Ο Μέγας Βασίλειος υπήρξε υπόδειγμα Επισκόπου-Ποιμένος. Ως αληθινός πνευματικός πατέρας φρόντιζε συνεχώς για τις υλικές και πνευματικές ανάγκες του ποιμνίου του. Ευπροσήγορος και καταδεκτικός προς τους ταπεινούς, πονετικός προς τους πάσχοντες, έτοιμος να παράσχει τη συνδρομή του σ᾽ οποιονδήποτε τη ζητούσε. Όμως ήταν σκληρός και απτόητος μπροστά στους αλαζόνες που επιβουλεύονταν την αληθινή χριστιανική πίστη.
Παρά τα σοβαρά εμπόδια που του προκαλούσε η κατάσταση της κακής υγείας του, η κοινωνική ζωή βρισκόταν πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του. Οι κοινωνικές του σχέσεις συνδέονταν οργανικά με το βαθύτερο χριστιανικό πνεύμα και ήθος του, το οποίο φανερωνόταν ουσιαστικά τόσο προς την ορθή αγωγή και παιδεία των νέων, όσο και προς τους φτωχούς, αλλά και τους πλουσίους, όταν αδικούνταν.
Η “Βασιλειάδα” ήταν μία αληθινή μικρή πόλη, η οποία ανέδειξε τον Μ. Βασίλειο ως ένα μέγα κοινωνικό εργάτη, ο οποίος ερμήνευε και υλοποιούσε τον Χριστιανισμό ως μία θρησκεία αγάπης, προς κάθε άπορο και ανήμπορο. Και όμως, βρέθηκαν συκοφάντες, οι οποίοι υποστήριξαν ότι η “Βασιλειάδα” ζημίωνε οικονομικά το κράτος.
Ο χαρισματικός Ιεράρχης αντιμετώπιζε και τους πλουσίους με αδελφική διάθεση προσπαθώντας να τους πείσει για την ανάγκη ενεργού συμμετοχής τους στο κοινό καλό. «Η αγάπη δαπανά τον πλούτο», διακήρυττε ο Μ. Βασίλειος. «Όποιος αγαπά τον συνάνθρωπό του είναι φυσικό να μην συσσωρεύει πλούτη μόνο για τον εαυτόν του». Έλεγε ότι αν είναι λωποδύτης αυτός που κλέβει τα ενδύματα του άλλου, τι είναι αυτός που μπορεί να ντύσει τον φτωχό και δεν το κάνει; «Πρόσεξε! Το ψωμί που εσύ κατακρατείς είναι του πεινασμένου. Το παπούτσι που σαπίζει στο σπίτι σου είναι του ξυπόλυτου». Θεωρούσε ότι, όταν καταπολεμάται η φιλαυτία, τότε ο άνθρωπος ευρύνει τη συνείδησή του και γίνεται «άνθρωπος καθολικός».
Είναι προφανές ότι ο σοφός Ιεράρχης, εκτός από τη συμμετοχή των πλουσίων σε φιλανθρωπικά έργα, προσπαθούσε να στρέψει την προσοχή τους προς τον Θεό. Προσπαθούσε να εισαγάγει “τους κατέχοντες” στην επίγνωση της Θείας Δυνάμεως, η οποία, δεχόμενη την πίστη και την εμπιστοσύνη κάθε ανθρώπου, παρέχει στον πιστό ένα μοναδικό αίσθημα ασφάλειας, με την οποία δεν μπορούν να αναμετρηθούν τα φθαρτά πλούτη του κόσμου.
Ο Μ. Βασίλειος, ως θεωρητικός και διοργανωτής του μοναστικού κοινοβίου, όπου λειτουργούσε και λειτουργεί η αγάπη και η αφοσίωση προς τον Θεό και το ενδιαφέρον προς τον συνάνθρωπο, επιθυμούσε να επεκτείνει αυτά τα συναισθήματα και στην ευρύτερη κοινωνία, μέσα από την καλλιέργεια της ανιδιοτέλειας και της εθελοντικής κοινοκτημοσύνης.
Καυτηριάζοντας την ακόρεστη επιθυμία του πλουτισμού και της τοκογλυφίας, ο Καππαδόκης Πατέρας προτυπώνει και τη δική μας εποχή. Άλλωστε σε όσους σήμερα ισχυρίζονται ότι ο Χριστός ήταν ο πρώτος ιστορικά κομμουνιστής ο Μ. Βασίλειος ξεκαθαρίζει: «Το αξίωμα του Χριστιανισμού είναι ότι κάθε τι που μου ανήκει είναι και δικό σου, ενώ το αξίωμα του ανθρώπινου Κοινωνισμού είναι ότι κάθε τι που σου ανήκει είναι και δικό μου».
Η χριστιανική κοινοκτημοσύνη αναγνωρίζει ως κυρία των αγαθών την Αγία Τριάδα, ενώ η κοινωνική κοινοκτημοσύνη στρέφεται στον άνθρωπο. Η τέλεια κοινωνία δεν κατορθώνεται με τη σύσταση πολιτικών συστημάτων, αλλά με την εσωτερική αλλαγή και τον θείο φωτισμό των ανθρώπων, δια του οποίου η φιλαυτία μεταμορφώνεται σε φιλαλληλία.
