε τους μεγάλους ασκητές της ερήμου, τέλεσε την τελευταία Θεία Λειτουργία την 27η Ιανουαρίου 1960 μ.Χ. και λίγες ημέρες μετά κοιμήθηκε με ειρήνη.
Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’.
Νέον στήριγμα Ὀρθοδοξίας, νεοκόσμητον ἄνθος ἁγνείας, Νικομηδείας Ἀνθίμου συνώνυμος τῶν ἀρετῶν τε ἐκείνου ὁμότροπος, νέων Ὁσίων σφραγίς, καί ἀγλάισμα, Πάτερ Ἄνθιμε, τῆς Χίου πάσης τό καύχημα, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθε ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
4. Γεώργιος ο Χιοπολίτης
Ο Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ο Χιοπολίτης
26 Νοεμβρίου 2014 
Μαρτύρησε στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) στις 26 Νοεμβρίου 1807
Ο Άγιος γεννήθηκε στην πόλη της Χίου. Όταν ήταν εννέα μηνών ορφάνεψε από μητέρα και ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε. Έτσι το παιδί γνώρισε την μητριά για μητέρα. Σε ηλικία κάτω των δέκα ετών τον έβαλε ο πατέρας του κοντά σε ένα ξυλογλύπτη για να μάθει την τέχνη. Ενώ το συνάφι βρισκόταν στα γειτονικά Ψαρά και δούλευε το τέμπλο του Αγίου Νικολάου,εξαιτίας της απότομης συμπεριφοράς του πρωτομάστορα και της παιδικής αφέλειας, ο μικρός Γεώργιος μπήκε παρέα με κάποιους γνωστούς σε ένα καράβι και βγήκε στην Καβάλα. Εκεί, μια ημέρα, παρακινημένος από άλλα παιδιά, πήγαν να κλέψουν καρπούζια. Ο αγροφύλακας πρόφθασε να συλλάβει μόνο τον μικρό Γεώργιο και τον πήγε στον δικαστή. Τότε το παιδί από φόβο αρνήθηκε την αγία πίστη του. Ένας από τους Αγαρηνούς τον πήρε σπίτι του και μετά καιρό τον έδωσε σε άλλον. Οι συγγενείς του παιδιού δεν ήξεραν τίποτε από αυτά.
Ο Γεώργιος έπιασε να δουλεύει ναύτης σε κάποιο καράβι. Κάποτε το καράβι έπιασε στο λιμάνι της Χίου και ξεφόρτωνε το εμπόρευμά του. Ένας Χιώτης συγγενής γνώρισε τον Γεώργιο και τον χαιρέτησε, εξεπλάγη όμως όταν άκουσε να τον προσφωνούν Αχμέτη. Του λέει έκπληκτος : Τι είναι αυτό που ακούω; Το παιδί δεν αποκρίθηκε μόνο γύρισε άφωνο στο καΐκι, γιατί μέσα του πάντα βασανιζόταν πικρά από τύψεις για την πτώση του. Σε άλλο ταξίδι του προσπάθησε να συναντηθεί με τον πατέρα του αλλά δεν τα κατάφερε διότι απουσίαζε. Στο τρίτο ταξίδι του και φορώντας πλέον χριστιανικά ενδύματα συνάντησε επιτέλους τον πατέρα του ο οποίος τον δέχτηκε με κλάματα, μη μπορώντας να πιστέψει τη συμφορά που τους είχε βρει. Γνωρίζοντας πως δεν γινόταν το παιδί να ζήσει στη Χίο και με συμβουλή του πνευματικού του πατέρα, τον πήγε με το καΐκι του στις Κυδωνίες, όπου τον παρέδωσε σε κάποιο γνωστό του, πιστό Χριστιανό. Ήταν τότε ο Άγιος δέκα ετών. Ο άνθρωπος αυτός τον έστειλε να μείνει μαζί με άλλους εργάτες στα κτήματά του και να εργάζεται, περισσότερο όμως για να είναι μακριά από τα μάτια των Τούρκων, μήπως και τύχαινε να τον αναγνωρίσει κάποιος. Εκεί έμεινε και εργαζόταν μέχρι την ηλικία των είκοσι ετών, ζώντας φρόνιμα και με ευσέβεια. Είχε κάνει το λάθος όμως να αποκαλύψει το μυστικό του σε κάποια γερόντισσα που την είχε σαν παραμάνα του. Μεγαλώνοντας άρχισε να επισκέπτεται το Αϊβαλί όπου γνωρίστηκε μάλιστα και με πολλούς ντόπιους και έκανε και φιλίες. Συνέβη να γνωρίσει και κάποια κοπέλα με σκοπό τον γάμο. Οι δικοί της ρωτώντας για την κατάσταση του Γεωργίου έμαθαν από την ηλικιωμένη γυναίκα και το μυστικό της εξώμοσής του αλλά εκτιμώντας τα καλά που είχε ο νέος δεν τους πείραξε το γεγονός. Ενώ όμως ετοιμαζόταν ο γάμος, ένας αδελφός της αρραβωνιαστικιάς οργίστηκε που ο Γεώργιος του ζήτησε να του επιστρέψει τα χρήματα που του είχε δανείσει και για να τον εκδικηθεί ο άθλιος πήγε και πρόδωσε το γεγονός της εξώμοσης στον πασά του Αϊβαλιού. Κάποιο φίλοι του νέου έμαθαν για την προδοσία και τον παρακινούσαν να φύγει αλλά εκείνος ούτε έφυγε ούτε κρύφτηκε, καθώς όλα τα χρόνια υπέφερε στην ψυχή του για το σφάλμα της άρνησης.
Ο κριτής διέταξε να τον φέρουν σιδηροδέσμιο μπροστά του.
Γιατί τόλμησες ν’ αφήσεις την πίστη μας και ν’ ακολουθήσεις πάλι αυτό που αρνήθηκες;
Ο Άγιος απάντησε :
Μήτε την πίστη μου αρνήθηκα μήτε τη δική σας δέχτηκα. Αλλά όταν ήμουνα μικρό παιδί με πίεσαν να τη δεχθώ. Με τη θέλησή μου ποτέ δεν αρνήθηκα την πίστη μου αλλά πάντοτε Χριστιανός ήμουν και χριστιανικά ζούσα. Τη θρησκεία σας πάντοτε τη μισούσα και την μισώ και την απεχθάνομαι και δεν τη δέχομαι.
Όταν τ’ άκουσε αυτά ο δικαστής, άλλαξε τακτική και του λέει με ήμερο τρόπο :
Πες μας, άνθρωπε, το όνομα που έλαβες όταν περιτμήθηκες.
Το όνομά μου είναι Γεώργιος, του απάντησε ο Άγιος, και με αυτό το όνομα πρόκειται να πεθάνω.
Πες μας, επέμεινε ο δικαστής, το όνομά σου και μην αρνείσαι την πίστη σου. Και πραγματικά δεν μας κακοφαίνεται αυτό το λάθος που έκανες ως νέος Εμείς και μεγάλες τιμές θα σου δώσουμε και σε όλους μας αγαπητός θα είσαι. Αλλά αν με παρακούσεις να ξέρεις ότι θα πεθάνεις με σκληρό και φρικτό θάνατο.
Το όνομά μου το είπα, το ακούσατε. Ονομάζομαι Γεώργιος και Γεώργιος θέλω και ποθώ να πεθάνω, απάντησε ο Άγιος.
Δεν θα πεθάνεις με καλό θάνατο, του απάντησε ο κριτής και διέταξε να τον κλείσουν στη φυλακή.
Έμεινε στη φυλακή δεκαεπτά ημέρες υπομένοντας τα πάντα με πολλή χαρά για την αγάπη του Χριστού.
Όλος ο λαός της πόλης, μαθαίνοντας το γεγονός, προσευχόταν ο Θεός να ενισχύσει τον μάρτυρα ώστε να ολοκληρώσει τον καλό αγώνα της αθλήσεως. Προσπαθούσαν μάλιστα να βρίσκουν τρόπο να τον ενισχύουν πνευματικά στη φυλακή ώστε να αντιμετωπίζει τόσο τους δαιμονικούς λογισμούς όσο και την ψυχολογική πίεση που του έκαναν οι ασεβείς.
Τελικά ανακοινώθηκε η καταδίκη του σε θάνατο. Τότε οι Χριστιανοί φρόντισαν να πάει πνευματικός στη φυλακή να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει.
Η εκτέλεση ορίστηκε πως θα γινόταν στην πλατεία του Αϊβαλιού αποβραδίς της 25ης Νοεμβρίου. Όλοι οι Χριστιανοί βρίσκονταν σε εγρήγορση, άλλοι στην εκκλησία, όπου γινόταν αγρυπνία για την ενίσχυση του μάρτυρα, άλλοι συγκεντρώνονταν στην πλατεία.
Όταν έφτασε ο δικαστής και άλλοι επίσημοι Τούρκοι, έφεραν και τον Άγιο ο οποίος έλεγε συνεχώς την ευχή, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλό και Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με.
Τον διέταξαν με θυμό να γονατίσει ενώ μπροστά του στεκόταν ο δήμιος φοβερός με όλα του τα όπλα και τα μαχαίρια, έτοιμος να αρχίσει. Του πρότειναν για τελευταία φορά να αρνηθεί τον Χριστό.
Ο Άγιος μεγαλόφωνα απάντησε :
Όχι, όχι, Χριστιανός θέλω να πεθάνω.
Αμέσως ο δήμιος τον πυροβόλησε στην πλάτη και μολονότι το αίμα πηδούσε κυριολεκτικά σαν από σωλήνα, ο μάρτυρας έμεινε ακίνητος σα να μη συνέβαινε τίποτε. Κατόπιν τον χτύπησε με μια μαχαίρα στον τράχηλο, η οποία σφηνώθηκε στο κόκαλο, ώστε χρειάστηκε όλη του τη δύναμη για να την αποσπάσει.
Ο Άγιος εξακολουθούσε να μένει γονατιστός και να προσεύχεται.
Τέλος τον κλώτσησε και τον έριξε κάτω, γονάτισε στην πλάτη του, τον άρπαξε από το σαγόνι και τον έσφαξε σαν αρνί, με πολλή σκληρότητα και αγριότητα, κυριολεκτικά πριόνιζε τον λαιμό του Αγίου μ’ ένα παραμάχαιρο, μέχρι που του έκοψε το κεφάλι. Ήταν είκοσι δύο ετών.
Εν τω μεταξύ η αγρυπνία βρισκόταν στον εσπερινό, στη λιτή. Έφθασε τρέχοντας ένα Χριστιανός και φώναξε : Τετέλεσται και οι ιερείς αμέσως μνημόνευσαν το όνομά του μαζί με τα ονόματα και των άλλων μαρτύρων που μνημονεύονται στην λιτή. Οι Χριστιανοί, με δάκρυα πνευματικής χαράς και αγαλλίασης δέχτηκαν το άγγελμα της μαρτυρικής τελειώσεως του Αγίου. Νίκη και θρίαμβος του Σταυρού κατά των ορατών και αοράτων εχθρών.
Οι Τούρκοι διέταξαν να πεταχτεί το Άγιο λείψανο στο νησάκι που βρίσκεται στον κόλπο του Αϊβαλιού. Οι Χριστιανοί όμως φρόντισαν και το περισυνέλλεξαν και το ενταφίασαν με πολλή τιμή, μέσα στο ιερό βήμα του Ναού του Αγίου Γεωργίου, δεξιά από την Αγία Τράπεζα, ως μαρτυρικό λείψανο.
5. Δημήτριος ο Χίος
Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Άγιος Δημήτριος ο Χιοπολίτης
ix8ys
3-4 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε το 1780 μ.Χ. στο χωριό Παλιόκαστρο της Χίου από ενάρετους γονείς, τον Αποστόλη και την Μαρουλού. Σε νεαρή ηλικία έφθασε στην Κωνσταντινούπολη και εργαζόταν κοντά στον αδελφό του Ζαννή, ο οποίος ήταν έμπορος.
Όταν χωρίς την άδεια του αδελφού του αρραβωνιάστηκε κάποια νέα, ο Ζαννής τον έδιωξε από το κατάστημά του. Ευρισκόμενος σε μεγάλη φτώχεια θυμήθηκε ότι ο Σείχ – ουλ – Ιμαλήλ όφειλε στον αδελφό του κάποιο ποσό από αγορές υφασμάτων και πήγε στο σπίτι του για να το εισπράξει και να το χρησιμοποιήσει ο ίδιος. Εκεί γνώρισε μία νεαρή μουσουλμάνα η οποία τον αγάπησε και του δήλωσε ότι για να τον παντρευτεί έπρεπε να αλλαξοπιστήσει. Ο Δημήτριος δέχθηκε την πρόταση και παρέμεινε στο σπίτι των Τούρκων για δύο μήνες.
Γρήγορα όμως συνήλθε, δραπέτευσε και κρύφθηκε προσωρινά σε μία χριστιανική οικογένεια στην περιοχή του Σταυροδρομίου. Εκεί τον συνάντησε ο αδελφός του Ζαννής. Ο Δημήτριος εξομολογήθηκε στον πνευματικό του αδελφού του και συγχρόνως έστειλε επιστολή στον πατέρα του εξιστορώντας τα έως τότε γεγονότα της ζωής του αλλά και τον πόθο του να μαρτυρήσει για το Χριστό. Αφού κοινώνησε τα άχραντα μυστήρια παρουσιάσθηκε στον Τούρκο διοικητή και με παρρησία ομολόγησε την πίστη του. Παρά το γεγονός ότι οι Χιώτες της Κωνσταντινούπολης συγκέντρωσαν χρήματα για την απελευθέρωσή του, ο Δημήτριος παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του.
Έτσι, μετά από φρικτά βασανιστήρια τα οποία υπέμεινε αγόγγυστα, αποκεφαλίστηκε στις 29 Ιανουαρίου 1802 μ.Χ. Το τίμιο λείψανό του το παρέλαβαν οι Χριστιανοί και ενταφίασαν αυτό σε κάποιο μοναστήρι στο νησί Πρώτη.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Χαίρε βλάστημα, τερπνόν της Χίου` χαίρε καύχημα, των ορθοδόξων, καρτερόψυχε, νέε Δημήτριε` την γαρ αντίχριστον πλάνην εφαύλισας, ένθα του κράτους υπάρχει το φρύαγμα, ως ανέκραζες, Θεόν τον Χριστόν επίσταμαι, δωρούμενον ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον
Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Η λαμπρά του Βύζαντος, και μεγαλώνυμος Πόλις, μελωδείτω σήμερον, μεγαλοφώνως βοώσα, σκάμματα τα υπέρ φύσιν του Δημητρίου, νέου μεν, μετά τον πάλαι τον Μυρορροάν, διά σε Χριστόν σφαγέντος, όνπερ ανύμνει σε, ως φύσει Θεού Υιόν.
Κάθισμα
6. Μάρκος ο νέος
Άγιος Μάρκος ο νεομάρτυρας o «ἐν Χίῳ»
ix8ys
4-6 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Άγιος Μάρκος γεννήθηκε στη Σμύρνη. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ονομαζόταν Χατζή Κωνσταντής, ή δε μητέρα του από τη Σμύρνη και ονομαζόταν Μαρία. Ο ίδιος παντρεύτηκε το έτος 1788 μ.Χ. Μπλέχτηκε όμως στην Έφεσο με άλλη χριστιανή γυναίκα και κάποια ημέρα συνελήφθησασν επ’ αυτοφώρω. Ο άγιος και η ερωμένη του αρνήθηκαν την πίστη τους ενώπιον του κριτή.
Ο Μάρκος, γρήγορα αισθάνθηκε τύψεις συνειδήσεως για την εξωμοσία του, πήγε με δάκρυα και εξομολογήθηκε σε κάποιο πνευματικό, ο όποιος τους διευκόλυνε να φύγουν στη Σμύρνη. Από εκεί, αφού επιβιβάστηκαν σε πλοίο που πήγαινε στην Τεργέστη, το 1792 μ.Χ., αποβιβάστηκαν στη Βενετία, όπου χρίστηκαν με Άγιο Μύρο, κοινώνησαν και παντρεύτηκαν. Αργότερα, ο Μάρκος, αφού περιπλανήθηκε σε διάφορους τόπους, αποφάσισε να μαρτυρήσει για τη χριστιανική πίστη και επέστρεψε στη Χίο και από εκεί στην Έφεσο.
Στην πόλη αυτή συνάντησε τον πνευματικό του και εξομολογήθηκε τον πόθο του, αλλά ο πνευματικός του τον απέτρεψε, λόγω ανοικοδομήσεως του νέου Ναού και του πρόσφατου τότε μαρτυρίου του Αγίου Νεομάρτυρα Γεωργίου, οι Τούρκοι ήταν πολύ εξαγριωμένοι και θα γκρέμιζαν τον Ναό αυτό. Όποτε ο μάρτυς αναγκάσθηκε να επιστρέψει στη Χίο.
Εκεί, αφού προσευχήθηκε και κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, πήγε στο κριτήριο, όπου με θάρρος κήρυξε τη χριστιανική του πιστή. Παρά τις κολακείες του κριτή, ο μάρτυρας παρέμεινε αμετάπειστος. Τότε τον έκλεισαν στη φυλακή, όπου υπέστη σκληρά και ανελέητα βασανιστήρια. Όταν για δεύτερη φορά τον οδήγησαν στον κριτή, ο Μάρκος και πάλι ομολόγησε τον Χριστό. Οι Τούρκοι εξαγριωμένοι τον γκρέμισαν από τις σκάλες και τον έκλεισαν πάλι στη φυλακή, όπου αυτή τη φορά τον βασάνισαν ακόμα πιο φρικτά. Αλλά ο Μάρκος, αντί να γογγύζει, έψαλλε ευχαριστημένος.
Οι χριστιανοί της Χίου, όταν έμαθαν την υπομονή του μάρτυρα, άρχισαν να νηστεύουν και να προσεύχονται στον Θεό, για να τον ενισχύσει στον μαρτυρικό του αγώνα. Ο Μάρκος αφού κοινώνησε και πάλι των αχράντων μυστηρίων μέσα στη φυλακή, για τρίτη φορά ομολόγησε τον Χριστό μπροστά στον κριτή. Τελικά τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης και τον αποκεφάλισαν στις 5 Ιουνίου 1801 μ.Χ., ημέρα Τετάρτη και ώρα 02.00 το πρωί στη Χίο. Τότε όλοι οι Χριστιανοί της Χίου, έψαλλαν ύμνους ευχαριστήριους στον Θεό για την λαμπρή μαρτυρία του Νεομάρτυρα Μάρκου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Πᾶσαν εὔφρανας, τὴν νῆσον Χίον, Μάρτυς ἔνδοξε Μάρκε θεόφρον, ἀνάγκη ῥύξας λαμπρῶς τὴν εὐσέβειαν, καὶ κατῄσχυνας τὴν πλάνην τὴν βέβηλον, ἐν τοῖς σοῖς λόγοις καὶ ἄθλοις θεόσοφε. Ὡς οὗν ἔτυχες, οὗπερ ἐπόθεις ἀοίδιμε, μνημόνευε ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τοῖς παρεστῶσι τῇ σορῷ σου Μάρκε ἔνδοξε, καὶ προσκυνοῦσί σου πιστῶς τὰ θεῖα λείψανα, τὴν τοῦ Πνεύματος πρεσβείαις σου δίδου χάριν, τὴν σκηνώσασαν ἐν τούτοις καὶ ἐμμένουσαν, καὶ ἐκβλύζουσαν τὰ ρεῖθρα τῶν ἰάσεων, καὶ γὰρ ἔσχηκας παῤῥησίαν πρὸς Κύριον.
7. Μαρκέλλα η Χία
ία Μαρκέλλα η Παρθενομάρτυς η Χιοπολίτιδα
ix8ys
7-8 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ανάμεσα στους πολυάριθμους Αγίους, που κοσμούν το τοπικό αγιολόγιο και τη μακρόχρονη εκκλησιαστική ιστορία του μυροβόλου νησιού της Χίου είναι και η Αγία παρθενομάρτυς Μαρκέλλα, που αποτελεί το ευλαβικό καύχημα των απανταχού της Γης Χίων και τον πολύτιμο πνευματικό θησαυρό για χιλιάδες προσκυνητές, που συρρέουν στον τόπο του μαρτυρίου της για να αποδώσουν τον οφειλόμενο σεβασμό στο μεγαλείο και τον ηρωισμό της, αλλά και για να ζητήσουν τη θαυματουργική της χάρη για την επίλυση σωματικών και ψυχικών ασθενειών.
Η Αγία Μαρκέλλα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βολισσό, στο ιστορικό αυτό κεφαλοχώρι της βορειοδυτικής Χίου. Για τον χρόνο της γέννησης, της ζωής και του μαρτυρίου της Αγίας υπάρχει σύγχυση και ασάφεια μεταξύ των βιογράφων. Σύμφωνα με τον βιογράφο της, Όσιο Νικηφόρο τον Χίο (βλέπε 1 Μαΐου), η Αγία Μαρκέλλα έζησε και ήκμασε περί το 1500 μ.Χ. Ο πατέρας της ήταν ειδωλολάτρης και η χριστιανή μητέρα της απεβίωσε σε νεαρά ηλικία. Η Μαρκέλλα διακρίθηκε από νωρίς για τη βαθιά της πίστη και αγάπη στον Χριστό, την καλοσύνη και αγνότητά της, τη σεμνότητα και την ευγένεια της ψυχής της. Προικισμένη με θεϊκή σοφία και αμέτρητα ψυχικά χαρίσματα επικοινωνούσε αδιάκοπα με τον Θεό. Αυτόν τον «επίγειο άγγελο» φθόνησε ο εωσφόρος και θέλησε να την πολεμήσει με κάθε μέσο.
Έτσι ο ειδωλολάτρης και σκληρόκαρδος πατέρας της άρχισε να επιθυμεί ερωτικά την ίδια του την κόρη και να νιώθει προς αυτή μία αστείρευτη σαρκική επιθυμία. Όταν η Μαρκέλλα διαπίστωσε τον αναίσχυντο χαρακτήρα του σαρκολάτρη πατέρα της, εγκατέλειψε το πατρικό σπίτι και αναζήτησε καταφύγιο στα βουνά της περιοχής. Τότε ο πατέρας της κινούμενος από τις κτηνώδεις ορέξεις του και με απερίγραπτη μανία άρχισε να ψάχνει να βρει τη νεαρή και όμορφη Μαρκέλλα. Τότε η δύστυχη και έντρομη κόρη προσπάθησε να προστατευθεί και να σώσει την τιμιότητά της. Μία μεγάλη βάτος αποτέλεσε το ασφαλές καταφύγιο της Αγίας. Ένας βοσκός όμως αντιλήφθηκε τη Μαρκέλλα και υπέδειξε τη βάτο στον μανιακό πατέρα της. Τότε ο πατέρας έβαλε φωτιά στη βάτο για να την αναγκάσει να βγει έξω από αυτή. Η Μαρκέλλα κατάφερε και βρήκε διέξοδο και έτσι γλίτωσε από τα χέρια του σαρκολάτρη πατέρα της. Στη συνέχεια άρχισε να τρέχει πάνω στις πέτρες και τα βράχια, αλλά ο πατέρας της βλέποντας τη δυσκολία να την φτάσει, αποφάσισε να τη σημαδέψει με το τόξο του και έτσι εκτόξευσε προς αυτή ένα βέλος. Η Αγία πληγώθηκε και το αγνό της αίμα πότισε τα βράχια. Παρόλα αυτά δεν έχασε την ψυχική της δύναμη και συνέχισε να τρέχει. Οι σωματικές της δυνάμεις άρχισαν όμως να την εγκαταλείπουν και κάποια στιγμή έπεσε κάτω ταλαιπωρημένη και πληγωμένη. Η βαθιά και ακλόνητη πίστη της την βοήθησε να βρει τη σωτήρια λύση. Με τα μάτια στραμμένα στον Ουράνιο Νυμφίο προσευχήθηκε και Του ζήτησε να σχίσει τον βράχο και να την κρύψει μέσα. Η παράκληση της Αγίας έγινε πραγματικότητα και έτσι ο βράχος σχίστηκε και δέχτηκε το σώμα της ενάρετης Μαρκέλλας μέχρι το στήθος. Ο σαρκολάτρης πατέρας φτάνοντας στον τόπο και βλέποντας το παράδοξο αυτό θαύμα, οργίστηκε ακόμη περισσότερο και έκοψε με ένα μαχαίρι τους μαστούς της και τους πέταξε στο βουνό. Στη συνέχεια αποκεφάλισε την κόρη του και πέταξε την κεφαλή της στη θάλασσα. Σύμφωνα με την παράδοση μία ασυνήθιστη λάμψη άρχισε να εκπέμπεται από την κεφαλή της Αγίας, που στέφθηκε με τον ουράνιο και άφθαρτο στέφανο της άθλησης και της θεϊκής δόξας.
Ο σχισμένος βράχος, που δέχτηκε το μαρτυρικό σώμα της Αγίας, αποτελεί μέχρι σήμερα για τους προσκυνητές σημείο ευλαβικής αναφοράς και πηγή ιαμάτων, αφού όσοι προσεύχονται με πίστη, παρατηρούν τον ερυθρό χρωματισμό των βράχων και το νερό να ατμίζει. Αναρίθμητα είναι τα θαύματα, που με τη χάρη του Θεού, έχει επιτελέσει η Αγία Μαρκέλλα από την εποχή του μαρτυρίου της έως τις ημέρες μας, ενώ μάρτυρες θαυμαστών σημείων έγιναν λαμπρές πνευματικές φυσιογνωμίες της Εκκλησίας μας, όπως Άγιος Μακάριος ο Νοταράς Επίσκοπος Κορίνθου (βλέπε 17 Απριλίου), ο Άγιος Νεκτάριος Επίσκοπος Πενταπόλεως (βλέπε 9 Νοεμβρίου) και ο βιογράφος και συντάκτης της Ακολουθίας της Αγίας, Όσιος Νικηφόρος ο Χίος (βλέπε 1 Μαΐου), οι οποίοι συχνά προσέρχονταν στον τόπο του μαρτυρίου της Αγίας για να προσευχηθούν. Η μνήμη της Αγίας παρθενομάρτυρος Μαρκέλλας εορτάζεται κάθε χρόνο στις 22 Ιουλίου και λαμπρά πανήγυρις λαμβάνει χώρα στον φερώνυμο ιερό ναό της Αγίας, που βρίσκεται επί της αμμώδους παραλίας στον ομώνυμο όρμο της Βολισσού και αποτελεί παγχιακό, αλλά και πανελλήνιο προσκύνημα.
Η φιλοπατρία των απανταχού της Γης ευρισκομένων Χίων, αλλά και τα αναρίθμητα θαύματα της Αγίας οδήγησαν στην ανέγερση ιερών ναών επ’ ονόματι της πολυάθλου και ενδόξου παρθενομάρτυρος της Χίου. Έτσι η συνοικία του Βοτανικού στην Αθήνα κοσμείται με ενοριακό ναό της Αγίας Μαρκέλλας, ενώ τα τελευταία χρόνια ανεγέρθηκε περικαλλές παρεκκλήσιο στο όνομα της Αγίας και στην περιοχή της Κάτω Κηφισιάς. Γραφικά παρεκκλήσια επ’ ονόματί της έχουν καταγραφεί στις Σπέτσες, την Άνδρο, τη Μήλο, τη Σαντορίνη και τη Σάμο.
8. Ματρώνα η Χιοπολίτις
σημειωμένα ὡς Ἁγ. Ματρώνα ἡ Χιοπολῖτις
Η ΑΓΙΑ ΜΑΤΡΩΝΑ Η ΧΙΟΠΟΛΙΤΙΣ Ἡ ἀσκητικῶς διαλάμψασα θαυματουργὸς ἁγία τῆς Χίου
 Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος 
Ἐκπαιδευτικός 
.   Στὴν σημερινὴ ὑλιστικὴ καὶ τεχνοκρατικὴ ἐποχὴ τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων ἐλλειμμάτων, ὅπου ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀναζητᾶ ὁλοένα καὶ περισσότερο τὴν ψυχικὴ καὶ πνευματική του ὁλοκλήρωση, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας προβάλλει ἁγιασμένες μορφές, οἱ ὁποῖες διακρίθηκαν γιὰ τὸν πνευματικό τους ἀγώνα καὶ τὴν ἀσκητική τους ζωή. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς ἐξέχουσα θέση κατέχει ἡ θαυματουργὸς καὶ τιμωμένη στὶς 20 Ὀκτωβρίου Ἁγία Ματρώνα ἡ Χιοπολῖτις, ἡ ὁποία γεννήθηκε, διέλαμψε ἀσκητικῶς καὶ ἐκοιμήθη στὸ μυροβόλο καὶ ἁγιοτόκο νησὶ τῆς Χίου. Παράλληλα ἀναδείχθηκε σύμβολο τοῦ χιακοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ, ποὺ μὲ τὸν ἐνάρετο βίο καὶ τὴν ἀσκητική της πολιτεία διδάσκει καὶ παραδειγματίζει τὸν πνευματικὰ ἀλλοτριωμένο ἄνθρωπο τοῦ 21ου αἰώνα.
.          Ἡ Ἁγία Ματρώνα γεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 14ου αἰώνα στὴ Βολισσὸ τῆς Χίου, ἡ ὁποία βρίσκεται στὸ βορειοδυτικὸ τμῆμα τοῦ νησιοῦ. Οἱ γονεῖς της, ποὺ ὀνομάζονταν Λέων καὶ Ἄννα, ἦταν πλούσιοι καὶ θεοσεβεῖς καὶ εἶχαν ἄλλα ἕξι κορίτσια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἡ Μαρία, ποὺ ἦταν ἡ μετέπειτα μετονομασθεῖσα Ματρώνα, ἦταν ἡ μικρότερη ἠλικιακά. Ἀπὸ πολὺ νωρὶς ἔδειξε ἰδιαίτερη κλίση στὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ ὅταν οἱ γονεῖς της ἀποφάσισαν νὰ τὴν παντρέψουν, ἐκείνη δὲν ἔδωσε τὴ συγκατάθεσή της, ἀλλὰ πυρπολούμενη ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα, ἐγκατέλειψε κρυφά τοὺς γονεῖς καὶ τὶς ἀδελφές της καὶ κατέφυγε σὲ βουνὸ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ Κατάβαση. Ἐκεῖ δημιούργησε τὸ πρῶτο της ἀσκητήριο καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ἰδιαίτερη θέρμη στὴν ἄσκηση, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία. Στὸ μεταξὺ οἱ γονεῖς της ἄρχισαν νὰ τὴν ἀναζητοῦν καὶ ὅταν τὴ βρῆκαν, τὴν παρακάλεσαν νὰ ἐπιστρέψει στὸ σπίτι. Ἐκείνη ἐπέστρεψε στὴν πατρικὴ οἰκία ὑπακούοντας στὸ πρόσταγμα τῶν γονέων της, ἀλλὰ ἀρνιόταν νὰ παντρευτεῖ. Βλέποντας οἱ γονεῖς τὴν ἀμετάβλητη στάση της καὶ τὴ σταθερὴ ἐπιμονὴ καὶ ἐπιδίωξή της νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Θεό, τῆς ἔδωσαν τὴν ἄδεια νὰ πορευθεῖ στὴ ζωή της, ὅπως ἐκείνη θέλει καὶ ἀρέσκεται. Μάλιστα τῆς διαχώρισαν τὴ γονική της περιουσία καὶ τὴν ἄφησαν νὰ τὴ διαχειρισθεῖ, ὅπως ἐκείνη ἐπιθυμεῖ. Τότε ἡ Ἁγία διένειμε τὴν κινητή της περιουσία κατ’ ἐντολὴν τοῦ Κυρίου σὲ χῆρες, ὀρφανὰ καὶ φτωχούς, ἐνῶ ἄφησε τὴν ἀκίνητη περιουσία στὶς ἀδελφές της γιὰ νὰ καλλιεργοῦν τὰ κτήματα ἕως ὅτου ὁ Θεὸς τῆς δείξει τὸν τρόπο διαχείρισής τους πρὸς ψυχική της ὠφέλεια.
.          Ἔτσι ἐγκατέλειψε τὴ Βολισσὸ καὶ πῆγε στὴν Κατάβαση, ὅπου βρισκόταν τὸ πρῶτο της ἀσκητήριο. Ἐκεῖ ἔμεινε τρία χρόνια, ἐπιδιδόμενη ἀδιαλείπτως στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Ὅμως ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὴν ἐνέπνευσε καὶ τὴν παρακίνησε νὰ μεταβεῖ στὴν πόλη τῆς Χίου, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα ἀποκαλεῖται Χώρα, γιὰ νὰ διδάξει καὶ νὰ φωτίσει μὲ τὸν πλοῦτο τῶν ἀρετῶν καὶ μὲ τὸν ἀσκητικό της βίο. Ἄλλωστε στὴν περιοχὴ τῆς πόλεως Χίου ὑπῆρχαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη πολλὰ γυναικεῖα μοναστήρια, στὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ μία ἐνάρετη γερόντισσα, γιὰ νὰ καθοδηγηθεῖ πνευματικά. Ἐρχομένη στὴν πόλη τῆς Χίου βρῆκε ἕνα μικρὸ μοναστήρι, στὸ ὁποῖο μόναζαν μία μητέρα μὲ τὶς δύο θυγατέρες της. Ἐκεῖ ζήτησε νὰ μείνει καὶ ἀφοῦ ἐπέδειξε σεμνότητα, ὑπακοὴ καὶ ἐγκράτεια καὶ δοκιμάσθηκε στὸν ἐπίπονο ἀγώνα τῆς ἀσκήσεως, ἐπιδεικνύοντας ἔμπρακτα τὴν ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης, ἐκάρη μοναχὴ καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ματρώνα. Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, προόδευε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ζωή, γεγονὸς ποὺ διέδωσε τὴ φήμη της σὲ ὅλη τὴν Χίο σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε παρακίνησε πολλὲς χριστιανὲς νὰ ἔρθουν κοντά της γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικὰ καὶ στὴ συνέχεια νὰ γίνουν μοναχές.
.          Ὅμως ὁ μικρὸς ναὸς τοῦ μοναστηριοῦ μὲ τὸ αὐξανόμενο πλῆθος ποὺ συνέρρεε, ἄρχισε νὰ μὴν ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ καλύψει τὶς πνευματικὲς ἀνάγκες τῶν πιστῶν. Γὶ΄ αὐτὸ καὶ ἡ Ματρώνα ἀπευθύνθηκε στὴ Γερόντισσά της καὶ τῆς ζήτησε νὰ ἐπεκταθεῖ ὁ ναὸς καὶ νὰ ἀνεγερθοῦν καὶ μερικὰ κελιά. Ἡ Γερόντισσα συμφώνησε, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ ἐξοικονομηθοῦν χρήματα, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν διέθετε. Ἡ Ματρώνα ὅμως τὴν καθησύχασε, λέγοντάς της ὅτι διαθέτει ἀκίνητη περιουσία στὴ Βολισσό, τὴν ὁποία καὶ θὰ διαθέσει γιὰ τὰ ἔξοδα τῆς ἀνοικοδόμησης. Ἔτσι ἀφοῦ πῆρε τὴ σχετικὴ ἄδεια, πούλησε ὅλα τὰ κτήματα καὶ ἀπὸ τὰ ἔσοδα ἔκτισε ἕνα λουτρὸ γιὰ νὰ κάνουν μπάνιο οἱ ξένοι καὶ οἱ φτωχοί, στὴ συνέχεια δὲ ἀνοικοδόμησε τὸν ναό. Ὅμως ὁ διάβολος θέλησε νὰ τὴν παρασύρει στὰ τεχνάσματά του καὶ προσπάθησε νὰ τὴν παγιδεύσει στὸ ἁμάρτημα τῆς φιλαργυρίας καὶ τῆς ὑπερηφάνειας. Μόλις οἱ ἐργάτες ἄρχισαν νὰ σκάβουν στὰ θεμέλια, βρέθηκε ξαφνικὰ ἕνας μεγάλος θησαυρός. Τότε ἡ Ἁγία Ματρώνα γονάτισε καὶ παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ ἀποκαλύψει, ἐὰν ὁ θησαυρὸς ἔχει ἀποσταλεῖ ἀπὸ Ἐκεῖνον. Στὴν περίπτωση ὅμως ποὺ ὁ θησαυρὸς εἶναι ἀποτέλεσμα δαιμονικῆς ἐνέργειας, νὰ ἐξαφανισθεῖ. Τότε ὅλοι οἱ παρόντες εἶδαν τὸν περίφημο αὐτὸ θησαυρὸ νὰ μετατρέπεται σὲ σβησμένα κάρβουνα. Τὰ παράδοξο αὐτὸ θαῦμα ἐνίσχυσε τὴν πίστη καὶ τὸν ἐνθουσιασμὸ τῶν ἐργατῶν, οἱ ὁποῖοι συνέχισαν τὸ ἔργο τους μὲ ἀκόμη μεγαλύτερη προθυμία.
.          Μόλις τελείωσε ὁ ναός, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο μεγαλομάρτυρα Ἀρτέμιο, ἐγκατέλειψε τὸν πρόσκαιρο κόσμο ἡ Γερόντισσα τῆς μονῆς. Τότε οἱ ὑπόλοιπες μοναχὲς παρακάλεσαν θερμὰ τὴ Ματρώνα νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγουμενία καὶ ἔτσι ἡ Ἁγία ἐξελέγη ἡγουμένη τῆς μονῆς, ἡ ὁποία προσφωνεῖτο μὲ τὸ ὄνομα «Κυρά», ὅπως ἄλλωστε συνηθιζόταν νὰ προσφωνεῖται ἡ ἡγουμένη στὰ γυναικεῖα μοναστήρια τῆς Χίου. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἁγία Ματρώνα ἡ Χιοπολῖτις ἀποκαλεῖται μέχρι σήμερα Ἁγία Κυρὰ ἢ Ἁγία Κιουρά, ἀφοῦ καὶ τὰ δύο ὀνόματά της, τόσο τὸ κοσμικὸ Μαρία ὅσο καὶ τὸ μοναχικὸ Ματρώνα φανερώνουν ὅτι ἦταν Κυρία, διότι δὲν κυρίευσε μόνο τὰ πάθη καὶ τὸ κοσμικὸ φρόνημα, ἀλλὰ κατενίκησε καὶ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο μὲ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς της, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ἀκόλουθο θαῦμα.
.          Κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ Χίος εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ τοὺς Γενουάτες, ἦρθε στὸ νησὶ ἕνα βάρβαρο ἔθνος ἀπὸ τὴ Δύση, τὸ ὁποῖο ἐπιδόθηκε μὲ μανία σὲ καταστροφὲς καὶ λεηλασίες. Κάποια μέρα εἰσέβαλαν στὸ μοναστήρι, ὅπου ἦταν ἡγουμένη ἡ Ἁγία Ματρώνα, καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιδρομεῖς ποὺ ἦταν ὁ πιὸ ἀνήθικος καὶ ἀδιάντροπος, ἅρπαξε μία μοναχὴ γιὰ νὰ τὴ βιάσει. Τότε ἡ Ἁγία Ματρώνα προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ ἀμέσως ὁ βάρβαρος ἔπεσε κάτω νεκρός. Κατόπιν πλησίασε τὸν νεκρὸ καὶ ἀφοῦ ἐπέδειξε εὐσπλαχνία καὶ ἐπικαλέσθηκε τὸ ὄνομα τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔχει τὴν ἐξουσία τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὁ νεκρὸς ἐγέρθη. Ἀφοῦ τὸν ἀνέστησε, γεγονὸς ποὺ ἐξέπληξε τοὺς ἰδόντες καὶ ἀκούσαντες τὸ θαῦμα, ἐνουθέτησε πνευματικὰ τόσο αὐτὸν ὅσο καὶ τοὺς ὑπόλοιπους. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ οἱ βάρβαροι ἐγκατέλειψαν ἔντρομοι τὸ μοναστήρι καὶ δὲν τόλμησαν νὰ εἰσβάλουν ξανὰ στὴ μονή, ἔγιναν δὲ πιὸ ἤρεμοι καὶ φιλάνθρωποι στὴ συμπεριφορά τους.
.          Ἦρθε ὅμως κάποια στιγμὴ καὶ τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, καὶ ὁ Θεὸς τὴν κάλεσε κοντά Του, ἀφοῦ τῆς ἀποκάλυψε τὸ μακάριο τέλος της πρὶν ἀπὸ ἑπτὰ ἡμέρες. Προσκάλεσε τότε τὶς ἀδελφὲς καὶ ὑποτακτικές της καὶ ἀφοῦ τὶς συμβούλεψε πνευματικὰ καὶ τὶς συγχώρησε καὶ μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, παρέδωσε τὴν ἁγία της ψυχὴ στὸν Οὐράνιο Νυμφίο, τὸν Ὁποῖο τόσο πολὺ ἀγάπησε καὶ ὑπηρέτησε. Ἐνταφιάσθηκε στὸν ἱερὸ ναό, τὸν ὁποῖο ἔκτισε ἡ ἴδια, ἡ δὲ ὁσιακή της Κοίμηση ἔλαβε χώρα στὶς 20 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου μεγαλομάρτυρος Ἀρτεμίου, κατὰ τὸ ἔτος 1462. Τὸ ἔτος ὅμως τῆς Κοιμήσεώς της ἀμφισβητεῖται ἀπὸ τοὺς μελετητές, ἀφοῦ ἡ ἀκολουθία της βρίσκεται σὲ Κώδικα τῆς Λαύρας ἀπὸ τὸ ἔτος 1456, ὁ δὲ συγγράψας τὸ ἐγκώμιο καὶ τὴν ἀκολουθία της Νεῖλος ἔγινε μητροπολίτης Ρόδου τὸ 1357.
.          Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ καὶ πλουσιοπάροχα ἀντάμειψε τὴν Ἁγία Ματρώνα δοξάζοντάς την μετὰ θάνατον, ἀφοῦ ἀνέδειξε τὰ ἱερά της λείψανα καὶ τὸν ἱερόν της ναὸ «πηγὴν θαυμάτων ἀένναον καὶ ἰατρεῖον ἄμισθον παντὸς πάθους καὶ πάσης ἀσθενείας». Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα ἔχει ἐπιτελέσει ἡ Ἁγία Ματρώνα ἡ Χιοπολίτιδα μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποδέκτες τῆς θαυματουργικῆς της χάριτος ὑπῆρξαν ὄχι μόνο χριστιανοί, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ Ἀγαρηνοὶ καὶ Φράγκοι. Ὅπως ἐξιστορεῖ ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Χίος (1750 -1821) παράλυτοι, τυφλοί, κωφοί, κουτσοί, μουγγοί, δαιμονισμένοι καὶ πάσχοντες ἀπὸ ἀνίατες ἀσθένειες βρῆκαν τὴ θεραπεία τοὺς χάρη στὴ θαυματουργικὴ δύναμη τῆς Ἁγίας Ματρώνας καὶ τῶν ἱερῶν καὶ χαριτόβρυτων λειψάνων της. Μάλιστα μετὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας ἑνὸς παραλύτου Ἀγαρηνοῦ ἀπὸ τὴ Μαγνησία τῆς Ἀνατολῆς, ὁ ὁποῖος εἶδε στὸν ὕπνο του τὴ θαυματουργὸ Ἁγία Ματρώνα, ἡ ὁποία καὶ τοῦ ἀποκατέστησε τὴν ὑγεία του, διαδόθηκε ἡ θαυματουργικὴ φήμη της στὴν περιοχὴ τῆς Μαγνησίας καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸ νησὶ τῆς Χίου καὶ πλῆθος χριστιανῶν ἄρχισε νὰ συρρέει γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο της. Ὅμως ὁ διαρκῶς αὐξανόμενος ἀριθμὸς τῶν πιστῶν δημιούργησε τὴν ἀνάγκη ἐπέκτασης τοῦ ναοῦ. Κατὰ τὴ διάρκεια ὅμως ποὺ ἔσκαβαν στὸν τάφο τῆς Ἁγίας, βρέθηκε κατὰ θεία οἰκονομία ἡ ἱερὰ καὶ σεβάσμια κάρα της καὶ μία ἄρρητη εὐωδία πλημμύρισε τὸν χῶρο. Μόλις βρέθηκε ἡ τιμία κάρα τῆς Ἁγίας, ἕνας παράλυτος καὶ μία κωφάλαλη θεραπεύτηκαν. Τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς εὑρέσεως τῆς τιμίας κάρας τῆς Ἁγίας, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Γενοβέζος κυβερνήτης τῆς Χίου ἔδωσε ἔγγραφη μαρτυρία, ἑορτάζεται κατ’ ἔτος στὶς 15 Ἰουλίου.
.          Ὁ χῶρος τῆς ἱερᾶς μονῆς τῆς Ἁγίας Ματρώνας στὴν πόλη τῆς Χίου, ὅπου βρισκόταν καὶ ὁ τάφος της, ἀποτελοῦσε μέχρι τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1822 λαοφιλὲς προσκύνημα, στὸ ὁποῖο προσέρχονταν ἑκατοντάδες χριστιανοὶ καὶ μεταξὺ αὐτῶν καὶ πολλοὶ ἀσθενεῖς ποὺ ἀνέμεναν τὴ θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τῆς Ἁγίας. Στὴ μονὴ εἶχαν λειτουργήσει πολλὲς φορὲς τόσο ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη στὴ Χίο στὶς 17 Ἀπριλίου 1805 ὅσο καὶ ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Χίος, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη στὸ μυροβόλο νησὶ τὴν 1 Μαΐου 1821. Μάλιστα μὲ προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Μακαρίου Κορίνθου ἐποίησε ὁ Ὅσιος Νικηφόρος Χαιρετισμοὺς καὶ Παρακλητικὸ Κανόνα πρὸς τιμὴν τῆς θαυματουργοῦ Ἁγίας καὶ ἐπιμελήθηκε τὸν βίο της ἀπὸ τὰ βυζαντινὰ χειρόγραφα. Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1822 οἱ Τοῦρκοι λεηλάτησαν τὴ μονή, ἔβαλαν φωτιὰ καὶ κατέστρεψαν τόσο τὸν ἱερὸ ναὸ ὅσο καὶ τὸν τάφο τῆς Ἁγίας Ματρώνας. Ἀπὸ τὸ 1912 μέχρι καὶ τὸ 1970 ὑπῆρχε στὸ χῶρο τῆς καταστραφείσης ἱερᾶς μονῆς ἱερὸ προσκυνητάριο πρὸς τιμὴν τῆς Ἁγίας, ἐνῶ τὸ 1970 ἀνεγέρθηκε νέος ἱερὸς ναὸς ἐπ’ ὀνόματί της, ὁ ὁποῖος ἀκολουθεῖ τὸ πάτριο ἑορτολόγιο καὶ ὑπάγεται στὴν Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος (Παλαιοημερολογιτῶν). Μὲ τὴ λεηλασία καὶ τὴν καταστροφὴ τῆς ἱερᾶς μονῆς τῆς Ἁγίας Ματρώνας ἁρπάχθηκαν καὶ τὰ ἱερά της λείψανα, τὰ ὁποῖα ἀργότερα βρέθηκαν στὴν Προῦσα τῆς Ἀνατολῆς μαζὶ μὲ κώδικες καὶ δισκοπότηρα τῆς μονῆς. Ἡ χριστιανὴ σκλάβα τοῦ Πασᾶ τῆς Προύσας κατόρθωσε καὶ πῆρε στὴν κατοχὴ τῆς τὰ ἱερὰ λείψανα καὶ κειμήλια καὶ τὰ διέσωσε ἀπὸ τὴν καταστροφικὴ μανία τοῦ Πασᾶ, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ τὰ κάψει. Ἡ σκλάβα τὰ παρέδωσε στὴν ἱερὰ μονὴ Ζωγράφου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου μέχρι σήμερα φυλάσσονται σὲ ἱερὰ λειψανοθήκη ἡ τιμία κάρα καὶ τμήματα τῶν ἱερῶν λειψάνων της, ἐνῶ στὴν ἱερὰ μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους φυλάσσεται τὸ δεξιὸ χέρι της, καθὼς καὶ τὸ χειρόγραφο ψαλτήριο τῆς Ἁγίας, ἀλλὰ καὶ δισκοπότηρα καὶ χειρόγραφοι βυζαντινοὶ κώδικες ἀπὸ τὴν καταστραφεῖσα τὸ 1822 ἱερὰ μονὴ τῆς Ἁγίας στὴν πόλη τῆς Χίου. Τεμάχιο ἱεροῦ λειψάνου της φυλάσσεται καὶ στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου Ἡμεροβιγλίου Σαντορίνης.
.          Βορειοανατολικά τοῦ χωριοῦ Μέσα Δίδυμα τῆς Χίου βρίσκεται κτισμένη ἡ ἱερὰ μονὴ τῆς Ἁγίας Ματρώνας Χαλάνδρων. Ἡ μονὴ ἀνεγέρθηκε κατόπιν θαυματουργικῆς ὑποδείξεως τῆς ἴδιας τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο ἑνὸς πλούσιου Χίου ἄρχοντα, τοῦ Ροΐδη, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ κτίσει στὴν τοποθεσία αὐτὴ ἕναν πύργο, γιὰ νὰ παραθερίζει μὲ τὴν οἰκογένειά του καὶ νὰ ἐπιδίδεται στὸ ἀγαπημένο του κυνήγι. Ἀλλὰ ἡ Ἁγία Ματρώνα παρουσιάσθηκε στοὺς ἐργάτες ποὺ ἔκτιζαν τὸν πύργο καὶ τοὺς εἶπε ὅτι ὁ πύργος θὰ πρέπει νὰ γίνει μοναστήρι. Οἱ ἐργάτες δὲν ἔδωσαν σημασία, ἀλλὰ ἡ Ἁγία παρουσιάσθηκε δύο φορὲς στὸν ὕπνο τοῦ ἄρχοντα Ροΐδη καὶ τοῦ εἶπε ἐπιτακτικὰ ὅτι ὁ πύργος θὰ γίνει μοναστήρι καὶ μάλιστα τὴ δεύτερη φορὰ τοῦ εἶπε ὅτι ἐὰν δὲν γίνει ἡ μονή, θὰ ὑποστεῖ μεγάλο κακὸ ἡ οἰκογένειά του. Ὁ Ροΐδης πείσθηκε ὅτι θὰ πρέπει νὰ κτίσει μοναστήρι, ἀφοῦ ἡ Ἁγία παρουσιάσθηκε καὶ πάλι στὸν ὕπνο του καὶ τοῦ παρήγγειλε νὰ ἀφιερώσει τὴ μονὴ στὴν Ἁγία Ματρώνα τὴ Χιοπολίτιδα. Ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Ματρώνας τιμᾶται ὁ ἐνοριακὸς ναὸς τοῦ χωριοῦ Κατάβαση τῆς Χίου, ὁ ὁποῖος κτίσθηκε τὸ 1862, ἐνῶ στὸν χῶρο ποὺ ἀσκήτευσε ἡ Ἁγία κτίσθηκε ὁ πρῶτος ἱερὸς ναός της στὴν περιοχὴ τῆς Κατάβασης. Ἐπίσης ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ἁγίας εἶναι ἀφιερωμένος ναὸς στὴν περιοχὴ Γιαλούρικα τῆς πόλεως Χίου καὶ στὴν περιοχὴ Ρουχουνιώτισσα τοῦ χωριοῦ Καταρράκτης, ἀλλὰ καὶ τὸ δεξιὸ κλίτος τοῦ Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Μηνᾶ, Βίκτωρος καὶ Βικεντίου στὴν πόλη τῆς Χίου, στὸν ὁποῖο φυλάσσεται ἐξαιρετικῆς τέχνης φορητὴ εἰκόνα τῆς Ἁγίας. Ἐξωκκλήσια πρὸς τιμὴν τῆς ὑπάρχουν στὰ χωριὰ τῆς Χίου Παρπαριά, Κουρούνια καὶ Ἅγιο Γάλας, ἐνῶ ναός της ὑπάρχει καὶ στὸ γειτονικὸ νησὶ τῶν Ψαρῶν, ὁ ὁποῖος ἀνεγέρθηκε τὸ 1735, οἱ δὲ κάτοικοί του τὴν εὐλαβοῦνται ἰδιαιτέρως.
.          Ἡ Ἁγία Ματρώνα ἡ Χιοπολῖτις εἶναι ἰδιαίτερα λαοφιλὴς σὲ πολλὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καὶ οἱ κάτοικοί τους τρέφουν ξεχωριστὴ εὐλάβεια στὸ πρόσωπό της. Ἔτσι στὴ Σάμο καὶ τὴν Ἰκαρία ἡ θαυματουργὸς Ἁγία τιμᾶται καὶ γεραίρεται ἰδιαιτέρως, ἀφοῦ καὶ τὰ δύο ἀκριτικὰ αἰγαιοπελαγίτικα νησιὰ κοσμοῦνται συνολικὰ ἀπὸ δέκα ἱεροὺς ναοὺς πρὸς τιμήν της. Ἡ λατρευτικὴ τιμὴ τῆς Ἁγίας Ματρώνας τῆς Χιοπολίτιδος στὴ Σάμο καὶ τὴν Ἰκαρία ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καὶ σημαντικὲς ἱστορικὲς προεκτάσεις. Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1453 οἱ Σάμιοι ἀκολουθώντας τοὺς Γενουάτες, ποὺ εἶχαν καταλάβει τὸ νησί, ἀναγκάζονται νὰ καταφύγουν στὴ Χίο ἐξ αἰτίας τῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν. Ἔτσι τὸ 1475 ἡ Σάμος ὑποτάσσεται στοὺς Τούρκους καὶ ἐγκαταλείπεται γιὰ ἑκατὸ περίπου χρόνια. Ὁ ἐπαναποικισμὸς τῆς Σάμου πραγματοποιεῖται τὸ 1572 καὶ ὕστερα ἀπὸ τὰ προνόμια ποὺ παραχωρεῖ στὸ νησὶ ὁ Σουλτάνος Σουλεϊμάν, ἐγκαθίστανται μόνο χριστιανικοὶ πληθυσμοί. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ οἱ λεγόμενοι Χιοσάμιοι, δηλαδὴ οἱ σαμιακῆς καταγωγῆς διαμένοντες στὴ Χίο, ἐπιστρέφουν στὴ Σάμο καὶ φέρνουν μαζί τους εἰκόνες τῆς Ἁγίας Ματρώνας. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο καθιερώνεται στὸ νησὶ ἡ λατρευτική της τιμὴ καὶ ἀνεγείρονται ἱεροὶ ναοὶ ἐπ’ ὀνόματί της στὸ Ἄνω Βαθύ, ὅπου φυλάσσεται παλαιὰ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Ἁγίας, στὸ Νέο Καρλόβασι, ὅπου ὁ ναὸς ἀνεγέρθηκε τὸ 1845 καὶ κοσμεῖται μὲ θαυμάσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο, στοὺς Μυτιληνιούς, ὅπου ἡ εὐλάβεια τῶν κατοίκων πρὸς τὴν Ἁγία εἶναι ἀξιομνημόνευτη, στὸ Παλαιοχώρι Κάμπου Βουρλιωτῶν, ὅπου ὁ ναὸς μνημονεύεται σὲ σιγίλλιο τοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου τοῦ ἔτους 1745 καὶ στολίζεται μὲ ἀξιόλογες τοιχογραφίες λαϊκῆς τεχνοτροπίας καὶ στὰ Κουμέικα. Ἐπίσης ἡ Ἁγία Ματρώνα τιμᾶται στὴ Σάμο μὲ κλίτος ἐπ’ ὀνόματί της στοὺς ἱεροὺς ναοὺς Προφήτου Ἡλιοῦ Μαραθοκάμπου, Ἁγίου Δημητρίου Ὑδρούσας καὶ Ἁγίας Ἄννης Χώρας, ἐνῶ σὲ ἀρκετοὺς ναοὺς τοῦ νησιοῦ ὑπάρχουν φορητὲς εἰκόνες της (Ἅγιος Νικόλαος Ὅρμου Καρλοβάσου, Ἅγιος Σπυρίδων Βαθέος, Κοίμηση Θεοτόκου Χώρας, Κοίμηση Θεοτόκου Μυτιληνιῶν, Μεταμόρφωση Σωτῆρος Πυθαγορείου). Ἀλλὰ καὶ στὴν Ἰκαρία μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1453 οἱ Ἰουστινιάνοι τῆς Γένουας καὶ πιὸ συγκεκριμένα ἡ οἰκογένεια τῶν Ἀραγκίων διατήρησαν τὴν κυριαρχία τοῦ νησιοῦ μέχρι τὸ 1481 πληρώνοντας στοὺς Τούρκους φόρο ὑποτέλειας. Βλέποντας ὅμως τὴ δύναμη τῶν Τούρκων νὰ αὐξάνεται ἀπειλητικά, ἐγκατέλειψαν τὴν Ἰκαρία καὶ παίρνοντας μαζί τους καὶ κατοίκους τοῦ νησιοῦ, κατέφυγαν στὴ Χίο. Ἐπιστρέφοντας ἀργότερα οἱ Ἰκάριοι στὸ νησί τους, καθιέρωσαν τὴ λατρευτικὴ τιμὴ τῆς Ἁγίας Ματρώνας καὶ ἀνήγειραν ναοὺς ἐπ’ ὀνόματί της στὰ χωριὰ Περδίκι (1887), Ὀξέ, Μάραθο, Δάφνη καὶ Βρακάδες.
.          Ἡ Ἁγία Ματρώνα ἀπολαμβάνει ἰδιαίτερη τιμὴ καὶ στὴν Ἄνδρο, ὅπου στοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ εἶναι περισσότερο γνωστὴ μὲ τὴν προσωνυμία «Ἁγία Τσουρά», ἡ ὁποία εἶναι παραφθορὰ ἀπὸ τὸ «Ἁγία Κυρὰ ἢ Κιουρά». Στὸ ὄμορφο αὐτὸ κυκλαδίτικο νησὶ ὀκτὼ ἱεροὶ ναοὶ (ἐξωκκλήσια) φέρουν τὸ ὄνομά της καὶ βρίσκονται στὰ χωριὰ Μπατσί, Μεσαθούρι, Κατάκοιλο, Στενιές, Ἀποίκια (πλησίον τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἁγίας Εἰρήνης), Ἐπισκοπειό, Ἀϊπάτια καὶ Σάσα. Ἡ Ἁγία Ματρώνα τιμᾶται ἐπίσης πανηγυρικὰ καὶ στὸν γνωστὸ ὡς «Ἁγία Τσουρὰ» ἱστορικὸ ἱερὸ ναὸ τῆς Παναγίας Παλατιανῆς στὴ Χώρα τῆς Ἀνδρου, στὸν ὁποῖο φυλάσσεται παλαιὰ φορητὴ εἰκόνα τῆς Ἁγίας. Ἐπίσης ναοὶ ἀφιερωμένοι στὴν Ἁγία Ματρώνα τὴ Χιοπολίτιδα ὑπάρχουν στὴ Χώρα τῆς Πάτμου, στὸ Παρθένι τῆς Λέρου, στὸ χωριὸ Φοινικιὰ τῆς Σαντορίνης, ὅπου ὁ ναὸς ἀνεγέρθηκε τὸ 1859 καὶ τελεῖται στὶς 20 Ὀκτωβρίου ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα πανηγύρια τοῦ νησιοῦ, στὰ χωριὰ Φαλατάδος καὶ Μαρλᾶς τῆς Τήνου, στὴ Χώρα τῆς Κιμώλου, στὴν Αἴγινα στὴν περιοχὴ τοῦ χωριοῦ Ἅγιοι Ἀσώματοι, ἐνῶ στὴν Ὕδρα ἱδρύθηκε τὸ 1865 ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Χρύσανθο Καραντζὰ ἡ ἱερὰ μονὴ τῆς Ἁγίας Ματρώνας τῆς Χιοπολίτιδος, στὴν ὁποία φυλάσσεται ὡραιότατη φορητὴ εἰκόνα τῆς Ἁγίας.
.          Στὸ χωριὸ Λυθρὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὸ ὁποῖο βρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Χίο, ὑπῆρχε παλαιὸς ἱερὸς ναὸς τῆς Ἁγίας, ὅπου φυλασσόταν καὶ ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς πολιούχου καὶ ἐφόρου τοῦ Λυθρίου Ἁγίας Ματρώνας. Ὁ ἱστορικὸς αὐτὸς ναὸς εἶναι πλέον ἐρειπωμένος καὶ μετὰ τὴ μικρασιατικὴ καταστροφὴ οἱ πρόσφυγες ἀπὸ τὸ Λυθρὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν περιοχὴ τῆς Νέας Ἐρυθραίας Ἀττικῆς καὶ μετέφεραν στὴ νέα τους πατρίδα τὴν τιμὴ τῆς Ἁγίας Ματρώνας. Ἔτσι ἔφεραν μαζί τους καὶ τὴν παλαιὰ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Ἁγίας, ἔδωσαν τὸ ὄνομά της σὲ παρακείμενο ἀπὸ τὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Εὐαγγελιστρίας δρόμο τῆς Νέας Ἐρυθραίας καὶ τὸ 1968 ἵδρυσαν σύλλογο γιὰ τὴν ἀνέγερση ἱεροῦ ναοῦ ἐπ’ ὀνόματι τῆς προστάτιδος τῶν Λυθριανῶν Ἁγίας Ματρώνας. Τὸ 1991 κτίσθηκε ὁ νέος ἱερὸς ναὸς τῆς Ἁγίας, ὁ ὁποῖος ἔκτοτε ἀποτελεῖ καὶ αὐτόνομη ἐνορία. Ἡ θαυματουργὸς Ἁγία τῆς Χίου τιμᾶται μὲ κλίτος ἐπ’ ὀνόματί της καὶ στὸν ἱερὸ ἐνοριακὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Μαρκέλλης στὴ συνοικία τοῦ Βοτανικοῦ τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου φυλάσσεται καὶ τμῆμα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου της.
.          Ἡ θαυματουργὸς Ἁγία Ματρώνα ἡ Χιοπολῖτις, ἡ ὁποία διέλαμψε θεοπρεπῶς ὡς «εὐωδία Χριστοῦ» στὴ μυροβόλο νῆσο Χίο, προβάλλει στοὺς σημερινοὺς χαλεποὺς καιρούς μας ὡς ὁλόλαμπρο παράδειγμα ἐναρέτου βίου, ταπεινοφροσύνης, ἐγκράτειας καὶ ἀσκήσεως, διδάσκοντας καὶ παραδειγματίζοντας ὅλους μας μὲ τὴ χριστομίμητη πολιτεία της. Ἂς ἐπικαλεστοῦμε τὶς πρεσβεῖες της καὶ γιὰ τὴ δική μας πνευματικὴ ἀνάβαση καὶ σωτηρία.

Νήφων ο Χίος
Στις 28 Δεκεμβρίου 2009 συμπληρώθηκαν με τη χάρη του Παναγάθου Θεού 200 έτη από την οσιακή κοίμηση μιας αξιόλογης πνευματικής μορφής του κινήματος της Φιλοκαλικής Αναγέννησης, που διέλαμψε ως νέος κοινοβιάρχης, γενόμενος υπόδειγμα αυστηρής άσκησης και αδιάλειπτης προσευχής, πραότητος και διάκρισης, φιλανθρωπίας και ταπεινοφροσύνης. 
Ο λόγος για τον Όσιο και θεοφόρο Νήφωνα, τον επαξίως επονομασθέντα νέο κοινοβιάρχη, ο οποίος συνέβαλε στην ανάπτυξη του μοναχισμού με την ίδρυση ησυχαστηρίων και μοναστηριών σε νησιά του Αιγαίου, αγωνιζόμενος μαζί και με τους άλλους κολλυβάδες πατέρες για τη διάσωση του ορθοδόξου φρονήματος, την πνευματική αναγέννηση του λαού και την επιστροφή στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση.
Γεννημένος το 1736 στο χωριό Πατρικά της νότιας Χίου χάνει τους γονείς του από επιδημία πανώλους και μάλιστα σε ηλικία, κατά την οποία ο κατά κόσμον Νικόλαος ήταν ακόμη νήπιο. Την ανατροφή του ανέλαβε μια θεία του και όταν έγινε πλέον έφηβος, φεύγει για την Κωνσταντινούπολη, όπου ασχολείται με το εμπόριο. Παράλληλα αναπτύσσει βαθιά φιλία μ’ έναν συμπατριώτη του έμπορο. Όμως το απροσδόκητο και συνταρακτικό γεγονός της δολοφονίας του φίλου του από κάποιον γενίτσαρο, γεμίζει την ψυχή του με θλίψη και απόγνωση. Το θλιβερό αυτό γεγονός τον αναγκάζει να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να αναχωρήσει για το Άγιο Όρος. Πρώτος σταθμός ήταν η Μονή της Μεγίστης Λαύρας, αλλά μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ανεχώρησε για τη Σκήτη του Παντοκράτορος, τη σημερινή Καψάλα, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Νήφων. Παρόλο που ποτέ δεν φοίτησε σε σχολείο, κατανοούσε την Αγία Γραφή και τα συγγράμματα των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, ενώ έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια προς το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Σύμφωνα με τον κορυφαίο διηγηματογράφο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ο Όσιος Νήφων ασκήτεψε μαζί και με άλλους ενάρετους μοναχούς στην ερημική σκήτη του Αγίου Βασιλείου ψηλά στον Άθωνα. Όμως εξαιτίας της ταραχώδους περιόδου του πνευματικού κινήματος των Κολλυβάδων ο ενάρετος Νήφων, ο οποίος είχε ήδη χειροτονηθεί ιερέας, συνταράσσεται από την όξυνση των προβλημάτων, που είχαν προκύψει και οδήγησαν σε θλιβερά επεισόδια. Βασική αιτία της διένεξης ήταν η άρνηση των κολλυβάδων πατέρων να τελέσουν μνημόσυνα την Κυριακή, η οποία ως γνωστόν είναι η ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου μας. Μάλιστα το 1772 οι κολλυβάδες συνέταξαν αναφορά προς την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, την οποία μαζί και με την ομολογία πίστεως απέστειλαν στην Κωνσταντινούπολη με τον μοναχό Νήφωνα. Ο Πατριάρχης Θεοδόσιος Β΄ εξέδωσε συνοδική απόφαση, με την οποία δικαίωνε και τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Τότε ο Νήφων επέστρεψε στο Άγιο Όρος χωρίς να παραλάβει την πατριαρχική απόφαση. Βλέποντας τη θλιβερή αυτή κατάσταση αποφασίζει να εγκαταλείψει το Άγιο Όρος, στο οποίο γνώρισε μεταξύ άλλων και τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο (1721 -1813), ο οποίος αναδείχθηκε λαμπρός εκπρόσωπος του λεγομένου κολλυβαδικού κινήματος. 
Έτσι ο Νήφων αναγκάζεται να καταφύγει σε διάφορα νησιά του Αιγαίου. Πρώτος σταθμός ήταν η μυροβόλος και αγιοτόκος Χίος, η φίλτατη πατρίδα του, αλλά μετά από μια σύντομη παραμονή μεταβαίνει μαζί με τη συνοδεία του στη Σάμο, όπου για λίγους μήνες εγκαταβιώνουν στο παλαιό μοναστηράκι της Αγίας Κυριακής κοντά στην κωμόπολη του Μαραθοκάμπου. Από τη Σάμο ο Όσιος Νήφων μαζί με τους ιερομονάχους Γρηγόριο τον Νισύριο, Αθανάσιο τον εξ Αρμενίας και Αρσένιο τον Μωραΐτη φτάνουν στη Νάξο, όπου σύμφωνα με την παράδοση διέμειναν στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Φανερωμένης. Στη Νάξο γνωρίστηκαν με τον Νικόλαο Καλιβούρτζη, τον μετέπειτα διαπρεπή φιλοκαλικό πατέρα και φωτεινό διδάσκαλο της Ρωμιοσύνης, Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (1749-1809), ο οποίος χάρη σ’ αυτούς αποφάσισε να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο στο Άγιο Όρος. Μετά τη Νάξο μεταβαίνουν στην Πάτμο, όπου εκεί γνωρίστηκαν με τον ευκλεή και θεοφόρο ιεράρχη της Κορίνθου και Γενάρχη του Φιλοκαλισμού, Άγιο Μακάριο Νοταρά (1731-1805).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ο ιδιαίτερος πνευματικός σύνδεσμος, ο οποίος αναπτύχθηκε μεταξύ του Οσίου Νήφωνος και του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά. Στη συνέχεια ο Όσιος Νήφων μαζί με τον Γρηγόριο τον Νισύριο επισκέπτεται τους Λειψούς, όπου στην ερημική τοποθεσία Ρωμάνι έκτισε το εκκλησάκι –ησυχαστήριο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου από μεγάλη ευλάβεια προς το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Στους Λειψούς ο Όσιος Νήφων έμεινε λίγους μήνες, αφού οι πειρατικές επιδρομές τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το νησί και να μεταβεί στους Φούρνους περί το 1775, όπου και εδώ ανεγείρει εκκλησάκι –ησυχαστήριο προς τιμήν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Το ίδιο έτος ξεκίνησε και η ανέγερση της ιεράς μονής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην τοποθεσία Λευκάδα και σε μικρή απόσταση από τον Άγιο Κήρυκο, την πρωτεύουσα της Ικαρίας. Μάλιστα στο υπέρθυρο της εξωτερικής πύλης του καθολικού της μονής μαρτυρείται το έτος ανεγέρσεως: «Εκτίσθη η παρούσα ιερά Μονή υπό του πανοσιωτάτου ιερομονάχου Νήφωνος, 1775». Σημαντική ήταν και η συμβολή του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά, ο οποίος επισκέφθηκε το μοναστήρι της Ικαρίας και έμεινε μαζί του για αρκετό χρονικό διάστημα. Αψευδείς μαρτυρίες της ευεργετικής παρουσίας του Αγίου Μακαρίου στο μοναστήρι είναι τα σωζόμενα ερείπια από το κελλί, στο οποίο διέμενε, καθώς και το ανεγερθέν παρεκκλήσιο επ’ ονόματι του Αγίου Μακαρίου μετά την οσιακή του κοίμηση στη Χίο, στις 17 Απριλίου 1805. Το ιστορικό μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου της Ικαρίας υπήρξε το ευλογημένο πνευματικό καταφύγιο των θεοφόρων κολλυβάδων ασκητών και κατέστη ένα υποδειγματικό κοινόβιο, αφού επί των ημερών του κτίτορος Οσίου Νήφωνος ο αριθμός των μοναχών έφθασε τους εικοσιπέντε. Είναι επίσης αξιοσημείωτο το γεγονός, ότι οι κάτοικοι της Ικαρίας αγάπησαν ιδιαίτερα το κολλυβαδικό αυτό μοναστήρι με την αβραμιαία φιλοξενία, αφού γνώριζαν ότι οι πύλες της μονής ήταν πάντα ανοιχτές για όλους τους επισκέπτες, οι οποίοι έβρισκαν πλούσιο φαγητό και χώρο για να αναπαυθούν. Επιπλέον πλήθος κόσμου κατέφθανε στο μοναστήρι για να καθοδηγηθεί πνευματικά από τον πράο, διακριτικό και διορατικό Γέροντα Νήφωνα, ο οποίος αναδείχθηκε αλείπτης των μοναζόντων και χειραγωγός των ασκητών, καθιστώντας το μοναστήρι κέντρο παιδείας και πνευματικής άσκησης για τους υποψήφιους κληρικούς. 
Το 1778 ο σκιαθίτης απόφοιτος της Πατμιάδας Γρηγόριος Χατζησταμάτης πληροφορήθηκε για τον ενάρετο Γέροντα Νήφωνα και το περίφημο μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Ικαρία και αποφασίζει να εγκαταλείψει την Πάτμο, όπου βρισκόταν, και να καταφύγει στην περιώνυμη κολλυβαδική μονή. Εκεί εκάρη μοναχός και πρότεινε στον Νήφωνα να φύγουν από την Ικαρία και να εγκατασταθούν στη Σκιάθο, όπου ο πατέρας του Γρηγορίου διέθετε μεγάλη κτηματική περιουσία. 
Έτσι το 1794 φτάνουν στη Σκιάθο για να ανεγείρουν ιερά μονή επ’ ονόματι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Η ανέγερση της μονής άρχισε το 1794 και τον Σεπτέμβριο του 1797 η μονή κατέστη πατριαρχικό σταυροπήγιο. Το 1798 ο παπά-Γρηγόρης Χατζησταμάτης έγινε ο νόμιμος κληρονόμος της οικογενειακής περιουσίας, την οποία και δώρισε στο μοναστήρι, το οποίο στη συνέχεια αναδείχθηκε ως το πνευματικό κέντρο και καταφύγιο για τους κατοίκους της Σκιάθου κατά τη σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας. Μάλιστα τον Σεπτέμβριο του 1807 έφτασαν εκεί καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους 1.400 κλεφταρματολοί από όλη την Ελλάδα. Στη μεγάλη αυτή σύναξη των καπεταναίων και αγωνιστών ο Γέροντας Νήφων ευλόγησε την πρώτη ελληνική σημαία, η οποία στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου το 1823 ορίστηκε ως ο επίσημος τύπος της σημαίας του έθνους μας.
Αλλά ο Όσιος Νήφων άρχισε σιγά – σιγά να επιζητά περισσότερη ησυχία και απομόνωση και γι’ αυτό αποφάσισε να επιστρέψει στην αγαπημένη του Ικαρία. Όμως την επιθυμία του αυτή δεν την πραγματοποίησε ποτέ, γιατί τον Δεκέμβριο του 1809 προαισθανόμενος το επίγειο τέλος του, κάλεσε έξι υποτακτικούς του και τους όρισε να πάνε στην Ικαρία για να ανακαινίσουν το ιστορικό μοναστήρι, το οποίο τόσο πολύ αγάπησε. Έτσι στις 28 Δεκεμβρίου 1809 ο θεοδίδακτος και ακτήμων Όσιος Νήφων εγκατέλειψε την επίγεια ζωή λαμβάνοντας τον στέφανο της δόξης από τον Δωρεοδότη Κύριο. Ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο της μονής του Ευαγγελισμού της Σκιάθου και όλοι έγιναν μάρτυρες του πρώτου θαύματος: ένας μοναχός, ο οποίος για πολλά χρόνια ήταν παράλυτος, θεραπεύτηκε, αφού ασπάσθηκε με ευλάβεια το τίμιο σκήνωμα του μακαριστού Γέροντος. Το 1812 πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Οσίου, τα οποία εξέπεμψαν άρρητη ευωδία, γεγονός που αποτέλεσε ένδειξη και πιστοποίηση της αγιότητος και θαυματουργικότητός του. Μάλιστα μέχρι το 1876 ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης βεβαιώνει, ότι η τιμία κάρα του Οσίου Νήφωνος φυλασσόταν στο μοναστήρι.
Είθε ο θεόπνευστος και ενάρετος Όσιος Νήφων, ο ευσεβής αυτός γόνος της αγιοτόκου Χίου και το μυρίπνοο εγκαλλώπισμα των νησιών του Αιγαίου, να μας διδάξει και να μας αφυπνίσει πνευματικά με τον ένθεο ζήλο και τη βαθειά του πίστη, με την πραότητα και την υπομονή του, με την ακτημοσύνη και την ταπεινοφροσύνη του και με το γνήσιο ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα, όπως μας το κληροδότησε η ευλογημένη χορεία των κολλυβάδων πατέρων με τη βαρυσήμαντη αποστολή τους στο ελληνορθόδοξο Γένος μας. 
Για τη διαχρονική αξία αυτού του πνευματικού κινήματος ο λόγιος μοναχός Μωϋσής ο Αγιορείτης σημειώνει: «Το κολλυβαδικό κίνημα καθίσταται λίαν επίκαιρο, όταν ξανά θέλουν πολλοί να προσφέρουν μέσα στην Εκκλησία άνεση δίχως άσκηση, χαρά δίχως αγώνα, ευφροσύνη δίχως χαρμολύπη, καινοτομίες δίχως γνώση της αυστηρής ακρίβειας της αγιοπατερικής και ευαγγελικής Παραδόσεως». 
 
