Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης
Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Πολλά και ποικίλα γράφτηκαν τις τελευταίες εβδομάδες για τον κορωνοϊό, την επίδρασή του στην ελληνική κοινωνία και ιδίως την επίδρασή του στην Εκκλησία και στη λατρεία ενόψει της Μεγάλης Εβδομάδας και του εορτασμού της Αναστάσεως. Εχω αποδελτιώσει και κρατήσει περί τις 400 σελίδες με διαδικτυακό υλικό, στις οποίες σκέπτομαι και σχεδιάζω να στηρίξω μελλοντική σχετική μελέτη μου. Καθώς όμως ο κουρνιαχτός λίγο-λίγο κατακάθεται, ας μου επιτραπεί να εκφράσω με ορισμένα άρθρα μία σειρά σκέψεων για ορισμένες πτυχές της πανδημίας αυτής, όσον αφορά την ιδιαίτερη εμπλοκή της με την ορθόδοξη λατρεία, την εορτή του Πάσχα και τους πιστούς.
Θα αρχίσω από το πλέον κοινότυπο: στη ρητορεία των άρθρων των ημερών, συνήθης ήταν η επανάληψη της σκέψης ότι η πανδημία και οι συνέπειές της θα αποτελούσαν ένα είδος αποκαλυπτικού νοητού κόσκινου, στο οποίο ο Θεός θα ξεχώριζε τους πιστούς ανάλογα με την ένταση και την ειλικρίνεια της πίστης τους, θα ξεχώριζε δηλαδή, κατά το κοινώς λεγόμενο, «την ήρα από το σιτάρι». Πέραν του ότι όσοι το επαναλάμβαναν, κάποτε άκριτα, αυτοβαφτίζονταν «σιτάρι» και θεωρούσαν «ήρα» τους έχοντες αντίθετες ή διαφορετικές από αυτούς απόψεις – λες κι ο Μεγαλοδύναμος τούς είχε προικίσει με το χάρισμα να μετρούν τις εσωτερικές διαθέσεις και την πίστη καθενός – ένα νομίζω είναι το ουσιώδες σημείο αυτής της σκέψης: το ότι είναι ανάγκη να ορίσουμε ξανά, με τα τωρινά μέτρα, ποια είναι η «ήρα» και ποιο το «σιτάρι».
Ας δούμε ενδεικτικά ορισμένες περιπτώσεις που αντλούνται από την αρθρογραφία, την ειδησεογραφία αλλά και την πικρή προσωπική εμπειρία των ημερών: ποιος είναι «ήρα», και ποιος «σιτάρι»; Ο κληρικός που με πόνο ψυχής δεν μίλησε, υπάκουσε, ειρήνευσε τους πιστούς που του απευθύνθηκαν και τους γαλήνεψε στους αδηφάγους λογισμούς που τους είχαν κυριεύσει, ή αυτός που με δήθεν φλογερά κηρύγματα τούς ξεσήκωσε, τους εκβίασε ουσιαστικά συναισθηματικά πατώντας πάνω στην πίστη τους και τους έβαλε διλήμματα πολλά, βασανιστικά και δυσεπίλυτα; Ο κληρικός που τήρησε τα μέτρα ξεκινώντας από την οικογένεια και τους φίλους του, ή εκείνος που έβαζε γνωστούς και φίλους από την πίσω πόρτα στο ιερό να κοινωνήσουν, ουσιαστικά διακρίνοντας το ίδιο του το ποίμνιο σε ημετέρους και όχι, αναδεικνύοντας ένα μεγάλο πρόβλημα των ημερών μας στο οποίο θα αναφερθούμε σε επόμενο άρθρο μας, την ανάπτυξη δηλαδή πελατειακών σχέσεων μεταξύ του ποιμένα και του ποιμνίου; Και τι είναι, για παράδειγμα, ο κληρικός εκείνος που φρόντισε να πάρει από την Μητρόπολή του βεβαίωση ότι η παπαδιά του είναι καθαρίστρια του ναού, άρα απαραίτητο προσωπικό, για να μην στερηθεί η «μοσχαναθρεμμένη» πρεσβυτέρα τη λειτουργική ζωή, ξεχωρίζοντάς την από τους πιστούς που έμειναν αλειτούργητοι και ακοινώνητοι;
Είναι «ήρα» ή «σιτάρι» ο πιστός που υπάκουσε και με πόνο ψυχής, λουσμένος εκείνος και η οικογένειά του στα δάκρυα παρακολουθούσε από την τηλεόραση όσα σε όλη του τη ζωή είναι ζωντανό του βίωμα; Και πού μπορούμε να κατατάξουμε τον άλλο, εκείνον που πίεσε και συναισθηματικά εκβίασε τον ιερέα της ενορίας του να τον βάλει παρά τις διατάξεις στο ναό, να τον μεταχειριστεί προνομιακά και να τον κοινωνήσει; Πού αλήθεια κατατάσσονται οι λαϊκοί που από την πολλή τους ευσέβεια ασχημονούσαν τις μεγάλες και πανσέβαστες αυτές ημέρες ενώπιον του σταυρού και του επιταφίου, λησμονώντας ότι ακόμη και οι μάρτυρες της πίστης μας φέρθηκαν κατά κανόνα στους βασανιστές τους με αγάπη και ευγένεια; Πού αλήθεια θα κατατάξουμε τον πιστό εκείνο, που εν ονόματι της πίστης του φρόντισε, μέσω των προσωπικών σχέσεών του με τον εφημέριο, ακόμη και εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ίσως λίγους μήνες πριν να είχε οριστεί και νεόκοπος επίτροπος του ναού του, να είναι παρών εκείνος και τα παιδιά του, ως δήθεν ιερόπαιδες αν και σε ηλικία γάμου πλέον, σε όλες τις ακολουθίες, στερώντας τη χαρά και την ευλογία αυτή από τους υπολοίπους συνεπιτρόπους του;
Τέτοια παραδείγματα έχω, ξέρω και κατέγραψα αρκετά. Δεν τα κοινοποίησα στις αρχές για να ασκηθούν διώξεις και να σχηματιστούν δικογραφίες, διότι δεν συμφωνώ με την πρακτική αυτή και πιστεύω ότι σε τίποτε δεν θα ωφελούσε. Κι αν τα γράφω εδώ, είναι για να προβληματιστούν όσοι διέπραξαν αυτά τα ατοπήματα, κληρικοί και λαϊκοί, ώστε να συναισθανθούν τι έκαναν, να μετανοήσουν και να εξαγορεύσουν τα βαριά αυτά αμαρτήματά τους – βαριά επειδή αμφισβήτησαν εμπράκτως την ευχαριστηριακή κοινωνία και διέλυσαν το σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.
Αν δεν το κάνουν και καλυφθούν πίσω από μία πωρωμένη συνείδηση που τα πάντα τείνει να δικαιολογήσει, ας ετοιμαστούν για την απολογία τους ενώπιον του Χριστού «εν ημέρα κρίσεως» με αντιδίκους όλους εκείνους, κληρικούς και λαϊκούς που προσκαρτέρησαν, σιώπησαν και υπήκουσαν.
Κι εκεί θα λυθεί σε όλους μας η απορία για το ποιος τελικά ήταν η «ήρα» και ποιος το «σιτάρι» στην πρωτοφανή αυτή κατάσταση που αντιμετωπίσαμε.