Συναφής με το ενδιαφέρον του Μ. Βασιλείου για κοινωνική φιλαλληλία και, κατά το δυνατόν, οικονομική ισότητα μεταξύ των πολλών, ήταν και η επιδίωξή του για την πνευματική και ηθική ενότητα. Ενότητα μεταξύ των Εκκλησιών έναντι του κινδύνου θρησκευτικής παρεκτροπής εξ αιτίας των αιρέσεων και των κακοδοξιών. Ενότητα μεταξύ όλων των Επισκόπων, υπευθύνων για την ορθή τέλεση των λειτουργιών. Ενότητα μεταξύ των πιστών, οι οποίοι, με κεφαλή τον Κύριον Ιησού Χριστόν, αποτελούσαν το “Σώμα” των Ορθοδόξων Εκκλησιών· και βέβαια πνευματική ενότητα μεταξύ των δυνατών και αδυνάμων πολιτών.
Όλα αυτά, μετά το πέρασμα τόσων αιώνων, και κυρίως μετά τις ακλόνητες αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, θεωρούνται σήμερα αυτονόητα. Όμως εκείνη την εποχή, οπότε φωτισμένοι Ιεράρχες όπως ο Μ. Αθανάσιος και τόσοι άλλοι, εξορίζονταν από ημιμαθείς Άρχοντες, έπρεπε κάποιοι, εκτός από τους Ιερομάρτυρες, να τα αντιμετωπίσουν επιμένοντας στην ορθή θεωρητική θεμελίωση της Ορθόδοξης Αλήθειας.
Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε από τους πρωτοπόρους σ᾽ αυτόν τον τομέα. «Τείχισον ημάς Αγίοις σου Αγγέλοις, ίνα, τη παρεμβολή αυτών… καταντήσωμεν εις την ενότητα της πίστεως και εις την επίγνωσιν της απροσίτου Σου Δόξης».
Ο Μ. Βασίλειος, ως χαρισματικός θεολόγος, αφού ενστερνίσθηκε απόλυτα τις αποφάσεις της Α´ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας (325 μ.Χ.), ήταν ο πρώτος που βροντοφώναξε ότι «το Άγιον Πνεύμα είναι Θεός». Η φράση αυτή, μετά την παραδοχή του ομοουσίου του Υιού και Λόγου του Θεού Ιησού Χριστού, με τον Θεό Πατέρα, “έκλεισε” τη θεία και νοερή ύπαρξη της τρισυπόστατης Αγίας Τριάδας ως Μιας Θεότητας (Μονάδα Θεότητος εν τρισίν).
Για τον Άγιο Βασίλειο, οι χωριστές δράσεις των τριών Προσώπων της ομοουσίου Αγίας Τριάδας –ο Πατήρ ως προκαταρκτική αιτία, ο Υιός ως δημιουργική αιτία, και το Άγιον Πνεύμα ως τελειωτική–, αποτελούσαν ένα ιδανικό παράδειγμα ενεργητικής ενότητας τόσο για τους Μοναχούς, όσο και για τους πιστούς στον Χριστιανισμό πολίτες, οι οποίοι έπρεπε, μέσα από την ποικιλία των ασχολιών τους, να αισθάνονται πνευματικά και ηθικά ενωμένοι.
Το συγγραφικό έργο του Μ. Βασιλείου
Ο Άγιος Βασίλειος αναδείχθηκε μέγας από τους συγχρόνους του και ως συγγραφέας. Για τη μεγάλη μόρφωσή του, τη συγγραφική του δεινότητα και τη ρητορική του ικανότητα τον είχαν περιβάλλει όλοι με μεγάλο ενθουσιασμό, ενώ ακόμα ζούσε. Για την ποιμαντική και συγγραφική του δράση θεωρήθηκε από την Εκκλησία μας ως «μέγας οικουμενικός Διδάσκαλος».
Διακρίθηκε ως συγγραφέας πρακτικών έργων, όπως για παράδειγμα είναι τα «Ασκητικά» του. Περισπούδαστο όμως είναι το καθαρώς θεολογικό του έργο στο οποίο αποκαλύπτεται η σχέση της Ιεράς Παραδόσεως με το πνεύμα, και όχι απλώς το γράμμα, της Αγίας Γραφής. Με το θεολογικό του έργο ο Μ. Βασίλειος είναι ο πρώτος ο οποίος αποκάλυψε εις βάθος την απειρότητα της θείας Αλήθειας εγκαινιάζοντας την επιστημονική διαδικασία του θεολογικού γίγνεσθαι, τη “μέθοδο” που θα την ακολουθήσουν αργότερα όλοι οι μεγάλοι θεολόγοι.
Στη συγγραφή της Θείας Λειτουργίας του θα αναφερθούμε στο Ε´ μέρος αυτής της εργασίας.