9. Νικήτας, Ιωάννης και Ιωσήφ
Όσιοι Νικήτας, Ιωάννης και Ιωσήφ οι κτήτορες της Νέας Μονής Χίου
ix8ys
3 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Οι Όσιοι Νικήτας, Ιωάννης και Ιωσήφ κατάγονταν από τη Χίο και έζησαν στα τέλη του 10ου αιώνα μ.Χ. και στις αρχές του 11ου μ.Χ. Ασκήτευαν σε μια σπηλιά του όρους Προβάτειο λεγόμενο, στη Χίο.
Εκεί κοντά, βρήκαν σ’ ένα δένδρο μυρσίνης κρεμασμένη την εικόνα της Θεοτόκου και ανήγειραν προς τιμήν της ευκτήριο οίκο, όπου και διέμεναν. Αργότερα με τη συνδρομή του Κωνσταντίνου του Μονομάχου (1042 – 1054 μ.Χ.) και στη συνέχεια, της αδελφής του αυτοκράτειρας Ζωής, έκτισαν την μεγαλοπρεπή Νέα Μονή, στην οποία ο αυτοκράτορας δώρισε κτήματα και αφιερώματα, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχε δώσει στους συγκεκριμένους Όσιους.
Μετά από μικρή εξορία, την οποία υπέστησαν λόγω κακόβουλων διαβολών, επανήλθαν στη μονή, όπου και κοιμήθηκαν με ειρήνη.
10. Νικήτας ο Νισύριος
Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Άγιος Νικήτας ο Νισύριος
ix8ys
4-5 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Άγιος Νικήτας, γεννήθηκε στην κωμόπολη Μανδράκι της Νισύρου το 1716, από πλούσιους γονείς. Ο πατέρας του ήταν δημογέροντας του νησιού, έπεσε όμως στη δυσμένεια των Τούρκων και για να αποφύγει τις τιμωρίες, εξισλαμίσθηκε με όλη του την οικογένεια και μετακόμισε στη Ρόδο. Εκεί ο μικρότερος γιος, ο Μεχμέτ, πληροφορήθηκε ότι κάποτε ήταν χριστιανός και τον έλεγαν Νικήτα. Αμέσως μετά, σε ηλικία 14 ετών ο Νικήτας πήγε στη Νέα Μονή της Χίου όπου στον ηγούμενο εξομολογήθηκε την περίπτωσή του. Ο ηγούμενος τον παρέπεμψε στον εφησυχάζοντα πρώην Θηβών Μακάριο, ο οποίος τον μύρωσε και του έδωσε χρήσιμες συμβουλές. Ο Νικήτας παρέμεινε στη Μονή κατηχούμενος και εκεί τον κατέλαβε ο πόθος τού μαρτυρίου και με τις συμβουλές του περίφημου ασκητή Ανθίμου Αγιοπατερίτη και την ευχή και την ευλογία των άλλων πατέρων, αναχώρησε για τη Χίο. Όταν έφθασε του ζητήθηκε από τούς Τούρκους ο κεφαλικός φόρος τον οποίο ο Νικήτας δεν μπορούσε να καταβάλλει.
Τον παρέλαβε ο υπάλληλος Τούρκος, Κριμλής ονομαζόμενος για να τον οδηγήσει στη φυλακή στη θέση Βουνάκι. Τη στιγμή εκείνη, πέρασε από εκεί κάποιος Ιερέας, Δανιήλ ονομαζόμενος, χαιρέτησε τον Νικήτα με το όνομα Μεχμέτ. Ο Κριμλής όταν το άκουσε, έμαθε περί τίνος πρόκειται και τον οδήγησε στον Αγά. Εκεί ο Νικήτας ομολόγησε με πολύ θάρρος την πίστη του στον Χριστό. Οι Τούρκοι, με υποσχέσεις και κολακείες προσπάθησαν να συγκρατήσουν τον μάρτυρα στη θρησκεία τους. Επειδή όμως δεν μπόρεσαν να το καταφέρουν, τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, που διήρκησαν δέκα ημερόνυκτα. Κατόπιν τον έσυραν σε κάποια άκρη της πόλης, «Κάτω Γιαλό» ονομαζόμενη, όπου οι δήμιοι τον έστησαν κάτω από το Ιβηρίτικο Μετόχι και άρχισαν πάλι με κολακείες και υποσχέσεις, μήπως μπορέσουν και τον μεταπείσουν. Αλλά ο Άγιος απάντησε: «Χριστιανός είμαι, Νικήτας ονομάζομαι και Νικήτας θα πεθάνω». Τότε τον αποκεφάλισε ο ίδιος ο Κριμλής στις 21 Ιουνίου 1732, σε ηλικία 17 χρονών στη Χίο. Οι Τούρκοι, για να μη πάρουν οι χριστιανοί κάτι από το Ιερό του λείψανο, αφού το άλειψαν με ακαθαρσίες το πέταξαν στη θάλασσα. Σήμερα στη γενέτειρα του Αγίου, το Μανδράκι της Νισύρου, υψώνεται βυζαντινός ναός, πού τιμάται στη μνήμη του Αγίου Νικήτα.

11. Νικηφόρος ο Χίος
Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Όσιος Νικηφόρος ο Χίος
Βιογραφία
Ο Όσιος Νικηφόρος, γεννήθηκε στο Καρδάμυλα της Χίου περί το 1750 μ.Χ. από ευσεβείς γονείς και το αρχικό του όνομα ήταν Γεώργιος.
Σε νεαρή ηλικία αφού σώθηκε από την αρρώστια του λοιμού αφιερώθηκε από τους γονείς του στην Παναγία τη Νεαμονήτισσα, για να Την υπηρετήσει.
Εν συνεχεία εισήλθε στη Νέα Μονή και εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Νικηφόρος. Η Αδελφότητα της Νέας Μονής τον έστειλε στα Σχολεία της Χίου. Δασκάλους του είχε τους Γαβριήλ Αστρακάρη, Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη και τον λόγιο και ιεροκήρυκα Ιάκωβο Μαύρο. Στη Νέα Μονή μένει διαρκώς κοντά στον σεβάσμιο Γέροντα Άνθιμο τον Αγιοπατερίτη.
Μετά το τέλος των σπουδών του επανέρχεται στη Μονή, χειροτονείται διάκονος και στη συνέχεια πρεσβύτερος. Διορίζεται Διδάσκαλος στη Σχολή της Χίου επί σχολαρχίας Αθανασίου του Πάριου (βλέπε 24 Ιουνίου) ως το 1802 μ.Χ., οπότε ανέλαβε την Ηγουμενία της Νέας Μονής.
Λόγω της ακαταστασίας στην Ιερά Μονή και των ποικίλλων αντιδράσεων των πατέρων, αποχώρησε από αυτή και κατέφυγε στο Ρεστά, στο μονύδριο του Αγίου Γεωργίου, όπου μόναζε και ο ιεροδιδάσκαλος Ιωσήφ από τα Άγραφα.
Υπό την επίδραση του Αγίου Μακαρίου (βλέπε 17 Απριλίου), που βρισκόταν στα τελευταία έτη της ζωής του, και με τον οποίο ήταν πάντοτε σε συχνότατη επικοινωνία, και του μεγάλου διδασκάλου Αθανασίου Παρίου, που από το 1812 μ.Χ. αποσύρθηκε στα Ρεστά, και μαζί με τους μοναχούς Ιωσήφ και Νείλο τον Καλόγνωμο, ο ιερομόναχος Νικηφόρος, εγκαταβιώνει στην Μονή των Ρεστών.
Από τα Ρεστά διήλθαν και έλαβαν ενίσχυση στην πίστη τους οι νεομάρτυρες, Δημήτριος ο Πελοποννήσιος (βλέπε 14 Απριλίου), Μάρκος ο νέος (βλέπε 5 Ιουνίου) και Αγγελής ο Αργείος (βλέπε 3 Δεκεμβρίου).
Είκοσι χρόνια σκληρών ασκητικών αγώνων στη Μονή των Ρεστών, που συνδυάζεται με ακαταπόνητη εργασία, καθώς ο όσιος φυτεύει πλήθος δέντρων, που και σήμερα ακόμη χαρίζουν τη σκιά και την ομορφιά τους στους προσκυνητές. Διανέμει αφθόνως δενδρύλια ως ευλογία και παρακινεί τους χωρικούς να φυτεύουν δέντρα.
Συνέγραψε πολλά ψυχωφελή βιβλία, όπως την Ακολουθία των Αγίων Πατέρων Νικήτα, Ιωάννου και Ιωσήφ και την Ιστορία της Νέας Μονής. Το 1819 μ.Χ. εξέδωσε στην Βενετία το Νέον Λειμωνάριον με βίους Νεομαρτύρων, έργο συλλογικό αφού την αρχική ύλη συνέλεξαν ο Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου Μακάριος και ο Μέγας Διδάσκαλος Αθανάσιος ο Πάριος.
Ο ιερός Νικηφόρος συνέθεσε Χαιρετισμούς και Ύμνους και Ιδιόμελα και Ασματικές Ακολουθίες.
Κάποτε όμως αρρώστησε στη Χώρα στο σπίτι της αδελφής του και πέθανε αφού έζησε όσια ζωή, το Καλοκαίρι του 1821 μ.Χ. Το λείψανό του μεταφέρθηκε και ετάφη στα Ρεστά. Τα λείψανά του ανευρέθησαν το 1845 μ.Χ.
Ο βίος και η ακολουθία του γράφτηκαν το 1907 μ.Χ., όταν για πρώτη φορά εορτάστηκε επίσημα ο Άγιος.
12. Νικηφόρος ο λεπρός
Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Όσιος Νικηφόρος ο Λεπρός
Βιογραφία
Ο πατήρ Νικηφόρος (κατά κόσμο Νικόλαος Τζανακάκης) γεννήθηκε σ’ ένα ορεινό χωριό των Χανίων, στο Σηρικάρι, καστανοχώρι στα δυτικά του Νομού με υγιεινό κλίμα, με όμορφα δάση, πλούσια νερά, φαράγγια και σπήλαια. Το χωριό αυτό έχει μια ιδιομορφία που δεν την συναντούμε συχνά: είναι χωρισμένο σε ένδεκα γειτονιές, οι οποίες πήραν και το όνομα τους από τις οικογένειες που πρωτοκατοίκησαν εκεί. Έτσι ο Άγιος μας γεννήθηκε στην γειτονιά των Κωστογιάννηδων. Οι γονείς του ήταν απλοί και ευλαβείς χωρικοί, οι οποίοι ενώ ακόμη ήταν μικρό παιδί πέθαναν και τον άφησαν ορφανό. Έτσι, σε ηλικία 13 ετών, έφυγε από το σπίτι του. Ο παππούς του που είχε αναλάβει να τον μεγαλώσει τον πήγε στα Χανιά να εργαστεί εκεί σ’ ένα κουρείο για να μάθει την δουλειά. Τότε εμφάνισε και τα πρώτα σημεία της νόσου του Χάνσεν δηλ. την λέπρα. Εκείνη την εποχή, τους λεπρούς τους απομόνωναν στο νησί Σπιναλόγκα, διότι η λέπρα ως μεταδοτική αρρώστια αντιμετωπίζονταν με φόβο και αποτροπιασμό.
Ο Νικόλαος όταν έγινε 16 ετών και όταν τα σημάδια της νόσου άρχισαν να γίνονται πιο εμφανή, για να αποφύγει τον εγκλεισμό του στην Σπιναλόγκα έφυγε με κάποιο καράβι για την Αίγυπτο. Εκεί έμενε εργαζόμενος στην Αλεξάνδρεια, πάλι σ’ ένα κουρείο, όμως τα σημάδια της νόσου γίνονταν όλο και πιο εμφανή, ιδίως στα χέρια και στο πρόσωπο. Γι’ αυτό με την μεσολάβηση ενός κληρικού κατέφυγε στην Χίο, όπου υπήρχε τότε ένα λεπροκομείο, στο όποιο ήταν ιερεύς ο πατήρ Άνθιμος Βαγιανός, ο μετέπειτα Άγιος Άνθιμος (βλέπε 15 Φεβρουαρίου).
Ο Νικόλαος έφτασε στη Χίο το 1914 μ.Χ. σε ηλικία 24 ετών. Στο λεπροκομείο της Χίου, που ήταν ένα συγκρότημα με πολλά ομοιόμορφα σπιτάκια, υπήρχε το εκκλησάκι του Άγιου Λαζάρου, όπου φυλάσσονταν η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Υπακοής. Σ’ αυτόν τον χώρο άνοιξε το στάδιο των αρετών για τον Νικόλαο. Μέσα σε 2 χρόνια ο Άγιος Άνθιμος τον έκρινε έτοιμο για το αγγελικό σχήμα και τον έκειρε μοναχό με το όνομα Νικηφόρο. Η νόσος προχωρούσε και εξελίσσονταν και ελλείψει καταλλήλων φαρμάκων, επέφερε πολλές και μεγάλες αλλοιώσεις (το φάρμακο βρέθηκε αργότερα το 1947 μ.Χ.).
Ο π. Νικηφόρος ζούσε με αδιάκριτη, γνήσια υπακοή, με νηστεία αυστηρή, εργαζόμενος στους κήπους. Μάλιστα κατέγραψε σε ένα κατάλογο και τα θαύματα του Άγιου Ανθίμου, τα όποια είχε δει «ιδίοις όμασιν» (πολλά αφορούσαν θεραπείες δαιμονιζόμενων).
Υπήρχε μια ιδιαίτερη πνευματική σχέση του Άγιου Άνθιμου με τον μοναχό Νικηφόρο, ο οποίος «ουδέ εν βήμα εμάκρυνεν απ’ αυτού», όπως αναφέρει ο πατήρ Θεόκλητος Διονυσιάτης στο βιβλίο του «Ο Άγιος Άνθιμος της Χίου». Ο π. Νικηφόρος προσευχόταν τη νύχτα ώρες ατελείωτες, κάνοντας μετάνοιες αμέτρητες, δεν είχε λογοφέρει με κανένα ούτε χάλασε την καρδιά κάποιου κι ήταν ο κύριος ψάλτης του ναού. Εξ αιτίας της ασθενείας του όμως, σιγά-σιγά έχασε το φως του κι έτσι έψαλλε τα περισσότερα τροπάρια και απήγγειλε τους Αποστόλους από στήθους.
Το 1957 μ.Χ. έκλεισε το Λωβοκομείο της Χίου και τους εναπομείναντες ασθενείς μαζί με τον πατέρα Νικηφόρο τους έστειλαν στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αγίας Βαρβάρας Αθηνών, στο Αιγάλεω. Την εποχή εκείνη ο πατήρ Νικηφόρος ήταν περίπου 67 ετών. Τα μέλη του και τα μάτια του είχαν τελείως αλλοιωθεί και παραμορφωθεί από την νόσο.
Εκεί, στον αντιλεπρικό σταθμό ζούσε και ο πατήρ Ευμένιος, ο οποίος είχε κι αυτός προσβληθεί από την νόσο του Χάνσεν, αλλά με την επιτυχή φαρμακευτική αγωγή θεραπεύτηκε τελείως. Απεφάσισε όμως να μείνει όλο το υπόλοιπο της ζωής του μέσα στον αντιλεπρικό σταθμό κοντά στους συνασθενείς του, τους οποίους φρόντιζε με πολλή αγάπη. Έτσι έγινε και υποτακτικός στον πατέρα Νικηφόρο, στον οποίο ως ανταμοιβή της υπομονής του ο Κύριος του είχε δώσει πολλά χαρίσματα. Πλήθος κόσμου συνέρρεε στο ταπεινό κελλάκι του λεπρού μοναχού Νικηφόρου, στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, για να πάρει την ευχή του. Παραθέτομε μερικές μαρτυρίες όσων τον γνώρισαν:
«Ενώ ο ίδιος του ήταν κατάκοιτος, με πληγές και πόνους, δεν γόγγυζε αλλά έδειχνε μεγάλη καρτερία». «Είχε το χάρισμα της παρηγοριάς των θλιβομένων. Τα μάτια του ήταν μονίμως ερεθισμένα, η όραση του ελαχίστη, είχε αγκυλώσεις στα χέρια και παράλυση στα κάτω άκρα. Παρ’ όλα αυτά ήταν γλυκύτατος, μειλίχιος, χαμογελαστός, διηγείτο χαριτωμένα περιστατικά, ήταν ευχάριστος, αξιαγάπητος». «Το πρόσωπο του, που ήταν φαγωμένο από τα στίγματα της ασθένειας, και τις πληγές, έλαμπε κι έπαιρναν χαρά όσοι τον έβλεπαν αυτόν τον πάμπτωχο και φαινομενικά ασθενή άνθρωπο που έλεγε: Ας είναι δοξασμένο το άγιο Όνομα Του».
Σε ηλικία 74 ετών, στις 4 Ιανουαρίου του 1964 μ.Χ., κοιμήθηκε ο πατήρ Νικηφόρος. Μετά την εκταφή, τα άγια του λείψανα ευωδίαζαν. Ο πατήρ Ευμένιος, και άλλοι πιστοί ανέφεραν πολλές περιπτώσεις, όπου έγιναν θαύματα με την επίκληση των πρεσβειών προς τον Θεό, του πατρός Νικηφόρου. Λαμπρό παράδειγμα και πρότυπο για όλους μας ο βίος του Οσίου Νικηφόρου, ήταν ευάρεστος στο Θεό διότι υπέμεινε πολλά. Για το λόγο αυτό και έχουμε πολλές μαρτυρίες: ότι ο Άγιος μας είχε δεχθεί από το Πανάγιο Πνεύμα το χάρισμα της διορατικότητας καθώς και πλήθος άλλων χαρισμάτων. Χρειάζεται επίσης να σημειώσομε ότι πλείστα είναι τα θαύματα που είναι καταγραμμένα καθώς μέχρι και σήμερα ο άγιος δίδει απλόχερα βοήθεια σε όποιον έχει ανάγκη. Σίγουρα θα υπάρχουν και άλλα πολλά θαυμαστά που δεν θα έχουν έρθει στην επιφάνεια.
«Παιδιά μου, προσεύχεσθε; και πώς προσεύχεσθε; …με την ευχή του Ιησού να προσεύχεσθε, με το ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Έτσι να προσεύχεσθε. Έτσι είναι καλά» (πατήρ Νικηφόρος).
13. Νικόλαος ο Χίος
Βιογραφία
Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος μαρτύρησε στις 31 Οκτωβρίου 1754 μ.Χ. και ώρα έκτη, στη θέση Βουνάκι της Χίου.
Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στις Καρυές της Χίου από γονείς ευσεβείς χριστιανούς, τον Πέτρο και την Σταματού. Από μικρό παιδί ήταν χαριτωμένος όχι μόνο στο σώμα αλλά και στην ψυχή. Ζούσε χριστιανικά με πολλή ευλάβεια και εγκράτεια, παρόλο που μεγάλωνε χωρίς νουθεσίες, καθώς ήταν ορφανός από πατέρα. Πάνω απ’ όλα ήταν απλός, άκακος και όλοι θαύμαζαν την υπομονή του.
Σε ηλικία είκοσι ετών συμφώνησε μ’ ένα συμπατριώτη του χτίστη να πάνε μαζί στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, να εργαστούν. Εκεί στη Μαγνησία ο Άγιος συνέχιζε τον χριστιανικό τρόπο ζωής και πρόκοβε στην αρετή.
Κάποια μέρα όμως σαν κάτι να έπαθε ο νους του και έμεινε παραλογισμένος, χωρίς ωστόσο να κάνει τρελά πράγματα. Βλέποντάς τον οι Τούρκοι σ’ αυτή την κατάσταση τον έφεραν στους αρχηγούς τους με σκοπό να τον εξισλαμίσουν. Όταν εκείνοι τον εξέταζαν ο Άγιος δεν τους αποκρινόταν αλλά έμενε σιωπηλός, σαν να μην άκουγε τι του έλεγαν. Οπότε οι αγάδες αγανακτισμένοι, χτυπώντας τον, τον έδιωξαν ως τρελλό και ήλεγξαν εκείνους που τους τον πήγαν.
Οι συμπατριώτες του, βλέποντας την κατάστασή του, φοβήθηκαν μη διαταραχθεί ψυχικά και τον πήγαν στη Χίο, στην αδελφή του, στην οποία και είπαν τα καθέκαστα. Εκείνη, από αφροσύνη, δεν τα φύλαξε μυστικά και κυκλοφόρησε φήμη ότι ο Νικόλαος είχε εξισλαμισθεί. Τα έμαθαν οι αγάδες του νησιού και τον πήραν, τον ονόμασαν Μεϊμέτη (Μεχμέτ) και τον έντυσαν τούρκικα, χωρίς να του κάνουν όμως περιτομή. Για να ζήσει έβοσκε τα ζώα των χασάπηδων.
Εκεί, στα βουνά της Αγίας Υπομονής, τον συνάντησε κάποιος αρχιμανδρίτης που ονομαζόταν Κύριλλος. Συζήτησε μαζί του, είδε την απλότητά του και του έδωσε κάποιες συμβουλές. Αυτό ήταν και η αρχή της αλλαγής του Νικολάου.
Κάποια νύχτα κοιμήθηκε σ’ ένα μισογκρεμισμένο ναό της Αγίας Άννης και εκεί είδε στο όνειρό του μια ωραιότατη κόρη που του είπε: να πας στον ιερέα του ναού του Υιού μου να σε λούσει, να γίνεις καλά για να σε πάρω γαμπρό.
Σηκώθηκε και έτρεξε στην αδελφή του και της διηγήθηκε το όνειρο. Πήγαν μαζί στον ιερέα του χωριού αλλά εκείνος δεν τους έδωσε σημασία. Τότε προσέτρεξαν στον ναό του Σωτήρος, όπου εφημέρευε ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος, ο οποίος του έκανε αγιασμό, του διάβασε τις σχετικές ευχές και ο νέος ήρθε στα συγκαλά του. Ύστερα τον κατήχησε και τον δίδαξε. Από τότε ο Νικόλαος άρχισε να ζει με μεγάλη μετάνοια, με προσευχή, αγρυπνία και αυστηρή νηστεία. Επειδή όμως είχε ακουστεί ότι είχε τουρκέψει, οι συγχωριανοί του φοβόντουσαν την οργή των Τούρκων και δεν τον δέχονταν στην εκκλησία, παρόλα τα δάκρυα και την διαμαρτυρία του.
Πράγματι κάποια μέρα έφτασαν απεσταλμένοι από τον δικαστή και τον συνέλαβαν σαν να ήταν ληστής. Μαζί του συνέλαβαν και τον ιερέα του χωριού με δύο προεστούς. Εκείνον τον οδήγησαν στον δικαστή ενώ τους άλλους απλώς τους φυλάκισαν. Ο δικαστής τον ρώτησε γιατί, ενώ προηγουμένως ήταν μουσουλμάνος, τώρα έγινε πάλι χριστιανός. Ο άγιος απάντησε: Επειδή εγώ από Χριστιανούς γεννήθηκα και Χριστιανός ανατράφηκα και είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου ποτέ δεν Τον αρνήθηκα ούτε έγινα μουσουλμάνος ούτε πρόκειται να Τον αρνηθώ ποτέ αλλά Χριστιανός πρόκειται να πεθάνω.
Ο δικαστής και οι δικοί του προσπαθούσαν με κολακείες και διάφορες υποσχέσεις να τον πείσουν να εξισλαμιστεί. Δεν κατάφεραν τίποτε παρά να ανάψουν τον ζήλο του. Χωρίς να φοβηθεί το πλήθος των Τούρκων, ήλεγξε την αμάθειά τους και την πλάνη τους χωρίς να μπορέσει κάποιος να αντιτάξει κάποιο αντιρρητικό λόγο. Επειδή λοιπόν εκείνοι ντροπιάστηκαν από ένα απλό και αγράμματο νεαρό Ρωμιό, άλλαξαν στάση, άρχισαν τις απειλές και τον έδειραν σκληρότατα, με πεντακόσιους ραβδισμούς στα πόδια. Στη συνέχεια τον έριξαν στη φυλακή σφίγγοντας τα καταπληγιασμένα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. Σαν να μην έφταναν τα βασανιστήρια, είχε και τους συμπατριώτες του και μάλιστα τον ιερέα που τον παρακινούσαν να τουρκέψει για να απαλλαγούν από τη φυλάκιση λέγοντάς του ότι μ’ ένα Χριστιανό λιγότερο δεν κινδυνεύει η Χριστιανοσύνη.
Μετά από κάποιες ημέρες τον οδήγησαν και πάλι στο δικαστήριο. Εκεί άρχισαν πάλι τις κολακείες, τις προτάσεις για αξιώματα, πλούτη και τιμές αλλά και τις απειλές για βάσανα και θάνατο. Ο άγιος και πάλι με γενναιότητα και θάρρος τους απάντησε: Ούτε τις κολακείες σας δέχομαι ούτε τις τιμωρίες και το θάνατο φοβούμαι. Χριστιανός είμαι και από την αγάπη του Χριστού τίποτα δεν θα με χωρίσει. Όμως αν με ακούσετε εσείς πρώτα σε κάτι που θα σας ζητήσω, θα σας υπακούσω κατόπιν και εγώ.
Μη γνωρίζοντας τι θα τους ζητήσει του απάντησαν ναι, μετά χαράς. Λοιπόν τους λέει δεχθείτε εσείς πρώτα να σας βαπτίσω εγώ Χριστιανούς και κατόπιν κάντε με κι εσείς ό,τι θέλετε. Τόσο πολύ θύμωσαν ώστε επινόησαν δεινά βασανιστήρια. Έχυσαν στη φυλακή νερά, έβαλαν ύστερα κάτω μια σανίδα με καρφιά και ξάπλωσαν επάνω τον μάρτυρα και τοποθέτησαν πάνω στο στήθος και την κοιλιά του μια βαριά πλάκα. Έδεσαν τον λαιμό του με αλυσίδα και τα πόδια του πάντα στο τιμωρητικό ξύλο. Ο άγιος τα δεχόταν όλα υπομονετικά δοξάζοντας τον Θεό.
Τη νύχτα έγινε σεισμός, έπεσε η πλάκα από πάνω του και διαπιστώθηκε ότι ούτε του είχε σπάσει τα κόκαλα ούτε τα καρφιά είχαν μπηχτεί στη ράχη του. Η φυλακή δε είχε πλημμυρήσει από ευωδία. Όλοι οι φυλακισμένοι εξεπλάγησαν και φώναζαν ότι είναι άγιος ο άνθρωπος, ο δε ιερέας του ζητούσε συγγνώμη για τα βλάσφημα λόγια του.
Ύστερα απ’ όλα αυτά αποφυλάκισαν τους συγχωριανούς του αγίου, για να μη βλέπουν και διαδώσουν τα θαύματα, τον ίδιο δε τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον έριξαν στον σταύλο των αλόγων, για να μην τον βλέπουν οι άλλοι φυλακισμένοι και επηρεάζονται αλλά και για να τον σκοτώσουν τα άλογα καταπατώντας τον. Ο άγιος όμως με τη χάρη του Θεού διαφυλάχτηκε σώος και αβλαβής, όπως και ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων. Όλες τις ημέρες στον σταύλο νήστευε, σχεδόν άσιτος και προσευχόταν.
Αντιλαμβανόμενοι οι Τούρκοι ότι δεν κατάφερναν τίποτε τον καταδίκασαν σε θάνατο. Τον οδήγησαν έξω από τα τείχη της Σούδας του κάστρου όπου τον ρώτησαν ξανά αν τουρκεύει κι εκείνος ο μακάριος εξουθενωμένος τους απάντησε όχι, μόνο με κίνηση της κεφαλής. Τότε ο δήμιος τον γονάτισε και του έδωσε μια μπηχτή μαχαιριά στην πλάτη, ύστερα τον σήκωσε και τον ρώτησε αν τουρκεύει και στην αρνητική απάντησή του τον γονάτισε δεύτερη φορά και τον έκοψε λίγο στο λαιμό. Τον σήκωσε πάλι επάνω και τον ρώτησε αν τουρκεύει, λέγοντάς του: μη στεναχωριέσαι οι πληγές σου γιατρεύονται. Ο άγιος μεγαλομάρτυρας από τον μεγάλο του πόθο να μαρτυρήσει έτρεξε και γονάτισε φωνάζοντας τρεις φορές: Παναγία, βοήθει μοι. Τότε ο δήμιος τον χτύπησε με όλη του την δύναμη, ξανά και ξανά, για να τον αποκεφαλίσει αλλά η πάντιμη κεφαλή δεν κοβόταν, οπότε πιάνοντάς τον από τα μαλλιά τον έσφαξε σαν το πρόβατο.
Τότε συνέβη ένα συγκλονιστικό φαινόμενο. Ενώ ήταν μεσημέρι, πυκνότατο σκοτάδι κάλυψε όλο το νησί, σε σημείο που ο ένας δεν έβλεπε τον άλλο ούτε τον δρόμο για να πάνε στα σπίτια τους. Στο υπόλοιπο νησί όπου οι κάτοικοι δεν γνώριζαν την αιτία έλεγαν ότι σίγουρα είναι οργή Θεού. Μέχρι και σήμερα διηγούνται για το φοβερό εκείνο σκοτάδι. Και ενώ παντού επικρατούσε σκοτάδι το πρόσωπο του αγίου μάρτυρος έλαμπε σαν τον ήλιο. Ουράνιο δε φως έλουζε τρεις νύχτες το άγιο λείψανο. Μη υποφέροντας οι Τούρκοι τα θεϊκά αυτά σημεία έλεγαν ότι ο Θεός ρίχνει φωτιά να τον κάψει και πήγαν με δαδιά και μαύριζαν το πρόσωπο του αγίου για να μη φαίνεται λαμπρό. Πολλοί Χριστιανοί δωροδοκούσαν τους φύλακες να τους δώσουν κομμάτια από τα ρούχα του ή χώμα βρεγμένο από το αίμα του ή να του κόψουν κάποιο από τα δάχτυλά του. Τα μαρτυρικά του λείψανα του στη συνέχεια έκαναν παράδοξα θαύματα, όπως αναφέρει το συναξάρι του.
Τέλος για να μην πάρουν οι Χριστιανοί το λείψανό του και το τιμήσουν το έριξαν οι ασεβείς στη θάλασσα και κανείς δεν έμαθε που έφτασε.
14. Νίκων ιερο. Και 199 μαθητές του
γιος Νίκων Ίερομάρτυρας και οι 199 μαθητές του
Βιογραφία
O Άγιος Νίκων, γεννήθηκε στη Νεάπολη της Ιταλίας, την εποχή του ηγεμόνα Κυντιανού, από πατέρα ειδωλολάτρη και μητέρα Χριστιανή, η οποία τον γαλούχησε σύμφωνα με τα ευαγγελικά δόγματα. Σε νεαρή ηλικία έγινε στρατιωτικός και πολύ γρήγορα διακρίθηκε για την ανδρεία και την πειθαρχία του. Η ψυχή του όμως, ποθούσε τον βίο της άσκησης και της αφιέρωσης. Γι’ αυτό ξεκίνησε για την περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως, Έκανε όμως μία πρώτη στάση στη Χίο. Εκεί δέχτηκε το Άγιο Βάπτισμα και αφιερώθηκε στην ασκητική ζωή και στη μελέτη των Αγίων Γραφών. O τοπικός επίσκοπος, διέκρινε τα χαρίσματά του και τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και λίγο αργότερα τον τοποθέτησε ηγούμενο 190 αδελφών για να τούς νουθετεί και να τούς καθοδηγεί. Πολύ γρήγορα, η συνοδεία απέκτησε μεγάλη φήμη. Όμως όταν εκοιμήθησαν οι γονείς του, ο Άγιος και η συνοδεία του, μαζί με άλλους εννέα, σχημάτισαν μια ευσεβέστατη αδελφότητα και εγκαταστάθηκαν στη Σικελία. Σύντομα όμως δέχθησαν την επίθεση του ηγεμόνα, αρνήθηκαν, συνελήφθησαν, υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια και τέλος θανατώθηκαν.
15. Όνούφριος εκ 
16. Παρθένιος μητρ. Χίου
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
Ο άγιος Παρθένιος γεννήθηκε στη Μυτιλήνη. Οι γονείς του φρόντισαν να κάνουν το παιδί τους θερμό χριστιανό και καλό Έλληνα. Ο Παρθένιος από μικρός ξεχώριζε για τα πολλά του χαρίσματα, μα πιο πολύ για την πίστη του και τη γνώση του.
Ο Παρθένιος θέλησε να υπηρετήσει σαν κληρικός την Εκκλησία. Νωρίς χειροτονήθηκε και νωρίς έγινε Μητροπολίτης Χίου και έπειτα από χρόνια Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Σαν Πατριάρχης προσπάθησε να τακτοποιήσει όλα τα ζητήματα του Πατριαρχείου. Ήταν όμως τα χρόνια εκείνα τόσο δύσκολα. Και το πιο απλό και το πιο αθώο μπορούσε να παρεξηγηθεί από τους Τούρκους. 
Έτσι μία επιστολή που έστειλε σε φίλο του Μητροπολίτη και στην όποια έγραφε «Έρχεται η Βασιλεία των Ουρανών και αμειφθήσονται οι ελεήμονες» έπεσε στα χέρια των Τούρκων. 
Στις λέξεις «έρχεται η Βασιλεία των Ουρανών» υποψιάσθηκαν, ότι ο Πατριάρχης ετοιμάζει επανάσταση ώστε με τη βοήθεια της Ρωσίας να ζωντανέψει το βασίλειο των Χριστιανών.
Ευκαιρία ζητούσαν και τους δόθηκε. Συνέλαβαν τον Πατριάρχη και τον κατεδίκασαν σε θάνατο, απ’ τον οποίο τότε και μόνο μπορούσε να σωθεί, αν άλλαζε την πίστη του.
Παραδόθηκε ο Παρθένιος στο μαρτύριο με θάρρος και πίστη ότι ο θάνατος του για τον Χριστό και την πατρίδα θα γιγάντωνε περισσότερο τους χριστιανούς. Άφοβος στα βασανιστήρια, σταθερός στην πίστη, ανυποχώρητος στις απειλές, άκαμπτος στις υποσχέσεις των Τούρκων. Στην απολογία του είπε ότι και οι Τούρκοι γνωρίζουν την αθωότητα του και πως οι λέξεις «Βασιλεία των Ουρανών» είναι λόγια του Ευαγγελίου και δεν έχουν σχέση με κοσμικές βασιλείες. Και τέλος ότι προτιμά χίλιες φορές το θάνατο, παρά να αρνηθεί την πίστη του.
Τον κρέμασαν το Σάββατο του Λαζάρου 24 Μαρτίου του 1657. Το λείψανο του αγίου έμεινε κρεμασμένο τρεις ημέρες και τρεις νύχτες και, όπως γράφει το «Νέο Μαρτυρολόγιο», «φως ουράνιο περιήστραπτε εις του αγίου την κεφαλήν». Μετά τις τρεις μέρες τον έρριξαν στη θάλασσα, όπου τον βρήκαν οι χριστιανοί, που ερευνούσαν γι’ αυτό το σκοπό, και τον έθαψαν σ’ ένα από τα Πριγκηπόνησα.
17. Όσιος Παρθένιος ο Χίος
σιος Παρθένιος ο εν Χίω
ix8ys
2-3 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Ο Όσιος Παρθένιος καταγόταν από το χωριό Δαφνώνας. Σε νεαρή ηλικία αρραβωνιάσθηκε και ασχολήθηκε με το εμπόριο μεταξύ Χίου, Σμύρνης και Κωνσταντινούπολης. Ενώ ετοιμαζόταν για γάμο ειδοποιήθηκε ότι η μνηστή του αρρώστησε βαριά και μέχρις ότου επιστρέψει από το ταξίδι, είχε πεθάνει.
Θέλοντας να δει την μνηστή του «ίδίοις ὄμμασι» νεκρή, πήγε στο τάφο νύκτα, την ξέθαψε και την πήρε στην αγκαλιά του. Φιλοσοφίσας το, εκ των Μακαρισμών της Νεκρωσίμου Ακολουθίας, τροπάριο «ἐξέλθωμεν καί ἴδωμεν ἐν τοῖς τάφοις ὅτι γυμνά ὀστέα ὁ ἄνθρωπος σκωλήκων βρῶμα καί δυσωδία », χωρίς να πει τίποτε σέ κανένα, εγκατέλειψε τις φροντίδες του μάταιου κόσμου, έγινε μοναχός στη Νέα Μονή της Χίου και επιδόθηκε σε ασκητικούς αγώνες.
Με την ευλογία του γέροντός του ανέβαινε στην κορυφή του Πενθόδους όρους, άναβε την κανδήλα και γενικά φρόντιζε το εκεί ερειπωμένο ναΐδριο του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου. Κάποια στιγμή, «θείᾳ βουλήσει», ανακάλυψε ένα σπήλαιο στην Ν.Α. πλευρά του όρους, όπου αποφάσισε να ασκητέψει. Εκεί έζησε νηστεύων, αγρυπνῶν και προσευχόμενος νύκτα και μέρα.
Ο Κύριος, βλέποντας τους πνευματικούς του αγώνες, τον αντάμειψε με πολλά πνευματικά χαρίσματα μεταξύ των οποίων και το διορατικό. (Προείπε τον μεγάλο και φοβερό σεισμό της Χίου το 1881 μ.Χ.). Σύντομα η φήμη του εξαπλώθηκε και το ερειπωμένο ναΐδριο του Αγίου Μάρκου εξελίχθηκε σε Σκήτη, όπου ο Παρθένιος με τους υποτακτικούς εξασκούσε τα μοναχικά του καθήκοντα.
Όλος ο κόσμος συρρέει από τα διάφορα μέρη του νησιού για να ακούσει τα μελίρρυτα λόγια του και να ζητήσει την ευχή και την ευλογία του. Ο αείμνηστος Καθηγητής Λάζαρος Ζανάρας, κατέγραψε, χωρίς την θέληση του Οσίου, ότι ο Όσιος Παρθένιος επετέλεσε εν ζωή πολλά θαύματα.
Εκοιμήθη εν ειρήνη την 8η Δεκεμβρίου 1883 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Τον της Χίου προστάτην και Πενθόδου το καλυχημα, Ευαγγελιστού θείου Μάρκου της Μονής τον Δομήτορα υμνήσωμεν εν ύμνοις οι πιστοί Παρθένιον τον νέον ασκητήν, θεραπεύη γαρ νοσούντας, και τον μελλόντων προλέγη την έκβασιν. Δόξα τω σε στεφανώσαντι Χριστώ, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τον της Χίου, σεισμόν προκαταγγείλαντι.

Μάρτυρες τρεις παρθένοι εκ Χίου

Οικομενικό Πατριαρχείο Κρήτης
Ι. Μ Γορτύνης
1. Μύρων Γορτύνης
2. 
3. Πολλή εἶναι ἡ σύγχυση στά περί τοῦ βίου τοῦ ῾Αγίου Μύρωνος ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν διαφορῶν πού παρουσιάζουν μεταξύ των τά ἁγιολογικά κείμενα. «Σύγκρισις πολλαπλή ἀφορῶσα καί εἰς τόν χρόνον καθ’ ὄν ἔζησε καί εἰς τόν τόπον, ὅπου ἐπισκόπησε….». Οἱ ἐπισημάνσεις τοῦ καθηγητοῦ κ. Θεοχ. Δετοράκη στή σπουδαία διδακτορική διατριβή του «Οἱ ῞Αγιοι τῆς πρώτης Βυζαντινῆς περιόδου τῆς Κρήτης καί ἡ σχετική πρός αὐτούς φιλολογία», ὅπου προστρέχουμε, εἶναι πολύ σημαντική καί διαφωτίζουν ἀρκετά τό θέμα ἄν καί ὅπως ὁ ἴδιος γράφει «εἶναι σφόδρα δυσχερής ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἀληθείας». ῾Υπῆρξε ᾿Επίσκοπος Γορτύνης καί «Πρόεδρος Κρήτης» (᾿Αρχιεπίσκοπος) καί ὄχι ᾿Επίσκοπος Κνωσοῦ. Γεννήθηκε στή Ραῦκο (τότε πόλη, σήμερα κωμόπολη πού φέρει τό ὄνομά του) περί τό 250 μ.Χ. κατά τό διωγμό τοῦ Δεκίου. Τό κοινῶς ἀποδεκτό πρός τίς περισσότερες ἁγιολογικές πηγές εἶναι ὅτι ἔζησε περί τά ἑκατό ἔτη (250-350 μ.Χ.) καί ἐπεσκόπησε μετά τούς διωγμούς. ῾Ο καθηγητής κ. Θεοχ. Δετοράκης τοποθετεῖ τήν ἀρχιερατεία του τό β´ τέταρτο τοῦ Δ´ αἰῶνος δηλαδή ἀπό τό 325-350 μ.Χ. ῎Αν ποτέ διασταυρωθεῖ ἡ μαρτυρία ὅτι ὁ ᾿Αρτάκιος ὑπῆρξε ἱστορικό πρόσωπο καί ἔλαβε μέρος στήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο τό 325 μ.Χ. τότε ὁ Μύρων θά πρέπει νά ἔγινε ᾿Επίσκοπος Κρήτης σέ μεγάλη ἡλικία ὡς διάδοχος αὐτοῦ, μετά τά ἑβδομῆντα πέντε του χρόνια, διαφορετικά ὑπῆρξε διάδοχος τοῦ ῾Αγίου Παύλου Γορτύνης τοῦ θαυματουργοῦ. Πάντως, τό βαθύτατο γῆρας του ὡς βασική μαρτυρία θά δικαιολογοῦσε καί τήν περίπτωση ἄν ὁ ᾿Αρτάκιος ὄντως εἶχε ἐπισκοπήσει πρό αὐτοῦ. Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τό ἀσκητήριο, τό ἁγίασμα καί τόν τάφο του στήν ὁμώνυμη κωμόπολη, εἶναι σεβαστή ἡ ἰσχυρή Τοπική ᾿Εκκλησιαστική Παράδοση καί τά πολλά θαύματα. Καί πατρίδα του νά μήν ἦταν ἡ Ραῦκος ἀλλά «ἡ ῾Ηράκλεια» (῾Ηράκλειο) κατά τήν ἀρχαιότερη καί σοβαρότερη πηγή, δηλαδή τό «Αὐτοκρατορικόν Μηνολόγιον», πάντως τό ἀσκητήριο καί τό ἁγίασμα πού στηρίζει ἡ ᾿Εκκλησιαστική Παράδοση εἶναι σεβαστά καθώς καί ὁ τάφος του, ἀφοῦ οὐδέποτε ἦταν ἀπαραίτητο ἤ ὑποχρεωτικό νά θάπτεται ὁ ᾿Επίσκοπος στόν τόπο τῆς ᾿Επισκοπῆς του.
῾Η μνήμη του ἑορτάζεται στίς 8 Αὐγούστου κατά τά Μηναῖα καί Μηνολόγια. Σέ ἄλλα συναξάρια ἀπό σύγχυση τοποθετεῖται ἡ μνήμη του καί σέ ἄλλες ἡμερομηνίες τοῦ Αὐγούστου.
Στήν ῾Ιερά Μητρόπολη Γορτύνης καί ᾿Αρκαδίας ὑπάρχουν τρεῖς Ναοί του· ἕνα ἐξωκκλήσιο τῆς ᾿Ενορίας Ροτασίου, πού ἐγκαινιάσθηκε στά μέσα τῆς δεκαετίας 1990-2000 ἀπό τόν ἀοίδιμο Μητροπ. Γορτύνης καί ᾿Αρκαδίας Κύριλλο, ἕνα ἐξωκκλήσιο τῆς ᾿Ενορίας ᾿Αληθινῆς πού ἐγκαινίασε ὁ Σεβ. Μητροπ. Γορτύνης καί ᾿Αρκαδίας κ. Μακάριος καί νέος μεγάλος Ναός τῆς ᾿Ενορίας Καπαριανῶν, (ὑπό ἀποπεράτωση).
4. Ἀπό τό βιβλίο «Μελετήματα ἁγιολογικά – ἱστορικά» 2008 τοῦ Πανοσιολ. Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδάκη, Πρωτοσυγκέλου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας
5. Τα δημοσιεύματα δεν βρέθηκαν

6. Ικόνιος Γορτύνης
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΚΟΝΙΟΣ
Ελαβε μέρος στήν Γ´ Οἰκουμενική Σύνοδο πού συγκλήθηκε στήν ῎Εφεσο τό 431 μ.Χ. μέ σκοπό τήν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τοῦ Κων/πόλεως Νεστορίου.
Τά πρακτικά τῆς Συνόδου ὑπογράφει ὁ ᾿Ικόνιος μαζί μέ τούς ᾿Επισκόπους Χερρονήσου ᾿Ανδήριο, Λάμπης Παῦλο καί Κνωσσοῦ Ζηνόβιο. Στή Σύνοδο ὁ ᾿Ικόνιος μίλησε δύο φορές ὅπως ἀναφέρουν τά πρακτικά, ἀποδοκιμάζοντας τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου καί κάνοντας ὀρθόδοξη ὁμολογία Πίστεως. Τά ὅσα εἶπε ὁ ἴδιος ὅπως καί οἱ τρεῖς ἄλλοι Κρῆτες ᾿Επίσκοποι ἔχουν καταγραφεῖ στά πρακτικά. ῞Ολοι οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀναγνωρίζονται καί τιμῶνται ὡς ῞Αγιοι ἀπό τήν ᾿Εκκλησία. Οἱ Πατέρες τῆς Γ´ Οἰκουμ. Συνόδου, 200 τόν ἀριθμόν, ἑορτάζουν 9 Σεπτεμβρίου καί μεταξύ αὐτῶν ὁ ᾿Ικόνιος καί οἱ τρεῖς παραπάνω ᾿Επίσκοποι.
Ἀπό τό βιβλίο «Μελετήματα ἁγιολογικά – ἱστορικά» 2008 τοῦ Πανοσιολ. Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδάκη, Πρωτοσυγκέλου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας
῾Η μνήμη ὅλων τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν μετασχόντων στίς ῾Αγίες Οἰκουμενικές Συνόδους, ὁρίσθηκε νά τελεῖται τήν Κυριακή, μετά τήν ἑορτή τῆς Κυριακῆς κατά τήν ὁποία ἑορτάζονται οἱ Πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τόν μῆνα ᾿Οκτώβριο.
Πηγή: imga.gr
7. Βασίλειος Γορτύνης
Βασίλειος Γορτύνης – Ιερά Μητρόπολις Γορτύνης και Αρκαδίας
3 λεπτά
________________________________________
Διάδοχος του ῾Αγίου Εὐμενίου. Τό 680-1 μ.Χ. μετέσχε στήν ἐν Τρούλλῳ ΣΤ´ Οἰκουμενική Σύνοδο (Κων/πολη) μαζί μέ τούς ᾿Επισκόπους ᾿Ιωάννη Λάμπης καί Γρηγόριο Καντάνου. ῾Η Σύνοδος αὐτή κατεδίκασε τό Μονοθελητισμό καί τούς ὑποστηρικτές του. Κατά τίς ἐργασίες τῆς Συνόδου ἀποδείχθηκε ἡ θεολογική κατάρτιση καί εὐφυΐα τοῦ Βασιλείου. Στά πρακτικά ὑπάρχει λόγος τοῦ Βασιλείου ἀπευθυνόμενος πρός τόν Αὐτοκράτορα Κων/νο τόν Δ´ τόν Πωγωνᾶτο καί πῶς ἀποδεικνύει τό λάθος τῆς αἱρέσεως, ἀλλά σώζεται καί ὁ διάλογος μεταξύ τοῦ Βασιλείου καί τοῦ αἱρετικοῦ Στεφάνου Μοναχοῦ, μαθητοῦ τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχου ᾿Αντιοχείας Μακαρίου, ὁ ὁποῖος Στέφανος ἐθεωρεῖτο σπουδαῖος θεολόγος. Καί ἀπό ἄλλα σημεῖα τῶν πρακτικῶν φαίνεται ἡ δυναμική παρουσία τοῦ Βασιλείου στήν ΣΤ´ Οἰκουμ. Σύνοδο. ῾Ο Βασίλειος ὑπέγραψε ὄχι μόνο ὡς Γορτύνης καί ἑπομένως ᾿Αρχιεπίσκοπος Κρήτης, ἀλλά καί ὡς «Ληγάτος τῆς ὅλης Συνόδου τοῦ ᾿Αποστολικοῦ Θρόνου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης». ῎Ελαβε μέρος καί στήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο τό 691/2 μ.Χ., μαζί μέ τούς ᾿Επισκόπους Κυδωνίας Νικήτα, Χερρονήσου Σισσίνιο καί Κισσάμου Θεόπεμπτο. ῾Η Σύνοδος συμπλήρωσε τό ἔργο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων Ε´ καί ΣΤ´, θεσπίζοντας 102 Κανόνες. ῾Ο Βασίλειος ὑπέγραψε ὡς Γορτύνης ἀλλά καί ὡς «τόπον ἐπέχοντος πάσης τῆς Συνόδου τῆς ἁγίας ᾿Εκκλησίας Ρώμης». ῾Η μνήμη τῶν Πατέρων τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου 170 τόν ἀριθμόν, ἑορτάζεται 14 Σεπτεμβρίου, τῆς δέ Πενθέκτης, 227 τόν ἀριθμόν, 13 ᾿Ιουλίου. Μέ τούς λοιπούς Κρῆτες Πατέρες τῶν ῾Αγίων Συνόδων τιμᾶται καί ὁ Βασίλειος. To 2006 ὁ Σεβ. Μητρ. Γορτύνης καί ᾿Αρκαδίας κ. Μακάριος ἐγκαινίασε ἐξωκκλήσιο ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ῾Αγ. Βασιλείου στήν περιοχή τοῦ μετοχίου «῞Αγιος Νικόλαος» τῆς ῾Ι. Μονῆς Κουδουμᾶ.
Ἀπό τό βιβλίο «Μελετήματα ἁγιολογικά – ἱστορικά» 2008 τοῦ Πανοσιολ. Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδάκη, Πρωτοσυγκέλου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας
Ὁ Ἁγ. Βασίλειος ὁ Α΄, καθορίστηκε τοπικά νά ἑορτάζεται στίς 16 Σεπτεμβρίου.
Η μνήμη ὅλων τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν μετασχόντων στίς ῾Αγίες Οἰκουμενικές Συνόδους, ὁρίσθηκε νά τελεῖται τήν Κυριακή, μετά τήν ἑορτή τῆς Κυριακῆς κατά τήν ὁποία ἑορτάζονται οἱ Πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τόν μῆνα ᾿Οκτώβριο.
8. Ευμένιος Γορτύνης
Όσιος Ευμένιος ο θαυματουργός, επίσκοπος Γορτύνης
ix8ys
3 λεπτά
________________________________________
Βιογραφία
Από νεαρή ηλικία ο Ευμένιος υπέβαλλε τον εαυτό του σε πολλές σκληραγωγίες και ασκήσεις. Η εγκράτεια ήταν εκείνη που τον διέκρινε περισσότερο. Διότι στο μυαλό του, είχε πάντα τη συμβουλή του Αποστόλου Παύλου, «πᾶς ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται» (Α’ προς Κορινθίους, θ’ 25). Καθένας, δηλαδή, που αγωνίζεται, εγκρατεύεται σε όλα, ακόμα και στην τροφή και στο ποτό, προκειμένου να πετύχει τον πνευματικό του σκοπό. Και ο Ευμένιος, ακολουθώντας τα λόγια του θεόπνευστου Αποστόλου, πέτυχε.
Αξιώθηκε να ιερωθεί και να γίνει επίσκοπος Γορτύνης στην Κρήτη. Από τη νέα του θέση, η αρετή του έλαμψε ακόμα περισσότερο και ο Θεός του έδωσε τη χάρη και τη δύναμη να θαυματουργεί. Και όπως αναφέρει η παράδοση, μια φορά με αναμμένες λαμπάδες κατέκαυσε έναν δράκοντα, που όρμησε εναντίον του. Έπειτα ο Ευμένιος πήγε στη Ρώμη, όπου με τη θεία του διδασκαλία και με θαύματα στερέωσε τους πιστούς. Ποθώντας, όμως, περισσότερη σκληραγωγία και άσκηση, πήγε στη Θηβαΐδα της Άνω Αιγύπτου, κοντά στους μεγάλους ασκητές. Εκεί παρέδωσε και το πνεύμα του στο Θεό. Το δε λείψανο του μεταφέρθηκε και θάφτηκε με τιμές στην έδρα της επισκοπής του, στην Κρήτη.
Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταχὺν προμηθέα σέ, καὶ ἀρωγὸν εὐμενῆ, κεκτήμεθα Ὅσιε ὡς τοῦ Χριστοῦ μιμητήν, Εὐμένιε ἔνδοξε, σὺ γὰρ ἀναβλυστάνων, συμπαθείας τὰ ρεῖθρα, βρύεις τὴ Ἐκκλησία, Ἰαμάτων πελάγη. Ἀλλὰ καὶ τοὶς τιμώσι σέ, σκέπη γενήθητι.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Φωτὶ θεϊκῶ, ἑλλαμφθεῖς παμμακάριστε, φωτίζεις ἠμᾶς, τοὺς πόθω ἀνυμνοῦντάς σου, τὴν σεπτὴν καὶ ἔνδοξον, καὶ ἁγίαν Πάτερ μετάστασιν, Ἱεράρχα Εὐμένιε, πρεσβεύεις γὰρ ἀπαύστως ὑπὲρ ἠμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὀρθοδόξοις ἐμπρέπων Πάτερ διδάγμασι, τὰς ζοφώδεις αἱρέσεις πάσας ἐμείωσας, καὶ θαυμάτων αὐτουργὸς δειχθεὶς Εὐμένιε, περιβόητος παντί, προμηθείᾳ θεϊκῇ, ἐγένου· ὅθεν σε πίστει, τιμῶμεν ὡς Ἱεράρχην, καὶ τῶν Ἀγγέλων ὁμότιμον.
Ὁ Οἶκος
Οἴκτειρον Κύριε τὸν σὸν δοῦλον, καὶ συγχώρησον πάντα τὰ ὀφειλήματα νῦν, καὶ δώρησαί μοι τὸ ἔλεος τῆς εὐσπλαγχνίας σου, ἵνα ὕμνοις σε δοξάζω ἀπαύστως, καὶ τὸν πιστόν σου θεράποντα στέψω ᾠδαῖς, τὸν πρόεδρον Γορτύνης σήμερον, Εὐμένιον τὸν φωστῆρα, γῆς πάσης τὸ μέγα κειμήλιον, τῆς Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα, καὶ τῆς Κρήτης τὸ θεῖον ἀγλάϊσμα· πρεσβεύει γὰρ ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
9. Παύλος Γορτίνης
10. γ. Παῦλος, Ἐπίσκοπος Γορτύνης, ὁ ὁποῖος ἐτέλεσε τήν ἀνακομιδή τῶν ἱ. Λειψάνων τῶν Ἁγ. Δέκα, τό 312 μ.Χ.
11. Διάδοχος τοῦ ῾Αγίου Πέτρου τοῦ «Νέου ῾Ιερομάρτυρος». ῾Ως ᾿Επίσκοπος ἔδρασε στό τέλος τῶν διωγμῶν καί ἐποίμανε τήν ᾿Εκκλησία μέ τήν ἔναρξη τῆς ἐλευθερίας ἔκφρασης τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως. Μέ βάση τά ἀρχαῖα «Μαρτύρια», ὁ Παῦλος ἦταν ἐκεῖνος πού τό 312 μ.Χ., ἔτος κατά τό ὁποῖο ὁ Μ. Κωνσταντῖνος εἶχε δεῖ τόν Τίμιο Σταυρό, μετέβη στή Ρώμη γιά νά συναντήσει τό Μ. Κωνσταντῖνο καί νά ζητήσει τήν ἄδεια γιά τήν ᾿Ανακομιδή τῶν Λειψάνων τῶν ῾Αγίων Δέκα Μαρτύρων τῶν μαρτυρησάντων ἐπί Δεκίου τό 250 μ.Χ. Εἶχε τή χάρη τῆς θαυματουργίας νά ἐκδιώκει δαιμόνια. ῾Ο Μ. Κωνσταντῖνος τοῦ ἔδωσε τήν ἄδεια τῆς ᾿Ανακομιδῆς. Πολλή ὑπῆρξε ἡ σύγχυση γύρω ἀπό τόν Παῦλο ἀπό λανθασμένες ἐκτιμήσεις. ῾Η ἱστορική ἔρευνα κατέληξε στόν Παῦλο, ᾿Επίσκοπο Γορτύνης καί ὄχι Πάπα Ρώμης Παῦλο ἤ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο. Εἶναι πιθανό νά μετέσχε στήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.) ἀφοῦ ἡ σύγκλησή της ἀπέχει μόλις 13 χρόνια ἀπό τό γεγονός τῆς ᾿Ανακομιδῆς (312-325).
12. Ἀπό τό βιβλίο «Μελετήματα ἁγιολογικά – ἱστορικά» 2008 τοῦ Πανοσιολ. Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδάκη, Πρωτοσυγκέλου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας
13. Ὁ Ἁγ. Παῦλος Γορτύνης, καθορίστηκε τοπικά νά ἑορτάζεται τήν α΄ Κυριακή τοῦ Ὀκτωβρίου.
14. 
Φίλιππος Γορτύνης
ίλιππος Γορτύνης – Ιερά Μητρόπολις Γορτύνης και Αρκαδίας
Εζησε τό β´ μισό τοῦ Β´ μ.Χ. αἰῶνος στά χρόνια τοῦ Μάρκου Αὐρήλιου (161-180) καί τοῦ διαδόχου του Λούκιου Αὐρήλιου Κομμόδου (180-182). ῏Ηταν σύγχρονος τοῦ ἐπιφανοῦς ᾿Επισκόπου Κορίνθου ῾Αγίου Διονυσίου τοῦ ῾Ιερομάρτυρος καί παραλήπτης ἐπιστολῆς του στήν ὁποία ἐπαινεῖται αὐτός καί ἡ ᾿Εκκλησία Γορτύνης γιά τό θάρρος πού εἶχαν ἐπιδείξει στούς διωγμούς καί συμβουλεύει νά φυλάσσονται ἀπό «τήν διαστροφήν τῶν αἱρετικῶν». Περίληψη αὐτῆς τῆς ἐπιστολῆς διασώζει ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας. Γιά τόν Γορτύνης Φίλιππο ἐπίσης κάνει λόγο ὁ ῞Αγιος ῾Ιερώνυμος (†420). ῾Η μνήμη του ἑορτάζεται 8 ᾿Οκτωβρίου.
Στά περίφημα ψηφιδωτά τοῦ 5ου αἰ. τοῦ παλαιοχριστιανικοῦ μνημείου Ροτόντας Θεσσαλονίκης, ἱστορεῖται ὁ Φίλιππος μαζί μέ τόν Κύριλλο Γορτύνης τόν ῾Ιερομάρτυρα, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι πολύ νωρίς εἶχε ἐνταχθεῖ στό ῾Αγιολόγιο τῆς ᾿Εκκλησίας.
Ἀπό τό βιβλίο «Μελετήματα ἁγιολογικά – ἱστορικά» 2008 τοῦ Πανοσιολ. Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδάκη, Πρωτοσυγκέλου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας

Κύριλος Γορτύνης 
Μαρτύρησε τό 304 μ.Χ. ἐπί Διοκλητιανοῦ σέ ἡλικία 93 ἐτῶν. ῾Η μνήμη του στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τιμᾶται 14 ᾿Ιουνίου ἐνῶ στή Ρωμαιοκαθολική ᾿Εκκλησία στίς 9 ᾿Ιουλίου. Παραδόξως, ἡ ἡμέρα τῆς πανηγύρεως στήν ὁμώνυμη ᾿Ενορία τῆς ῾Ι. Μητροπόλεως Γορτύνης καί ᾿Αρκαδίας εἶναι ἡ 9η ᾿Ιουλίου. Τό γεγονός αὐτό στάθηκε ἀφορμή νά ἐρευνήσουμε καί νά καταλήξουμε ὅτι ἐκεῖ ὑπῆρξε ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου καί ταφῆς τοῦ ῾Αγίου Κυρίλλου καί τόπος ταφῆς τοῦ ῾Αγίου Εὐμενίου ᾿Επισκόπου ἐπίσης Γορτύνης, δηλαδή ὁ Ναός-Μαρτύριον ὅπου παρά τίς μακροχρόνιες ὑποδουλώσεις τῆς Κρήτης καί τούς διωγμούς καί παρά τήν καταστροφή τοῦ Ναοῦ-Μαρτυρίου, ἐρείπια τοῦ ὁποίου σώζονται, διατηρήθηκε ἡ σωστή ἡμερομηνία μνήμης. Σέ ψηφιδωτό τοῦ 5ου αἰ. Τῆς Ροτόντας Θεσ/νίκης ἱστορεῖται μέ τόν Φίλιππο Γορτύνης. Στήν Κρήτη ὑπάρχουν ἑπτά Ναοί πρός τιμήν του. Στή Μητρόπολη Γορτύνης καί ᾿Αρκαδίας ὑπάρχει ἕνας ᾿Ενοριακός Ναός (τῆς ὁμώνυμης ᾿Ενορίας) καί ἕνα ἐξωκκλήσιο (τῆς ᾿Ενορίας Παναγιᾶς Μονοφατσίου), πού ἐγκαινιάσθηκε τό 2006 ἀπό τό Σεβ. Μητροπολίτη Γορτύνης καί ᾿Αρκαδίας κ. Μακάριο.
15. Ἀπό τό βιβλίο «Μελετήματα ἁγιολογικά – ἱστορικά» 2008 τοῦ Πανοσιολ. Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδάκη, Πρωτοσυγκέλου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας
16. 
17. Μελέτιος Πηγάς
Βιογραφία
Ο Άγιος Μελέτιος Πηγάς υπήρξε πατριάρχης Αλεξανδρείας (1590 – 1601 μ.Χ.). Μεγάλη εκκλησιαστική προσωπικότητα του 16ου αιώνα, χρημάτισε και τοποτηρητής του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε χαλεπούς καιρούς (1597 – 1598 μ.Χ.).
Γεννήθηκε το 1549 μ.Χ. στον Χάνδακα της Κρήτης από ευκατάστατη και ευσεβή οικογένεια, έλαβε αξιόλογη εγκύκλιο μόρφωση και συνέχισε τις ανώτερες σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Παταβίου. Μετά την επιστροφή του, ασπάστηκε τον μοναχικό βίο στη μονή Αγκαράθου της Κρήτης, στην οποία ηγούμενος ήταν ο μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας Σίλβεστρος (1566 – 1590 μ.Χ.).
Ως ηγούμενος της μονής Αγκαράθου μετά την αποχώρηση του Σιλβέστρου, αγωνίστηκε με ζήλο εναντίον της λατινικής προπαγάνδας. Σύντομα αναφέρεται ως κληρικός και πρωτοσύγκελος του πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Μετά τον θάνατο του Σιλβέστρου, χειροτονήθηκε πατριάρχης Αλεξανδρείας από τον πατριάρχη Αντιοχείας Ιωακείμ (5 Αυγούστου 1590 μ.Χ.).
Αγωνίστηκε με μεγάλο ενδιαφέρον για τις ορθόδοξες σχέσεις και τα διεκκλησιαστικά προβλήματα. Περιόρισε τα χρέη του πατριαρχείου, ανοικοδόμησε με τη συνδρομή και του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Ιερεμία νέο πατριαρχικό οίκο και έλυσε πολλά από τα πιεστικά προβλήματα του πατριαρχείου, ως τον πρόωρο θάνατο του σε ηλικία 52 ετών (1601 μ.Χ.).

18.  Άγιοι Δέκα Μάρτυρες που μαρτύρησαν στην Κρήτη
19. Βιογραφία
20. Οι άγιοι Δέκα μάρτυρες μαρτύρησαν τον 3ο αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος. Από αυτούς, οι μεν Θεόδουλος, Σατορνίνος, Εύπορος, Γελάσιος και Ευνικιανός, ήταν από τη Γορτυνία της Κρήτης. Ο Ζωτικός, από την Κνωσό. Ο Αγαθόπους από το λιμένα Πανούρμου. Ο Βασιλειάδης (ή Βασιλείδης) από την Κυδωνιά. Ο Ευάρεστος και ο Μόβιος (ή Πόμπιος, ή Πόντιος) από το Ηράκλειο.
21. 
22. Και οι δέκα με πολύ ζήλο εργάζονταν για τη διάδοση του Ευαγγελίου στο νησί. Καταγγέλθηκαν στον έπαρχο Κρήτης, που ήταν συνώνυμος του αυτοκράτορα, ονομαζόταν δηλαδή κι αυτός Δέκιος. Ο έπαρχος, όταν είδε την ανθηρή νεότητά τους και το αρρενωπό τους παράστημα, προσπάθησε να τους παρασύρει με πολλές υποσχέσεις εγκόσμιων απολαύσεων και ηδονών. Αλλά όταν είδε ότι τίποτα δεν πετύχαινε, διέταξε να τους μαστιγώσουν, και κατόπιν τους λιθοβόλησαν.
23. 
24. Οι γενναίοι μάρτυρες του Χριστού υπέμειναν ηρωικά τα βασανιστήρια, ενθυμούμενοι τα λόγια του ψαλμωδού: «Ἀνδρίζεσθε καὶ κραταιούσθω ἡ καρδία ὑμῶν, πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπὶ Κύριον» (Ψαλμός Λ’ στ. 25). Δηλαδή, να έχετε γενναίο και ανδρείο φρόνημα, και η καρδιά σας ας γίνεται κραταιά και ατρόμητη, όλοι εσείς που ελπίζετε στον Κύριο. Κατόπιν, με διαταγή του έπαρχου, οι στρατιώτες έκοψαν με τα ξίφη τους τις τίμιες κεφαλές των δέκα χριστιανών Αγίων.
25. 
26. Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
27. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
28. Τὴν πολυθαύμαστον Κρήτην τιμήσωμεν, τὴν ἐξανθήσασαν ἄνθη τὰ τίμια, τοὺς μαργαρίτας τοῦ Χριστοῦ, Μαρτύρων τοὺς ἀκρέμονας. Δέκα γὰρ ὑπάρχοντες, ἀριθμῷ οἱ μακάριοι, δύναμιν μυρίοπλον τῶν δαιμόνων κατήσχυναν· διὸ καὶ τοὺς στεφάνους ἐδέξαντο, Μάρτυρες Χριστοῦ οἱ καρτερόψυχοι.
29. 
30. Ιωάννης Αρναουτογιάννης
Βιογραφία
Ο Αλβανικής καταγωγής στρατιώτης Ιωάννης, ο επονομαζόμενος «Αρναουτογιάννης» (οι Αλβανοί στα Τούρκικα, ονομάζονται Αρναούτ), βαπτίστηκε χριστιανός, με το όνομα Ιωάννης. Βρήκε κατοικία στο χωριό Άγιος Ιωάννης Φαιστού και ζούσε βίο ευσεβή και ευλαβικό, ασκώντας το επάγγελμα του δραγάτη (του αγροφύλακα), προκειμένου να εξασφαλίζει τα προς το ζην.
Κάποιοι επαναστάτες σκότωσαν δυο Τουρκόγυφτους. Οι οθωμανοί που μισούσαν τον Ιωάννη επειδή απαρνήθηκε τη θρησκεία τους, βρήκαν την ευκαιρία να τον εκδικηθούν. Τον κατήγγειλαν στην κοσμική εξουσία της περιοχής ότι αυτός ήταν ο φονιάς των δύο Τουρκόγυφτων, κατηγορώντας τον μάλιστα ότι μετά την αλλαγή του θρησκεύματός του είχε διάθεση εξόντωσης Μουσουλμάνων.
Ο Ιωάννης συνελήφθη και στάλθηκε στο Ηράκλειο σε δίκη, όπου αποδείχθηκε η αθωότητά του. Όμως ο δικαστής Ρεχίτ – Εφέντης, του ζήτησε να αλλάξει θρησκεία και πάλι για να φανεί ότι δεν σκότωσε λόγω θρησκευτικής αντιπαλότητας, διαφορετικά θα τον καταδίκαζε σε θάνατο. Ο Ιωάννης με θάρρος ομολόγησε το Χριστό. Για τρεις ημέρες βασανίστηκε με φρικτά μαρτύρια. Μεταξύ των άλλων πύρωσαν ένα σιδερένιο δοχείο και του το έβαλαν στο κεφάλι.
Όταν ο Άγιος Ιωάννης παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό, ο Πασάς έδωσε διαταγή να δοθεί το σώμα του στους Χριστιανούς και να ταφεί. Το πήραν και το έθαψαν στα «Σπιτάλια» (η περιοχή είναι γύρω από την παλιά Υγειονομική Υπηρεσία στο Ηράκλειο).
Ο μαρτυρικός θάνατος του Ιωάννη σκόρπισε θλίψη και αγανάκτηση στους χριστιανούς του Ηρακλείου. Το ημερολόγιο έδειχνε ημέρα Σάββατο 5 Μαΐου 1845 μ.Χ. Και όπως αναφέρει ο Στέφανος Νικολαΐδης στα βιογραφικά του σημειώματα «…έγινε φοβερά στάσις των Χριστιανών εναντίον της Κυβερνήσεως δια Αρναουτογιάννην θανατωθέντα δια φρικωδεστάτων βασάνων». Και για να ικανοποιηθεί ο λαός, εξορίστηκε ο πρόεδρος του δικαστηρίου Ρεχίτ – Εφέντης και αντικαταστάθηκε από τον Κουλουκτζή – Μεϊμουρή.
Μετά από καιρό, έγινε η ανακομιδή και τα λείψανά του βρέθηκαν ηγιασμένα. Τα πήρε ο Πρόξενος της Ρωσίας και τα έστειλε στο Κίεβο, όπου και φυλάσσονται, μαζί με άλλα αγιασμένα λείψανα.
Την εύρεση του Αγίου μας την οφείλουμε στην εμπεριστατωμένη χρόνια έρευνα του Πανοσιολ. Πρωτοσυγκέλλου της Μητροπόλεως Γορτύνης πατρός Χρυσοστόμου Παπαδάκη, ο οποίος μάλιστα συνέγραψε θαυμάσιο βιβλίο για το βίο του Αγίου, αλλά και για το ίδιο το χωριό τον Άγιο Ιωάννη.

