Ἀπό τά παραπάνω γίνεται φανερό, ὅτι ἡ πτώση τῆς Πόλης τό 1453 δέν ἔγινε ἀπροσδόκητα, οὔτε μέ αὐτήν ἄρχισε ἡ τουρκοκρατία. Στίς 29 Μαΐου 1453, ὅπως εἴδαμε, ἕνα μεγάλο μέρος τῆς Ρωμανίας ἦταν ἤδη κάτω ἀπό τούς Ὀθωμανούς, τούς Ἄραβες καί τούς Βενετούς. Ἀπό τό 1204 ἡ Πόλη δέν μπόρεσε νά ἀναλάβει τήν πρώτη της δύναμη καί ὅλα ἔδειχναν πώς βαδίζει στήν τελική πτώση. Τό φραγκικό πλῆγμα ἐναντίον της ἦταν τόσο δυνατό, πού ἀπό τό 13ο αἰ. ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν “μιά πόλη καταδικασμένη νά χαθεῖ”.11 Ἡ ἅλωση ἦταν ἐξάλλου ἡ κατάληξη μιᾶς μακροχρόνιας ἀποσύνθεσης τῆς πολιτικῆς καί οἰκονομικῆς ὑπόστασης τοῦ Γένους. Ἀπό τό 13ο αἰ. ὁ Ἑλληνισμός εἶχε διασπαστεῖ καί διαμοιραστεῖ, στό μεγαλύτερο μέρος του, σέ ξένους δυνάστες. Οἱ διεισδύσεις, ἔπειτα, μισθοφόρων στό στρατό καί ἀλλοφύλων στό διοικητικό μηχανισμό του εἶχαν προκαλέσει τήν ἐθνολογική του ἀλλοίωση. Οἱ ἐμφύλιοι πόλεμοι (1321-1328, 1341-1355), καί ἡ ἐσωτερική ἀναρχία εἶχαν ἐπιφέρει τή δημογραφική του συρρίκνωση. Σοβαρά λάθη στήν οἰκονομική πολιτική τῶν αὐτοκρατόρων, ὅπως ἡ συνεχής αὔξηση τῆς μεγάλης ἰδιοκτησίας σέ βάρος τῶν μικρῶν, πού πιέζονταν ἀπό τή δυσβάστακτη φορολογία, ἡ καταχρηστική ἐπέκταση τοῦ θεσμοῦ τῶν “προνοιαρίων” καί ἡ ὑπερβολική, πολλές φορές, αὔξηση τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων δημιούργησαν μιάν οἰκονομική ὀλιγαρχία σέ βάρος τῶν μικροκαλλιεργητῶν τῆς γῆς, μέ ἀπόληξη τήν οἰκονομική κρίση. Τό ἐμπόριο εἶχε περιέλθει στά χέρια τῶν δυτικῶν καί οἱ δυνατότητες γιά οἰκονομική ἀνάκαμψη περιορίστηκαν σημαντικά. Ὑπῆρχαν ὅμως καί πνευματικά αἴτια τῆς πτώσης.
Οἱ θρησκευτικές, κοινωνικές καί ἰδεολογικές ἀντιθέσεις προκάλεσαν βαθειά σύγχυση, πού λειτούργησε διαλυτικά στό σῶμα τῆς αὐτοκρατορίας. Ἰδιαίτερα οἱ δυτικές ἐπιρροές καί οἱ συνεχεῖς ὑποχωρήσεις τῶν πολιτικῶν στίς δυτικές (παπικές) ἀπαιτήσεις, γιά τήν ἀναμενόμενη στρατιωτική βοήθεια, ὁδήγησαν στήν πνευματική ἀλλοίωση τοῦ Βυζαντίου, μέ ἄμεσο κίνδυνο ἀπώλειας τῆς πνευματικῆς καί πολιτιστικῆς ταυτότητάς του. Γιατί, ἄν τό Βυζάντιο ἔπαυε νά διατηρεῖ τήν πνευματική καί πολιτισμική ἰδιαιτερότητά του, ἀκόμη καί ἄν δέν ἔπεφτε στά χέρια τῶν Τούρκων, θά καταλυόταν ἐσωτερικά, μεταβαλλόμενο σέ πνευματικό προτεκτοράτο τῆς Φραγκιᾶς. Ἡ πρώση – κατά τούς ἀνθενωτικούς – ἦλθε ὡς σωτηρία, γιατί κράτησε τήν πνευματική καί πολιτιστική καθαρότητα τοῦ Γένους, τό ὁποῖο στή δουλεία, παρά τίς ταλαιπωρίες του, μπόρεσε νά ἀνασυνταχτεῖ καί νά ἐπιβιώσει.