Έχουν διασωθεί πολλές διδακτικές ομιλίες του Μ. Βασιλείου κοινωνικού και χριστιανικού περιεχομένου, οι οποίες αποπνέουν ευσέβεια και γνήσια παιδαγωγία, όπως και βαθιά γνώση της Αγίας Γραφής συνυφασμένης με την αρχαιοελληνική σκέψη.
Οι διδαχές αυτές έχουν διαχρονικό χαρακτήρα και μπορούν να προβληματίσουν και να ωφελίσουν εγγράμματους, αλλά και αγράμματους, αναγνώστες όλων των ηλικιών.
Έχουμε ήδη αναφερθεί, σε προηγούμενο άρθρο μας, στην περισπούδαστη πραγματεία του Μεγάλου Πατέρα με τίτλο: «Προς τους νέους, όπως αν ελληνικών ωφελοίντο λόγων». Το σύγγραμμα αυτό είναι γραμμένο υπό τύπο επιστολής προς τους ανηψιούς του, που σπούδαζαν τότε σε φιλοσοφικές σχολές. Σκοπός του ήταν να πάρουν οι νέοι από τους αρχαίους συγγραφείς ό,τι είναι χρήσιμο ως προπαρασκευή στην κατανόηση της Αγ. Γραφής και να παραβλέψουν ό,τι αντιχριστιανικό1.
Η ομιλία του Μ. Βασιλείου, με τίτλο «Θεέ μου, Σε ευχαριστώ», είναι συνέχεια της δογματικής ομιλίας του «Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός». Ο συγγραφέας εδώ μας καλεί να λέμε: «Θεέ μου, σε ευχαριστώ, διότι νιώθω την πατρική Σου αγάπη και τίποτα δεν μπορεί να μου αφαιρέσει τη χαρά της παρουσίας Σου στη ζωή μου, ακόμα και σε δύσκολες καταστάσεις».
Στην περί φθόνου ομιλία του με τίτλο «Ένα θηρίο μέσα μας», ο Μ. Βασίλειος βλέπει τον φθόνο ως ασθένεια που καταστρέφει εκείνον που φθονεί. Τονίζει δε ότι οι φθονεροί εξαγριώνονται, σαν τα θηρία, ακόμα περισσότερο με τις περιποιήσεις. Αναφέρεται επίσης στα αίτια και τους καρπούς αυτού του πάθους με παραδείγματα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, με ορισμένες συμβουλές για την θεραπεία αυτού του πάθους.
Εξ ίσου τεκμηριωμένες και συμβουλευτικές είναι οι ομιλίες-διδαχές του Μ. Βασιλείου αναφορικά με το πώς πρέπει να προσέχει κανείς τον εαυτό του «Πρόσεχε σεαυτώ», ή η «Περί πλεονεξίας» ομιλία του, όπου υποστηρίζεται ότι η πλεονεξία είναι μία μεγάλη ανθρώπινη αδυναμία, η οποία «αδικεί στην ουσία το κοινωνικό σύνολο», αφού ο πλεονέκτης «αφαιρεί τα εκάστου»2.
Τέλος, οι 360 περίπου επιστολές του Μ. Βασιλείου αποτελούν ένα σπουδαίο τμήμα της συγγραφικής του δράσεως, διότι εκεί λάμπουν τα μεγάλα πνευματικά του χαρίσματα, όπως στις προς τον διδάσκαλό του Λιβάνιο επιστολές του και στις επιστολές προς τον επιστήθιο φίλο του Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο.
Ο Μ. Βασίλειος αποκλήθηκε και “Ουρανοφάντωρ”, διότι με τα δογματικά κυρίως έργα του εναντίον του Αρείου, του Ευνομίου και άλλων αιρετικών, όπως και με τις περί Αγίου Πνεύματος αποκαλύψεις του, φώτισε θεολογικά την περαιτέρω διδασκαλία σχετικά με την Αγία Τριάδα, «το Ομοούσιον Κράτος, την αδιαίρετον Βασιλεία, την πάντων των αγαθών αιτία».
(Συνεχίζεται)
Υποσημειώσεις
- Την πραγματεία αυτή συνέγραψε ο Μ. Βασίλειος, όταν ασκήτεψε για πρώτη φορά, σε λικία 27 ετών, στον Πόντο κοντά στον Ίρι ποταμό. Πρβλ. Θωμά Ν. Ζήση, Ο Μέγας Βασίλειος και η θύραθεν Παιδεία, εκδ. “Σήμαντρο”, 2004, σσ. 63-88. – Βασ. Γ. Μπιλάλη: Μεγάλου Βασιλείου, «Προς τους νέους, όπως αν ελληνικών ωφελοίντο λόγων» (γ´ έκδ.), εκδ. Γρηγόρη, Αθήναι.
- Τα τελευταία χρόνια οι εκδόσεις “Έαρ” εκδίδουν μεμονωμένες τις ομιλίες του Μ. Βασιλείου με το πρωτότυπο κείμενο, τη νεοελληική του απόδοση και διαφωτιστικά σχόλια.