31. Νεομ. Απόστολος, Ζαχαρίας και Δημήτριος
Τούς βλαστούς τῶν Μουλίων, καί τῆς Κρήτης ἀδάμαντας, σύν τῷ θαυμαστῷ Ἀπoστόλῳ, Ζαχαρίαν, Δημήτριον, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις εὐσεβῶς, ὡς νέους Ἀθλοφόρους τοῦ Χριστοῦ˙ ἀναβλύζουσι γάρ χάριτος δωρεᾶς, τοῖς εὐσεβῶς κραυγάζουσι˙ δόξα τῷ θαυμαστώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι δι᾽ ὑμῶν, ἔλεος ἄνωθεν.
Στήν ἐπιστημονική σειρά «Κρητικά Χρονικά», τ. Η΄, 1954, σελ. 23, ἡ Κ. Τσατσαρωνάκη δημοσίευσε «Ἔκθεση ὠμοτήτων τοῦ 1866» στήν ὁποία ἀναφέρεται: «Μούλια, Ἐκ τῶν 20 οἰκιῶν τάς 10 ἔκαυσαν, τήν Ἐκκλησίαν «Ἅγιοι Ἀπόστολοι» βεβηλώσαντες κατεύκασαν. Κατά τόν Αὔγουστον τοῦ 1867 συλλαβόντες τούς ὑποτεταγμένους Δημήτριον Μανουσάκην, Ἀπόστολον Χοιρομουριδάκην καί Ζαχάρην Κορνιλάκην δέσαντες τάς χεῖρας, ἐξωρύξαντες τούς ὀφθαλμούς, ἀπεκόψαντες τάς χεῖρας, τήν ῥίνα, τά ὦτα, τά χείλη άπεκεφάλισαν».
Μικρό 4/σέλιδο ἔντυπο μέ πληροφορίες τῆς περιοχῆς γιά τήν θυσία τῶν Ἁγίων κυκλοφόρησε ὁ π. Ἐμμ. Λεκάκης, Ἐφημέριος Ἄ. Μουλίων. Βιβλίο μέ ἀναλυτικές παρουσιάσεις συνέγραψε ὁ Πανοσιολ. Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Παπαδάκης, Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱ. Μητροπόλεώς μας, μέ τίτλο: «Τῶν Ἁγίων Τριῶν Κρητῶν Νεομαρτύρων τῶν ἐκ Μουλίων Ἀποστόλου, Δημητρίου καί Ζαχαρίου, βίος, ἀκολουθία, παρακλητικοί κανόνες, ἔκδοσις Ἐνορίας Ἄ. Μουλίων, 2004».
Οἱ ὠμότητες εἶχαν ἔντονο χαρακτῆρα. Οἱ χριστιανικές οἰκογένειες τῶν Ἄ. Μουλίων ἀναγκάστηκαν νά φύγουν μόλις ἐντάθηκε ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1866. Οἱ οἰκογένειες τῶν Νεομαρτύρων, κατέφυγαν στό φαράγγι πάνω ἀπό τό Ζαρό στόν Ἅγ. Νικόλαο.
Ὅταν ἔφθαναν στό Μουλιανό Πόρο, ἔπεσαν σέ περίπολο τήν ὁποία ἀποτελοῦσαν Ἀξεντιανοί ὀθωμανοί, οἱ ὁποῖοι φημίζονταν γιά τά βάρβαρά τους ἔνστικτα. Οἱ ἔφιπποι τῆς περιπόλου τούς ἔφθασαν στήν περιοχή Ἅγ. Βασίλειος. Οἱ τρεῖς δέν κρατοῦσαν ὅπλα, οὔτε δημιούργησαν συμπλοκή. Συνελήφθησαν ὁ Δημήτριος καί ὁ Ἀπόστολος. Ἀρνήθηκαν νά ἀλλαξοπιστήσουν καί τούς ὑπέβαλλαν σέ φρικτά βασανιστήρια. Τούς χτύπησαν ἀλύπητα, τούς ἔκοψαν τά χέρια, τή μύτη καί τά αὐτιά, τούς ἔβγαλαν τά μάτια καί τέλος τούς θανάτωσαν διά σφαγῆς. Τόν Ζαχαρία τόν ἄφησαν τελευταῖο γιά νά δεῖ τά βασανιστήρια τῶν ἄλλων καί νά λυγίσει. Συνέβη ὅμως τό ἀντίθετο, γι᾽ αὐτό ἀφοῦ τοῦ πέρασαν γύρω ἀπό τήν μέση ἕνα σχοινί, τό ἔδεσαν στή σέλα ἑνός ἀλόγου καί τόν ἔσερναν μέ ταχύτητα πάνω στά βράχια καί τά κλαδιά. Κρατήθηκε ἀπό τόν κορμό μιᾶς ἀγριαχλαδιᾶς καί τότε τοῦ ἔκοψαν μέ σπαθί καί τά δυό χέρια. Ἐκεῖ τόν ἀποτέλειωσαν χτυπώντας τον στό κεφάλι ἑπτά φορές. Αὐτές οἱ ἑπτά σπαθιές φαίνονται στό κρανίο του. Κάποιοι χριστιανοί ἔσπευσαν στούς τόπους τοῦ μαρτυρίου. Δίπλα ἀπό τόν τόπο πού μαρτύρησαν οἱ δυό πρῶτοι, βρισκόταν ἕνα ρυάκι. Στήν κοίτη του πού ἦταν τό χῶμα μαλακό ἔσκαψαν πρόχειρα καί ἔθαψαν καί τούς τρεῖς.
Κάθε βράδυ παρουσιάζονταν τρία φῶτα πάνω ἀπό τόν τόπο τῆς ταφῆς. Ἄλλαξε ὁ ροῦς τοῦ ρυακιοῦ καί τοῦτο γιά νά μήν παρασύρουν τά νερά τό ἁπαλό χῶμα τῶν τάφων καί παρασύρουν τά ἱ. σκηνώματα. Μέ ἐνύπνιο σέ συγχωριανό τους, ζήτησαν οἱ Ἅγιοι νά γίνει ἡ ἐκταφή τους καί νά μεταφερθοῦν τά ἱ. λείψανα στό Ν. τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων. Ἔγινε ἡ ἐκταφή καί τοποθετήθηκαν τά λείψανα σέ ἕνα σεντούκι. Μεταφέρθηκαν στό Ναό τοῦ χωριοῦ καί τοποθετήθηκαν στήν ἀριστερή κόγχη πρό τοῦ ἱ. Βήματος. Μέ τόν καιρό, ἄρχισε νά παρουσιάζεται πάνω ἀπό τό σεντούκι ἕνα παράδοξο θέαμα, ἐμφανίστηκε ἱστός ἀράχνης πού μέρα μέ τή μέρα πύκνωνε καί πάνω σ᾽ αὐτόν σχηματίστηκαν τά πρόσωπα τῶν Ἁγίων.
Μετά τό μαρτύριο, οἱ ὀθωμανοί δέν εἶχαν ἡσυχάσει, γι᾽ αὐτό καί προξένησαν δεινά στίς οἰκογένειες τῶν Ἁγίων, ὅπως ἡ ἀπαγωγή μιᾶς ἀπό τίς τρεῖς θυγατέρες τοῦ μάρτυρα Ζαχαρία, πού τήν ἔλεγαν Παπαδιά, τήν ὁποία πούλησαν σκλάβα στήν Κων/πολη. Ἐκεῖ παντρεύτηκε κάποιο χριστιανό καί ἔκανε οἰκογένεια. Αὐτή εἶδε σέ ἐνύπνιο τόν πατέρα της, ὁ ὁποῖος τῆς εἶπε νά σκάψει ὁ Ἰωσήφ Χασουράκης, τότε παιδί, (διππάπους τοῦ σημερινοῦ Ἐφημερίου Ἄ. Μουλίων, π. Ἰωάν. Χασουράκη) μέσα στήν Ἐκκλησία καί στόν τόπο ὅπου εἶχαν τοποθετηθεῖ ἀρχικά τά ἅγ. λείψανα, διότι θά εὕρισκαν ἁγίασμα μέ τό ὁποῖο θά γίνονταν πολλές θεραπεῖες. Ἡ Παπαδιά ἦλθε ἀπό τήν Κων/πολη καί διηγήθηκε τό ἐνύπνιό της. Πράγματι, σέ βάθος δυό μέτρων, βρέθηκε τό ἁγίασμα καί πολλοί ἀσθενεῖς ἔρχονταν ἀπό πολλά μέρη τῆς Κρήτης καί γιατρεύονταν. Ὁ χῶρος αὐτός τοῦ ἁγιάσματος σήμερα εἶναι προστατευμένος.
Τό 1946, ὁ π. Μιχ. Τσαφαντάκης ἐφημέριος τῆς Ἐνορίας, ἔβαλε τόν ἀνιψιό του Κων. Π. Ἀποστολάκη νά  ἀντικαταστήσει φθαρμένο σοβά στά χαμηλά μέρη τοῦ Ἱ. Βήματος. Χτυπώντας κατάλαβε ἀπό ὑπόκωφο θόρυβο πού ἄκουσε, ὅτι μέσα στόν τοῖχο ὑπῆρχε κενό. Φώναξε τό θεῖο του Ἱερέα καί ἀφοῦ ἀφαίρεσαν τό λεπτό κτῖσμα, βρῆκαν τό ἐντοιχισμένο ντουλαπάκι καί μέσα σ᾽ αὐτό τό σεντούκι μέ τά ἅγ. λείψανα. Καθώς τό ἄνοιξαν, ὁ Ναός πλημμύρισε ἀπό ἔντονη θεία εὐωδία ἡ δέ ὀροφή τοῦ Ναοῦ, γέμισε μυροβόλες σταγόνες ἁγιάσματος. Τό σεντούκι εἶχε ὑποστεῖ φθορά καί θεώρησαν καλύτερο νά τοποθετήσουν τά λείψανα, μέσα σέ μεταλλικό δίσκο καί στή συνέχεια νά τά βάλλουν στό ἴδιο κούφωμα.
Στίς 23 Αὐγούστου 1981, λειτούργησε στά Μούλια ὁ μακαριστός Μητροπ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας  Κύριλλος, ἔγινε τό ἄνοιγμα τῆς μικρῆς αὐτῆς κρύπτης καί ἡ μετακομιδή τῶν λειψάνων στόν κυρίως Ναό.
Στίς 23 Αὐγούστου 2011, ὁ Σεβ. Μητροπ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Μακάριος, τέλεσε μέ τεμάχια τῶν ἱ. λειψάνων τῶν Ἁγ. Τριῶν Νεομαρτύρων τά ἱ. ἐγκαίνια τοῦ πρός τιμήν τους ἀνεγερθέντος Ἱ. Ναοῦ στά Ἄ. Μούλια, μέ δαπάνες τῶν ἐκ τῶν συγγενῶν τῶν Ἁγίων, Κων/νου Ἀποστολάκη καί Ἐμμ. Ἀναγνωστάκη.

32. Ισίδωρος νεος νεομ. 
33. Γεώργιος και Ειρήνη Βαλή Μεσσαράς
34. πιμέλεια κειμένου π. Χαράλαμπος Βαρβαγιάννης 
35. Ο άγιος Ισίδωρος ήταν έγγαμος ιερέας ο οποίος μαρτύρησε με τα δυο του παιδιά, Γεώργιο και Ειρήνη, κατά τις πρώτες επιδρομές των Τούρκων, πριν καταλάβουν οριστικά τη Μεγαλόνησο το 1669.
36. Ήταν Ιερέας στο χωριό Βαλής Μεσσαράς (νότιο μέρος Ν. Ηρακλείου). Αποκαλύφθηκε με τρόπο θαυμαστό, το 1956.
37. Την Άνοιξη του 1956, ο Βαφο-Δημήτρης (Φραγκιαδάκης Δημήτριος του Γεωργίου) μπακάλης και ιεροψάλτης του χωριού είδε στον ύπνο του ένα παπά να του λέει να πάει και να σκάψει στον περίβολο του παλιού δημοτικού σχολείου σε ένα συγκεκριμένο μέρος και να τον «βγάλει» από εκεί.
38. Του είπε δε ότι ήταν παπάς και τον έσφαξαν οι Σαρακηνοί μαζί με τα δυο παιδιά του, την Ειρήνη και το Γεώργιο. Ο Βαφο-Δημήτρης τον ρώτησε πως τον λένε και πήρε την απάντησηπαπα-Τσιτέρη.
39. Το όνομα ο Βαφο-Δημήτρης το έγραψε σε μια κούτα παπούτσια (ελβιέλες) και κοιμήθηκε ξανά. Σε λίγο ήρθε πάλι ο παπάς και του είπεξύπνα να κάνεις αυτό που σου είπα.
40. Πήγε πράγματι στο σημείο που του υποδείχτηκε και έσκαψε, και βρήκε ένα τάφο με τρεις σκελετούς, ενός ενήλικα και δύο παιδικούς. Η θαυμαστή αποκάλυψη τους θυμίζει τη φανέρωση των αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης της Λέσβου.
41. Προς τιμή του μάρτυρος «Τσιτέριου»ανεγέρθηκε από τους Βαλιανούς ναός τον Σεπτέμβρη του 2003 στο όνομα «Αγ. Ισίδωρος ο νεομάρτυρας», κατά προτροπή του οικείου μητροπολίτη.
42. Η μνήμη του Αγ. Ισιδώρου και των τέκνων αυτού καθιερώθηκε να εορτάζεται στις 18 Οκτωβρίου.

Ευτυχιανός Οσιομ. -κασιανη
43. 
44. ΑΓΙΟΙ  ΕΥΤΥΧΙΑΝΟΙ) 17 Αυγούστου
45. Οι Άγιοι αυτάδελφοι Ευτύχιος –Ευτυχιανός και Κασιανή, έζησαν στην περιοχή της Μονής Οδηγήτριας ΒΔ στο μέρος που λέγεται ‘ΑΓΙΟΥΣ’, από τη φράση στους Αγίους, δηλ. στον τόπο των Αγίων του Όρους Ράξος ή του Όρους των Λιθίνων, όπως το αναφέρει ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος στη Διαθήκη του. Έζησαν κατά τη πρώτη χιλιετία, μάλλον την περίοδο της Αραβοκρατίας  (827-961).
46. Ο μεν Άγιος Ευτύχιος διετέλεσε επίσκοπος Γόρτυνας και Αρχιεπίσκοπος Κρήτης, αλλά επειδή αγαπούσε περισσότερο τον ησυχαστικό βίο αποσύρθηκε (ή ίσως εκδιώχθηκε) από Σαρακηνούς κατακτητές  και ασκήτευε μέχρι το τέλος της ζωής του, μαζί με τον αδελφό του Ετυχιανό στους Αγιούς. 
47. Ο Άγιος Ευτυχιανός ήταν απλός Μοναχός και μαρτύρησε στη θέση Μαναριά (όπως λέγεται και σήμερα) ανάμεσα στο χωριό Λίσταρο και στη Μονή Όδηγήτριας, όπου υπάρχει  ο βράχος πάνω στον οποίο μαρτύρησε και έχει αποτυπωμένο το χέρι του Αγίου καθώς ακούμπησε κατά το μαρτύριο και τη τσεκουριά  από το φονικό όργανο  που τον σκότωσε.
48. Οι τάφοι των Αγίων Ευτυχιανών, όπως αποκαλούνται, βρέθηκαν τέλη του 10ου  ή αρχές του 11ου αιώνα από τον Άγιο Ιωάννη τον Ξένο, μέσα σε σπηλιά που σήμερα είναι διαμορφωμένη και λειτουργεί ως Ναός των Αγίων, που τιμούνται στις 17 Αυγούστου.
49. Σώζονται οι κάρες των δύο Αγίων Ευτύχιου και Ευτυχιανού στη Μονή Οδηγήτριας.
50.  αδελφή των Αγίων, η Κασιανή (ή Ευτυχιανή) ασκήτεψε σε σπηλιά στο όρος Κεφάλι, στη λεγόμενη ΄΄Σπηλιά της Κασιανής΄΄, στο ακρωτήριο Λίθινο, κοντά στο Μάρτσαλο, σε απόκρημνο μέρος.
51. Για την Αγία Κασιανή κα τη σπηλιά της υπάρχουν στη γύρω περιοχή πολλοί θρύλοι και παραδόσεις, αλλά και θαυμαστά φυσικά φαινόμενα που εμπόδισαν την προσπάθεια κάποιων να ανέβουν στη σπηλιά της Αγίας Κασσιανής.
52. Σύμφωνα με μια παράδοση από την περιοχή των Αστερουσίων πέρασε και ασκήτεψε και η Αγία Κασιανή, η γνωστή υμνογράφος και πιθανόν να έζησε μαζί με τη δική μας Αγία Κασιανή. 
53. Τους τάφους των Αγίων θα ανακαλύψει μια μεγάλη εκκλησιαστική προσωπικότητα, ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος, ο οποίος γεννήθηκε στο χωριό Σίβας Πυργιωτίσσης. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς και πλούσιοι και έφεραν το επίθετο Τζοβαέρη. Ο Ιωάννης από πολύ νεαρή ηλικία πόθησε το μοναχικό βίο και εγκατέλειψε το σπίτι, την οικογένεια και τις ανέσεις της κοσμικής ζωής. 
54. Ξεκίνησε την ασκητική ζωή στα ερημητήρια των Αστερουσίων και συγκεκριμένα στο όρος Ράξος όπου, μετά από θεία αποκάλυψη, βρήκε σε σπήλαιο τους τάφους των Αγίων Ευτυχίου και Ευτυχιανού και έκτισε ναό αφιερωμένο στην μνήμη τους. Πριν εγκαταλείψει την περιοχή για να επιτελέσει το ιεραποστολικό του έργο στην Κρήτη άφησε εκεί έναν μοναχό. 
55. Άλλη παράδοση δέχεται ότι και ο Άγιος εκάρη μοναχός από κάποιον ευλαβή γέροντα της περιοχής. Στη διαθήκη του Αγίου Ιωάννου περιγράφονται οι κακουχίες που πέρασε περιπλανώμενος σε αδιάβατα δάση όπου βρήκε μια σπηλιά με δύο μνημεία και άκουσε φωνή που του έλεγε: «Ιωάννη, Ιωάννη, Ιωάννη, ά είδας ενταύθα δύο μνημεία εισίν Ευτυχίου και Ευτυχιανού, και μέλλεις εν αυτώ τώ τόπω ανεγείραι και άγιον ναόν είς όνομα τούτων». 
56. Πράγματι ο Άγιος Ιωάννης έκτισε ωραίο Βυζαντινό Ναό δίπλα στους τάφους των Αγίων, του οποίου σήμερα σώζονται τα ερείπια. Ήταν ο πρώτος από τους πολλούς Ναούς που έκτισε ο Άγιος στη Κρήτη στα πλαίσια του πλούσιου ιεραποστολικού  του  έργου.
57. Στήν περιοχή τῶν Ἁγίων Εὐτυχιανῶν κοντά στόν γκρεμισμένο ναό τῶν Ἁγίων κτίστηκε πρόσφατα νέος περικαλής ναός πρός τιμή τῶν αὐταδέλφων Εὐτυχίου, Εὐτυχιανοῦ καί Κασσιανῆς. 
58. Ἡ οικοδόμηση τοῦ ναοῦ ξεκίνησε στίς ἀρχές τοῦ ἔτους 2008, μέ τήν ἄδεια τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας καί τήν ἔγκριση τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, καί ὁλοκληρώθηκε τό καλοκαίρι τοῦ ἔτους 2009.
59. Ἡ πανήγυρις τῶν Ἁγίων γίνεται κάθε χρόνο μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα στόν νέο ναό στίς 17 Αὐγούστου μέ τή συμμετοχή πολλῶν πιστῶν καί κληρικῶν ἀπό τήν εὐρύτερη περιοχή.
60. Αρσένιος Αγιοφαραγγίτης
61. Στις 14 Ιουλίου εορτάζουμε τη μνήμη του Οσίου Αρσενίου Αγιοφαραγγίτου στο Αγιοφάραγγο. Η μόνη γραπτή πηγή από την οποία μαθαίνουμε για την υψηλή πνευματική ζωή και την νηπτική θεολογία που καλλιέργησαν οι ερημίτες του Αγιοφάραγγου και γενικά των Αστερουσίων και ιδιαίτερα για τον Όσιο Αρσένιο είναι η βιογραφία του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου.
62. Τη βιογραφία του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου παρουσιάζει στο ‘ Νέο Εκλόγιο’ , ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, όπως την κατέγραψε ο μαθητής του Όσιος Κάλλιστος. Από αυτή πληροφορούμεθα ότι ο Όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης (1255-1347μ.χ) μόνασε στην Ιερά Μονή Σινά, όπου ξεχώριζε για την αρετή και τους πνευματικούς αγώνες. Λόγω κάποιων πειρασμών που αντιμετώπισε από φθόνο του διαβόλου, έφυγε  μαζί με το μαθητή του τον Όσιο Γεράσιμο από το Σινά, πήγαν στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησαν τον ζωοδόχο τάφο  του Κυρίου και άλλα προσκυνήματα και μετά έρχονται στην Κρήτη στους Καλούς Λιμένες.
63. Εκεί κοντά στο Αγιοφάραγγο βρήκαν κάποια σπήλαια ήσυχα και κατοίκησαν  και συνέχισαν  με ζήλο τους πνευματικούς τους αγώνες.
64. Προς τούτοις ο Όσιος Γρηγόριος είχε τη φροντίδα και ζητούσε από τον Κύριο να εύρη κανένα πνευματικό άνδρα, να τον οδηγήσει σε ανώτερο πνευματικό στάδιο.
65. Πράγματι κάποια μέρα κάποιος αναχωρητής, όπου ησύχαζε σε εκείνα τα μέρη πολύ ενάρετος και στολισμένος με πράξη και θεωρία, Αρσένιος το όνομα, πήγε στο κελί του Οσίου και του μίλησε περί της φυλακής του νοός, περί της νήψεως, και περί νοεράς προσευχής και πως καθαρίζεται ο νούς δια μέσου  της εργασίας των εντολών και γίνεται όλος φωτοειδής.
66. Στη συνέχεια του δίδαξε με κάθε λεπτομέρεια για τη νοερά προσευχή και τη φύλαξη του νοός. Πώς να συνάγει εις τον εαυτό του όλας του τας αισθήσεις και να ενώνει τον νουν του με το πνεύμα (την καρδιά) λέγοντας συνεχώς την ευχή ΄΄Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με΄΄ . 
67. Επίσης του δίδαξε την ψυχοτεχνική μέθοδο με την αναπνοή, σαν βοηθητικό μέσο για τη συγκέντρωση του νου μέσα στην καρδιά.
68. Αφού εγκολπώθηκε με πολύ πόθο  ο Όσιος Γρηγόριος αυτή τη θεόπνευστη διδασκαλία, ως καλός μαθητής στη συνέχεια έγινε σπουδαίος διδάσκαλος και Ιεραπόστολος της Νοεράς προσευχής και της Νηπτικής θεολογίας. Στη συνέχεια  αναχώρησε από την Κρήτη και μαζί με το μαθητή του τον Όσιο Γεράσιμο πήγε στο Άγιον Όρος, όπου δίδαξε τη νέα ησυχαστική και νηπτική εργασία.     
(14/7/2017        93)                    
69. Μεθόδιος Νυβρίτου
Ο Άγιος Μεθόδιος γεννήθηκε στο Ρέθυμνο επί Αραβοκρατίας. Ο ακριβής τόπος καταγωγής του δεν είναι γνωστός. Άγνωστο είναι και το μοναστήρι της κουράς του. Ίσως να είναι το Μοναστήρι του Πρέβελη. Γνωστός ωστόσο ακούεται ο γέροντάς του, Ευθύμιος, που ασκήτευσε στα βουνά της Νιβρύτου (ή Νύβριτος ή – παλαιότερη γραφή – Νίβριτος). Εκεί λοιπόν στη Νίβριτο, ασκήτευσε και ο όσιος Μεθόδιος, και συνδυάζοντας την πραότητα, την υπομονή, την εγκράτεια και πολλές άλλες αρετές, έζησε την καθαρά μοναστική βιοτή ή ακριβέστερα την αναχωρητική.
Εκεί λοιπόν στα ψηλά βουνά της Νιβρύτου, που απλώνονται διαδοχικά προς τις νοτιοανατολικές πλαγιές του Ψηλορείτη, στο κατάλληλο αυτό φυσικό τοπίο, βίωσε και ασκήτεψε ο γνήσιος του Θεού ασκητής. Τολμηρό είναι να αναφέρουμε ότι ο Άγιος Μεθόδιος είχε συναντηθεί με τον Όσιο Νικόλαο του Κουρταλιώτη (βλέπε 1 Σεπτεμβρίου) ο οποίος ασκήτευε κι αυτός σε γειτονική περιοχή. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως υποστηρίζεται από κάποιους ότι ο Όσιος Νικόλαος ασκήτευσε σε μια σπηλιά γειτνιάζουσα στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου κοντά στο χωριό Ζαρός. Εκεί σώζεται ακόμα και σήμερα Ναός επ’ ονόματι του Οσίου Μεθοδίου της Νιβρύτου. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι κάποιοι συγχέουν τους δυο Αγίου και τους εμφανίζουν ένα και το αυτό πρόσωπο. Για όλα αυτά βεβαίως χρειάζεται πολλή έρευνα από τους ειδικούς επιστήμονες. Πλήρης ημερών εξεδήμησες προς Κύριον όπως ποθούσε από παιδί. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Ιουνίου, στο χωριό Νίβρυτο. Το λείψανό του φυλάσσεται στη Μονή Επανωσήφη (ή Απανωσήφη).
Άγνωστος είναι ο υμνογράφος της ασματικής του Ακολουθίας. Από την προβληματική φιλολογική μέριμνά της εικάζομε ότι πρόκειται για ευσεβή ασκητή ολιγογράμματο. Η Αγιότητα του φεγγίζει στα βουνά της Νιβρύτου και ο οσιακός βίος του διαγράφεται ανάγλυφος μέσα από τα δάση και τα δένδρα, τα νερά και τα ποτάμια, τη σπηλιά και την ησυχία, την ερημιά και τη γοητεία της φυσικής καλλονής του τόπου αυτού. Ο Όσιος Μεθόδιος δόξασε το Θεό και μεγάλυνε το όνομά Του.
70. Παρθένιος και Ευμένιος Κουδουμά
Θεωρούνται από τους πιο σημαντικούς αγίους της νεότερης χριστιανικής ιστορίας της Κρήτης, που η επίσημη αναγνώρισή τους από την Εκκλησία μας έγινε μόλις το 2007. Η ζωή και η δράση των Αγίων Παρθένιου και Ευμένιου είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την Μεγαλόνησο, και συγκεκριμένα με τη Μονή Κουδουμά, η οποία ιδρύθηκε από τους ίδιους στα νότια παράλια του νομού Ηρακλείου.
Τα δύο αδέρφια, Παρθένιος και Ευμένιος, κατάγονταν από το χωριό Πιτσίδια Πυργιώτισσης (κοντά στα Μάταλα). Οι γονείς τους, Χαρίτωνας και Μαρία Χαριτάκη, αντιλήφθηκαν από πολύ νωρίς την κλίση των παιδιών τους προς τον μοναχισμό, μέσω διάφορων θαυματουργών γεγονότων. O Παρθένιος γεννήθηκε το 1829 και του έδωσαν το κοσμικό όνομα Νικόλαος. Δέκα εφτά χρόνια αργότερα, το 1846 γεννήθηκε και ο αδερφός του, Ευμένιος, που βαπτίστηκε Εμμανουήλ. Ο Νικόλαος από παιδί ακόμα αγαπούσε ιδιαίτερα την ησυχία, απέφευγε τα παιχνίδια, επισκεπτόταν συχνά την εκκλησία και τηρούσε πάντα τις νηστείες. Δεν συμπαθούσε τα γράμματα, σε αντίθεση με τον αδερφό του, Εμμανουήλ, ο οποίος τα διδάχθηκε από τον δάσκαλο του χωριού.
Το 1856 πέθανε ο πατέρας τους και τα δύο αδέρφια αποφάσισαν να φύγουν από το χωριό τους και να ακολουθήσουν τον μοναχικό βίο. Η μητέρα τους δεν προέβαλε καμία αντίσταση στην απόφαση των παιδιών της, καθώς είχε πειστεί και η ίδια για την κλίση τους. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, πολλά ήταν τα θαύματα που συνέβησαν πριν ακόμα οι δύο άγιοι χειροτονηθούν. Το πρώτο θαύμα συνέβη όταν ο Νικόλας ήταν ακόμα μικρό παιδί. Μια μέρα, λοιπόν, έπεσε σε ένα πολύ βαθύ πηγάδι. Οι συγχωριανοί του έτρεξαν για να βγάλουν το παιδί, πιστεύοντας πως θα ήταν σίγουρα νεκρό. Εκείνο, όμως, δεν είχε πάθει απολύτως τίποτα, κάνοντας όλους να απορήσουν με το γεγονός.
Κάποια στιγμή, ο νονός του Νικόλα, που ήταν ναυτικός, θέλησε να τον πάρει μαζί του, ώστε να δουλέψει και αυτός στα καράβια. Το παιδί, όμως, σύμφωνα με την παράδοση, άκουσε μια φωνή (κάποιοι υποστηρίζουν ότι επρόκειτο για τη φωνή του Θεού) να του λέει πως το καράβι με το οποίο θα ταξίδευε επρόκειτο να βυθιστεί. Έτσι, λοιπόν, την ημέρα του ταξιδιού βρήκε μια δικαιολογία και εξαφανίστηκε. Πράγματι, το καράβι βυθίστηκε.
Το τρίτο θαύμα ήταν ιδιαίτερα καθοριστικό, καθώς μέσω αυτού πείσθηκε η μητέρα τους και έδωσε τη συγκατάθεσή της ώστε να γίνουν μοναχοί. Μια μέρα, λοιπόν, η μητέρα τους ήθελε να φουρνίσει και έδωσε εντολή στα παιδιά να ανάψουν τον φούρνο. Ο Νικόλας αρνήθηκε να ανάψει το φούρνο και είπε: «Για να δεις, μάνα, πως εμάς, τα δύο παιδιά σου, ο Θεός θέλει να γίνουμε μοναχοί, να βάλεις τα ψωμιά στον φούρνο χωρίς να τον ανάψουμε, χωρίς φωτιά». Πράγματι τα ψωμιά ψήθηκαν από μόνα τους, χωρίς φωτιά. Η μητέρα τότε, συγκινημένη, δόξασε τον Θεό και τον ευχαρίστησε που διάλεξε τα παιδιά της.
Ο δρόμος προς τον μοναχισμό
Το 1858 τα δύο αδέρφια ξεκίνησαν για το μοναστήρι της Οδηγήτριας, όπου ύστερα από τέσσερα χρόνια δοκιμασίας (27 Αυγούστου του 1862) ο Νικόλαος χειροτονήθηκε μοναχός με το όνομα Νέστωρ. Ο Εμμανουήλ χειροτονήθηκε μοναχός έπειτα από επτά χρόνια, το 1865, και πήρε το όνομα Μεθόδιος. Ο Νέστωρ ήταν ιδιαίτερα υπάκουος μέσα στο μοναστήρι, αποτελώντας συχνά παράδειγμα για τον μικρότερο αδερφό του. Ο ηγούμενος της μονής, αναγνωρίζοντας τις ικανότητές του, αποφάσισε να τον στείλει στον σπηλαιώδη Ναό του Μαρτσάλου. Εκεί έπρεπε να χτίσει κελιά αλλά και μια δεξαμενή για τη συλλογή του νερού. Όπως ήταν φυσικό, δεν γινόταν να τα κάνει όλα μόνος του, οπότε ζήτησε από τον γέροντα να πάει και ο Μεθόδιος, ώστε να τον βοηθήσει.
Τα δυο αδέρφια έζησαν για αρκετό καιρό ήσυχα στο Μάρτσαλο, έχοντας την ευκαιρία να εφαρμόσουν ένα πιο αυστηρό πρόγραμμα ασκήσεως. Η ησυχία, όμως, αυτή δεν κράτησε για πολύ καιρό. Γρήγορα μαθεύτηκε στη γύρω περιοχή η αρετή των αγίων και πολύς ήταν ο κόσμος που πήγαινε για να πάρει την ευχή τους. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1866, κηρύχθηκε επανάσταση εναντίον των Τούρκων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Τούρκοι να προβούν σε λεηλασίες, φτάνοντας μέχρι και το Μάρτσαλο. Εκεί δεν δίστασαν να κάψουν ακόμα και τις εικόνες που βρίσκονταν στην εκκλησία. Μετά την καταστροφή αυτή, οι δύο μοναχοί ξεκίνησαν από την αρχή όλες τις εργασίες, με σκοπό να αποκαταστήσουν τις ζημιές. Τότε, ζήτησαν από τον ηγούμενο Γεράσιμο να τους χρίσει μεγαλόσχημους μοναχούς. Πράγματι, ο γέροντας το έπραξε. Ο Νέστωρ ονομάστηκε Παρθένιος και ο Μεθόδιος Ευμένιος. Από εκείνη τη στιγμή, τα δύο αδέρφια αποφάσισαν να ακολουθήσουν ακόμα σκληρότερο πρόγραμμα ασκήσεως. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Παρθένιου, ο οποίος φορούσε αλυσίδες κατάσαρκα και τρίχινο ράσο τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι.
Το 1868 μ.Χ. ο επίσκοπος Πέτρας Μελέτιος χειροτόνησε τον Ευμένιο διάκονο στην Ιερά Μονή της Οδηγήτριας και το 1870 ο επίσκοπος Ακαρδίας τον χειροτόνησε πρεσβύτερο.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Παρθένιου, ο οποίος φορούσε αλυσίδες κατάσαρκα και τρίχινο ράσο τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι
Τα πρώτα προβλήματα
Ύστερα από λίγα χρόνια, άλλαξε ο ηγούμενος της μονής και τη θέση ανέλαβε ο Αγαθάγγελος, ο οποίος ήταν αρκετά ενοχλημένος από την προσέλευση του κόσμου στο Μάρτσαλο, για να συναντήσει από κοντά τα δύο αδέρφια. Έτσι, άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στους μοναχούς. Μάλιστα, τους οδήγησε στο σημείο να αποχωρήσουν από τη μονή το 1874.
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε μια περιπλάνηση, που κράτησε τέσσερα χρόνια, στα σπήλαια των Αστερουσίων, στην περιοχή του Κουδουμά. Όσο καιρό ζούσαν στις σπηλιές δέχονταν τη βοήθεια των βοσκών αλλά και των ψαράδων της περιοχής, οι οποίοι τους πρόσφεραν τροφή και νερό. Κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους αυτής, συνάντησαν στον Άγιο Ιωάννη τον γέροντα Γεράσιμο, ο οποίος ασκήτευε σε μια σπηλιά. Εκεί, όμως, μαζευόταν καθημερινά πολύς κόσμος, με σκοπό να μαθητεύσει δίπλα στον γέροντα, και, έτσι, δεν άντεξαν να μείνουν κοντά του.
Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο Μεγάλο Σπήλαιο του Αγίου Αντωνίου, όπου υπήρχε και πόσιμο νερό. Ούτε εκεί, όμως, κατάφεραν να μείνουν εξαιτίας της υγρασίας που είχε το σπήλαιο. Συνέχισαν την πορεία τους, προς τα ανατολικά αυτήν τη φορά, στην περιοχή του Κουδουμά, όπου βρήκαν ένα απόκρημνο σπήλαιο, ιδιαίτερα απομακρυσμένο. Έτσι, αποφάσισαν να ζήσουν σε αυτό, μακριά από τους ανθρώπους.
Η ίδρυση του μοναστηριού
Στον Κουδουμά βρισκόταν εδώ και πολλούς αιώνες ένα εγκαταλελειμμένο μοναστήρι, όπου ασκήτευσαν πολλοί γνωστοί ερημίτες των πρώτων χριστιανικών χρόνων, μεταξύ τους και ο Άγιος Κοσμάς. Οι δύο άγιοι, βλέποντας το ερειπωμένο μοναστήρι, θέλησαν να το φτιάξουν με σκοπό να λειτουργήσει ξανά. Στο συγκεκριμένο, όμως, σημείο, ο τόπος ήταν άγριος και δύσκολα προσβάσιμος. Όταν άρχισαν να εγκαταλείπουν την ιδέα αναστήλωσης του μοναστηρίου, ο Παρθένιος είδε σε όραμα την Παναγία να του λέει: «Μείνε εδώ να ιδρύσεις μονύδριον, να εκτελείτε τα της μοναδικής πολιτείας καθήκοντα και την τάξιν της ακολουθίας σώαν και μη φοβού, διότι Εγὼ θα είμαι οικονόμος». Πράγματι, τα δύο αδέλφια ξεκίνησαν αμέσως τις εργασίες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιστολή που έστειλε ο Όσιος Ευμένιος στον Επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειο στις 08/10/1915, λέγοντας «ιδρύσαμε εκ βάθρων την Μονήν, μη έχων τότε ειμή ολίγον τείχος παλαιόν εν τη εκκλησία…». Αρχικά, λοιπόν, έφτιαξαν ένα πολύ μικρό τμήμα του σημερινού ναού, ώστε να πραγματοποιούν τις λειτουργίες, και οι ίδιοι έμεναν σε ένα σπήλαιο που βρισκόταν δίπλα. Το έργο αυτό χρειαζόταν πολλά χρήματα, τα οποία οι δύο μοναχοί δεν διέθεταν. Οι κάτοικοι, όμως, της περιοχής έδωσαν αρκετά χρήματα και βοήθησαν και οι ίδιοι στο χτίσιμο. Σιγά-σιγά άρχισαν να έρχονται και άλλοι μοναχοί, με τη βοήθεια των οποίων μεγάλωσαν τον Ναό της Παναγίας.
Το χτίσιμο του συγκεκριμένου ναού ήταν ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα, καθώς τα πετρώματα της περιοχής ήταν ακατάλληλα για επεξεργασία. Ακόμα και οι μάστορες αδυνατούσαν να δουλέψουν και ζήτησαν να αποχωρήσουν από το έργο. Οι άγιοι, τότε, τους παρακάλεσαν να μείνουν μία νύχτα ακόμα και να φύγουν την επόμενη μέρα. Όλη τη νύχτα οι δύο μοναχοί έμειναν ξάγρυπνοι και προσεύχονταν στην Παναγία, ώστε να τους βοηθήσει. Το επόμενο πρωί είχαν βγει από τη θάλασσα έτοιμες πέτρες, λαξευμένες. Έτσι, οι μάστορες συνέχισαν τις εργασίες τους και το χτίσιμο του ναού ολοκληρώθηκε το 1895 μ.Χ. Ο ναός, λόγω του θαυματουργού τρόπου με τον οποίο χτίστηκε, ονομάζεται Θεόκτιστος.
Όλη τη νύχτα οι δύο μοναχοί έμειναν ξάγρυπνοι και προσεύχονταν στην Παναγία, ώστε να τους βοηθήσει. Το επόμενο πρωί είχαν βγει από τη θάλασσα έτοιμες πέτρες, λαξευμένες
Δύο ώρες ύπνος με προσκέφαλο την πέτρα
Τα δύο αδέλφια πλέον ήταν ελεύθερα να απολαύσουν την ηρεμία της μοναστικής ζωής. Σύμφωνα με καταγεγραμμένα γεγονότα, φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα αυστηροί τόσο με τον εαυτό τους όσο και με τους δόκιμους μοναχούς. Συγκεκριμένα, κοιμούνταν μόνο δύο ώρες την ημέρα πάνω σε ένα ψαθί και χρησιμοποιούσαν για προσκέφαλο πέτρες. Τα σώματά τους ήταν σκελετωμένα από τη νηστεία και την άσκηση. Δεν έτρωγαν ποτέ κρέας και είχαν μόνο ένα ράσο, το οποίο έπλεναν μία φορά τον χρόνο στη θάλασσα. Ο Όσιος Παρθένιος, που ήταν και πιο αυστηρός στους κανονισμούς, είχε κάνει το μοναστήρι άβατο. Η είσοδος απαγορευόταν ακόμα και στους δόκιμους, οι οποίοι έμεναν στα γύρω σπήλαια. Ο όσιος ήταν πολύ αυστηρός στη διαπαιδαγώγηση των νέων μοναχών, αλλά πάντα με γνώμονα την αγάπη.
Ο Όσιος Ευμένιος, από την άλλη, ήταν ο πνευματικός της μονής και τον είχε χειροτονήσει ο Μητροπολίτης Κρήτης, Μελέτιος. Γνώριζε εις βάθος τους ιερούς κανόνες και βοήθησε αρκετούς νέους με τις συμβουλές του. Γρήγορα, η Μονή Κουδουμά μετατράπηκε σε ένα μεγάλο πνευματικό κέντρο χάρη στα δύο αδέρφια. Πολλοί ήταν εκείνοι που έρχονταν για να μαθητεύσουν κοντά στους μοναχούς και να γνωρίσουν από κοντά το μεγαλείο των θαυμάτων. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έβλεπαν τους αγίους να λάμπουν από φως, να αιωρούνται, καθώς και να περιβάλλονται από φωτοστέφανο.
Το όραμα
Το 1905 ο Όσιος Παρθένιος αρρώστησε βαριά. Ο οργανισμός του ήταν όμως, ήδη, εξασθενημένος από τη χρόνια άσκηση και τις νηστείες. Οι υπόλοιποι μοναχοί φώναξαν τον γιατρό Αλέξανδρο Παπαχατζάκη, ο οποίος του χορήγησε φάρμακα, αλλά του είπε πως θα έπρεπε να αρχίσει να τρώει κρέας και άλλες δυναμωτικές τροφές. Ο άγιος αρνήθηκε να ακολουθήσει τις συμβουλές του γιατρού, και μάλιστα συνέχισε να κοιμάται πάνω στην ψάθα του. Την ίδια νύχτα, κάλεσε όλους τους μοναχούς και τους δόκιμους της μονής για να τους μιλήσει. Με δάκρυα στα μάτια, τους ζήτησε να μείνουν πιστοί στην παράδοση και έχρισε ως διάδοχό του τον αδερφό του, Ευμένιο, χαρίζοντάς του το φυλαχτό του. Αφού κοινώνησε, ακούστηκαν ξαφνικά ψαλμωδίες και εμφανίστηκε η Θεοτόκος, η οποία ήρθε να παραλάβει τον Άγιο Παρθένιο. Ο Όσιος τότε ψέλλισε: «Καλώς όρισες, Παναγία μου» και εκοιμήθη.
Το 1907 η εκκλησία πληροφορήθηκε για την αγιότητά του και αποφάσισε την ανακομιδή των λειψάνων και την τοποθέτησή τους στον Ναό της Παναγίας.
Ο Όσιος Ευμένιος, παρόλο που έμεινε μόνος του, συνέχισε το έργο του αδερφού του, καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες, καθώς πολλοί ήταν εκείνοι που θέλησαν να τον πολεμήσουν, τόσο μέσα στη μονή όσο και έξω από αυτή. Όσα χρόνια, όμως, τη διοίκησε, η προσφορά και τα έργα του ήταν πολλά. Το πιο σημαντικό από αυτά ήταν ο κανονισμός που θέσπισε για την ομαλή λειτουργία της μονής. Ακόμα, λόγω της συχνής επικοινωνίας μέσω επιστολών με τον Επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειο, γνωρίζουμε πάρα πολλά για την πορεία της λειτουργίας της. Ύστερα από αρκετά χρόνια άσκησης και εξομολόγησης, ο Άγιος Ευμένιος κοιμήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1920 μ.Χ. Προς τιμήν των δύο αγίων, ο Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας Κύριλλος έχτισε έναν ναό, του οποίου τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 10 Ιουλίου του 1983. Η επίσημη κατάταξη των δύο οσίων στο Ορθόδοξο Αγιολόγιο έγινε το 2007, ύστερα από την εισήγηση του Μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακάριου.
Η μνήμη τους τιμάται κάθε χρόνο στις 10 Ιουλίου.

71. Χαραλαμπος Καλυβιανής

72. Ιωάννης Ξένος εκ Σίβα Πυργιωτίσσης
Ἔζησε μετά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης ἀπό τόν Νικηφόρο Φωκᾶ τό 961 μ.Χ. στό Χωριό Σίβα τῆς Μεσαρᾶς. Σπουδαία πηγή περί αὐτοῦ ἀποτελεῖ ὁ κώδικας τῆς Βοδληϊανῆς Βιβλιοθ. τῆς Ὀξφόρδης πού περιέχει πιστό ἀντίγραφο τῆς Διαθήκης τοῦ Ὁσίου. Ἐπέλεξε τόν αὐστηρό ἀσκητικό βίο «…ὑπομένοντας τόν καύσωνα τοῦ ἡλίου καί τήν κρυάδα τῆς νυκτός, ὡσάν νά ἦτο πέτρινος…». Περιπλανώμενος στά ἀσκητικά μέρη τῆς Ἱ. Μ. Ὀδηγητρίας, βρῆκε μέ ἀποκάλυψη ἀπό τόν Θεό τούς τάφους τῶν Ἁγ. Εὐτυχίου, Εὐτυχιανοῦ καί ἔκτισε Ναό πρός τιμήν τους.
Ι. Ν. Αγ. Ιωάννου του Ξένου στο Σίβα, γενέτειρα του Αγίου.

73. Πατέρες Καλυβιανής

Ι. Μ Ρεθύμνης
 
1. Ιγνάτιος Σιναϊτης ο εκ Ρεθύμνης

Ο Όσιος και Θεοφόρος Ιγνάτιος, ο οποίος τιμάται σήμερα 29 Ιανουαρίου, καταγόταν από την πόλη του Ρεθύμνου της Κρήτης και ασκήτεψε στο όρος Σινά.
Ο Όσιος Ιγνάτιος, τηρώντας τους όρους της μοναστικής πολιτείας, παρθενία, υπακοή και ακτημοσύνη, έφθασε σε ύψη πνευματικής τελειότητας και καθοδήγησε πνευματικά πολλούς ασκητές.
Ο Όσιος Ιγνάτιος αξιώθηκε να βρει το άφθαρτο και μυροβλύζον λείψανο του υποτακτικού του Νικάνδρου, το οποίο αφού εναγκαλίσθηκε και ασπάσθηκε, ευχαρίστησε τον Θεό που τον πληροφόρησε για την δικαίωση του αγώνος του πνευματικού του τέκνου.
Ο Όσιος Ιγνάτιος κοιμήθηκε με ειρήνη.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκ Ῥεθύμνης ὡς ἄστρον τὸν ἀνατείλαντα, πνευματοφόρον πατέρα, τῆς ἀρετῆς ἐραστήν, ἀκτησίας καὶ εὐχῆς φωστῆρα μέλψωμεν, ὅτι ἐφώτισεν αὐγαῖς, ἀπαθείας Ἀσκητάς, Σιναίου βοῶντες· ζόφον, τῆς ἁμαρτιας εὐχαῖς σου, ἡμῶν ἐκδίωξον Ἰγνάτιε.
ΠΗΓΗ: dogma.gr

Πέντε κανονικαί παρθέναι
ίος και Μαρτύριον των Αγίων Πέντε Κανονικών Παρθενομαρτύρων εν Κρήτη
6-7 λεπτά
________________________________________
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται στὶς 9 Ἰουνίου.
Ἡ πεντάριθμη αὐτὴ χορεία ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Σαβωρίου, Βασιλέως τῶν Περσῶν τὸ 330 μ.Χ. Τόπος καταγωγῆς τους ἡ Ἀργυρούπολη Ρεθύμνης1, ὅπου ὑπάρχει μέχρι καὶ σήμερα ἀρχαιολογικὸς χῶρος μὲ ναΰδριο ἀφιερωμένο στὴ μνήμη τους. Τὰ ὀνόματά τους τὰ ὁποῖα γράφτηκαν στὴν αἰωνιότητα εἶναι Μάρθα, Μαρία2, Ἐνναθᾶ, Θέκλα καὶ Μαριάμνη.
Ἔζησαν στοὺς χρόνους τῶν διωγμῶν. Καὶ ἐνῷ οἱ χριστιανοὶ διώκονταν, ἡ πεντάκλωνη αὐτὴ χορεία μοναζουσῶν ἀνέβαινε τὴν κλίμακα τῆς ἁγιότητας μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἄθληση. Ἔζησαν τὸν μοναχικὸ βίο, πρὶν ἀκόμα ὀργανωθοῦν συστηματικὰ τὰ μοναστικὰ ἰδεώδη. Μέσα ἀπὸ τὴν κοινοβιακὴ ζωή τους ἐνέκρωναν τὰ πάθη τοῦ σώματος καὶ δυνάμωναν τὸ πνεῦμα τους. Ἀνδρώνεται, δυναμώνεται, καὶ σκληραγωγεῖται ὁ μοναχὸς τόσο, ὅσο ἀγωνίζεται στὸν αὐτοέλεγχο, στὴν περισυλλογή, στὴν αὐτογνωσία καὶ αὐτοεξετάζεται συνειδητὰ στὸν κώδικα τῶν κανόνων καὶ κανονισμῶν τῆς μοναστικῆς ἰδιοτυπίας. Ἔτσι καλλιεργεῖται ἡ ἠθικὴ φιλοσοφία τῆς μοναστικῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι θεολογία ἀνόθευτης Ὀρθοδοξίας. Καὶ ἐνῶ αὐτὲς ἐπρόκοπταν πνευματικά, ὁ λειτουργός τους, ὁ ἱερέας τους Παῦλος, κυριευόταν ἀπὸ φιλαργυρία. Στάθηκε προδότης τῆς χριστιανικῆς βιοτῆς τους, φιλάργυρος Ἰούδας καὶ βρόχος τρισάθλιος τῆς ὡραίας ψυχῆς τους.
Ἡ φιλαργυρία τοῦ ἱερέα γίνεται ἀντιληπτὴ στὸν ἀρχιμάγο τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος τὸν καταδίδει στὸν ἄρχοντά του μὲ σκοπὸ νὰ κερδηθεῖ ὁ συναγμένος πλοῦτος του. Διότι ὅσοι δὲν προσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα καὶ ἰδιαίτερα οἱ Χριστιανοὶ ποὺ δὲν ἀρνοῦνταν τὴν πίστη τους, οἱ εἰδωλολάτρες βασιλεῖς τοὺς καταδίκαζαν σὲ μαρτυρικὸ θάνατο καὶ ἔτσι κέρδιζαν τὰ πλούτη τους καὶ τὶς περιουσίες τους.
Τὸ πρόσταγμα δόθηκε, νὰ παρουσιαστεῖ ὁ ἱερέας μὲ τὴ συνοδεία του μπροστὰ στὸν Ἄρχοντα καὶ νὰ προσκυνήσουν τὸ θεὸ Ἥλιο. Οἱ παρθένες ἀρνήθηκαν, ἐνῶ ὁ ἱερέας, ὡς ἄλλος Ἰούδας, ὑπολόγισε στὰ ἀργύρια, καὶ στὴν διάσωση καὶ διασφάλιση τῆς περιουσίας του. Ἔτσι προσκυνᾶ τὰ εἴδωλα, γεύεται αἷμα θυσιῶν, καὶ ὑπακούει ἀναντίρρητα σὲ κάθε πρόσταγμα. Ταυτόχρονα παροτρύνει καὶ τὶς παρθένες νὰ πράξουν τὸ ἴδιο, αὐτὲς ἀντιστέκονται σθεναρὰ μὲ πρῶτο τίμημα νὰ δαρθοῦν ἀνηλεῶς ἐπὶ πολλὲς ὧρες. Ἡ ἀπάντησή τους ἦταν ὅτι προσκυνοῦμε μόνο τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Τότε ὁ πονηρὸς καὶ μιαρὸς Βασιλιὰς σκέφτεται δόλια καὶ προτείνει στὸ φιλάργυρο ἱερέα νὰ φονεύσει μὲ ξίφος αὐτὸς τὶς πέντε παρθένες γιὰ νὰ κερδίσει τὸν πλοῦτο του.
Αὐτὸς μπροστὰ στὸ φόβο νὰ χάσει τὸ θησαυρό του, ὑπακούει στὸν δυνάστη καὶ ἀποκεφαλίζει τὶς ἀγωνίστριες τῆς εὐσεβείας. Τελικὰ τὸ μόνο ποὺ κέρδισε ὁ φιλάργυρος ἱερέας ἦταν νὰ χάσει καὶ αὐτὸς τὸ κεφάλι τοῦ ἀφοῦ πίστευσε τὸν δόλιο Ἄρχοντα ὅτι, ἂν πράξει αὐτὸ ποὺ τὸν πρόσταξε, θὰ τὸν ἄφηνε ἐλεύθερο μὲ ὅλο τὸ συναγμένο πλοῦτο του. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα τὸν σκότωσαν καὶ τὸν ἔριξαν στὰ σκυλιὰ ὡς βορὰ καὶ ἅρπαξαν καὶ τὴν περιουσία του. Ἔτσι ζημιώθηκε δίπλα ὁ τρισάθλιος Παῦλος, ἐνῶ τὰ ἅγια λείψανα τῶν πέντε ὁσιομαρτύρων, τὰ πῆραν οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ καὶ τὰ τοποθέτησαν σὲ ἰσάριθμες λάρνακες καὶ τὰ ἐνταφίασαν μὲ μεγάλες τιμές.
Σεμνύνεται τὸ Ρέθυμνο στὴν ἑορτὴ τῶν πέντε Παρθένων, στὴ μικρὴ Ἐκκλησία τους στὴν κοιλάδα τῆς Ἀργυρουπόλεως. Ὁ ἀρχαιολόγος καθηγητὴς Μιχ. Δέφνερ ὁμιλεῖ περὶ «οἰκογενειακοῦ εἰδωλολατρικοῦ τάφου τῆς Ἑλληνορωμαϊκῆς ἐποχῆς ποὺ ἔγινε προσκύνημα πέντε χριστιανῶν Μαρτύρων». Ἐντυπωσιάζει ὁ χῶρος αὐτὸς (πλάτος 2,70, μῆκος 3,20, ὕψος 1,80 καὶ βάθος 0,90). Εἶναι πέντε διαμερίσματα. Τὸ Β´ καὶ Γ´ εἶναι τάφοι γιὰ μεγάλους. Τὸ Δ´ καὶ Ε´ τάφοι γιὰ παιδιά. Ὁ ἐνδιάμεσος χῶρος εἶναι γιὰ σπονδές. Ἡ εὐλάβεια τῶν Ρεθυμνίων ραίνει ἐόρτια μὲ τὰ ροδοπέταλα τῆς πίστεώς της τὰ θερινὰ αὐτὰ ἄνθη τῆς πεντάκλωνης ἀνθοδέσμης τοῦ Ἰουνίου.
Ὑποσημειώσεις
1. Ἡ Ἀργυρούπολη ἀπέχει 27 χλμ. ἀπὸ τὸ Ρέθυμνο καὶ βρίσκεται στὴ διαδρομὴ τῆς παλαιᾶς ἐθνικῆς ὁδοῦ Ρεθύμνου – Χανίων. Τὸ χωριὸ εἶναι χτισμένο στὴ θέση τῆς ἀρχαίας Λάππας καὶ συνδυάζει σπάνια φυσικὴ ὀμορφιὰ καὶ ἱστορία. Ἡ Λάππα ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικότερες πόλεις τῆς Δυτικῆς Κρήτης κατὰ τὰ ρωμαϊκὰ χρόνια καὶ ὑπολογίζεται ὅτι κατοικοῦσαν σ᾿ αὐτὴ περὶ τοὺς δέκα χιλιάδες ἄνθρωποι. Ἡ πόλη ὅμως εἶναι πολὺ ἀρχαιότερη καὶ ἡ δράση της ἔνδοξη, ἤδη ἀπὸ τὸ 220 π.Χ., ὅταν παρεῖχε ἄσυλο στοὺς ἐκδιωκόμενους Λυττίους ἀπὸ τὴν ἰσχυρὴ Κνωσσό. Ἂν βρεθεῖτε στὴν περιοχή, ἀξίζει νὰ ἐπισκεφθεῖτε τὶς πηγὲς στὴ θέση Ἁγία Δύναμη, ὅπου μέσα στὸ σπήλαιο βρίσκεται τὸ ὁμώνυμο ἐκκλησάκι. Οἱ μικροὶ γραφικοὶ καταρράκτες, οἱ ξύλινοι νερόμυλοι καὶ ἡ πυκνὴ βλάστηση χαρακτηρίζουν τὸ τοπίο. Στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ βρίσκεται ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη, χτισμένη τὸν 17ο αἰώνα, δίπλα στὸ λαογραφικὸ μουσεῖο, ὅπου ὁ ἐπισκέπτης ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ δεῖ εἴδη λαϊκῆς τέχνης, ἐνδυμασίες, ἐργαλεῖα καὶ οἰκιακὰ σκεύη ποὺ χρησιμοποιοῦνταν κατὰ τὸ παρελθόν. Ἡ Ἀργυρούπολη κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἐνετοκρατίας θὰ πρέπει νὰ διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο, καθὼς μνημεῖα τῆς ἐποχῆς σώζονταν στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνα μας. Σ᾿ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ μέγαρα τοῦ 1500 ἀναγραφόταν στὴν πόρτα του τὸ “omnia mundi fumus et umbra”, δηλαδὴ «πάντα τὰ ἐγκόσμια εἶναι καπνὸς καὶ σκιά».
2. Μαρία. Παραλλαγὲς καὶ χαϊδευτικὰ τὰ Μαρίκα, Μάρω, Μαρούλα, Μαρίτσα, Μαριγώ κ.ἄ. Ἐπίσης, ἐπειδὴ εἶναι τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας, ἔχομε ἀπὸ ἐδῶ τὰ Παναγιώτα-Παναγιώτης. Προέρχεται ἀπὸ τὸ ἑβραϊκὸ ρῆμα μαρὰ ποὺ σημαίνει ἐπαναστατῶ, στασιάζω. (ἐβρ. γραφὴ) miryam (ἀγγλ. γραφὴ) καὶ σημαίνει ἡ ἀπείθεια, πίκρα. Ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα ἀποδόθηκε ὡς Μαριὰμ ἀντὶ Μύριαμ. Κατὰ τὸν Δαμασκηνὸ Στουδίτη, Μαρία εἶναι ἐκείνη ποὺ λύτρωσε ἀπὸ τὸ δηλητήριο τοῦ ὄφεως τὸ ἀνθρώπινο γένος. Μάλιστα σὲ ὁμιλία του πρὸς τὴ Θεοτόκο ἀναλύει ἀνὰ γράμμα τὸ ὄνομά της. Ἐπίσης ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέγει, ὅτι «Μαρία θέλει νὰ εἰπῇ κυρία, ὡσὰν ὁποὺ ἔμελλε ἡ Θεοτόκος νὰ γίνῃ βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, νὰ παρακαλῇ διὰ τὲς ἁμαρτίες μας». Ἡ Παναγία μας τιμᾶται πολλὲς φορὲς τὸ χρόνο. Κύριες ἑορτές: τῆς Γεννήσεως (8 Σεπτεμβρίου), τῶν Εἰσοδίων (21 Νοεμβρίου), τοῦ Εὐαγγελισμοῦ (25 Μαρτίου), τῆς Κοιμήσεως (15 Αὐγούστου).
________________________________________

Γεράσιμος Επισ. Ρεθ.
2. Σέ τρεῖς, κυρίως, κατηγορίες διακρίνουμε τούς Ἁγίους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας: τούς Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι συνδέονται μέ τήν περίοδο τῶν διωγμῶν τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὑπέμειναν τό «μαρτύριο τοῦ αἵματος» καί διαιροῦνται -μεταξύ τῶν ἄλλων- σέ Ἱερομάρτυρες, Παιδομάρτυρες, Ὁσιομάρτυρες, Παρθενομάρτυρες, Μεγαλομάρτυρες, κ.ἄ.
3. Τούς Ὁσίους, στούς ὁποίους ἐντάσσονται ὅσοι ἁγίασαν διαχρονικά βιώνοντας τό «μαρτύριο τῆς συνειδήσεως», καί προέρχονται ἀπό τίς τάξεις τοῦ Μοναχισμοῦ, π.χ. Ἀναχωρητές, Στυλίτες, Δενδρίτες, Γυμνίτες, Σαλοί, κ.ἄ. καί τέλος τούς Νεομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ὑπέμειναν τό «μαρτύριο τοῦ
αἵματος» -ὅπως καί οἱ Μάρτυρες- ἀλλά ἡ μαρτυρική τελείωσή τους τοποθετεῖται ἀπό τήν πτώση τοῦ Βυζαντίου μέχρι τίς ἡμέρες μας.
4. Ἡ Ἁγιοτόκος Κρήτη ἀνέδειξε καί ἀναδεικνύει Ἁγίους καί τῶν τριῶν παραπάνω κατηγοριῶν.
5. Ὁ Ἅγιος Νέο-ἱερομάρτυρας Γεράσιμος, Ἐπίσκοπος Ρεθύμνης, τοποθετεῖται στήν τρίτη κατηγορία, ἐκείνη τῶν Νεομαρτύρων. Ἐπιπροσθέτως, μέ δεδομένη τήν ἀρχιερατική του ἰδιότητα, ἀποκαλεῖται «Νέο-ἱερομάρτυρας».Ἐλάχιστα εἶναι σ’ ἐμᾶς γνωστά γιά τό βίο του, καί τά σπάργανα τῶν πληροφοριῶν πού ἐντοπίζουμε στίς πηγές ἀφοροῦν τήν περίοδο πρίν ἀπό τή μαρτυρική τελείωσή του, τό 1822.
Σύμφωνα μέ τούς, κατά καιρούς, ἐκδεδομένους καταλόγους τῆς Ἐπισκοπῆς Ρεθύμνης, ὁ Γεράσιμος, ὁ ἐπονομαζόμενος «Καστρινός», φέρεται μέ τό ἐπώνυμο «Περδικάρης» ἤ «Κοντογιαννάκης».
Ἀπό τά ἐλάχιστα στοιχεῖα πού διαθέτουμε ἀπό τήν περίοδο τῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας τοῦ Γερασίμου εἶναι καί ἡ ἐπιστολή πού ἔστειλε (1819) στόν Μητροπολίτη Οὐγγροβλαχίας Ἰγνάτιο, μέ τήν ὁποία τόν παρακαλοῦσε νά θέσει ὑπό τήν προστασία του τόν ἀνιψιό του -κομιστῆ τῆς ἐπιστολῆς- ὁ ὁποῖος μετέβαινε ἐκεῖ γιά σπουδές.
Ἡ μαρτυρική τελείωση τοῦ Ἐπισκόπου Ρεθύμνης Γερασίμου ἦρθε ὡς συνέχεια τῶν θηριωδιῶν τῶν Τούρκων στήν Κρήτη, ἀφοῦ προηγουμένως (1821) εἶχαν δεχθεῖ τό «μαρτύριο τοῦ αἵματος» ὁ Μητροπολίτης Κρήτης Γεράσιμος (Παρδάλης).
6. Ὁ Ρεθύμνης Γεράσιμος φυλακίστηκε (1821) σέ ἕνα «καταφρονεμένο, ἄχρηστο καί δυσῶδες σπίτι» τοῦ Ρεθύμνου -σύμφωνα μέ τόν Τρύφωνα Εὐαγγελίδη- ὅπου καί ὑπέμεινε βασανιστήρια, μέχρι τό Μάϊο τοῦ 1822, ὁπότε καί ἀπαγχονίστηκε στή «Μεγάλη Πόρτα» τῆς πόλης.
Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, μετά τόν ἀπαγχονισμό τοῦ Ἐπισκόπου Ρεθύμνης, οἱ Τοῦρκοι ἔλαβαν αἷμα ἀπό τήν καρδιά του καί ράντισαν, μέ ὑπόδειξη τῶν Ἑβραίων, τίς σημαῖες τους, προκειμένου νά νικήσουν τούς χριστιανούς στίς μάχες.
7. Τό Ἐκκλησιαστικό σῶμα δέν ἔπαψε νά ἐνθυμεῖται τό περιστατικό τῆς θυσίας καί τῆς μαρτυρικῆς τελείωσης τῶν Ἱεραρχῶν, ἀλλά καί τῶν λοιπῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν τῆς περιόδου ἐκείνης. Οἱ Θεῖες Λειτουργίες καί ἐπιμνημόσυνες δεήσεις πρός αὐτούς, πού ἔλαβαν χώρα τόσο κατά τή διάρκεια τοῦ 19ου ἀλλά καί τοῦ 20οῦ αἰῶνα, καταδεικνύουν τήν πεποίθησή του ὅτι ὁ Ρεθύμνης Γεράσιμος καί οἱ λοιποί Ἀρχιερεῖς μαρτύρησαν ὑπέρ τοῦ Ἀρχιθύτη Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί συγκαταλέγονται στή χορεία τῶν Νεομαρτύρων Του. Στό πλαίσιο αὐτό γίνεται κατανοητή ἡ ὑποβολή (περί τό 2000) ἀπό μέ-ρους τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης τοῦ αἰτήματος πρός τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο, γιά τήν ἔνταξή τους στό Γενικό Ἁγιολόγιο καί Ἑορτολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
8. Ἡ Μητέρα Ἐκκλησία, τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο, μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 837 τῆς 21ης Σεπτεμβρίου 2000 Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη Tης, διακήρυξε τήν Ἁγιότητα τοῦ Ρεθύμνης Γερασίμου, καθώς καί τῶν λοιπῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, τοῦ Μητροπολίτου τῆς νήσου, τῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν, τῆς περιόδου 1821-1822. Ἡ ἐν λόγῳ Πατριαρχική καί 3 Συνοδική Πράξη ἀναγνώσθηκε στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ στίς 28 Ἰανουαρίου τοῦ 2001, ὅπου καί ἔλαβε χώρα Συνοδική Θεία Λειτουργία. Ὡς ἡμέρα μνήμης τῶν ἐν λόγῳ Ἁγίων Νέο-ἱερομαρτύρων ὁρίστηκε ἡ 23η Ἰουνίου.
9. Πηγή: paterikoslogos.com

Αθανάσιος γ πατριαρ.ο Πατελάρος ο εξ Μυλοποτάμου
Βιογραφία
Ο Αθανάσιος Γ΄ (κατά κόσμον Αλέξιος Πατελάρος) διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως για μικρά χρονικά διαστήματα, το 1634 μ.Χ. και το 1652 μ.Χ.
Γεννήθηκε στο χωριό Αξός Μυλοποτάμου του Ρεθύμνου μεταξύ των ετών 1580 μ.Χ. και 1597 μ.Χ. Σπούδασε Αρχαία Ελληνική Φιλολογία, Φιλοσοφία και Θεολογία. Ήξερε ελληνικά και λατινικά και διακρινόταν για τη γενικότερη μόρφωσή του, το κήρυγμά του και την ποίηση που έγραφε. Μελετούσε την Αγία Γραφή, και μάλιστα μετέφρασε μέρος της στα νέα ελληνικά. Στη Μονή Ιβήρων σώζεται σήμερα και μετάφραση του Ψαλτηρίου που έκανε ο ίδιος.
Εκάρη μοναχός στο Σιναϊτικό Μετόχι του Χάνδακα. Κατόπιν μετέβη στο Άγιο Όρος, όπου εγκαταστάθηκε σε κελί που έκτισε ο ίδιος στην περιοχή της Μονής Παντοκράτορος. Χειροτονήθηκε διάκονος, ιερέας και επίσκοπος στη Θεσσαλονίκη. Το 1631 μ.Χ. εξελέγη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
Το Μάρτιο του 1634 μ.Χ. εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με τη βοήθεια του Σουλτάνου, αλλά και λατινοφρόνων και Ιησουητών. Η διάρκεια της πρώτης του Πατριαρχίας δεν είναι γνωστή. Εκθρονίστηκε πάντως συντομότατα (ίσως και εντός έτους) και επέστρεψε στο Άγιο Όρος. Διέμεινε στο αρχαίο μονύδριο του Ξύστρου, το οποίο βρισκόταν κοντά στις Καρυές, το οποίο και μεγάλωσε με προσωπική εργασία. Είναι η σημερινή Σκήτη του Αγίου Ανδρέα, της οποίας θεωρείται κτήτωρ. Από εκεί επεδίωξε τη βοήθεια του Πάπα, για να επανέλθει στο Θρόνο του. Το 1635 μ.Χ. βρέθηκε στη Βενετία, από όπου κατηγορούσε τον Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι ως αιρετικό, αλλά και τον Πάπα που δεν τον βοηθούσε.
Το 1639 μ.Χ. ο Πατριάρχης Παρθένιος Α΄ του παραχώρησε τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και τη Μονή Βλατάδων. Το 1643 μ.Χ. ο Αθανάσιος μετέβη στη Μολδαβία και στη Βλαχία, όπου κέρδισε τη συμπαράσταση του τοπικού ηγεμόνα Βαλείου και αναρριχήθηκε εκ νέου στον Πατριαρχικό Θρόνο το 1652 μ.Χ. για δεκαπέντε ημέρες. Την ημέρα της εκθρόνισής του έβγαλε κήρυγμα με βάση το χωρίο «Σῦ εἰ Πέτρος καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν» και αντέκρουσε τα επιχειρήματα που συνιστούν το παπικό πρωτείο με ιδιαίτερη οξύτητα. Το κήρυγμά του αυτό προκάλεσε την μήνι των λατινοφρόνων, με προεξάρχοντα τον Αθανάσιο τον Κύπριο, ο οποίος το 1655 μ.Χ. κυκλοφόρησε πραγματεία με τον τίτλο «Ἀντιπατελλάριον».
Μετά τη νέα έκπτωσή του από το Θρόνο, ο Αθανάσιος μετέβη στη Ρωσία και αργότερα στο Ιάσιο της Ρουμανίας. Στη Ρωσία άσκησε σημαντικό ιεραποστολικό έργο και αντιλατινική δράση, πράγμα που δικαιολογεί και την ιδιαίτερη τιμή των Ρώσων στο πρόσωπό του. Απεβίωσε στις 5 Απριλίου 1654 μ.Χ. στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος του Λούμπνι, στο Χάρκοβο της Ουκρανίας, όπου ενταφιάστηκε καθήμενος, κατά το τυπικό της Ανατολικής Εκκλησίας. Ο τάφος του υπήρξε πηγή αγιάσματος και ιαμάτων.
Η Ρωσική Εκκλησία αναγνώρισε την αγιότητά του την 1η Φεβρουαρίου του 1662 μ.Χ., οπότε έγινε ανακομιδή των λειψάνων του και όρισε σαν ημερομηνία εορτής την 2α Μαΐου. Η Μονή του Λούμπνι μετατράπηκε σε φυλακή το 1917 μ.Χ. και σε στρατόπεδο το 1937 μ.Χ. Το σκήνωμα του Αθανασίου Πατελάρου διασώθηκε στην αποθήκη ενός μουσείου. Το 1990 μ.Χ. αποδόθηκε και πάλι στη Ρωσική Εκκλησία και διατηρείται στο Χάρκοβο της Ουκρανίας.
Στις 21 Αυγούστου 1993 μ.Χ., η Αξός ως γενέτειρα του Αγίου Αθανασίου υπεδέχθη μικρό τεμάχιο του ιερού λειψάνου του το οποίο έφερε από το Χάρκοβο ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόδωρος (τότε επίσκοπος Κυρήνης). Από τότε η μνήμη του Αγίου Αθανασίου Πατελάρου εορτάζεται την 21η Αυγούστου κάθε έτους.
Το 1995 μ.Χ., ολιγομελής αντιπροσωπεία της εκκλησίας με επικεφαλής τον Μητροπολίτη (τότε ηγούμενο της Ιεράς Μονής Ατάλης-Μπαλί) κ.κ. Ανθιμο, και τους Αξικούς: Παππά Γιώργη Κουτάντο, Παππά Μιχάλη Καμαρίτη, Στέλιο Κ. Κουτάντο (Πρόεδρο κοινότητας Αξού), Γιάννη Β. Δαφέρμο και Γιάννη Δ. Παπαδάκη (πρόεδρο Πολιτιστικού Συλλόγου Αξού) επισκέφθηκε την Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Λούμπνι και την πόλη του Χάρκοβο.
Ο Μητροπολίτης Χαρκόβου κ.κ. Νικόδημος, παρέδωσε στην αντιπροσωπεία, μικρό τεμάχιο του ιερού λειψάνου και αρχιερατική στολή του Αγίου, τα οποία μεταφέρθηκαν στην γενέτειρα του και φυλάσσονται από 21 Αυγούστου 2008 μ.Χ. στον ομώνυμο Ναό του Αγίου στην Αξο.
Τα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» σε ρεπορτάζ αναφέρουν ότι τα λείψανα του Αγίου εκλάπησαν μετά από τη διάρρηξη του ναού τον Φεβρουάριο του 2010 και καταβάλλονται προσπάθειες για την ανεύρεση τους. Οι ιερόσυλοι παραβίασαν την κλειδωμένη πόρτα, πήραν εκατό ευρώ από το παγκάρι και στη συνέχεια άρπαξαν την λειψανοθήκη που είχε μέρος του ιερού λειψάνου του Αγίου Αθανασίου και εξαφανίστηκαν.