Συνέπειες γιά τόν Ἑλληνισμό
Τό γεγονός τῆς ἅλωσης εἶχε τεράστια σημασία πρῶτα γιά τόν Ἑλληνισμό καί τήν κατοπινή του πορεία. Γιά τούς Ἕλληνες ἡ ἅλωση ὑπῆρξε μιά κρισιμότατη στιγμή στήν ἱστορία τους. Γιατί ἄρχισε γι’ αὐτούς μιά περίοδος μακρᾶς δοκιμασίας μέ μειωμένες οἰκονομικά καί πολιτικά τίς δυνάμεις τους. Ἄν οἱ ψυχικές καί πνευματικές δυνάμεις τους δέν ἦσαν ἀκμαῖες, εἶναι ἀμφίβολο, ἄν θά μποροῦσε τό Γένος νά ξεπεράσει τίς συνέπειες τῆς πτώσης, ὅπως συνέβη μέ ἄλλους λαούς στήν ἱστορία. Ἡ ἐμμονή ὅμως στήν ὀρθόδοξη παράδοση, καί μέσω αὐτῆς καί στήν ἑλληνικότητα, κρατοῦσε δεμένο τό Γένος μέ τίς ζωτικές πηγές του.
Ἡ ἀπώλεια εἰδικά τῆς Κωνσταντινούπολης ὑπῆρξε σημαντικότατο γεγονός. Ἡ Πόλη ἦταν ἡ συνισταμένη ὅλων τῶν ἐλπίδων τῶν Ρωμηῶν. Ἡ διατήρηση τῆς ἐλευθερίας της, παρά τήν τρομακτική συρρίκνωση τῆς αὐτοκρατορίας, ἔτρεφε τήν αὐτοπεποίθησή τους καί συντηροῦσε τόν ψυχισμό τους. Ὅπως ὑπογράμμιζε πρίν ἀπό τήν ἅλωση ὁ λόγιος μοναχός Ἰωσήφ Βρυέννιος: “Ταύτης τῆς πόλεως ἱσταμένης, συνίσταταί πως αὐτῇ καί ἡ πίστις ἀκράδαντος· ἐδαφισθείσης δέ ἤ ἁλούσης, ἅπερ, Χριστέ μου, μή γένοιτο, ποία ἔσται ψυχή κατά πίστιν ἀκλόνητος;” [δηλαδή: Ὅσο στέκεται ὄρθια αὐτή ἡ πόλη, μένει μαζί της ἀκλόνητη καί ἡ πίστη. Ἄν ὅμως κατεδαφιστεῖ ἤ ἁλωθεῖ, πού νά μή γίνει, Χριστέ μου, ποιά ψυχή θά κρατήσει τήν πίστη της ἀσάλευτη;] Μετά τήν πτώση τῆς Πόλης ἡ δύναμη ἀντίστασης μειώθηκε σημαντικά, ὅπως δείχνουν οἱ ἀλλαξοπιστίες καί ἡ μοιρολατρική στάση πολλῶν ἀπό τόν κλῆρο καί τό λαό. Τό Γένος χρειαζόταν κάποια δύναμη, πού θά ἐμπόδιζε τήν ἀλλοτρίωσή του καί, θά ἐξασφάλιζε τήν ἐπιβίωση καί ἀνάκαμψή του. Αὐτή τή δυσκολότατη, ἀλλά καί ἀναγκαιότατη ἀποστολή θά ἀναλάβει ἡ Ἐκκλησία, ὡς Ἐθναρχία.
Σημασία γιά τούς Ὀθωμανούς
Ἀλλά καί γιά τούς Ὀθωμανούς ἡ ἅλωση εἶχε ἀνάλογη σημασία. Μέ αὐτή νομιμοποιήθηκε ἡ νίκη τους πάνω στήν Ἑλληνική αὐτοκρατορία, ἡ ὁποία μέ τό πάρσιμο τῆς Πόλης ἔγινε καί τυπικά Ὀθωμανική. Ἡ κατάκτηση τῶν ὑπόλοιπων ρωμαίικων ἐδαφῶν (Τραπεζούντας, κυρίως Ἑλλάδας) δέν ἦταν παρά ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ὑποκατάστασης τῶν Ἑλλήνων ἀπό τούς Ὀθωμανούς στήν αὐτοκρατορία τους.
Τό σπουδαῖο ὅμως εἶναι, ὅτι τό ἄλλοτε βάρβαρο τουρκικό φύλο τῶν Ὀθωμανῶν μέσα σέ σύντομο χρόνο μπόρεσε νά συγκροτηθεῖ σέ μιά πανίσχυρη αὐτοκρατορία καί νά ἐνταχθεῖ στό σύστημα τῶν Εὐρωπαϊκῶν κρατῶν. Μέσα στά ὅρια τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας θά ἀγωνιστεῖ στό ἑξῆς ὁ Ἑλληνισμός, μαζί μέ ὅλη τή Ρωμηοσύνη, νά βρεῖ τό δρόμο του στή νέα γι’ αὐτόν πραγματικότητα.