Κυρ- Ιωάννης ο Ξένος
Η επίσημη αναγνώριση του Αγίου Ιωάννου έγινε από την Εκκλησία επί της Πατριαρχίας του Κυρίλλου Λουκάρεως στις 29 Απριλίου 1632
Η μνήμη του εορτάζεται στις 20 Σεπτεμβρίου.
Εκκλησία υπάρχει και στον εξωτερικό χώρο στην Μονή Οδηγήτριας.
Ο Όσιος Ιωάννης, ο επονομαζόμενος Ξένος ή Αι-Κυρ Γιάννης, όπως μαθαίνουμε από την διαθήκη του, γεννήθηκε στο χωριό Μακρά Σίβα της Επαρχίας Πυριωτίσσης της Μεσαράς, το 970, δέκα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακινούς.
Η Κρήτη κατά καιρούς περιήλθε στο ζυγό διαφόρων κατακτητών. Για 133 χρόνια, από το 828 μέχρι το 961, οι Σαρακινοί Άραβες είχαν μετατρέψει την Κρήτη κέντρο των πειρατικών επιδρομών τους, στο Αιγαίο. Πολλές πόλεις και χωριά της είχαν κυριολεκτικά καταστραφεί και οι Χριστιανοί είχαν πρόβλημα επιβίωσης, όσοι βέβαια είχαν γλιτώσει από τις σφαγές και τον εξισλαμισμό. Έτσι όταν απελευθερώθηκε η Κρήτη το 961 από τον Νικηφόρο Φωκά, υπήρξε άμεση η ανάγκη επανευαγγελισμού των κατοίκων της.
Αν και οι γονείς του ήταν ευσεβείς και εύποροι ο Όσιος Ιωάννης από νεαρής ηλικίας αγάπησε τον Χριστό και αφιέρωσε την ζωή του στον μοναχισμό και στην άσκηση. Ο Όσιος Ιωάννης ο Ξένος θεωρείται συνεχιστής της Ιεραποστολικής δράσεως του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη και του Οσίου Νίκωνος του Μετανοείτε, αφού για 50 χρόνια κήρυττε και έκτιζε ναούς και μονές πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο σε όλη την Κρήτη. Οι δυο προηγούμενοι Ιεραπόστολοι από τον Όσιο Ιωάννη όπως προαναφέρθηκαν είχαν αναλάβει την αναβλάστηση της Ορθοδόξου πίστεως και ζωής στη μεγαλόνησο. Οι δυο όμως αυτοί άντρες δεν παρέμειναν στην Κρήτη.
Ο μεν Άγιος Αθανάσιος παρέμεινε για λίγο διάστημα στην Κρήτη και έφυγε για το Άγιον Όρος όπου ίδρυσε την Μονή της Μεγίστης Λαύρας. Ο Όσιος Νίκων ο «Μετανοείτε» παρέμεινε επτά χρόνια στην Κρήτη έδρασε κυρίως στην ανατολικοκεντρική νήσο και κατόπιν έφυγε για τη Λακωνία όπου σήμερα τιμάται ως Πολιούχος Άγιος της Σπάρτης (λέγεται «Μετανοείτε», διότι συνέχεια στο κήρυγμά του καλούσε τους ανθρώπους να μετανοήσουν). Μόνο ο όσιος Ιωάννης ο Ξένος παρέμεινε στο νησί μέχρι το θάνατό του.
Ο Όσιος πατήρ ημών, εκτός από μεγάλος Ιεραπόστολος υπήρξε και γνώστης της Χριστιανικής φιλοσοφίας. Δεν ήταν μόνο μεθοδικός και πρακτικός, αλλά και λόγιος, καθώς συνέγραψε ομιλίες στο κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο, όπως επίσης πιθανώς να ήταν υμνογράφος και μεταφραστής έργων του Αριστοτέλους. Γι’ αυτό και εγκωμιάζεται από τους υμνογράφους ως «σοφός, πάνσοφος, μέγας φωστήρ, θεοφόρος, νουνεχής, εμπειρότατος, φιλέρημος, ασκητών κλέος, οσίων καύχημα, Κρήτης το καύχημα».
Κέντρο και άξονας της Ιεραποστολικής δράσεως του Αγίου υπήρξε η Ιερά Μονή Παναγίας των Μυριοκεφάλων την οποία ο Άγιος ίδρυσε με θαυμαστό τρόπο (όπως και τα περισσότερα προσκυνήματά του) κατόπιν εντολής της Παναγίας. Εννέα κτίσματα του Αγίου διαβάζουμε στη διαθήκη και βιογραφία του:
1) ο Ναός του Αγίου Ευτυχίου και Ευτυχιανού
2) η Ιερά Μονή Παναγίας Μυριοκεφάλων
3) ο Ναός Αγίου Γεωργίου Δούβρικα στη θέση Μέλικας
4) ο Ναός του Αγίου Γεωργίου (Ψαροπιαστή)
5) η Ιερά Μονή Αγίου Παταπίου
6) ο Ναός της Ζωοδόχου Πηγής Κουφού (γνωστός ως Αη Κυρ-Γιάννης Κουφού)
7) ο Ναός Αγίου Παύλου Σφακίων
8) ο Ναός Αγίου Γεωργίου στις Αζωγυρές
9) ο Ναός Αγίου Ευσταθίου Ακτής Κισάμου
Σ’ αυτήν τη χρονολογική σειρά τοποθετούνται τα κτίσματα και η κτιριολογική δράση του Αγίου. Σύμφωνα με την διαθήκη του «άπαντα τα εν Κρήτη καθιδρύματα αυτού» τα αφιέρωσε στην Ιερά Μονή της Παναγίας των Μυριοκεφάλων, δύναται λοιπόν να χαρακτηρισθούν ως εξαρτήματα –παρεκκλήσια της Μονής Μυριοκεφάλων.
Αξίζει να αναφέρουμε ορισμένα στοιχεία για την ίδρυση της Ιεράς ΜονήςΜυριοκεφάλων: Η παράδοση και ο βίος του Οσίου μας αναφέρει για την ίδρυση της Μονής ότι ιδρύθηκε μετά από εντολή της Παναγίας. Ο ασκητής Ιωάννης πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο έφτασε στην Τούρμα (τοπωνύμιο της περιοχής) Καλαμώνα, στο βουνό Μυριοκέφαλο. Ο χειμώνας ήταν βαρύς και ο Ιωάννης έμενε σ’ ένα σπήλαιο, στη θέση Κούμαρο προσευχόμενος και τρώγοντας αγριόχορτα. Μόλις μπήκε στο σπήλαιο έμεινε τυφλός για 7 ημέρες, χωρίς να πάψει να προσεύχεται. Την 7η μέρα άκουσε μια φωνή να του λέει: «Ιωάννη, βγες έξω και κοίταξε ανατολικά». Πειθαρχώντας λοιπόν σ’ αυτή τη φωνή, βγαίνοντας έξω και αφού στράφηκε στην ανατολή, επανήλθε το φως των ματιών του και τότε είδε ένα μεγάλο φως. Η φωνή συνέχισε: «Ιωάννη σε αυτόν τον τόπο να κτίσεις εκκλησία στο όνομα της υπεραγίας Θεοτόκου της Αντιφωνήτριας». Έφθασε λίγη απόσταση από το μέρος που έβλεπε το φως και εκεί κουρασμένο και διψασμένο τον πήρε βαθύς ύπνος.
Στο όνειρό του είδε άγγελο ο οποίος του είπε: «Ιωάννη μη γυρίσεις πίσω, να κάνεις τον σταυρό σου προς την ανατολή και να θέσεις το χέρι σου στη γη και θα βγει νερό να πιείς, για να συνεχίσεις το έργο σου». Αμέσως έκανε τον σταυρό του έβαλε το χέρι του στη γη με τα 5 δάχτυλά του. Από τη θέση αυτή άρχισε να τρέχει νερό από 5 πηγές (σώζονται και σήμερα), πλύθηκε και ξεκουράστηκε. Άρχισε τότε να ψάχνει μέσα στους βάτους για την εικόνα, χωρίς ποτέλεσμα. Τότε οι εργάτες έβαλαν φωτιά και ενώ καιγόταν το δάσος, ακούστηκε μια φωνή: «Εδώ είμαι». Ο Ιωάννης έτρεξε αμέσως και βρήκε την εικόνα της Παναγίας μέσα στις φλόγες, καμένη λίγο στην άκρη (έτσι σώζεται και σήμερα). Αγόρασε τότε το μέρος και με τη βοήθεια των χριστιανών έχτισε τη Μονή στ’ όνομα της Παναγίας της Αντιφωνήτριας (επειδή η φωνή τον πρόσταξε).
Ο Ιωάννης άφησε τότε το μοναχό Λουκά να συνεχίσει το χτίσιμο και αυτός πήγε σε διάφορα μέρη να κηρύξει το Λόγο Του Θεού. Όταν γύρισε ο ναός δεν είχε τελειώσει και άρχισε εράνους σε μονές για να την ολοκλήρωσή του. Το 1025 πήγε στην Κωνσταντινούπολη στον αυτοκράτορα Ρωμανό και στον Πατριάρχη Αλέξιο για να εξασφαλίσει σταυροπηγιακή αξία (δηλαδή να υπάγεται στη δικαιοδοσία του Πατριάρχη), φέρνοντας εικόνες με ιερά σκεύη κ.ά. Υπάρχουν άλλες δυο εκδοχές για την εικόνα της Παναγίας: Η μια αναφέρει ότι είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά, και η άλλη αναφέρει ότι την εικόνα της Παναγίας την έφερε ο Όσιος Ιωάννης από την Κωνσταντινούπολη την οποία λέγεται του παρέδωσε ο τότε Πατριάρχης Αλέξιος μαζί με το χρυσόβουλο χαρτί «σιγίλλιo» που του εξασφάλισε την ανεξαρτησία της Μονής.
Η φήμη του προσκυνήματος της Παναγίας διατηρείται και σήμερα και ιδιαίτερα στις 8 Σεπτεμβρίου, ημέρα της γιορτής της. Η Μονή συνέχισε τη λειτουργία της μέχρι τη Β΄ βυζαντινή περίοδο, ενώ επί Βενετοκρατίας δεν υπάρχουν πληροφορίες. Το 1755 ανακαινίστηκε και λίγο αργότερα έπαθε καταστροφές από τους Τούρκους, για ν’ ανακαινιστεί ξανά το 1840 από τον ηγούμενο Ματθαίο. Το 1852 αναγνωρίστηκε σταυροπηγιακή και σταμάτησε η κηδεμονία της από τη Μονή Ρουστίκων. Το 1900 κρίθηκε διαλυτέα Μονή και από το 1961 είναι ενοριακός ναός – ιερό προσκύνημα της Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου.
Υπάρχουν πολλοί θρύλοι, παραδόσεις και αναλυτικές περιγραφές για τους ναούς, τις μονές, τα ιδρύματα και κάθε προσκύνημα που ίδρυσε ο Όσιος Ιωάννης ο Ξένος. Από τον βίο του διακρίνουμε ότι πρόκειται για μια μεγάλη Εκκλησιαστική Μορφή. Η Ιεραποστολή υπήρξε ο βασικός και κύριος σκοπός του βίου του. Αφιέρωσε την ζωή του στην διάδοση του Ευαγγελίου στην εμπέδωση της εθνικοθρησκευτικής συνειδήσεως, στην οργάνωση της εκκλησιαστικής ζωής και του μοναχικού βίου και στην ανέγερση δεκάδων Ναών και Μονών.
Η Αγία Κάρα Του μετακομίσθηκε και φυλάσεται στον Ιερό Ναό του Αγίου Κυρίου Ιωάννου του ομώνυμου χωριού της Επαρχίας Κισσάμου, με πολλή ευλάβεια από τους ευσεβείς κατοίκους του χωριού. Έκτοτε αναβλύζει ιάματα ως χαρίσματα σε όσους πιστούς επικαλούνται την βοήθεια του Οσίου και την Χάρη του. Η επίσημη αναγνώριση του Αγίου Ιωάννου έγινε από την Εκκλησία επί της Πατριαρχίας του Κυρίλλου Λουκάρεως στις 29 Απριλίου 1632.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 20 Σεπτεμβρίου.
Η Διαθήκη του Οσίου
«Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διορίζω και παραγγέλω εις όλους, ότι όλα τα Μονύδρια και τας Εκκλησίας, όπου χάριτι Χριστού έκτισα και ανήγειρα, θέλω να μένουν καθώς εις την παρούσαν μου Διαθήκην παραγγέλω. Όσα αφιέρωσα εις την Μονήν της Θεοτόκου των Μυριοκεφάλων, είναι έως όπου εις Κωνσταντινούπολιν επήγα καθώς το Συγγιλιώδες Γράμμα δηλώνει, και αυτά θέλω να μείνουν εις την Μονήν αυτήν και εις την εξουσίαν αυτής μέχρι τέλους. Εις δε τον φίλτατόν μου μαθητήν τον ιερομόναχον Κύριλλον αφήνω την εις Κουφόν Χανίων οικοδομηθείσαν Μονήν εις την οποίαν και ευρίσκεται ο ίδιος και όπως θέλει και βούλεται ας την κάμει ως κύριος, εξουσιαστής και οικοκύρης. Ει δε και ήθελε τις να ενόχληση τους μοναχούς των Μυριοκεφάλων από όσα παραγγέλλω, ή τον ιερομόναχον Κύριλλον, οποίου τάγματος και αν είναι, να είναι υποκείμενος εις τας αράς των Αγίων Πατέρων. Όποιος δε πάλιν φυλάξει την Διαθήκην ταύτην απαρασάλευτον και αμετάτρεπτον, η Κυρία Θεοτόκος και μεσίτρια παντός του κόσμου να συγχωρήση τα αμαρτήματά του εν τε τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι, και να τον στήση ο Κύριος εκ δεξιών Αυτού εις την Βασιλείαν Αυτού την Ουράνιον. Αμήν.
Μόσχος διάκονος και νομικός γραφεύς Χάνδακος, ιδία χειρί υπέγραψα.
Φιλάρετος πρωτοσπαθάριος ο βραχέων και στρατηγός Κρήτης παρών εις την παρούσαν διαθήκην του μοναχού Ιωάννου, προτραπείς παρ’ αυτού υπέγραψα.
Ευμάθιος πρωτοσπαθάριος και στρατηγός Κρήτης παρών εις την παρούσαν διαθήκην του μοναχού Ιωάννου προτραπείς παρ’ αυτού υπέγραψα.
Παπάς Λέων δαφερέρος, νοτάριος της βασιλικής εξουσίας, μετέγραψα την παρούσαν διαθήκην του μοναχού και Οσίου Πατρός ημών Κυρ Ιωάννου του εν τη Κρήτη της επωνυμίας.
“Ετος από κτίσεως κόσμου “ςφλς” (6536), από δε Χριστού έτος “αλα” (1031)».
Απολυτίκιον Οσίου
Ήχος α’
«Της Κρήτης τον Γόνον και Ασκητών εγκαλλώπισμα, Ναών παμπόλλων
ιδρυτήν, Ιωάννην τον Όσιον, τιμήσωμεν εν ύμνοις οι πιστοί, βοώντες προς
αυτόν χαρμονικώς σώζε τας λιταίς σου τους την μνήμην σου τελούντας και
βοώντας σοι. Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι,
δόξα τω ενεργούντι διά σου πάσιν ιάματα.»

Αγγελής Γεώργιος, Μανούηλ και Νικόλαος Νεομ. 
Οι Άγιοι τέσσερες Νεομάρτυρες Αγγελής, Μανουήλ, Γεώργιος και Νικόλαος από το χωριό Μέλαμπες της Κρήτης
29 Ιουνίου 2011 
Μαρτύρησαν στο Ρέθυμνο στις 28 Οκτωβρίου 1824
Όταν καταλήφθηκαν οι διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας από τους Τούρκους, πολλοί Χριστιανοί, μη υποφέροντας τις διάφορες πιέσεις εκ μέρους των κατακτητών, εφέροντο εξωτερικά ως οθωμανοί, μυστικά όμως παρέμεναν Χριστιανοί. Δηλαδή βάπτιζαν τα παιδιά τους, παντρεύονταν κατά την τάξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας και όταν πέθαιναν πρώτα ερχόταν κρυφά ο ιερέας και τελούσε τη νεκρώσιμη ακολουθία και ύστερα ανακοινωνόταν ο θάνατος και κηδευόταν ο νεκρός ως μουσουλμάνος. Τηρούσαν τις νηστείες, τις εορτές, τα χριστιανικά ήθη και έθιμα κρυφά. Φανερά έκαναν περιτομή, είχαν μουσουλμανικά ονόματα, έκαναν τους γάμους και τις κηδείες και όλη τη ζωή του μουσουλμάνου. Είχαν δε και κρυφούς ιερείς πολλοί από τους οποίους φανερά ήταν χοτζάδες. Όλοι αυτοί ονομάζονταν κρυπτοχριστιανοί. Σε ολόκληρη την αυτοκρατορία υπήρχαν κρυπτοχριστιανοί. Έτσι και στην Κρήτη, από την εποχή της κατάκτησής από τους Τούρκους, υπήρχαν πολλοί κρυπτοχριστιανοί.
Οι Άγιοι Μανουήλ και Αγγελής ήταν αδέλφια μεταξύ τους ενώ και οι τέσσερες ήταν ξαδέλφια. Είχαν γεννηθεί κρυπτοχριστιανοί,όπως οι γονείς τους και οι πρόγονοί τους. Κατάγονταν από την κωμόπολη Μέλαμπες του νομού Ρεθύμνου και ήταν έγγαμοι με οικογένειες.
Το 1821 όταν έγινε η επανάσταση ξεσηκώθηκαν και στην Κρήτη οι Χριστιανοί εναντίον των Τούρκων. Οι Άγιοι έχοντας ελληνική και χριστιανική συνείδηση φανερώθηκαν από κρυπτοχριστιανοί που ήσαν και πολεμούσαν τους Τούρκους, με τους υπόλοιπους συμπατριώτες τους, ποθώντας να είναι ελεύθεροι και να εκφράζουν άφοβα την πίστη τους. Όμως μετά από τρία χρόνια πολέμων έφθασε στρατιωτική ενίσχυση από την Αίγυπτο και κατεπνίγη η επανάσταση στην Κρήτη, το 1824.
Οι Άγιοι επέστρεψαν από τις μάχες σώοι στο χωριό τους, στις οικογένειές τους και ζούσαν φανερά πλέον ως Χριστιανοί. Όταν εν καιρώ έφθασαν οι φοροεισπράκτορες για τη συλλογή του φόρου στο χωριό τους, οι Άγιοι θέλησαν να δώσουν φόρο, όπως και οι υπόλοιποι Χριστιανοί. Οι Τούρκοι που τους γνώριζαν ως μουσουλμάνους τους παρακινούσαν να επιστρέψουν στη θρησκεία τους για να μη πληρώνουν φόρο και να έχουν και όλα τα προνόμια των Τούρκων. Εκείνοι οι μακάριοι όμως δεν υποχωρούσαν και ομολογούσαν ότι είναι Χριστιανοί όπως και οι γονείς τους και δέχονται ευχαρίστως την φορολογία. Τότε τους οδήγησαν στον Μεχμέτ πασά, στο Ρέθυμνο, ο οποίος τους ρώτησε ποια θρησκεία σέβονται και του απάντησαν με μεγάλη παρρησία ότι είναι βαπτισμένοι Χριστιανοί, όπως και οι γονείς τους. Ο ηγεμόνας τούς παρακίνησε να αρνηθούν τον Χριστό και να επανέλθουν στην οθωμανική πίστη, ώστε και τη ζωή τους να σώσουν αλλά και να λάβουν δωρεές και αξιώματα. Εκείνοι όμως ούτε καν να ακούσουν ήθελαν και φώναζαν με όλη τη δύναμη της ψυχής τους :
Χριστιανοί είμαστε και Χριστιανοί θέλουμε να πεθάνουμε.
Τελικά τους έριξαν δέσμιους στη φυλακή, όπου και πάλι οι ασεβείς τους ωθούσαν σε άρνηση, χωρίς να πετυχαίνουν τίποτα. Το ίδιο έγινε και όταν τους έφεραν ξανά μπροστά στον ηγεμόνα, παρ’ όλα τα βασανιστήρια που υπέστησαν.
Βλέποντας ο ηγεμόνας το αμετάθετο της γνώμης των Μαρτύρων αποφάσισε την καταδίκη τους σε θάνατο. Τους έφεραν στη Μεγάλη θύρα της Ρεθύμνης, στον τόπο όπου φόνευαν τους καταδίκους και εκεί, ενώ εκείνοι μέχρι την τελευταία τους αναπνοή έλεγαν συνεχώς το «Κύριε, ελέησον », οι δήμιοι τους αποκεφάλισαν.
Τα άγια λείψανα έμειναν τρεις μέρες στον τόπο της καταδίκης και τη νύχτα οι οθωμανοί που φύλαγαν την πόλη έβλεπαν ένα φως να τα σκεπάζει και βλαστημούσαν λέγοντας ότι ήσαν ασεβείς οι μάρτυρες και ο Θεός έστειλε φωτιά από τον ουρανό να τους κάψει. Μετά τις τρεις ημέρες οι Χριστιανοί αφού πήραν άδεια, ενταφίασαν τους Μάρτυρες με ευλάβεια στην Μονή του Αγίου Γεωργίου, στο χωριό Περιβόλια.
Ένα χρόνο μετά ο Αρχιερέας Ιωαννίκιος έφερε στην Εκκλησία της Ρεθύμνου τα ιερά λείψανα και την μία τιμία κάρα έδωσε σε κάποιο Ρώσο πλοίαρχο για να την πάει στην Ρωσία, ενώ τα υπόλοιπα έστειλε στην Μονή του Αγίου Κωνσταντίνου, την ονομαζόμενη του Αρκαδίου. Εκεί μοιράστηκαν σε ιερείς και λαϊκούς και επετέλεσαν άπειρα θαύματα σε όλους όσους με πίστη επικαλούνταν τη χάρη τους.

Αγαθόπους εκ Πανόρμου Μυλοποτάμου
ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΑΓΑΘΟΠΟΥΣ 
Ἡ συνεισφορὰ τῆς νήσου Κρήτης στὴ συγκρότηση 
τοῦ «ἔσω ἀνθρώπου», καθὼς καὶ στὴν 
πνευματικὴ προαγωγή, δὲν συνίσταται μονάχα 
στὴν καλλιέργεια τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν 
Τεχνῶν, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀνάδειξη καὶ προβολὴ 
πνευματικῶν ἀναστημάτων καὶ προτύπων, τὰ 
ὁποία ἐμπνέουν, μὲ τὴν προσωπικότητα καὶ τὸ 
ἔργο τους, τὸ σύγχρονο ἄνθρωπο. Στὴν 
κατηγορία αὐτὴ ἐντάσσονται, μεταξὺ τῶν ἄλλων, 
καὶ οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὸ 
μαρτύριο τῆς συνειδήσεως, τὴ μαρτυρική τους τελείωσ
η, ἐνδυναμώνουν καὶ 
ἐμπνέουν τοὺς χριστιανούς, στὴν πάλη ἐνάντια στὶς δ
υσκολίες τῆς 
καθημερινότητας. 
Στὴ χορεία τῶν πρωτομαρτύρων († 250) τῆς Κρήτης, τῶ
ν ἁγίων Δέκα, 
συγκαταλέγεται καὶ ὁ ἅγιος μάρτυρας Ἀγαθόπους, ἀπὸ 
τὸ λιμένα Πανόρμου, 
τοῦ νομοῦ Ρεθύμνου. 
Οἱ ἄμεσες καὶ ἔμμεσες, ἐκδεδομένες καὶ ἀνέκδοτες (Δ
ετοράκης: 53-60, 63-74), 
ἁγιολογικὲς πηγές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀντλοῦμε πληροφορ
ίες γιὰ τὸν ἐν λόγῳ 
μάρτυρα, καθὼς καὶ γιὰ τοὺς συναθλητές του, στὴ μαρ
τυρικὴ πορεία, εἶναι 
ἀρκετές. Οἱ κυριότερες ἀπὸ αὐτές, εἶναι οἱ ἀκόλουθε
ς: ἡ ἐπιστολὴ ποὺ 
ἀπέστειλαν (458 μ.Χ.) ὀκτὼ ἐπίσκοποι τῆς Κρήτης στὸ
ν αὐτοκράτορα Λέοντα Α ́, 
ὅπου καταχωρίζεται, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἡ πληροφορία 
ὅτι οἱ ἅγιοι Δέκα 
τιμῶνται ὡς προστάτες καὶ φύλακες τῆς νήσου. Τὸ Μαρ
τύριο τῶν ἁγίων, ὅπως 
προῆλθε ἀπὸ τὸν ἀνώνυμο βιογράφο, οἱ ἐγκωμιαστικοὶ 
λόγοι πρὸς τιμὴν τῶν 
μαρτύρων, τῶν ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης, τοῦ ὑμνογράφου, 
ἁγίου Γερασίμου 
Παλλαδά, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, Θεοδώρου Παλλαδά,
ἱερέως, Μιχαὴλ τοῦ 
Ἀγαπητοῦ, κ.ἄ. Ἀπὸ τὴ Συναξαριακὴ παράδοση, τῆς Μετ
αφραστικῆς περιόδου, 
πρέπει νὰ σημειώσουμε τὸ Συναξάριον τῆς Ἐκκλησίας τ
ῆς Κωνσταντινουπόλεως 
(Delehaye: 337-340), τὸ Βασιλειανὸ Μηνολόγιο (PG 11
7, 224 CD), καθὼς καὶ τὸ 
«Μαρτύριο» τῶν ἁγίων ποὺ φέρεται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Συ
μεὼν τοῦ Μεταφραστῆ 
(PG 116, 565C-573B). Ἡ μνήμη τοῦ ἐν λόγῳ μάρτυρα, κ
αταχωρίζεται ἐπίσης, μετὰ 
τῶν συναθλητῶν του, στὴ σύνολη σχετική, κατοπινή, Σ
υναξαριακὴ παράδοση, 
σὲ πεζὰ καὶ ἔμμετρα Μηνολόγια (π.χ. τοῦ Ἰωάννου τοῦ
ἐκ Χάνδακος: 32). 
Ὁ ἅγιος μάρτυρας Ἀγαθόπους καταχωρίζεται ὄγδοος στὸ
ν ὀνομαστικὸ 
κατάλογο τῶν ἁγίων Δέκα μαρτύρων, στὴν πλειονοψηφία
τῶν παραπάνω 
Συναξαριακῶν καὶ λοιπῶν κειμένων. Προηγοῦνται τὰ ὀν
όματα τῶν πέντε 
μαρτύρων, ἐκ τῆς μητροπόλεως Γορτύνης, καθὼς καὶ οἱ
μάρτυρες ἐκ τῆς Κνωσοῦ 
καὶ τῆς Λεοβένης. Μολονότι στὶς πηγὲς δὲν ἔχουμε κά
ποια πρόσθετη 
πληροφορία γιὰ τὸν ἅγιο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ γενέτειρά του
, εἶναι γνωστὸ σ’ ἐμᾶς ὅτι ὁ 
Ἀγαθόπους, καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ ἐννέα τῆς χορείας τῶ
ν ἁγίων Δέκα, ἀρνήθηκαν 
νὰ προσφέρουν σπονδὲς καὶ νὰ γευτοῦν ἀπὸ τὰ θυσιαζό
μενα, κατὰ τὰ ἐγκαίνια 
τοῦ ἱεροῦ τῆς Τύχης, στὴ Γόρτυνα, ἐπὶ ἀνθυπάτου Πλα
τιμαίου, τὴν περίοδο τῆς 
βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου. Ἡ ἄρνηση τοῦ Ἀγαθ
όποδος καὶ τῶν λοιπῶν, 
νὰ συμμετέχουν στὰ προβλεπόμενα ἀπὸ τὸν διώκτη, ὁδή
γησε στὴ φυλάκισή 
τους, ὅπου ὑπέμειναν πλῆθος βασανισμῶν, προκειμένου
νὰ καμφθεῖ τὸ 
φρόνημά τους. Ὁ Ἀγαθόπους καὶ οἱ συναθλητὲς τοῦ ἐπέ
δειξαν ἰδιαίτερο σθένος 
καὶ ἀδιάπτωτη προσήλωση στὸ Χριστὸ καὶ ἡ στάση τοὺς
αὐτὴ ὁδήγησε στὴ 
μαρτυρικὴ τελείωσή τους, μὲ ἀποκεφαλισμό, στὴν τοπο
θεσία «Ἁλώνιον» (ἀρχαία 
πόλη Αὐλῶν), νοτιοδυτικά τοῦ χωριοῦ Ἅγιοι Δέκα, Μεσ
αρᾶς, στὶς 23 Δεκεμβρίου, 
τοῦ 250 μ.Χ., σύμφωνα μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα παράδοση. 
Ἄμεση ἦταν ἡ διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τῶν ἁγίων Δέκα
μαρτύρων, στὴ χορεία 
τῶν ὁποίων ἐντάσσεται καὶ ὁ μάρτυρας Ἀγαθόπους, ὁ ἐ
κ Πανόρμου τοῦ 
Ρεθύμνου. Ὡς ἡμέρα μνήμης τους θεωρήθηκε, ἀπὸ τὴν Ἀ
νατολικὴ καὶ τὴ Δυτικὴ 
Ἐκκλησία, ἡ ἡμέρα τῆς μαρτυρικῆς τελείωσής τους, ἡ 
23η Δεκεμβρίου. 
Ἡ ἀνακομιδὴ καὶ μετακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Ἀ
γαθόποδος, καθὼς καὶ 
τῶν λοιπῶν, ἐκ τῶν ἁγίων Δέκα, πραγματοποιήθηκε, κα
τόπιν αὐτοκρατορικῆς 
παραχώρησης, ἀπὸ τὸν ἅγιο Παῦλο, ἐπίσκοπο Γορτύνης,
τὸ 312 μ.Χ. Εἰδικότερα, 
κατὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τους ἀπὸ τὸ Ἁλώνιον
καὶ τὴ μετακομιδὴ τοὺς 
στὸ κοιμητήριο τῆς πόλης (Γόρτυνας), τὰ τίμια λείψα
να τῶν ἁγίων Δέκα 
βρέθηκαν ἄφθαρτα [Παπαδάκης Χ. (ἀρχιμ.): 283-284], 
ἐνῶ ἡ τελευταία σαφῆ 
μαρτυρία περὶ τῶν λειψάνων τους, μᾶς δίδεται ἀπὸ τὸ
ν ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης, 
Τεμάχια ἱερῶν λειψάνων τῶν ἁγίων Δέκα μαρτύρων, βρί
σκονται σὲ 
λειψανοθῆκες Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους κ.ἄ., σήμερα. 
Ἡ ἐκδήλωση τῆς τιμῆς τῶν Κρητῶν πρὸς τοὺς ἁγίους Δέ
κα μάρτυρες, συντέλεσε 
στὴν ἀνοικοδόμηση ναῶν καὶ παρεκκλησίων, ἀφιερωμένω
ν στὴ μνήμη τους, στὸ 
διάβα τῶν αἰώνων. Εἰδικότερα γιὰ τὸν ἅγιο μάρτυρα Ἀ
γαθόποδα ὁλοκληρώνεται 
ἡ ἀνέγερση περικαλλοῦς ναοῦ στὴ γενέτειρά του, τὸ Π
άνορμο Ρεθύμνου, ὅπου οἱ 
φιλόθεοι πιστοὶ θὰ ἔχουν ὁρατὴ ἔκφραση τῆς παρουσία
ς του, σὲ αὐτὸν καὶ θὰ 
ἐπικαλοῦνται τὶς πρεσβεῖες του πρὸς τὸν Κύριο. 
Ἡ ὑμνογραφία γιὰ τὸν ἅγιο Ἀγαθόποδα, δὲν εἶναι πλού
σια. Πρὸς τιμὴν τοῦ 
καταχωρίζεται ἀναπλήρωση Ἀσματικῆς Ἀκολουθίας, ποίη
μα τῆς ἐκ Πανόρμου, 
φιλολόγου, Γεωργίας Λουλουδάκη, στην ὁποία ὑπογραμμ
ίζεται, μὲ ἄμεσες καὶ 
ἔμμεσες ἀναφορές, -ὀκτὼ στὸν ἀριθμό-, ἡ σύνδεση τοῦ
μάρτυρος μὲ τὴ γενέτειρά 
του. Στὰ ἐκδεδομένα ὑμνογραφικὰ τῶν ἁγίων Δέκα [Παπ
αδάκης Χ. (ἀρχιμ.): 449-
685], ὁ ἅγιος Ἀγαθόπους δὲν τοποθετεῖται στὴν ἐπικρ
ατοῦσα, σύμφωνα μὲ τὰ 
Συναξαριακὰ κείμενα, 8η θέση, ἀλλὰ μνημονεύεται μετ
αξὺ τῆς 2ης καὶ 10ης 
θέσης, καλύπτοντας, κατὰ περίπτωσιν, τὶς μετρικὲς κ
αὶ μουσικὲς ἀνάγκες τοῦ 
ὕμνου. Πρὸς τιμὴν τοῦ ἐν λόγῳ ἁγίου, καθὼς καὶ τῶν 
συναθλητῶν του, 
καταχωρίζονται δυὸ ἀνέκδοτοι Ἀσματικοὶ Κανόνες, ποι
ήματα τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ 
Ὑμνογράφου καὶ τοῦ Θεοφάνους τοῦ Γραπτοῦ, τὰ χειρόγ
ραφα τῶν ὁποίων 
βρίσκονται σὲ βιβλιοθῆκες τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ ἐξωτε
ρικοῦ [Παπαηλιοπούλου: 
131 (369, 370)]. 
Ἡ ἱστόρηση τοῦ μάρτυρος Ἀγαθόποδος, δὲν παρουσιάζει
ὁμοιομορφία, στὴν 
ἐντοίχια εἰκονογράφηση, στὶς φορητὲς εἰκόνες. Σύμφω
να μὲ τὴν «Ἑρμηνεία», τοῦ 
Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνά, ὁ ἅγιος ἱστορεῖται «νέος 
ἀγένειος» (Φουρνᾶς: 160), 
μολονότι ἡ πραγματικότητα αὐτὴ διαπιστώνεται μονάχα
σὲ ἐλάχιστες φορητὲς 
εἰκόνες, ἐφόσον, ὁ μάρτυρας ἱστορεῖται, συνήθως, γε
νειοφόρος. Ὁ ἅγιος 
Ἀγαθόπους ἀναπαριστᾶται ἄλλοτε μετωπικῶς καὶ ἄλλοτε
μὲ ἐλαφρὰ κλίση τῆς 
κεφαλῆς πρὸς τὰ ἀριστερά, σὲ ἀπεικόνιση, μόνος ἢ ἐ
νταγμένος στὴ χορεία τῶν 
ἁγίων Δέκα μαρτύρων. Κρατεῖ σταυρὸ στὸ δεξὶ χέρι, ὅ
πως διαπιστώνουμε στὴν 
πλειονοψηφία τῶν παραστάσεων, ἐνῶ, ὅταν τὸ ἀριστερὸ
δὲν εἶναι καλυμμένο μὲ 
κάποιο ἀπὸ τὰ ἐνδύματά του, φέρεται ὑψωμένο καὶ ἀνο
ικτό, ὡς κατάφαση στὸ 

Γεδεών οσιομ. Ο Καρακαληνός
1
ΓΕΔΕΩΝ Ο ΚΑΡΑΚΑΛΛΗΝΟΣ 
Ο Άγιος Γεδεών, το καύχημα και το 
σέμνωμα της Ιεράς Μονής Καρακάλλου, ανήκει 
στην χορεία των Οσιομαρτύρων εκείνων, οι 
οποίοι ορμώμενοι εκ του Αγιωνύμου Όρους, 
ομολόγησαν παρρησία στην Χριστιανική πίστη 
και κατήσχυναν την ασέβεια των τυράννων. Η 
διδασκαλία, το μαρτυρικό αίμα και τα 
επακολουθούντα θαύματα των Οσιομαρτύρων 
ενίσχυαν τους Χριστιανούς και προετοίμαζαν 
την επανάστασιν του υποδούλου γένους
1

Ο Άγιος Γεδεών γεννήθηκε στο χωριό Κάπουρνα της επαρ
χίας 
Δημητριάδος από ευσεβείς και ορθοδόξους γονείς. Ο π
ατέρας του 
ονομαζόταν Αυγερινός και η μητέρα του Κυράτζα. Είχε 
άλλα εφτά 
αδέλφια 3 αδελφούς και 4 αδελφές αυτός ήταν ο πρωτότ
οκος των άλλων, 
ονομαζόμενος Νικόλαος Μέμτσιας. 
Επειδή ο πατέρας του δεν μπορούσε να εξοικονομήσει τ
α προς το 
ζην αναγκάστηκαν να αλλάξουν τόπο διαμονής και τα παιδ
ιά έπρεπε να 
εργαστούν για να προσφέρουν στην οικογένεια. 
Ο Άγιος ως πρωτότοκος έπιασε δουλειά σε ένα εξάδελφο
της 
μητέρας του που ήταν μπακάλης. Εκεί συνήθιζε να συχνά
ζει ένας 
Αγαρηνός Αλής ονόματι, βλέποντας τον Νικόλαο να είνα
ι πολύ εργατικός 
κι έξυπνος ζήτησε από τον Μπακάλη να τον πάρει στην υ
πηρεσία του. Ο 
θείος του Αγίου αρνήθηκε και είπε στον Αλή ότι έπρεπε
πρώτα να πάρει 
την συγκατάθεση της μητέρας του παιδιού. Ο Αγαρηνός 
θύμωσε και μετά 
από εφτά μέρες γύρισε και άρπαξε βιαίως τον Νικόλαο κα
ι τον έφερε 
αμέσως στο χαρέμι του. Ο πατέρας του Αγίου ζητούσε 
επιμόνως από τον 
Αλή να του δώσει το γιο του πίσω, αλλά αυτός του έλ
εγε με αυθάδεια και 
προκλητικότητα: 
«Εγώ μπρέ Αυγερινέ ξέρεις καλά ότι έχω το παιδί μου 
στον πόλεμο λοιπόν όταν επιστρέψει από τον πόλεμο
.
τότε έλα να πάρεις 
τον υιόν σου». 
Γυρίζοντας ο γιος του Αγαρηνού παραπονέθηκε στον πατ
έρα του 
γιατί έχει στο χαρέμι του ένα Ρωμαιόπουλο. Και ο Αλ
ής του απάντησε ότι 
σύντομα θα ανάγκαζε το Νικόλαο να ασπασθεί το Ισλάμ.
Έτσι και έγινε, 
αφού λοιπόν περιέτεμον αυτόν οι οπαδοί του ψευδοπρο
φήτου Μωάμεθ, 
επωνόμασαν αυτόν Ιμβραήμ. 
Ο Άγιος μετά την παρέλευσιν δυο μηνών και αφού μεταν
όησε για 
την πτώση του έφυγε κρυφά από τον Αγαρηνό και γύρισε 
στο πατέρα του 
ζητώντας του να τον συγχωρήσει και να τον κρύψει. 
1
Ιερά Μονή Καρακάλλου, «
Βίος και Μαρτύριον του Αγίου Ενδόξου Οσιομάρτυρος Γ
εδεών
», 
Εκδ. Ιερά Μονή Καρακάλλου, Άγιον Όρος 
2
2003, σ. 9. 
2
Ο πατέρας του τον έκρυψε σε μια κοντινή περιοχή. Εκεί
κατά Θείαν 
Οικονομία ζούσε μια καλόγρια, θεία του πατέρα του Αγί
ου, η οποία τον 
βοήθησε να πιάσει δουλειά ως κτίστης μαζί με άλλους 
τεχνίτες. 
Τις ημέρες εκείνες ένα καράβι έφευγε για Κρήτη, έτσι 
μαζί με τους 
τεχνίτες που έφευγαν για την Κρήτη μπήκε στο καράβι κα
ι ο Άγιος. Κατά 
τη διαμονή στην Κρήτη τον πρώτο καιρό οι τεχνίτες φέ
ρονταν 
απάνθρωπα στο Νικόλαο, τον ράβδιζαν και τον άφηναν πε
ινασμένο. Από 
τις κακουχίες ο Άγιος δεν άντεξε και ανεχώρησε από την
περιοχή εκείνη, 
και αφού έφτασε σε ένα εξωκκλήσιο βρήκε ένα ιερέα. Του 
εξιστόρησε 
μετά δακρύων τα συμβάντα της ζωής του και ο ιερέας αφ
ού του είπε ότι 
προ λίγων ημερών πέθανε ο υιός του, του ζήτησε να τ
ον υιοθετήσει. Μετά 
τρεις χρόνους ο Ιερεύς πέθανε και ο άγιος αναγκάστηκε 
να αναχωρήσει 
εις το αγιώνυμον όρος στη Μονή Καρακάλου όπου εκάρη μ
οναχής. Πριν 
λάβει το Αγγελικό σχήμα προσπαθούσε να βρει έναν έμπ
ειρο πνευματικό 
για την εξομολόγησή του, διότι κατά την παραμονή του
στην Κρήτη σε 
κανένα πνευματικό, ούτε και προς τον ψυχοπατέρα του εξ
ομολογήθηκε 
την αμαρτία του, ότι ήταν Τούρκος, και αποδιωχθεί της
κοινωνίας των 
Αχράντων Μυστηρίων. Γι’ αυτό τον λόγο όμως όλα αυτά
τα χρόνια δεν 
τολμούσε να πλησιάσει στην θεία Κοινωνία προσποιούμ
ενος διαφόρους 
λόγους, ότι δεν ήταν έτοιμος. 
Στη Συνοδεία όμως των πατέρων της Μονής Καρακάλου βρ
ήκε τον 
πνευματικό όπου τον εξομολόγησε και έτσι μετά κατανύξε
ως και 
συντετριμμένης καρδίας κοινώνησε των θείων Μυστηρίων.
Ο ένθεος ζήλος του ήτανε παράδειγμα για τους μοναχο
ύς. Του 
άρεσε να ασκείται στις νηστείες, στις αγρυπνίες, στι
ς γονυκλισίες και σε 
άλλους ασκητικούς αγώνες. Θέλησε να αποσυρθεί και σε 
σκήτη για πιο 
έντονο πνευματικό αγώνα και οι πατέρες της Μονής με π
ολλή αγάπη του 
έδωσαν απολυτήριο δια την Σκήτη. Όμως ο Άγιος, μη α
ναπαυθείς, 
επέστρεψε πάλιν στη Μονή
2

Στη Μονή Καρακάλου παρέμεινε 35 χρόνια μέσα σε αυτό 
το 
διάστημα εν έτει 1797, 6 Ιουνίου, διωρίσθη παρά 
της Ιεράς Μονής, σε ένα 
Μετόχιον της Μονής Καρακάλου στο χωριό Μαργαρίτες
3
στο Ρέθυμνο 
2
Περισσότερα, βλ. Ιερά Μονή Καρακάλου, ὅ.π., σσ. 1
7-28. 
3
Μαργαρίτες: Δημοτικό Δαμέρισμα Δήμου Γεροποτάμου τ
ου νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται 
σε υψόμετρο 300 μ. και απέχει από το Ρέθυμνο 27 χλμ
. Στις ενετικές απογραφές και σε 
έγγραφα της περιόδου αναφέρεται ως «Μαγαρίτες». Αυτ
ό είναι και το αρχικό όνομα του 
χωριού και συνεπώς στο όνομα αυτό πρέπει να αναζητη
θεί η ετυμολογία του. Ο Στ. 
Ξανθουδίδης γράφει (Χάνδαξ – Ηράκλειον σ. 28), ότι 
το όνομα του χωριού αυτού όπως 
και πολλών άλλων (Γαβαλοχώρι – Αμάρι – Γερακάρι – Φ
ουρφουράς κ.λπ.) οφείλονται σε 
οικογενειακά επώνυμα βυζαντινών οίκων που μετοίκησα
ν στην περιοχή. Όμως η 
ετυμολογία του ονόματος του οικισμού πρέπει να αναζ
ητηθεί στο αρχικό του όνομα 
Μαγαρίτες
, που αναφέρεται αιώνες πριν την οριστικοποίηση του
χωριού ως Μαργαρίτες. 
Στο «Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης» του Δημητρ
άκου αναφέρεται η μεσαιωνική 
λέξη 
μαγαρίτης
, που σημαίνει αρνησίθρησκος, αποστάτης (χρησιμοποι
είται και ως 
3
Κρήτης, στο Μετόχιον της Θείας Μεταμορφώσεως. Εκεί π
αρέμεινε για 6 
χρόνια, και μετά επέστρεψε στο Άγιον Όρος
4

Έπειτα από πολλή άσκηση και προσευχή αποφάσισε να επ
ιστρέψει 
στον τόπο καταγωγής του και να ομολογήσει ενώπιον των
Αγαρηνών την 
πίστη του στον Χριστό. Οι Σαρακηνοί αφού τον ράβδισ
αν και τον 
διαπόμπευσαν, του έκοψαν τα χέρια και τα πόδια και τελ
ικά τον 
θανάτωσαν στις 30 Δεκεμβρίου το 1818
5

Οι χριστιανοί, αφού πρώτα φιλοδώρησαν τον τύραννο κα
τάφεραν 
και πήραν το άγιο λείψανο ώστε να το ενταφιάσουν. Το
μετέφεραν με 
τιμή και με ευλάβεια στην πόλη του Τυρνάβου και το εν
ταφίασαν όπισθεν 
του ιερού βήματος του ναού των Αγίων Αποστόλων
6

Τμήματα του Λειψάνου του παρεδόθησαν στη Μονή Καρακά
λου 
όπου οι πατέρες τα υπεδέχθησαν με μεγάλες τιμές. Υπ
εδέχθησαν τον 
Άγιο ως αδελφό τροπαιούχο και νικητή της πλάνης του 
διαβόλου. Η Ιερά 
Μονή από τότε καυχάται για τον Άγιο Γεδεών και εορτάζ
ει 
μεγαλοπρεπώς την αγία αυτού μνήμη στις 30 Δεκεμβρίου

υβριστική αντί του 
μακαρίτης
), που δεν αποκλείεται να έχει σχέση με την ίδρυση 
του 
χωριού, από τον πρώτο οικιστή 
μαγαρίτη (αλλόθρησκο)
. Όμως, στο «Μέγα Λεξικόν της 
Ελληνικής Γλώσσης «των Liddel-Scott αναφέρεται η λέ
ξη «μαγαρικός» εκ του «μεγαρικός 
κέραμος»: «
ούτω δε τους Μεγαρικούς κεράμους δια του ε χρη λέγε
ιν ου δια του α, ως οι 
έμποροι την άρχουσαν παραφθείροντες. Τα μαγαρικά συ
νεχίζουν να
έχουν σχέση με τα 
κεραμικά και επί Βυζαντίου, από όπου και προέρχεται
η ονομασία του χωριού. Οι 
Βυζαντινοί έλεγαν μαγαρικάτα, πήλινα υδροδοχεία, στ
αμνιά, κύπελλα, πιάτα κ.λπ.»
(Βλ. 
Φαίδ. Κουκουλέ, 
Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός,
τόμ. Β ́, σ. 104). Στο Λεξικό των Liddel – 
Scott αναφέρεται επίσης ότι «μάγαρον» σημαίνει και 
«μέγαρον». Η αγγειοπλαστική έχει 
παράδοση στις Μαργαρίτες, όπως και στο Θραψανό της 
επαρχίας Πεδιάδος του νομού 
Ηρακλείου. Μάλιστα οι κάτοικοι εξακολουθούν και σήμ
ερα να εργάζονται σε 
απομιμήσεις αρχαίων μινωϊκών αγγείων, για τουριστικ
ή κατανάλωση. Οι 
αγγειοπλάστες των μαγαρικών αγγείων αποκαλούνταν «
μαγαρικοί
» και κατά 
παραφθορά προκύπτει το «Μαγαρίτες» όπως συμβαίνει ά
λλωστε με πολλές ονομασίες. 
Που σημαίνει ότι η επαγγελματική ταυτότητα των πρώτ
ων οικιστών έδωσε και το όνομα 
στην περιοχή. Στις Μαργαρίτες υπάρχει πλήθος εκκλησ
ιών. Στα περίχωρα του χωριού 
βρίσκεται μετόχι της μονής Καρακάλλου του Άθω. Στο 
υπέρθυρο της πόρτας βρίσκονταν 
επιγραφή: 
Ναός η Μεταμόρφωσις του Ιησού 
Χριστού Παντοκράτορος ημών Θεού 
Μονής Καρακάλλου του Αγίου Όρους 
κτήμα υπάρχον από αρχαίων χρόνων. 
(Βλ. G. Gerola, 
Monumenti Veneti, τόμ
. ΙΙΙ, σ.176). http://margarites.blogspot.com/ 
4
Ιερά Μονή Καρακάλου, 
ὅ.π.,
σ. 27. 
5
Ε. Σταυρουλάκη (πρωτ.), 
Συναξάριον Πάντων των Αγίων των εν Κρήτη διαλαμψάντ
ων,
Εκδ. Ιερού Συνδέσμου Εφημεριών Ι.Α.Κ., 2004, σ. 155

6
Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης, 
ό.π.,
τ. Β ́, σ. 29. 

1. Όσιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης
ρθόδοξος Συναξαριστής :: Όσιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης
Βιογραφία
Ο Όσιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης ήταν προικισμένος με εξαιρετικό θαυματουργικό χάρισμα και ασκήτευσε στη νότια και κεντρική Κρήτη κατά τα μέσα ή το δεύτερο ήμισυ του 17ου αιώνα μ.Χ. Η κοίμησή του τοποθετείται γύρω στο 1670 μ.Χ.
Πληροφορίες για τη ζωή του διασώζονται μόνο στην προφορική παράδοση του νησιού και ιδιαίτερα στην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Εκεί βρίσκεται το λεγόμενο Κουρταλιώτικο Φαράγγι, από το οποίο περνά ο ποταμός Κουρταλιώτης και εκβάλλει στο Λιβυκό Πέλαγος. Στο μέσον του φαραγγιού, κοντά στον πυθμένα του, βρίσκεται ο μικρός ναΐσκος του οσίου, στον οποίο οι προσκυνητές κατεβαίνουν από σκάλα με μεγάλο αριθμό πέτρινων σκαλοπατιών. Εκεί κοντά, κατά την παράδοση, βρίσκεται και ο τάφος του, που δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί.
Το λαϊκό προφορικό συναξάρι του οσίου διασώζει ότι από παιδί εμφάνισε τα πρώτα σημάδια της αγιότητάς του, κυρίως κατά την άσκηση του χαρίσματος της ελεημοσύνης, όταν έδινε σε πτωχούς τα αποθέματα τροφίμων του πατρικού του σπιτιού (αναφέρονται κουκιά και λάδι) κι όμως, παρά τις ανησυχίες του πατέρα του, τα πιθάρια βρίσκονταν πάντα γεμάτα. Γι’ αυτό έλαβε ευλογία από τον πατέρα του να ακολουθήσει, αν ήθελε, τον ασκητικό βίο.
Έφυγε στα όρη, δάση και φαράγγια της Κρήτης σε παιδική ή εφηβική ηλικία και, ζώντας ασκητικά, έφθασε σε μεγάλο ύψος αγιότητας. Μέρος της ζωής του το έζησε στην πεδιάδα της Μεσσαράς, στο νομό Ηρακλείου. Λίγο πριν κοιμηθεί επέστρεψε στην επαρχία Αγίου Βασιλείου, όπου βρισκόταν και η γενέτειρά του (πιθανόν το χωριό Ασώματος, του σημερινού δήμου Φοίνικα). Ερχόμενος έφερε μαζί του κάποιον Μεσσαρίτη, που, σύμφωνα με μία εκδοχή του βίου του, τον είχε πληγώσει θανάσιμα, από λάθος, κυνηγώντας με το τόξο του και, σύμφωνα με την επιθυμία του αγίου, τον είχε μεταφέρει εκεί. Κοντά στο σημείο όπου βρίσκεται ο ναΐσκος, ο Μεσσαρίτης δίψασε και ο άγιος, εκτείνοντας το χέρι, εποίησε «σημεῖον μέγα ἀπὸ Θεοῦ»: πέντε πηγές με άφθονο νερό, που ακολουθούν τη σειρά και την αναλογία των δακτύλων του χεριού, ξεπήδησαν από το τοίχωμα του φαραγγιού, απ’ όπου αναβλύζουν μέχρι σήμερα.
Η παράδοση επίσης διασώζει ότι κτίτορας του ναΐσκου είναι κάποιος Οθωμανός, την εποχή της Τουρκοκρατίας, ο οποίος λοιδορούσε τη μνήμη του οσίου, τιμωρήθηκε παιδαγωγικά απ’ αυτόν και αποκαταστάθηκε δια θαύματος. Σήμερα ο ναός αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά και αγαπητά προσκυνήματα της περιοχής και υπάγεται στην ενορία Ασωμάτου.
Αν και ο άγιος δεν είναι αναγνωρισμένος με επίσημη απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, περιλαμβάνεται στο Κρητικό Αγιολόγιο και η μνήμη του τιμάται με εξαιρετική λαμπρότητα την 1η Σεπτεμβρίου. Ακολουθία του Οσίου εκδόθηκε στην Αθήνα το 1879 μ.Χ.
2. Νεομ. Γεώργιος, Αγγελής, Μανουήλ και Νικόλαος εκ Μελάμπων
λοι γεννήθηκαν στό χωριό Μέλαμπες Ρεθύμνου Κρήτης, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς χριστιανούς.
Ὁ Ἀγγελῆς καί ὁ Μανουῆλ ἦταν γνήσια ἀδέλφια, γιοί τοῦ Ἰωάννη Ρετζέπη. Ὁ Γεώργιος ἦταν γιός τοῦ Κωνσταντίνου Ρετζέπη. Ὁ Νικόλαος ἦταν γιός κάποιου ἄλλου, Ἰωάννη Ρετζέπη.
Ὅλοι δηλαδή ἦταν ἀπό τήν ἴδια οἰκογένεια, πλούσιοι, διακεκριμένοι γιά τήν ἀνδρεία τους, ἔγγαμοι μέ παιδιά καί ἀπολάμβαναν ὅλα τά προνόμια τῶν Μωαμεθανῶν, διότι ὑποκρίνονταν τούς Τούρκους.
Τό 1821 ὅμως, συντάχθηκαν μέ τούς χριστιανούς καί πολέμησαν γενναία γιά τήν ἐλευθερία τῆς πατρίδας. Ὅταν ἐπέστρεψαν στή γενέτειρά τους καί πῆγαν νά πληρώσουν τούς καθιερωμένους φόρους στούς ἐντεταλμένους Τούρκους, τούς κατάγγειλαν σάν ἀποστάτες τοῦ Μουσουλμανισμοῦ στόν Μεχμέτ Πασᾶ τοῦ Ρεθύμνου.
Συλλήφθηκαν καί ὁδηγήθηκαν δεμένοι στήν πόλη αὐτή. Ἐπειδή ὅμως δέν ὑπέκυψαν στίς κολακεῖες τῶν τυράννων καί ἔμειναν σταθεροί στήν πίστη τους, βασανίστηκαν μέ τόν πιό φρικτό τρόπο.
Τελικά στίς 28 Ὀκτωβρίου 1824 τούς ἀποκεφάλισαν μπροστά στήν «Μεγάλη Πόρτα» τοῦ Ρεθύμνου. Οἱ τρεῖς κάρες ἀπ’ αὐτούς τούς Νεομάρτυρες, φυλάσσονται στόν Ναό τῶν τεσσάρων μαρτύρων στό Ρέθυμνο.
3. Νεομ. Μανουήλ ο εκ Σφακίων
Αυτός ο Μάρτυρας του Χριστού Μανουήλ ήταν από τα Σφακιά της Κρήτης γεννημένος από γονείς Χριστιανούς. Και όταν  ήταν νέος ακόμη στην ηλικία, σκλαβώθηκε από τους Τούρκους οι οποίοι πήγαν και υπέταξαν τα Σφακιά, όταν αποστάτησαν. Και όταν τον είδαν οι Αγαρηνοί, ότι ήταν επιδέξιος στην υπηρεσία τους τον έκαναν Τούρκο με την βία και του έκαναν και περιτομή, σύμφωνα με την συνήθειά τους. Αλλά ο ευλογημένος Μανουήλ, επει¬δή ήταν θεοσεβής, έβαλε τα δυνατά του και έφυγε από εκεί και πήγε στην νήσο Μύκονο και, αφού εξομολογή¬θηκε την αμαρτία του και έκανε με προθυμία τον πρέ¬ποντα κανόνα και μυρώθηκε, ήταν πάλι Χριστιανός.
Πηγή:ozoisxorigos.blogspot.gr/
Και μετά από αρκετό χρόνο παντρεύτηκε και νόμιμη γυναίκα από εκεί και έκανε και έξι παιδιά μαζί της. Επειδή όμως κατάλαβε, ότι αυτή πρόδιδε την τιμή της και έκανε μοιχεία με άλλον, καθώς φοβήθηκε τον Θεό, δεν την κακοποίησε, ούτε την έ¬κανε θέαμα. Αλλά, αφού επήρε τα παιδιά του, έφυγε από το σπίτι της και, αφού ενοικίασε άλλο σπίτι, καθόταν με τα παιδιά του ησυχάζοντας. Είχε ό¬μως και μπατζανάκη, άνθρωπο πάρα πολύ κακό και μιαρό. Ο οποίος πάν¬τοτε τον φοβέριζε, ότι θα τον κακοποιήσει για την περιφρόνηση που έδειξε στην αδελφή της γυναίκας του. Αλλά τι ακολούθησε; Κατέβαινε ο Μανουήλ από την Σάμο στην Μύκονο με ένα πλοίο, φορτωμένο ξύλα. Και κατά τύχη συναντά στην θάλασσα ένα καράβι του καπετάν πασά, το οποίο φύλαγε την άσπρη θάλασσα.
Προστάζεται, σύμφωνα με την συνήθεια, να πάει κον¬τά στο καράβι, μέσα όμως σ’ αυτό ήταν ο προαναφερθείς μπατζανάκης του, υπηρέτης του αγά του καραβιού. Ο οποίος μόλις είδε από μακριά τον ευλο¬γημένο Μανουήλ, τρέχει με προθυμία και λέει στον αγά, ότι ο άνθρωπος, που έρχεται με το καΐκι, που φωνάξαμε, ήταν κάποτε Τούρκος και τώρα συμπεριφέρεται ως Χριστιανός. Τότε, αφού τον έστησε μπροστά του ο αγάς τον ρωτούσε, τι άνθρωπος είναι. Εκείνος του είπε· «Χριστιανός είμαι από την γέννησή μου». Ο αγάς του είπε• «Μία φορά ήσουν Χριστιανός, ύστερα όμως τούρκεψες με την θέλησή σου, γι’ αυτό πρέπει πάλι να γυρίσεις στην πίστη μας, διότι εάν δεν δεχθείς, πρόκειται να σε παιδεύσω άσπλαχνα, ώσπου να ξεψυχήσεις».
Ο Μάρτυρας όμως, αφού πήρε δύναμη από ψηλά και χωρίς να βάλει καθόλου με τον νου του τις φοβέρες του, αποκρίθηκε, ότι Χριστια¬νός γεννήθηκα και Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θα πεθάνω. Μόλις τα άκουσε αυτά ο αγάς οργίστηκε πολύ και τον παρέδωσε στους βασανιστές, να τον τιμωρήσουν. Οι οποίοι τον παίδευαν με μεγάλη ασπλαχνία για πολ¬λές ημέρες, μέχρις ότου πήγαν στην Χίο, όπου βρισκόταν ο καπετάν πασάς με την βασιλική αρμάδα.
Τότε ο Μάρτυρας παρακαλεί έναν Χριστιανό από την Ύδρα, που ή¬ταν στο ίδιο καράβι, να βγει έξω, για να του φέρει κανέναν πνευματικό να εξομολογηθεί, ωστόσο δεν τόλμησε κανένας πνευματικός να πάει από τον φό¬βο των Αγαρηνών. Ένας όμως από τους πνευματικούς είπε στον προαναφερθέντα άνθρωπο από την Ύδρα κρυφά, ορισμένες παραγγελίες και συμ¬βουλές για να τις πει στον Μάρτυρα, για να του δώσει θάρρος και παρηγο¬ριά. Και όταν τις άκουσε αυτές ο Μάρτυρας, έλαβε περισσότερη εμψύχωση και είπε• «Και εγώ τον ίδιο σκοπό έχω. Τί σήμερα να πεθάνω και τί αύριο; Ο κόσμος αυτός είναι προσωρινός. Παρά να πεθάνω αύριο κολασμένος, καλυτέρα να πεθάνω σήμερα για την πίστη μου και να σώσω την ψυχή μου». Λοι¬πόν την ίδια ημέρα παρέδωσε ο αγάς του καραβιού τον Μάρτυρα στα χέρια του καπετάν πασά, λέγοντας σ’ αυτόν όλη την υπόθεση. Ο δε καπετάν πα¬σάς αφού παρέστησε τον Μάρτυρα μπροστά του, τον ρώτησε, τί είναι; Αυ¬τός τότε αποκρίθηκε, ότι είναι Χριστιανός.
Τότε ο ηγεμόνας πρόσταξε να γυμνώσουν τα απόκρυφα μέλη του. Και μόλις έγινε αυτό, είδε ο καπετάν πασάς με τα μάτια του την περιτομή της σάρκας του. Έτσι είπε σ’ αυτόν· «Πώς λοιπόν λες, ότι είσαι Χριστιανός». Ο Μάρτυρας αποκρίθηκε· «Από την γέννησή μου Χριστιανός είμαι, ωστόσο σκλαβώθηκα πολύ μικρός και με την βία με τούρκεψαν. Τώρα όμως πάλι Χριστιανός θέλω να είμαι». Όταν τα άκουσε αυτά ο πασάς έδωσε προστα¬γή να τον αποκεφαλίσουν χωρίς καθυστέρηση. Τότε ο Μάρτυρας σήκωσε τα χέρια και τα μάτια στους ουρανούς και είπε μεγαλόφωνα· «Δόξα σοι ο Θεός». Και αφού τον παρέλαβαν οι υπηρέτες του πασά, τον πήγαν λίγο πιο μακριά από το παλάτι, κοντά σε ένα σφαγείο, στην αποκαλούμενη παλαιά βρύση και εκεί ο Μάρτυρας του Χριστού, χωρίς να τον προστάξουν, μόνος του γονάτισε στην γη και έκλινε την κεφαλή, προσμένοντας με χαρά μεγάλη τον θάνατο.
Αλλά εκείνος που επιχείρησε να τον αποκεφαλίσει κυριεύθηκε από μεγάλη δειλία και αφού έρριξε το σπαθί, έφυγε. Μόλις έγινε αυτό, ακο¬λούθησε θόρυβος και ταραχή μεταξύ των Τούρκων. Ο δε Μάρτυρας δεν γύ¬ρισε καθόλου τα μάτια του, για να δει τι γινόταν, αλλά έστεκε γονατισμένος και ατάραχος προσέχοντας μόνο τον εαυτό του. Τότε ένας τζαούσης του η¬γεμόνα, αφού άρπαξε την μάχαιρα, χτυπούσε στον λαιμό του Μάρτυρα πολλές φορές και σε πολλά μέρη, ωστόσο δεν μπόρεσε να κόψει την κεφαλή.
Βλέποντας όμως, ότι δεν κατορθώνει τίποτε, καθώς οργίστηκε πολύ, ρί¬χνει κάτω στην γη τον Μάρτυρα και, αφού έπεσε επάνω του, αρπάζει την κεφαλή του και τον κατασφάζει, σαν πρόβατο αληθινό του Χριστού. Ήταν δε ημέρα Δευτέρα, η ώρα τέσσερις. Την επομένη, όταν έμαθε ο ηγεμόνας την χαρά, που έλαβαν οι Χριστιανοί για την τελείωση του Μάρτυρα και την συρροή, που κάνουν στο πάντιμό του και Άγιο λείψανο, πρόσταξε και το σήκωσαν από εκεί, μαζί και την ιερή του κεφαλή και αφού έδεσαν σ’ αυτά μεγάλες πέτρες, τα έρριξαν στον βυθό της θάλασσας με φωνές πολλές και δυ¬νατές κραυγές. Η δε Αγία του ψυχή ανέβηκε στους ουρανούς και συμπεριλήφθηκε στους Αγίους Μάρτυρες και τώρα στέκεται δίπλα στον Χριστό, που πόθησε και λαμβάνει από αυτόν τον αμάραντο στέφανο του Μαρτυρί¬ου, βρισκόμενη στον χορό μαζί με όλους τους Αγίους και δοξάζοντας τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τον ένα μέσα στην Τριάδα Θεό.
Στον οποίο αρμόζει κάθε δόξα τιμή και προσκύνησις στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, τ. Δ΄, εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη-Άγιον Όρος, σ. 90-92)

4. Νεομ. Ιωάννης
Βιογραφία
Τα Σφακιά της Κρήτης ήταν η πατρίδα του Αγίου Ιωάννη και εργαζόταν σαν γεωργός στη Νέα Έφεσο.
Σ’ ένα πανηγύρι προς τιμήν του Τιμίου Προδρόμου (29 Αυγούστου 1811 μ.Χ.) έξω από τη Νέα Έφεσο, ο Ιωάννης με δύο πατριώτες του διασκέδαζαν. Σε κάποια στιγμή ήλθαν απεσταλμένοι του αγά και τους ζήτησαν τον κεφαλικό φόρο. Οι τρεις Σφακιανοί αρνήθηκαν να τον πληρώσουν και συνεπλάκησαν με τους φοροεισπράκτορες. Αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθεί, από τους συντρόφους του Ιωάννη, ένας Τούρκος και οι άλλοι να τραυματιστούν. Οι δύο πατριώτες του Ιωάννη απομακρύνθηκαν, ενώ ο ίδιος επειδή ήταν αθώος έμεινε. Αλλά οι Τούρκοι, που ζητούσαν εκδίκηση συνέλαβαν τον Ιωάννη και αφού τον βασάνισαν τον έριξαν στη φυλακή, όπου έμεινε χωρίς τροφή για 16 ήμερες. Στις προτάσεις των Τούρκων να εξισλαμιστεί για να γλιτώσει το θάνατο, ο Ιωάννης απάντησε: «Χριστιανός γεννήθηκα χριστιανός θέλω να πεθάνω, Ιωάννης ονομάζομαι, δεν αλλάζω την πίστη μου ούτε τ’ όνομα μου». Τότε οι Τούρκοι τον απαγχόνισαν στις 15 Σεπτεμβρίου του 1811 μ.Χ. Κατόπιν αδείας οι Χριστιανοί τον έθαψαν στην αυλή του ναού του Αγίου Γεωργίου, στην Έφεσο. Μαρτύριο του Αγίου συνέγραψε ο Αθανάσιος Πάριος, τη δε Ακολουθία του ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
1.  

5. Ιερομ. Μεθόδιος επισκ. Λαμπής
Βιογραφία
Ο Άγιος Μεθόδιος καταγόταν από το χωριό Βυζάρι της επαρχίας Αμαρίου Κρήτης, και το επώνυμο του ήταν Σιλιγάρδος. Έγινε ηγούμενος της Μονής Ασωμάτων και μετά επίσκοπος Λάμπης.
Ο αρχιερέας Μεθόδιος αντιτάχθηκε στις βιαιοπραγίες των Τούρκων και γι’ αυτό συνελήφθη. Έπειτα από πολλά βασανιστήρια, θανατώθηκε στις 9 Ιουλίου 1793 μ.Χ. Το λείψανο του Αγίου, ενταφιάστηκε κοντά στον τόπο του μαρτυρίου του στο μονύδριο των Ταξιαρχών.
Ο μάρτυρας αυτός δεν αναφέρεται στους Συναξαριστές, ούτε βρέθηκε ακολουθία του.
6. Νεομ. Ματθαίος εκ Γερακαρίου
Ο Ματθαίος γεννήθηκε περί το 1670 μ.Χ. στο Γερακάρι Αμαρίου της Επισκοπής Λάμπης και Σφακίων. Η Κρήτη την εποχή εκείνη είχε υποδουλωθεί στους Τούρκους κατακτητές, οι οποίοι διώκαν και βασάνιζαν τους χριστιανούς. Ο πατέρας του Ματθαίου ήταν ιερέας, κι αυτό βοήθησε τον νεαρό Άγιο να ανατραφεί με τις χριστιανικές αξίες και αρετές.
Αυτό ήταν αιτία, και ο φθονερός διάβολος μίσησε τις αρετές του Ματθαίου και τον οδήγησε στην ασέβεια. Έτσι οι αλλόθρησκοι τον επιλέγουν να νυμφευθεί την Οθωμανή Αϊσέ για να ασπασθεί τον Μωαμεθανισμό.
Μετά από λίγο όμως χρόνο κατάλαβε το φοβερό του λάθος, μετανόησε βαθιά και ξαναγύρισε στην πίστη και στην Εκκλησία του, ως κρυπτοχριστιανός.
Επειδή όμως ο Ματθαίος δεν μπορούσε να κρύψει την πίστη του, και πρωί – βράδυ έκανε τον σταυρό του, αυτό ήταν αφορμή η Οθωμανίδα σύζυγός του να εξοργιστεί, και να καταγγείλει τον σύζυγό της στον τούρκο κριτή της πόλεως του Ρεθύμνου. Ο Τούρκος κριτής τότε τον κάλεσε να απολογηθεί ενώπιόν του.
Ο Άγιος στέκεται με παρρησία μπροστά στους βάρβαρους κριτές και ομολογεί ευθαρσώς την αγάπη του για τον Χριστό. Το Δικαστήριο αποφασίζει την θανατική του ποινή δι’ αποκεφαλισμού. Ο Άγιος εξεδήμησε προς Κύριον την 18η Αυγούστου του έτους 1697 μ.Χ. Η μέρα αυτή έκτοτε αποτελεί και την ημέρα μνήμης και τιμής του Αγίου Ματθαίου.
Το μαρτυρικό του σκήνωμα μετέφεραν στην γενέτειρά του το Γερακάρι, ευσεβείς χριστιανοί οι οποίοι το κήδευσαν με τιμές σε τόπο που μέχρι σήμερα ονομάζεται «του Μαθιού το μνήμα». Στον ίδιο χώρο ανηγέρθη ναός προς τιμήν του μάρτυρος.
Αποτελεί καύχημα για την Κρήτη ο Άγιος Ματθαίος ο οποίος αν και είχε αλλάξει πίστη, μεταμεληθείς επανήλθε στην ορθόδοξη πίστη. Στην Ορθοδοξία μας και στην Κρήτη μας θα γίνει ο Άγιος της συμπάθειας και της αγάπης του λαού μας, πράγμα που καλλιεργείται και σμιλεύεται ήδη στις καρδιές και ψυχές των Γερακαριανών.
7. Ιερ, Ιερόθεος επισ. Λάμπης
8. Η αρχαιότερη πληροφορία για την ύπαρξη επισκόπων στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη βρίσκεται σε χειρόγραφο του 1659. Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας οι επισκοπές ήταν δώδεκα και διατηρούσαν τα ιστορικά τους ονόματα: Γορτύνης, Κνωσού, Αρκαδίας, Χερρονήσου, Αυλοποτάμου, Αγρίου, Λάμπης, Κυδωνίας, Ιεράς, Πέτρας, Σητείας και Κισάμου. Ο αριθμός των επισκόπων κυμαινόταν από 10-12, ενώ λίγο πριν από το 1821 αναφέρεται και βοηθός του μητροπολίτη Κρήτης. Ο Ορθόδοξος επίσκοπος που εγκαταστάθηκε στα Χανιά υπό τον τίτλο Κυδωνίας ήταν τέταρτος στην τάξη μεταξύ 12 επισκόπων της Κρήτης. Η επισκοπή περιελάμβανε την Κυδωνία και τον Αποκόρωνα, και από τότε αναφέρεται σχεδόν συνέχεια επίσκοπος Κυδωνίας μέχρι το 1822.
9. Οι Τούρκοι ευνόησαν την ανάπτυξη των ισχυρών μοναστηριών και όσα απέμειναν, απέκτησαν αξιόλογες περιουσίες. Έτσι είχαν τη δυνατότητα να θρέψουν μοναχούς, συγγενείς τους, οικογένειες εργατών και φτωχών, αλλά να ικανοποιήσουν και τις ακόρεστες απαιτήσεις των αγάδων και των γενιτσάρων. Ανασυγκροτήθηκαν οικονομικά, έγιναν ορθόδοξα κέντρα και κατόρθωσαν να ασκήσουν τον πνευματικό προορισμό τους. Οι κατακτητές έκλεισαν τα σχολεία και έδιωξαν τους δασκάλους, τα μοναστήρια όμως συντήρησαν σχολεία, οργάνωσαν βιβλιοθήκες και προμηθεύονταν βιβλία από τη Βενετία. Οι μοναχοί έγιναν οι δάσκαλοι και συνέβαλαν την κατάρτιση των στελεχών της εκκλησίας (ιερέων, αναγνωστών, ψαλτών κλπ.). Όσοι νέοι κατέφευγαν στις μονές διδάσκονταν από τα λειτουργικά βιβλία ή τα κείμενα των πατέρων και των αρχαίων Ελλήνων. Όσα σχολεία λειτούργησαν με την ανοχή του κατακτητή από τις αρχές του ΙΘ΄ αι. χρηματοδοτήθηκαν από τα μοναστήρια. Έτσι η παιδεία έγινε η αιτία των επαναστάσεων της Κρήτης και κατάφερε το τελικό πλήγμα στον δυνάστη. Το Πατριαρχείο με την ανακήρυξη πολλών μοναστηριών σε σταυροπήγια τα προστάτευσε και ενίσχυσε τον μοναχικό βίο, την ευσέβεια και την παιδεία.
10. Ήδη, από το 1654 ο Νεόφυτος Πατελλάρος, παραχώρησε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο επτά από τα πλουσιότερα κρητικά μοναστήρια και πέντε χωριά ως εξαρχία. Ανάμεσά τους ήταν η Αγία Τριάδα των Τζαγκαρόλων, η Κυρία των Αγγέλων Γδερνέτο και η Χρυσοπηγή με τα μετόχια τους, ο Άγιος Σπυρίδωνας στο Βαρούσι, ο Γαλατάς Κυδωνίας και ο Στύλος Αποκορώνου, που ανταλλάχθηκε με τη μονή Αγίου Γεωργίου Μορμόρη στα Νεροκούρου. Αν και μετέπεσαν επί Παϊσίου Β΄ το 1744 σε ενοριακά και το 1769 ο πατριάρχης Θεοδόσιος Β΄ επικύρωσε την απόφαση αυτή, επί Γρηγορίου Ε΄ το 1797 επανήλθαν σε σταυροπήγια. Συχνά βέβαια οι Τούρκοι με επιδρομές, ιδίως σε περιόδους επαναστάσεων, πυρπολούσαν μονές και ναούς, και έσφαζαν μοναχούς. Στις πόλεις οι Τούρκοι για τις λειτουργικές ανάγκες των ορθοδόξων παραχώρησαν μικρούς και ασήμαντους ναούς. Στα Χανιά λειτουργούσαν οι Άγιοι Ανάργυροι και έξω από την πόλη ο Άγιος Ιωάννης του Ταβλά (παλιός άγιος Ιωάννης), ο Άγιος Λουκάς (νεκροταφείο) και ο Άγιος Παντελεήμονας Χαλέπας (μετόχι της Αγίας Τριάδος).
11. Ζ.  Επανάσταση του 1821 
12. Αν και η Φιλική Εταιρεία δεν ενδιαφέρθηκε να μυήσει την Κρήτη, τις παραμονές του ‘21 αρκετοί αρχιερείς, ιερείς και μοναχοί είχαν μυηθεί, όπως ο μητροπολίτης Γεράσιμος, οι επίσκοποι Κισάμου Μελχισεδέκ, Κυδωνίας Καλλίνικος, ο ηγούμενος Πρέβελη Μελχισεδέκ Τσουδερός, κ.ά. Κληρικοί μυημένοι είχαν σταλεί σε επίκαιρες θέσεις, όπως ο Καλλίνικος Κριτοβουλίδης, ο Ζαχαρίας Τσιριγώτης ή Πρακτικίδης, ο Καλλίνικος Βερροιαίος κ.ά. Έτσι από την αρχή της επανάστασης πλήθος κληρικοί έλαβαν μέρος στον αγώνα. Αρκετοί κατέλαβαν πολιτικά αξιώματα και ηγετικές θέσεις και άλλοι πολέμησαν στα πεδία των μαχών. Κάποιοι μάλιστα, επειδή η συμμετοχή ένοπλων κληρικών στον πόλεμο εθεωρείτο τότε αδίκημα και παράβαση των κανόνων της εκκλησίας, αποσχηματίστηκαν εκούσια για να υπηρετήσουν τα ιδανικά της πατρίδας και της ελευθερίας. Οι καταγόμενοι από τον Αποκόρωνα Γρηγόριος Δαμινός και Κωνσταντίνος Ντουνάκης ή Ντουνόπαπας που απαγχονίστηκε στις αρχές του 1827, έγιναν πρότυπα απαράμιλλου θάρρους και διακρίθηκαν στις πολεμικές επιχειρήσεις.
13. Στη μεγάλη εθνική επανάσταση του ‘21 οι Τούρκοι στα Χανιά συνέλαβαν τους επισκόπους Κισάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκη και Κυδωνίας Καλλίνικο Σαρπάκη, τον ιεροδιάκονο Αρτέμιο, τον δάσκαλο ιεροδιάκονο Καλλίνικο Βερροιαίο, τους ηγουμένους του Γουβερνέτου Αμβρόσιο Βεντουράκη και της Γωνιάς Γαβριήλ, πολλούς κληρικούς και επιφανείς χριστιανούς των Χανίων και τους οδήγησαν στη φυλακή γυμνούς και ξυπόλυτους. Την ημέρα της Αναλήψεως (19/5), έσυραν βίαια χλευάζοντας και χτυπώντας τον επίσκοπο Μελχισεδέκ και τον ιεροδιάκονο Καλλίνικο και τους απαγχόνισαν στην πλατεία της Σπλάντζιας. Στη συνέχεια επιτέθηκαν στο Ακρωτήρι λεηλάτησαν και έκαψαν τις Κορακιές, την Αγία Τριάδα και το Γουβερνέτο και έσφαξαν επτά μοναχούς του Γουβερνέτου.
14. Στις 24 Ιουνίου 1821, οι εξαγριωμένοι Τούρκοι στο Ηράκλειο κατέσφαξαν τον μητροπολίτη Κρήτης Γεράσιμο Παρδάλη, τους επισκόπους Κνωσού Νεόφυτο, Χερρονήσου Ιωακείμ, Σητείας Ζαχαρία και τον τιτουλάριο επίσκοπο Διοπόλεως Καλλίνικο. Σκότωσαν στους γύρω δρόμους 300 χριστιανούς και τον επίσκοπο Λάμπης Ιερόθεο με το διάκονό του. Την επόμενη μέρα σκότωσαν στην Επάνω Φουρνή τον επίσκοπο Πέτρας Ιωακείμ. Στο Ρέθυμνο φυλάκισαν τον επίσκοπο Γεράσιμο Περδικάρη ή Κοντογιαννάκη τον βασάνιζαν επί ένα χρόνο, ώσπου τον κατακρεούργησαν το Μάιο του 1822. Ο επίσκοπος Κυδωνίας Καλλίνικος Σαρπάκης πέθανε επίσης βασανιζόμενος στις 12/6/1822. Μόνο ο καταγόμενος από τα Χανιά, Αρτέμιος Παρδάλης επίσκοπος Ιεράπετρας (ίσως 1811-1821), απουσίαζε στη Θήρα και γλύτωσε τη σφαγή. Η σφαγή του Ηρακλείου έμεινε στη μνήμη του λαού ως «ο μεγάλος αρπεντές» και η Εκκλησία Κρήτης έμεινε ακέφαλη μέχρι το 1823 όταν χειροτονήθηκε μητροπολίτης Κρήτης ο Καλλίνικος εξ Αγχιάλου (1823-1830).
15. Όσιομ. Ησαϊας και Ιερεμίας Πρέβελη
16. ροσκεκλημένος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων κ. Ειρηναίου, ο Επίσκοπος μας μετείχε στον πρώτο επίσημο εορτασμό των Αγίων ενδόξων Οσιομαρτύρων Ισαίου και Ιερεμίου, των εν τη Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή του Πρέβελη μαρτυρικώς τελειωθέντων το έτος 1821, η μνήμη των Οποίων εορτάζεται στις 24 του μηνός Μαΐου.
17. Όπως αναφέρει ο Συναξαριστής: «Ούτοι οι μακάριοι του Χριστού Οσιομάρτυρες ήθλησαν εν έτει 1821, μηνί Μαίω, τη κδ (24), ημέρα Τρίτη, ότε συλληφθέντες υπό μιαρών Αγαρηνών, επιδραμόντων κατά της του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάνου του Θεολόγου περιωνύμου Μονής, της επιλεγομένης «Του Πρέβελη», και δεινώς βασανισθέντες, ανεσκολοπίσθησαν εν τόπω καλουμένω «Κρινέ Παπούρια» ή «Κεφάλια», κειμένω πλησίον της του Προδρόμου Μονής (Μετόχιου ούσης της ως άνω Ιεράς Μονής) και ούτω συνήφθησαν τοις απ΄ αιώνος Οσίοις και Μάρτυρσιν. Ετάφησαν δε υπό του τότε Καθηγουμένου Μελχισεδέκ (τουπίκλην Τσουδερού) έξω της Εκκλησίας του Τιμίου Προδρόμου, εν τω άνωθεν ειρημένω Μετοχίω….».
18. Οι τάφοι των Αγίων Οσιομαρτύρων Ησαίου και Ιερεμίου σώζονται μέχρι σήμερα στο «κάτω Μοναστήρι», όπως ονομάζεται, του Τιμίου Προδρόμου Πρέβελη, το οποίο ανακαινίζεται. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, στην οποία προεξήρχε ο επιχώριος Επίσκοπος Σεβ. Μητροπολίτης Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων κ. Ειρηναίος, ο Καθηγούμενος της Μονής Παν. Αρχιμανδρίτης π. Ιάκωβος, αναφέρθηκε στον βίο και την άθληση των Αγίων Οσιομαρτύρων και ακολούθησε λιτάνευσης πέριξ του ανακαινισμένου Καθολικού της Μονής.
19. 
20. Όσιομ. Ιεράς μονής Κισσού
Το χωριό Κισσός βρίσκεται στους νότιους πρόποδες του όρους Κέδρος, στο 35ο χλμ του δρόμου Ρέθυμνο – Σπήλι – Κάμπος Κισσού – Αγ. Γαλήνη. 
Ο Κισσός αναφέρεται μ’ αυτό το όνομα στις βενετσιάνικες απογραφές. Το 1881, αναφέρεται στο δήμο Αγ. Πνεύματος με 210 περίπου κατοίκους. Από το 1940 και μετά αποτελεί έδρα ομώνυμης κοινότητας. Το 1583 αναφέρεται από τον Καστροφύλακα με 222 κατοίκους, το 1884 στο Δήμο Αγίου Πνεύματος (είχε έδρα τον Άρδακτο) με 181 Χριστιανούς και 27 Τούρκους και το 1900 με 214 κατοίκους.
Το Τοπικό Διαμέρισμα Κισσού αποτελείται από δύο οικισμούς (Κισσός και Κισσού Κάμπος) και σύμφωνα με την απογραφή του 2001 αριθμούσε 180 κατοίκους. 
Ιδρύθηκε γύρω στον 9ο – 10ο αώνα και πήρε το όνομά του από τους πολλούς πετροκισσούς που υπάρχουν στην περιοχή. Στο χωριό ευδοκιμεί ιδιαίτερα το συγκεκριμένο φυτό. 

To χωριό βρισκόταν σε ακμή την Β’ Βυζαντινή περίοδο, όπως μαρτυρούν τα πολλά μνημεία που υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι περισσότεροι Χριστιανοί κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν κυρίως στην συνοικία Πέρα Ρούγα. 
Το κλίμα του χωριού είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό με ελάχιστη υγρασία. Αυτό σε συνδυασμό και με τις ποικίλες φυσικές ομορφιές, τα μνημεία και τη μοναδική θέα του χωριού το καθιστούν μοναδικό στην περιοχή.

Κοντά στο χωριό βρίσκονται οι Βατόλακκοι στην έξοδο του Κισσανού Φαραγγιού. Το δάσος έχει έκταση 600 στρεμμάτων και αποτελεί έναν σπουδαίο πνεύμονα πρασίνου στην ευρύτερη περιοχή του Κέδρου. Το δάσος είναι τεχνητό και αποτελείται κυρίως από πεύκα. Παράλληλα, στο πευκόδασος υπάρχουν κυπαρίσσια, ακακίες, πρινάρια, αγριελιές κ.ά.

Έξω από το χωριό βρίσκεται το Μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος. Συνεχίζοντας κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, ο οποίος είναι ασφαλτοστρωμένος, μετά το τέλος του χωριού. Η διαδρομή καταλήγει στο μοναστήρι. Το μοναστήρι αποτέλεσε σημαντικότατο φορέα εκπαίδευσης κατά την Τουρκοκρατία και η ίδρυση του  χάνεται στα βάθη των αιώνων. Το πιθανότερο είναι ότι η ίδρυσή του ανάγεται κατά το τέλος της δεύτερο-βυζαντινής περιόδου (961-1204 μ.Χ.) ή κατά τα χρόνια της πρώιμης Ενετοκρατίας στην Κρήτη.

Λειτουργούσε ως αυτόνομη ενοριακή Μονή από την ίδρυσή της μέχρι την 15η Ιουνίου 1821, ημέρα που γνώρισε την τουρκική θηριωδία, καθώς Αμπαδιώτες Τούρκοι σε επέλαση τους σφαγίασαν τους μοναχούς και πυρπόλησαν το κτιριακό συγκρότημα. Υπήρξε, μάλιστα, η πρώτη Μονή, η οποία καταστράφηκε από τους Τούρκους κατά την επανάσταση του 1821 στην Κρήτη.
Στον περιβάλλοντα χώρο της Μονής υπάρχει μνημείο πεσόντων προς τιμήν των διακοσίων εθελοντών αγωνιστών που έπεσαν ηρωικά πολεμώντας τους Τούρκους στις 5 Δεκεμβρίου 1868. Ήταν το στρατιωτικό σώμα του Δημητρίου Πετροπουλάκη, που ήρθαν στην Κρήτη για να βοηθήσουν τους επαναστατημένους Κρητικούς.
Γίνονται συνεχείς προσπάθειες για την αναστύλωση και πλήρη λειτουργία της Μονής, η οποία τώρα βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση και αξίζει κάποιος να την επισκεφτεί.

Ι. Μ Σητείας

1. Άγιος Νίκωνος εν Ιεράπετρα
2. Άγιος Ιωσήφ του Σαμάκου
Βιογραφία
Ο Όσιος Ιωσήφ ήταν γέννημα και θρέμμα της Κρήτης, από ένα χωριό που ονομαζόταν Κεράμων (σημερινό Αζωκέραμο Σητείας) το 1440 μ.Χ.. Οι ευσεβείς γονείς του, όταν ήλθε σε κατάλληλη ηλικία τον παρέδωσαν σ’ έναν δάσκαλο, σεβάσμιο πνευματικό πατέρα, που κατοικούσε στο μονύδριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, του Δερματάνου όπως πολλοί το ήξεραν. Αυτό βρισκόταν κοντά στη θάλασσα, στον Χάνδακα (Ηράκλειο).
Εκεί ο Ιωσήφ έμαθε τη θεία θεωρία και καλλιγραφούσε. Όταν πέθαναν οι γονείς του, μοίρασε τη μεγάλη κληρονομιά του στους φτωχούς και επιδόθηκε περισσότερο στους πνευματικούς αγώνες. Αργότερα ο Θεός τον αξίωσε να γίνει ιερέας και να πάει να προσκυνήσει στους Αγίους Τόπους. Κατόπιν επέστρεψε στο μονύδριό του και έζησε ζωή αγία με αγάπη και ελεημοσύνες προς τους συνανθρώπους του.
Πέθανε πάνω από 70 χρονών στις 22 Ιανουαρίου του 1511 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε στην μονή του. Με την ανακομιδή των λειψάνων του διαπιστώθηκε η αγιότητά του, διότι το ιερό λείψανο βρέθηκε ακέραιο και εξέπεμπε ευωδία. Το ιερό σκήνωμά του κατατέθηκε στο καθολικό της μονής. Η συνεχής θεραπεία πλήθους ασθενών, τυφλών και δαιμονισμένων και μετά την κοίμησή του, καθιέρωσε ευρύτατα την φήμη του ως θαυματουργού.
Το 1669 μ.Χ. οι Οθωμανοί κυρίευσαν το Χάνδακα (Ηράκλειο) και ο ευλαβής κληρικός Αντώνιος Αρμάκης, μετέφερε το ιερό λείψανο στη Ζάκυνθο, όπου στις 29 Αυγούστου 1669 μ.Χ. το κατέθεσε στη μονή του Αγίου Ιωάννου του Μαντινειού στα Ξεροβούνια. Εκεί παρέμεινε ως το 1915 μ.Χ., οπότε τοποθετήθηκε στον ενοριακό ναό του Παντοκράτορος Γαϊτανίου Ζακύνθου.
3. Όσιος Ιωσήφ Γεροντογιάννης ο θαυματουργός
Ο Ιωάννης Βιτσέντζος ή Γεροντογιάννης γεννήθηκε στο ημιερειπωμένο Μονύδριο του Τιμίου Προδρόμου Καψά το 1799 μ.Χ. Στα ερειπωμένα κελλιά της άγονης και απόμονωμένης περιοχής είχαν μεταβεί οι ευσεβείς και ενάρετοι γονείς του Εμμανουήλ και Ζαμπία λόγω τουρκικής επιδρομής. Αργότερα, όταν ησύχασε η κατάσταση, διέμειναν μόνιμα στο χωριό Λιθίνες.
Όταν ήρθε σε νόμιμη ηλικία νυμφεύθηκε την κυνηγημένη από τους Τούρκους Καλλιόπη από την οικογένεια των Γεροντάκηδων ή Γεροντήδων, η οποία ζούσε κρυμμένη και εκείνη στα νοτιοανατολικά παράλια, φοβούμενη μήπως έχει την ίδια τύχη που είχε η μοναδική αδελφή της, η οποία αυτοκτόνησε για να μην ατιμασθεί από ένα Τούρκο που είχε ενδιαφερθεί έντονα γι’ αυτήν. Γι’ αυτό και η Καλλιόπη στάλθηκε από τους γονείς της στις ερημικές ακτές της περιοχής, κοντά στην έρημη τότε Μονή Καψά και τελικά παντρεύθηκε τον Γεροντογιάννη, με τον οποίο απέκτησε τέσσερα παιδιά, τρεις κόρες κι ένα γιο.
Ο Γεροντογιάννης ήταν ατίθασος, αλλά ιδιαίτερα ευσεβής. Πολλές φορές είχε γίνει στόχαστρο των τουρκικών αρχών και τον είχε καταδιώξει η Τουρκική Αστυνομία. Γι’ αυτό συχνά κατέφευγε με την οικογένειά του στο φαράγγι των Περβολακίων, όπου ήταν αδύνατο να τον ανακαλύψει κανείς. Το περισσότερο διάστημα του έτους διέμεναν στο μετόχι «Κατσαρόλι», κοντά στις Λιθίνες.
Συμφωνα με την παράδοση, κάποια Κυριακή ο Ιωάννης μάζεψε ξύλα και τα φόρτωσε στο ζώο για να τα πουλήσει, όπως συνήθιζε, στα χωριά Αρμένους και Χανδράς και να αγοράσει κρασί. Πήρε μαζί του και τη σύζυγό του Καλλιόπη και την άφησε στις Λιθίνες για να δει τους συγγενείς της, ενώ τα παιδιά έμειναν μόνα τους στο μετόχι. Στο γυρισμό ένα κακό προαίσθημα είχε φωλιάσει στην καρδιά της Καλλιόπης που παρακινούσε συχνά το σύζυγό της να βαδίσει γρηγορότερα. Οταν έφτασαν βρήκαν τη μικρή τους κόρη Ειρήνη καμμένη έξω στο αλώνι, που την είχαν βγάλει τα άλλα αδέλφιά της, νομίζοντας ότι ο αέρας θα έσβηνε τη φωτιά που είχε πιάσει το φορεματάκι της. Το ατύχημα αυτό που επέφερε τον θάνατο της κόρης του, θεωρήθηκε από τον Ιωάννη θεία τιμωρία για τις αμαρτίες του και κυρίως για την καταπάτηση της Κυριακάτικης αργίας. Το γεγονός αυτό σφράγισε τη ζωή του και στάθηκε η αφορμή για να μεταμορφωθεί.
Έφυγε από το μετόχι και εγκαταστάθηκε μόνιμα στις Λιθίνες. Οι χωριανοί, οι συγγενείς και όσοι τον γνώριζαν διαπίστωναν καθημερινά την «αλλοίωσή του». Ο σκληρόκαρδος, ευέξαπτος και εριστικός Ιωάννης μεταμορφώθηκε σε έναν μακρόθυμο, ελεήμονα, πράο και ανεξίακακο άνθρωπο. Η συνειδητή συμμετοχή του στη μυστηριακή ζωη της Εκκλησίας, οι νηστείες, οι προσευχές, οι ελεημοσύνες και η διαρκής μετάνοια καθάρισαν την καρδιά του, φώτισαν το νου του και μπόρεσε να δεχθεί μία θεία αποκάλυψη, που έμελλε να σταθεί καθοριστική για τη μετέπειτα ζωη του. Ο Γεροντογιάννης το έτος 1841 μ.Χ. σε ηλικία 42 ετών έπεσε σε βαθύ ύπνο. Αγγελος Κυρίου τον άρπαξε, όπως τον Απόστολο Παύλο, σε υψηλή θεωρία και είδε τις τάξεις των δικαίων που βρίσκονται σε ουράνια δόξα και χαρά, αλλά και τις διάφορες τιμωρίες των καταδικασμένων στην αιώνια κόλαση. Μετά από 43 ώρες ξύπνησε χαρούμενος και γαλήνιος βλέποντας γύρω του πλήθος από συγγενείς, γειτόνους και συγχωριανούς του, οι οποίοι είχαν μαζευθεί για να δουν από κοντά τι του συμβαίνει. Ανάμεσά τους και μια παράλυτη γρια, πάνω στην οποία άπλωσε το χέρι του και ψιθυρίζοντας κάποια ευχή, την θεράπευσε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των πολυάριθμων παρευρισκομένων. Αμέσως μετά άρχισε να κηρύττει και να θαυματουργεί. Πολλοί κάτοικοι της επαρχίας Σητείας περνούσαν καθημερινά από το σπίτι του για να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του, να δεχθούν τις συμβουλές του και να θεραπευθούν από τις διάφορες ασθένειές τους.
Τα γεγονότα αυτά, όπως ήταν φυσικό, δημιούργησαν θόρυβο γύρω από το όνομά του. Τη χρονιά αυτή επικρατούσε αναστάτωση λόγω της επανάστασης και ο Γεροντογιάννης θεωρήθηκε ύποπτος από τις Τουρκικές αρχές και διαβλήθηκε ως επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, διότι τάχα οι συναθροίσεις στο σπίτι του είχαν σκοπούς επαναστατικούς με θρησκευτικό πρόσχημα. Η αλήθεια είναι ότι τον Όσιο Γεροντογιάννη περιέβαλαν κυρίως ασθενείς και ανάπηροι άνθρωποι, στον οποίο κατεύφευγαν για να βρουν ανακούφιση, παρηγοριά και θεραπεία. Τρεις φορές κλήθηκε για να απολογηθεί ενώπιον του Διοικητού Κρήτης Μουσταφά Πασά. Όμως αυτές οι αλλεπάλληλες διώξεις και προσαγωγές στο Ηράκλειο είχαν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, αφού από κάθε χωριό που περνούσε ο διωκόμενος καλόγερος σήμαινε συναγερμός και μαζεύονταν πλήθος κόσμου για να τον χαιρετήσει και να λάβει την ευλογία του. Μάλιστα κατά την τρίτη προσαγωγή του Γεροντογιάννη συγκεντρώθηκε πλήθος πιστών με αποτέλεσμα να εξοργιστεί ο Διοικητής και να διατάξει τη φρουρά του να διαλύσει με βία το πλήθος και να οδηγήσει τον Γεροντογιάννη αμέσως στη φυλακή. Ύστερα από παράκληση όμως κάποιου Σητειακού συμβούλου του Διοικητή, του Ιωάννου Καπετανάκη ή Γαλανάκη από το χωριό Κρυά, του επιτράπηκε να πάρει στο σπίτι του τον Γεροντογιάννη, χωρίς όμως να βγαίνει έξω μέχρι να να εκδοθεί η απόφαση, η οποία φημολογούνταν ότι θα ήταν η εξορία εκτός της Κρήτης ή η φυλάκιση. Συνέβη, όμως, ο σοβαρός τραυματισμός του μικρού παιδιού του Διοικητού, που γκρεμίστηκε από τη σκάλα και έμεινε αναίσθητο, χωρίς να μπορεί κανένας ιατρός να το επαναφέρει στις αισθήσεις του. Η πατρική στοργή ανάγκασε τον Τούρκο Διοικητή να καλέσει τον θαυματουργό θεραπευτή των Ρωμιών, τον Γεροντογιάννη, ο οποίος πράγματι μόλις ακούμπησε το χέρι του πάνω στο αναίσθητο παιδί και απήγγειλε μια ευχή, αμέσως το μισοπεθαμένο παιδί απέκτησε τις αισθήσεις του και επανήλθε στη ζωή. Ανάλογη θεραπεία έδωσε και στην πεθερά του Διοικητού την οποία απάλλαξε από χρόνια και ανίατη αρώστια. Τότε ο Τούρκος Διοικητής άφησε ελεύθερο τον Γεροντογιάννη να επιστρέψει στο χωριό του για να συνεχίσει το φιλάνθρωπο έργο του. Μάλιστα με πολλή ευγνωμοσύνη του έστειλε πλούσια δώρα στο χωριό του, αλλά εκείνος δέχθηκε να κρατήσει μόνο 17 κανδύλια για τον ναό της Παναγίας των Λιθινών. Τότε ο Επίσκοπος Ιεράς και Σητείας Ιλαρίων συμβούλευσε τον Γεροντογιάννη να πάει σε μία ερημική μακρινή περιοχή, έτσι ώστε να σταματήσουν οι αντιδράσεις και οι καταγγελίες των Τούρκων. Ως καταλληλότερο χώρο δεν μπορούσε να σκεφθεί ο Όσιος άλλο τόπο εκτός το ημιερειπωμένο Μονύδριο του Καψά, όπου γεννήθηκε, βαπτίσθηκε και νυμφεύθηκε. Ετσι, η νεώτερη ιστορία της Μονής αρχίζει με την απόφαση του να εγκατασταθεί το έτος 1841 μ.Χ., στην έρημο του Καψά.
Μετά το 1840 μ.Χ. η διοίκηση της Κρήτης από τον Μουσταφά Ναϊλή Πασά ήταν συχνά ανεκτική και οι τουρκικές αρχές έδειχναν ανοχή στην ανακαίνιση μοναστηριών και στην επισκευή πολλών ιερών ναών που είχαν παραμεληθεί για αιώνες ολόκληρους. Έτσι, το 1841 μ.Χ. ο τελευταίος ιδιοκτήτης της περιοχής στην οποία βρισκόταν και το ερειπωμένο Μονύδριο του Τιμίου Προδρόμου, Χατζη-Νικόλαος Ζαφείρης από το χωριό Αγία Τριάδα Σητείας, ο οποίος την είχε αγοράσει από τον Τούρκο Δερβίς Αγά Χατζαριφάκη, παραχώρησε το σπηλαιώδη ναό και τη γύρω από το έρημο Μονύδριο έκταση στον Όσιο Ιωσήφ τον Γεροντογιάννη, ιδρυτή και ανακαινιστή της Μονής. Ο Όσιος ήταν εντελώς αγράμματος και δεν άφησε γραπτά στοιχεία για να γνωρίζουμε με σιγουριά τι βρήκε στον Καψά τότε. Βέβαιο είναι ότι υπήρχε ο ναός του Αγίου Ιωάννου, που όπως φαίνεται προσέλκυε πολλούς πιστούς από τα γύρω χωριά, καθώς και δύο οικήματα δίπλα στο ναό. Υπήρχε ακόμα ένα πηγάδι με υφάλμυρο νερό, εικόνα που μαρτυρεί την προΰπαρξη μοναστηριού, πάνω στα ερείπια του οποίου κτίσθηκε η νέα Μονή. Το εγκαταλελειμμένο Μονύδριο άρχισε πάλι να αποκτά ζωή και να συρρέουν προσκυνητές και ασθενείς που ήθελαν να γνωρίσουν τον ιδιότυπο ερημίτη και επιζητούσαν την ευλογία του για τη θεραπεία των ασθενειών τους.
Ο Όσιος Γεροντογιάννης έμενε σ’ ένα απόκρημνο σπήλαιο για δεκαεπτά χρόνια βορειοδυτικά του σπηλαιώδους ναού και τα παλιά κελλιά παραχωρήθηκαν στους πολυάριθμους προσκυνητές, ενώ αρκετοί ήταν και οι υποψήφιοι μοναχοί που ήθελαν να μονάσουν δίπλα στον ερημίτη, ώστε να αρχίσει να δημιουργείται ο πυρήνας της πρώτης συνοδείας του. Τα γεγονότα αυτά επέβαλαν την ανακαίνιση της Μονής, την επισκευή των παλιών κτιρίων και την ανέγερση νέων. Οι οικοδομικές εργασίες συνεχίστηκαν για αρκετά χρόνια, με εξαίρεση μία διακοπή το 1858 μ.Χ., όπου ο Γεροντογιάννης για πέντε μήνες κατέφυγε στην Κάσο, λόγω μιας νέας επανάστασης που ξέσπασε στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη.
Το 1861 μ.Χ. προστέθηκε και το δεύτερο κλίτος της Αγίας Τριάδος στο Καθολικό της Μονής μέσα στο βράχο. Τα κτίσματα οικοδομήθηκαν σε τέσσερα επίπεδα και περιελάμβαναν κελλιά, ξενώνα, τράπεζα, μαγειρείο, φούρνο, αποθήκες και μια μεγάλη υδατοδεξαμενή για τη συλλογή των ομβρίων υδάτων.
Το 1863 μ.Χ. το μοναστήρι ήταν εντελώς έτοιμο και ο τότε Επίσκοπος Ιεράς και Σητείας Ιλαρίων τέλεσε τα εγκαίνια του Καθολικού της Μονής και προχείρισε τον κατά κόσμο Ιωάννη σε Μεγαλόσχημο Μοναχό, μετονομάζοντάς τον σε Ιωσήφ.
Ο Όσιος Γεροντογιάννης εξακολουθούσε να παραμένει στη Μονή Καψά μέχρι που ξέσπασε η επανάσταση του 1866 μ.Χ., και τότε φοβούμενος μήπως οι κατακτητές καταστρέψουν το μοναστήρι, αποφάσισε να εγκατασταθεί μαζί με τη συνοδεία του σε ένα παλιό ξεχασμένο και εγκαταλελειμμένο μοναστήρι την Αγία Σοφία, που βρίσκεται στο οροπέδιο των Αρμένων στη μέση περίπου της επαρχίας Σητείας. Στη Μονή Καψά άφησε μόνο ένα επιστάτη-μοναχό μέχρι το 1870 μ.Χ. Ο Όσιος και στην Αγία Σοφία ασχολήθηκε με την εκ βάθρων ανακαίνιση της Μονής και την καλλιέργεια των κτημάτων της, ώστε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μεταμόρφωσε κυριολεκτικά την περιοχή, γεγονός που προκέλεσε τον θαυμασμό όλων. Επειδή και εκεί πήγαιναν πολλοί προσκυνητές από τα γύρω χωριά για να τον συναντήσουν, έπεσε θύμα συκοφαντίας, οπότε επέστρεψε στην αρχική Μονή του, ύστερα από εντολή του τότε Επισκόπου Ιεράς και Σητείας Νεοφύτου.
Ο Όσιος ζούσε με έντονη άσκηση, προσευχή και νηστεία. Έτρωγε ξηρή τροφή, κυρίως ελιές, χόρτα και παξιμάδια. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνούσε στο κελλί του προσευχόμενος. Παρακολουθούσε τις Ακολουθίες από ένα παράθυρο του κελλιού του που έβλεπε προς τον Ναό και μόνο κάθε Κυριακή, όταν κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια κατέβαινε στην Εκκλησία. Απέκτησε από τον Θεό πλούσια χαρίσματα, ώστε επιτελούσε καθημερινά πάμπολλα θαύματα σε όσους με πίστη στο Θεό πλησίαζαν κοντά του. Η φήμη του γρήγορα διαδόθηκε σε ολόκληρη την Κρήτη και στα νησιά Χάλκη, Κάσο και Σύμη, ώστε καθημερινά τον επισκέπτονταν πλήθος πιστών, ζητώντας τις σοφές συμβουλές του και οδηγίες για την καθημερινή τους ζωή. Άλλοι ζητούσαν τη θεραπεία τους από ασθένειες και την απαλλαγή τους από ακάθαρτα πνεύματα. Ο Γεροντογιάννης, διατηρώντας την εσωτερική κατάσταση της ησυχίας του και κινούμενος από άπειρη αγάπη προς τον πάσχοντα άνθρωπο κατά το πρότυπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, συμβούλευε, ενίσχυε και θεράπευε όλους τους ασθενείς, χαρίζοντάς τους με την χάρη του Κυρίου την υγεία της ψυχής και του σώματος.
Ήταν ευρύτατα γνωστό ότι ο Όσιος σταύρωνε το νερό της θάλασσας και γινόταν γλυκό. Ακόμα έριχνε το ράσο του στη θάλασσα και το χρησιμοποιούσε ως σχεδία για να μεταβαίνει τακτικά χάριν ησυχίας στο Κουφονήσι, νησί που απέχει αρκετά μίλια από τη Μονή. Επίσης ο Όσιος είχε προορατικό χάρισμα, γι’ αυτό ξεχώριζε τα κλεμμένα προϊόντα που συχνά οι προσκυνητές του έφερναν ως δώρα, ζητώντας μάλιστα απ’ αυτούς που τα έφερναν να τα γυρίσουν πίσω. Η πολυχρόνια και υπεράνθρωπη άσκηση του σώματος γρήγορα εξεσθένησαν το ασθενικό σώμα του και η φωνή του λεπτύνθηκε, ώστε μετά βίας μπορούσαν να ακούσουν οι παρευρισκόμενοι όσα τους έλεγε. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του παρέμενε στο κελλί του κλινήρης. Προείδε τον θάνατό του και προσκάλεσε πριν την εκδημία του προς τον Κύριο όλη την Συνοδεία στο κελλί του για να τους ζητήσει συγχώρηση και να τους δώσει τις τελευταίες συμβουλές του. Άφησε διάδοχο του τον Μοναχό Ανανία, προείπε ό,τι θα συμβεί στη Μονή μετά τον θάνατό του και όρισε την ακριβή ημέρα και ώρα του θανάτου του. Από τον εγγονό του Ιωσήφ, Διάκονο τότε, και τον Ιερομόναχο Γεννάδιο ζήτησε να λειτουργήσουν μαζί και να τον κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων.
Στις 6 Αυγούστου του έτους 1874 μ.Χ., αφού κοινώνησε, κάλεσε πάλι τους Πατέρες στο κελλί του, τους ζήτησε ξανά συγχώρηση, έκανε το σημείο του Σταυρού, πλάγιασε δεξιά και αφού σταύρωσε τα χέρια του οσιακά παρέδωσε την μεταμορφωμένη ψυχή του στον μεταμορφωθέντα Κύριο.
Η σωρός του έγινε λαϊκό προσκύνημα και πολύς κόσμος κατέκλυζε καθημερινά τη Μονή για να τον προσκυνήσει και να τον αποχεραιτίσει, ώστε έμεινε επί τρεις μέρες άταφος. Ταφηκε στις 9 Αυγούστου 1874 μ.Χ. μέσα στην Εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου στη νοτιοδυτική γωνία σε πέτρινο λαξευμένο τάφο από τον εγγονό του και μετέπειτα ηγούμενο της Μονής Αρχιμ. Ιωσήφ Γεροντάκη. Αυτός, κινούμενος από την ευλάβεια του ευσεβούς λαού προς τον Όσιο, ανεκόμισε στη συνέχεια την τιμία Κάρα του αγίου, την οποία και απέθεσε στο πάνω μέρος του τάφου. Από την κοίμηση του Οσίου η ευλάβεια των πιστών προς τον Όσιο ήταν αμείωτη και μάλλον μέρα με την ημέρα αύξανε και διαδιδόταν από γενεά σε γενεά. Οι προσερχόμενοι στο Μοναστήρι, προσκυνούσαν την κάρα του Οσίου, όπως και την εικόνα του, ενώ έπαιρναν και χώμα από τον τάφο ως ευλογία και θεραπεύονταν.
Η ανακομιδή των λειψάνων του Οσίου Ιωσήφ έγινε στις 7 Μαΐου του έτους 1982 μ.Χ., δηλαδή 108 χρόνια από την κοίμησή του, ύστερα από ολονύκτια αγρυπνία και η μνήμη της γιορτάζεται την Τρίτη προς Τετάρτη της Διακαινησίμου. Τα ιερά λείψανα τοποθετήθηκαν μέσα σε αργυρή λάρνακα μαζί με την τίμια κάρα του σε περίβλεπτη θέση του ναού και εκπέμπουν άρρητη ευωδία.
Ακολουθία του οσίου αυτού συνέγραψε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, την οποία, μαζί με τον βίο του οσίου, εξέδωσε η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Κάψα Σητείας Κρήτης, το 1993 μ.Χ.
Όσιος Ιωάννης ο ερημίτης
4. Νεομ. Ζαχαρίας επισκ. Σητείας
γιος Ζαχαρίας ο Νεομάρτυρας εξ Άρτης
by Mιχάλης Kάββαλος
Τύπος εορτής: Σταθερή.
Εορτάζει στις 20 Ιανουαρίου εκάστου έτους.
Ο Νεομάρτυς Ζαχαρίας καταγόταν από τα μέρη της Άρτας. Σε μικρή ηλικία εξισλαμίσθηκε και ήρθε στις Παλαιές Πάτρες όπου εξασκούσε την τέχνη του γουναρά. Όμως μετανόησε που αλλαξοπίστησε. Έτσι, αφού ήλθε σε μετάνοια, βρήκε κάποιο πνευματικό στον οποίο εξομολογήθηκε το αμάρτημα της εξωμοσίας του και ζήτησε την ευλογία να πορευθεί προς το μαρτύριο.
Ο πνευματικός, φοβούμενος μήπως ο Μάρτυρας δειλιάσει κατά την διάρκεια των βασανιστηρίων, τον απέτρεπε. Τότε ο Άγιος αποκρίθηκε στον πνευματικό και του είπε: «Έχω τόση δίψα να βασανισθώ για τον Χριστό, όπου επιθυμώ να λάβω, αν ήταν δυνατόν, και περισσότερα βασανιστήρια, από αυτά που μου ανέφερες». Προ των λόγων αυτών της δυνάμεως της πίστεως και της αγάπης στον Χριστό, πνευματικός μετέδωσε τα Άχραντα Μυστήρια στον Άγιο και τον ευλόγησε.
Ο Άγιος πήγε στο εργαστήριό του, πούλησε όλα του τα υπάρχοντα τα οποία έδωσε ελεημοσύνη στους πτωχούς και παρουσιάσθηκε στον κριτή, ενώπιον του οποίου ομολόγησε στην πίστη του στον Χριστό. Παρά τις κολακείες, εκείνος επέμενε σθεναρά στην ομολογία του. Έτσι τον έκλεισαν στην φυλακή και τον βασάνισαν επί πολλές ημέρες. Εκείνος υπέμεινε τα φρικτά μαρτύρια με πνευματική ανδρεία και αξιοθαύμαστη καρτερία, για να παραδώσει το πνεύμα του το 1782 μ.Χ.
Η τοπική Εκκλησία της Άρτας εορτάζει την μνήμη του και εικόνα του φυλάσσεται στην ιερά μονή Κάτω Παναγιάς Άρτας. Την μνήμη του πανηγυρίζει επίσης και η τοπική Εκκλησία των Πατρών, αφού ο Άγιος εργάσθηκε εκεί.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Ἄρτης ἀγλάισμα, καὶ Νεομάρτυς κλεινός, ἐν Πάτραις ὡς ἤθλησας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ἐδείχθης μακάριε, οὐ γὰρ τὸν τρώσοντα σέ, καθελῶν δι’ ἀγώνων, γέρας ἐδέξω θεῖον, Ἀθλητὰ Ζαχαρία, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων ἠμῶν τῶν εὐφημούντων σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  
Ήχος πλ. α’. Τον Συνάναρχον Λόγον.
Τον πανεύφημον μάρτυν Χριστού υμνήσωμεν, Ζαχαρίαν τον νέον, Άρτης το βλάστημα, ότι ενήθλησε στερρώς υπέρ της πίστεως Χριστού και ανόμων ταις χερσί, ραβδισθείς και τανυσθείς, μαρτύριον ανεδέχθη. Τελειωθείς δε εν Πάτραις Χριστώ πρεσβεύει του σωθήναι ημάς.
Ι. Μ Χερρονήσου
1. Αγία νεομ. Μαρία Φουρνή Μεραμβέλλου
αγία νεομάρτυς Μαρία η Μεθυμοπούλα (1 Μαΐου)
Η Αγία Μαρία η Μεθυμοπούλα (Δια χειρός Γεωργίας Λέλλου)
Tὴν ἐποχὴ τῆς ἀνοίξεως, ποὺ ἀνθίζουν τὰ κρίνα καὶ εὐωδιάζει ἡ φύση,ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει καὶ αὐτὴ τὰ δικά της ἀρώματα. Ἀπὸ  τὸν πνευματικό της λειμώνα μᾶς προσφέρει πανεύοσμα ἄνθη, τὰ ἄνθη τῶν Ἁγίων. Ἕνα τέτοιο λουλούδι  εἶναι καὶ ἡ νεομάρτυς ἁγία Μαρία ἡ Μεθυμοπούλα ἀπὸ τὴν Κρήτη,ποὺ τὴν ἑορτάζουμε τὴν 1η Μαΐου.
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κάτω Φουρνὴ τοῦ Μεραμβέλλου Ἡρακλείου. Ἔζησε στὰ δύσκολα καὶ πικρὰ χρόνια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς. Ὅμως ἡ βαρυχειμωνιὰ τῆς δουλείας δὲν τὴνἔπνιγε,γιατὶ ἄφηνε τὴν ψυχή της νὰ γλυκαίνεται ἀπὸ τὰ οὐράνια λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ στάλαζαν μέσα της οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς της.Πόσο σημαντικὰ ἦταν ἐκεῖνα τὰ πρῶτα χρόνια!
Στὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες ἦταν ἐπιμελὴς καὶ πρόθυμη, στὸ νοικοκυριὸ ἀκριβὴς καὶ πρώτη, στὰ πνευματικὰ ἄριστη…Μελετοῦσε τὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς Βίους τῶν ἁγίων, εκκλησιαζόταν τακτικά, προσευχόταν μὲ πίστη, ὑπάκουε στοὺς γονεῖς της. Ὅλοι τὴν ἀγαποῦσαν. Ἀλλὰ καὶ ἕνας τήν… φθονοῦσε. Ὁ ἐχθρὸς διάβολος, ποὺ προσπάθησενὰ τὴν αἰχμαλωτίσει στὰ δίχτυα του. Μάταια ὅμως.
Στὴν περιοχὴ ποὺ ζοῦσε ἡ Μαρία, ἐπόπτευε τὴν τάξη ἕνας χωροφύλακας Τουρκαλβανός, ποὺ τὴν ἔβλεπε καὶ τὴν ἀγάπησε μὲ πονηρὸ πάθος. Καὶ ἄρχισε τὶς ἐνοχλήσεις. Πρῶτα μὲ περιποιητικὰ λόγια καὶ κολακεῖες καὶ ἔπειτα μὲ χαμόγελα καὶ ὑποσχέσεις. Ἡ πιστή μαθήτρια του Χριστού, η  Μαρία, ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ γενναία περιφρόνηση. «Δὲν εἶναι δυνατόν», ἔλεγε μέσα της, «νὰ παραδώσω τὸ σῶμα μου καὶ τὴν ψυχή μου σὲ χέρια ἄπιστου ἀνθρώπου». Καὶ προσευχόταν μὲ πίστη νὰ τὴν ἀσφαλίσει ὁ Κύριος.
Ὁ πονηρὸς Τουρκαλβανὸς διαπιστώνοντας ὅτι οἱ προσπάθειές του ναυαγοῦσαν ὀργίσθηκε. Ἡ συμπάθειά του πρὸς τὴν πανέμορφη κόρη μετατράπηκε σε μίσος. Καὶ ἀπό τὸ μίσος του οδηγήθηκε στὴν ἀπόφαση νὰ την ἐξοντώσει. Ἔτσι δυστυχῶς λειτουργοῦν οἱ ἄνομοι ἄνθρωποι.
Ἡ Μαρία ἀσχολοῦνταν με τη σηροτροφία. Ἔτρεφε μεταξοσκώληκες καὶ ἔγνεθε τὸ μετάξι τους . Τὴν ἄνοιξη καὶ καλοκαίρι κάθε μέρα συνέλεγε ἀπὸ τὶς μουριὲς  τὰ δροσερότερα φύλλα καὶ τὰ ἅπλωνε  στὶς ξύλινες κασέλες.Εκεῖνα τὰ μικρὰ ὁλόχιονα σκουλήκια ἀκατάπαυστα ἔτρωγαν καὶ μεγάλωναν, γιὰ νὰ δώσουν τὸ μεταξένιο κουκούλι τους .
Ἦταν κάποια ὥρα ποὺ ἀνέμελα εἶχε σκαρφαλώσει σὲ μουριὰ και ἔκοβε καὶ συνέλεγε ένα-ένα τὰ  μουρόφυλλα. Ξαφνικὰ ἀκούστηκε θόρυβος. Ἦταν τὰ βήματα ἀνθρώπου ποὺ βιαστικὰ καὶ νευρικὰ προχωροῦσε καὶ παραμέριζε τὶς ψηλὲς ἀγριοπρασινάδες.
Καὶ νά, μπροστά της ὁ Τουρκαλβανός, ὁ χωροφύλακας, μὲ ὑπηρεσιακό του ὅπλο καὶ τὸ δάχτυλο στὴ σκανδάλη. Εἶχε ἔρθει γιὰ νὰ σκοτώσει τὸ πιὸ ἁγνὸ λουλούδι. Σημάδεψε καλὰ τὸ θύμα του καὶ πυροβόλησε. Ἡ σφαί ρα βρῆκε τὴν ἁγνὴ κόρη στὴν καρδιά.
Αἱμόφυρτη,νεκρὴ ἔπεσε ἀπὸ τὸ δένδρο ἡ Μαρία.Το ἔγκλημα εἶχε ὁλοκληρωθεῖ.
Ο Ἀγαρηνὸς ἔφευγε πίσω ἱκανοποιημένος καὶ οἱ ἄγγελοι κατέφθαναν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ να παραλάβουν τὴν πανέμορφη ψυχὴ τῆς νεομάρτυρος Μαρίας, γιὰ νὰ τὴν παραδώσουν μὲ χαρὰ στὰ χέρια τοῦ Νυμφίου της!…
Στὴ γῆ τῆς ἁγιοτόκου καὶ λεβεντογέννας Κρήτης πόση εὐλογία ἔφερε τὸ μαρτυρικὸ σῶμα τῆς ἄφθορης καὶ ἁγνῆς καὶ πιστῆς κόρης, τῆς Μαρίας τῆς Μεθυμοπούλας! Ἦταν τὸ ἔτος1826..
Δύο αἰῶνες πέρασαν ἀπὸ τότε!… Καὶ ὅ μως ἡ μνήμη τῆς ἁγίας Μαρίας δὲν ἔσ βησε. Εἶναι δυνατὴ καὶ ἐμπνέει δυνατὰ τοὺς πιστοὺς νέους ὄχι μόνο τῆς Κρήτης ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς Ἑλλάδος σὲ ζωὴ  δοσμένη στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀλήθεια Του!…
(βασισμένο στο ομώνυμο άρθρο του περιοδικού ο Σωτήρ, τεύχος 2066)

3Αγίων νεομ. Ιωακείμ επισ. Πέτρας και Ιωακείμ επισκ. Χερρονήσου
Της Ελένης Μπετεινάκη* 
2. Ιούνιος 1669 . Εκείνες τις πολύ δύσκολες μέρες στoν Χάνδακα. Μια ακόμα μέρα που οι Οθωμανοί προσπαθούν  να πολιορκήσουν το απόρθητο Κάστρο. Κι εκεί κοντά στο λιμάνι του Δερματά …μια μεγάλη έκρηξη, από άγνωστη αιτία  σκοτώνει πολλούς Γάλλους, Ενετούς και Τούρκους … 
3. Μα τούτη είναι μια μεγάλη ιστορία που θα την « ξαναζήσουμε » τις επόμενες μέρες … 
4. Ο Χάνδακας έπεσε στα χέρια των Οθωμανών τον Σεπτέμβρη του 1669 και δυο αιώνες αργότερα, 212 χρόνια για την ακρίβεια, μετά από αυτήν την πολιορκία, οι Τούρκοι πάλι προσπαθούν να κρατήσουν το « Μεγάλο  Κάστρο », να καταπνίξουν τις επαναστάσεις που έχουν ξεσπάσει παντού, δείχνοντας το άγριο πρόσωπό  τους, σφάζοντας, ερημώνοντας χωρίς οίκτο, φραγμούς ή οτιδήποτε άλλο συνέθετε αυτό που λέμε …άνθρωπο! 
5. 24 Ιουνίου 1821…Μέρα μεγάλης σφαγής στο Μεγάλο Κάστρο που έμεινε στη μνήμη των Χριστιανών σαν  «ο Μεγάλος Αρπεντές ». 
6. Η ιστορία ξεκινάει δυο μήνες πριν στις 15 Απριλίου 1821: όταν …«Οι κάτοικοι της νήσου Κρήτης, πλήρεις από υψηλόν και ευγενές της ελευθερίας αίσθημα, έλαβαν, κατά της ανθρώπινης τυραννίας, τα όπλα». Έτσι αποφασίστηκε  εκείνη την ημέρα  στο Μοναστήρι της Παναγίας της Θυμιανής, στα Σφακιά. 
7. Οι Κρητικοί  θέλουν να αποτινάξουν από πάνω τους τον τουρκικό ζυγό . Και οι πρώτες νίκες των επαναστατών  δεν αργούν  να φανούν. Μικρές μάχες στον Λούλο, στα Κεραμειά, στο φαράγγι του Κατρέ ,στα Ασκύφου, στη Μαλάξα, στο Θέρισο  δείχνουν πως η απόφαση είναι πλέον σοβαρή και η αυταπάρνηση είναι ο στόχος και ο λόγος  κάθε αγωνιστή. Σημαντικοί Κρητικοί  όπως η οικογένειες των Χαλήδων, οι Γιαννάρηδες, οι Δεληγιαννάκηδες, οι Μανουσογιαννάκηδες, οι Τσουδεροί, οι κρυπτοχριστιανοί Κουρμούληδες, προσφέρουν τα πάντα στον Αγώνα. Και φτάνουμε σιγά σιγά στο καλοκαίρι  του 1821. 
8. Γράφει ο Θεοχάρης Δετοράκης στην Ιστορία της Κρήτης:  « Η έκρηξη της επανάστασης στην Κρήτη αμέσως μετά την εξέγερση της Πελοπονήσσου , ήταν φαινομενικά αδύνατη. Δύο ήταν τα μεγάλα εμπόδια: Η παντελής έλλειψη όπλων και εφοδίων και η μεγάλη αναλογία του τούρκικου πληθυσμού και η αγριότητά του». 
9.  Η είδηση για τον ξεσηκωμό των Ελλήνων στην άλλη Ελλάδα έφθασε στην Ανατολική Κρήτη ένα καλοκαιρινό βράδυ του 1821(23-24 Ιουνίου) , όταν κατέπλευσε στο Ηράκλειο ένα τούρκικο πλοίο , που έφερνε και τα νέα του έξω κόσμου. Στις 22 Ιουνίου 1821 κληρικοί και λαϊκοί ήταν συναγμένοι στη μητρόπολη του Ηρακλείου για τον φόβο των Τούρκων, αφού σε πολλά μέρη είχαν εξεγερθεί. Οι μεγάλες βιαιότητες κορυφώθηκαν στο Μεγάλο Κάστρο. Όταν φθάνει στο λιμάνι το πλοίο έρχονται τα νέα για τις βιαιοπραγίες στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη και για τον απαγχονισμό του πατριάρχη. Συγκεκριμένα αυτή η είδηση ήταν αρκετή να εξαγριώσει τους Τούρκους και να τους στρέψει κατά των χριστιανών κατοίκων του νησιού. 
10. Μέρες και νύχτες έσφαζαν , πυρπολούσαν , λεηλατούσαν το Κάστρο. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη σφαγή των Καστρινών της Τουρκοκρατίας «ο μεγάλος αρπεντές», όπως έμεινε στην ιστορία , με περίπου 800 χριστιανούς νεκρούς. Ο ναός του Αγίου Μηνά έγινε τόπος φρικτού μαρτυρίου. Τα περισσότερα και επισημότερα στοιχεία της χριστιανικής κοινότητας της πόλης σφαγιάστηκαν μέσα ή στον περίβολο του Ναού. Ο Ναός και η Μητρόπολη παραδόθηκαν στις φλόγες. Το πρωί της 24ης Ιουνίου οι Τούρκοι έσφαξαν τον μητροπολίτη Γεράσιμο Παρδάλη και λένε πως τούτο το έγκλημα έγινε «δια 13 σφαιρών πιστολιού». Ακόμα έσφαξαν και τους επισκόπους Κνωσού Νεόφυτο, Χερσονήσου Ιωακείμ, Λάμπης και Σφακίων Ιερόθεο, Σητείας  Ζαχαρίας και Διοπόλεως Καλλίνικον. 
11. Η παράδοση δεν διέσωσε το όνομα του ιερέα που σφαγιάστηκε πάνω στην Αγία Τράπεζα την, ώρα που ιερουργούσε, όπως πολλές φορές έχει γραφτεί και ειπωθεί. 
12. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν πολλοί επίσημοι και γνωστοί  Έλληνες όπως και ο διάσημος λόγιος γιατρός Ιωάννης Λευθαιραίος . Επίσης οι Βατοπαιδινοί ιερομόναχοι Νεόφυτος και Αμβρόσιος και ο μοναχός Μακάριος. 
13. Από τη διήγηση του μοναχού Αρσενίου Παντοκρατορινού,  στις 25 Ιουνίου 1932 που  σώζεται στη μονή Βατοπαιδίου, προέρχονται όλες οι  πληροφορίες , σχετικά με την παρουσία των μοναχών στο Μεγάλο Κάστρο, εκείνη την περίοδο. H Ιστορία λέει πως το 1820 απεστάλησαν από την Μονή Βατοπεδίου όλοι αυτοί οι  ιερομόναχοι ς, ο Ιεροδιάκονος  οι μοναχοί Διονύσιος, Δωρόθεος και  Μακάριος ,στην Κρήτη κατόπιν προσκλήσεως, με τίμια λείψανα, προκειμένου να εκδιωχθεί η φοβερή ασθένεια της πανώλης, η οποία μάστιζε τους κατοίκους του νησιού. Αυτά ήταν, μέρος της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου, δώρο στη μονή του αυτοκράτορα Ιωάννου Καντακουζηνού, τεμάχιο Τιμίου Ξύλου και η κάρα του αγίου Ανδρέου Κρήτης. 
14. Δυστυχώς ελάχιστοι από αυτούς κατάφεραν  να επιστρέψουν στην Μονή ύστερα από τα φοβερά συμβάντα που συνέβησαν εκείνη την μοιραία ημέρα της 24ης Ιουνίου του 1821. Σώθηκαν  οι : ιεροδιάκονος Παρθένιος και οι μοναχοί Διονύσιος και Δωρόθεος , οι οποίοι λαμβάνοντας   την Αγία Ζώνη, τον Τίμιο Σταυρό και την κάρα τού αγίου Ανδρέου Κρήτης κρύφτηκαν σε σπίτια κρυπτοχριστιανών. 
15. Διοικητής εκείνο το διάστημα στο Μεγάλο Κάστρο ήταν ο ανίσχυρος Σερίφ Πασάς που δεν μπο΄ρεσε να συγκρατήσει τους μαινόμενους Αγάδες και όλους τους Ζορμπάδες και βασιβουζούκους. Ο Νικόλαος Σταυρινίδης γράφει σχετικά με την σφαγή των επισκόπων από τα αρχεία που σώθηκαν του Ζαχαρία Πρακτικίδη: 
16. « …Τη 23η Ιουνίου έγινε σύνοδος εις την μητρόπολιν, εις τον ναόν του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Μηνά, παρευρεθέντων και των αρχιερέων και ιερών και τινων χριστιανών, και ο Άγιος Κρήτης μετά των αρχιερέων ήρχισε να αναγιγνώσκη εν πουγιουρντού απεσταλμένον του Βεζίρη και μετά την ανάγνωσι ωμίλει ηθικώς προς τον λαόν να φυλάττωσι την προς τον βασιλέα πίστον και ευπείθειαν, μηδόλως μιμούμενοι τους αποστάτας νησιώτας και μωραίτας. Οι εχθροί καιροφυλακτούντες ώρμησαν εξαίφνης εις την μητρόπολιν και αποκλείσαντες τα θύρας της αυλής, εισέβησαν εις τον ναόν με αλλαλαγμόν και σηκώσαντες τα όπλα φονεύουσι πρώτον τον ευλογημένον γέροντα άγιον Κρήτης, ρίψαντες επάνω εις το ιερόν σώμα του 13 πιστόλια, χωρίς να εβλαβηθώσι οι αλιτήριοι το σεβάσμιον γήρας του. Μετά εκείνον και τον άγιον Κνωσού κυρ Νεόφυτον, τον Χερσονήσου κυρ Ιωακείμ και τον Σητείας κυρ Ζαχαρίαν, τους εφημέριους 17 και 5 αγιορίτας της αγίας Ζώνης, και έως 300 παρευρεθέντας χριστιανούς, εν οι έτυχεν και ο εν ιατροίς Ιωάννης Λευθερέος, ο και λογοθέτης……Εκείθεν έπειτα διασπαρέντες εις την πόλιν εδίωκον τους λοιπούς χριστσιανούς, φονεύοντες ανηλεώς όσους απήντων εις τους δρόμους, όπου απήντησαν και τον άγιον Λάμπης κύριον Ιερόθεον, έξωθεν του οσπητίου του Γεωργίου Παυλάκη, γραμματικού του Μουχτάρη πλησίον της μητροπόλεως, φονεύεσαντες δε και αυτόν τον ευλογημένον μετά του διάκου του , ώρμησαν και εις το οσπήτιον του Γεωργίου φονεύσαντες και αυτόν και άλλους 8 του οσπιτίου του. Έπειτα διασκορπισθέντες εις όλους τους δρόμους της πολιτείας, ηκολούθουν τον φόνον των χριστιάνων ώρας δύο ήμισυ αδιακόπως.Τούτο μαθών ο βεζίρης εξέδωκε προασταγήν με απειλάς σφοδράς και ησύχασαν , ζητήσας δε τους εναπολειφθέντας χριστιανούς εύρεν έως 500, τους οποίους επρόσταξε να ενταφιάσωσιν ευθύς τα πτώματα των φονευθέντων αρχιερέων , ιερέων και λοιπών χριστιανών, εξ ων όσους μεν επρόφθασαν ενταφίασαν, τους δε λοιπούς βιαζόμενο από την Κουστωδίαν έρριψαν εις την θάλασσα. Τα σκέυη των εκκλησιών αρπάσαντες τα διεμετίσθησαν οι τρισκατάρατοι, τα οποία ήσαν υπερ τας 100 κανδύλας αργυράς, Ευαγγέλια ηργυρωμένα 6 ιερά ποτήρια ζυγιάς5, θυμιατήρια αργυρά 6 και άλλα ιερά άμφια….όσα δε έλαβον εκ των του αγίου Κρήτης υαρχόντων, άδηλον….» 
17. Συνεχίζοντας την εξιστόρηση των γεγονότων ο Νικόλαος Σταυρινίδης αναφέρει και τα όσα  έγραψε γύρω στα 1900 ο Στέφανος Νικολάϊδης για την τραγική μέρα της 23 προς 24 του Ιούνη. Γράφει λοιπόν  : 
18. «…Μόνον  τον Μητροπολίτην εκαρατόμησαν τους δε λοιπόυς δι όπλων και μαχαίρων εφόνευσαν. Όσοι Χριστιανοί ευρέθησαν εις την Μητρόπολιν ουδείς εσώθη εξ αυτών…Τη επαύριον διέταξεν ο Σερίφ Πασάς τους εκ των διασωθέντων χριστιανών εντός του Διοικητηρίου με καβάσηδες συντροφευμένους και μετέφεραν τα πτώματα εις τα Σπιτάλια (το πρώτον ιδρυθέν εν τω Μ. Κάστρω  Νοσοκομείον) και τον Άγιον Ματθαίον και τα  μεν των αρχιερέων έθαψαν εις μνήματα  χωριστά έκαστον, του μητροπολίτου το ακέφαλον σώμα εις το του ναού μέσον του αγίου Ματθαίου, τα δε επίλοιπα πτώματα εις τα πηγάδια και εις άρκλες και εις λάκκους  εις τα Σπιτάλια και τον Άγιον Ματθαίον. Μετά τρεις ημέρας ευρέθη η κεφαλή του Μητροπολίτου ερριμένη εις μίαν γωνίαν του Διοικητηρίου και την έφεραν εις το ζεμπίλι μέσα και την έθαψαν με το άκεφαλον πτώμα πάλι Χριστιανοί, οίτινες διέμενον ύστερον επί πολύ εντός του Διοικητηρίου τρεφόμενοι και υπηρετούντες εκεί ευάριθμοι όμως όντες. Ο αριθμός των θυμάτων παραμένοι άγνωστος…». 
19. Ο Πρακτικίδης τέλος συνεχίζει : «Τη 24 και 25 του ιδίου εφόνευσαν εις μερικά χωριά του Μαλεβιζίου 80 χριστιανούς…». 
20. Ανάλογες σφαγές χριστιανών έγιναν και στην ανατολική Κρήτη. Τον επίσκοπο Πέτρας Ιωακείμ τον έσφαξαν οι Τούρκοι του Χουμεριάκου στη μονή Αρετίου. 
21. Η μονή Τοπλού λεηλατήθηκε και πολλοί μοναχοί σφάχτηκαν. Ήταν λίγο πριν το ξημέρωμα της  27η Ιουνίου και οι γραφές λένε πως 12 μοναχοί απαγχονίστηκαν ή σφάχτηκαν στην Πόρτα της Λότζας , προληπτικά. Η Μονή ερήμωσε  ως τα 1830 και πολλού θησαυροί της χάθηκαν. 
22. Ένα έγγραφο από τα Σφακιά μας δίνει όλη τη δραματική εικόνα της τουρκικής θηριωδίας: «ας ήλθαν τόσα και τόσα κακά και δυστυχίαι από τους αθέους και απίστους Αγαρηνούς, τους εχθρούς μας, εις όλον Το γένος μας, εις την αθλίαν Κρήτην όμως εγίνη πολύ κακόν εις τους χριστιανούς βάνοντας αρχήν από τους αρχιερείς και ιερείς, μοναχούς κει λαϊκούς και αφάνισαν και εφόνευσαν όλους…Τους άλλους από φούρκα, σπαθί και μπάλλα τους επέρασαν. Ηγουμένους των ιερών μοναστηρίων, ιερείς και μοναχούς και καθεξής όσους ηύραν άλλους εδιχοτόμησαν, άλλους από δυσβάτους και εγκρεμνώδεις τόπους Κατεκρήμνισαν, τας ωραίας γυναίκας εκράτηαν διά κακήν των επιθυμίαν, τα από μασθούς βρέφη εδιχοτόμουν, τα από εξ και επτά χρόνων παιδιά Τα ετούρκιζαν οι επείρατοι, φωτιά εις τας εκκλησίας… και άλλα τινά ανόσια έπραττον οι ανοσιουργοί βάρβαροι…» 
23. Στους επόμενους δύο μήνες (Ιούλιο-Αύγουστο 1821) οι Τούρκοι οργάνωσαν και διεξήγαγαν τρείς στρατιωτικές εκστρατείες εναντίον των εμπολέμων Ελλήνων Κρητών. Και οι τρεις εκστρατείες των Τούρκων απέτυχαν να καταστείλουν την εξέγερση των ραγιάδων της Μεγαλονήσου… 
24. Τούτος ήταν ο μεγάλος Αρπεντές! 
25. Τούτη ήταν η πιο μεγάλη βιαιότητα που έζησε εκείνες τις μέρες το Μεγάλο Κάστρο. 
26. Πόσα ακόμα να υποφέρει τούτη η πόλη; Πόσο ακόμα να αντέξουν τούτοι οι  άνθρωποι; 
27. Και  θυμήθηκα εκείνη τη ρήση του Νίκου Καζαντζάκη: «…Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει…». 
28. Κι οι θύμησες αντέχουν κι οι μνήμες κι η ιστορία μας ! 
29. …Ίσαμε πάλι την άλλη φορά… 
30.   
31. *Η Ελένη Μπετεινάκη είναι νηπιαγωγός 
32.   
3 Ιουνίου Άγιοι Γεράσιμος Κρήτης, Νεόφυτος Κνωσσού, Ιωακείμ Χερσονήσου, Ιερόθεος Λάμπης, Ζαχαρίας Σητείας, Ιωακείμ Πέτρας, Γεράσιμος Ρεθύμνης, Καλλίνικος Κυδωνίας, Μελχισεδέκ Κισάμου, Καλλίνικος Διοπόλεως και των συν αυτοίς αθλησάντων κληρικών και λαΐκών εν έτεσιν 1821 και 1822
7-9 λεπτά
________________________________________
Στις 23 Ιουνίου 1821 μ.Χ. έγινε Σύνοδος στη Μητρόπολη της Κρήτης, στο ναό του Αγίου Μηνά κατά την οποία ο Επίσκοπος Κρήτης άρχισε να διαβάζει ένα γράμμα απεσταλμένο από το βεζύρη.
Οι εχθροί καιροφυλακτούντες, όρμησαν στο ναό και φόνευσαν τους Αρχιερείς, δεκαεπτά ιερείς και πέντε αγιορείτες πατέρες από τη μονή Βατοπαιδίου, που είχαν προσκομίσει στο Μέγα Κάστρο για προσκύνηση κατά της επιδημίας της πανώλης τίμια λείψανα και την Αγία Ζώνη της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Επίσης φόνευσαν ως τριακόσιους παρευρεθέντες Χριστιανούς. Από εκεί διασπαρέντες στην πόλη εδίωκαν τους λοιπούς Χριστιανούς φονεύοντες ανηλεώς όσους απαντούσαν στους δρόμους, όπου συνάντησαν και τον Επίσκοπο Λάμπης Ιερόθεο, τον οποίο φόνευσαν μετά του διακόνου του. 
Την επομένη μέρα στο χωριό Επάνω Φουρνή, όπου ήταν η έδρα της Επισκοπής Πέτρας, ετυφεκίσθηκε ο Αρχιερεύς αυτής Ιωακείμ έξω από τον ιερό ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Η πρώτη επίσημη της γιορτής έγινε στις 11 Νοεμβρίου 2000 μ.Χ. στον καθεδρικό ναό του Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν πολυθαύμαστον, Κρήτην τιμήσωμεν, τὴν ἐξανθήσασαν, ὡς ἄνθη τίμια, τοὺς Νεομάρτυρας Χριστοῦ, πιστῶν τοὺς θεοῤῥήμονας· πλάνην γὰρ κατῄσχυναν, ὡς ποιμένες θεόφρονες, πίστιν δὲ ὀρθόδοξον, τοῖς πιστοῖς ἐστερέωσαν, Γεράσιμος ὁ πρόεδρος Κρήτης, καὶ πάντες οἱ αὐτῷ συμμαρτυρήσαντες.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
(Ψαλλόμενον εἰδικῶς ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου μεγαλομάρτυρας Μηνᾶ, ἔνθα οἱ πλεῖστοι τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων Ἐπισκόπων ἐμαρτύρησαν)
Ὑπόδειγμα ὡς σχόντες, τὸν Μηνᾶν τὸν μυρίαθλον, χαίροντες ἐνταῦθα τὸν δρόμον, μαρτυρίου ἠνύσατε, μεθ᾿ οὗ καθικετεύετε ἀεί, Χριστὸν τὸν στεφανώσαντα ὑμᾶς, ὦ Γεράσιμε θεόφρον σὺν τοῖς λοιποῖς, τὴν πόλιν ταύτην φυλάττειν, χαίρετε ἀνακράζουσαν ὑμῖν, ἄνθη ζωῆς εὐωδέστατα, κλέα τῆς Κρητονήσου καὶ στεῤῥοί, αὐτῆς ὑπέρμαχοι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´. Θείας Πίστεως.
Δῆμος ὤφθητε, τροπαιοφόρος, ἔχων πρόκριτον, δεδοξασμένον, τὸν τῆς Κρήτης ποιμένα Γεράσιμον, ὁμονοοῦντες γὰρ πίστει ἠθλήσατε, καὶ τῶν τυράννων τὸ θράσος ἐλύσατε. Ὅθεν πάντοτε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύετε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου.
Ὡς φίλους τοῦ Χριστοῦ, καὶ θεράποντας θείους, γεραίρομεν ὑμᾶς, τοὺς ἐν χρόνοις δουλείας, ἀστέρας ἐκλάμψαντας, παμφαεὶς Νεομάρτυρας, Ἐπισκόπων γάρ, καὶ Ἱερέων τὰ πλήθη, σὺν Ἀζύγοις τε, ταῖς ἀλκιφρόνων πορείαις, φωτίζετε ἔκτοτε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχάς τῆς φύσεως.
Τοὺς εὐκλεεῖς συμμάρτυρας, ὡς προσφοράν σοι Κύριε, ἡ τῶν Κρητῶν κληρουχία προσήνεγκεν, ἐν τοῖς ἐσχάτοις ἔτεσιν. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ, τὴν Ἐκκλησίαν σου, διὰ τῆς Θεοτόκου, συντήρησον Πολυέλεε.
Κάθισμα
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου.
Μετὰ τὴν α´ Στιχολογίαν.
Χορείαν τὴν σεπτήν, τὸν ὑπέρτιμον δῆμον, τῶν νέων τοῦ Χριστοῦ, καλλινίκων Μαρτύρων, ἐν ὕμνοις γεραίροντες, οἱ πιστοὶ ἐκβοήσωμεν, ἱκετεύετε, ὡς παῤῥησίαν πλουτοῦντες, τὸν φιλάνθρωπον, ἡμῖν διδόναι εἰρήνην, καὶ ἔλεος ἄνωθεν.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὴν β´ Στιχολογίαν.
Λαοῦ προϊστάμενοι, τοῦ ἐν τῇ Κρήτῃ καλῶς, αὐτὸν ἐστηρίξατε, τῷ μαρτυρίῳ ὑμῶν, ἐν χρόνοις κακώσεως. Ὅθεν ὑμᾶς τιμῶμεν, εὐκλεεῖς Ἱεράρχαι, ἅμα τῶν συμμαρτύρων, τῇ ἐνδόξῳ χορεία, αἰτούμενοι ἐν πίστει, ὑμῶν τὴν ἀντίληψιν.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Ὡς ἐπίσημοι κριοί, σφαγιασθέντες ἀπηνῶς, Ἱεράρχες εὐκλεεῖς, θυσία ζῶσα τῷ Θεῷ, χερσὶ τυράννων προσήχθητε ἐν ἐσχάτοις, καὶ τὴν τῶν Κρητῶν, ἐφοινίξατε, νῆσον τοῖς ὑμῶν, θείοις αἵμασι, καὶ ἐν αὐτοῖς ὀφρὺν τὴν ἐπηρμένην, τῶν δυσμενῶν ἐβυθίσατε. Διὸ ὑψόθεν, ἀθανασίας, ἐκομίσασθε στέφη.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ὑπόδειγμα Μηνᾶν, τὸν μυρίαθλον σχόντες, αὐτοῦ ἐν τῷ ναῷ, μαρτυρίου τὸν δρόμον, στεῤῥῶς ἐτελέσατε, ἐν ἡμέραις τῆς θλίψεως, καὶ ηὐλίσθητε, ἐν ταῖς σκηναῖς τῶν Μαρτύρων, ἱκετεύοντες, ὑπὲρ λαοῦ τοῦ τῆς Κρήτης, ἀεὶ Νεομάρτυρες.
Ὁ Οἶκος
Ἐνισχύσας δυνάμει τῆς χάριτος, τοὺς ἐν Κρήτῃ σεπτοὺς Νεομάρτυρας, τῶν Μαρτύρων αὐτούς τε τῶν προπάλαι, εὐκλεεῖς ὁμοτρόπους ἀνέδειξας, καὶ ἐταπείνωσας τὴν ἔπαρσιν δι᾿ αὐτῶν τῶν τυράννων, Σωτήρ μου ζωοδότα. Ταῖς αὐτῶν οὖν πρεσβείαις, ἐν εἰρήνῃ τελείᾳ, τὴν Ἐκκλησίαν σου, διὰ τῆς Θεοτόκου, συντήρησον Πολυέλεε.
Μεγαλυνάριον
Δεῦτε εὐφημήσωμεν οἱ πιστοί, Ἐπισκόπους θείους, Ἱερέας καὶ Μοναστάς, καὶ σὺν τούτοις πάντας, πιστούς τε ἰδιώτας, τοὺς ἐν ὑστέροις χρόνοις, πίστιν τρανώσαντας.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐπισκόπων νεοφαής, λαμπὰς μαρτυρίου, Ἱερέων πυρσοφαής, καὶ ἀζύγων χαίροις, πανέντιμος χορεία, τὴν Κρήτην ἡ κοσμοῦσα, χρόαις τοῦ αἵματος.
Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α´.
Εὐαγγέλου Ἱερέως.
Τὰ Κρητῶν φιλεόρτων συστήματα, καὶ φιλαγίων χορεῖαι, δεῦτε εὐφημήσωμεν, ἐν ᾠδαῖς πνευματικαῖς τὴν ἔνδοξον μνήμην, τῶν ἡμετέρων Νεομαρτύρων, ἐν οἷς ὡς ἀρετῆς καὶ ἀνδρείας ἀκροθίνια, δεκὰς ἱερομαρτύρων Ἐπισκόπων, Ἱερέων δέσμη ἑπτά τε καὶ δέκα, καὶ πεντὰς τοῦ ἁγιωνύμου ὄρους Μοναστῶν. Οὗτοι γὰρ θυσίαν εὐπρόσδεκτον, τὰ ἑαυτῶν προσφέροντες σώματα, καὶ τὰς ψυχὰς αὐτῶν λευκάναντες ὡς χιόνα, τοῖς οἰκείοις αἵμασι λελουσμένας, τὴν τῶν οὐρανῶν βασιλείαν ἐκληρονόμησαν, πρεσβεύουσι δὲ ἀπαύστως Χριστῷ τῷ Θεῷ, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β´.
Κυρίλλου Ἱερομονάχου.
Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἐν τῇ μνήμῃ σήμερον, τῶν εὐκλεῶν Νεομαρτύρων ὦ φιλέορτοι· δεῦτε εὐφημήσωμεν αὐτούς, διατόρως κραυγάζοντες καὶ λέγοντες· χαίρετε Ἐπισκόπων δεκάς, Ἱερέων τε δῆμος, καὶ Μοναχῶν ἰσαγγέλων σειρά, σὺν προκρίτων καὶ ἰδιωτῶν πλήθει, οἱ ἐν ἐσχάτοις ἀθλήσαντες καιροῖς, καὶ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τὸ πάθος, ἐν ἑαυτοῖς ἀναζωγραφήσαντες· οἱ τὴν ἐν Κρήτῃ ποίμνην στηρίξαντες, ὑπὲρ αὐτῆς προσκαίρου θανάτου, ὡς καρτερόψυχοι καταφρονήσαντες. Ἀλλ᾿ ὡς χάριν παῤῥησίας πλουτήσαντες, τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι πρεσβεύετε, ἵνα ῥυσθῶμεν συμφορῶν, καὶ πάσης περιστάσεως.
Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος γ´.
Εὐαγγέλου Ἱερέως.
Τρισόλβιοι ποιμένες Χριστοῦ, Ἱεροάθλων οἱ πρόκριτοι, μετὰ παῤῥησίας τὸν Χριστὸν ὁμολογήσατε, καὶ μυρίαις βασάνοις ὑπομείναντες, ὡς ἥλιοι λαμπροί, διασχίσαντες σκότια νέφη δουλείας, ταῖς τῶν ὑμετέρων αἱμάτων λαμπηδόσι, τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Κρήτης κατελαμπρύνατε. Διὸ ἐν οὐρανοῖς σὺν Ἀγγέλοις, καὶ τοῖς ἀπ᾿ αἰῶνος Ἁγίοις συναγαλλόμενοι, ὑπὲρ ἡμῶν τοῦ Κυρίου μὴ παύσησθε δεόμενοι, ὡς μαρτυρικῆς εὐκλείας ἀξιωθέντες, δωρηθῆναι τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὁμόνοιαν εἰρήνην, καὶ παντὶ τῷ κόσμῳ φωτισμόν, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος δ´.
Κυρίλλου Ἱερομονάχου.
Δεῦτε σήμερον οἱ πιστοί, ἐν τῷ ναῷ τοῦ κλεινοῦ μεγαλομάρτυρος, Μηνᾶ τοῦ θαυματοβρύτορος προσέλθωμεν, τοὺς ἐν αὐτῷ εὐκλεῶς μαρτυρήσαντας, ἐν ἐγκωμίοις γεραίροντες, Γεράσιμον τὸν Κρήτης πρόεδρον, Ζαχαρίαν Ἰωακείμ, Νεόφυτον καὶ Καλλίνικον, σὺν τοῖς αὐτῶν συναθληταῖς. Οὗτοι γὰρ ἀδελφὰ συμφρονήσαντες, τοῦ μαρτυρίου τὴν ὁδὸν συνεπορεύθησαν, μηδαμῶς δειλιάσαντες, τῶν τυράννων τὸ φρύαγμα· διὸ καὶ ἐν τῷ σφαγιάζεσθαι ἀπηνῶς, ὡς ἐν ἑνὶ στόματι τῷ Κυρίῳ ἔλεγον· γενέσθω δὴ Κύριε ἡ θυσία ἡμῶν, εὐπρόσδεκτος ἐνώπιόν σου, καὶ πρόσδεξαι αὐτὴν εὐμενῶς, ὡς λύτρον ὑπὲρ λαοῦ σου, βαρυαλγοῦντος τῷ τῆς δουλείας ζυγῷ. Ἀλλ᾿ ὦ Νεομάρτυρες ἔνδοξοι, τὰ τῆς Κρήτης αὐχήματα, καὶ τοῦ Γένους ἐρείσματα, ὑπὲρ ἡμῶν δυσωπεῖτε τὸν Θεόν, ἐκ πολεμίων ἐχθρῶν φυλάττειν, καὶ σώζειν ἐν τῇ πίστει ἡμᾶς, ὡς ὄντες πᾶσι συμπαθέστατοι.

3Άγιος νεομ. Νικηφόρος εκ Κριτσάς
 
Εορτάζει 11 Ιανουαρίου
Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικηφόρος καταγόταν από την κωμόπολη Κριτσά Μεραμβέλλου Κρήτης και ο πατέρας του ονομαζόταν Τζανής.
Νυμφεύθηκε με μια Μωαμεθανή, που την έλεγαν Φετμά και απέκτησε δύο υιούς. Όμως ο Νικηφόρος αλλαξοπίστησε και έγινε Μουσουλμάνος λαβών το όνομα Ιμπραχίμ. Αλλά με την πρόνοια του Θεού ήλθε στον εαυτό του και μετανόησε για το ολίσθημά του. Από τότε ζούσε την Χριστιανική πίστη και ζωή.
Η γυναίκα του, βλέποντας αυτή την μεταστροφή του, τον κατήγγειλε στις αρχές. Τότε ο Νικηφόρος συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του βαλή της Κρήτης, στο Χάνδακα (Ηράκλειο), του Μουσταφά Πασά. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Ιεροδικείο, ενώπιον του οποίου ο Μάρτυρας ομολόγησε με γενναιότητα την πίστη του στον Χριστό. Η απόφαση ήταν καταδικαστική.
Ο Νεομάρτυς Νικηφόρος απαγχονίστηκε στις 11 Ιανουαρίου 1832  σε ηλικία 30 ετών και έλαβε τον αμαράντινο στέφανο της δόξας.
Ι. Μ Κισαμου
Όσιος Νικηφόρος ο λεπρός
Είναι ένας σύγχρονος άγιος. Έδωσε σκληρή μάχη με τη λέπρα και την τυφλότητα. Και αποτελεί τον τελευταίο -στη σειρά- άγιο που εντάχθηκε πρόσφατα στο Ορθόδοξο Αγιολόγιο. Ο Όσιος Νικηφόρος, ο Λεπρός είναι ένας ακόμη θαυματουργός στρατιώτης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η μνήμη του οποίου εορτάζεται στις 4 Ιανουαρίου. Είναι άγνωστος στο ευρύ κοινό, αφού η αγιοκατάταξή του έγινε στις αρχές Δεκεμβρίου του 2012. Όμως, στα Χανιά και στη Χίο είναι πλέον ο λατρεμένος άγιος. Σχεδόν 50 χρόνια μετά το θάνατό του η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον κατέταξε μεταξύ των Αγίων.
Ποιός ήταν όμως ο νέος άγιος της Εκκλησίας μας; Τον ανακάλυψα τυχαία σε μια δημοσιογραφική αποστολή που είχα κάνει το 2010 για τo MEGA στο Λωβοκομείο της Χίου. Αυτή η άγνωστη «Σπιναλόγκα» του Βορείου Αιγαίου απέχει μόλις 5 χιλιόμετρα από το λιμάνι της Χίου. Πρόκειται για αρχιτεκτονικό στολίδι του 14ου αιώνα που σαπίζει δυστυχώς από την αδιαφορία των υπευθύνων. Μάλιστα είναι το αρχαιότερο και μακροβιότερο νοσηλευτήριο στον Ελλαδικό, ίσως και στον Ευρωπαϊκό χώρο. Ιδρύθηκε από Γενοβέζους κατακτητές του νησιού το 1378. Απομονωμένο στην κοιλάδα της Υπακοής, όπως ονομάζεται, κρατούσε επί έξι αιώνες καλά κρυμμένα τα μυστικά του. Η λειτουργία του διεκόπη μόνο την εποχή που η Χίος ερήμωσε λόγω της μεγάλης σφαγής.
Το 1881 καταστράφηκε από το μεγάλο σεισμό και ανακατασκευάστηκε το 1909 . Μέχρι το 1957 που έβαλε οριστικό λουκέτο αγκιάλιαζε και προσέφερε ανακούφιση σε όσους χανσενικούς δηλαδή λεπρούς, που η κοινωνία δεν ήθελε κοντά της. Εμβληματική μορφή του Λεπροκομείου της Χίου υπήρξε ο πατήρ Νικοφόρος, ο οποίος έζησε εκεί 43 ολόκληρα χρόνια.
                                 
Τη συγκινητική ιστορία του λεπρού, τυφλού μοναχού, πατέρα Νικηφόρου, όπως την κατέγραψε σε βιβλίο με τίτλο: «Νικηφόρος ο Λεπρός, της καρτερίας αθλητής λαμπρός» που μεταφράστηκε μάλιστα και στα αραβικά, μας αφηγείται ο αγιορείτης μοναχός και συγγραφέας πατήρ Σίμων. » Ο πατήρ Νικηφόρος – κατά κόσμον Νικόλαος Τζανακάκης- γεννήθηκε το 1890 σε ένα ορεινό χωριό των Χανίων, στο Σηρικάρι. Οι γονείς του ήταν απλοί και ευλαβείς χωρικοί, οι οποίοι ενώ ακόμη ήταν μικρό παιδί πέθαναν και τον άφησαν ορφανό.
Έτσι, σε ηλικία 13 ετών έφυγε από το σπίτι του, πήγε στα Χανιά κι άρχισε να εργάζεται εκεί σ’ ένα κουρείο. Εκεί εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια της νόσου Χάνσεν δηλ. την λέπρα. Εκείνη την εποχή, τους λεπρούς τους απομόνωναν στο νησί Σπιναλόγκα, διότι η λέπρα ως μεταδοτική αρρώστια αντιμετωπίζονταν με φόβο και αποτροπιασμό. Ο Νικόλαος όταν έγινε 16 ετών και όταν τα σημάδια της νόσου άρχισαν να γίνονται πιο εμφανή, για να αποφύγει τον εγκλεισμό του στη Σπιναλόγκα έφυγε με καράβι για την Αίγυπτο. Εκεί έμενε εργαζόμενος στην Αλεξάνδρεια, πάλι σε ένα κουρείο, όμως τα σημάδια της νόσου γίνονταν όλο και πιο έντονα, ιδίως στα χέρια και το πρόσωπο, το οποίο άρχισε να παραμορφώνεται.
Γι’ αυτό με τη μεσολάβηση ενός κληρικού κατέφυγε στο λεπροκομείο της Χίου, στο όποιο ήταν ιερεύς ο πατήρ Ανθιμος Βαγιανός, ο μετέπειτα άγιος Άνθιμος. Ο πατήρ Νικηφόρος προσευχόταν τη νύχτα ώρες ατελείωτες, κάνοντας μετάνοιες αμέτρητες, δεν είχε λογοφέρει με κανένα ούτε χάλασε την καρδιά κάποιου κι ήταν ο κύριος ψάλτης του ναού. Εξ αιτίας της ασθενείας του όμως, σιγά-σιγά έχασε το φως του κι έτσι έψαλλε τα περισσότερα τροπάρια και απήγγειλε τους Αποστόλους από στήθους. Είχε πεί μια φορά ο τότε Δεσπότης της Χίου που είχε πάει να τον ακούσει στο λωβοκομείο ότι αυτός ο μοναχός ψέλνει σαν Άγγελος!
Η νόσος προχωρούσε και εξελισσόταν επιφέροντας στον πατέρα Νικηφόρο πολλές και μεγάλες αλλοιώσεις (το φάρμακο βρέθηκε αργότερα, το 1947). Ζούσε με αδιάκριτη, γνήσια υπακοή, με νηστεία αυστηρή, εργαζόμενος στους κήπους. Μάλιστα κατέγραψε σε ένα κατάλογο και τα θαύματα του Άγιου Ανθίμου, τα όποια είχε δει «ιδίοις όμασιν» (πολλά αφορούσαν θεραπείες δαιμονιζόμενων). Το 1957 έκλεισε το λωβοκομείο της Χίου και τους εναπομείναντες ασθενείς μαζί με τον πατέρα Νικηφόρο τους έστειλαν στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αγίας Βαρβάρας Αθηνών στο Αιγάλεω. Την εποχή εκείνη ο πατήρ Νικηφόρος ήταν περίπου 67 ετών.
Τα μέλη του και τα μάτια του είχαν τελείως αλλοιωθεί και παραμορφωθεί από τη νόσο. Πλήθος κόσμου συνέρρεε στο ταπεινό κελί του λεπρού μοναχού Νικηφόρου στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, για να πάρει την ευχή του αφού η φήμη του είχε αρχίσει να εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Αττική. Σε ηλικία 74 ετών, στις 4 Ιανουαρίου του 1964 εκοιμήθη. Μετά την εκταφή, τα άγιά του λείψανα ευωδίαζαν. Πιστοί ανέφεραν πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες έγιναν θαύματα με την επίκληση των πρεσβειών προς τον Θεό του πατρός Νικηφόρου.»
Σημαντική είναι και η μαρτυρία ενός πιστού που τον είχε γνωρίσει από κοντά. Ο Γιάννης Άθως είχε επισκεφθεί πριν από 50 χρόνια το Λωβοκομείο της Χίου. «Τον πατέρα Νικηφόρο τον γνώρισα τον Αύγουστο του 1953, όταν με φιλοξενούσε κάποιος φίλος μου στη Χίο. Η μορφή του μένει ακόμη ανεξίτηλη στη μνήμη μου, παρά τις τόσες δεκαετίες που πέρασαν από τότε. Αδύνατος από τον ασκητικό του βίο, πρόσωπο ξερακιανό, με λίγα γένια, σκαμμένο από τη νόσο, τα μήλα στις παριές του πεταμένα προς τα έξω.
Τα μάτια του ήταν μονίμως ερεθισμένα και υγρά. Η όραση του ελαχίστη, είχε αγκυλώσεις στα χέρια και παράλυση στα κάτω άκρα. Ήρεμο, όμως, και ιλαρό το πρόσωπό του. Παρά ταυτα ήταν γλυκύτατος, μειλίχιος, χαμογελαστός, διηγείτο χαριτωμένα περιστατικά, ήταν ευχάριστος, αξιαγάπητος».
Μετά το Λωβοκομείο της Χίου στον αντιλεπρικό σταθμό στην Αγία Βαρβάρα Αθηνών ζούσε και ο πατήρ Ευμένιος, ο οποίος είχε κι αυτός προσβληθεί από την νόσο του Χάνσεν, αλλά με την επιτυχή φαρμακευτική αγωγή θεραπεύτηκε τελείως. Αποφάσισε όμως να μείνει όλο το υπόλοιπο της ζωής του μέσα στον αντιλεπρικό σταθμό κοντά στους συνασθενείς του, τους οποίους φρόντιζε με πολλή αγάπη. Έτσι έγινε και υποτακτικός στον πατέρα Νικηφόρο. Ο βιογράφος του Μοναχός Σίμων είχε πνευματικό του, τον Πατέρα Ευμένιο, ο οποίος του είχε εκμηστηρευτεί μια συγκλονιστική στιγμή που είχε ζησει με τον λεπρό, τυφλό μοναχό, όταν τον είχε επισκεφθεί ξαφνικά στο δωμάτιο του, χωρίς όμως να γίνει αντιληπτός από τον ίδιο.
«Μια μέρα ο πατήρ Ευμένιος είχε πάει στο κελί του και ανοίγει σιγά-σιγά την πόρτα του δωματίου του και τι να δεί; Βλέπει τον πατέρα Νικηφόρο να προσεύχεται με τα χέρια ψηλά και να …αιωρείται ένα μέτρο πάνω από το έδαφος! Όταν το είδε αυτό ο πατήρ Ευμένιος έκλεισε σιγά-σιγά την πόρτα και αποχώρησε. Πήγε στο κελί του και έκλαιγε από την χαρά του, που έχει Άγιο πνευματικό πατέρα. Την άλλη μέρα πήγε και το του το είπε και αυτός του ζήτησε να μην πεί σε κανέναν τι είδε όσο είναι αυτός στη ζωή.»
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του στον αντιλεπρικό σταθμό στην Αγία Βαρβάρα Αθηνών τον επισκέπτονταν συχνά και έπαιρναν την ευχή του πολλοί ανώνυμοι, «επώνυμοι» πιστοί αλλά και σημερινοί ιεράρχες, όπως ο νυν Αρχιεπίσκοπος Τιράνων Αναστάσιος και ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Δημήτριος.
O πρώτος επίσημος εορτασμός του Οσίου Νικηφόρου του Λεπρού πραγματοποιήθηκε στις αρχές Ιανουαρίου του 2013 στη Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου στον Ι. Μητροπολιτικό Ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στην Κίσαμο, όπου τέθηκε προς προσκύνηση τεμάχιο Ιερού Λειψάνου του.
Ακολουθεί η ανακοίνωση της Μητρόπολης Κισάμου και Σελίνου:
«Το εσπέρας της εορτής, Τετάρτη 2 Ιαν., έγινε η μεταφορά και λιτάνευσης τεμαχίου Ιερού Λειψάνου του Οσίου Νικηφόρου και της ιστορηθείσης Εικόνος του εκ του παρεκλησίου του Επισκοπικού Οίκου στον Ι. Μητροπολιτικό Ναό (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου) και ακολούθησε Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ. Αμφιλοχίου. Ακολούθησε Ι. Παράκλησης του Αγίου και Ιερά Αγρυπνία. Την κυριώνυμο ημέρα, Πέμπτη 3 Ιαν., τελέστηκε Πολυαρχιερατική Θεία Λειτουργία, προεξάρχοντος του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου, ο οποίος και εκπροσώπησε την ΑΘΠ, τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο και ανέγνωσε την σχετική Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη Αγιοκατάταξης. Την ΑΘΜ τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας κ.κ. Θεόδωρο Β΄ εκπροσώπησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Άκκρας κ. Σάββας.
Στο πολυαρχιερατικό συλλείτουργο έλαβαν επίσης μέρος αρκετοί εκ των Αρχιερέων της Μεγαλονήσου, Πρωτοσύγκελοι, Ηγούμενοι Ι. Μονών απ΄ όλη την Κρήτη, κ.α. κληρικοί. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας ο Σεβ. Μητροπολίτης μας κ. Αμφιλόχιος αφού αναφέρθηκε εν συντομία στον βίο του Οσίου Νικηφόρου του Λεπρού, εξέφρασε, μετά πολλής συγκινήσεως και χαράς, την βαθιά ευγνωμοσύνη και τις ευχαριστίες της τοπικής Εκκλησίας τόσο προς την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας Κρήτης δια την αποδοχή της προτάσεως του περί Αγιοποιήσεως του Οσίου Νικηφόρου του Λεπρού, όσο και προς την ΑΘΠ, τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο και την περί Αυτού Αγία και Ιερά Σύνοδο για την έγκριση και Αγιοκατάταξη στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Οσίου Νικηφόρου. 
Ακολούθως ευχαρίστησε την Α.Θ.Μ., τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας κ. Θεόδωρο για την εκπροσώπηση του, δια του Σεβ. Μητροπολίτου Άκκρας κ. Σάββα, «για να καταδειχθεί, όπως είπε, η σχέση του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας μετά του Οσίου Νικηφόρου, ο οποίος επί 8 έτη έζησε στην Αλεξάνδρεια», ως επίσης και όλους τους Σεβ. αγίους Αρχιερείς, τον κλήρο, τις Μοναστικές Αδελφότητες, Φορείς και Πρόσωπα που προσήλθαν.
«Οι Άγιοι μας, ο Όσιος Νικηφόρος ο Λεπρός, μαρτυρούν τον τόπο και δίδουν την δυνατότητα να ζήσει ο άνθρωπος, να ζήσει η οικουμένη. Συνεπώς η παρουσία του Οσίου Νικηφόρου του Λεπρού φανερώνει ότι όσο περισσότερο δίνεις, τόσο περισσότερο πλουτίζεις, ότι όσο λιγότερα έχεις, τόσο περισσότερο είσαι, ότι κάθε κτήση και κατάκτηση δεσμεύει την ελευθερία. Θυμίζει δε σε όλους μας όχι μόνο ότι υπάρχει ελπίδα, αλλά ότι υπάρχει η δυνατότητα να ζήσει κανείς την αιωνιότητα από σήμερα», κατέληξε ο Σεβασμιώτατος. 
Τον λόγο έλαβε ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Ειρηναίος, εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ Βαρθολομαίου, ο οποίος αφού μετέφερε την ευλογία, τις ευχές και την αγάπη της Μητρός Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριάρχου, ανέγνωσε την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη Αγιοκατάταξης, σύμφωνα με την οποία: «Διό και θεσπίζομεν Συνοδικώς και εν Αγίω διακελευόμεθα Πνεύματι όπως ο ειρημένος Όσιος Μοναχός Νικηφόρος ο Λεπρός συναριθμήται τοις Αγίοις της Εκκλησίας, ως μέχρι τούδε ούτω και εις το εξής εις αιώνα τον άπαντα τιμώμενος παρά των πιστών και ύμνοις εγκωμίων γεραιρόμενος κατ΄ έτος τη δ΄ Ιανουαρίου ημέρα της προς Κύριον εκδημίας αυτού». 
Ακολούθησε ο χαιρετισμός του Σεβ. Μητροπολίτου Άκκρας κ. Σάββα, εκπροσώπου του Πατριάρχου Αλεξανδρείας, ο οποίος ομίλησε περί της εν Αλεξανδρεία παραμονής του τότε Νικολάου Τζανακάκη (μετέπειτα Νικηφόρου μοναχού) και την στήριξη που του παρείχε Μητροπολίτης του Αλεξανδρινού Θρόνου στην δοκιμασία της ασθενείας του, ως επίσης και την φροντίδα του για την μεταφορά του στο λεπροκομείο της Χίου, όπου και συνδέθηκε ο Όσιος Νικηφόρος με τον Άγιο Άνθιμο της Χίου.
Τον λόγο έλαβαν επίσης ο Δήμαρχος Κισάμου κ. Γεώργιος Μυλωνάκης, ως επίσης και ο κ. Θεόδωρος Σταθάκης, Δημοτικός Σύμβουλος και εκπρόσωπος του χωρίου Σηρικαρίου, οι οποίοι δήλωσαν πως θα έλθουν αρωγοί στην προσπάθεια της Μητροπόλεως αναπαλαίωσης της πατρικής εστίας του Οσίου Νικηφόρου και μετατροπής της σε προσκύνημα, ως επίσης και ανέγερσης Ι. Ναού, αφιερωμένου στην μνήμη του, σε οικόπεδο που προσφέρει η κατά σάρκα οικογένεια (Τζανακάκη) του Οσίου Νικηφόρου του Λεπρού.
Συγκινητική υπήρξε η προσέλευση εκατοντάδων πιστών κατά  την διάρκεια του εορταστικού διημέρου, απ΄ όλη την Κρήτη, ακόμα και εκτός Κρήτης, για να προσκυνήσουν το Ι. Λείψανο του, να λάβουν την ευχή και ευλογία του Οσίου. Ας έχομε όλοι την ευχή του.»
Όσιος Κυρ- Ιωάννης
Όσιος Κυρ Ιωάννης ο Ξένος
Ο Όσιος Ιωάννης, ο επονομαζόμενος Ξένος ή Αι-Κυρ Γιάννης, όπως μαθαίνουμε από την διαθήκη του, γεννήθηκε στο χωριό Μακρά Σίβα της Επαρχίας Πυριωτίσσης της Μεσαράς, το 970, δέκα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακινούς. 
Η Κρήτη κατά καιρούς περιήλθε στο ζυγό διαφόρων κατακτητών. Για 133 χρόνια, από το 828 μέχρι το 961, οι Σαρακινοί Άραβες είχαν μετατρέψει την Κρήτη κέντρο των πειρατικών επιδρομών τους, στο Αιγαίο. Πολλές πόλεις και χωριά της είχαν κυριολεκτικά καταστραφεί και οι Χριστιανοί είχαν πρόβλημα επιβίωσης, όσοι βέβαια είχαν γλιτώσει από τις σφαγές και τον εξισλαμισμό. Έτσι όταν απελευθερώθηκε η Κρήτη το 961 από τον Νικηφόρο Φωκά, υπήρξε άμεση η ανάγκη επανευαγγελισμού των κατοίκων της.
Αν και οι γονείς του ήταν ευσεβείς και εύποροι ο Όσιος Ιωάννης από νεαρής ηλικίας αγάπησε τον Χριστό και αφιέρωσε την ζωή του στον μοναχισμό και στην άσκηση. Ο Όσιος Ιωάννης ο Ξένος θεωρείται συνεχιστής της Ιεραποστολικής δράσεως του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη και του Οσίου Νίκωνος του Μετανοείτε, αφού για 50 χρόνια κήρυττε και έκτιζε ναούς και μονές πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο σε όλη την Κρήτη. Οι δυο προηγούμενοι Ιεραπόστολοι από τον Όσιο Ιωάννη όπως προαναφέρθηκαν είχαν αναλάβει την αναβλάστηση της Ορθοδόξου πίστεως και ζωής στη μεγαλόνησο. Οι δυο όμως αυτοί άντρες δεν παρέμειναν στην Κρήτη. Ο μεν Άγιος Αθανάσιος παρέμεινε για λίγο διάστημα στην Κρήτη και έφυγε για το Άγιον Όρος όπου ίδρυσε την Μονή της Μεγίστης Λαύρας. Ο Όσιος Νίκων ο «Μετανοείτε» παρέμεινε επτά χρόνια στην Κρήτη έδρασε κυρίως στην ανατολικοκεντρική νήσο και κατόπιν έφυγε για τη Λακωνία όπου σήμερα τιμάται ως Πολιούχος Άγιος της Σπάρτης (λέγεται «Μετανοείτε», διότι συνέχεια στο κήρυγμά του καλούσε τους ανθρώπους να μετανοήσουν). Μόνο ο όσιος Ιωάννης ο Ξένος παρέμεινε στο νησί μέχρι το θάνατό του. 
Ο Όσιος πατήρ ημών, εκτός από μεγάλος Ιεραπόστολος υπήρξε και γνώστης της Χριστιανικής φιλοσοφίας. Δεν ήταν μόνο μεθοδικός και πρακτικός, αλλά και λόγιος, καθώς συνέγραψε ομιλίες στο κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο, όπως επίσης πιθανώς να ήταν υμνογράφος και μεταφραστής έργων του Αριστοτέλους. Γι’ αυτό και εγκωμιάζεται από τους υμνογράφους ως «σοφός, πάνσοφος, μέγας φωστήρ, θεοφόρος, νουνεχής, εμπειρότατος, φιλέρημος, ασκητών κλέος, οσίων καύχημα, Κρήτης το καύχημα». 
Κέντρο και άξονας της Ιεραποστολικής δράσεως του Αγίου υπήρξε η Ιερά Μονή Παναγίας των Μυριοκεφάλων την οποία ο Άγιος ίδρυσε με θαυμαστό τρόπο (όπως και τα περισσότερα προσκυνήματά του) κατόπιν εντολής της Παναγίας. Εννέα κτίσματα του Αγίου διαβάζουμε στη διαθήκη και βιογραφία του:
1) ο Ναός του Αγίου Ευτυχίου και Ευτυχιανού
2) η Ιερά Μονή Παναγίας Μυριοκεφάλων
3) ο Ναός Αγίου Γεωργίου Δούβρικα στη θέση Μέλικας
4) ο Ναός του Αγίου Γεωργίου (Ψαροπιαστή)
5) η Ιερά Μονή Αγίου Παταπίου
6) ο Ναός της Ζωοδόχου Πηγής Κουφού (γνωστός ως Αη Κυρ-Γιάννης Κουφού)
7) ο Ναός Αγίου Παύλου Σφακίων
8) ο Ναός Αγίου Γεωργίου στις Αζωγυρές
9) ο Ναός Αγίου Ευσταθίου Ακτής Κισάμου 
Σ’ αυτήν τη χρονολογική σειρά τοποθετούνται τα κτίσματα και η κτιριολογική δράση του Αγίου. Σύμφωνα με την διαθήκη του «άπαντα τα εν Κρήτη καθιδρύματα αυτού» τα αφιέρωσε στην Ιερά Μονή της Παναγίας των Μυριοκεφάλων, δύναται λοιπόν να χαρακτηρισθούν ως εξαρτήματα –παρεκκλήσια της Μονής Μυριοκεφάλων. 
Αξίζει να αναφέρουμε ορισμένα στοιχεία για την ίδρυση της Ιεράς Μονής Μυριοκεφάλων: Η παράδοση και ο βίος του Οσίου μας αναφέρει για την ίδρυση της Μονής ότι ιδρύθηκε μετά από εντολή της Παναγίας. Ο ασκητής Ιωάννης πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο έφτασε στην Τούρμα (τοπωνύμιο της περιοχής) Καλαμώνα, στο βουνό Μυριοκέφαλο. Ο χειμώνας ήταν βαρύς και ο Ιωάννης έμενε σ’ ένα σπήλαιο, στη θέση Κούμαρο προσευχόμενος και τρώγοντας αγριόχορτα. Μόλις μπήκε στο σπήλαιο έμεινε τυφλός για 7 ημέρες, χωρίς να πάψει να προσεύχεται. Την 7η μέρα άκουσε μια φωνή να του λέει: «Ιωάννη, βγες έξω και κοίταξε ανατολικά». Πειθαρχώντας λοιπόν σ’ αυτή τη φωνή, βγαίνοντας έξω και αφού στράφηκε στην ανατολή, επανήλθε το φως των ματιών του και τότε είδε ένα μεγάλο φως. Η φωνή συνέχισε: «Ιωάννη σε αυτόν τον τόπο να κτίσεις εκκλησία στο όνομα της υπεραγίας Θεοτόκου της Αντιφωνήτριας». Έφθασε λίγη απόσταση από το μέρος που έβλεπε το φως και εκεί κουρασμένο και διψασμένο τον πήρε βαθύς ύπνος. 
Στο όνειρό του είδε άγγελο ο οποίος του είπε: «Ιωάννη μη γυρίσεις πίσω, να κάνεις τον σταυρό σου προς την ανατολή και να θέσεις το χέρι σου στη γη και θα βγει νερό να πιείς, για να συνεχίσεις το έργο σου». Αμέσως έκανε τον σταυρό του έβαλε το χέρι του στη γη με τα 5 δάχτυλά του. Από τη θέση αυτή άρχισε να τρέχει νερό από 5 πηγές (σώζονται και σήμερα), πλύθηκε και ξεκουράστηκε. Άρχισε τότε να ψάχνει μέσα στους βάτους για την εικόνα, χωρίς ποτέλεσμα. Τότε οι εργάτες έβαλαν φωτιά και ενώ καιγόταν το δάσος, ακούστηκε μια φωνή: «Εδώ είμαι». Ο Ιωάννης έτρεξε αμέσως και βρήκε την εικόνα της Παναγίας μέσα στις φλόγες, καμένη λίγο στην άκρη (έτσι σώζεται και σήμερα). Αγόρασε τότε το μέρος και με τη βοήθεια των χριστιανών έχτισε τη Μονή στ’ όνομα της Παναγίας της Αντιφωνήτριας (επειδή η φωνή τον πρόσταξε). 
Ο Ιωάννης άφησε τότε το μοναχό Λουκά να συνεχίσει το χτίσιμο και αυτός πήγε σε διάφορα μέρη να κηρύξει το Λόγο Του Θεού. Όταν γύρισε ο ναός δεν είχε τελειώσει και άρχισε εράνους σε μονές για να την ολοκλήρωσή του. Το 1025 πήγε στην Κωνσταντινούπολη στον αυτοκράτορα Ρωμανό και στον Πατριάρχη Αλέξιο για να εξασφαλίσει σταυροπηγιακή αξία (δηλαδή να υπάγεται στη δικαιοδοσία του Πατριάρχη), φέρνοντας εικόνες με ιερά σκεύη κ.ά. Υπάρχουν άλλες δυο εκδοχές για την εικόνα της Παναγίας: Η μια αναφέρει ότι είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά, και η άλλη αναφέρει ότι την εικόνα της Παναγίας την έφερε ο Όσιος Ιωάννης από την Κωνσταντινούπολη την οποία λέγεται του παρέδωσε ο τότε Πατριάρχης Αλέξιος μαζί με το χρυσόβουλο χαρτί «σιγίλλιo» που του εξασφάλισε την ανεξαρτησία της Μονής. 
Η φήμη του προσκυνήματος της Παναγίας διατηρείται και σήμερα και ιδιαίτερα στις 8 Σεπτεμβρίου, ημέρα της γιορτής της. Η Μονή συνέχισε τη λειτουργία της μέχρι τη Β΄ βυζαντινή περίοδο, ενώ επί Βενετοκρατίας δεν υπάρχουν πληροφορίες. Το 1755 ανακαινίστηκε και λίγο αργότερα έπαθε καταστροφές από τους Τούρκους, για ν’ ανακαινιστεί ξανά το 1840 από τον ηγούμενο Ματθαίο. Το 1852 αναγνωρίστηκε σταυροπηγιακή και σταμάτησε η κηδεμονία της από τη Μονή Ρουστίκων. Το 1900 κρίθηκε διαλυτέα Μονή και από το 1961 είναι ενοριακός ναός – ιερό προσκύνημα της Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου. 
Υπάρχουν πολλοί θρύλοι, παραδόσεις και αναλυτικές περιγραφές για τους ναούς, τις μονές, τα ιδρύματα και κάθε προσκύνημα που ίδρυσε ο Όσιος Ιωάννης ο Ξένος. Από τον βίο του διακρίνουμε ότι πρόκειται για μια μεγάλη Εκκλησιαστική Μορφή. Η Ιεραποστολή υπήρξε ο βασικός και κύριος σκοπός του βίου του. Αφιέρωσε την ζωή του στην διάδοση του Ευαγγελίου στην εμπέδωση της εθνικοθρησκευτικής συνειδήσεως, στην οργάνωση της εκκλησιαστικής ζωής και του μοναχικού βίου και στην ανέγερση δεκάδων Ναών και Μονών. 
Η Αγία Κάρα Του μετακομίσθηκε και φυλάσεται στον Ιερό Ναό του Αγίου Κυρίου Ιωάννου του ομώνυμου χωριού της Επαρχίας Κισσάμου, με πολλή ευλάβεια από τους ευσεβείς κατοίκους του χωριού. Έκτοτε αναβλύζει ιάματα ως χαρίσματα σε όσους πιστούς επικαλούνται την βοήθεια του Οσίου και την Χάρη του. Η επίσημη αναγνώριση του Αγίου Ιωάννου έγινε από την Εκκλησία επί της Πατριαρχίας του Κυρίλλου Λουκάρεως στις 29 Απριλίου 1632.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 20 Σεπτεμβρίου.
Η Διαθήκη του Οσίου 
«Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διορίζω και παραγγέλω εις όλους, ότι όλα τα Μονύδρια και τας Εκκλησίας, όπου χάριτι Χριστού έκτισα και ανήγειρα, θέλω να μένουν καθώς εις την παρούσαν μου Διαθήκην παραγγέλω. Όσα αφιέρωσα εις την Μονήν της Θεοτόκου των Μυριοκεφάλων, είναι έως όπου εις Κωνσταντινούπολιν επήγα καθώς το Συγγιλιώδες Γράμμα δηλώνει, και αυτά θέλω να μείνουν εις την Μονήν αυτήν και εις την εξουσίαν αυτής μέχρι τέλους. Εις δε τον φίλτατόν μου μαθητήν τον ιερομόναχον Κύριλλον αφήνω την εις Κουφόν Χανίων οικοδομηθείσαν Μονήν εις την οποίαν και ευρίσκεται ο ίδιος και όπως θέλει και βούλεται ας την κάμει ως κύριος, εξουσιαστής και οικοκύρης. Ει δε και ήθελε τις να ενόχληση τους μοναχούς των Μυριοκεφάλων από όσα παραγγέλλω, ή τον ιερομόναχον Κύριλλον, οποίου τάγματος και αν είναι, να είναι υποκείμενος εις τας αράς των Αγίων Πατέρων. Όποιος δε πάλιν φυλάξει την Διαθήκην ταύτην απαρασάλευτον και αμετάτρεπτον, η Κυρία Θεοτόκος και μεσίτρια παντός του κόσμου να συγχωρήση τα αμαρτήματά του εν τε τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι, και να τον στήση ο Κύριος εκ δεξιών Αυτού εις την Βασιλείαν Αυτού την Ουράνιον. Αμήν. 
Μόσχος διάκονος και νομικός γραφεύς Χάνδακος, ιδία χειρί υπέγραψα. 
Φιλάρετος πρωτοσπαθάριος ο βραχέων και στρατηγός Κρήτης παρών εις την παρούσαν διαθήκην του μοναχού Ιωάννου, προτραπείς παρ’ αυτού υπέγραψα. 
Ευμάθιος πρωτοσπαθάριος και στρατηγός Κρήτης παρών εις την παρούσαν διαθήκην του μοναχού Ιωάννου προτραπείς παρ’ αυτού υπέγραψα. 
Παπάς Λέων δαφερέρος, νοτάριος της βασιλικής εξουσίας, μετέγραψα την παρούσαν διαθήκην του μοναχού και Οσίου Πατρός ημών Κυρ Ιωάννου του εν τη Κρήτη της επωνυμίας. 
“Ετος από κτίσεως κόσμου “ςφλς” (6536), από δε Χριστού έτος “αλα” (1031)». 
Άγιων 99 πατέρων 
Oσιοι ενενήκοντα και εννέα Θεοφόροι Πατέρες
 «Πατέρες της Εκκλησίας» είναι η επωνυμία που έδιναν τους πρώτους αιώνες της Χριστιανοσύνης, σε όποιους διακρίθηκαν στην προσπάθεια για την θεωρητική κυρίως θεμελίωσή Της, αλλά και στην αγιωσύνη της ζωής τους.
Μέσα από την σοφία τους έγιναν πασίγνωστοι και κυρίως ως υπερασπιστές της Ορθοδοξίας στην καταπολέμηση των αιρέσεων. Ανάμεσα στους σπουδαιότερους: Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζινός.
Στο πέρασμα των χρόνων η ίδια επωνυμία δόθηκε σε κληρικούς, μοναχούς και σεβάσμια πρόσωπα. Με αυτήν την δεύτερη έννοια χρησιμοποιείται η λέξη στα βιβλία που γράφουν για την ζωή, την χριστιανική δράση και τον θάνατο των 99 Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι σχετίζονται με την Ιερά Μητρόπολη Κισσάμου και Σελίνου.
Στις αρχές λοιπόν του 1600 ξεκίνησαν από την Αίγυπτο 36 από αυτούς. Έφτασαν στην Κύπρο και εκεί αναζήτησαν τόπο ερημικό για να μπορέσουν να αφοσιωθούν απερίσπαστοι στην λατρεία του Θεού. Πίστευαν ότι μόνο χωρίς πολυκοσμία και μέσα στην ερημιά θα μπορούσαν να ζήσουν όπως ήθελαν. Ότι μόνο έτσι μπορεί κανείς να επικοινωνεί με τον Ύψιστο, να προσεύχεται σ΄ Αυτόν και να Τον υμνεί. Όσο όμως κι αν επιδίωξαν την ερημιά οι συγκεκριμένοι εκείνοι Πατέρες στην Κύπρο, η φήμη τους εξαπλώθηκε παντού. Πολύ σύντομα ήταν δίπλα τους πλήθος κόσμου για να ακούσει την διδασκαλία τους και να θαυμάσει τον ήρεμο, άκακο και άγιο τρόπο της ζωής τους. Στην συντροφιά τους τότε προστέθηκαν κι άλλοι Πατέρες Κύπριοι 38 στον αριθμό. Η ερημιά που ζητούσαν δεν υπήρχε πλέον και έτσι οι 75 ως τώρα Πατέρες αποφάσισαν να μεταναστεύσουν πηγαίνοντας προς την Αττάλεια της Μικράς Ασίας. Όμως ούτε εκεί μπόρεσαν να βρουν την πολυπόθητη ησυχία. Οι άνθρωποι συνέρρεαν σαν μέλισσες, που ζητούσαν με επιμονή να ρουφήξουν το μέλι της διδασκαλίας τους, το άρωμα της αγιοσύνης τους. Ταυτόχρονα προστέθηκαν άλλοι 24 Πατέρες από εκεί, ντόπιοι και έτσι έφτασαν στον αριθμό 99. Οι Πατέρες δεν έπαιρναν άλλο μαζί τους διότι πίστευαν πως τα οικονόμησε έτσι ο Κύριος ώστε ο εκατοστός να είναι ο Ίδιος.
Αφού η κατάσταση ολοένα και χειροτέρευε, μη έχοντας άλλη επιλογή, αποφασίζουν να μεταναστεύσουν πάλι και αυτή την φορά για την Κρήτη. Καθώς έπλεαν με την βάρκα τους και οι 99 στο φουρτουνιασμένο Αιγαίο βλέπουν από μακριά την Κρήτη. Η τρικυμία δεν τους επέτρεψε να φτάσουν κοντά, καθώς κινδύνευσε το καράβι τους να χτυπήσει στα βράχια. Έτσι μετά από μια περιπλάνηση ημερών στις ακτές του νησιού έφτασαν τελικά στο νησί Γαύδο. Αξίζει να πούμε ότι οι Πατέρες είχαν σκοπό να αποβιβαστούν στο ανατολικότερο σημείο της μεγαλονήσου, στην Σητεία που είναι ποιο κοντά στην Μικρά Ασία όπου ξεκίνησαν. Η φουρτούνα όμως τους ανάγκασε να τραβήξουν νότια και ύστερα δυτικά και έτσι περνώντας από Ιεράπετρα και Καλούς Λιμένες, αφού ηρέμησε ο καιρός κατάφεραν να αράξουν σε κάποιο μικρό κόλπο στην Γαύδο.
Στην Γαύδο οι Πατέρες έμειναν 24 μέρες και αφότου ηρέμησε η θάλασσα μπήκαν στη βάρκα τους και γύρισαν στην Κρήτη. Έφτασαν απέναντι στα Σφακιά που είναι περίπου είκοσι μίλια απόσταση, μετά που κατέβηκαν διαπίστωσαν ότι έλειπε ένας και αυτός ήταν ο Ιωάννης ο Ερημίτης. Έτσι έχουμε το εξής θαύμα: Θέλοντας ο Θεός να δοξάσει τον Άγιο Ιωάννη και να φανερώσει στους ανθρώπους την αρετή του, τον σκέπασε με νέφος εκεί που κοιμόταν όταν έφευγαν οι Πατέρες και έτσι δεν τον είδαν. Δεν φτάνει όμως αυτό αλλά όταν το αντιλήφθηκαν δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω γιατί άρχισε και πάλι τρικυμία, έτσι συγκεντρώθηκαν στην παραλία των Σφακίων και περίμεναν. Το θαύμα αυτό ολοκληρώνεται όταν ο Ιωάννης μετά από αρκετή προσευχή ηρέμησε την θάλασσα και απλώνοντας το μανδύα του στο νερό άρχισε να πλέει σαν βάρκα, μετά ανέβηκε πάνω, έβαλε το ραβδί του για κατάρτι και το ράσο του για άρμενο. Με το θαυμαστό αυτό τρόπο έφτασε μετά από μερικές ώρες εκεί που τον περίμεναν οι υπόλοιποι 98 Πατέρες οι οποίοι έκθαμβοι από το θαύμα που είδαν τον αγκάλιασαν και όλοι μαζί έψαλαν ύμνους στο θεό.
Αφού περιπλανήθηκαν στις ακτές και τα βουνά των Σφακίων οι Πατέρες αναζήτησαν κατάλυμα. Κατευθύνθηκαν δυτικότερα και μπήκαν στην επαρχία Σελίνου. Εκεί βρήκαν μια σπηλιά στο βουνό του μεγάλου χάρακα κοντά στο χωριό Αζωγυρέ και δίπλα σε ένα ποτάμι. Ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες βρήκαν επιτέλους την ησυχία που αναζητούσαν. Επειδή η σπηλιά δεν ήταν τόσο μεγάλη που να χωρέσει και τους 99 μοιράστηκαν. Οι 36 πέρασαν απέναντι από το ποτάμι σε μια άλλη σπηλιά. Μοναδικό φαγητό για αυτούς ήταν χαρούπια και οι καρποί του σκίνου και δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να προσεύχονται. Ενώ οι λοιποί Πατέρες ήταν ευχαριστημένοι με το κοινόβιο, ο Άγιος Ιωάννης ήταν θερμός υποστηρικτής του απόλυτου μοναχικού βίου. Θεωρούσε την παρουσία ακόμη και σεβάσμιων ανθρώπων εμπόδιο στην προσπάθεια ολόψυχης αφιερώσεως και επικοινωνία με τον Θεό. Στην τελευταία κοινή προσευχή τους, οι Πατέρες, πριν φύγει ο Ιωάννης παρακάλεσαν τον Θεό να τους εκπληρώσει μια επιθυμία που ήταν καθολική. Ζήτησαν να πεθάνουν όλοι μαζί την ίδια μέρα.
Φεύγοντας ο Άγιος Ιωάννης από τον Αζωγυρέ και αφήνοντας πίσω του τους 98 πατέρες μετά από πολύ ταλαιπωρία, έφτασε στο ακρωτήρι Χανίων. (Σύμφωνα με την παράδοση, ο Άγιος πηγαίνοντας για τα Χανιά πέρασε και σταμάτησε για να ξεκουραστεί στην Μαραθοκεφάλα Κισάμου, όπου κι εκεί υπάρχει σπήλαιο το οποίο έχει ένα εκκλησάκι και εορτάζει στην μνήμη του), σημερινό προσκύνημα. Φτάνοντας στο Ακρωτήρι ο Όσιος Ιωάννης βρήκε ένα σπήλαιο όπου και έζησε πολλά χρόνια. Μια μέρα που ο Άγιος βγήκε να βρει μερικά χόρτα κάποιος βοσκός τον πέρασε για θήραμα πίσω από τους θάμνους που ήταν και τον χτύπησε με το τόξο του. Ακολουθώντας τα αίματα ο βοσκός έφτασε στη σπηλιά όπου με δυσκολία είχε συρθεί ως εκεί ο Άγιος. Στεναχωρημένος ο βοσκός ζητούσε να τον συγχωρήσει και τότε με ήρεμη φωνή του απάντησε ο Άγιος Ιωάννης: «εγώ σε συγχωρώ μα το σπουδαιότερο είναι πως ο Θεός που αγαπά την σωτηρία των ανθρώπων θα δεχθεί την μετάνοια σου….»
Τα πλήθη που συγκεντρώθηκαν στη σπηλιά είδαν τον Άγιο, άκουσαν ψαλμωδίες και ένοιωσαν την ευωδία του λιβανιού που απλωνόταν τριγύρω. Άνθρωποι πίστεψαν, όσοι ασθενείς πήγαν θεραπεύτηκαν. Χτίστηκε εκκλησία εκεί δίπλα την οποία αφιέρωσαν στον Άγιο και από τότε και στην Εκκλησία και στο σπήλαιο υπάρχει μαρτυρία θαυμαστών γεγονότων. Από τον 18o αιώνα στην περιοχή όπου κοιμήθηκε ο Όσιος Ιωάννης κτίστηκε Μοναστήρι, το οποίο λειτουργεί μέχρι και σήμερα.
Σύμφωνα με την παράδοση και τα ιερά βιβλία με τους λοιπούς 98 Πατέρες έγινε αυτό που ζήτησαν από το Θεό. Την ίδια ώρα που πέθανε ο Άγιος Ιωάννης πέθαναν και οι 98 Πατέρες στο σπήλαιο. Μάλιστα ήταν τόσο αιφνίδιος ο θάνατος που άλλοι ήταν καθιστοί και ακουμπισμένοι στα ραβδιά τους, άλλοι κοιμώμενοι όπως ήταν και άλλοι σε στάση προσευχής.
Όλα αυτά συνέβησαν την 6ην Οκτωβρίου του 1632. Η Εκκλησία μας τους τιμά στις 7 Οκτωβρίου με απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Λουκάρεως, του Κρητός αφού την 6ην του αυτού μηνός εορτάζει την μνήμη του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Θωμά.

Νεομ. Εμμανουήλ, Γεώργιος, Ανεζίνα και Μαρία
Εμμανουήλ, Ανεζίνα και τα τέκνα αυτών Γεώργιος και Μαρία
Οι Νεομάρτυρες της πίστεως, Εμμανουήλ, Ανεζίνα και τα παιδιά τους Γεώργιος και Μαρία ήταν κρυπτοχριστιανοί και είχαν τα εξής τούρκικα ονόματα: «Ιβραήμ Ιβνί Αβδουλλάχ και Φατμέ Ιβνί Αβδουλλάχ οι γονείς και τα παιδιά Μουσταφάς και Χατιζιέ». Επίσης ο πατέρας, Εμμανουήλ, είχε ηλικία 40 ετών, ενώ η σύζυγος του Ανεζίνα 38 ετών. Τα παιδιά ο Γεώργιος ήταν 18 και η Μαρία 16.
Ως Μουσουλμάνοι ζούσαν στο χωριό Μελισσουργιό της Κισάμου και δούλευαν έξω στα χωράφια τους ήσυχοι. Μια μέρα ο γείτονας τους είδε να κάνουν τον Σταυρό τους και τους κατέδωσε στους Τούρκους. Τους παρακολούθησαν πάλι και τους πήγαν στο δικαστήριο, το οποίο αποφάσισε να αποκεφαλιστούν αφού δεν αρνήθηκαν τίποτα από όλα όσα τους κατηγόρησαν και με θάρρος είπαν: «Χριστιανοί εγεννηθήκαμε και Χριστιανοί θα αποθάνομε». Αξίζει να αναφέρουμε ότι μετά που τους είπαν την απόφαση του δικαστηρίου, τους κάλεσαν και τους είπαν ότι αν επέστρεφαν στην θρησκεία του Ισλάμ θα ζούσαν και όμως πάλι αρνήθηκαν και επέλεξαν τον Χριστό.
Ως μόνα στοιχεία που βρέθηκαν για τους τέσσερις Νεομάρτυρες από το Μελισσουργιό Κισάμου είναι η απόφαση του δικαστηρίου την οποία και παραθέτομε ως έχει.
Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Ενεφανίσθη ενώπιον εμού του ιεροδίκου Χανίων Ισμαήλ Χακή Χαφήζ Αλή Ογλού εκ Μελισσουργιού και μου κατήγγειλε τα εξής:
Προ οκτώ ετών παρουσιάσθη εις τον ιεροδίκην Κισσάμου ο Ιβραήμ Ιβνί Αβδουλλάχ και εδήλωσεν ότι είναι χριστιανός «Μανώλης του Γιώργη» και η σύζυγος του Φατμέ Ιβνί Αβδουλάχ «Μαρία» και επιθυμούν να γίνουν Μουσουλμάνοι ως και τα τέκνα του, εν θύλη και εν άρρεν, αυτοπροαιρέτως.
Με την ανωτέρω δήλωσιν εγένοντο Ισλάμιδες ως η επιθυμία των κατά τους κανόνας του Ιερού Δικαίου λαβόντες τα ανωτέρω Ιερά ονόματα οι γονείς και Μουσταφάς και Χατιζιέ τα τέκνα των και έζων Ισλάμιδες και οι τέσσαρες, θεωρούμενοι από τους πιστούς ως γνήσιοι Μουσουλμάνοι.
Ο γείτων των όμως Μουρά αγάς τους είδε προ ενός μηνός εις το Πλακάλωνα χωρίον Κισσάμου μεσημέρι και εκάθισαν να φάνε και προτού αρχίσουν έκαμαν τον Σταυρό των χριστιανών. Τους παρηκολούθησε άμα απόφαγαν και έκαμαν πάλι Σταυρόν ως και τα παιδιά. Ήλθε αμέσως και μου το είπε δια να πεισθώ τους παρηκολούθησα με τους Γαλήπ, Μπαχρήν και Χασάν και τους είδομεν με τα μάτια μας την ώρα που ετοιμάζοντο να κοιμηθώσιν εις το αυτό αλώνι και έκαμαν και οι 4 Σταυρόν.
Έφερα και τους ανωτέρω μάρτυρας και τους 4 Χιγιανέτ δια να τιμωριθώσι όπως ο Ιερός Νόμος ορίζει. «Ισαλλάχ Βαλλαχή».
Διέταξα και παρουσιάσθησαν οι 3 Τούρκοι μάρτυρες και οι 4 Χιγιανέτ άπιστοι με δεσμά οκάδων 86 λαιμού και μέσης και αφού εξήτασαν τους πιστούς ενώπιον των κατηγορουμένων τους είπον να απολογηθούν. Ούτοι ηλικίας οι γονείς 38-40 ετών και τα παιδιά 16-18 ετών, απήντησαν: «Χριστιανοί εγεννήθησαν και χριστιανοί θα αποθάνουν».
Τους ηρώτησα αν έχουν Τουρκέψη και απήντησαν εις το σώμα, όχι εις την ψυχήν και δεν εννοούν να αρνηθούν πλέον το Χριστόν και να προσκυνήσουν τον προφήτην του Θεού Μωάμεθ, τον οποίον επί ολίγα έτη προς το θεαθήναι ελάτρευον ψευδώς. Ήμαρτον δια την φράσιν.
Λαβών υπ όψει τον Ιερόν Νόμον, τον υπ αριθμ. 28 Φετφάν του Ενδοξοτάτου Μουτφή Σεϊρουλλάχ εφένδη και τας καταθέσεις των 3 πιστών ως και τας απολογίας των κατηγορουμένων:
Καταδικάζω τους τέσσαρας απίστους Μανώλην του Γεωργίου ετών 40 Γιώργην του Μανώλη ετών 18, Ανεζίναν του Κωσταντή ετών 38 και την Μαρίαν του Μανώλη ετών 16, εις τον δι αποκεφαλισμού θάνατον , εκτελεθησόμενον υπό των γεναίων Τζελάτιδων του Ορτά των Γιαννιτσάρων Χανίων εις το ύψωμα του Ανατολικού μέρους του φρουρίου Πεχλιβάν ταμπιασί εντός της εβδομάδος μετά τα εσπερινά, τα δε βρωμερά πτώματα των να πεταχθώσι εις τους έξωθι του φρουρίου κοπρώνας (Χεντέκ). Η περιουσία των εις το Μπειτούλ Μαλ.
Ο Θεός γνωρίζει κάλλιον
Ο Ιεροδίκης Χανίων
Ισμαήλ Χακκή 
Μετά την έκδοσιν της αποφάσεως και αφού το ήκουσαν οι κατηγορούμενοι εκλήθησαν και πάλιν υπ’ εμού άνευ δεσμών ίνα μετανοούντες επανέλθουν εις την θρησκείαν του Ισλάμ σώζοντες και την παρούσαν ζωήν και την μέλλουσαν των ουρανών, απήντησαν πάλι: «Χριστιανοί εγεννήθησαν, Χριστιανοί ας αποθάνουν».
Αριθμ. εκτελεστής αποφάσεως 67.
27 του Σεληνιακού μηνός Τζεμάζιελ Άχηρ 1092 την Εγίρας.
Προς τον Γενναιότατον Φρούραρχον Χανίων Χουσεΐν αγάν Τσαούσην του Ορτά των Γιαννιτσάρων 8 Χανίων. 
Έγινε η εκτέλεσις ως αναγράφεται ανωτέρω, τα βρωμερά πτώματα τρώγονται από κόρακας και σκύλους. 
(14 Ιουλίου 1861 – Χριστιανική χρονολογία).
Άγιος ιερομ. Μελχισεδέκ
Ιερομάρτυρας Μελχισεδέκ Επίσκοπος Κισάμου
Ο Μελχισεδέκ Δεσποτάκης καταγόμενος από το Ηράκλειο της Κρήτης σε νεαρή ηλικία γίνεται μοναχός και μεταβαίνει εις τις παραδουνάβειες ηγεμονίες και στην πόλη Ιασίου της Ρουμανίας μαθητεύει ανώτερες σπουδές κοντά στον διδάσκαλο Κλεόβουλο. Τον Ιανουάριο του 1818 εχειροτονήθηκε επίσκοπος της επισκοπής Κισσάμου και Σελίνου διαδεχόμενος τον Ιωαννίκιο. Γενναίος και με ακμαίο εθνικό φρόνημα είχε μυηθεί εις τα της Φιλικής Εταιρείας υπό του εκ Κίου της Μικράς Ασίας Πάγκαλου Βαρνάβα. Αναδείχθηκε πρωτεργάτης της επαναστάσεως του 1821. Γενναίου και ατρόμητου χαρακτήρα ο επίσκοπος απέκρουε απτόητα πολλές και άδικες απαιτήσεις των Τούρκων Γενιτσάρων.
ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
Κατά τα μέσα περίπου του Μαϊου του 1821 οι Τούρκοι των Χανίων γνωρίζοντας ήδη τις κινήσεις του Επισκόπου στην επαρχία του Σελίνου μόλις αυτός επέστρεψε στην έδρα της Επισκοπής του που τα χρόνια εκείνα ήταν το χωριό Επισκοπή Κισσάμου με μητροπολιτικό ναό την αρχαία Εκκλησία της Ροτόντας (Μιχαήλ Αρχάγγελλος) παρουσιάστηκαν εις τον Τούρκο διοικητή των Χανίων τον Σερίφ Πασά και απαίτησαν την σύλληψη και την φυλάκιση του επισκόπου. Ο πασάς υπακούοντας στις απαιτήσεις του όχλου διέταξε να συλληφθεί ο επίσκοπος με την κατηγορία «ότι περιήρχετο την επαρχία του, κινών τον λαόν των Χριστιανών εις αποστασίαν». Στις φυλακές των Χανίων που τον οδήγησαν τον έκλεισαν στο φρούριο της Σπλάντζιας (Τουρκικής συνοικίας τότε) μαζί με τον Ιεροδιάκονο Καλλίνικο, Βεροιέα την καταγωγή, τον οποίον μισούσαν οι Τούρκοι δια τον νέο τρόπο διδασκαλίας που εφάρμοζε και εμπαικτικώς τον αποκαλούσαν (Νιζαμζετιτλήν). Αυτόν συνέλαβαν εις το χωριό Περιβόλια Κυδωνίας και εις την οικία του Κωνσταντίνου Γερακάκη.
Εις τους φυλακισμένους επιίσκοπο και διάκονο οι Τούρκοι αποφάσισαν σε αυτούς πρώτα να δώσουν το πρώτο σημείο των μελετηθέντων κατά των Χριστιανών της Κρήτης σχεδίων τους. Έλπιζαν με τρομοκρατία και σφαγές αμάχων να καταπνίξουν το μελετώμενο επαναστατικό κίνημα. Ο τουρκικός όχλος με αλλαλαγμούς και οχλαγωγία απαίτησε από τον πασά την παράδοση στα χέρια τους του επισκόπου και του διακόνου. Ο πασάς έδωσε την άδεια και αφήνουμε σε αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων να μας δώσουν την συνέχεια του μαρτυρίου.
«Τον επίσκοπο αυτό μετά πικροτάτας κολάσεις απηγχόνισαν, αφού πρώτα τον περιτριγύρισαν εις τα σοκάκια της πόλεως (Χανίων) γυμνόν, τίλλοντες και ανασπώντες τας τρίχας των γενείων του και κατακτυπώντες τον κατά κεφαλής…. Τέλος κρεμάσαντες, εξόρυξαν και τους οφθαλμούς του, μεληδόν κατακόψαντες το μακάριον εκείνον σώμα του, καίτοι νεκρόν. Τα ίδια ταύτα κατεπράξαντο και εις τον μακαρίτην διδάσκαλον Καλλίνικον» έγραψαν οι Κρήτες Φιλικοί προς τους Υδραίους τη 25η Μαϊου1821.
Ο Γάλλος πρόξενος Χανίων αυτόπτης μάρτυρας του μαρτύριου μας διέσωσε στις σημειώσεις του αρχείου του Γαλλικού προξενείου Χανίων ότι ο Μελχισεδέκ τις τελευταίες στιγμές της ζωής του εφώναξε «Φάτε θεριά τις σάρκες μου μα τον πνεύμα μου που παραδίδω σήμερα στον πλάστη μου δεν μπορείτε να μου το βλάψετε. Έχω ελπίδα σταθερά πως ο Θεός θα τιμωρήσει την κακία σας πολύ γρήγορα γιατί χύνετε άδικα των Χριστιανών το αίμα. Ο περιηγητής Pashley αναφέρει πως «………ο επίσκοπος Κισσάμου παρεδόθη εις την μήνιν του όχλου όστις άνευ διακρίσεως εις το αξίωμά του, τον έσυρεν από την γενειάδα ημίγυμνον δια μέσου όλης της πόλεως και τον απηγχόνισε θηριωδώς εις την οδόν προς την μητροπολίν του. Αδυνατώ να περιγράψω την αγρίαν χαρά του όχλου και ακόμα ολιγότερον την αγανάκτησιν των δημίων, οίτινες παρά τας θηριωδίας των δεν ηδυνήθησαν να κάμψουν το φρόνημα του δυστυχούς και άξίου καλυτέρας τύχης επισκόπου..».
Τον επίσκοπο Κισσάμου Μελχισεδέκ και τον Ιεροδιάκονο Καλλίνικο κρέμασαν «με ανεκδιήγητον καταισχύνην » στον Πλάτανο της Πλατείας Σπλάντζιας στα Χανιά στις 19 Μαϊου 1821 ημέρα της εορτής της Αναλήψεως του Κυρίου. Εκεί πριν αρκετά χρόνια στήθηκε αναμνηστική πλάκα στην οποία αναγράφεται: «ΣΤΙΣ 19 ΜΑΪΟΥ ΤΟΥ 1821 ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΕΚΡΕΜΑΣΑΝ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟ ΤΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΚΙΣΣΑΜΟΥ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟ ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟ ΕΚ ΒΕΡΟΙΑΣ.ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ.»
Στις 21 Σεπτεμβρίου 2000 το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο με Πατριαρχική και Συνοδική πράξη κατάταξε εις το Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον Ιερομάρτυρα και Εθνομάρτυρα Επίσκοπο Κισσάμου και Σελίνου Μελχισεδέκ καθώς και όλους τους Επισκόπους και των μετ’ αυτών μαρτυρησάντων κληρικών και λαϊκών που μαρτύρησαν από τους Τούρκους κατά τα έτη 1821 και 1822. 
Οι Άγιοι Μάρτυρες Φώτιος και Ανίκητος
Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης
Αυτοί οι Άγιοι ήταν στα χρόνια του Βασιλιά Διοκλητιανού, κατά το έτος 288. Ο Φώτιος ήταν ανεψιός του Αγίου Ανίκητου. Ό¬ταν λοιπόν ο Διοκλητιανός στην Νικομήδεια, δηλαδή σ’ αυτήν, που τώρα λέγεται Σμίτη, δημηγόρησε εναντίον των Χριστιανών, ενώ ή¬ταν εκεί και η της συγκλήτου βουλή και όταν έβαλε στο μέσο ποικι-λία βασανιστηρίων οργάνων, απειλώντας ο ασεβέστατος, ότι θα εξαφανίσει με κάθε τρόπο εκείνους, που επικαλούνται το του Χριστού όνομα, από όλα τα μέρη της οικουμένης όταν, λέω, ο αλιτήριος αυτός τύραννος βλασφήμησε κατά της θεότητας και δόξας του Μονογενούς Υιού του Θεού, τότε παρόντας και ο Μάρτυρας του Χριστού Ανίκη¬τος δεν φοβήθηκε τις απειλές του τυράννου, αλλά με θάρρος ομολό¬γησε τον εαυτό του Χριστιανό.
Έλεγξε ακόμη και στηλίτευσε την πλάνη των ειδώλων, προσθέτοντας και αυτό, ότι όσοι σέβονται τα εί¬δωλα είναι κουφοί και αναίσθητοι. Γι’ αυτά λοιπόν τα λόγια οι των ειδώλων λατρευτές τόσο πολύ έδειραν τον Άγιο, ώστε από τις ρα¬βδώσεις έγιναν πληγές και σχισίματα στο σώμα του μέσα από τα ο¬ποία φαίνονταν τα κόκκαλά του. Έπειτα άφησαν ένα λιοντάρι κα¬ταπάνω του, το οποίο βλέποντας ο Άγιος φοβήθηκε. Το λιοντάρι λοιπόν, εκτός από το ότι ήταν μεγάλο στο σώμα, και από το ότι όρμησε με θυμό και μανία, επί πλέον βρυχήθηκε με ένα φοβερό και κα¬ταπληκτικό βρυχηθμό. Όταν όμως πλησίασε στον Άγιο, έγινε ημερότερο από κάθε πρόβατο και, συμπονώντας τον Μάρτυρα, σπόγγιζε με το δεξί του πόδι τον ίδρωτα που χύθηκε στο πρόσωπό του από τον φόβο. Αφού ευχαρίστησε τον Θεό ο Άγιος, στο τέλος της ευχαρι¬στίας έγινε σεισμός και από τον σεισμό έπεσε κάτω το είδωλο του Η¬ρακλή και έγινε σαν σκόνη. Αλλά και ένα μέρος της πόλεως Νικομή¬δειας γκρεμίσθηκε και πολλούς Έλληνες καταπλάκωσε.
Οπότε πρόσταξε ο βασιλιάς να αποκεφαλίσουν τον Μάρτυρα. Ο στρατιώτης όμως, που επρόκειτο να αποκεφαλίσει τον Άγιο, έμει¬νε ανενέργητος, διότι πιάστηκε το χέρι του και δεν μπορούσε να κατεβάσει το σπαθί, γι’ αυτό μετέβαλε ο βασιλιάς την απόφαση και, αφού έδεσε τον Άγιο σε έναν τροχό, έστρωσε φωτιά από κάτω του. Οπότε τα μέλη του αθλητή, κοβόμενα από τον τροχό και καιγόμενα από την φωτιά, τον έκαναν να προσευχηθεί στον Θεό. Αφού λοιπόν προσευχήθηκε, ω του θαύματος!, λυθήκαν τα δεσμά και ο τροχός σταμάτησε και η φωτιά έσβησε. Τότε και ο ανεψιός του Φώτιος έτρεξε κοντά στον Άγιο και, αφού τον αγκάλιασε, τον ονόμαζε πατέρα και μητέρα και θείο του. Δέθηκε λοιπόν και αυτός μαζί με τον θείο του με αλυσίδες σιδερένιες και ρίχθηκαν και οι δύο στη φυλακή.
Έπειτα ξεσχίσθηκαν και με φωτιά κάηκαν και από τον δήμο λιθοβολήθηκαν στο θέατρο. Αφού λοιπόν από όλα τα βάσανα διαφυλά¬χθηκαν αβλαβείς οι του Χριστού αθλητές, δέθηκαν σε ξύλα από τα πόδια και συρθήκαν από άλογα άγρια. Μετά από αυτά πάλι τους έ¬δειραν δυνατά και με αλάτι και ξύδι έτριψαν τα πληγωμένα μέλη τους και έτσι, αφού ρίχθηκαν στη φυλακή, εκεί έμειναν ανεπιμέλητοι τρία ολόκληρα χρόνια. Αφού καταξηράθηκαν από την πολυχρό¬νια κακοπάθεια της φυλακής, τότε άναψε ο τύραννος για τρεις ημέρες το λεγόμενο λουτρό του Αντωνίνου και εκεί μέσα έκλεισε τους Αγίους. Όταν όμως οι Μάρτυρες προσευχήθηκαν, σχίσθηκε το έδα¬φος του λουτρού και βγήκε από κάτω πλήθος νερό και οι Άγιοι φαί¬νονταν ότι είναι, όχι μέσα σε πυρωμένο λουτρό, αλλά μέσα σε δρο¬σερό περιβόλι.
Ύστερα συλλογίσθηκε ο ασεβής Διοκλητιανός και κατασκεύασε ένα καμίνι σε είδος χωνιού, στερεωμένο επάνω σε σι¬δερένιες κολώνες. Αφού λοιπόν τοποθετήθηκαν οι Άγιοι και προ¬σευχήθηκαν, παρέδωσαν τις ψυχές τους στα χέρια του Θεού και έτσι έλαβαν από αυτόν τους στεφάνους της αθλήσεως. Λένε ακόμη, ότι, αφού τοποθετήθηκαν οι Άγιοι στην κάμινο, παρέμειναν ζωντανοί τρεις ημέρες. Τα σώματά τους, αφού τα έσυραν από την κάμινο με σιδερένια όργανα ήταν σώα και ολόκληρα, χωρίς να βλάψει η φωτιά ούτε μία τρίχα της κεφαλής τους. Τελείται δε η Σύναξη τους στον αγιώτατο Ναό τους που βρίσκεται στην τοποθεσία την λεγομένη Στρατήγιο.
(Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συναξαριστής – Αύγουστος, εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη-Άγιον Όρος, σ. 279-281)
Άγιος Ιωάννης ερημίτης
Ο Όσιος Ιωάννης ο Ερημίτης
Ο Όσιος Ιωάννης ο Ερημίτης είναι από εκείνες τις προσωπικότητες της Ορθοδοξίας που συνέδεσαν την πορεία τους με ανεγέρσεις ναών και μοναστηριών, με θαύματα και έναν θάνατο -μαζί με τους 98 θεοφόρους πατέρες που τον ακολουθούσαν- που καταγράφηκε ως ανεξήγητος για τα μέτρα του ανθρώπου.
Ο Όσιος Ιωάννης, όπως αναφέρει στο βιβλίο του (εκδόθηκε πρόσφατα στα Χανιά) ο Αντώνης Γ. Πλυμάκης, με τίτλο «Στα βήματα του Οσίου Ιωάννη του Ερημίτη και των συν αυτώ 98 θεοφόρων πατέρων», γεννήθηκε τον 16ο αιώνα στην Αίγυπτο, από την οποία αναχώρησε μαζί με άλλους 35 μοναχούς για να φτάσει στην Κύπρο. Στη μεγαλόνησο παρέμεινε για άγνωστο χρονικό διάστημα, «κηρύττοντας τον λόγο του Θεού και θαυματουργώντας, ώστε η φήμη του διαδόθηκε σε όλο το νησί».
Από την Κύπρο μαζί με 39 Κύπριους μοναχούς έφυγε για τη Μικρά Ασία και εγκαταστάθηκε στην Αττάλεια. Στην περιοχή, σύμφωνα με την παράδοση, ίδρυσε μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο. Εκείνος και η συνοδεία του, στην οποία προστέθηκαν άλλοι 24 μοναχοί (όλοι μαζί πλέον έφτασαν τους 99), εγκατέλειψαν την Αττάλεια και κατευθύνθηκαν στις νοτιοδυτικές ακτές της Κρήτης, αλλά λόγω θαλασσοταραχής αναγκάστηκαν να προσεγγίσουν για λίγο το νησί της Γαύδου. «Κατά την παράδοση -όπως αναφέρεται στο βιβλίο- αναχωρώντας από εκεί για την Κρήτη, λησμόνησαν τον Ιωάννη, ο οποίος κατά θαυματουργό τρόπο διέσχισε τη θάλασσα έως την Κρήτη πάνω στο ράσο του και συναντήθηκε με τους υπόλοιπους».
Αποβιβάστηκαν στην ακτή Γιαλισκάρι «και όδευσαν ως το χωριό Αζωγυρές Σελίνου, όπου ασκήτευσαν στο σπήλαιο του Ζουρέ και σε άλλα απόμερα σπήλαια. Ο Ιωάννης όμως επιθυμούσε να ζήσει σε απόλυτη απομόνωση και, όταν τους αποχαιρέτησε, προσευχήθηκαν και ευχήθηκαν, όταν έλθει η ώρα να κοιμηθεί κάποιος από αυτούς, με θεία πρόνοια να γίνει αυτό με όλους, όπως και έγινε όταν θανατώθηκε ο Ιωάννης από κυνηγό».
«Πεζοπορώντας για μήνες»
Ο Ιωάννης, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, «πεζοπορώντας για μήνες, ίσως και χρόνια, στα βουνά, σε κακοτράχαλα μονοπάτια και κάμπους, πέρασε από πολλά σημεία, όπου έμενε ζωντανή η παράδοση της αγιότητας και των θαυμάτων και κτίστηκαν εκκλησίες, τις περισσότερες φορές σε σπηλαιώδη σημεία. Άλλες καταστράφηκαν και αναστηλώθηκαν, άλλες χάθηκαν τελείως και άλλες πάλι ανεγέρθηκαν στην εποχή μας. Στην περιοχή του ακρωτηρίου Μελέχας των Χανίων έφθασε ίσως καθοδηγούμενος από θεία δύναμη και πρόνοια ή γιατί είχε φτάσει ως αυτόν η φήμη της από πολύ παλαιότερα χρόνια ύπαρξης εκεί ασκητηρίων. Οπωσδήποτε έφτασε εκεί όχι κατά τύχη, γιατί δεν είναι τόπος που θα τον συναντούσε στη μακρά πορεία του, αλλά είναι άκρη, που για να φτάσεις ως εκεί, πρέπει να γνωρίζεις κάτι να σε οδηγήσει. Κατά την παράδοση, διάλεξε το σπήλαιο που φέρει ακόμη το όνομά του, κάτω από το Γουβερνέτο, στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Καθολικό ή, κατά άλλη -μη αποδεδειγμένη -εκδοχή, στο σπήλαιο με τη σημερινή ονομασία του Τζογάνη. Ένα ξημέρωμα, που είχε βγει για αναζήτηση τροφής ή νερού, μέσα στο σκοτάδι ακόμη, κάποιος κυνηγός, ενεδρεύων για θήραμα, δεν κατάλαβε ότι πρόκειται για ανθρώπινο ον και τον ετόξευσε. Αιμορραγώντας, ο άγιος προσπάθησε και γύρισε στον τόπο του, για να κοιμηθεί εκεί προσευχόμενος. Ο κυνηγός, ακολουθώντας τα σημάδια από το αίμα, έφθασε ως αυτόν και, όταν αντιλήφθηκε τι έκανε σε έναν άγιο άνθρωπο, γονάτισε και ζήτησε συγχώρεση, που έλαβε από τον Ιωάννη λίγο πριν παραδώσει την Άγια Ψυχή του στον Κύριο».
Οι υπόλοιποι 98 θεοφόρετοι πατέρες, κατά παλαιά τοπική παράδοση, κοιμήθηκαν ειρηνικά, ο ένας μετά τον άλλο, άλλος ακουμπισμένος στη ράβδο του, άλλος γονατιστός, άλλος όρθιος, καθώς προσεύχονταν κ.λπ., από ώρας τρίτης της ημέρας έως ώρας εβδόμης.
Στα χωριά και τα σπήλαια της μεγαλονήσου
Η πορεία του Οσίου Ιωάννη και των 98 μοναχών ήταν: Γαύδος, Αζωγυρές, Πλεμενιανά, Άνω Φλώρια, Σημαντηριανά, Κεραμωτή, Κάμπος του Γιαννά, Συρικάρι, Πολυρρήνια, Δραπανιάς, Νοχιά, Μαραθοκεφάλα Σπηλιάς.
Στις περισσότερες περιοχές από όπου πέρασε οι ντόπιοι έκτισαν εκκλησίες. Στον Αζωγυρέ υπάρχει ο Ναός των Οσίων 99 Πατέρων. Σε δέκα σπήλαια των Χανίων κτίστηκαν 10 ναοί προς τιμήν του οσίου και των θεοφόρων πατέρων.
Το σπήλαιο του Ζουρέ θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα θρησκευτικά-λατρευτικά σπήλαια στα Χανιά, γιατί εκεί πήγαν και «μόνασαν οι άγιοι 98 πατέρες κατά τον 16ο αιώνα».
Στα Πλεμενιανά Σελίνου (60 χιλιόμετρα από τα Χανιά), υπάρχει η εκκλησία των Αγίων 99 Πατέρων, η οποία είχε ερημωθεί και είχε ανακατασκευαστεί από τον Νικόλαο Ε. Χαροντάκη το 2008.
Στα Φλώρια, που δοκιμάστηκαν σκληρά την περίοδο της Κατοχής, έχει χτιστεί ένας ακόμη ναός αφιερωμένος στον όσιο. Ακόμη και στο χωριό Λούχι, στα Περιβόλια Κισσάμου, όπου ζουν τρεις κάτοικοι, υπάρχει εκκλησάκι στη μνήμη των 99 Πατέρων. Ανάλογο εκκλησάκι έχει κτιστεί και στα Σημαντηριανά, το οποίο είχε εγκαταλειφθεί και ξαναλειτουργήθηκε το 2001. Πρόσφατα ανακατασκευάστηκε και ο σπηλαιώδης ναός που είναι αφιερωμένος στον Όσιο Ιωάννη στο χωριό Κεραμωτή Κισσάμου. Στον Κάμπο Κισσάμου, στο Ακρωτήρι Πόντα, υπάρχει «του Γιαννά του κελί», το οποίο αναφέρεται και αυτό στον Όσιο Ιωάννη.
Μόλις δύο άνθρωποι ζουν στο χωριό Σηρικάρι. Εκεί μέσα στα βράχια υπάρχει ένα ακόμη εκκλησάκι του οσίου.
Μία από τις μεγαλύτερες εκκλησίες που είναι αφιερωμένες στη μνήμη των 99 Πατέρων χτίστηκε το 1894 στην Πολυρρήνια. Στο χωριό Δραπανιάς έχει χτιστεί εκκλησάκι, ενώ υπάρχει και σπήλαιο, στο οποίο ίσως διέμεινε για λίγο ο όσιος.
Τέλος, ναοί στη μνήμη των 99 Πατέρων υπάρχουν ακόμη στο Ακρωτήρι Σπάθα, στα Νοχιά Κισσάμου και στη Μαραθοκεφάλα της Σπηλιάς Κισσάμου.

Άγιος Θεόδωρος

Ι. Μ Αρκαλοχωρίου
1. Νικάνδρου Μυροβλήτου εκ Ριζοκάστρου
2. Αγία Μαρίνα Βόνης
Η Αγιά Μαρίνα τση Βόνης και τα θαύματα
Μιλώντας για την Αγία Μαρίνα, το μυαλό κυρίως των Κρητικών πηγαίνει αμέσως στη Βόνη, στο ιστορικό μοναστήρι που κάθε χρόνο κατακλύζεται από χιλιάδες πιστούς που σπεύδουν από κάθε γωνιά της Κρήτης και της Ελλάδας  Να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα, να ζητήσουν τη βοήθεια της Αγίας, να την ευχαριστήσουν για ένα ακόμα θαύμα της. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πηγαίνουν με τα πόδια, κουβαλώντας άρτους, λαμπάδες ή όποιο τάμα τους .
Νότια  λοιπόν του χωριού Βόνη, στο Νομό Ηρακλείου και  απόσταση 500 μ. περίπου βρίσκεται το ξωκλήσι της Αγίας Μαρίνας, το οποίο θεωρείται θαυματουργό. Παλιότερα μάλιστα, όπως πιστεύεται, ανάβλυζε από το χώρο του ιερού άγιασμα.
Συγκεντρώνει χιλιάδες προσκυνητές από όλα τα μέρη της Κρήτης, την ημέρα του εορτασμού της Αγίας, στις 17 Ιουλίου.
Η παράδοση και οι πηγές
Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, η περιοχή, στην οποία βρίσκεται η εκκλησία της Αγ. Μαρίνας ήταν ιδιοκτησία του Χοσρέφ Πασά από τη Βόνη και την πούλησε στον Ιωάννη Καπαρουνάκη από το Θραψανό. Ο αγάς δε συμπεριέλαβε στο συμβόλαιο μια ερειπωμένη εκκλησία, που ήταν μέσα στο κτήμα. Ο Καπαρουνάκης την ανοικοδόμησε με τη συνδρομή των κατοίκων Βόνης και Θραψανού το 1901. Μαρμάρινη επιγραφή στην είσοδο του μικρού ναού αναφέρει: «Ο ιερός ούτος ναός ωκοδμήθη ευλάβει εισφορά και φροντίδι του ευσεβούς Ιωάννου Α. Καπαρουνάκη εκ Θραψάνου εν έτει 1901».
Πάνω από τη μικρή εκκλησία κτίστηκε νέος μεγαλοπρεπής ναός, ξενώνες κλπ. Ο ναός αποτελούσε ιερό προσκύνημα και το διοικούσε επταμελής επιτροπή απο τα οποία τρία μέλη ήταν απο το Θραψανό, τρία απο την Βόνη και προεδρεύων ήταν ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Κρήτης.Σήμερα αποτελεί αυτόνομη Μονή με ολιγάριθμες μοναχές.
Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, ο Ιωάννης Καπαρουνάκης περνούσε από τη θέση του σημερινού μοναστηριού για το χωριό του και σταμάτησε στο σημείο για να δροσιστεί, διότι δεν ένιωθε καλά. Ήπιε από το άγιασμα και αμέσως εξαφανίστηκαν τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, ενώ στο σημείο βρήκε και μια μικρή εικόνα της Αγίας Μαρίνας.
Τότε ζήτησε από τον Τούρκο διοικητή να του επιτρέψει να χτίσει ένα μικρό ναό, πράγμα όμως που δεν κατέστη δυνατό. Όταν αργότερα άρχισαν να αρρωσταίνουν τα παιδιά του Τούρκου και να πεθαίνουν, μόνο τότε ο Τούρκος φώναξε τον Ιωάννη Καπαρουνάκη – που είναι και ο κτήτωρ της μονής – λέγοντάς του ότι θα γίνει πράξη το ζήτημα που του είχε θέσει.
Αγία Μαρίνα η θαυματουργή 
        «Το έφεραν από την Αθήνα. Βουβό και «ξύλο» ήτανε. Το λέω και ανατριχιάζω. Έσβηναν τα κεριά που οι πιστοί άναβαν στη Χάρη της, και ξαφνικά το δυο-τριών χρονών παιδί άρχισε να κινείται. Η μάνα λιγώθηκε και ύστερα αρχίσαμε να κλαίμε όλοι μαζί!..»
        Πολλά και ξακουστά είναι τα θαύματα της Αγίας Μαρίνας της Βόνης, με το παραπάνω να εκδηλώνεται την παραμονή της Χάρης της. Μπροστά στα μάτια της κας Μαρίνας Παπαδάκη, όπως ανέφερε μιλώντας στη “Ν.Κ.”, ένα 3χρονο αγόρι, που κειτόταν παράλυτο σε ένα στρωματάκι δίπλα από τα κεριά που άναβαν οι πιστοί, ξαφνικά μίλησε και σηκώθηκε. Κατά την εξιστόρηση της νέας μαρτυρίας, ανήμερα της εορτής της Αγίας, άλλοι πιστοί κάνοντας τον σταυρό τους, ανατριχιάζοντας από τα όσα άκουγαν, μίλησαν για τη δική τους περίπτωση, όπως η κα Γιασεμή Κυριακάκη.
     
    Αντιμετώπιζε, όπως είπε, την τελευταία δεκαετία σοβαρό πρόβλημα στα χείλη της και έγινε καλά τα τελευταία δύο χρόνια, με τη βοήθεια της Χάρης της Αγίας, που «εξαφάνισε τις πληγές». Υπάρχουν πάρα πολλές μαρτυρίες από ανθρώπους και αυτό φανερώνεται από τα αναθήματα που κρεμούν οι πιστοί στις εικόνες. Έχουμε μαρτυρίες πολλών ανθρώπων, τόνισε και ο εφημέριος της Μονής πατήρ Κορνήλιος. «Ήρθε μια κυρία πέρσι, μια καθημερινή, στο μοναστήρι, προκειμένου να προσευχηθεί με βαθειά πίστη στην εικόνα της Αγίας Μαρίνας. Τη ρώτησα αν μπορώ να βοηθήσω σε κάτι, διότι έκλαιγε με λυγμούς, και μου απάντησε ότι έρχεται από μακριά και ότι είχε καρκίνο στο μαστό. «Είδα στο ύπνο μου την Αγία Μαρίνα και μου είπε.. έλα στο σπίτι μου και μη φοβάσαι», μου ανέφερε η κυρία. Μετά από κάποιους μήνες ξανάρθε μαζί με τους συγγενείς της και μου είπε ότι δεν έχει τίποτα. Αυτό μπορούμε να πούμε ότι είναι ένα θαύμα της Αγίας», συμπλήρωσε χαρακτηριστικά ο ίδιος.
      
   Ιδιαίτερα συγκινητικά για τον κ. Ψάλια ήταν τα όσα εκτυλίχθηκαν, πάντως, χτες στη μονή, με «πρωταγωνιστές» μια οικογένεια αθίγγανων που ήρθαν ευλαβικά να ευχαριστήσουν τη Χάρη της, για τη σωτηρία, πέρυσι, του παιδιού τους. Το παιδί τους είχε πρόβλημα στην καρδιά και οι γιατροί το είχαν ξεγράψει. «Ήρθαν στη μονή με τα πόδια από το Ηράκλειο. Κατά την είσοδό τους, πάνω από τα ρούχα τους φορούσαν άλλα , μαύρα, τα οποία στη συνέχεια τα έβγαλαν και τα άφησαν δίπλα στην εικόνα, όπως και χρήματα αλά και μια χρυσή λίρα. Η μάνα του κοριτσιού ήταν με τα γόνατα. Η γιαγιά και ο πατέρας του παιδιού κουβαλούσαν μια ντενέκα λάδι και δύο χαλιά.  Κλαίγαμε όλοι όσοι τους ακούγαμε κατά τη διάρκεια της προσευχής τους».
Αναδημοσίευση από την εφημ. «Νέα Κρήτη» 18/07/2009
Η βιογραφία της Αγίας Μαρίνας
Η Αγία Μαρίνα γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στα χρόνια του αυτοκράτορα Κλαυδίου του Β’, το 270 μ.Χ. Λίγες μέρες μετά τη γέννησή της, η μητέρα της πέθανε και ο πατέρας της Αιδέσιος, που ήταν ιερέας των ειδώλων, την ανέθεσε σε μια χριστιανή γυναίκα, από την οποία η Μαρίνα διδάχθηκε τον Χριστό. Όταν έγινε 15 χρονών, αποκαλύπτει στον πατέρα της ότι είναι χριστιανή. Έκπληκτος αυτός απ’ αυτό που άκουσε, με μίσος τη διέγραψε από παιδί του. Μετά από καιρό, έμαθε για τη Μαρίνα και ο έπαρχος Ολύμβριος, που διέταξε να τη συλλάβουν για ανάκριση. Όταν την είδε μπροστά του, θαύμασε την ομορφιά της και προσπάθησε να την πείσει με κάθε τρόπο να αρνηθεί τον Χριστό και να γίνει σύζυγός του. Μάταια, όμως. Η Αγία Μαρίνα σε κάθε προσπάθεια του Ολυμβρίου αντέτασσε τη φράση «είμαι χριστιανή».
Τότε ο σκληρός έπαρχος διέταξε να την ξαπλώσουν στη γη και την καταξέσχισε άσπλαχνα με ραβδιά, τόσο ώστε η γη έγινε κόκκινη από το αίμα που έτρεξε. Έπειτα, ενώ αιμορραγούσε, την κρέμασε για πολλή ώρα και μετά τη φυλάκισε. Μέσα στην φυλακή μάλιστα συνέβη το εξής: Ο διάβολος μεταμορφωμένος σε άγριο δράκοντα, προσπάθησε να κάνει την Αγία να φοβηθεί. Αυτή όμως προσευχήθηκε στον Θεό και αμέσως ο δράκοντας άλλαξε μορφή και έγινε ένας μαύρος σκύλος και τότε η Αγία άρπαξε ένα σφυρί και χτυπώντας τον στο κεφάλι και τη ράχη τον ταπείνωσε.
Όταν για δεύτερη φορά την εξέτασε και διαπίστωσε ότι η πίστη της Αγίας Μαρίνας ήταν αμετακίνητη στον Χριστό, την έκαψε με αναμμένες λαμπάδες. Αλλά οι πληγές της με θαύμα έκλεισαν, και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί παρευρισκόμενοι να γίνουν χριστιανοί. Μπροστά σ’ αυτόν τον κίνδυνο ο έπαρχος τελικά αποκεφάλισε τη Μαρίνα, που έτσι πήρε το άφθαρτο στεφάνι της αιώνιας δόξας.
Τα άγια λείψανάα της φυλάγονταν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την πρώτη άλωσή της από τους Λατίνους, το 1204 μ.Χ., ενώ, σύμφωνα με άλλες πηγές, βρίσκονταν μέχρι το 908 μ.Χ. στην Αντιόχεια και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στην Ιταλία. Σήμερα, τα άγια λείψανα της Αγίας Μαρίνας φυλάγονται στην Αθήνα, σε ναό που φέρει το όνομά της, ενώ η χείρα της έχει μεταφερθεί στη Μονή Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος.

3. Άγιος Νικήτας Αχεντριάς
η
  Ο Άγιος Νικήτας έζησε την εποχή της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην χώρα των βαρβάρων Γότθων, πέραν του Ίστρου ποταμού. Είχε καθημερινή ζύμωση με τους βαρβάρους, παρόλα αυτά διατήρησε φλογερή πίστη στον χριστιανισμό. Συνελήφθη από τον άρχοντα των Γότθων Αθηνάριχο, και ετελειώθει, όπως λέει και το συναξάρι του ‘’Πυρφόρος νικηφόρος’’. Ακόμα και την ύστατη στιγμή, ένα βήμα πριν τον θάνατο ,δεν απαρνήθηκε τον φωτεινό γνώμονα της ψυχής του, τον Χριστό.
             Με αφορμή την παρουσίαση του βίου του, και ερχούσης της ημέρας για την εορτή του, στις 15 Σεπτεμβρίου, η αναφορά  θα επικεντρωθεί στο μοναστήρι  του Δήμου Αρχανών–Αστερουσίων αφιερωμένο στην χάρη του. Η εκκλησία του Αγίου Νικήτα βρίσκεται στα Νότια παράλια του νομού Ηρακλείου, κοντά στον οικισμό Mαριδάκι. Οι πιστοί μπορούν να προσέλθουν εκεί, ακολουθώντας τον δρόμο προς το Μαριδάκι από το χωριό Αχεντριάς.
Η εκκλησία, δίνει μία εικόνα επιβλητικότητας καθώς φαντάζει να αγκαλιάζεται από τα τρία βασικά στοιχεία της φύσεως, το νερό, την πέτρα και το πράσινο. Περιβάλλεται από απόκρυμνους βράχους, είναι  ένα βήμα από τα κρυστάλλινα νερά του Λιβικού Πελάγους, δίνοντας συγχρόνως την εντύπωση  μιας όασης πρασίνου μέσα σε διάσπαρτους βράχους. Ο Άγιος είναι πανταχού παρόν. Συνοδοιπόρος, βοηθός των βοσκών, και συγκυβερνήτης των ψαράδων, που καλάρουν τα δίχτυα τους για την καθημερινή επιβίωση. Μάλιστα δεν είναι λίγες οι φορές που η εκκλησία προσέφερε στέγη στον κουρασμένο και ηλιοκαμένο διαβάτη.
                Οι θρύλοι της παραδόσεως αναφορικά με την θαυματουργική επενέργεια του Αγίου, έρχονται να διευρύνουν την επισκεψιμότητα του μέρους, και συγχρόνως να κρατήσουν αμείωτη την ευλαβικότητα των πιστών. Λέγεται μάλιστα, ότι  την περίοδο της τουρκοκρατίας, ο Άγιος ανέβηκε στην στεριά, με την αρχοντική μορφή του καβαλάρη, προκειμένου να ελευθερώσει μια κοπέλα που κρατούσαν οι Τούρκοι αιχμάλωτη, προσπαθώντας να της αλλάξουν την πίστη. Μία αστέρευτη φλέβα στο μέσο του βράχου, μαρτυράει με την σειρά της  την θαυματουργή του συνέργεια. Ο βράχος εκκρίνει νερό, το οποίο οι ντόπιοι  θεωρούν αγιασμό, που βοηθάει στην προστασία και στην ίαση διάφορων παθήσεων.
             Η χάρη του εορτάζεται στο μέσο του Σεπτεμβρίου και αποτελεί μια από τις μεγάλες εορτές του Δήμου, που τιμάει με την σειρά της τον Αχεντριά. Το συγκεκριμένο χωριό, μέσα από συλλογικές προσπάθειες του Πολιτιστικού συλλόγου, έχει προσδώσει σεβαστά χρηματικά ποσά από το υστέρημα των κατοίκων για ποίκιλες βελτιώσεις στην εκκλησία. Δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε και την σπουδαία αρωγή της Μητροπόλεως Αρκαλοχωρίου,που μεριμνά για την λειτουργία, και τον εσπερινό της εκκλησίας ανήμερα της εορτής του Αγίου Νικήτα.
 
4. Άγιος Παντελεήμονας Καρουζάνων

Οικουμ. Πατριαρ. Ρόδου
1. Άγιος Φανούριος προστ.
Άγιος Φανούριος ο Μεγαλομάρτυς
12-16 λεπτά
________________________________________
 ΠΡΟΛΟΓΟΣ 
Ο Άγιος Φανούριος είναι αναμφίβολα μια άγια, σημαντική νεανική μορφή, που ξεχωρίζει με τον δικό του τρόπο ανάμεσα στους άλλους Αγίους της χριστιανοσύνης, γιατί δεν τιμάται απλώς σε μια μόνον ημε¬ρομηνία, αλλά η πίστη των χριστιανών κά¬νει συχνά τη γνωστή φανουρόπιτα.
 Ο Άγιος Φανούριος, που έζησε στα Ρω¬μαϊκά χρόνια, συγκρούσθηκε τότε θαρρετά με τον κόσμο της ειδωλολατρίας, γιατί το χριστιανικό πνεύμα του θεανθρώπου, δεν του επέτρεπε ν’ αρνηθεί τις αναμφισβήτη¬τα ενάρετες αρχές του. Έτσι τα 12 μαρτύ¬ρια που υπόφερε ο Άγιος, αποτελούν για μας ένα δυνατό κίνητρο για αντοχή και προ¬σκόλληση στις ηθικές αξίες του χριστιανι¬σμού, για να βγούμε νικητές από ένα αδιά¬κοπο αγώνα, ενάντια στην απιστία και αδικία της εποχής μας. Ο Άγιος μας δίδαξε με την πραγματική θυσία του, πως εμείς τώ¬ρα δεν παλεύουμε βέβαια με στρατοκράτες Ρωμαίους και απαίσιους Αγαρηνούς, αλλά έχομε ν’ αντιμετωπίσουμε τις πιο έντεχνα στημένες παγίδες του υλισμού και αθεϊσμού, που προσπαθούν μαζικά να σαρώσουν τις τάξεις των χριστιανών.
 Ο Άγιος Φανούριος ακόμα μας δίδαξε, πως το στεφάνι της ενάρετης ζωής δεν κερ-δίζεται εύκολα, αλλά μόνον με συνεχείς δο¬κιμασίες, με θάρρος, υπομονή και αντοχή. Επομένως σαν αληθινοί αγωνιστές της πί¬στεως ας μιμηθούμε την υποδειγματική και άμεμπτη ζωή του Αγίου, για να καταξιωθούμε κάποτε κι εμείς να τιμήσουμε το χρι-στιανικό όνομα που φέρουμε, όπως κι αυ¬τός επάξια το τίμησε.
Ο Άγιος Φανούριος 
1. Γενικά για τη ζωή του
Για την καταγωγή και τη ζωή του Αγίου Φανουρίου δεν υπάρχει τίποτε συγκε¬κριμένο, επειδή όλα τα στοιχεία της ζωής του χάθηκαν σε καιρούς ανωμαλίας.
 Τα μόνα στοιχεία που έχομε αναφορικά με τον Άγιο είναι η εύρεση της εικόνας του, γύ¬ρω στα 1500 μ.Χ., σύμφωνα με τα συναξά¬ρια, ή κατ’ άλλους γύρω στα 1355-1369 μ.Χ. Άλλοι υποστηρίζουν πως η εικόνα του Αγίου βρέθηκε στη Ρόδο και άλλοι στην Κύ¬προ.
2. Η εύρεση της εικόνας 
Επιστρέφομε στο παρελθόν, όταν οι Αγαρηνοί εξουσίαζαν τη Ρόδο και απο¬φάσισαν να ξαναχτίσουν τα τείχη της πόλης, που βάρβαρα κατέστρεψαν και κατεδάφισαν στον πόλεμο λίγα χρόνια πριν.
Άρχισαν λοιπόν να στέλλουν εργάτες έξω απ’ το νότιο μέρος του φρουρίου και να μαζεύουν πέτρες απ’ τα μισογκρεμισμένα σπί¬τια των κατοίκων, για να ξαναφτιάξουν τα νέα και ισχυρά τείχη της πόλης τους. Ξαφ¬νικά μέσα στα χαλάσματα βρήκαν μια ωραιό¬τατη, αλλά μισοχαλασμένη στη μια πλευρά εκκλησία κι εκεί μέσα βρήκαν ένα σωρό ει¬κόνες, που απ’ την πολυκαιρία δεν ξεχώρι¬ζαν τις μορφές των Αγίων καθώς και τα γράμματα, που είχανε επάνω τους.
Μια μόνο καταπληκτική εικόνα ξεχώριζε απ’ όλες, που ο χρόνος δεν την άγγιξε και παρίστανε ένα νέο ντυμένο σαν στρατιώτης. Ο Μητροπολίτης της Ρόδου Νείλος έτρεξε αμέσως επί τόπου και διάβασε καθαρά το όνομα του Αγίου, που λεγόταν Φανούριος. Συγκινημένος ο Σεβασμιώτατος, για τη φανέρωση του Αγίου, παρατήρησε, πως ήταν ντυμένος σαν Ρωμαίος στρατιωτικός, κρα¬τώντας στο αριστερό χέρι του ένα σταυρό και στο δεξιό μια αναμμένη λαμπάδα. Ο α¬γιογράφος ακόμα ολόγυρα της εικόνας ζω¬γράφισε σε δώδεκα παραστάσεις τα μαρτύ¬ρια, που υπόφερε ο Άγιος και, που εξιστορούν ολοφάνερα την όλη ζωή του. 
Οι παραστάσεις αυτές είναι οι ακόλουθες: 
Α΄. Ο Άγιος παρουσιάζεται όρθιος μπρο¬στά στο Ρωμαίο ανακριτή του και φαίνεται ν’ απολογείται με θάρρος και να υπερασπί¬ζει την χριστιανική πίστη του. 
Β΄. Οι στρατιώτες εδώ επεμβαίνουν και χτυ¬πούν με πέτρες στο κεφάλι και στο στόμα τον Φανούριο, για ν’ αναγκασθεί να υποκύ¬ψει και ν’ αρνηθεί τον Κύριο. 
Γ΄. Οι στρατιώτες έχουν εξαγριωθεί πια απ’ την επιμονή του Φανουρίου, γι’ αυτό τον έριξαν κάτω και τον χτυπούν τώρα άγρια με ξύλα και ρόπαλα, για να κάμψουν το ακμαίο ηθικό του. 
Δ΄. Ο Φανούριος είναι στη φυλακή κι εκεί βασανίζεται με αποτρόπαιο τρόπο. Φαίνε¬ται εντελώς γυμνός κι οι στρατιώτες ολόγυ¬ρα του ξεσχίζουν τις σάρκες του με αιχμη¬ρά σιδερένια εργαλεία. Ο Άγιος υπομένει αγόγγυστα το τρομερό μαρτύριό του. 
Ε΄. Ο Φανούριος βρίσκεται και πάλι στη φυ¬λακή και προσεύχεται στον θεό, για να τον ενισχύσει ν’ αντέξει μέχρι τέλους τα βασανι¬στήρια. 
ΣΤ΄. Ο Άγιος παρουσιάζεται και πάλιν μπροστά στον Ρωμαίο ανακριτή για ν’ απο-λογηθεί για τη στάση του. Απ’ την ατάρα¬χη έκφραση του προσώπου του φαίνεται, πως ούτε τα βασανιστήρια που υπόφερε, ούτε οι μελλοντικές απειλές του τυράννου του εκλόνισαν την πίστη και έτσι απτόητος περιμένει ακόμη χειρότερα μαρτύρια. 
Ζ΄. Οι δήμιοι του Φανουρίου με μανία και σκληρότητα καίουν με αναμμένες λαμπάδες το ολόγυμνο σώμα του, που φαίνεται έτσι η ανυπέρβλητη θυσία του για τον Εσταυ¬ρωμένο. Ο Άγιος νικά και πάλιν με την α¬δάμαστη θέληση και καρτερία του στον Κύ¬ριο. 
Η΄. Εδώ οι άγριοι βασανιστές του χρησιμο¬ποιούν και μηχανικά μέσα για να φθάσουν στο κορύφωμα του μαρτυρίου του. Έχουν δέσει τον Άγιο πάνω σ’ ένα μάγκανο κι αυ-τό σαν περιστρέφεται, του συντρίβει τα κόκκαλα. Υποφέρει εκείνος αγόγγυστα αλλά στο ωραίο πρόσωπό του είναι ζωγραφισμέ¬νη ανέκφραστη αγαλλίαση, γιατί υποφέρει για χάρη του Κυρίου. 
Θ΄. Ο Φανούριος ρίπτεται σ’ ένα λάκκο, για να γίνει βορά άγριων θηρίων κι οι δήμιοί του από πάνω παρακολουθούν να δούνε το τέ¬λος του. Τα θηρία όμως έχουν κυριολεκτι¬κά εξημερωθεί απ’ τη χάρη του Θεού, γι’ αυ¬τό τον περιτριγυρίζουν ήσυχα σαν αρνάκια και απολαμβάνουν θαυμάσια τη συντροφιά του. 
Ι΄. Οι δήμιοί του δεν ικανοποιούνται απ’ το προηγούμενο αποτέλεσμα κι έτσι τον βγάζουν απ’ τον λάκκο και τον καταπλακώνουν μ’ ένα μεγάλο λίθο, βέβαιοι πια πως θα τον αποτελειώσουν. Τίποτε όμως δεν πετυχαίνουνε κι αυτή τη φορά. 
ΙΑ΄. Η σκηνή παρουσιάζει τον Άγιο μπρο¬στά σε βωμό, όπου οι δήμιοί του τον προτρέπουν να θυσιάσει, βάζοντας στις παλά¬μες του αναμμένα κάρβουνα. Ο Φανούριος βγαίνει και απ’ αυτή τη δοκιμασία νικητής και αυτό διακρίνεται από ένα διάβολο, που έχει τη μορφή δράκου, που πετά στον αέ¬ρα και κλαίει για την αποτυχία του. 
ΙΒ΄. Η τελευταία σκηνή είναι το τέλος του μαρτυρίου του, με τον Φανούριο ριγμένο σ’ ένα μεγάλο καμίνι να στέκεται όρθιος πάνω σ’ ένα σκαμνί και να τον περιζώνουν φλό-γες και καπνοί. Ο Άγιος φαίνεται να προ¬σεύχεται αδιάκοπα στον Θεό, χωρίς να εκ-φράζει κανένα παράπονο ή γογγυσμό κι έ¬τσι άκαμπτος κι ανυποχώρητος πέταξε στα ουράνια, γεμάτος ικανοποίηση για όσα βά¬σανα υπόφερε για χάρη του Κυρίου. 
3.    Το χτίσιμο του ναού 
Ο Μητροπολίτης τότε του νησιού, ο Νεί¬λος, όταν μελέτησε επισταμένα την ει¬κόνα που βρέθηκε, αποφάνθηκε, πως ο Φα¬νούριος ήταν ένας απ’ τους σπουδαιότε¬ρους μεγαλομάρτυρες της Πίστεώς μας. Α¬μέσως έστειλε αντιπροσωπεία στον ηγεμό¬να του νησιού και τον παρακαλούσε να του δώσει άδεια για ν’ ανακαινίσει την εκκλησία. Όταν όμως ο ηγεμόνας αρνήθηκε, τότε ο Μητροπολίτης μετέβη ο ίδιος προσωπικά στην Κωνσταντινούπολη και κατόρθωσε να εξασφαλίσει απ’ τον Σουλτάνο την άδεια που ζητούσε. Επέστρεψε σύντομα στη Ρό¬δο κι αναστήλωσε το ναό ακριβώς στην πα-λιά θέση του, έξω από τα τείχη του. Ο να¬ός σώζεται ως τα σήμερα και αποτελεί από τότε ιερό προσκύνημα όλων των Χριστια¬νών.
4.    Στοιχεία απ’ την εύρεση της εικόνας 
Βλέποντας την εικόνα του Αγίου Φανου¬ρίου που βρέθηκε στη Ρόδο, εξάγουμε πολλά αξιόλογα στοιχεία που είναι τα ακό¬λουθα: 
• 1.   Σαν διαβάσουμε στην εικόνα το όνομα του Αγίου συμπεραίνομε αμέσως, πως εί¬ναι ελληνικής καταγωγής. 
• 2. Επίσης συμπεραίνομε πως οι γονείς του ήταν πολύ ευσεβείς, για να του δώσουν ένα τόσο χριστιανικό όνομα.
• 3. Ο νέος αυτός ακόμα θα ήταν πολύ μορ¬φωμένος για να γίνει στρατιωτικός.
• 4. Υπολογίζουμε ακόμα πως τα μαρτύρια του Αγίου Φανουρίου έγιναν τον β’ και γ’ αιώνα, όταν οι διωγμοί των χριστιανών βρί¬σκονταν στο αποκορύφωμά τους.
• 5. Ο Φανούριος ολοφάνερα αποδεικνύε¬ται πως ήταν Μεγαλομάρτυρας απ’ τα πολ¬λά και φοβερά μαρτύρια που υπέφερε.
• 6. Βεβαιωνόμαστε επίσης πως ετιμάτο απ’ τους πιστούς χριστιανούς απ’ τα χρόνια του μαρτυρίου του σε χριστιανικούς ναούς, για να βρεθεί μάλιστα ένας τέτοιος ναός και στη Ρόδο.
• 7.   Απ’ την απεικόνιση του Αγίου φαίνεται πως ο Φανούριος μαρτύρησε σε νεαρά
ηλικία. 
5.    Θαύματα του Αγίου 
Ο Άγιος Φανούριος έκανε αρκετά θαύ¬ματα στους πιστούς που επικαλούνται το όνομά του κι ένα απ’ αυτά είναι το ακό¬λουθο: 
 
Σε μια περίοδο της ιστορικής ζωής της η Κρήτη ήταν υποδουλωμένη στους Λατίνους (1204 – 1669 μ.Χ.), που είχαν δικό τους Αρ¬χιεπίσκοπο και γι’ αυτό προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να παρασύρουν τους κατοίκους του νησιού στον Καθολικισμό (Παπισμό). 
 
Έτσι οι Λατίνοι πήρανε σαν καταπιεστι¬κό μέτρο ενάντια στην Ορθοδοξία να μην επιτρέπουν να χειροτονούνται ιερείς στην Κρήτη, οπότε οι Κρητικοί αναγκάζονταν να μεταβαίνουν στο νησί Τσιρίγο (Κύθηρα) για να χειροτονηθούν ιερείς από Ορθόδοξο Αρχιερέα, που έδρευε εκεί. 
 
Κάποια εποχή λοιπόν ξεκίνησαν απ’ την Κρήτη τρεις διάκονοι για το Τσιρίγο κι αφού χειροτονήθησαν εκεί ιερείς, επέστρεφαν τρι¬σευτυχισμένοι στο πολύπαθο τότε απ’ τη σκλαβιά νησί τους. Κατά κακή τους τύχη Αγαρηνοί πειρατές τους συνέλαβαν στο πέ-λαγος, τους μετέφεραν στη Ρόδο, όπου τους πώλησαν σε τρεις διαφορετικούς Αγαρηνούς αφέντες. 
 
Η θέση των τριών ιερέων ήταν αξιοθρή¬νητη κι όμως μια γλυκειά προσμονή ήλθε να γλυκάνει το πικρό παράπονό τους. Μάθα¬νε πως στη Ρόδο ο Άγιος Φανούριος θαυματουργούσε και σ’ αυτόν στήριξαν τις ελ¬πίδες τους κι ολοένα προσεύχονταν και τον επικαλούνταν ο καθένας τους ξεχωριστά, για να τους λυτρώσει απ’ την σκληρή αιχ¬μαλωσία στους μιαρούς Αγαρηνούς. 
 
Ζήτησε, λοιπόν, ο κάθε ιερέας, χωρίς να συνεννοηθούν μεταξύ τους, απ’ τον αφέν¬τη του, να του δώσει άδεια να μεταβεί στην εκκλησία για να προσκυνήσει την εικόνα του Αγίου Φανουρίου. Πήρανε κι οι τρεις τους μ’ ευκολία την άδεια, προσκύνησαν μ’ ευ-λάβεια την εικόνα του Αγίου βρέχοντας τη γη με τα δάκρυά τους γονατιστοί σαν προ-σεύχονταν και με όλη τη δύναμη της ψυχής τους παρακαλούσαν τον Άγιο Φανούριο να μεσολαβήσει για να γλυτώσουν πια απ’ τα χέρια των Αγαρηνών. 
 
Αφού οι ιερείς αναχώρησαν, ανακουφι¬σμένοι απ’ τον πόνο τους, ο Άγιος Φανού¬ριος παρουσιάστηκε τη νύχτα και στους τρεις αφέντες τους και τους διέταξε να ελευ-θερώσουν τους σκλάβους ιερείς τους, δια¬φορετικά θα τους τιμωρούσε σκληρά. Οι Αγαρηνοί όμως άρχοντες θεώρησαν την επέμ¬βαση του Αγίου σαν κάποια μαγεία, γι’ αυ¬τό αλυσόδεσαν τους σκλάβους τους κι άρ¬χισαν να τους βασανίζουν με χειρότερο τρό¬πο.  
Την άλλη όμως νύχτα ο Άγιος Φανούριος επέμβηκε πιο αποτελεσματικά, έλυσε τους τρεις ιερείς απ’ τα δεσμά τους και τους υ¬ποσχέθηκε, πως θα τους ελευθέρωνε από τους Αγαρηνούς την άλλη μέρα. Φανερώ¬θηκε και πάλι στους Αγαρηνούς και τους απείλησε αυτή τη φορά, πως αν δεν ελευθέρωναν το πρωί τους ιερείς, θα μεταχειρι¬ζότανε σκληρά μέτρα γι’ αυτούς. 
 
Το άλλο πρωί οι Αγαρηνοί αισθάνθησαν την τιμωρία, γιατί έχασαν όλοι το φως τους και το κορμί τους έμεινε παράλυτο. Έτσι αναγκάσθησαν τότε να συμβουλευτούν τους συγγενείς τους, για να συζητήσουν το κα¬κό που τους βρήκε. Όλοι δε οι άρχοντες α-ποφάσισαν να καλέσουν τους τρεις ιερείς, μήπως μπορούσαν να τους βοηθήσουν. Οι ιερείς την μόνη απάντηση που έδωσαν ήταν, πως αυτοί θα παρακαλούσαν τον Θεό τους κι Εκείνος θα αποφάσιζε. 
 
Την τρίτη νύχτα παρουσιάστηκε πάλι ο Άγιος Φανούριος στους Αγαρηνούς και τους ανακοίνωσε πως αν δεν έστελναν οι τρεις άρχοντες γραπτώς στο ναό του τη συγκατάθεση τους για την απελευθέρωση των ιερέων, δεν θα ξανάβρισκαν πια την υ-γεία τους. Οι Αγαρηνοί τότε θέλοντας και μη έγραψαν το γράμμα που ζήτησε ο Άγιος Φανούριος και δήλωναν απερίφραστα, πως παραχωρούσαν, στους τρεις ιερείς την ελευ¬θερία τους. Αυτές οι δηλώσεις τους κατατέ¬θηκαν στον ιερό ναό του Αγίου.  
Πριν ακόμα επιστρέψει η αντιπροσωπεία των Αγαρηνών απ’ το ναό, οι τυφλοί και παράλυτοι άπιστοι έγιναν εντελώς καλά με το θέλημα του Αγίου. Οι πλούσιοι Αγαρηνοί έδωσαν στους τρεις ιερείς όλα τα έξοδα του ταξιδιού τους κι αυτοί πριν αναχωρή¬σουν κατέφυγαν στην εκκλησία, και αφού ευχαρίστησαν τον Άγιο για την απελευθέ¬ρωσή τους, αντέγραψαν πιστά την εικόνα του Αγίου Φανουρίου και την πήραν στην Κρήτη, όπου την τιμούσαν κάθε χρόνο με δοξολογίες και λιτανείες.
6. Η πίτα του Αγίου Φανουρίου 
Η μεγάλη τιμή που τρέφουν οι χριστιανοί στον Άγιο Φανούριο, έγινε αιτία να δημιουργηθεί στο λαό το παραδοσιακό έθι¬μο της πίττας του Αγίου ή καλύτερα της φανουρόπιτας. 
 
Η πίτα συνήθως είναι μικρή και στρογ¬γυλή και γίνεται από καθαρό αλεύρι, ζάχα¬ρη, κανέλλα, λάδι κι αφού όλα αυτά τα υλι¬κά ανακατευθούν, ζυμώνονται, μπαίνουν σε στρογγυλή φόρμα και η πίττα ψήνεται σε μέτρια θερμοκρασία στο φούρνο. 
 
Η πίτα γίνεται για να φανερώσει ο Ά¬γιος σε κάποιον ένα χαμένο αντικείμενο, κά¬ποια δουλειά αν ένας είναι άεργος, κάποια χαμένη υπόθεση, την υγειά σε κάποιο άρ¬ρωστο και άλλα παρόμοια. 
Η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη του στις 27 Αυγούστου.
2. Άγιος Νικήτας Νισύριος
3. Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικήτας ὁ Νισύριος (21 Ἰουνίου) ἀνῆκε σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιφανέστερες οἰκογένειες τοῦ νησιοῦ. Κάποτε ὁ πατέρας του ὁδηγήθηκε στὸ ὀθωμανικὸ δικαστήριο ὡς κατηγορούμενος καὶ φοβούμενος τὴ θανατικὴ καταδίκη ἀλλαξοπίστησε μαζὶ μὲ τὴ σύζυγο καὶ τὰ παιδιά του καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Ρόδο.
4. 
Ὁ Νικήτας μεγάλωσε ὡς μουσουλμάνος, ἔχοντας λησμονήσει τὴ χριστιανική του ἰδιότητα, φέροντας τὸ ὄνομα Μεχμέτ. Σὲ μία φιλονικία μὲ ἄλλα παιδιὰ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὸν ἔβρισε ὡς «γκιαούρη», δηλαδή ἄπιστο. Ρωτώντας τὴ μητέρα του ἔμαθε τὴν ἀλήθεια, ἡ ὁποία κυριολεκτικὰ τὸν συγκλόνισε. Ἐγκατέλειψε τὴν οἰκογένειά του καὶ πῆγε στὴ Χίο, ὅπου κατέφυγε στὴ Νέα Μονή. Ὁ ἡγούμενος τὸν ἔστειλε στὸν Ἅγιο Μακάριο ἐπίσκοπο τῆς Κορίνθου, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὸ νησί. Ἐξομολογήθηκε, ἔλαβε τὸ Ἅγιο Χρίσμα καὶ πνευματικὴ καθοδήγηση ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἐπέστρεψε στὴ Νέα Μονή, ὅπου συνέχισε τὴν ἀσκητικὴ ζωή.
5. 
Ἔχοντας τὶς εὐχὲς τῶν πατέρων πῆγε στὴν πόλη τῆς Χίου, ὅπου ἀποκαλύφθηκε ἡ μεταστροφή του στὸν Χριστιανισμό. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, τὸν μετέφεραν στὴν ἄκρη τῆς πόλεως, κοντὰ στὸ μετόχιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων. Ἐκεῖ τὸν θανάτωσαν κόβοντάς του μὲ πολλὰ σιγανὰ χτυπήματα τὸ κεφάλι. Σήμερα ἡ Τιμία Κάρα του φυλλάσσεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων, ἀποτελώντας πηγὴ ἁγιασμοῦ καὶ θείας χάριτος.

6. Όσιομ. Μαλάχιος ο Λίνδιος
7. Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Μαλαχίας γεννήθηκε στὴ Λίνδο τῆς Ῥόδου, γύρω στὰ 1500. Ὁ πατέρας του ἦταν Ἱερέας καὶ ὀνομαζόταν Γεώργιος καὶ ἡ μητέρα του Χριστῖνα. Σὲ νεαρὴ ἡλικία, φλεγόμενος ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό, ἔγινε μοναχός. Ὁ συντάκτης τοῦ μαρτυρίου του ἀναφέρει ὅτι, ὅταν ἦταν 22 ἐτῶν ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε κατ᾿ ἀρχὰς στὶς Κολοσσὲς τῆς Φρυγίας. Στὴ συνέχεια ἐπισκέφτηκε τὴν Λάμψακο καὶ ἀκολούθως διάφορα νησιὰ τοῦ Αἰγαίου πελάγους, τὴ Φοινίκη, τὴν Αἴγυπτο, τὴ Λιβύη καὶ τὸ θεοβάδιστο ὄρος Σινᾶ, ἀπ᾿ ὅπου μετέβη στὴν Παλαιστίνη ὡς προσκυνητὴς τῶν Ἁγίων Τόπων. Ἀφοῦ περιόδευσε ὅλα τὰ πανάγια προσκυνήματα, κατέληξε στὴν Ἁγία Πόλη τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ παρέμεινε στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως ὡς διακονητής, ἀγωνιζόμενος τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς ἀσκήσεως μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καὶ ἀκατάπαυστες προσευχές.
8. Κάποια μέρα, ἐνῶ ὁ Ἅγιος περνοῦσε ἀπὸ τὴν ἀγορά, ἕνας μουσουλμάνος τοῦ ἐπιτέθηκε μὲ μανία, τὸν ράπισε στὸ πρόσωπο καὶ ἄρχισε νὰ τὸν συκοφαντεῖ λέγοντας πρὸς τοὺς ὁμοπίστους του ὅτι βλασφήμησε τὸν Μωάμεθ. Ἐκεῖνοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἡγεμόνα τῆς Ἁγίας Πόλεως, μὲ τὴν καταγγελία ὅτι βλασφήμησε τὴ μουσουλμανικὴ ἀσέβεια. Ὁ ἡγεμόνας κατ᾿ ἀρχὰς προσπάθησε μὲ διάφορες κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὴν θρησκεία τῶν Ἀγαρηνῶν. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀρνήθηκε τὶς προτάσεις τοῦ ἡγεμόνα καὶ ὁμολόγησε μὲ παῤῥησία τὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος. Μάλιστα δὲ πιεζόμενος ἔβγαλε τὸ ὑπόδημά του καὶ τὸ πέταξε στὸ πρόσωπο τοῦ ἡγεμόνα.
9. Αὐτὸς τότε διέταξε νὰ ξαπλώσουν τὸν μακάριο Μαλαχία κατὰ γῆς καὶ νὰ τὸν μαστιγώσουν ἀνηλεῶς. Ἡ γῆ κοκκίνησε ἀπὸ τὸ αἷμά του Μάρτυρος, ἐνῶ ἐκεῖνος προσευχόταν καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἐνισχύσει γιὰ νὰ μπορέσει νὰ βαδίσει μέχρι τέλους τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου. Ὅταν οἱ δήμιοι κουράστηκαν νὰ τὸν κτυποῦν καὶ νὰ τὸν ὑβρίζουν, τὸν μετέφεραν στὴ φυλακή. Ἐκεῖ παρέμεινε αἱμόφυρτος καὶ γεμᾶτος πληγές, χωρὶς τροφὴ καὶ νερό, ἀναπέμποντας προσευχὲς καὶ δοξολογίες στὸν Θεό, ὥστε οἱ ἄλλοι κρατούμενοι νὰ θαυμάζουν τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπομονή του.
10. Ἀφοῦ πέρασαν μερικὲς ἡμέρες, ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ τὸν φέρουν μπροστά του. Μὲ ὕβρεις καὶ ἀπειλὲς προσπάθησε νὰ τὸν μεταπείσει ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ Ἅγιος μὲ σθένος καὶ παῤῥησία ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Ἀκούγοντας τὴν ὁμολογία του ὁ ἡγεμόνας ὀργίστηκε καὶ διέταξε νὰ τρυπήσουν τοὺς ἀστραγάλους του, νὰ περάσουν σχοινιά, νὰ τὸν δέσουν πίσω ἀπὸ ἕνα ἄλογο καὶ νὰ τὸν σύρουν στοὺς δρόμους τῆς Ἁγίας Πόλεως. Ἐνῶ συρόταν στοὺς δρόμους, ἄλλοι Ἀγαρηνοὶ τὸν χτυποῦσαν μὲ πέτρες καὶ ξύλα, ἐνῶ ἄλλοι τὸν κεντοῦσαν μὲ αἰχμηρὰ ἀντικείμενα κατακόπτοντας τὶς σάρκες του.
11. Ὅταν ὁ ἡγεμόνας εἶδε ὅτι μὲ τὰ βασανιστήρια δὲν μποροῦσε νὰ κάμψει τὸ φρόνημα τοῦ Μάρτυρος, διέταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἁγία Πόλη καὶ νὰ τὸν ἀνασκολοπίσουν. Ὁ Ἅγιος φορτώθηκε πάνω στοὺς ὥμους του τὸν πάσσαλο τῆς καταδίκης του, ὅπως ὁ Κύριος τὸν Σταυρό, καὶ βάδισε πρὸς τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ ἀνασκολοπίστηκε καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του, λέγοντας• «Κύριε, εἰς χεῖράς σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου».
12. Τὴν ἑπομένη ἡμέρα οἱ Χριστιανοὶ ἔδωσαν χρήματα στὸν ἡγεμόνα γιὰ νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ παραλάβουν τὸ μαρτυρικὸ σῶμα. Τὸ κατέβασαν ἀπὸ τὸν πάσσαλο καὶ μὲ προεξάρχοντα τὸν Πατριάρχη τῶν Ἱεροσολύμων Γερμανὸ τὸ μετέφεραν στὸν ἀγρὸ τοῦ Κεραμέως, ὅπου καὶ τὸ ἐνταφίασαν. Ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς ὅρισε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη του στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου τὴν 29η Σεπτεμβρίου, ἡμέρα τῆς μαρτυρικῆς τελευτῆς του.

13. Όσιος Μελέτιος
Ποιος είναι ο νεοκαταταγείς άγιος Μελέτιος, ο εν Υψενή Ρόδου;
Στις 27 Νοεμβρίου 2013 το Οικουμενικό Πατριαρχείο συγκατέλεξε στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας τους Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη και Ιερομόναχο Μελέτιο, τον εν Υψενή Ρόδου. Στο ορθόδοξο πλήρωμα της χώρας μας ο πρώτος είναι ευρύτερα γνωστός, μιας και έζησε σχετικά πρόσφατα (1906-1991). Ποιος είναι όμως ο δεύτερος πρόσφατα καταταγείς άγιος;
Ο όσιος Μελέτιος, λοιπόν, γεννήθηκε στο χωριό Λάρδος της Ρόδου περί τα τέλη του 18ου αιώνα. Το κοσμικό του όνομα ήταν Εμμανουήλ και από μικρός έλαβε «παιδεία και νουθεσία Κυρίου» από τους γονείς του (επίσης όπως και ο άγ. Πορφύριος). Τα θεία γράμματα τα διδάχθηκε από τον εφημέριο της γενέτειράς του. Από την παιδική ηλικία, επίσης, επέδειξε έντονα φιλανθρωπικό και ελεήμον πνεύμα, παρά τις επιπλήξεις των γονέων του.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό της παιδικής του ηλικίας ήταν ότι του άρεζε να απομονώνεται και να προσεύχεται σε απολύτως ήσυχη ατμόσφαιρα. Συνήθιζε μάλιστα να βρίσκει καταφύγιο για την προσευχή του σε μια σπηλιά, κοντά στο αρχαίο αλλά εγκατελειμμένο μοναστήρι του Ύψους, το οποίο τιμώταν στο όνομα της Παναγίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ένα βράδυ, κατά την ώρα της προσευχής είδε ένα φως να του υποδεικνύει την τοποθεσία που βρισκόταν μία άγνωστη έως τότε εικόνα της Παναγίας.
Στις επόμενες ημέρες σε νέο όραμα, η Θεοτόκος του ζήτησε να ανεγείρει ναό στο όνομά της και να ξαναχτίσει το Μοναστήρι. Ο νεαρός Εμμανουήλ υπάκουσε στην προσταγή της και αμέσως ξεκίνησε τις απαραίτητες ενέργειες για την επανίδρυση της μονής. Την ίδια περίοδο εκάρη μοναχός, παίρνοντας το όνομα Μελέτιος.
Σύντομα απέκτησε μεγάλη φήμη για τα υψηλά μέτρα της άσκησής του. Έτσι ο Επίσκοπός του τον προεχείρισε σε Διάκονο και στη συνέχεια σε Πρεσβύτερο, Πνευματικό και Ηγούμενο της επανιδρυθείσας Μονής. Ο Μελέτιος κατέστη σημαντική πνευματική προσωπικότητα της νήσου, καθώς ενίσχυε πολλαπλά το φρόνημα των κατοίκων της. Εξομολογούσε στο μοναστήρι του αλλά και στα χωριά, τα οποία επισκεπτόταν  για να νουθετήσει τους πιστούς. Πραγματοποιούσε επίσης θεραπείες, προστάτευε τους κατατρεγμένους (ιδίως από τους Οθωμανούς δυνάστες), ενώ ακόμα διακρίθηκε  στην ελεημοσύνη και τη φιλοξενία.
Η δράση του αυτή άρχισε να ενοχλεί τους κατακτητές και η δυσφορία τους έγινε έντονη όταν πληροφορήθηκαν ότι συνιστούσε στις Ελληνίδες να μη συνάπτουν σχέσεις μαζί τους. Μάλιστα, κάποιοι από αυτούς αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν, αλλά αυτός το πληροφορήθηκε και κρύφτηκε σε ένα άγνωστο για τους διώκτες του σπήλαιο. Οι τοπικές παραδόσεις κάνουν λόγο για πολλά θαυμαστά γεγονότα, με τα οποία η θεία Χάρη τον προστάτευε από τους κινδύνους που τον απειλούσαν.
Προς το τέλος του επίγειου βίου του, έζησε την οδυνηρή εμπειρία μιας αισχρής συκοφαντίας. Μια διανοητικά ανάπηρη κοπέλα απέκτησε παιδί από κάποιον Τούρκο, αλλά κατηγορήθηκε σαν δράστης ο πρεσβύτης και εξαϋλωμένος από την άσκηση Μελέτιος. Ο αγνός λευΐτης μάλιστα άφησε την τελευταία του πνοή μπροστά στον Μητροπολίτη Ρόδου, καθώς μαχόταν για την αθωότητά του. Σύντομα όμως αποδείχθηκε η αλήθεια και ετάφη με τιμές. Όταν δε ανοίχθηκε ο τάφος του, μια έντονη ευωδία πλημμύρισε το χώρο αποδεικνύοντας τη θεία ευαρέσκεια για τη βιοτή του.
Τα τίμια λείψανά του αποτελούν πηγές ιάσεων και θαυμάτων  μέχρι τις μέρες μας. Η οσία μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου.

14. Άγιος Σίλας Σορώνης
ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΙΛΑΣ Ο μετά του Αποστόλου Παύλου συνιδρυτής της Αποστολικής Εκκλησίας των Φιλίππων 
Μέσα στην ευλογημένη χορεία των Αγίων Εβδομήκοντα Αποστόλων συναριθμείται και ο τιμώμενος στις 30 Ιουλίου Άγιος Απόστολος Σίλας, ο και συνέκδημος του θεηγόρου Αποστόλου των Εθνών Παύλου, αλλά και συνεργάτης του κορυφαίου Αποστόλου Πέτρου, ο οποίος είναι ενδεικτικό ότι στην πρώτη του επιστολή τον χαρακτηρίζει ως «πιστό ἀδελφό». Άλλωστε μέσα από την επίγεια βιοτή και την ιεραποστολική του δράση διακρίθηκε για τον ένθερμο ζήλο, την ακλόνητη και ζωντανή πίστη, το θυσιαστικό φρόνημα και την αξιομνημόνευτη καρτερία.
Ο ένδοξος και πανεύφημος Άγιος Απόστολος Σίλας που το όνομά του είναι συντετμημένη μορφή του ονόματος Σιλουανός, με το οποίο μάλιστα αναφέρεται τόσο στη Β΄ Επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους όσο και στην Α΄ Επιστολή του Αποστόλου Πέτρου, απολάμβανε την ιδιαίτερη εκτίμηση και τον μεγάλο σεβασμό στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Γι’ αυτό και αναδείχθηκε μεταξύ των εκλεκτών και ηγετικών στελεχών της, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων στα Κεφάλαια 15, 16 και 17. Η μεγάλη αναγνώριση της προσωπικότητος του Αγίου Σίλα στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, όπου μνημονεύεται ως «ἡγούμενος ἐν τοῖς ἀδελφοῖς», παρακίνησε τους υπόλοιπους Αποστόλους να επιλέξουν αυτόν και τον Ιούδα, τον επονομαζόμενο Βαρσαβά, για να συνοδεύσουν τους Αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα στην Αντιόχεια. Εκεί θα επέδιδαν την επιστολή των Αγίων Αποστόλων που περιείχε την απόφαση της Αποστολικής Συνόδου της Ιερουσαλήμ, παρέχοντας παράλληλα και τις απαραίτητες επεξηγήσεις, ώστε να αποφευχθεί ο ενδεχόμενος κίνδυνος παρανόησης των αποφάσεων αυτής της Συνόδου. 

Φτάνοντας στην Αντιόχεια ο Άγιος Σίλας παρέδωσε στους Αντιοχείς την απόφαση της Αποστολικής Συνόδου και παρέμεινε μαζί με τον Ιούδα για να εργασθεί με ένθερμο ιεραποστολικό ζήλο για τη διάδοση του μηνύματος του Ευαγγελίου του Χριστού « Ἰούδας τε καί Σίλας, καί αὐτοί προφῆται ὄντες, διά λόγου πολλοῦ παρεκάλεσαν τούς ἀδελφούς καί ἐπεστήριξαν, Πράξεις (15, 32)». Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αντιόχεια συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος βρήκε στο πρόσωπο του Σίλα τον έμπιστο και πολύτιμο συνεργάτη και συνοδοιπόρο του. Γι’ αυτό και τον επέλεξε ως τον πλέον κατάλληλο συνοδό του για τη Β΄ Αποστολική του περιοδεία τον Μάρτιο του 49μ.Χ., προκειμένου να διαδοθεί το Ευαγγέλιο του Χριστού στα Έθνη. Άλλωστε ο Σίλας διέθετε ένθερμο ιεραποστολικό ζήλο και βαθιά πίστη, ευφυΐα και δυναμισμό, τόλμη και παρρησία, ενώ απολάμβανε την υψηλή αναγνώριση της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Επιπλέον ήταν, όπως και ο Παύλος, Ρωμαίος πολίτης. Ενδεικτικό είναι μάλιστα το γεγονός ότι ο Σίλας επελέγη από τον Παύλο ως συνοδός και συνεργάτης του αντί του Αποστόλου Μάρκου. Έτσι ακολούθησε τον Παύλο στις περιοδείες του στην Καρία, την Κιλικία, τη Λυκαονία, τη Φρυγία, τη Γαλατία και την Τρωάδα, υπομένοντας τις θλίψεις, τις στερήσεις και τις ταλαιπωρίες που υπέστη ο θεηγόρος και ουρανοβάμων Απόστολος των Εθνών. Παράλληλα ο Σίλας, ο πιστός και ένθεος αυτός συνακόλουθός του, επέδειξε αξιοθαύμαστη υπομονή και καρτερία, αλλά και ξεχωριστή αυτοθυσία, γεγονός που εγκωμιάζεται στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων. 

Ο Σίλας όμως συνόδευσε τον Παύλο και στην ιεραποστολική του περιοδεία στη Μακεδονία, όπου μετέβη για να κηρύξει το Ευαγγέλιο του Χριστού κατόπιν θαυμαστού οράματος. Σύμφωνα μ’ αυτό άνδρας από τη Μακεδονία εμφανίσθηκε στον Παύλο και τον παρακάλεσε να έρθει στη γη της Μακεδονίας για να κηρύξει τη χριστιανική πίστη. Έτσι ο Παύλος και ο Σίλας αναχώρησαν από την Τρωάδα και δια μέσου της Σαμοθράκης αποβιβάστηκαν στη Νεάπολη που είναι η σημερινή πόλη της Καβάλας. Από εκεί έφτασαν στους Φιλίππους που την εποχή εκείνη ήταν μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας και ταυτόχρονα και Ρωμαϊκή αποικία. Στον τόπο αυτό ο Απόστολος Παύλος ευρισκόμενος έξω από την πόλη κοντά στον ποταμό Ζυγάκτη κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού. Ακροατές του κηρύγματός του ήταν γυναίκες, μεταξύ δε αυτών και η εκ Θυατείρων της Μ. Ασίας Λυδία η πορφυρόπωλις, η μετέπειτα αγία και ισαπόστολος της Εκκλησίας μας, η οποία ακούγοντας τη διδασκαλία του Παύλου για τον Ιησού Χριστό βαπτίσθηκε χριστιανή, όπως και όλη η οικογένειά της. Στους Φιλίππους ο Απόστολος Παύλος θεράπευσε με την προσευχητική συμμετοχή και του πιστού συνοδοιπόρου και συνεργάτου του, του Αγίου Σίλα, ένα κορίτσι που βρισκόταν κάτω από ισχυρή δαιμονική επήρεια και με τις μαντείες της επέφερε πολλά κέρδη στους κυρίους της. Το κορίτσι αυτό ακολουθούσε επίμονα τον Παύλο και τον Σίλα και φώναζε για πολλές ημέρες το ακόλουθο: «οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου εἰσίν, οἴτινες καταγγέλουσιν ἡμῖν ὁδόν σωτηρίας». Τότε οι δύο κήρυκες της χριστιανικής πίστεως κατάλαβαν ότι το νεαρό κορίτσι ήταν δαιμονισμένο και απλά ακολουθούσε τους δύο Αποστόλους, πιστεύοντας ότι έχουν μία ανώτερη δύναμη, χωρίς όμως να έχει συνειδητοποιήσει τη χάρη και την ευεργεσία του αληθινού Θεού. Γι’ αυτό και ο Παύλος με τη συμπροσευχή του Σίλα απευθυνόμενος στον δαίμονα που είχε το νεαρό κορίτσι μέσα στη ψυχή του, είπε: «Παραγγέλω σοι, ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ’ αὐτῆς, καί ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ». Αμέσως το κορίτσι απελευθερώθηκε από την επήρεια του δαίμονος και εισήλθε μέσα στην ψυχή της η δύναμη του Παναγίου Πνεύματος. 

Όμως η θαυματουργική δύναμη και το πύρινο κήρυγμα των Αποστόλων Παύλου και Σίλα στους Φιλίππους προκάλεσε αναταραχή στην πόλη και εξόργισε τους ανώτατους άρχοντες, αφού η χριστιανική διδασκαλία ερχόταν σε αντίθεση με τα ήθη και τα έθιμα της Ρωμαϊκής παροικίας. Αυτό είχε ως συνέπεια να ξεσηκωθεί ο λαός εναντίον τους και να δοθεί η εντολή να ραβδιστούν ανηλεώς οι δύο κήρυκες της πίστεως. Έτσι ο Παύλος και ο Σίλας, αποσιωπώντας την ιδιότητά τους ως «Ρωμαίοι πολίτες» , υπέστησαν σκληρούς και απάνθρωπους ραβδισμούς και κατόπιν ρίχθηκαν σε σκοτεινή εσωτερική φυλακή, ενώ τοποθετήθηκε και δεσμοφύλακας για να επιβλέπει τη φύλαξή τους. Ενδεικτικό είναι ότι τα πόδια τους ήταν στερεωμένα πάνω σε ξύλο, αλλά παρά τις κακουχίες οι δύο Απόστολοι προσεύχονταν όλη τη νύχτα, υμνώντας και δοξολογώντας το όνομα του Θεού. Μάλιστα οι φυλακισμένοι στα άλλα κελιά άκουγαν με θαυμασμό τους ουράνιους αυτούς ύμνους που προέρχονταν από το κελί των δύο Αποστόλων. Δεν άργησε όμως να έρθει και η λυτρωτική λύση και απάντηση του Κυρίου, αφού ένας αιφνίδιος και ισχυρός σεισμός τράνταξε τα θεμέλια της φυλακής. Αμέσως άνοιξαν διάπλατα όλες οι πόρτες και έσπασαν οι αλυσίδες όλων των φυλακισμένων. Βλέποντας έντρομος ο δεσμοφύλακας αυτό το απρόσμενο και ακατάληπτο γεγονός και γνωρίζοντας τις τραγικές συνέπειες που θα είχε για εκείνον, αποφάσισε με το σπαθί του να δώσει τέλος στη ζωή του. Τότε ο Παύλος του φώναξε δυνατά: « μηδέν πράξῃς σεαυτῷ κακόν˙ ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε». Ακούγοντας έντρομος ο δεσμοφύλακας τα λόγια αυτά του Παύλου, ρώτησε τους δύο κήρυκες της πίστεως τί πρέπει να κάνει για να σωθεί. Τότε εκείνοι του είπαν να πιστέψει στον Κύριο Ιησού Χριστό και μ’ αυτόν τον τρόπο θα σωθεί τόσο εκείνος όσο και η οικογένειά του. Κατόπιν ο δεσμοφύλακας, αλλά και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του βαπτίσθηκαν χριστιανοί, ενώ παρέθεσε στους δύο Αποστόλους πλούσιο τραπέζι. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πριν τη βάπτισή του περιποιήθηκε ακόμη και τις πληγές τους. 

Στο μεταξύ οι άρχοντες των Φιλίππων που είχαν φυλακίσει και τιμωρήσει με ραβδισμούς τους δύο Αποστόλους, πρόσταξαν να τους απελευθερώσουν. Ο δεσμοφύλακας ενημέρωσε τον Παύλο, ο οποίος όμως διαμαρτυρήθηκε έντονα, λέγοντας ότι χωρίς να δικασθεί εκείνος και ο Σίλας, μαστιγώθηκαν και φυλακίστηκαν, παρόλο που ήταν Ρωμαίοι πολίτες και τώρα τους καλούν να εγκαταλείψουν την πόλη κρυφά. Γι’ αυτό και αρνήθηκαν να πράξουν κάτι τέτοιο. Μόλις όμως οι άρχοντες πληροφορήθηκαν ότι είναι Ρωμαίοι πολίτες, τους ζήτησαν συγνώμη και τους παρακάλεσαν να φύγουν από την πόλη. Τότε οι δύο Απόστολοι βγήκαν από τη φυλακή και αφού πήγαν στο σπίτι της Λυδίας, όπου είχαν συναθροιστεί πολλοί χριστιανοί, τους καθοδήγησαν πνευματικά και κατόπιν έφυγαν από τους Φιλίππους, όπου χάρη στην ευεργετική παρουσία και τη διδασκαλία τους ιδρύθηκε σ’ αυτή την ιστορική περιοχή της Μακεδονίας η πρώτη χριστιανική Εκκλησία της Ευρώπης. 

Μετά την αναχώρησή τους από τους Φιλίππους πέρασαν από την Αμφίπολη και την Απολλωνία και έφθασαν στη Θεσσαλονίκη, όπου υπήρχε συναγωγή των Ιουδαίων. Εκεί συνέχισαν με τον ίδιο ένθερμο ιεραποστολικό ζήλο τη διάδοση του Ευαγγελίου του Χριστού, αφού οι ραβδισμοί και οι φυλακίσεις που είχαν υποστεί, δεν έκαμψαν καθόλου το αγωνιστικό τους φρόνημα. Η πνευματική παρουσία των δύο Αποστόλων στη Θεσσαλονίκη και η πύρινη διδασκαλία τους για τον Ιησού Χριστό ως Μεσσία που έπρεπε να σταυρωθεί και να αναστηθεί εκ νεκρών, παρακίνησε αρκετούς Ιουδαίους να πιστέψουν στο όνομα του Κυρίου και να γίνουν μαθητές του Παύλου και του Σίλα. Αλλά και πολλοί προσήλυτοι Έλληνες, όπως και γυναίκες που είχαν μεγάλη επιρροή στην κοινωνία, ασπάσθηκαν τη χριστιανική πίστη. Όμως η απήχηση του κηρύγματος για τον Ιησού Χριστό στη Θεσσαλονίκη ήταν τόσο ισχυρή, ώστε οι Ιουδαίοι που δεν πίστεψαν στο κήρυγμα του Παύλου και του Σίλα, αντέδρασαν και επηρεάζοντας πονηρούς ανθρώπους, ξεσήκωσαν τον όχλο και προκάλεσαν αναταραχή στην πόλη. Μάλιστα αναζήτησαν τους δύο Αποστόλους, αλλά επειδή δεν τους βρήκαν, κατηγόρησαν τον Ιάσονα ότι τους φιλοξενεί στο σπίτι του, ισχυριζόμενοι ότι είναι αυτοί που έφεραν την αναταραχή στην πόλη. Όμως κατόπιν χρηματικής εγγυήσεως, άφησαν ελεύθερους τον Ιάσονα και άλλους χριστιανούς, ενώ ο Παύλος και ο Σίλας αναγκάσθηκαν να φυγαδευτούν τη νύχτα και να καταφύγουν στη Βέροια. 

Οι Ιουδαίοι της Βέροιας ήταν πιο καλοπροαίρετοι σε σύγκριση μ’ αυτούς που ζούσαν στη Θεσσαλονίκη και γι’ αυτό και αποδέχθηκαν με μεγάλη προθυμία το κήρυγμα για τον Ιησού Χριστό, ενώ καθημερινά μελετούσαν την Αγία Γραφή για να διαπιστώσουν, εάν αυτά που κήρυτταν οι Απόστολοι συμφωνούσαν με τα γραφόμενα. Η παρουσία των Αποστόλων Παύλου, Σίλα και Τιμοθέου στη Βέροια υπήρξε ιδιαίτερα ευεργετική, αφού πολλοί Ιουδαίοι ασπάσθηκαν τη χριστιανική πίστη, μεταξύ αυτών και ο Σωσίπατρος, όπως και γυναίκες της ανώτερης κοινωνικής τάξεως. Μόλις όμως πληροφορήθηκαν οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης ότι οι εκδιωχθέντες τρεις κήρυκες της πίστεως βρίσκονται στη Βέροια και κηρύττουν το Ευαγγέλιο του Χριστού, πήγαν εκεί και ξεσήκωσαν τον όχλο εναντίον τους. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τους χριστιανούς της Βέροιας να φυγαδεύσουν τον Παύλο στην Αθήνα, ενώ ο Σίλας και ο Τιμόθεος παρέμειναν στη Βέροια. Αργότερα όμως κατ’ εντολήν του Παύλου εγκατέλειψαν και οι δύο τη Βέροια και μετέβησαν στην Κόρινθο, όπου βρισκόταν ο θεηγόρος και ουρανοβάμων Απόστολος. Εκεί συνέδραμαν τον Παύλο στο ιεραποστολικό του έργο και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Σίλας κατέστη ιδιαίτερα αγαπητός στον λαό της Κορίνθου και αναδείχθηκε ακάματος εργάτης στο κηρυκτικό έργο της διαδόσεως του Ευαγγελίου του Χριστού. Ενδεικτικό μάλιστα της αγάπης του κορινθιακού λαού στο πρόσωπο του Αποστόλου Σίλα είναι ότι μετά την αναχώρηση του ουρανοβάμονος Παύλου από την Κόρινθο, ο Σίλας εξελέγη Επίσκοπος της πόλεως της Κορίνθου και εκεί παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στον αθλοθέτη Κύριο. 

Η δράση του Αποστόλου Σίλα μνημονεύεται και στο υπ’ αριθμόν 423 αρχαίο χειρόγραφο της Ιεροσολυμιτικής Βιβλιοθήκης, όπου το όνομά του αναφέρεται μεταξύ των Εβδομήκοντα Αποστόλων στη δέκατη πέμπτη σειρά. Αλλά ο Σίλας υπήρξε συνεργάτης και του κορυφαίου Αποστόλου Πέτρου, με τον οποίο είχε γνωρισθεί προτού γίνει συνοδοιπόρος του θεηγόρου Αποστόλου Παύλου. Μάλιστα συμμετείχε και στη συγγραφή της Α΄ Επιστολής του Πέτρου, ο οποίος τον χαρακτηρίζει σ’ αυτή «πιστό ἀδελφό». Την επιστολή αυτή ο Πέτρος του την έδωσε για να την κομίσει στις Τοπικές Εκκλησίες που βρίσκονταν στις περιοχές του Πόντου, της Γαλατίας, της Καππαδοκίας, της δυτικής Μ. Ασίας και της Βιθυνίας. Η πολύπτυχη ιεραποστολική δράση του τιμωμένου στις 30 Ιουλίου Αγίου ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου Σίλα υμνείται και γεραίρεται τόσο μέσα από την Ασματική του Ακολουθία, την ποιηθείσα από τον αείμνηστο Μοναχό Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας όσο και μέσα από τον Παρακλητικό Κανόνα που συντάχθηκε προς τιμήν του από τον Ιερομόναχο Αθανάσιο Σιμωνοπετρίτη, επίσης Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. 

Ο Άγιος Απόστολος Σίλας μαζί με τον Απόστολο Παύλο είναι οι συνιδρυτές της Αποστολικής Εκκλησίας των Φιλίππων που υπήρξε και η πρώτη χριστιανική Εκκλησία της Ευρώπης. Αξιοσημείωτη είναι και η σχετική επιχώρια παράδοση ότι στους πρόποδες των λόφων πάνω από τη σημερινή πόλη της Καβάλας σταμάτησαν για ανάπαυση οι Απόστολοι Παύλος, Σίλας, Τιμόθεος και Λουκάς κατά τη διάρκεια της κοπιώδους οδοιπορίας τους από το λιμάνι της Νεαπόλεως προς τους Φιλίππους. Στον ευλογημένο αυτό τόπο θεμελιώθηκε στις 12 Ιουνίου 1937 μικρός ναός επ’ ονόματι του Αγίου Σίλα, ο οποίος όμως κατά τη διάρκεια της γερμανοβουλγαρικής κατοχής (1941 -1944) υπέστη μεγάλες καταστροφές. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον αοίδιμο Μητροπολίτη Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κυρό Χρυσόστομο Χατζησταύρου (1924-1962), τον και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος (1962 – +9 Ιουνίου 1968) να μετατρέψει το εξοχικό παρεκκλήσιο του Αγίου Σίλα σε ανδρώα Ιερά Μονή επ’ ονόματί του κατόπιν σχετικού βασιλικού διατάγματος (26/1946, ΦΕΚ 275/9-9-46). Αργότερα και με σχετική πρωτοβουλία του θεμελιώθηκε νέος περικαλλής ιερός ναός του Αγίου, ο οποίος εγκαινιάσθηκε στις 20 Μαΐου 1956. Σήμερα η ευρισκόμενη σε απόσταση μόλις τριών χιλιομέτρων από την Καβάλα Ιερά Μονή του Αγίου Αποστόλου Σίλα είναι ανακαινισμένη και δέχεται πολυπληθείς προσκυνητές που καταφθάνουν για να ζητήσουν τις πρεσβείες του Αγίου, αλλά και να επικαλεσθούν τη θαυματουργική του χάρη, αφού αναρίθμητα είναι τα θαύματα που έχει επιτελέσει ο ένθεος και πανεύφημος αυτός Απόστολος του Χριστού. 

Ιδιαίτερη τιμή απολαμβάνει ο Άγιος Σίλας στη Ρόδο, όπου σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων από το χωριό Σορωνή και σε κατάφυτη από πεύκα περιοχή βρίσκεται το παλαιό εξωκκλήσιο του Αγίου, γνωστό στον ροδιακό λαό ως «Άγιος Σουλάς». Εντός του ναού υπάρχει θαυματουργό αγίασμα, το οποίο θεραπεύει διάφορες δερματικές ασθένειες και ιδιαίτερα την ψώρα. Η αποδιδόμενη τιμή στον Άγιο Σίλα στη Ρόδο και η ύπαρξη ομωνύμου ιερού ναού με μεγάλη θαυματουργική φήμη συνδέεται με παλαιά τοπική παράδοση. Σύμφωνα μ’ αυτή ο Άγιος Σίλας ήρθε στη Ρόδο μαζί με τον Απόστολο Παύλο για να κηρύξουν τον χριστιανισμό. Όταν ο Άγιος Σίλας επισκέφθηκε την περιοχή της Σορωνής, όπου βρίσκεται σήμερα ο ομώνυμος ναός, την εποχή εκείνη υπήρχε ειδωλολατρικός βωμός. Μόλις ο Άγιος άρχισε να κηρύττει για τον Ιησού Χριστό, οι κάτοικοι τον αντιμετώπισαν με μεγάλη δυσπιστία και καχυποψία. Τότε για να αποδείξει τη θαυματουργική δύναμη του Κυρίου σε αντίθεση με την ψεύτικη θρησκεία των ειδωλολατρικών θεών, πρότεινε να φέρουν έναν ασθενή της περιοχής που έπασχε από ψώρα και να προσευχηθούν οι ιερείς των ειδώλων για τη θεραπεία του. Στην περίπτωση που ο ασθενής θεραπευτεί από τις προσευχές των ιερέων των ειδωλολατρών, τότε θα ασπασθεί και εκείνος την ειδωλολατρική θρησκεία. Εάν όμως δεν υπάρξει θεραπεία του ασθενούς, τότε θα προσευχηθεί στον έναν και αληθινό Θεό και θα αποδειχθεί περίτρανα η ανωτερότητα του Θεού, τον Οποίο διδάσκει και πιστεύει. Η πρόταση έγινε δεκτή από τους κατοίκους και όπως ήταν αυτονόητο, οι προσευχές των ιερέων των ψεύτικων ειδώλων δεν έφεραν απολύτως κανένα αποτέλεσμα. Απεναντίας η προσευχή του Αγίου στον Ιησού Χριστό θεράπευσε τον ασθενή και έτσι οι κάτοικοι πίστεψαν στη χριστιανική θρησκεία. Μέχρι σήμερα πλήθος προσκυνητών συρρέει κάθε χρόνο στις 30 Ιουλίου στη λαοφιλή πανήγυρη του Αγίου στον ομώνυμο ιερό ναό της Σορωνής Ρόδου. 

Ο Άγιος Απόστολος Σίλας τιμάται και στη ηρωική και φιλόξενη μεγαλόνησο της Κρήτης, όπου το όνομα του Αγίου φέρει χωριό της επαρχίας Τεμένους του νομού Ηρακλείου, στο οποίο ο ένδοξος και πανεύφημος Απόστολος σεμνύνεται με δύο ομώνυμους ιερούς ναούς, τον παλαιό και τον νέο ενοριακό, καθώς και οικισμός κοντά στο χωριό Δαμαβόλου της επαρχίας Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης, όπου υπάρχει επίσης ομώνυμος ναός. Ναοί (εξωκκλήσια –παρεκκλήσια) επ’ ονόματι του Αγίου Σίλα στην Κρήτη υπάρχουν επίσης στην ευρύτερη περιοχή του νομού Λασιθίου και συγκεκριμένα στη Νεάπολη, στα χωριά Καλό Χωριό και Μάλες, στον οικισμό Βαθύ Κριτσάς, καθώς και στο χωριό Κεράσια της επαρχίας Μαλεβιζίου του νομού Ηρακλείου. Στην Αττική ο Άγιος Σίλας τιμάται στην όμορφη και πευκόφυτη περιοχή της Νέας Πεντέλης με ομώνυμο παρεκκλήσιο, το οποίο υπάγεται στον ιερό ενοριακό ναό της Αγίας Παρασκευής της περιοχής και όπου κάθε χρόνο στη μνήμη του προσέρχονται πολυάριθμοι χριστιανοί για να τον τιμήσουν. Τέλος εξωκκλήσιο του Αγίου Σίλα υπάρχει και στην περιοχή του χωριού Μόρια της νήσου Λέσβου, ενώ στην Κύπρο στο προάστιο Ύψωνας της Λεμεσού και σε περιοχή που φέρει το όνομα του Αγίου σώζονται τα ερείπια της αρχαίας Μονής του Αγίου Σίλα, όπου κατ’ έτος στις 30 Ιουλίου εορτάζεται με ευλάβεια η πανίερη μνήμη του. 

Ας επικαλεστούμε λοιπόν τις πρεσβείες του ενθέου και παμμακαρίστου Αγίου ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου Σίλα στην καθημερινή ζωή και τον προσωπικό μας πνευματικό αγώνα, ώστε να αποκτήσουμε και εμείς τον ένθερμο ιεραποστολικό του ζήλο, την ακλόνητη πίστη του και την υπομονή του στη σημερινή αλλοπρόσαλλη εποχή με τους πάμπολλους πνευματικούς κινδύνους και τα τόσα υπαρξιακά αδιέξοδα.
15. Άγιοι μάρτυρες Κλήμης και Αγαθάγγελος
Μάρτυρες Κλήμης και Αγαθάγγελος
Ὁ πανένδοξος καὶ πολύαθλος Ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Κλήμης καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας. Γεννήθηκε ἀπὸ εἰδωλολάτρη πατέρα καὶ μητέρα Χριστιανή, τὴν Εὐφροσύνη, ἡ ὁποία, προτοῦ πεθάνει, τοῦ εἶπε προφητικὰ ὅτι θὰ ὑπομείνει πολυχρόνια δοκιμασία γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Μετὰ τὸν θάνατο τῆς μητέρας του υἱοθετήθηκε ἀπὸ κάποια εὐσεβῆ γυναίκα, ποὺ ὀνομαζόταν Σοφία, ἡ ὁποία τὸν ἀνέθρεψε μὲ ἐπιμέλεια καὶ τὸν καλλιέργησε στὴν πίστη. Ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν δώδεκα ἐτῶν ἄρχισε νὰ νηστεύει καὶ νὰ ζεῖ σὰν Μοναχός. Χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος, καὶ πολὺ νωρίς, ἐνῶ ἦταν μόλις εἴκοσι ἐτῶν, ἀνέβηκε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς πατρίδας του Ἀγκύρας. Μαθαίνοντας τὰ θεάρεστα ἔργα του καὶ τὰ κατορθώματα τῆς θεοφιλοῦς ποιμαντορίας του ὁ αὐτοκρατορικὸς βικάριος τῆς Γαλατίας τὸν συνέλαβε καὶ τὸν βασάνισε μὲ σκληρότητα, ἀλλὰ μὴ μπορώντας νὰ κάμψει τὸ φρόνημά του τὸν ἔστειλε στὴ Ρώμη γιὰ νὰ δικαστεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα, καί καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, ὑπέστη παντοειδεῖς καὶ φρικώδεις βασάνους καὶ ὁ ἀγώνας του πρὸς τοὺς τυράννους κράτησε ἐπὶ εἴκοσι ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια, χωρὶς νὰ γνωρίσει ἀνακωχή.
 
Στὴ φυλακὴ τῆς Ρώμης, ὅπου τὸν ἔκλεισαν σιδηροδέσμιο μετὰ ἀπὸ πολλὲς αὐστηρὲς καὶ βασανιστικὲς ἀνακρίσεις, τὸν κρέμασαν σὲ ἕνα ξύλο, ἔσκισαν τὶς σάρκες του μὲ σιδερένια νύχια, τὸν κτύπησαν μὲ πέτρες, τὸν ἔδεσαν στὸν τροχό, τοῦ συνέτριψαν τὰ σαγόνια καὶ τοῦ ἔβγαλαν τὰ δόντια. Ὅλα τὰ μαρτύρια τὰ ὑπέμεινε μὲ γενναιότητα καὶ κατόρθωσε μὲ τὸ παράδειγμά του νὰ φέρει στὴν ἀληθινὴ πίστη πολλοὺς εἰδωλολάτρες, τοὺς ὁποίους βάπτισε στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅλοι ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ἀποκεφαλίστηκαν καὶ ἔλαβαν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
 
Ὁ τύραννος, ἀφοῦ δὲν μπόρεσε μὲ τὶς ἀπειλὲς καὶ τὰ βασανιστήρια νὰ τὸν μεταπείσει, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν μεταφέρουν στὴν Νικομήδεια, ἐλπίζοντας ὅτι ὁ ἐκεῖ ἔπαρχος θὰ κατόρθωνε νὰ καταβάλει τὸ φρόνημά του. Ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν πιστέψει στὸ Χριστὸ καὶ βαπτίστηκαν, ἦταν ὁ Ἀγαθάγγελος, Ρωμαῖος στὴν καταγωγή. Θέλοντας νὰ συνοδεύσει  τὸν Ἅγιο Κλήμεντα στὸ μαρτύριο  δραπέτευσε καὶ ἀνέβηκε κρυφὰ στὸ πλοῖο ποὺ θὰ τὸν μετέφερε στὴ Νικομήδεια. Μόλις μπῆκε στὸ πλοῖο ὁ Ἱερομάρτυς Κλήμης, ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ἔπεσε στὰ πόδια του. Ὁ Κλήμης χάρηκε, ποὺ εἶδε τὸν Ἀγαθάγγελο ἐκεῖ, καὶ θεώρησε τὴν ἐπιθυμία του νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστὸ ὡς εὐλογία Θεοῦ.
 
Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ πρὸς τὴ Νικομήδεια τὸ πλοῖο προσάραξε στὴ Ρόδο, ὅπου ἀρχιεράτευε τότε ὁ μακάριος Ἐπίσκοπος  Φωτεινός. Αὐτός, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι πάνω στὸ πλοῖο βρισκόταν ὁ πολύαθλος Κλήμης, κατέβηκε, μαζὶ μὲ πολλοὺς Χριστιανοὺς στὸ λιμάνι τῆς πόλεως, καὶ παρακάλεσε τοὺς στρατιῶτες νὰ ἐπιτρέψουν στοὺς Μάρτυρες νὰ ἀποβιβαστοῦν. Ὅταν ἔλαβε τὴ συγκατάθεσή τους, παρέλαβε τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς συνόδευσε στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Κλήμης, ὕστερα ἀπὸ παράκληση τοῦ Ἐπισκόπου, τέλεσε τὴ Θεία Λειτουργία καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἱερουργίας, πολλοί. ποὺ ἦταν ἄξιοι, τὸν εἶδαν νὰ καταλάμπεται ἀπὸ οὐράνιο φῶς, Ἄγγελοι δὲ νὰ τοῦ παραστέκονται καὶ νὰ τὸν διακονοῦν. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἀκούστηκε σὲ ὅλη τὴν πόλη καὶ ἔτρεξε στὸ ναὸ πλῆθος λαοῦ, ὄχι μόνο Χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ πολλοὶ εἰδωλολάτρες, καὶ μάλιστα ὅσοι εἶχαν ἀσθενεῖς, πάνω στοὺς ὁποίους ἔθεσε τὰ χέρια του ὁ Ἅγιος καὶ τοὺς θεράπευσε. Οἱ στρατιῶτες, ἐπειδὴ φοβήθηκαν μήπως ὁ λαὸς πάρει τοὺς Μάρτυρες καὶ τοὺς φυγαδεύσει, τοὺς ἀνέβασαν πάλι στὸ πλοῖο καὶ ἀπέπλευσαν πρὸς τὴ Νικομήδεια.
 
Μόλις ἔφθασαν ἐκεῖ, παραδόθηκαν οἱ Μάρτυρες στὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος, μετὰ τὴν ἀνάκριση, τοὺς ὑπέβαλε ἐκ νέου σὲ φρικώδη βασανιστήρια• τοὺς παρέδωσε στὰ θηρία, τὰ ὁποῖα δὲν τοὺς πείραξαν, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοὺς τρυπήσουν μὲ πυρακτωμένα σουβλιὰ τὰ χέρια ἀνάμεσα στὰ δάκτυλα, νὰ τοὺς βάλουν μέσα σὲ σάκκους καὶ νὰ τοὺς καταποντίσουν στὴ θάλασσα, ἀπ᾿ ὅπου Ἄγγελλοι τοὺς διέσωσαν καὶ τοὺς ὁδήγησαν πίσω στὴν πόλη, θεραπεύοντας καθ᾿ ὁδὸν δύο τυφλοὺς παραλυτικούς. Ὁ ἔπαρχος, ἐπειδὴ φοβήθηκε τὴν ἀντίδραση τοῦ λαοῦ, τοὺς ἔστειλε μὲ συνοδεία στρατιωτῶν στὴν Ἄγκυρα, ὅπου ὑποβλήθηκαν πάλι σὲ ποικίλα καὶ πολυώδυνα μαρτύρια.
 
 Ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα μεταφέρθηκαν στὴν πόλη Ἀμισὸ τοῦ Πόντου, ὅπου ὑπέστησαν καὶ νέα φρικτὰ βασαντιστήρια καὶ δέχθηκαν στὴ φυλακὴ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος γιάτρεψε τὶς πληγές τους. Ὁ ἄρχοντας τῆς πόλεως Δομετιανός, διαπιστώνοντας ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ κάμψει τὸ φρόνημά τους, τοὺς μετέφερε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ τοὺς παρέδωσε στὸν συναυτοκράτορα Μαξιμιανό, ποὺ διέμενε ἐκεῖ. Νέες ἀνακρίσεις καὶ νέα μαρτύρια δὲν κατάφεραν νὰ μεταπείσουν τοὺς ἀθλητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ἐστάλησαν ἐκ νέου στὴν Ἄγκυρα, ὅπου δοκίμασαν γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὴν ἀγριότητα καὶ βιαιότητα τῶν βασανιστῶν. Ὁ ἅγιος Ἀγαθάγγελος στὸ τέλος ἀποκεφαλίστηκε καὶ ὁ μακάριος Κλήμης φυλακίστηκε. Τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων τὸν ἐπισκέφτηκε στὴ φυλακὴ ἡ θετή του μητέρα Σοφία καί κατόρθωσε νὰ πάρει τὴν ἄδεια ἀπὸ τοὺς δεσμοφύλακες γιὰ νὰ τὸν μεταφέρει στὸν ναό, ὅπου ἐνδεδυμένος λευκὰ ἄμφια τέλεσε τὴ Θεία Λειτουργία καὶ κοινώνησε τοὺς πιστοὺς, προτοῦ ἐπιστρέψει μὲ τὴ θέλησή του στὴ φυλακή. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς μέρες, ἐνῶ τελοῦσε καὶ πάλι τὴν θεία μυσταγωγία, μπῆκαν οἱ εἰδωλολάτρες στὸν ναὸ καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν ἐνῶ ἐκεῖνος ἔκλινε τὴν κεφαλή του πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα. Μαζὶ του θανατώθηκαν καὶ οἱ δύο Διάκονοι ποὺ ἦταν μαζί του. Ἡ εὐσεβὴς Σοφία πῆρε τὰ σώματά τους καὶ τὰ ἐνταφίασε σὲ τόπο ὀνομαζόμενο Κρυπτόν.
 
Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος ἀνήγειρε ἐντὸς τῶν ἀνακτόρων τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος Β’ (976–1025 μ.Χ.), ὅπου φυλασσόταν ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου καὶ ἄλλα ἱερὰ λείψανα. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου αἰώνα. ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων ἄρχισε νὰ τελεῖται στὴ Μονὴ τοῦ Πατριάρχη Εὐθυμίου (907–912 μ.Χ.), ποὺ βρισκόταν στὴν περιοχὴ τῶν Ὑψωμαθείων, στὴν ὁποία, τὸ ἔτος 907, ὁ Μητροπολίτης Ἀγκύρας Γαβριὴλ δώρισε τὸ ὠμοφόριο τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος καὶ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἀγαθαγγέλου.
 
Ἡ Μνήμη τους Ἑορτάζεται στίς 23 Ἰανουαρίου.
 

Ευθύμιος μητρ. Ρόδοy
Βιογραφία
Ο ένδοξος Ιερομάρτυς Ευθύμιος εξελέγη Μητροπολίτης Ρόδου, όταν οι οθωμανοί κατέλαβαν το νησί, το έτος 1523 μ.Χ. και εποίμανε θεάρεστα το Ορθόδοξο ποίμνιο στους χαλεπούς εκείνους χρόνους. Το 1529 μ.Χ. συνελήφθη ως πρωταίτιος συνωμοσίας εναντίον των τούρκων και ανασκολοπίστηκε μαζί με άλλους Κληρικούς και κοινοτικούς παράγοντες της Ρόδου.
Ο Μητροπολίτης Ευθύμιος τιμήθηκε από τους Χριστιανούς ως Μάρτυς αμέσως μετά το μαρτυρικό τέλος του. Ο Λατίνος Μισιονάριος Πέτρος Φαγγόνης, γενικός βικάριος του Λατίνου Αρχιεπισκόπου Alfonso Gonzaga, αναφέρει σε έκθεσή του προς τη Ρωμαϊκή Προπαγάνδα ότι ο τάφος του μακαρίου Ευθυμίου είχε αναδειχθεί ως κατ’ εξοχήν προσκυνηματικός χώρος των Ροδίων και ότι σ’ αυτόν πήγαιναν και κάθονταν όσοι έπασχαν από τεταρταίο πυρετό «ελονοσία» με το συνακόλουθο ρίγος και θεραπεύονταν.
Ἀπολυτίκιον
16. 
17. Κύριλλος Ιερ. Ο Λούκαρις
ερομάρτυς Κύριλλος ο Λούκαρις
Ὁ πολύτλας Ἱερομάρτυς Κύριλλος ὁ Λούκαρις γεννήθηκε στὸν Χάνδακα τῆς Κρήτης στὶς 13 Νοεμβρίου 1572 «ἐκ γονέων περιφανῶν ἐλευθέρων, ἔν τε τῇ Πολιτείᾳ  καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ περιβλέπτων» καὶ κατὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα πῆρε τὸ ὄνομα Κωνσταντῖνος. Ὁ πατέρας του Στέφανος ἦταν Ἱερέας καὶ διδάσκαλός του ὑπῆρξε ὁ Ἱερομόναχος Μελέτιος ὁ Βλαστός.
 
Μετὰ τὴν ἐγκύκλια ἐκπαίδευση ὁ Κύριλλος μετέβη στὴ Βενετία (1584) γιὰ εὐρύτερη μόρφωση. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν Ἐπίσκοπο Κυθήρων Μάξιμο τὸν Μαργούνιο, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέλαβε κάτω ἀπὸ τὴν προστασία του καὶ χρημάτισε καθηγητής του. Τὸ 1588 ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Κρήτη, λόγῳ οἰκονομικῶν προβλημάτων τῆς οἰκογενείας του, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ἐπέστρεψε στὴν Ἰταλία καὶ γράφτηκε στὸ περίφημο Παταβινὸ Πανεπιστήμιο, ὅπου διδάχθηκε Φιλοσοφία καὶ Θεολογία.
 
Τελειώνοντας τὶς σπουδὲς στὴν Ἑσπερία ἐπέστρεψε στὴν Κρήτη (1592) καὶ ἐκάρη Μοναχὸς στὴ Μονὴ τῆς Ἀγκαράθου. Στὴ μετάνοιά του παρέμεινε ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα, γιατὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος τὸν κάλεσε στὴν Αἴγυπτο ὁ συγγενής του Ἅγιος Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος τὸν χειροτόνησε Διάκονο καὶ Πρεσβύτερο καὶ τὸν ὀνόμασε Πρωτοσύγκελλό του.
 
Τὸ ἔτος 1593 ἐστάλη ἀπὸ τὸν Ἅγιο Μελέτιο στὴν Πολωνία γιὰ νὰ στηρίξει τὸ ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῆς Οὐνίας χειμαζόμενο Ὀρθόδοξο ποίμνιο, ὅπου ἐργάστηκε μὲ ζῆλο γιὰ τρία χρόνια καὶ κινδύνευσε νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ θανατωθεῖ κατὰ τὸν διωγμὸ ποὺ ἐξαπέλυσε ὁ βασιλιᾶς Σιγισμοῦνδος ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων. Τὸ 1559 ὡς «Μέγας Ἀρχιμανδρίτης καὶ Ἔξαρχος» ἀπεστάλη καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Μελέτιο Πηγᾶ, τότε Ἐπιτηρητὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, στὴν Πολωνία γιὰ ἐκκλησιαστικὴ ὑπηρεσία. Παράλληλα εἶχε τὴν ἐντολὴ νὰ περάσει ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ τὴ Χίο γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν προπαγάνδα τῶν Ἰησουϊτῶν. Ἀπὸ τὴν Πολωνία μετέβη στὶς Παραδουνάβιες χῶρες (1601) γιὰ νὰ στηρίξει καὶ ἐκεῖ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐνῶ βρισκόταν στὸ Ἰάσιο ἔλαβε ἐπιστολὴ τοῦ Μελετίου, ποὺ τὸν καλοῦσε νὰ ἐπανέλθει στὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ νὰ τοῦ ἀφήσει τὶς τελευταῖες ὑποθῆκες καὶ νὰ τοῦ παραδώσει τὸν Θρόνο.
 
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Μελετίου (13-9-1601) ὁ Κύριλλος ἐξελέγη Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας σὲ ἡλικία 29 ἐτῶν. Ἀμέσως συγκάλεσε τοπικὴ Σύνοδο στὸ Κάϊρο καὶ καταδίκασε τοὺς Λατίνους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προσεταιριστεῖ τοὺς Κόπτες μὲ σκοπὸ νὰ καταστρέψουν τὸ Ὀρθόδοξο Πατριαρχεῖο. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1605 ἔφτασε στὴν Κύπρο, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τῶν Χριστιανῶν, γιὰ νὰ βοηθήσει τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία ποὺ σπαρασσόταν ἀπὸ ἐσωτερικὲς ἔριδες καὶ μάχες καὶ κατόρθωσε νὰ εἰρηνεύσει τὰ πράγματα. Τὸ 1608 μετέβη στὰ Ἱεροσόλυμα, γιά τὴ χειροτονία τοῦ Ἱεροσολύμων Θεοφάνους, καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ στὴ Δαμασκό. Ἐπανῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου. Προχώρησε στὴ συντήρηση τῶν Πατριαρχικῶν κτηρίων καὶ Ναῶν καὶ οἰκοδόμησε νέους, ἐνῶ παράλληλα φρόντισε νὰ ἀπαλλάξει τὸ Πατριαρχεῖο ἀπὸ τὰ χρέη του.
 
Τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1612, ἐνῶ βρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐξελέγη «Ἐπιτηρητής» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἀλλὰ παραιτήθηκε, ἐπειδὴ κάποιοι Ἀρχιερεῖς φατρίασαν ἐναντίον του προκαλώντας μεγάλη σύγχυση στὴν Ἐκκλησία. Ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ τὴ Βλαχία, ὅπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια διδάσκοντας τὸν λαὸ καὶ ἀγωνιζόμενος κατὰ τῆς Οὐνίας. Πρὶν τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴ Βλαχία ἐξέδωκε ἐγκύκλιο (Τόμο) πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, μὲ τὴν ὁποία καταδικάζει τὴ διδασκαλία τῶν Λατίνων, ἐλέγχει τοὺς λατινόφρονες Ἕλληνες τροφίμους τῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τῆς Ρώμης καὶ συνιστᾶ τὴν ἀπαρασάλευτη ἐμμονὴ στὴν Ὀρθόδοξη πίστη ὡς τὸν μοναδικὸ τρόπο ἄμυνας κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς εὐσεβείας. 
 
Γιά νὰ διαφωτίσει τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα συνέγραψε σὲ ἁπλῆ γλῶσσα δύο πραγματεῖες, μία κατὰ τῆς Ἀρχῆς, δηλαδή κατὰ τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα Ρώμης, καὶ μία ἄλλη σὲ μορφὴ διαλόγου μεταξὺ Φιλαλήθους καὶ Ζηλωτοῦ, μὲ τὴν ὁποία ἐξέθεσε τὶς σατανικὲς μεθόδους ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἰησουΐτες γιὰ νὰ προσηλυτίσουν τοὺς Ὀρθοδόξους. 
 
Φεύγοντας ἀπὸ τὴ Βλαχία ἐπισκέφτηκε πάλι τὸ Ἅγιο Ὄρος, καὶ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1615 ἐπέστρεψε στὴν Αἴγυπτο, ὅπου παρέμεινε, μέχρι τὴν ἐκλογή του στὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο, ἀσχολούμενος μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὴν κατήχηση τοῦ λαοῦ, ἀφοῦ στὸ μεταξύ, χάρη στὶς ἄοκνες προσπάθειές του, εἶχαν ἐκλείψει τὰ μεγάλα προβλήματα ποὺ ταλαιπωροῦσαν τὸν Ἀλεξανδρινὸ Θρόνο.
 
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχου Τιμοθέου τοῦ Β΄ ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινοπόλεως τὸν ἐξέλεξε Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη (4-11-1620), ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ δυόμιση χρόνια ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θρόνο (Ἀπρίλιο 1623), κατηγορούμενος ὅτι προετοίμαζε ἐπανάσταση τῶν ἑλληνικῶν νησιῶν, καὶ σιδηροδέσμιος ἐξορίστηκε στὴ Ρόδο. Ὁ νέος Πατριάρχης Ἄνθιμος ἔστειλε ἐκεῖ Ἀρχιερεῖς μὲ σκοπὸ νὰ τὸν πείσουν νὰ ὑποβάλει κανονικὴ παραίτηση. Ἐκεῖνος ὅμως ἀπέρριψε τὴν πρόταση καί, μὲ διαταγὴ τοῦ Μεγάλου Βεζύρη, ἐπέστρεψε στὴ Βασιλεύουσα (Σεπτέμβριος 1623), ὅπου ἔγινε θριαμβευτικὰ δεκτὸς ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς. Πολλοὶ κατέφθαναν στὸν Γαλατᾶ, ὅπου διέμενε, γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του, ἐνῶ οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ πρόκριτοι καὶ ὁ λαὸς ζητοῦσαν ἐπίμονα τὴν ἐπάνοδό του στὸν Θρόνο. Ὁ Πατριάρχης Ἄνθιμος ἀναγκάστηκε νὰ παραιτηθεῖ καὶ στὸν Θρόνο ἐπανῆλθε ὁ Κύριλλος (2-10-1623). Ἡ ἀποκατάστασή του ἔγινε ἀφορμὴ γενικῆς χαρᾶς τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι στὸ πρόσωπό του ἔβλεπαν τὸν γνήσιο καὶ ἀληθινό ποιμένα καὶ Πατριάρχη τους.
 
Οἱ πολέμιοι τοῦ Πατριάρχου βρῆκαν πειθήνιο ὄργανό τους τὸν Βεροίας Κύριλλο Κονταρῆ, ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε στὴν Πόλη (1632) καὶ ἄρχισε νὰ συκοφαντεῖ τὸν Πατριάρχη, διαδίδοντας στοὺς κυβερνητικοὺς κύκλους ὅτι βρισκόταν σὲ μυστικὴ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἐχθροὺς τῆς Ὑψηλῆς Πύλης καὶ ὅτι συνομωτοῦσε ἐναντίον της. Οἱ συκοφαντίες ἔγιναν ἀποδεκτές, ὁ Πατριάρχης ἀπομακρύνθηκε ἀλλά, λόγῳ τῆς γενικῆς ἀγανακτήσεως, μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ ἡμέρες ἐπανῆλθε στὸν Θρόνο. Παρὰ ταῦτα οἱ πολέμιοί του δὲν ἔπαυσαν οὔτε στιγμὴ νὰ ἐργάζονται γιὰ τὴν ἀπομάκρυνσή του. Καταβάλλοντας μεγάλα χρηματικὰ ποσὰ στοὺς τούρκους κατόρθωσαν νὰ τὸν ἐξορίσουν στὴν Τένεδο (7-5-1634)  καὶ νὰ άνεβάσουν στὸν Θρόνο τὸν Θεσσαλονίκης Ἀθανάσιο Πατελλάρο. Ἡ παρανομία ὅμως δὲν εἶχε μεγάλη διάρκεια γιατὶ μετὰ ἕνα μῆνα ἀπομακρύνθηκε ὁ Ἀθανάσιος καὶ ὁ Κύριλλος ἐπανῆλθε θριαμβευτικὰ στὸν Θρόνο.
 
Οἱ συνεχεῖς ἀποτυχίες νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὁ Πατριάρχης Κύριλλος καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ ἄλλος τῆς ἀρεσκείας τους δὲν ἀπογοήτευσαν τοὺς ἐχθρούς του, ἀντίθετα τοὺς ἔκαναν σκληρότερους στὴν πολεμική τους καὶ ἐφευρετικότερους στὶς μεθοδεύσεις τους. Πάλι, (Μάρτιος 1635), οἱ Ἰησουῗτες κινήθηκαν ἐναντίον του καὶ δίνοντας ἄφθονα χρήματα κατόρθωσαν νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἀπομάκρυνσή του καὶ τὴν ἄνοδο στὸ Θρόνο τοῦ Κονταρῆ, ὁ ὁποῖος συνέλαβε καὶ περιόρισε τὸν γέροντα πλέον Πατριάρχη.
 
Σύμφωνα μὲ ἔγγραφο τοῦ Αὐστριακοῦ Πρεσβευτὴ Schmidt ὁ Κονταρῆς καὶ ἡ συμμορία του σκεφτόταν νὰ τυφλώσουν ἢ νὰ δηλητηριάσουν τὸν Κύριλλο. Ὁ Schmidt σκέφτηκε νὰ τὸν κρατήσει φυλακισμένο στὴν αὐστριακὴ πρεσβεία ἀλλὰ φοβήθηκε μήπως οἱ φωνὲς του τραβήξουν τὴν προσοχὴ τῶν Ἑλλήνων γειτόνων. Μέ πρόταση τοῦ πρεσβευτὴ ἀποφασίστηκε νὰ ἀκολουθήσουν τὶς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς ρωμαϊκῆς Προπαγάνδας γιὰ τὸν Πατριάρχη καὶ νὰ ναυλωθεῖ πλοῖο μὲ ἔμπιστο πλήρωμα στὸ ὁποῖο θὰ ἐπιβιβαζόταν γιὰ νὰ μεταφερθεῖ δῆθεν ἐξόριστος στὴ Ρόδο. Ὁ πλοίαρχος εἶχε ἐντολὴ νὰ προσεγγίσει τὸ πρῶτο πειρατικὸ πλοῖο ποὺ θὰ συναντοῦσε, καὶ ἐπὶ τῇ βάσει ἐγγράφων τῆς αὐστριακῆς πρεσβείας θὰ παρέδιδε τὸν Κύριλλο γιὰ νὰ μεταφερθεῖ στὴ Μάλτα. Στὴν Κωνσταντινούπολη θὰ κυκλοφοροῦσε ἡ φήμη ὅτι Μελιταῖοι αἰχμαλώτισαν τὸ πλοῖο, στὸ ὁποῖο ἐπέβαινε ὁ Πατριάρχης, καὶ ὅτι τὸν μετέφεραν στὸ νησί τους. 
 
Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς διαπραγματεύσεις καὶ ἀναβολὲς βρέθηκε τὸ πλοῖο καὶ τὸ πλήρωμα καὶ δόθηκαν τὰ ἔγγραφα τῆς αὐστριακῆς Πρεσβείας στὸν Μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος θὰ συνόδευε τὸν αἰχμάλωτο Πατριάρχη• ἀλλὰ ἡ ὁλλανδικὴ Πρεσβεία κατόρθωσε μὲ κατάσκοπο νὰ μάθει τὰ τεκταινόμενα. Τὸ πλήρωμα ἐξαγοράστηκε καὶ ὁδήγησε τὸ πλοῖο στὴ Χίο, ὅπου βρισκόταν ὁ διοικητὴς τῆς Ρόδου Μπεκὴρ Πασᾶς, φίλος τοῦ Πατριάρχου, ὁ ὁποῖος τὸν πῆρε ὑπὸ τὴν προστασία του στὴ Ρόδο, ὅπου καὶ παρέμεινε μέχρι τὰ μέσα τοῦ 1636, ὁπότε καὶ ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐπανῆλθε στὸν Θρόνο τὸν Μάρτιο τοῦ 1637. Βρισκόταν ἤδη σὲ προχωρημένη ἡλικία καὶ μποροῦσαν οἱ πολέμιοί του νὰ περιμένουν τὸν φυσικὸ θάνατό του γιὰ νὰ ἐφαρμόσουν τὰ σχέδιά τους. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸς ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀγωνίζεται ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ Ἰησουῗτες πείστηκαν ὅτι ἦταν ἀκατάβλητος «ὁ μέγας γέρων» καὶ γι̉  αὐτὸ ἀποφασίστηκε νὰ ἐπιδιωχθεῖ μὲ κάθε μέσο ὁ θάνατός του.
 
Νέες ἐνέργειες τῶν ἐχθρῶν του ἀπέδωσαν τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ προσδοκοῦσαν. Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1638 ὁ Schmidt ποὺ βρισκόταν σὲ διαρκῆ συνενόηση μὲ τὴν Προπαγάνδα κατόρθωσε νὰ ἀπομακρύνει τὸν Κύριλλο ἀπὸ τὸν Θρόνο προβάλλοντας τὴν κατηγορία στὶς τουρκικὲς ἀρχὲς ὅτι προετοιμάζει ἐπίθεση τῶν Ρώσων κατὰ τῆς Κωνστινουπόλεως καὶ ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Σουλτάνος Μουρὰτ ποὺ βρισκόταν στὴν ἐκστρατεία κατὰ τῆς Βαγδάτης ἀποδέχθηκε τὶς κατηγορίες καὶ μὲ τὴν εἰσήγηση τοῦ Μεγάλου Βεζύρη Μπαϊρὰμ πασᾶ διέταξε νὰ τὸν θανατώσουν. 
 
Ὁ Κύριλλος συνελήφθη ἀπὸ ἀπόσπασμα τσαούσηδων (χωροφυλάκων) στίς 22 Ιουνίου καὶ φυλακίστηκε στὸ φρούριο Ρούμελη Χισσάρ, ὅπου στίς 27 Ἰουνίου 1638 ἔφτασαν 15 Γενίτσαροι καὶ ἄλλοι ἀνώτεροι κρατικοὶ ὑπάλληλοι. Τὸν παρέλαβαν καί, ἐπιβιβάζοντάς τον σὲ ἕνα πλοιάριο, τὸν μετέφεραν στὴν παραλία τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ὅπου τὸν θανάτωσαν μὲ στραγγαλισμό. Ὁ λαὸς πληροφορήθηκε τὴν ἑπομένη ἡμέρα τὸν θάνατό του καὶ ἐξεγέρθηκε ἐναντίον τοῦ Κονταρῆ, ὁ ὁποῖος ὅμως προσποιήθηκε ὅτι δὲν εἶχε γνώση τῶν πραγμάτων. Τὸ σῶμά του τάφηκε πρόχειρα στὴν ἄμμο τοῦ αἰγιαλοῦ ἀλλὰ μετὰ τρεῖς μέρες ἄνθρωποι τοῦ Κονταρῆ τὸ ξέθαψαν καὶ τὸ πέταξαν στὴ θάλασσα γιὰ νὰ μὴ βρεθεῖ ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς. Βρέθηκε ὅμως ἀπὸ κάποιους ἁλιεῖς, ἤ σύμφωνα μὲ ἄλλους, ἀπὸ Χριστιανοὺς ποὺ τὸ ἀναζήτησαν, μεταφέρθηκε κρυφὰ καὶ ἐνταφιάστηκε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, στὴν ὁμώνυμη νησίδα τοῦ κόλπου τῆς Νικομηδείας.
 
Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, τὸ 1641, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Παρθένιος ὁ Α΄ ὁ Γέρων (1639-1644) μερίμνησε γιὰ τὴν ἀνακομιδὴ καὶ μεταφορὰ τῶν λειψάνων του στὸ Πατριαρχεῖο καί, ἀφοῦ «ἔψαλλεν αὐτά», ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μεταφερθοῦν στὴ Μονὴ Καμαριωτίσσης τῆς Χάλκης καὶ νὰ τοποθετηθοῦν στὸ ἱερὸ Βῆμα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς, κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα. Ἀπὸ ἐκεῖ μετακομίστηκαν στὸ Πατριαρχικὸ Σκευοφυλάκιο καὶ τὸ 1975 ἀποδόθηκαν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀγκαράθου, ὅπου φυλάσσονται σήμερα.
 
Ὁ Ἱερομάρτυς Πατριάρχης Κύριλλος ἀμέσως μετὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατό του τιμήθηκε ὡς Ἅγιος καὶ Μάρτυς, ὁ δὲ Ὅσιος Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός συνέταξε καὶ Ἀκολουθία γιὰ νὰ ἑορτάζεται ἡ Μνήμη του. Ἡ ἐπίσημη Ἁγιοκατάταξή του ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας τὴν 6η Ὀκτωβρίου 2009.
 
Ἡ Μνήμη του Ἑορτάζεται στίς 27 Ἰουνίου.
 
 

Ι. Μ Λέρου
+ ΤΟΠΙΚΟ ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ – Ιερά Μητρόπολη Λέρου Καλύμνου και Αστυπάλαιας
16-20 λεπτά
________________________________________
Τοπικοί Αγιοι:
Οσιος Ανθιμος εν Αστυπαλαία (+1782).
Μοναζόντων το κλέος μετανοίας διδάσκαλε
θαυματουργιών επιδείξει πάντας κατηύγασας
ανέλαμψας ως ήλιος ημίν
διώκων των παθών τας προσβολάς
δια τούτο Άνθιμε Όσιε
την θήκην των σων λειψάνων ασπαζόμεθα
Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ
Δόξα τω σε θαυμαστώσαντι
Δόξα τω δωρησαμένω σε ημίν σκέπην και καύχημα
Ο Οσιος Ανθιμος γεννήθηκε στη Κεφαλλονιά από γονείς ευσεβείς. Ο καιρός της γεννήσεώς του μας είναι άγνωστος, μόλις επτά ετών τυφλώθηκε και από τα δύο μάτια.
Συνήθιζε όμως και τυφλός να πηγαίνει συνεχώς στο σχολείο και να ακούει τα μαθήματα. Ενήλικος πια άφησε την οικογένειά του και μετέβει στο Αγ. Ορος, κοντά σε ένα φωτισμένο γέροντα. Μετά την κοίμηση του γέροντά του, ο Όσιος πήγε στη Χίο, όπου έμεινε ένα έτος μέσα στο ναό της Οσίας Ματρώνας, διδάσκοντας το λόγο του ευαγγελίου.
Μετά την αναχώρησή του από τη Χίο, έφθασε στη Σίφνο όπου τιμήθηκε πολύ για τις αρετές του, κατόπιν πήγε στην Πάρο, Νάξο, Ίο και Σίκινο, όπου με τη συνδρομή των κατοίκων έκτισε Μοναστήρι επ’ ονόματι της Ζωοδόχου Πηγής. Κατά την επιστροφή του από τα Ιεροσόλυμα όπου μετέβει για να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο, σταμάτησε στο Καστελλόριζο όπου αποφάσισε να χτίσει δεύτερο μοναστήρι επ’ ονόματι του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, οι εργασίες όμως σταμάτησαν λόγω έλλειψης χρημάτων, συνεχίσθηκαν όμως λίγο αργότερα με τη συνδρομή των κατοίκων του νησιού μετά το θαύμα του Οσίου την περίοδο της ανομβρίας όπου μετά από ένθερμη προσευχή του άρχισε να βρέχει.
Μετά το Καστελλόριζο μετέβει για δεύτερη φορά στα Ιεροσόλυμα και κατόπιν στη Αστυπάλαια όπου έχτισε Τρίτη Μονή επ’ ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου, θαυματουργικώς δε έλαβε μετά τη μετάβασή του στο Άγιο Όρος, αχειροποίητη εικόνα, της Παναγίας Πορταίτισσας της Μονής Ιβήρων, την οποία έφερε στη Μονή της Αστυπάλαιας. Ο Όσιος αποφάσισε να μείνει μόνιμα στην Αστυπάλαια, όμως διάφοροι πειρασμοί τον ανάγκασαν με δυσαρέσκεια να εγκαταλείψει το νησί, στην προσπάθειά του δε να πάρει μαζί του και την εικόνα της Παναγίας διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να την μετακινήσει από τη θέση της, έτσι την άφησε πολύτιμη κληρονομιά στην Αστυπάλαια και τους κατοίκους της.
Μετά την Αστυπάλαια ο Όσιος πήγε στα Σφακιά της Κρήτης όπου κύρηξε το λόγο του Θεού και με τις νουθεσίες του ειρήνευσαν οι κάτοικοι της περιοχής οι οποίοι είχαν έριδες και φθόνους μεταξύ τους. Εκεί ο Όσιος με τη χάρη του Θεού έκανε πλήθος θαυμάτων.
Γρήγορα όμως ο Όσιος εγκατέλειψε και την περιοχή της Κρήτης και αφού περιόδευσε σε πολλά νησιά του Αιγαίου έφθασε στα Κύθηρα όπου έχτισε νέο μοναστήρι επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου.
Η ώρα της επιστροφής στη γενέτειρα έφθασε και ο Όσιος επέστρεψε στην Κεφαλλονιά όπου αξιώθηκε να του αποκαλυφθούν τα περί της τελευτής του.
Προσευχόμενος δε στο Θεό παρέδωσε τη μακαρία του ψυχή την 4η Σεπτεμβρίου του 1782. Την ανακομιδή των ιερών του λειψάνων έκανε ο ιερέας Ιωάννης, εξ’αυτών το οστό του πήχεως της Δεξιάς του Οσίου βρίσκεται ευωδιάζον στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου Πορταίτισσας στην Αστυπάλαια.
Οσιος Σάββας εν Καλύμνω (1862-1948).
Ο Άγιος Σάββας ο νέος ο εν Καλύμνω
Γόνος γέγονας Γάνου και χώρας
Μέγα καύχημα νήσου Καλύμνου
παμμακάριστε Σάββα, πατήρ ημών
και γαρ οδόν διελθών της ασκήσεως
του ακροτάτου τέλους επέτυχες.
Διό πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ
σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Ο ΟΣΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΕΝ ΚΑΛΥΜΝΩ ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΜΟΡΦΩΣΗ – ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
Ο θεόφρων πατήρ ημων Σάββας ο νέος ο εν Καλύμνω, γεννήθηκε το έτος 1862 στην Ηρακλείτσα (αναφέρεται και η Γάνου Χώρα της περιφέρειας Αβδίμ) της Ανατολικής Θράκης, από πτωχούς γονείς, τον Κωνσταντίνο, που ασκούσε το επάγγελμα του μικροπωλητού και τη Σμαραγδή. Ήταν μοναχοπαίδι και κατά το βάπτισμα έλαβε το όνομα Βασίλειος. Από μικράς ηλικίας ήταν πιστός και ευσεβής, αλλά και ένθερμος εραστής της αγγελικής μοναχικής ζωής. Αφού τελείωσε τα εγκύκλια μαθήματα και φύλαξε τον εαυτό του καθαρό από κάθε μολυσμό, δεν συνέχισε τις σπουδές του στο γυμνάσιο, είτε διότι δεν είχε τη δύναμη ο πατέρας του, είτε διότι ο ίδιος ο Βασίλειος δεν είχε διάθεση περαιτέρω μορφώσεως. Κατόπιν τούτου, οι γονείς του του άνοιξαν ένα μικρό κατάστημα. Ο Βασίλειος, άγοντας το 12ο έτος της ηλικίας του, διαπίστωνε καθημερινά, ότι το επάγγελμα που ασκούσε δεν ήταν στη φύση του. Έπρεπε, λοιπόν, να κόψει το δεσμό που του δημιουργούσε αυτό με τον υλικό κόσμο και να προχωρήσει στο πέλαγος της χάριτος του Θεού. Ήθελε να ζήσει για τον Χριστό και μόνο. Η μητέρα του, μόλις πληροφορήθηκε τους πόθους του τον εβεβαίωσε ότι «αν το κάνεις αυτό θ΄ αποθάνω».
ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙ ΤΑ ΕΓΚΟΣΜΙΑ
Στην απαλή ηλικία των 12 ετών αντιμετωπίζει τον μέγα τούτο προβληματισμό. Η έλξη του Θεού είναι ισχυρότατη, όπως και η κλίση του. Το «φύγε και σώζου» κυριάρχησε και έτσι, μία ημέρα ιστορική, αλλά και λαμπρή, έβαλε το κλειδί του καταστήματος κάτω από μία πέτρα και κατέβηκε στο λιμάνι για να πραγματοποιήσει την απόφασή του. Ως ελάφι, τώρα, κατευθύνεται προς το ευωδες περιβόλι της Παναγίας, το Άγιον Όρος. Εκεί, εγκαταβιώνει στη Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου και απολαμβάνει τους πρώτους καρπούς των ιερών πόθων του. (Κατ΄άλλη γνώμη, που στηρίζεται σε διηγήσεις, πρώτα πήγε στα Ιεροσόλυμα). Στη Σκήτη αυτή δέχθηκε το βάρος της μοναστικής δοκιμασίας επί 12 έτη (κατ΄άλλους επί 6 έτη) και ασκήθηκε στο έργο της αγιογραφίας και της βυζαντινής μουσικής.
ΜΕΤΑΒΑΙΝΕΙ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ
Μετά από προσευχή παίρνει την απόφαση να πάει στα Ιεροσόλυμα. Διέρχεται από την γενέτειρά του, επισκεπτόμενος δε τους γονείς του, αναγνωρίζεται από κάποιο σημάδι του μετώπου του. Ο πειρασμός θερμαίνεται και πάλι. Πάλι εμπόδια από τη μητέρα του. Φεύγει ο ακτήμων με τη βοήθεια πλουσίου ανδρογύνου, που πηγαίνει στους Αγίους Τόπους. Ως χρόνος αφίξεώς του στα Ιεροσόλυμα αναφέρεται το έτος 1887, σε έγγραφο του Αρχιγραμματέως του ομωνύμου Πατριαρχείου. Αφού προσκύνησε με δέος και ευλάβεια τους Αγίους Τόπους, εισέρχεται στην ιστορική Μονή του Χοτζεβά και γίνεται αδελφός αυτής.
ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΙ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
Μετά τριετή ενάρετο και οσιακό βίο στη Μονή αυτή κείρεται το έτος 1890 Μοναχός. Οπλισμένος με την αγιαστική χάρη και θωρακισμένος με την αήττητη πανοπλία του αγγελικού σχήματος, το 1894 αποστέλλεται από τον Καθηγούμενο της Μονής στο Άγιον Όρος για να ασκηθεί στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, υπό την καθοδήγηση του αειμνήστου Αρχιμανδρίτου Ανθίμου, εις την αγιογραφία, προφανώς να ειδικευθεί στην τέχνη. Επανέρχεται μετά 3ετίαν στην Ι. Μ. Χοτζεβά και το 1902 προχειρίζεται σε διάκονο και το επόμενο έτος σε πρεσβύτερο. Διατελεί επί ένα έτος (1906) εφημέριος της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, όπου γνωρίζεται με τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τον μετέπειτα καθηγητή του Πανεπιστημίου και Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αποφαινόμενος περί του Αγίου Σάββα, πριν ακόμα κοιμηθεί και αναγνωρισθεί η αγιότητά του, έλεγε στον Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό: «Να ξέρεις, Γεράσιμε, ότι ο πατήρ Σάββας είναι άγιος άνθρωπος». Το 1907 επανέρχεται στην Ιερά Μονή Χοτζεβά και ασχολείται, παράλληλα προς την έντονη πνευματική ενάσκησή του, με το ευλογημένο εργόχειρο της αγιογραφίας.
ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Το 1916, ύστερα από 26 χρόνια περίπου παραμονής στους Αγίους Τόπους επέστρεψε στην Ελλάδα. Έτσι σφραγίζει μια ωραία ασκητική ζωή, πλήρη πνευματικής καρποφορίας. Έφυγε από την έρημο του Ιορδάνου, όπου ζούσε «ως υψιπέτης αετός», τρεφόμενος ως πτηνό με μια κουταλιά βρεγμένο σιτάρι την ημέρα και νερό από τον ποταμό, διότι οι Άραβες πολεμούσαν τον ευλογημένο ερημικό βίο. Ευρισκόμενος στην Ελλάδα αναζητεί νέα γη ασκήσεως. Κατά το έτος της επιστροφής του, φαίνεται ότι μετέβη στη νήσο Πάτμο. Αφού παραμένει εκεί επί 2 έτη, πηγαίνει στο Άγιον Όρος, απ΄όπου κατέρχεται στην Αθήνα για να αγοράσει υλικά αγιογραφίας. Κατά το διάστημα αυτό και μέχρι μεταβάσεώς του στην Αίγινα φαίνεται ότι μετέβη στο ξερονήσι Παραμπόλα και στην Ύδρα.
ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ ΣΤΗ ΑΙΓΙΝΑ
Στην Αθήνα συναντά υποτακτικό του Αγίου Νεκταρίου, ο οποίος τον πληροφορεί ότι τον αναζητεί. Απ΄αυτό συνάγεται ότι οι δύο Άγιοι είχαν προηγούμενη γνωριμία. Από την Αθήνα, λοιπόν, πηγαίνει στην Αίγινα, όπου διακονεί τον Άγιο Νεκτάριο μέχρι την κοίμησή του. Η μετά του Αγίου Νεκταρίου συγκαταβίωσή του συνέβαλε πολύ στην περαιτέρω πνευματική πρόοδο του Οσίου. Εγνώρισε την αυστηρά άσκηση του Αγίου Νεκταρίου, τους πολέμους των μικρών ανθρώπων, αλλά και την αναμφισβήτητη αρετή του, την παροιμιώδη ταπείνωση και απλότητά του. Είδε τη θεία κοίμησή του, η οποία εβεβαίωσε την ευαρέσκεια προς αυτόν του Παναγάθου Θεού με τα έκδηλα σημεία του Αγίου Μύρου και της ευωδίας, αλλά κυρίως της θαυματουργικής χάριτος. Εις την Αίγινα παραμένει μέχρι το έτος 1926. Αναχωρεί για την Αθήνα, διότι στη Μονή προσέρχεται πολύς κόσμος και ο θόρυβος τον κουράζει. Στην Αθήνα συναντά τον Γεράσιμο Ζερβό, ο οποίος τον φιλοξενει στο σπίτι του και τον πείθει τελικά να μεταβεί στην Κάλυμνο.
ΜΕΤΑΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΜΝΟ
Το ίδιο έτος (1926) φθάνει στην Κάλυμνο, όπου μετά από κάποια έρευνα-περιπλάνηση εγκαταβιώνει οριστικά στην Ιερά Μονή Αγίων Πάντων. Σ΄αυτή τη Μονή, της οποίας τυγχάνει κτήτορας, ειχε ασκητεύσει και ο ενάρετος και διορατικός Ιερομόναχος π. Ιερόθεος Κουρούνης. Ο θεσπέσιος αυτός λειτουργός του Υψίστου, προ της κοιμήσεώς του, παρηγορώντας τις λυπημένες αδελφές είπεν: «μετ΄ολίγον θα έλθη εδώ ανώτερός μου». Και πράγματι επαληθεύθηκαν τα λόγια του. Ο π. Σάββας, ευθύς μετά την εγκατάστασή του στην Ιερά Μονή των Αγίων Πάντων, κτίζει με τη βοήθεια του Γεράσιμου Ζερβού τα επάνω κελλιά και αρχίζει μία έντονη πνευματική ζωή. Αγιογραφεί, τελεί τα Θεία Μυστήρια και τις Ιερές Ακολουθίες, εξομολογεί, διδάσκει με το στόμα και το παράδειγμά του και βοηθεί χήρες, ορφανά και φτωχούς. Ζει με ταπείνωση, άσκηση και προσφορά, ώστε το αγγελικό παράδειγμά του να ενθυμούνται με δάκρυα και συγκίνηση όσοι τον εγνώρισαν. Πάντοτε δε θα επικαλούνται με πίστη τη χάρη του στις ποικίλες δοκιμασίες της ζωής τους. Πρόθυμος όταν ζούσε, προθυμότατος μετά την κοίμησή του.
ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Ηταν επιεικής και εύσπλαχνος στις αμαρτίες των άλλων, δεν ανεχόταν τη βλασφημία και την κατάκριση. Αυτά τα δύο πολύ τον ετάρασσαν. Η σκληρά άσκησή του του χάρισε την ευωδία του σώματός του, αλλά και την ασθένεια. Το πέρασμά του ηταν ευώδες. Αυτή η ευωδία θα εξέλθει και από το μνήμα του κατά την εκταφή του. Όπως σ΄όλους τους ανθρώπους του Θεού, έτσι και από τον π. Σάββα δεν έλλειψε «ο σκόλοψ τη σαρκί». Υπέφερε από προστάτη και σοβαρά κοιλιακή πάθηση. Για τον προστάτη έκανε εγχείρηση και θεραπεύτηκε. Όταν του έλεγαν να πάει στην Αθήνα να θεραπευθεί και για το κοιλιακό νόσημα, απαντούσε: «Αυτό, παιδί μου, θα μας σώση, τίποτε άλλο δεν κάναμε. Αυτό είναι το καλό που θα μας πάει στον Παράδεισο. Ο Θεός είναι μεγάλος». Ο π. Σάββας αγαπούσε όλους τους ανθρώπους και κατέβαλλε προσπάθεια για τη μετάνοιά τους και επιστροφή τους στον Χριστό. Η αγάπη του ηταν ειλικρινής και πηγαία. Ηταν δε αφιλοχρήματος. Ουδέποτε κρατούσε χρήματα. Από την αγιογραφία και τα μυστήρια ό,τι ελάμβανε τα έδινε στους πτωχούς, στις χήρες και τα ορφανά. Η ζωή του ήταν μία συνεχής κατάσταση αγίας υπακοής. Ενδεικτικό αυτού είναι και η υπακοή του να δεχθεί κατά την περίοδο σοβαράς ασθενείας, ο ακρότατος αυτός ασκητής (στο Άγιον Όρος κατ΄εντολή του γέροντά του) τον 15αύγουστο κρέας πετεινού. Ο μακάριος, για κάθε πνευματικό πρόβλημα ελάμβανε άνωθεν την πληροφορία και έτσι βάδιζε επί του ασφαλούς. Είχε πολλούς πειρασμούς και χάλασε πολλές παγίδες του διαβόλου. Κάποτε, και συγκεκριμένα μία Καθαρά Δευτέρα, για να μη τελέσει τις ακολουθίες του, τον έκλεισε επί τρεις ημέρες στο κελλί του. Ήταν χαριτωμένος και ευλογημένος από τον Κύριο. Πράος, ανεξίκακος, άδολος, υπάκουος και πονετικός.
ΤΟ ΟΣΙΑΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ
Εδόξασε τον άγγελο στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Ήταν άγγελος και άνθρωπος και αντιστρόφως. Κατά τον τρόπο αυτό εκπλήρωσε τις ημέρες της επί γης πορείας του μέχρι της 7ης Απριλίου 1948, ότε παρέδωκε την αγία του ψυχή στον Κύριο. Περί το τέλος της ζωής του ευρίσκεται σε άκρα περισυλλογή και ιερά κατάνυξη. Επί τρεις ημέρες δεν εδέχθη ουδένα. Ευρίσκετο πλέον στο στάδιο της ιεράς μεταστάσεώς του. Έδωκε τις τελευταίες συμβουλές και εζήτησε την εν Χριστώ αγάπη και υπακοή. Όταν ο επιθανάτιος ρόγχος τον κατέλαβε και επί μακρόν συνεχίζετο, ξαφνικά λαμβάνει δυνάμεις, ενώνει τα μικρά ευλογημένα χέρια του και χειροκροτεί επανειλημμένα, ενώ από τα χείλη του εξέρχονται οι τελευταίες ιερές φράσεις: «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος». Ήταν η βεβαίωση της θείας μεταφυσικής πορείας του. Ήταν το κύκνειο άσμα της θεοφιλούς ζωής του. Την ώρα εκείνη ολίγες μόνον μοναχές περιέβαλαν μία αγία μορφή, έναν θαυμάσιο αγωνιστή της πίστεως και της ευσεβείας, έναν οικιστή του Παραδείσου. Ο ουρανός εγνώρισε τη μετάστασή του και επανηγύριζε. Έτσι, η γη εχάρισε στον ουρανό τον άγιο αυτό βλαστό της και ο ουρανός αποδέχθηκε την ιερά αυτή προσφορά. Είθε και εμείς, μιμούμενοι, κατά το δυνατόν, τις αρετές του Αγίου Σάββα του νέου, του θαυματουργού, αλλά και με τις πρεσβείες του να αξιωθούμε της Ουρανίου Βασιλείας. Αμήν.
Όσιος Ιωνάς ο Λέριος (+1561).
Από το «ΒΡΑΒΕΙΟΝ» της Ιεράς και Βασιλικής Μονής του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, διαπιστώνουμε ότι πολλοί Λέριοι τους πέντε προηγούμενους αιώνες άφησαν τη Λέρο και πήγαν σττη Μονή της Πάτμου δια να μονάσουν. Ενας από αυτούς ήταν και ο μοναχός ΙΩΝΑΣ δια τον οποίον στο «ΒΡΑΒΕΙΟ» αναφέρονται :
«αφξα (1561) Φεβρουαρίου κη (28)
εφονεύθη εις την Λειψόν ο δούλος
του Θεού Ιωνάς μοναχός ο Λέριος »
Ατομικά για τον Οσιομάρτυρα αυτόν της Εκκλησίας δεν έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες. Όσα ακολουθούν προέρχονται από το βιβλίο του Αρχιμ. Νικηφόρου Κουμουνδούρου, εφημερίου των Λειψών «Μακαριστοί γέροντες και πέντε οσιομάρτυρες στη νήσο Λειψώ της Δωδεκανήσου». Οι Άγιες αυτές ψυχές ανεκυρήχθησαν οσιομάρτυρες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εορτάζοντες και οι πέντε μαζί την Α’ Κυριακή μετά τη 10η Ιουλίου.
Ο Οσιομάρτυς Ιωνάς μαζί με άλλους ασκητές-αναχωρητές έφυγαν από το μοναστήρι της Πάτμου και έφθασαν στη νήσο Λειψώ το 1550. Επέλεξαν τον ορμίσκο «Κοίμηση» και αποβιβάσθηκαν. Ζητούσαν να βρούν ένα τόπο που δεν θα τους ενοχλούσε ο κόσμος, που μόνοι θα υμνούσαν και θα συνομιλούσαν με το Θεό. Ετσι διάλεξαν ένα χώρο έρημο και αφιλόξενο για να εγκατασταθούν. Πρώτο τους μέλημα να χτισθεί ο ναός του Ησυχαστηρίου, ψηλά από τη θάλασσα σε δύσβατο σημείο, για το φόβο των πειρατών. Εκεί πάλεψαν με τους βράχους, για να φτιάξουν μονοπάτια, πάλεψαν με τη έλλειψη του νερού και της τροφής. Μα τι κι αν δεν είχαν τίποτα από αυτά; Είχαν και τους αρκούσε, η Χάρις του Θεού. Έφτιαξαν την Εκκλησία επ’ονόματι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και μικρά κελιά για τους ίδιους.
Πότισαν τον άγονο χώρο του ασκηταριού περισσότερο με τον ιδρώτα τους και λιγότερο με το νερό. Σεβάστηκαν τη φύση, λάτρευσαν, εδόξασαν και υμνολόγησαν το Θεό, που επέτρεψε στο διάβολο να πειράζει τους ανθρώπους, αλλά έδωσε και στους ανθρώπους την δύναμη να τον νικούν. Εγιναν «άγγελοι τω βίω» ενώ ήταν «άνθρωποι τη φύσει». Πολλοί από αυτούς θυσιάστηκαν για του Χριστού την πίστη την Αγία και της πατρίδας την ελευθερία.
Όσο ψηλά όμως και αν ήταν το ασκηταριό, το επισκέπτονταν με τις άγριες διαθέσεις τους οι πειρατές. Σε μια επιδρομή εφόνευσαν το μοναχό Ιωνά από τη Λέρο. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1561. Ετσι ο Μοναχός Ιωνάς έγινε νεομάρτυρας της Εκκλησίας μας.
Δεν ήταν ο μόνος. Πρίν από αυτόν το 1558 είχαν φονεύσει το μοναχό Νεόφυτο τον Αμοργινό. Το 1609 ο μοναχός Νεόφυτος ο Φαζός εφονεύθη από τους αγαρινούς με σκεπάρνι. Το 1635 ο Πεκήρ Πασάς από δαρμό εφόνευσε το μοναχό Ιωνά τον Νισύριο και το 1696 ο αναχωρητής μοναχός Παρθένιος εφονεύθη με καμάκι που του τρύπησε το λαιμό. Και οι πέντε αδικοσκοτωμένοι μακαριστοί γέροντες κηδεύτηκαν με δάκρυα από τους συνασκητές τους και τους θρήνησαν οι ευσεβείς Λειψώτες και οι συμπατριώτες τους. Και όλοι μας τους διατηρούμε στη μνήμη μας με ευγνωμοσύνη και σεβασμό θεωρώντας τους καταξιωμένους οσιομάρτυρες. 
• Τόποι προσευχής και περισυλλογής:
• Παναγία του Κάστρου, εν Λέρω.
• Αγίου Παντελεήμονος, εν Καλύμνω.
• Οσίου Σάββα του Νέου, εν Καλύμνω.
• Τοπικαί Εορταί:
• Οσιος Σάββας, εν Καλύμνω ασκήσας (+1948). Ε΄ Κυριακή Νηστειών και 5 Δεκεμβρίου.
• Αγιος Παντελεήμων, εν Καλύμνω, 27 Ἰουλίου.
• Παναγία του Κάστρου, εν Λέρω, 15 καί 23 Αυγούστου.
• Παναγία ἡ Πορταΐτισσα, εν Αστυπαλαία, 15 Αυγούστου.
• Οσιος Ανθιμος ο εν Αστυπαλαία ασκήσας, 3 Σεπτεμβρίου.
• Παναγία Κυραψηλή, εν Καλύμνω, 15 Αυγούστου.
• Παναγία Γαλατιανή, ἐν Καλύμνω, 15 Αυγούστου.
• Παναγία νήσου Τελένδου, 15 Αυγούστου.
• Παναγία νήσου Ψερίμου, 15 Αυγούστου.
• Οσιος Ιωνάς ο Λέριος, 28 Φεβρουαρίου.
• Ιερά Λείψανα:
• Του Οσίου Σάββα, ἐν τη Ιερά Μονή των Αγ. Πάντων Καλύμνου, όπου ανηγέρθη μεγαλοπρεπής Ι. Ναός εις την μνήμην Του καί τεθησαύρισται άφθορο καί μυροβόλο το τίμιόν Του Λείψανον.
• Του Οσίου Ανθίμου, εν Αστυπαλαία.
• Του Αγίου Νεκταρίου, εν Καλύμνω.
• Του Αγίου Νικολάου, εν Καλύμνω.
• Εικόνες περίπυστοι:
• Παναγία του Κάστρου Λέρου.
• Αγίας Ματρώνης Χιοπολίτιδος (Αγία Κιουρά) Λέρου.
• Αγιος Παντελεήμων Καλύμνου.
• Παναγία Κυραψηλή Καλύμνου.
• Παναγία Γαλατιανή Καλύμνου.
• Παναγία ἡ Πορταΐτισσα Αστυπαλαίας.
1. Όσιος Σάββας εν Καλύμνω
2. Άγιος Παντελεήμων εν Καλύμνω
3. Όσιος Άνθιμος ο εν Αστυπάλαια
όξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ
Δόξα τω σε θαυμαστώσαντι
Δόξα τω δωρησαμένω σε ημίν σκέπην και καύχημα
Ο Οσιος Ανθιμος γεννήθηκε στη Κεφαλλονιά από γονείς ευσεβείς. Ο καιρός της γεννήσεώς του μας είναι άγνωστος, μόλις επτά ετών τυφλώθηκε και από τα δύο μάτια.
Συνήθιζε όμως και τυφλός να πηγαίνει συνεχώς στο σχολείο και να ακούει τα μαθήματα. Ενήλικος πια άφησε την οικογένειά του και μετέβει στο Αγ. Ορος, κοντά σε ένα φωτισμένο γέροντα. Μετά την κοίμηση του γέροντά του, ο Όσιος πήγε στη Χίο, όπου έμεινε ένα έτος μέσα στο ναό της Οσίας Ματρώνας, διδάσκοντας το λόγο του ευαγγελίου.
Μετά την αναχώρησή του από τη Χίο, έφθασε στη Σίφνο όπου τιμήθηκε πολύ για τις αρετές του, κατόπιν πήγε στην Πάρο, Νάξο, Ίο και Σίκινο, όπου με τη συνδρομή των κατοίκων έκτισε Μοναστήρι επ’ ονόματι της Ζωοδόχου Πηγής. Κατά την επιστροφή του από τα Ιεροσόλυμα όπου μετέβει για να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο, σταμάτησε στο Καστελλόριζο όπου αποφάσισε να χτίσει δεύτερο μοναστήρι επ’ ονόματι του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, οι εργασίες όμως σταμάτησαν λόγω έλλειψης χρημάτων, συνεχίσθηκαν όμως λίγο αργότερα με τη συνδρομή των κατοίκων του νησιού μετά το θαύμα του Οσίου την περίοδο της ανομβρίας όπου μετά από ένθερμη προσευχή του άρχισε να βρέχει.
Μετά το Καστελλόριζο μετέβει για δεύτερη φορά στα Ιεροσόλυμα και κατόπιν στη Αστυπάλαια όπου έχτισε Τρίτη Μονή επ’ ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου, θαυματουργικώς δε έλαβε μετά τη μετάβασή του στο Άγιο Όρος, αχειροποίητη εικόνα, της Παναγίας Πορταίτισσας της Μονής Ιβήρων, την οποία έφερε στη Μονή της Αστυπάλαιας. Ο Όσιος αποφάσισε να μείνει μόνιμα στην Αστυπάλαια, όμως διάφοροι πειρασμοί τον ανάγκασαν με δυσαρέσκεια να εγκαταλείψει το νησί, στην προσπάθειά του δε να πάρει μαζί του και την εικόνα της Παναγίας διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να την μετακινήσει από τη θέση της, έτσι την άφησε πολύτιμη κληρονομιά στην Αστυπάλαια και τους κατοίκους της.
Μετά την Αστυπάλαια ο Όσιος πήγε στα Σφακιά της Κρήτης όπου κύρηξε το λόγο του Θεού και με τις νουθεσίες του ειρήνευσαν οι κάτοικοι της περιοχής οι οποίοι είχαν έριδες και φθόνους μεταξύ τους. Εκεί ο Όσιος με τη χάρη του Θεού έκανε πλήθος θαυμάτων.
Γρήγορα όμως ο Όσιος εγκατέλειψε και την περιοχή της Κρήτης και αφού περιόδευσε σε πολλά νησιά του Αιγαίου έφθασε στα Κύθηρα όπου έχτισε νέο μοναστήρι επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου.
Η ώρα της επιστροφής στη γενέτειρα έφθασε και ο Όσιος επέστρεψε στην Κεφαλλονιά όπου αξιώθηκε να του αποκαλυφθούν τα περί της τελευτής του.
Προσευχόμενος δε στο Θεό παρέδωσε τη μακαρία του ψυχή την 4η Σεπτεμβρίου του 1782. Την ανακομιδή των ιερών του λειψάνων έκανε ο ιερέας Ιωάννης, εξ’αυτών το οστό του πήχεως της Δεξιάς του Οσίου βρίσκεται ευωδιάζον στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου Πορταίτισσας στην Αστυπάλαια.

4. Άγιοι Πατέρες επισκ. Λέρου Ιωάννης και Σέργιος

5. Όσιος Ιωνάς ο Λέριος
6. 
7. 
Ἀπὸ τὸ «ΒΡΑΒΕΙΟΝ» τῆς Ἱερᾶς καὶ Βασιλικῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴν Πάτμο, διαπιστώνουμε ὅτι πολλοὶ Λεροί τους πέντε προηγούμενους αἰῶνες ἄφησαν τὴ Λέρο καὶ πῆγαν σττὴ Μονὴ τῆς Πάτμου , διὰ νὰ μονάσουν. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ μοναχὸς Ἰωνὰς διὰ τὸν ὁποῖον στὸ «ΒΡΑΒΕΙΟ» ἀναφέρονται:
«ἀφξα (1561) Φεβρουαρίου κῆ (28)
ἐφονεύθη εἰς τὴν Λειψὸν ὁ δοῦλος
τοῦ Θεοῦ Ἰωνὰς μοναχὸς ὁ Λέριος».
Ἀτομικὰ γιὰ τὸν Ὁσιομάρτυρα αὐτὸν τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες. Ὅσα ἀκολουθοῦν προέρχονται ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Νικηφόρου Κουμουνδούρου, ἐφημερίου τῶν Λειψῶν «Μακαριστοὶ γέροντες καὶ πέντε ὁσιομάρτυρες στὴ νῆσο Λειψῶ τῆς Δωδεκανήσου». Οἱ Ἅγιες αὐτὲς ψυχὲς ἀνεκυρήχθησαν ὁσιομάρτυρες ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο , ἑορτάζοντες καὶ οἱ πέντε μαζὶ τὴν Ἃ’ Κυριακὴ μετὰ τὴ 10η Ἰουλίου.
Ὁ Ὁσιομάρτυς Ἰωνὰς μαζὶ μὲ ἄλλους ἀσκητὲς – ἀναχωρητὲς ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Πάτμου καὶ ἔφθασαν στὴ νῆσο Λειψῶ τὸ 1550 μ.Χ. Ζητοῦσαν νὰ βροῦν ἕνα τόπο ποὺ δὲν θὰ τοὺς ἐνοχλοῦσε ὁ κόσμος, ποὺ μόνοι θὰ ὑμνοῦσαν καὶ θὰ συνομιλοῦσαν μὲ τὸ Θεό. Ἔτσι διάλεξαν ἕνα χῶρο ἔρημο καὶ ἀφιλόξενο γιὰ νὰ ἐγκατασταθοῦν. Πρῶτο τους μέλημα νὰ χτισθεῖ ὁ ναὸς τοῦ Ἡσυχαστηρίου, ψηλὰ ἀπὸ τὴ θάλασσα σὲ δύσβατο σημεῖο, γιὰ τὸ φόβο τῶν πειρατῶν. Ἐκεῖ πάλεψαν μὲ τοὺς βράχους, γιὰ νὰ φτιάξουν μονοπάτια, πάλεψαν μὲ τὴ ἔλλειψη τοῦ νεροῦ καὶ τῆς τροφῆς. Μὰ τί κι ἂν δὲν εἶχαν τίποτα ἀπὸ αὐτά; Εἶχαν καὶ τοὺς ἀρκοῦσε, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἐφτίαξαν τὴν Ἐκκλησία ἐπ’ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ μικρὰ κελιὰ γιὰ τοὺς ἴδιους.
Πότισαν τὸν ἄγονο χῶρο τοῦ ἀσκηταριοῦ περισσότερο μὲ τὸν ἱδρώτα τους καὶ λιγότερο μὲ τὸ νερό. Σεβάστηκαν τὴ φύση, λάτρευσαν, ἐδόξασαν καὶ ὑμνολόγησαν τὸ Θεό, ποὺ ἐπέτρεψε στὸ διάβολο νὰ πειράζει τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἔδωσε καὶ στοὺς ἀνθρώπους τὴν δύναμη νὰ τὸν νικοῦν. Ἔγιναν «ἄγγελοι τῷ βίω» ἐνῶ ἦταν «ἄνθρωποι τὴ φύσε » .Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς θυσιάστηκαν γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν Ἁγία καὶ τῆς πατρίδας τὴν ἐλευθερία.
Ὅσο ψηλὰ ὅμως καὶ ἂν ἦταν τὸ ἀσκηταριό, τὸ ἐπισκέπτονταν μὲ τὶς ἄγριες διαθέσεις τοὺς οἱ πειρατές. Σὲ μία ἐπιδρομὴ ἐφόνευσαν τὸ μοναχὸ Ἰωνὰ ἀπὸ τὴ Λέρο. Ἦταν 28 Φεβρουαρίου τοῦ 1561 μ.Χ. Ἔτσι ὁ Μοναχὸς Ἰωνὰς ἔγινε νεομάρτυρας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Δὲν ἦταν ὁ μόνος. Πρὶν ἀπὸ αὐτὸν τὸ 1558 μ.Χ. εἶχαν φονεύσει τὸ μοναχὸ Νεόφυτο τὸν Ἀμοργινό. Τὸ 1609 μ.Χ. ὁ μοναχὸς Νεόφυτος ὁ Φαζὸς ἐφονεύθη ἀπὸ τοὺς ἀγαρινοὺς μὲ σκεπάρνι. Τὸ 1635 μ.Χ. ὁ Πεκὴρ Πασὰς ἀπὸ δαρμὸ ἐφόνευσε τὸ μοναχὸ Ἰωνὰ τὸν Νισύριο καὶ τὸ 1696 μ.Χ. ὁ ἀναχωρητὴς μοναχὸς Παρθένιος ἐφονεύθη μὲ καμάκι ποὺ τοῦ τρύπησε τὸ λαιμό. Καὶ οἱ πέντε ἀδικοσκοτωμένοι μακαριστοὶ γέροντες κηδεύτηκαν μὲ δάκρυα ἀπὸ τοὺς συνασκητές τους καὶ τοὺς θρήνησαν οἱ εὐσεβεῖς Λειψῶτες καὶ οἱ συμπατριῶτες τους. Καὶ ὅλοι μας τοὺς διατηροῦμε στὴ μνήμη μας μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ σεβασμὸ θεωρώντας τοὺς καταξιωμένους ὁσιομάρτυρες.
Ι. Μ Καρπάθου
1. Άγιος Ιωάννης ο εν Καρπάθω ασκήσας
Άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος έζησε περίπου τον 7ο αιώνα μ.Χ. και ασκήτευσε στο νησί της Καρπάθου. Όσα γνωρίζουμε για το βίο και την ιστορία του, ανακαλύφθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1980 με ενέργειες του μητροπολίτη Καρπάθου Αμβροσίου, οπότε και εντάχθηκε στους εν Δωδεκανήσω ασκητεύσαντες αγίους. Όλοι οι ναοί του νησιού της Καρπάθου περιέχουν έστω μία εικόνα ή μια τοιχογραφία του αγίου. 
Ωστόσο αρκετοί ερευνητές υποστηρίζουν πως η φιγούρα του Ιωάννη του Καρπάθιου αποτελεί μια συνένωση δύο διαφορετικών προσώπων, εγείροντας σημαντικά ερωτηματικά ως προς την ιστορικότητά του. Συγκεκριμένα του μοναχού Ιωάννη (άγνωστο το πότε έζησε), που συνέγραψε το έργο “Προς τους μοναχούς της Ινδίας” και του μητροπολίτη Καρπάθου Ιωάννη που έζησε κατά τον 7ο μεταχριστιανικό αιώνα. 
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 25 Αυγούστου. 
Βιβλιογραφία

Ι. Μ Σύμης
1. Όσιος Νικανδρος ο εκ Καστελλορίζου
Βιογραφία
Στο Σιναϊτικό Κώδικα του 1716 περιέχεται ο βίος και η πολιτεία του Όσίου Νικάνδρου του νέου ασκητού που έλαμψε με την αρετή και την αγιότητα του στην Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του αγίου και θεοβαδίστου όρους Σινά. Σύμφωνα με τον κώδικα αυτό ο όσιος Νίκανδρος γεννήθηκε το 1581 μ.Χ. στο Ριζόκαστρο δηλαδή στο Καστελορίζο όπου υπήρχε μετόχι της Ιεράς Μονής του Σινά οι Άγιοι Απόστολοι. Έγινε μοναχός στο Σινά το 1611 μ.Χ. και κοιμήθηκε το 1631 μ.Χ. επί Αρχιεπισκόπου Ιωάσαφ.
Στην Ιερά Μονή του Σινά ήταν κάποιος πολύ ενάρετος ιερομόναχος από το Ρέθυμνο της Κρήτης ονομαζόμενος Ιγνάτιος. Ο Ιγνάτιος πήρε κοντά του ως υποτακτικό του τον Καστελορίζιο μοναχό Νίκανδρο. Επιθυμώντας και οι δύο να γνωρίσουν τα μοναστήρια και τα ησυχαστήρια του Αγίου Όρους πήγαν εκεί και έμειναν 5 χρόνια. Όμως ξαναγύρισαν και πάλι στη μετάνοια τους στο Σινά γιατί διεπίστωσαν οτι εκεί υπήρχε μεγαλύτερη ησυχία και εκεί πέρασαν και τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής τους.
Ο ιερομόναχος Ιγνάτιος ήταν πολύ καλός και ενάρετος πνευματικός. Είχε τέλεια ακτημοσύνη και εγκράτεια και ακατάπαυστο έργο του ήταν η προσευχή. Ο μαθητής του όμως Μοναχός Νίκανδρος ξερπέρασε το δάσκαλο του. Είχε περισσότερο εγκράτεια από εκείνον και τέλεια και ακούραστη υποταγή στο Γέροντα του και έτσι έφτασε σε πλήρη απάθεια. Ποτέ δε φάνηκε να χαίρεται ή να λυπάται αλλά πάντα στεκόταν στο ίδιο και απαράλλακτο ήθος. Έβαζε σε όλους μετάνοια και σε ότι του έλεγαν έβαζε μπροστά το «ευλόγησον πάτερ». Ο Νίκανδρος κοιμήθηκε ένα χρόνο και κάτι πριν από το Γέροντα του Ιγνάτιο. Όταν συμπληρώθηκε χρόνος από τη ταφή του άνοιξαν οι πατέρες το κοιμητήριο για να βάλλουν άλλον αδελφό. Μπήκε μέσα ο Γέροντας και πνευματικός του για να δεί το λείψανο του και το βρήκε σώο και ακέραιο έχοντας το χρώμα του κρόκου και αναβλύζοντας μύρο. Ο Γέροντας του Ιγνάτιος, βγαίνοντας απο το κοιμητήριο με δάκρυα στα μάτια είπε: «Σε ευχαριστώ Κύριε που και ζωντανό ακόμα μου έδωσες αυτή τη πληροφορία για τον υποτακτικό μου».
Σημείωση: Σε αρκετές διαδικτυακές πηγές αναφέρεται ως ημέρα εορτής του Οσίου Νικάνδρου η 29η Ιανουαρίου. Όμως σύμφωνα με την Ιερά Μητρόπολη Σύμης, ο Όσιος Νίκανδρος εορτάζει την Τετάρτη της Διακαινησίμου.
 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